Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2016

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΒΟΡΡΑ

Η νύχτα της παραμονής των Χριστουγέννων ήταν σπουδαία έλεγε ο πατέρας μου κι εγώ κοιτούσα το βράδυ κατά τον ουρανό μήπως δω κανένα άστρο να γκρεμίζεται και να κατρακυλά στο κενό. Με το που χτυπούσαν οι καμπάνες μέσα μες τ’ άγρια χαράματα η μάνα μου ερχόταν στην κρύα κάμαρα όπου κοιμόμουν και με ξυπνούσε για να πάω στην εκκλησία και να βοηθήσω τον παπά και τον ψάλτη διαβάζοντας καμιά προφητεία, κανέναν Απόστολο ή ψάλλοντας κανένα κανόνα απ’ τον όρθρο. Θυμάμαι μια χρονιά που χιόνιζε και περπατούσαμε με τη μάνα μου να με σκεπάζει μ’ ένα παλτό ενώ εγώ παρατηρούσα τις πατημασιές των ανθρώπων που είχαν προηγηθεί πάνω στο χιόνι.
Την προηγούμενη μέρα βγαίναμε με τον μικρό αδερφό μου για να πούμε τα κάλαντα παίρνοντας σβάρνα τα σπίτια του χωριού για να γεμίσουμε τις τσέπες με κέρματα περιμένοντας καμιά γλυκιά γυναίκα να μας δώσει κάτι περισσότερο, ύστερα γυρνούσαμε σπίτι για να τα σκορπίσουμε στο πάτωμα και να τα μετρήσουμε. Η αδερφή μου που ήταν πιο περπατημένη, τη χρονιά που μετακομίσαμε στο άλλο χωριό, το μικρό, το ξεμπέρδεψε νωρίς και καθώς ήταν μαθημένη από το άλλο χωριό το μεγάλο με τα ατέλειωτα σπίτια της κακοφάνηκε, έτσι την επόμενη φορά κοιμήθηκε στη γιαγιά μου σ’ εκείνο το παλιό σπίτι με τα μεγάλα περβάζια και το αρχαίο τζάκι κι έβγαλε το άχτι της.

Όταν γυρνούσαμε στο σπίτι μετά την λειτουργία των Χριστουγέννων κι όπως η μάνα μου μας είχε ταράξει στη νηστεία για σαράντα μέρες, πέφταμε σαν λυσσασμένοι στο λάχανο με το χοιρινό απ’ το ζώο που είχαμε σφάξει και το είχαμε κρεμασμένο στην αποθήκη για να σιτέψει. Η Πρωτοχρονιά δεν ήταν και τόσο σπουδαία. Η Πρωτοχρονιά για μας δεν ήταν και τόσο σημαντική, είχαμε πια χορτάσει και μας είχε φύγει η μανία για φαγητό, μαζευόμασταν όλοι στο κουζινάκι μας αποβραδίς, ο πατέρας μου έκοβε μια αυτοσχέδια πίτα με το χέρι του, μας την μοίραζε, ύστερα περνούσε από μπροστά μας ένα θυμιατό κι εμείς έπρεπε να κουνήσουμε κυκλικά το χέρι πάνω απ’ τους καπνούς και να πούμε «Καλώς ήρθε ο Άγιος Βασίλης και του χρόνου με υγεία». Έπειτα πήγαινε να θυμιάσει τα ζώα στο στάβλο ο οποίος ανέδυε ζέστη απ’ τους ατμούς που έβγαζαν οι αγελάδες απ’ τα ρουθούνια τους. Εμείς τρώγαμε το κανταΐφι που έφτιαχνε η μάνα μου με κάτι άσπρες λεπτές ίνες ζύμης που έψηνε στο φούρνο κι από πάνω έριχνε σιρόπι και καρύδια απ’ την καρυδιά μας που τα φυλάγαμε στο ταβάνι. Το κανταΐφι θύμιζε λίγο σούπα αλλά χρόνια αργότερα μια γυναίκα μου έδωσε να δοκιμάσω κάτι παρόμοιο και κατάλαβα ότι είχα υποτιμήσει το δικό μας. Αφού θυμιαζόμασταν ο πατέρας μου έφευγε για να πάει να παίξει χαρτιά ή ακορντεόν στις παρέες όπου τον καλούσαν. Δεν τον είχα δει ποτέ να παίζει ακορντεόν, μια φορά μόνο πολύ παλιά, αλλά τον έβλεπα στις φωτογραφίες με κάτι μουστακοφόρους να χαμογελούν και να γλεντούν σε πανηγύρια και γάμους, εκεί που οι γυναίκες ετοίμαζαν μεζέδες και σαρμαδάκια και κεφτεδάκια και κομμάτια κοτόπουλου και μεις τα μικρά κοιτούσαμε και μας τρέχαν τα σάλια…

