Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΘΥΡΕΟΙ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ

Όπως περπατούσε το μάτι του πρόσεξε δυο νομίσματα χρυσά, κάπως μεγάλα, που γυάλιζαν στην άσφαλτο, κείνη την ώρα ο ήλιος που χτυπούσε από απέναντι τον τύφλωνε εντελώς, δεν μπορούσε να δει τίποτα μόνο σκιές και περιγράμματα, χαμήλωνε τα μάτια του προς τα κάτω όταν τα είδε, στην αρχή νόμιζε ότι ήταν απλά κέρματα και δεν έδωσε σημασία, με το που έσκυψε λίγο όμως είδε την βασίλισσα με την κορώνα κι έναν πολεμιστή καβάλα σ’ άλογο που κρατούσε σπαθί, κατάλαβε ότι είχε βρει κάτι καλό, ποιος ξέρει από ποιον είχαν πέσει, αν τα χρειαζόταν να τα εξαργυρώσει για να πληρώσει κανέναν γραμμάτιο ή αν είχε ένα σωρό τέτοια σε κάνα χρηματοκιβώτιο , όπως και να ήταν όμως αυτός ήταν ο τυχερός κι ένιωθε όμορφα σα να είχε φτιάξει ξαφνικά η διάθεση του, ρίχνοντας μια ματιά γύρω τα έβαλε γρήγορα στη τσέπη μήπως τον πάρει μάτι κανένας περίεργος , θα τις έβλεπε αργότερα με την ησυχία του.

Του είχε ξανατύχει να βρει χρήματα κι άλλα πράγματα στο δρόμο, το πιο περίεργο ήταν ένα κινητό ολοκαίνουριο κάπου στην παραλία, σίγουρα θα είχε πέσει από κανένα κορίτσι από κείνα τα βλαμμένα που περπατούν καρφωμένα στο καταραμένο το μηχανηματάκι τους κι ούτε που κοιτούν τριγύρω, δεν το είχε σηκώσει καλά- καλά όταν χτύπησε και κοπέλα τον ρώτησε αν θα μπορούσε να της το φέρει στο σπίτι κάπου εκεί κοντά, άκου τώρα θράσος, ευτυχώς μετά από λίγο πήρε ο πατέρας της, τον ευχαρίστησε και του ζήτησε να τον περιμένει μέχρι να έρθει να το πάρει. Η πιο κουφή ιστορία βέβαια ήταν αυτή ενός φίλου του ζωγράφου που είχε βρει ένα πορτοφόλι με 700 ευρώ τα οποία χρειαζόταν επειγόντως για να πληρώσει κάποιον, τα πήρε λοιπόν κι έκανε τη δουλειά του αλλά μετά είχε σκάσει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις, καθώς είχε όλα τα στοιχεία του ιδιοκτήτη ένιωθε ότι τον είχε κλέψει, δεν άντεξε, τα μάζεψε μετά από μήνες, τα πήγε στη διεύθυνση που αναφέρονταν σε κάτι κάρτες κι εκεί έκανε την τύχη του, οι άνθρωποι που το είχαν χάσει οργάνωναν εκθέσεις κι ενθουσιάστηκαν με τη συμπεριφορά του, τον ευχαρίστησαν και τον σύστησαν στις καλύτερες γκαλερί, ήταν σαν είχε πετύχει το λαχείο !

Τα γυαλιστερά νομίσματα ήταν πεσμένα στην άκρη ενός πάρκου που διέσχιζε κάθε πρωί πηγαίνοντας με τα πόδια στη δουλειά, κάθε μέρα έκανε αυτό το δρομολόγιο, το σπίτι του ήταν χτισμένο σ’ έναν λόφο από πέτρα οπότε η κατάβαση προς το κέντρο της πόλης ήταν εύκολη,
όπως περπατούσε στο κατηφορικό καλντερίμι πρόσεχε τα ρολόγια στα κλειστά μαγαζιά για να δει τι ώρα είναι, καθώς ακόμα δεν είχε ξημερώσει για τα καλά τρόμαζε από τις σακούλες που ζωντάνευε ξεσηκώνοντας τες ξαφνικά ο άνεμος, του άρεσε να ατενίζει τον ορίζοντα που ανοιγόταν μπροστά και με το που σήκωνε ψηλά το κεφάλι έβλεπε κοπάδια πουλιών να πετούν κατά το βορρά σχηματίζοντας ένα τόξο τεράστιο, άκουγες τα φτερά τους να πλαταγίζουν στον αέρα, την ώρα εκείνη ανέτειλε ο ήλιος βάφοντας πορτοκαλί τον ορίζοντα.

