Τρίτη 16 Απριλίου 2019

ΣΤΟ ΛΕΙΜΩΝΑ ΤΩΝ ΑΣΦΟΔΕΛΩΝ

Ομίχλη είχε απλωθεί στην παραλία, ανάμεσα στους γερανούς μερικά φώτα ήταν ακόμα αναμμένα, κάποιοι έτρεχαν, άλλοι περπατούσαν δίπλα στη θάλασσα, αυτοκίνητα περνούσαν μέσα στην υγρασία, ένας τύπος καθόταν σ’ ένα πάγκο ακούγοντας δυνατά μουσική απ’ το κινητό, κάποιο καράβι ερχόταν από μακριά απ’ τον ορίζοντα, γλάροι βουτούσαν στο νερό σα καταδιωκτικά καθέτου εφόρμησης κι έβγαιναν κουβαλώντας ψάρια.

Είχε ξυπνήσει από πολύ νωρίς, προτού ακόμα φέξει, για να περπατήσει, αυτό ήταν το πρόγραμμα του κάθε Κυριακή,  από ψηλά απ’ τη γειτονιά του, η πόλη φαινόταν όμορφη καθώς οι ουρανοί είχαν ανοίξει, μια μυρουδιά βρεγμένου χώματος πλανιόταν στον αέρα , στις πρασιές και στους ακάλυπτους είχαν φυτρώσει ότι χόρτα μπορούσες να φανταστείς, παπαρούνες κόκκινες, μαργαρίτες, σινάπια, μολόχες, έξω απ’ τους φράχτες γλυσίνες μαβιές κρέμονταν, οι αυλόγυροι των σπιτιών εκεί γύρω απ’ τα κάστρα είχαν σοβαντιστεί, Πάσχα πλησίαζε, οι βράχοι ενός λόφου που δέσποζε πάνω απ’ την πόλη είχαν μουλιάσει, το νερό τους πότιζε συνέχεια, χείμαρροι σχηματίζονταν στα καλντερίμια και κυλούσαν στις κατηφόρες ορμητικά, έπρεπε να προσέχεις για να μη μουσκέψεις τα πόδια σου, ένα ταξί περνούσε εκείνη την ώρα κουβαλώντας μια γυναίκα που έψαχνε κάποια διεύθυνση μέσα στα στενά, περνώντας από κάποιον δρόμο είδε όλα τα δέντρα να έχουν πρασινίσει καθώς τα είχαν κλαδέψει οι κηπουροί του δήμου, πόσο είχε αλλάξει εκείνος ο δρόμος, πως είχε γίνει έτσι ωραίος, δεν μπορούσε να τον γνωρίσει!

’Τις καλύτερες μακαρονάδες τις κάνουν στο μαγαζί που ήμουνα χτες!’’ είπε η Κ, ‘’ Έχω φάει μια με σολομό και μια με κόκορα κοκκινιστό σβησμένη σε κρασί, τέλεια, είναι λίγο ακριβές άλλα δεν παίζονται, μια μερίδα μπορεί να κάνει κάπου είκοσι ευρώ αλλά το ευχαριστιέσαι οπότε θα πάμε να με κεράσεις μία εντάξει  ;’’ Είχε κέφια η Κ που της άρεσαν τα ωραία κι είχε βγει για καφέ, σιγά μη πήγαινε για περπάτημα πρωί- πρωί, αν ήταν καμιά  σάουνα ή κάνα υδρομασάζ δεν θα έλεγε όχι βέβαια,  την συμπαθούσε κι ήταν καλή για παρέα, βγαίνανε τακτικά μαζί για φαγητό και τώρα με τέτοιον καιρό θα ήταν καλή περίπτωση όμως αυτός αλλού είχε το μυαλό του,  δεν ήταν για πολλά, σκεφτόταν να ξεκινήσει μια δουλειά με καλλιέργεια αλόης και δεν ήξερε αν θα του βγει, είχε ένα κτήμα που έβλεπε κατά τη θάλασσα, χρόνια τώρα το είχε παρατήσει κι είχε γεμίσει με κάτι φυτά,  ασφοδέλους  τα λέγανε όπως είχε μάθει και συμβόλιζαν την άλλη ζωή,  τον άλλο κόσμο όπου αναπαύονται οι ψυχές.  Εκείνο το μέρος του είχαν πει ήτανε ιδανικό για να βάλει το φυτό καθώς   έβλεπε κατά το νοτιά  γιατί η αλόη λέει δεν αντέχει στο κρύο, κι εκεί πέρα σκεφτόταν να φυτέψει καμιά χιλιάδα φυτά, έλεγαν ότι είχε φοβερή απόδοση, πολύ καλύτερη απ’ τις ελιές και τα αμπέλια από τα οποία είχε γεμίσει ο τόπος, το πιο σπουδαίο ήταν ότι θα είχε κι έναν συνεταίρο, έναν τύπο που το είχε ξεκινήσει  όταν πήρε τη σύνταξη του απ’  τη Γερμανία κι έβγαζε χοντρά λεφτά από χρόνια,  σε μια εποχή που κανείς δεν ασχολούνταν με τέτοια.