Μια Πρωτοχρονιά ο πατέρας μου ήταν μες τα νεύρα, δεν μπορούσε να παει να χαρτοπαίξει γιατί έπρεπε να φυλάξει όλη τη νύχτα έξω απ’ το μέρος όπου είχαμε τα γουρούνια, οι θηλυκοί χοίροι έχουν τη φήμη ότι τρώνε τα μικρά τους. Κάπνιζε όλο το βράδυ και το πρωινό είχε αρρωστήσει και πονούσε το στομάχι του τόσο πολύ ώστε δεν ξανακάπνισε. Τα γουρούνια κανείς δεν πήγαινε να τα καθαρίσει εκτός από μένα κι όποτε έμπαινα μες το σπιτάκι τους με κοιτούσαν παραξενευμένα κάτω απ’ τα μεγάλα αυτιά τους γρυλίζοντας. Με το που τέλειωνε η νηστεία πάντα είχαμε ένα απόθεμα χοιρινού και κάθε φορά που πεινούσαμε μ’ έστελνε η μάνα μου στην αποθήκη να κόψουμε ένα κομμάτι κρέας που το τηγανίζαμε και χορταίναμε τρώγοντας το με λίγο ψωμί, ήταν πολύ νόστιμο. Τρελαινόμασταν ακόμα για το γεμιστό έντερο του γουρουνιού με ρύζι και μπαχαρικά που το κάνει ακόμα η μάνα μου. Τρελαινόμασταν επίσης για πίτες με παπαρούνες χειμωνιάτικες πριν βγάλουν κοτσάνι και λουλούδι. Με τον αδερφό μου ψάχναμε για παπαρούνες κι άλλα χόρτα κρατώντας ένα μαχαιράκι και μια σακούλα στα χωράφια που είχαν οργωθεί, και κουβαλούσαμε τα χόρτα στο σπίτι. Η μάνα μου έπειτα άνοιγε φύλλο με τον πλάστη πάνω στο τραπέζι ρίχνοντας αλεύρι μπόλικο και στη συνέχεια έψηνε την πίτα πάνω στη σόμπα σ’ ένα ταψί μπακιρένιο αναποδογυρίζοντας την σ’ ένα καπάκι ξύλινο που είχαμε για να σκεπάζουμε τα διπλωμένα ξερά καπνόφυλλα. Ζύμωνε και ψωμί η μάνα μου σε μια μεγάλη σκάφη σαν βάρκα όπου άφηνε το ζυμάρι όλη νύχτα να φουσκώνει με τη μαγιά και κατόπι δούλευε για ώρα το μίγμα με τις γροθιές της πράγμα που πρέπει να ήταν πολύ δύσκολο και χρειαζόταν δύναμη. Μετά έπαιρνε μεγάλα κομμάτια ζύμης τα τοποθετούσε μέσα σε μικρά ταψιά και τα έβαζε στο φούρνο που είχε στο μεταξύ πυρωθεί από φρύγανα που καίγαμε, είχαμε στοίβες ολάκερες από πουρνάρια ειδικά από ένα είδος που είχε μαλακά φύλλα και το προτιμούσαν οι κατσίκες. Όταν ψήνονταν τα ψωμιά, τα βγάζαμε μ’ ένα φτυάρι μακρύ και μετά τρώγαμε αυτό το ψωμί με τη σφιχτή ψίχα το οποίο είχε μια γεύση και μια αίσθηση που δεν έχω ξαναβρεί από τότε…