‘’Κάθισε ήσυχα, μη φωνάζεις σε παρακαλώ να δέσω τη ζώνη σου, μη με κλωτσάς’’ ακούστηκε μια γυναίκα που ταχτοποιούσε εκείνη την ώρα το μικρό της στο καρότσι προτού το παραδώσει σε κάποιον βρεφικό σταθμό, το μικρό την κοιτούσε στα μάτια, γύρω δεν κινούνταν ψυχή, τα πλατάνια κουνούσαν τα φύλλα τους κι ένα άγαλμα με κάποιον καβαλάρη στεκόταν ασάλευτο, το πάρκο ήταν σε κακή κατάσταση, εγκαταλειμμένο, παντού γύρω έβλεπες τσάντες πεταμένες εδώ κι εκεί, άδειες και σκισμένες, ο δήμαρχος ούτε που νοιάζονταν. Δεν βιαζόταν γιατί είχε ρεπό εκείνη τη μέρα, αργότερα θα πήγαινε στο χρυσοχοείο ενός φίλου του να τσεκάρει την αξία των νομισμάτων, ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για λίρες σαν αυτές που είχε δει να κρεμούν σε κάποια νύφη σ’ ένα γάμο, αυτές όμως έμοιαζαν μεγαλύτερες πόσο ν’ άξιζαν άραγε; Kάθισε σ’ ένα παγκάκι να τις χαζέψει, ήταν ολόιδιες , αστραφτερές, ωραίες, πολύ ωραίες, διάβασε την ημερομηνία που ήταν χαραγμένη πάνω τους και του φάνηκε πολύ παλιά όμως δεν ήξερε αν αυτό τους έδινε μεγαλύτερη αξία, αφηρημένος όπως ήταν ένιωσε μια κίνηση και γυρίζοντας αντίκρισε έναν κόρακα να τον κοιτά περίεργα σα να τον παρακολουθούσε, έπειτα το μεγάλο πουλί πλησίασε μια πέτρα, έτριψε δυο τρεις φορές το ράμφος του και βάλθηκε ν’ ανοίξει ένα κουτί ζαχαροπλαστείου μήπως βρει κάτι μέσα.

Όπως ένιωθε χαρούμενος σκέφτηκε ν’ ανάψει ένα κεράκι στην εκκλησία εκεί κοντά, ποτέ δεν είχε μπει μέσα μονάχα χάζευε τα παλιά της κεραμίδι και τους τρούλους που υψώνονταν, δεν του φαινόταν αλλά ο ναός ήταν τεράστιος και στρωμένος με χαλιά σε χρώμα βυσσινί, τα κλιματιστικά δούλευαν κι έβγαζαν αέρα ζεστό θερμαίνοντας τον χώρο, ακούμπησε λίγο σ’ ένα στασίδι χαζεύοντας έναν ξανθό αλήτη κοντό, νευρώδη με μαύρο σκούφο και κόκκινη φόρμα που είχε μπει εκεί μέσα να ζεσταθεί, τον ήξερε τον τύπο τον είχε δει κάμποσες φορές να ξαπλώνει μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του όταν έκανε παγωνιά, κάποια γιορτή θα ήταν εκείνη τη μέρα κι οι γυναίκες γονάτιζαν μπροστά σε μια εικόνα, μπροστά από το τζάμι είχαν κρεμάσει ένα σωρό τάματα, ανάμεσα τους θα υπήρχε σίγουρα και καμιά λίρα σαν τις δικές του.