Ήθελε βέβαια πολύ δουλειά, πολλές ώρες στον ήλιο και το ύπαιθρο αλλά ήταν διατεθειμένος να δοκιμάσει, ο Γερμανός ήταν πολύ σκληροτράχηλος με κάτι χέρια σαν τσάπες γεμάτα χαρακιές πελώριες, περνούσε ώρες ατελείωτες στο χωράφι παρέα με δυο σκουρόχρωμους Πακιστανούς που τον βοηθούσαν κι έναν σκύλο, ένα πιτ μπουλ κοντόχοντρο που λέγανε ότι το είχε βρει να περιπλανιέται στα βουνά και ήταν πολύ άγριο, ο τύπος του είχε εξηγήσει το σχέδιο, θα έπιαναν καλά λεφτά σε μικρό χρονικό διάστημα, η αλόη είχε μεγάλη ζήτηση στον Καναδά, στην Αραβία, στην Ουκρανία,  αυτός είχε όλο τον μηχανισμό, πως θα  φυτέψει,  πως θα  συσκευάσει, πως θα διαθέσει, έμοιαζε τίμιος, έδειχνε καλή περίπτωση, άλλωστε όλοι το έψαχναν με καλλιέργειες εναλλακτικές, άλλος έβαζε γκότσι μπέρι κι έλεγε ότι εκεί ήταν το μέλλον, άλλος έφτιανε καλλιέργειες σαλιγκαριών, άλλος έβαζε αρωματικά βότανα,  το γύριζε καιρό στο μυαλό του καιρό πολύ, ήταν σχεδόν έτοιμος να ξεκινήσει.

Τα σαλιγκάρια σκεφτόταν στην αρχή αλλά  μετά έμαθε ότι η αγορά ήταν γεμάτη από δαύτα κι ότι έφερναν  κι από Βουλγαρία  οπότε το άφησε με τη αλόη ένιωθε ότι κινούνταν  σε πιο σίγουρο μονοπάτι κι ήταν αισιόδοξος  ειδικά τώρα την άνοιξη που ήταν η αγαπημένη του εποχή καθώς οι βροχές  καθαρίζουν το τοπίο, ξεπλένουν την ατμόσφαιρα κι  όλα γίνονται πιο καθαρά.   Μια φρεσκάδα, μια αναγέννηση επικρατούσε παντού, σε κάποιους δεν αρέσουν βέβαια οι βροχές, θέλουν συνέχεια ήλιο αλλά αυτός δεν είχε πρόβλημα,  το απολάμβανε, στις λαϊκές πουλούσαν ζοχούς και ραδίκια, ρόκες άγριες κι άλλα χόρτα απ’ τα οποία αφθονούσε η ύπαιθρος, τη νύχτα άκουγες τις σταγόνες της βροχές που έπεφταν πάνω στις στέγες κι αυτό ήταν το καλύτερο ηρεμιστικό, γύρω μπορούσες να νιώσεις μια ανανέωση  όλης τη φύσης, ήταν ένα φρεσκάρισμα που σ’ έκανε να νιώσεις καθαρός, καινούριος.

