Κυριακή 19 Ιουλίου 2020

SUPERNATURAL BLONDE

’ Τελείωσε η φετινή σεζόν παιδιά , τα πιο πολλά ξενοδοχεία δε πρόκειται ν’ ανοίξουν, μια συντήρηση θα κάνουν μονάχα κι αυτό ήταν, πήραν κάτι χρήματα από το κράτος για ενίσχυση θα τη βγάλουν μ’ αυτά, τα αεροδρόμια καμιά σχέση με πέρσι , οι Ρώσοι θα εμφανιστούν μετά το Σεπτέμβριο, έχουν ένα κάρο κρούσματα και τους απαγορεύεται, μη το ψάχνετε, δεν υπάρχει τίποτα φέτος, το παιχνίδι θα παιχτεί την επόμενη χρονιά, τότε θ’ αρχίσουν να στραγγίζουν όλοι και θα γελάσουμε ! ’’’

Στην πιάτσα των ταξί είχαν μαζευτεί όλοι οι ξενυχτισμένοι κι άκουγαν τον Τρότσκι, έτσι φώναζαν έναν κομουνιστή φανατικό που είχε τέτοια ευφράδεια ώστε όλοι του έλεγαν γιατί δεν κατέβαινε για βουλευτής, σε μια στιγμή που ήρθαν κοντά ο Τρότσκι πρόσεξε τις γρατζουνιές του, ‘’Τι είναι αυτά ρε, τι σου κάνανε , ποια λυσσάρα σου όρμησε;’’ – ‘’Άσε ρε, μια ξανθιά κυράτσα έξω από το ξενοδοχείο, θα της έχωνα καμία αλλά κρατήθηκα’’ – ‘’Κάτσε να σου βάλω λίγο οινόπνευμα, θα τσούξει λίγο αλλά είναι απολυμαντικό’’. Του έριξε οινόπνευμα από ένα μπουκαλάκι που τον έτσουξε άσχημα, έριξε μια ματιά στο μπράτσο, οι γρατζουνιές έμοιαζαν με κόκκινες γραμμές παράλληλες πάνω στο δέρμα ‘’Την άτιμη!’’ ψιθύρισε χαμηλόφωνα.

Ούτε είχε καταλάβει πως του επιτέθηκε η ξανθιά, οδηγούσε το ταξί του κουβαλώντας κάτι Πολωνούς με ξέθωρα μαλλιά κι άσπρα χέρια σε κάποιο ξενοδοχείο, όπως έστριβε για να μπει στο παρκινγκ του ξενοδοχείου ένα αμάξι από απέναντι του έκλεινε το δρόμο, το φανάρι που υπήρχε εκεί πέρα είχε χαλάσει και δεν ήξερες ποιος έχει προτεραιότητα, το άλλο αυτοκίνητο στεκόταν εκεί στη μέση του δρόμου σα να είχε σβήσει η μηχανή του, μια φιγούρα μέσα του φαινόταν να προσπαθεί να το ξεκινήσει, άνοιξε το παράθυρο και φώναξε ‘’Τι θα γίνει θα ξεκινήσεις;’’ ο δρόμος ήταν στενός και δεν χωρούσαν να περάσουν και οι δύο, το άλλο αμάξι επιτέλους πήρε μπρος κι άρχισε να κινείται άγαρμπα αλλά τώρα ερχόταν κατά πάνω του ‘’Που πας ρε φίλε, είσαι τρελός!’’ φώναξε όταν είδε ότι ο οδηγός ήταν μια ξανθιά με κότσο που αντί να κάνει πίσω ερχόταν κατά πάνω του, την τελευταία στιγμή έστριψε και σταμάτησε πλάι του, κατέβηκε και του επιτέθηκε έτσι χωρίς να πει τίποτα, άρπαξε το χέρι του μπήγοντας τα νύχια της το μπράτσο του, τράβηξε κάτι βαθιές χαρακιές πάνω στο δέρμα του, βγήκε έξω από το αμάξι έξαλλος, ήθελε να την χαστουκίσει όμως κρατήθηκε, η γυναίκα ήταν βλαμμένη, ψυχωτική, θα έβρισκε το μπελά του. Ήταν ξανθιά, κάπου σαράντα και είχε πιασμένα τα μαλλιά της στην κορφή , τις έριξε κάτι μπινελίκια χοντρά κι εκείνη ανταπέδωσε με κάτι εκφράσεις που δεν τις είχε ξανακούσει, από πού στο διάβολο είχε έρθει, πως είχε βρεθεί εκεί πέρα, τι ρόλο βαρούσε; Αφού ξέσπασε πάνω του μπήκε στο αμάξι της κι έφυγε σα να μη τρέχει τίποτα, κράτησε το νούμερο της, δεν υπήρχε περίπτωση να το αφήσει έτσι, θα την πήγαινε στο αυτόφωρο, θα την εξευτέλιζε, θα της έκανε ζημιά, τον είχε πιάσει μια μανία που ήθελε να φάει τα ρούχα του, έπειτα από λίγο όμως σα να του πέρασε και δεν ήταν τόσο σίγουρος.

Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε τέτοια συμπεριφορά από γυναίκα, μια γκόμενα που είχε κάποτε ήταν έτσι επιθετική, άμα νευρίαζε δεν ήξερε τι έλεγε κι ούτε καταλάβαινε τίποτα, ορμούσε κατά πάνω σου κι άντε να την κουμαντάρεις, δεν του άρεσε ποτέ να χτυπά κανέναν ειδικά γυναίκες, απεχθάνονταν τη βία κι όταν μάλωναν απλά της έκλεινε την πόρτα και την άφηνε να χτυπιέται ή σηκωνόταν κι έφευγε, δεν μπορούσες να συνεννοηθείς με τίποτα. Εκεί όμως ήταν επιλογή του, εδώ μ’ αυτήν την ξανθιά δεν είχε καμιά δουλειά, για ποιο λόγο θα έπρεπε να την ανεχτεί, τι είχαν πάθει ρε φίλε, ποιες νόμιζαν ότι ήταν, είχαν ξεφύγει εντελώς, νόμιζαν ότι αποτελούσαν το κέντρο του σύμπαντος, την αρχή κα το τέλος όλων των πραγμάτων, είχαν την αίσθηση ότι δεν είχαν ανάγκη κανέναν κι όταν τις έπιανε το συναισθηματικό τα γυρνούσαν, κλαίγανε και το έριχναν στα χάπια, στις ψυχοθεραπείες, ζητούσαν συγνώμη, παρακαλούσαν, έπεφταν στα πόδια σου, μια κατάσταση άστα να πάνε, εντελώς παλαβές μιλάμε.

Οι γυναίκες δε πήγαιναν καλά, το είχε δει και στο νησί που πήγε διακοπές, τα κορίτσια εκεί πέρα είχαν ξεσαλώσει, φώναζαν και χτυπιούνταν όπως επέστρεφαν από τα νυχτερινά μαγαζιά σέρνοντας τους συνοδούς τους, κάτι παιδιά με μούσια και μουστάκια που δεν απαντούσαν ότι και να τους λέγανε. Γυρνώντας απ’ τις διακοπές έπεσε πάνω σ’ εκείνη την ξανθιά που τον χάλασε εντελώς, είχε τόσα νεύρα κι ούτε που ένιωθε κανέναν πόνο από τις γρατζουνιές, άφησε τους Πολωνούς που δεν καταλάβαιναν τι είχε συμβεί και πέρασε από την πιάτσα όπου έπεσε πάνω στην ομιλία του Τρότσκι. Ακούγοντας τον συνειδητοποίησε πως όλα είχαν τελειώσει, στις τηλεοράσεις λέγανε ότι τον άλλον μήνα θα έπαιρνε μπρος το πράγμα αλλά τώρα καταλάβαινε ότι δεν θα γύριζε με τίποτα, η σεζόν είχε χαθεί κι η πόλη είχε μετατραπεί σ’ ένα μεγάλο χωριό, είχε αδειάσει κι η αιτία εκτός απ’ τους τουρίστες ήταν οι φοιτητές, αυτοί έδιναν τον τόνο στα μαγαζιά, στις πορείες, στα λεωφορεία, πρέπει να υπήρχαν καμιά εκατοστή χιλιάδες από δαύτους μπορεί και περισσότεροι , και τώρα είχαν φύγει όλοι, μονάχα κάτι ξέμπαρκα κοριτσάκια έβλεπες τα πρωινά να περιμένουν στις στάσεις φορώντας κοντά φουστανάκια. Αυτό βέβαια δεν ήταν απαραίτητο κακό, είχες την ησυχία σου όμως είχε πέσει και η δουλειά, όλα πήγαιναν κατά διαόλου αλλά τι μπορούσες να κάνεις, και να σκεφτείς ότι γυρνώντας από το νησί είχε πολύ καλή διάθεση, αν και δεν πέρασε τέλεια εντούτοις είχε αλλάξει τον αέρα του, ένιωθε πιο φρέσκος όμως τώρα τα είχε πάρει άσχημα, θα την πήγαινε στο δικαστήριο, δεν θα την άφηνε έτσι .