Για κάποιο λόγο έχω συνδυάσει τις γιορτές με τα φαγητά που τρώγαμε, αυτό μου χει μείνει περισσότερο είναι οι γεύσεις ειδικά αυτή του κρέατος. Ο πατέρας μου κρατούσε πάντα κάνα δυο γουρούνια σ’ ένα κουμάσι που βρίσκονταν σε μια γωνιά του οικοπέδου μας δίπλα σ’ ένα σάπιο αμπάρι όπου αποθήκευε τη μακρόκοκη σίκαλη. Τα ζώα γρύλιζαν και μεις τους πετούσαμε βλίτα και τραύλα, γλιστρίδες, αυτά που φύτρωναν στα σημεία όπου είχε σπάσει κάποιος σωλήνας του νερού. Εκτός από γουρούνια είχαμε πάντα και κότες κι εγώ έπρεπε κάθε πρωί να ανοίξω την πόρτα τους για να βγουν έξω σα δαιμονισμένες και ν’ αρχίσουν να κακαρίζουν, να πεταρίζουν και να τσιμπολογούν τα αποφάγια που τους ρίχναμε. Είχαμε ένα «αγγείο» όπως το λέγαμε, ένα μπακιρένιο βαθύ δοχείο με πράσινο πυθμένα απ’ όπου έπιναν νερό σηκώνοντας το κεφάλι. Το βράδυ έπρεπε να σφραγίσω την ξύλινη πόρτα του κοτετσιού τοποθετώντας κάτι πέτρες πάνω της γιατί αν τυχόν τρύπωνε καμιά νυφίτσα θα έπνιγε κάθε κοτόπουλο που έβρισκε μπροστά της με δολοφονική μανία.

Αυτό που μου έχει μείνει περισσότερο πάντως είναι μια παραμονή Χριστουγέννων που ο αδελφός μου κι ο πατέρας μου συζητούσαν κι αποφάσισαν να πάμε την επόμενη μέρα για να κόψουν στον «λάκκο», όπως λέγαμε το ρέμα που διέσχιζε το χωριό και χύνονταν στο ποτάμι. Υπολόγιζαν ότι κανείς δεν θα μας έβλεπε- γιατί απαγορεύονταν αυστηρά- χρονιάρα μέρα να κόβουν πουρνάρια με το σκληρό τους ξύλο και πλατάνια και κέδρους αγκαθωτούς με το αλυσοπρίονο που φυλάγαμε στην αποθήκη, εκεί όπου βάζαμε τον καβουρμά με το πράσο και το χοιρινό, τα σταφύλια που δεν είχαν παγώσει απ’ την κληματαριά μας και τις ντομάτες που τις κάναμε τουρσί .

Καθώς τ’ αστέρια γκρεμίζονταν και κατρακυλούσαν στο σκοτεινό στερέωμα μιλούσαν οι δυο τους ώρα πολλή κι εγώ τους άκουγα κάτω απ’ τα σκεπάσματα όπου υποτίθεται ότι κοιμόμουν. Εκείνο το δωμάτιο ήταν το πιο ζεστό σόλο το σπίτι, εκεί είχαμε και μια τηλεόραση παλιά όπου είχα δει μια σειρά κινούμενων σχεδίων με ιστορίες για θεούς και δαίμονες που πάλευαν με τους ανέμους και τα στοιχεία της φύσης, μια ιστορία τη θυμάμαι καθαρά, ο νότιος άνεμος είχε ανατρέψει το σκάφος κάποιου δαίμονα κι εκείνος για να εκδικηθεί έσπασε το φτερό του ανέμου κι έτσι για εφτά μέρες δεν φυσούσε καθόλου, όλα τα καράβια στις θάλασσες και στους ωκεανούς και στις λίμνες όλου του κόσμου είχαν ακινητοποιηθεί, μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει εκείνη η ιστορία, λέγονταν Κορόνα Μπορεάλις, Το στέμμα του Βορά!