‘’Γιατί δεν παίρνεις κι εμένα μαζί  ; ‘’ του είπε η Κ που της φαινόταν διασκεδαστικό το εγχείρημα , ‘’Θα μου μάθεις να σκαλίζω το χωράφι και θα βάζω στο δέρμα μου εκχύλισμα για να είναι απαλό,  η αλόη είναι μυοχαλαρωτική και καθαρίζει τον οργανισμό,  εννοείται ότι δε θα μου βάζεις δύσκολες δουλειές, μόνο παρέα που θα σου κρατώ λίγο είναι ;’’  δεν θα ήταν κακή ιδέα να την πάρει μαζί του εκεί πέρα όπου συναντούσες μονάχα  χωρικούς και θα βαριόταν σίγουρα. Θα την έπαιρνε μαζί του το είχε σχεδόν αποφασίσει, αυτή βέβαια ψαχνόταν από τότε που την είχαν απολύσει, δούλευε σ’ ένα μαγαζί με ρούχα πολύ γνωστό, το αφεντικό της είχε υιοθετήσει όλα τα συστήματα των παλιών που είχαν κάνει λεφτά κρατώντας λογαριασμούς με χαρτί και μολύβι κάθε μέρα, στο γραφείο του έβλεπε όλους τους πλούσιους γέρους παλιές φυσιογνωμίες θρυλικές ανάμεσα τους κι έναν Εβραίο που δεν ήξερε το όνομα του, όλοι δούλευαν με τα ίδια συστήματα κι όταν μαζεύονταν μιλούσαν για τί άλλο, για τα λεφτά, τις δουλειές, και τις παλιές καλές εποχές που κουβαλούσαν το χρήμα σε σακούλες πλαστικές, έλεγαν ότι οι υπάλληλοι ήταν μια σκέτη φύρα που τους υπονόμευε όλη την ώρα, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να παίρνουν τα λεφτά τους ενώ εκείνοι δεν είχαν ησυχία, μέρα νύχτα ίδρωναν για να κρατήσουν ανοιχτά μαγαζιά να βρουν πελάτες, να πληρώσουν δεξιά κι αριστερά σ’ όποιον χρωστούσαν, να μειώσουν τα έξοδα, αυτή ήταν όλη η ζωή τους, ούτε διακοπές, ούτε ξεκούραση, ούτε αργίες, αυτά όλα ήταν απλά χάσιμο χρόνου…

Με την Κ ή χωρίς αυτήν ήταν έτοιμος να κάνει το άλμα κι ότι ήθελε ας γίνονταν, θα έβαζε κάποιο ποσό στην επιχείρηση και μετά όλα μπορούσαν να ξεκινήσουν, προτού πάει στην τράπεζα να καταθέσει τα χρήματα ήθελε να κάνει μια τελευταία κουβέντα με τον Γερμανό γι αυτό και την επόμενη μέρα κίνησε να τον συναντήσει , οδηγώντας έξω απ’ την πόλη ένιωθε καλά κι όταν έφτασε στα χωράφια με την αλόη είχε καλή διάθεση, ανάμεσα στις κορυφές που ανέμιζαν τις μυτερές απολήξεις τους επικρατούσε ησυχία, ο καιρός ήταν κι εδώ βροχερός, είχε διαβάσει ότι η αλόη δεν θέλει πολύ υγρασία κι αναρωτιόταν αν τα φυτά θα είχαν κάποιο πρόβλημα , έριξε μια ματιά γύρω, ο Γερμανός δε φαινόταν πουθενά ούτε οι Πακιστανοί βοηθοί του, έβαλε μια φωνή, κανείς δεν απάντησε, δεν μπορούσε να καταλάβει  γιατί επικρατούσε τέτοια νέκρα, που ήταν ο γέρος κι ο σκύλος του που έβλεπε κάθε φορά να τριγυρνά με την γλώσσα να κρέμεται, τα μυτερά σα σουβλιά φυτά της αλόης στεκόταν μόνα τους εκεί πέρα κι ήταν λίγο άχαρα, άρχισε να νιώθει κάπως, πιο πολύ φοβόταν μη πεταχτεί από καμιά μεριά ο σκύλος και τον πλακώσει στις δαγκωματιές, εκείνο το κοντό μυώδες σκυλί μπορούσε να σου κάνει ζημιά.