’Έχεις πάρει τον αριθμό της, θέλεις να πάμε στην αστυνομία να δούμε ποια είναι; Έχω έναν δικό μου στο τμήμα και μπορεί να το κοιτάξει’’ του πρότεινε ο Τρότσκι που τον έβλεπε σκεφτικό όλη την ώρα. Ο κομουνιστής τελικά ήταν φίλος, τον πήγαινε τον τύπο και για έναν άλλον λόγο, για το στυλ του, ότι και να φορούσε ήταν ωραίος, στυλάτος, καθαρός, άνετος, να τώρα για παράδειγμα φορούσε ένα γαλάζιο πουκάμισο , παντελόνι τζιν και κάτι σαγιονάρες αλλά ήταν σένιος, πολύ ωραίος κι έπειτα ήταν το περπάτημα, οι κινήσεις του, ο τρόπος που έβαζε τα χέρια στις τσέπες, ο τρόπος που χειρονομούσε, που κάπνιζε, ένα πολύ ωραίο πράγμα, αφού καμιά φορά καθόταν εκεί πέρα και τον χάζευε, άλλες φορές πάλι επειδή ήξερε αγγλικά, καθόταν και του μάθαινε μερικές λέξεις για να μιλά με τους τουρίστριες.

Στην αρχή δεν ήθελε να το ψάξουν με τον αστυνομικό μετά όμως σκέφτηκε ‘’Γιατί όχι ; Για να δούμε ποια είναι η τύπισσα’’ , ο μπάτσος τους έδωσε το όνομα και την διεύθυνση της, πήγαν εκεί πέρα ένα βράδυ και την περίμεναν όμως καθώς δεν εμφανίζονταν ο Τρότσκι σηκώθηκε να φύγει ‘’Φίλε δε κάθομαι εδώ πέρα, ξέχνα την καλύτερα!’’ αυτός έμεινε να περιμένει και την ώρα που έκλειναν τα μαγαζιά την είδε να μπαίνει σε μια πολυκατοικία μ’ ένα μεγάλο δέντρο μπροστά της . Από τότε περνούσε συχνά από κείνο το στενό όποτε σχολούσε από τη δουλειά πηγαίνοντας για το σπίτι και μια βραδιά την είδε σε μια στάση να περιμένει, αναβόσβησε τα φώτα κι εκείνη ήρθε στο ταξί δίνοντας του μια βαλίτσα που την έβαλε στο πορτ μπαγκαζ ‘’Εδώ σ’ έχω πουλάκι μου!’’ σκέφτηκε, φοβόταν μήπως τον είχε θυμηθεί αλλά εκείνη ούτε που τον είχε κοιτάξει , του είπε που πάει, κάθισε πίσω κι άρχισε να μιλά στο κινητό της. Όπως την παρατηρούσε απ’ τον καθρέφτη του άρεσε, προσπαθούσε να καταλάβει πως ήταν το σώμα της, τόσες μέρες του είχε καρφωθεί στο μυαλό κι ήθελε να μάθει περισσότερα γι αυτήν, δεν τη μισούσε πια το αντίθετο μπορείς να πεις, αναρωτιόταν τι έκανε στη ζωή της σίγουρα είχε χαρακτήρα έντονο, δεν ήταν κανένα ψοφίμι, θα μπορούσε να κάνει κάτι μαζί της.