Την μέρα των Χριστουγέννων μόλις σχόλασε η εκκλησία κινήσαμε παρά τις γκρίνιες της μάνας μου που το θεωρούσε μεγάλη αμαρτία, έκανε πολύ κρύο, ησυχία επικρατούσε παντού τριγύρω, νέκρα, ένα λεπτό στρώμα πάχνης σαν χιόνι σκέπαζε τα χορτάρια, στο ρέμα μέσα τα νερά κυλούσαν κάτω από ένα στρώμα γυαλιστερού πάγου, ο ήλιος που έβγαινε εκείνη την ώρα πίσω απ’ τα βουνά έμοιαζε κατακόκκινος κι όταν σηκώθηκε λίγο έριξε τις ακτίνες του σε μια ευθεία ακριβώς στην γραμμή του ρέματος, το θέαμα όλο ήταν θαυμάσιο, μια στιγμή σταθήκαμε όλοι να το δούμε. Ο μεγάλος μου αδερφός ήταν μες τα νεύρα που τον είχαν σηκώσει τόσο νωρίς, ποτέ δεν του άρεσε να ξυπνά το πρωί, οι δυο τους διάλεξαν ένα πλατάνι ξερό και δοκίμασαν να βάλουν μπρος το αλυσοπρίονο όμως αυτό λόγω ίσως του κρύου, της παλαιότητας, της γκαντεμιάς λόγω της μέρας, ή δεν ξέρω τι, δεν έπαιρνε μπρος με τίποτα! Ο πατέρας μου άρχισε να φωνάζει και να βρίζει κι ο αντίλαλος απ’ τις φωνές του πήγαινε κι έρχονταν μες το ρέμα ξανά και ξανά…

Με τα πολλά το μηχάνημα πήρε μπρος, κόψαμε μερικά κούτσουρα, τα κομματιάσαμε γρήγορα γρήγορα και βιαστήκαμε να τελειώσουμε μη μας πάρει χαμπάρι κανένας και μας καρφώσει στο δασαρχείο. Ο πατέρας μου πήγε στο τρακτέρ και κατέβασε τα υδραυλικά για να χαμηλώσει το μικρό πατάρι που είχαμε σαν τρέιλερ, ο αδερφός μου κουβαλούσε τα κομμένα κομμάτια του γεροπλάτανου βρίζοντας κι εγώ πιο πέρα χάζευα ένα πουλί μικρούτσικο, μαύρο με μια τραχηλιά σταχτιά που έπινε νερό από μια λακκούβα, δεν είχα ξαναδεί κάτι παρόμοιο. Σε μια στιγμή ακούω το αδερφό μου να φωνάζει και να χτυπιέται, ‘’Τι στο διάβολο έγινε!’’ σκέφτηκα κι έτρεξα να δω τι συμβαίνει. Ο πατέρας μου αφού φόρτωσε τα ξύλα άφησε τα υδραυλικά ν’ ανεβαίνουν σιγά σιγά και γύρισε πίσω να ξεκολλήσει ένα κομμάτι λάσπης που είχε σφηνώσει ανάμεσα στα λάστιχα και στους βραχίονες των υδραυλικών, όπως δεν πρόσεχε, χωρίς να το καταλάβει, το σώμα του στριμώχτηκε στην μέγγενη που σχηματίζονταν και δεν μπορούσε ούτε να φωνάξει ούτε να κάνει τίποτα καθώς οι πανίσχυροι βραχίονες τον συνέθλιβαν αργά, την τελευταία στιγμή ο αδερφός μου πήρε χαμπάρι κι έτρεξε πανικόβλητος να κατεβάσει του μοχλούς για να τον ελευθερώσει. Ο πατέρας μου ήταν σε κακό χάλι, εντελώς μελανιασμένος, πρώτη φορά τον έβλεπα έτσι, με δυσκολία ανέπνεε, τον πήγαμε σπίτι, φωνάξαμε αμέσως τον Θόδωρο τον ταξιτζή και τον τρέξαμε στο νοσοκομείο σχεδόν ετοιμοθάνατο, φτηνά τη γλύτωσε με κάτι μώλωπες που τον πονούσαν για πολύ καιρό.

Από τότε τα Χριστούγεννα ήταν για μας αυστηρή αργία.