Περπάτησε λίγο στην ανηφόρα ενός υψώματος που υπήρχε δίπλα στην φυτεία, οι ασφόδελοι  είχαν γίνει γίγαντες πραγματικοί με τόσες βροχές που έπεφταν, κάτι πουλιά με γκρίζα στίγματα στις φτερούγες τους πετάχτηκαν από μια συστάδα κι όπως τρόμαξε λίγο γύρισε και είδε πίσω του τον σκύλο, φοβήθηκε όμως ο σκύλος δεν φαίνονταν επιθετικός αντίθετα τον κοιτούσε σα να χαμογελούσε, ήρθε κοντά του και τρίφτηκε στα πόδια του, τον χάιδεψε στο κεφάλι κι αμέσως  άρχισε να βαδίζει κοιτάζοντας πίσω σα να του έλεγε ‘’Ακολούθα με!’’. Όλο το σκηνικό ήταν πολύ παράξενο, δεν ήξερε καλά την περιοχή,  δεν είχε ζήσει ποτέ εκεί πέρα,  το χωράφι ήταν του πατέρα του που το είχε αφήσει για να έρθει  στην πόλη, δίστασε  μια στιγμή κι έπειτα  αποφάσισε να ακολουθήσει το σκύλο που έστριβε ανάμεσα σε κάτι θάμνους ψηλούς σα να ήξερε καλά το μέρος, προχώρησαν μέσα σ’ ένα δασάκι, ο σκύλος όλο κοιτούσε πίσω καθώς εκείνος έσπρωχνε τα κλαδιά απ το πρόσωπό του, τελικά το πιτ μπουλ σταμάτησε μπροστά σ’ ένα σημείο και τον περίμενε , από μακριά είδε το τσιμεντένιο χείλος μια δεξαμενής, ώστε αυτό ήταν !

Στη μέση της στέρνας βρισκόταν ο Γερμανός, το κεφάλι του ήταν το μόνο που προεξείχε, είχε ακουμπήσει σε κάποιο λάστιχο αυτοκινήτου που είχαν πετάξει εκεί μέσα, ποιος ξέρει πως είχε πέσει και πόση ώρα βρισκόταν εκεί , έδειχνε εξαντλημένος, δεν μπορούσε ούτε να μιλήσει, έτρεξε αμέσως και τον έπιασε όμως δεν μπορούσε να τον τραβήξει, τα πόδια του είχαν κολλήσει στη λάσπη, έβγαλε το μπουφάν και τον γράπωσε πιο δυνατά ενώ ο σκύλος παρακολουθούσε τη σκηνή αδημονώντας σα να έλεγε ‘’Τράβα γερά !’’, παιδεύτηκε πολύ, νόμιζε ότι δεν θα τα κατάφερνε,  τελικά με πολύ κόπο τον ξεκόλλησε  και τον έσυρε στην πρασινάδα όπου ο γέρος πλάγιασε παίρνοντας βαθιές αναπνοές.

Πρέπει να είχε μένει εκεί μέσα για ώρες πολλές, τράβηξε  γρήγορα τα ρούχα του γέρου που ήταν μουσκεμένα, έβγαλε την μπλούζα κι έμεινε με το φανελάκι  γιατί ήθελε να τον σκουπίσει ώστε να φύγει από πάνω του όσο νερό γίνονταν,  έπειτα τον τύλιξε με το μπουφάν,   πήρε το κινητό του κι άρχισε να καλεί ασθενοφόρο, όλη η προσπάθεια τον είχε κουράσει  και πήρε μια ανάσα χαζεύοντας τις σταγόνες που έφτιαχναν μικρούς κύκλους στην επιφάνεια της δεξαμενής,  το σώμα του έκαιγε απ’  την υπερπροσπάθεια όμως όπως ήταν θ’ άρπαζε καμιά πούντα,  έπρεπε να τρέξει στο αμάξι του όπου είχε μια φόρμα,  ο σκύλος  έμοιαζε ικανοποιημένος,  ήρθε κοντά στο αφεντικό του και άρχισε να τον γλείφει σα να του έλεγε ‘’Εντάξει τώρα μη φοβάσαι !’’ γύρω τα χωράφια είχαν πρασινίσει τόσο πυκνά που ήταν χάρμα θεού να τα χαζεύεις ο ήλιος που έβγαινε από μια τρύπα στα σύννεφα έμοιαζε να χαϊδεύει το γρασίδι, πέταλα άσπρα και κίτρινα  απ’ τους ασφοδέλους  σκορπούσαν σ’ όλες τις γωνιές του ορίζοντα.
   

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...