Τα νομίσματα του είχαν φτιάξει τη διάθεση, ώστε λοιπόν η χρονιά του πήγαινε να κλείσει μ’ αυτό το τυχερό, το θεώρησε γουρλίδικο γιατί ρε φίλε δε βρίσκεις κάθε μέρα λίρες χρυσές, είχε την εντύπωση ότι οι γιορτές δεν θα ήταν και πολύ χαρούμενες καθώς η γυναίκα του είχε νεύρα, τελευταία ακούγαν όλο για ζευγάρια που χώριζαν το ένα μετά το άλλο σαν είχε πέσει επιδημία και δεν ήταν ότι καλύτερο,είχε σκεφτεί να της κάνει έκπληξη και είχε κατεβάσει το παλιό χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχαν στο πατάρι, όμως είχε βρει το μπελά του, το τι άκουσε δε λέγεται ‘’Πως το έκανες έτσι! Τι κόμποι είναι αυτοί που έφτιαξες με τα κορδελάκια! Η μάνα μου είχε φτιάξει τέλειους κόμπους και συ τους χάλασες! Μα πόσο άχρηστος είσαι, να το πας εκεί που ήτανε !’’ καλά οι γυναίκες ώρες -ώρες είναι σα να ζουν σε άλλο σύμπαν κι όταν αρχίζουν την γκρίνια μεταμορφώνονται, δεν μπορούσε να καταλάβει το θυμό της, ήθελε να της πει καμιά κουβέντα, να την στείλει κάπου αλλά κρατήθηκε, πάντα κρατιόταν, ‘’Εντάξει θα το μαζέψω!’’ είπε μόνο...

‘’ Φίλε έκανες την τύχη σου , το ξέρεις βρήκες δυο πεντόλιρα από τα πιο παλιά και τα πιο σπάνια, είχαν κοπεί ελάχιστα τέτοια πριν εκατόν πενήντα χρόνια χρόνια επι βασίλισσας Βικτώριας  ελπίζω μόνο να είναι γνήσια!’’ του είπε ο Ευρύμαχος , έτσι έλεγαν τον φίλο του- κανονικά έπρεπε να τον λένε Παναγιώτη όμως τη μέρα της βάφτισης του ο νονός του που είχε πιει πήγε και καρφώθηκε σε μια νταλίκα κι έτσι του δώσανε το όνομα του νονού του . Ο Ευρύμαχος περνούσε ώρες πολλές στο μαγαζί περιτριγυρισμένος από ρολόγια, δαχτυλίδια και βραχιόλια χρυσά, πετράδια και μπιχλιμπίδια κάθε είδους και φυσικά από κάμερες σε κάθε γωνία που παρακολουθούσαν όλες τις ύποπτες κινήσεις, στην βιτρίνα είχε κάτι κύπελλα ασημένια και σειρές από κοσμήματα με πετράδια γυαλιστερά σφηνωμένα σε θήκες μεταξένιες , ο πάγκος πίσω απ’ τον οποίο καθόταν ήταν μαρμάρινος κι εκεί πάνω έλεγχε τα νομίσματα ακούγοντας τον ήχο τους, κατόπι τα έξυνε μ’ ένα εργαλείο για να δει αν ήταν επιχρυσωμένα ή αυθεντικά, στο χρηματοκιβώτιο του είχε κάμποσες λίρες για να τις λιώνει και να φτιάχνει ότι του ζητούσαν οι πελάτες, θα μπορούσε να του φτιάξει κι αυτουνού ένα δαχτυλίδι ή ένα μενταγιόν μήπως εξιλέωνε τη γυναίκα του αν και τώρα που το σκεφτόταν θα ήταν κρίμα να χαλάσουν τέτοια παλιά, όμορφα νομίσματα...