’Εδώ είμαστε’’ του είπε και άνοιξε την πόρτα, αυτός βγήκε να τη βοηθήσει κι όπως σήκωνε τη βαλίτσα φάνηκαν οι τεράστιες γρατζουνιές που είχε στο μπράτσο, εκείνη τον κοίταξε πολύ περίεργα χωρίς να πει τίποτα ‘’Έχω μια αγριόγατα στο σπίτι’’ βιάστηκε να πει όμως εκείνη είχε καταλάβει, το είδε στο βλέμμα τηs, ‘’Έχεις καμιά κάρτα ;’’ τον ρώτησε, έβγαλε από την τσέπη του πουκάμισου και της έδωσε, την άλλη μέρα του τηλεφώνησε ‘’Θέλεις να έρθεις σπίτι μου;’’ ένιωσε τη καρδιά του να χτυπά, τι τον ήθελε, ποια ήταν, φοβόταν όμως αυτός ο φόβος τον εξιτάριζε, το σκέφτηκε πολύ και τελικά πήγε, ‘’Άμα συμβεί κάτι…’’ είπε στον Τρότσκι ‘’…να ξέρεις είμαι στο σπίτι της, ξέρεις που είναι, ξέρεις και το όνομα της’’.

Όταν μπήκε στο διαμέρισμα κοιτούσε το χώρο για διέξοδο αν γινόταν οτιδήποτε, τον πήγε σε μια κουζίνα, έκανε τόση ζέστη που η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή, βρίσκονταν στον πρώτο όροφο κι αυτό ήταν μια ανακούφιση, πήγε κι έκατσε ακριβώς δίπλα στη πόρτα για να έχει δυνατότητα διαφυγής , πρόσεξε τα νύχια της, τα είχε κόψει, φοβόταν πολύ, είχε την αίσθηση ότι υπήρχε κάποιος ακόμη στο διαμέρισμα. ‘’Θα σου φέρω κάτι να πιεις’’ είπε αυτή και χάθηκε στο βάθος, την είδε μετά από λίγο να γυρνά όμως πίσω της κινούνταν ακόμα κάτι σαν ίσκιος, αυτόματα βγήκε στο μπαλκόνι , καβάλησε τα κάγκελα, πήδηξε στο διπλανό διαμέρισμα κι από κει στην κολώνα της πόρτας μιας μονοκατοικίας που βρισκόταν ακριβώς δίπλα, έτρεξε στο ταξί που το είχε παρκαρισμένο σε μια γωνιά κι εξαφανίστηκε, ούτε γύρισε να κοιτάξει πίσω του, ανάσανε βαθιά κι όπως άναβε τσιγάρο είδε την τελευταία στιγμή ένα γατάκι μικροσκοπικό που καθόταν στη μέση του δρόμου κι έγλειφε την ουρά του, φρέναρε και το απέφυγε.

Στην πιάτσα των ταξί ο Τρότσκι τον περίμενε’’ Τι έγινε ρε συ, βγήκες ζωντανός ;’’ γέλασε, κείνη την ώρα έρχονταν κάτι ξενυχτισμένα κοριτσάκια και ζητούσαν κούρσα, ο Τρότσκι έπιασε κουβέντα με τα μικρά όπως έκανε πάντοτε, χειρονομούσε βάζοντας δυο απ’ αυτά στο ταξί του, ύστερα σήκωσε ένα πλαστικό ποτήρι του καφέ και ήπιε μια γουλιά, φορούσε ένα παντελόνι βαμβακερό κι ένα μπλουζάκι ανοιχτόχρωμο που έγραφε πάνω του ‘’SUPERNATURAL BLONDE ’’ , ήταν λίγο τσαλακωμένο όμως δεν φαινόταν καθόλου άσχημο πάνω στο λιγνό του σώμα, καθότανε εκεί και τον χάζευε, πόσο σένιος ήταν ρε φίλε, ‘’Ξέρεις τι σημαίνει αυτό που γράφει στη μπλούζα σου ;’’ του φώναξε .

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...