Τρίτη 6 Δεκεμβρίου 2016

ΟΙ ΠΥΛΕΣ ΤΟΥ ΙΕΖΕΚΙΗΛ

’’Το καλύτερο γαλακτομπούρεκο με φύλλο αφράτο, όχι θρυμματιστό τό ΄φτιαχνε ο Αργυρόπουλος!’’ είπε η Αφροδίτη ‘’ πουλούσε και μια σοκολάτα σε κομμάτια απίθανη, έλιωνε στον ουρανίσκο, μπορούσες να διαλέξεις με φουντούκι, με αμύγδαλο, με σταφίδα, και κάτι άλλα γλυκά έπαιρνα από κει σα τρούφες που δεν μπορώ να θυμηθώ το όνομα τους, τέλεια μιλάμε όταν δούλευα εκεί κοντά αγόραζα συνέχεια, το μαγαζί του ήταν κάπου στην αρχή της Βενιζέλου, πάντα όταν πήγαινα στην ξαδέλφη μου από κείνα τα γλυκά σαν τρούφες έπαιρνα. Μια φορά τα γλυκά μου έσωσαν τη ζωή...’’ συνέχισε ‘’Χτίζανε μια οικοδομή κι ανέβαζαν ένα φορτίο από τούβλα πάνω απ’ το δρόμο, είχαν βάλει μια κορδέλα κι εγώ πήγα να περάσω από κάτω, σιγά μην έδινα σημασία, την στιγμή όμως που την σήκωνα είδα το ζαχαροπλαστείο απέναντι και σκέφτηκα ‘’Δε πάω να πάρω κάνα γλυκό για την ξαδέρφη;’’ και γύρισα πίσω, ακριβώς εκείνη τη στιγμή οι ιμάντες του φορτίου που ανέβαινε σπάσανε και τα τούβλα γκρεμίστηκαν με πάταγο στο πεζοδρόμιο που γέμισε σκόνη, μιλάμε κατατρόμαξα, μια γυναίκα που δουλεύαμε μαζί με είχε δει να σηκώνω την κορδέλα, νόμιζε ότι καταπλακώθηκα κι έτρεξε να δει αν σώθηκα, όταν πήγα στην ξαδέλφη μου της είπα ‘’Μη μ’ ευχαριστείς, σ’ αυτά τα γλυκά οφείλω τη ζωή μου!’’

‘’Αυτόν τον Αργυρόπουλο δεν τον ξέρω, πάντως τα γλυκά μ αρέσουν πολύ…’’ μουρμούρισε ο Ηλίας, ένας Αλβανός ψηλός με ωραίο παρουσιαστικό αλλά με τα μισά δόντια χαλασμένα που ήταν μαζί μας ’’ …τρελαίνομαι γι’ αυτά τα τούρκικα, ξέρεις, καζάν ντιπί, ταούκ κι οξού, σουτζούκ λουκούμ, σεκέρ παρέ, οι Τούρκοι ξέρουν να κάνουν ωραία γλυκά, εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο, δεν τους γουστάρω, αλλά φίλε μου είναι μάστορες!’’ - ‘’Οι ακανέδες των Σερρών είναι πολλοί καλύτεροι από τα σουτζούκ λουκούμια !’’ φώναξε η Αφροδίτη, ‘’Οι Τούρκοι μόνο ωραίες τυρόπιτες ξέρουν να φτιάχνουν !’’