‘’Για να δούμε τι σόι είναι’’ μουρμούρισε κι έριξε τα πεντόλιρα πάνω στον μαρμάρινο πάγκο ν’ ακούσει το κουδούνισμα τους ‘’Καλά φαίνονται όμως τώρα πρέπει να τα ζυγίσω και να τα ελέγξω , καμιά φορά τα ανακατεύουν με βολφράμιο, ένα μέταλλο που έχει περίπου το ίδιο βάρος και σε μπερδεύει, σε δυο λεπτά θα ξέρουμε την αλήθεια!’’ είπε και χάθηκε σ’ ένα δωματιάκι όπου είχε τα εργαλεία της δουλειάς του. ‘’ ’Ωραίο πράγμα ο χρυσός…’’ ακουγόταν από κει μέσα ‘’..οι Αιγύπτιοι λέει τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση κι είχαν ορίσει την αξία του ίση με δύο μέρη ασημιού, φαντάσου ότι τον είχαν ανακαλύψει στην Κίνα, στο αρχαίο Ιράκ και στην Νότια Αμερική, σ’ όλα μέρη της γης, κι αυτός που κουβάλησαν οι οι Ισπανοί από τους Ίνκας τους ρήμαξε, τους κατέστρεψε, δεν ήξεραν τι να τον κάνουν, έγιναν νωθροί και τεμπέληδες γεμίζοντας τα μπαούλα τους με μέταλλο από τα λιωμένα αγάλματα που κουβαλούσαν τα καράβια τους διασχίζοντας τον ωκεανό, τελικά όλες εκείνες οι ποσότητες κατέληξαν στους Ολλανδούς και στους Άγγλους που έφτιαξαν τις εταιρείες των Ανατολικών Ινδιών’’’.

Πραγματικά ήταν ωραίες όλες εκείνες οι ιστορίες για τα καράβια τα γεμάτα χρυσό μερικά από τα οποία βρισκόταν ακόμα στον βυθό της θάλασσας , καθόταν εκεί πέρα και άκουγε το φίλο του περιμένοντας, ένιωθε τυχερός και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι για να το πει στη γυναίκα του, ‘’Όλα εντάξει, μπορώ να σου πω ότι βρήκες πρώτο πράγμα !’’ ακούστηκε ο Ευρύμαχος που έβγαινε απ’ την καμαρούλα απότομα όμως φάνηκε ν’ αλλάζει χρώμα σα να είχε πατήσει καρφί, ο άλλος δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε όμως όταν κοίταξε μια κάμερα διαπίστωσε ότι ένα ακόμα άτομο βρισκόταν στο μαγαζί, αμέσως τον κατάλαβε, ήταν ο ξανθός που είχε δει στην εκκλησιά το πρωί, κρατούσε ένα μαχαιράκι στο χέρι κι έναν σάκο, ‘’Γέμισε τον γρήγορα!’’ πρόσταξε τον Ευρύμαχο όμως εκείνος χωρίς να σκεφτεί όρμησε πάνω του κι άρχισαν να παλεύουν, ο ξανθός ήταν μυώδης, σκληρό καρύδι και κρατούσε εκείνο το μαχαιράκι που μπορούσε να σου κάνει τη ζημιά αλλά ο Ευρύμαχος δε μασούσε με κάτι τέτοια καθώς όλη την ώρα ήταν σ’ επιφυλακή για τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις, τον αφόπλισε με μια κίνηση, πάλεψαν εκεί πέρα για λίγο και μετά τον έβαλε κάτω και τον ακινητοποίησε πολύ εύκολα σα να ήταν παλαιστής σε ριγκ ελληνορωμαϊκής πάλης, , ο ξανθός παραδόθηκε φωνάζοντας ‘’Άσε με να φύγω! - ‘’ ‘Άντε στο διάβολο!’’ κραύγασε ο χρυσοχόος σπρώχνοντας τον έξω.