Συζητούσαμε ώρα πολλή για γλυκά εκείνο το πρωί, έξω είχε κρύο, απ’ το ξημέρωμα χιόνιζε, στις στέγες των σπιτιών της Άνω Πόλης το είχε πιάσει για τα καλά, στο λιμάνι τα καράβια φωτισμένα μες την ομίχλη, ένα αεροπλάνο κατέβαινε να προσγειωθεί με τα φώτα αναμμένα δονώντας την ατμόσφαιρα. Στο μαγαζί που καθόμασταν μπήκε βγάζοντας το καπέλο του ο Πέτρος ο ψηλός που πουλούσε λαχεία, εκείνη την ώρα πάντα περνούσε αλλά ποτέ δεν τον είχαμε δει να παραγγέλνει τίποτα, δεν ξόδευε δεκάρα, πολύ γύφτος ρε φίλε, όλοι λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά αλλά κανείς δεν τον είχε δει να βγάζει φράγκο απ’ την τσέπη και σου λέω ότι δούλευε για χρόνια μέρα νύχτα, χειμώνα μες τα κρύα, καλοκαίρι μες την κάψα γυρνούσε στα στενά σα διάβολος να πουλήσει τα καταραμένα λαχεία του...
‘’Εγώ δεν παίρνω γλυκό από Τούρκο!’’ ξανακούστηκε ο Ηλίας ο Αλβανός, ‘’ Αλλά όταν πήγα στην Τουρκία μ’ ένα γκρουπ όλοι είχαν λυσσάξει να πάρουν από σουτζούκ λουκούμ και κουραμπιέδες μέχρι ελιές και ρίγανη, άκου να δεις φίλε, λες και δεν υπάρχει εδώ πέρα ρίγανη, μια βόλτα να κάνεις έξω απ’ την πόλη τη μαζεύεις με το τσουβάλι, δεν την αγαπάτε τη χώρα σας, δεν την ξέρετε, εγώ φίλε έχω γυρίσει την μισή Ελλάδα με τα πόδια, έχω έρθει πεζός από Κορυτσά δεκατρείς φορές, το ακούς, και ξέρεις πόσο ήμουν την πρώτη φορά που ήρθα, δεκατεσσάρων χρονών, μέχρι να βγάλω άδεια παραμονής είχα ξεποδαριαστεί, ξέρω κάθε βουνό, κάθε κάμπο, κάθε πέτρα, εμείς την πονάμε την Ελλάδα, έχουμε δουλέψει εδώ πέρα όπου θες, οικοδομή, χωράφια, τσομπάνηδες, πλακατζήδες υδραυλικοί!’’

‘’Ρε Αλβανέ!’’ αρπάχτηκε ο Γιώργος που τον άκουγε τόση ώρα ’’Τι θες και μου κολλάς, σας έχουμε κάνει ανθρώπους που ψωμολυσούσατε όταν ήρθατε και τώρα πουλάτε μαγκιές, τι να μου πεις ρε Αλβανέ για δουλειά εμένα, από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου δουλεύω, στα δεκάξι μου σήκωνα στον ώμο εξήντα κιλά κοφίνια , στην Καρδίτσα, στα Τρίκαλα, στη Λάρισα κάθε καλοκαίρι ντομάτες κουβαλούσαμε με τον ξάδερφο μου στα χωράφια, αλλά ήμουν γομαράκι, διπλάσιος απ’ αυτό που βλέπεις, δεν καταλάβαινα τίποτα, το φθινόπωρο μαζεύαμε σταφύλια στην Αγχίαλο, έβγαζα πεντακόσια χιλιάρικα, εκείνη την εποχή ήταν πολλά λεφτά, έφταναν να βγάλω όλο το χειμώνα στο Μεσολόγγι όταν πήγα να σπουδάσω...’’
Ο Ηλίας δε μιλούσε, είχε πιάσει κουβέντα χαμηλόφωνη με την Αφροδίτη και κανείς δεν μπορούσε ν’ ακούσει τι λέγανε, ο Γιώργος είχε σκάσει ‘’Τι στο διάβολο συζητάτε εκεί πέρα!’’ φώναξε, ‘’Σε σένα μιλάω ρε Αλβανέ, τι να μου πεις για δουλειά !’’ συνέχισε τσατισμένος ‘’Το ξέρεις ότι έχω σκάψει μόνος μου τα θεμέλια στο σπίτι μας, το μέρος ήταν γεμάτο πέτρα, έβγαλα μοναχός σχέδιο για την οικοδομή, το καταλαβαίνεις, ήμουν δεκάξι χρονών κι έβγαζα σχέδιο μόνος μου, μετά το σιδέρωσα, ξέρεις τι σημαίνει σιδερώνω, ετοίμασα τα καλούπια με τις σιδεριές, ακούς Αλβανέ, έριξα τα μπετά, έφτιαξα τα μπαλκόνια, τις πόρτες, όλα, ο θείος μου που ήταν εργολάβος είχε πάθει πλάκα, δεν υπήρχε περίπτωση να δει σπίτι και να μη βρει κάποιο ελάττωμα αλλά όταν είδε το δικό μας δεν το πίστευε, δεν είπε τίποτα, δεν βρήκε κάτι μονάχα με ρώτησε ‘’Εσύ το έκανες αυτό; Εντάξει είστε σκυλιά αλλά ο πατέρας μου φίλε έβοσκε τα ζώα μες το χιόνι, μες τη βροχή φορώντας μόνο την κάπα του, ένα κούτσουρο έκαιγε στην καλύβα του όλο το χειμώνα, έτσι την έβγαζε, είχαμε κατσίκια, το κατσίκι δεν αντέχει στο κρύο, το ξέρεις, το πρόβατο έχει το μαλλί, μες τα ζώα έχω μεγαλώσει φίλε, τι να μου πεις, δώδεκα χρονών ήμουνα όταν αρρώστησε ο πατέρας μου και πρόσεχα τα πρόβατα μας εξήντα αρνιά είχαμε βγάλει εκείνη τη χρονιά ότι θες έκανα έβοσκα άρμεγα τάιζα έσφαζα, ξυπνούσα απ’ τα χαράματα και τον αδερφό μου κι η μάνα μου με φώναζε να τον αφήνω να κοιμάται γιατί ήταν πολύ μικρός. Κι αν δεν έχω φάει κρύο, κι αν δεν έχω ξεγεννήσει μες το χειμώνα, μια φορά παραμονή Χριστούγεννα, είχα χάσει ένα νεαρό, το έχει σκάσει απ’ το κοπάδι κι όλο τον χειμώνα ξεχειμώνιασε στο βουνό, σε μια σπηλιά, έτρωγε βρύα κι ότι έβρισκε, τα κατσίκια δεν χρειάζονται νερό, παίρνουν υγρασία απ’ το χορτάρι κι απ’ τα φύλλα, ξεχειμώνιασε εκεί απάνω, και να φανταστείς το μέρος είναι γεμάτο λύκους, πως τη γλύτωσε κανένας δεν μπορούσε να καταλάβει, όταν κατέβηκε την άνοιξη είχε γίνει βετούλι, ξέρεις τι είναι βετούλι, τραγί κανονικό, ο πατέρας μου γελούσε όταν το είδε...’

Ο Ηλίας κοιτούσε έξω απ’ το τζάμι σ’ ένα σημείο σα να έβλεπε κι αυτός μπροστά του εκείνο το κατσίκι που είχε ξεχειμωνιάσει πάνω στα βουνά, κατά διαστήματα σήκωνε το ποτήρι με το ρακί που έπινε, φαίνονταν κάπως βαρύς, την άλλη μέρα θα ταξίδευε για Γερμανία, είχε βρει μια δουλειά μάγειρα σ ένα εστιατόριο ελληνικό, σε μια στιγμή έβγαλε μια φωτογραφία απ το πορτοφόλι του, ‘’Ποιο είναι το παιδί;’’ ρώτησε η Αφροδίτη σφίγγοντας πάνω της ένα χοντρό μαύρο παλτό με κόκκινη φόδρα ‘’Ο γιος μου!’’ είπε ο Αλβανός και της έδωσε τη φωτογραφία’’’ Τον βλέπεις, έτσι έμοιαζα όταν είχα έρθει πρώτη φορά στην Ελλάδα απ’ την Κορυτσά, ήμουν δεκαέξι χρονών, δεν ήξερα τι μου γίνονταν μ’ έβαζαν να δουλέψω και δεν καταλάβαινα τι μου γίνονταν, δούλευα σερβιτόρος και δεν μπορούσα να καταλάβω μια παραγγελία, μέχρι να μάθω να διαβάζω μου βγήκε η πίστη! Κάθε καλοκαίρι με τον ξάδερφο μου περνούσαμε νύχτα τα σύνορα από την Κρυσταλοπηγή κατεβαίναμε Καστοριά, παρακάμπταμε την Κοζάνη γιατί μας περίμεναν τα μπλόκα, βγαίναμε στην Πτολεμαΐδα και μετά καβαλούσαμε τα Πιέρια, τη νύχτα κοιμόμασταν σε καλύβες βοσκών, σε χωριά εγκαταλειμμένα, ανοίγαμε τις πόρτες απ’ τις καλύβες και μπαίναμε μέσα να ζεσταθούμε λίγο, σ ένα χωριό που το λένε Φτέρη και το χειμώνα δεν ζει κανένας μας έπιασε ένα χιόνι που μας σκέπασε, δεν μπορούσαμε να κουνηθούμε, μείναμε μια βδομάδα εκεί πάνω, είχαμε γίνει άγριοι, σπάζαμε τις κλειδαριές να βρούμε κάτι φαγώσιμο.

Σταμάτησε για λίγο να μιλά και χάιδεψε με το παπούτσι του μια γάτα που είχε κουλουριαστεί στα πόδια του κι αρνούνταν πεισματικά να βγει στο κρύο παρά τη φασαρία, ‘’Είμαστε που λες μια βδομάδα εκεί πάνω και το χιόνι δε λέει να λιώσει, έχουμε τρελαθεί, έχουμε ανοίξει δυο σπίτια και δε βρίσκουμε τίποτα, απελπιστήκαμε, και πως γίνεται στο τρίτο που μπήκαμε ανοίγω ένα ντουλάπι και βρίσκω ένα κουτί με μέλι, τρελάθηκα, είχα να φάω γλυκό ένα μήνα, καθίσαμε εκεί και το φάγαμε όπως ήτανε! Ο ξάδερφος μου κοιμήθηκε εγώ κοίταζα το χιόνι έξω πως κάνω να δω γύρω, βλέπω ένα βιβλίο σαν ευαγγέλιο σ’ ένα ράφι και το ανοίγω. Στην αρχή δεν έβγαζα νόημα, τι στο καλό γλώσσα ήτανε, μετά άρχισα να καταλαβαίνω, μιλούσε για μια εκκλησία σαν παλάτι όπου κάποιος άρχοντας έμπαινε από μια στοά ανατολική και καθόταν σ’ ένα θρόνο στολισμένο, δεν καταλάβαινα και πολλά αλλά ήταν ωραία εκείνη η ιστορία, έλεγε για μια πύλη λαμπερή, κλειδωμένη, σφραγισμένη, απ’ όπου κανένας δεν μπορούσε να περάσει μέχρι να γεννηθεί μετά από χρόνια ο εκλεκτός, αυτός μόνο θα άνοιγε εκείνη την πύλη, μόνο εκείνος είχε το δικαίωμα! Μ’ εκείνες τις ιστορίες και το μέλι που είχα φάει μου φάνηκε σ ότι ήμουν σε άλλον κόσμο, όπως ήταν όλα άσπρα και δεν ακούγονταν τίποτα ήταν πολύ περίεργα, δεν ξέρω πως ήταν η φάτσα μου αλλά όταν ξύπνησε ο ξάδερφος μου και με είδε τρόμαξε ‘’Τι έπαθες εσύ;’’ με ρώτησε ...


Έξω απ’ τα τζάμια η καταχνιά σκέπαζε την πόλη και της έδινε ένα χρώμα γλυκό, κόσμος κυκλοφορούσε στα μαγαζιά που είχαν μπει σε κλίμα γιορταστικό ‘’Άντε γεια μας!’’ είπε ο Ηλίας τείνοντας το ποτήρι ‘’ Το βράδυ πετάω για Μόναχο, έχει ένα μέτρο χιόνι εκεί, θα σας δω το καλοκαίρι τώρα !’’ - ‘’Σιγά μη φύγεις!’’ πέταξε ο Γιώργος που έμοιαζε ερεθισμένος με τον ξένο, ‘’Στοίχημα ότι θες πως κι αύριο θα είσαι εδώ και θα πίνεις μαζί μας !’’ - ‘’Θα το δούμε!’’ απάντησε ο άλλος ‘’ Ότι στοίχημα θες , κι αύριο εδώ θα είσαι και θα πίνεις μαζί μας!’’ επανέλαβε ο Γιώργος.    

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...