Όλη η σκηνή με τον ξανθό κλέφτη ήταν λίγο άγρια και τον είχε χαλάσει κάπως, η ώρα είχε περάσει κι ένιωθε λίγο ταραγμένος φεύγοντας απ’ το μαγαζί του φίλου του , φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη γυναίκα του αν άρχιζε καμιά επίθεση κι ούτε ήξερε πως θ’ αντιδρούσε αν της έλεγε για τα χρυσά πεντόλιρα ΄ταν τόσο απρόβλεπτη που μπορεί να το έπαιρνε στραβά και σιγά μη την ένοιαζαν κάτι τέτοια αν και το μάτι της γυάλιζε όποτε της έφερνε κανένα καλό κομμάτι, κανένα μενταγιόν ή κανένα περιδέραιο, ‘’Θε μου... σκέφτηκε ΄΄...ας είναι ήρεμη !’’ Ανοίγοντας την εξώπορτα δεν άκουσε τίποτα μόνο πρόσεξε κάτι φωτάκια , έβγαλε τα παπούτσια , μπήκε στην κουζίνα και την βρήκε ξαπλωμένη σε μια φλοκάτη που είχε απλώσει στο πάτωμα να χαζεύει σαν παιδί το δέντρο και τα φωτάκια ‘’Ωραίο είναι τελικά το δεντράκι μας’’ είπε καθώς τα φωτάκια αναβόσβηναν πρώτα γρήγορα και μετά πιο αργά μέχρι που σκοτείνιαζαν εντελώς για ν’ ανάψουν πάλι και ν’ αρχίσουν έναν καλπασμό σαν πυροτεχνήματα παλαβά ‘’Έλα δω να σε φιλήσω!’’ του είπε, έτσι έκανε πάντα κι αυτός δεν μπορούσε παρά να είναι ευχαριστημένος, για τα νομίσματα θα της έλεγε αργότερα.

Πέμπτη 22 Νοεμβρίου 2018

ΤΟ ΔΟΡΥ ΤΟΥ ΟΝΤΙΝ

‘’Έβαζα στη στάχτη το κρέας τυλιγμένο σε λαδόκολλα κι όλη νύχτα ψήνονταν, γινόταν λουκούμι,  άλλες φορές πάλι έφτιαχνα μια συνταγή με ρεβίθια και κόκαλα που μου είχαν μείνει,  δεν πετούσα τίποτα, τα μαγείρευα σ’ ένα σκεύος  για ώρες πολλές μέχρι που  γινόταν ένα φαγητό φοβερό!’’ ο Γιάννης που είχε μια ψησταριά κάπου στην παραλία μας έλεγε για φαγητά χειμωνιάτικα , καθώς είχε σφίξει ο καιρός ακουγόταν ευχάριστα, έλεγε  για σούπες,  φασολάδες με καρότα,  φακές με ξύδι φρέσκο, φάβα με λεμόνι και κάπαρη, μιλούσε  για τσίπουρα που βγαίνουν τέτοια εποχή απ’  τα καζάνια, Η Δώρα που ήταν στην παρέα είπε  μια συνταγή για κουνέλι με  σάλτσα από  πορτοκάλι και μουστάρδα, ‘’Δεν τα μπορώ αυτά τα γλυκόξινα !’’ πετάχτηκε  ο Χρήστος ο υδραυλικός ‘’  κι ούτε  μ’ αρέσουν  συνταγές με σταφίδες ή  αρνί με κάστανα, εμείς τα κάστανα τα σχίζαμε για να μην ανατιναχτούν και τα βάζαμε πάνω στην ξυλόσομπα, ήταν τέλεια, εγώ  προτιμώ τα παραδοσιακά, είμαι της παλιάς σχολής πατσάδες, μαγειρίτσες,  κρέας  στα κάρβουνα!’’

‘’Ξέρεις να τρως ρε φίλε !’’ συμπλήρωσε ενθουσιασμένος   ο Γιάννης  ‘’  το κάρβουνο είναι που  κάνει νόστιμες τις μπριζόλες,  τις παντσέτες και τα λουκάνικα,  άλλοι πάλι λένε ότι το διοξείδιο  το άνθρακα που βγάζει όταν καίγεται  είναι  επικίνδυνο και να σου πω,  πολλές φορές κι εγώ νιώθω ζαλισμένος μετά  από ώρες πάνω απ’  τη σχάρα  όμως  εμένα το ψητό μόνο έτσι μ’  αρέσει,  όχι πάνω στην πλάκα την ηλεκτρική!’’, το καλύτερο ήταν ένα   καλοκαίρι  που την είχα βγάλει ζάχαρη σ’ ένα  νησί με κάτι  φίλους,   με φιλοξενούσαν και περνούσαμε τι να σου πω,  όλο κατσίκι μας  τάιζαν, πόσα κατσίκια είχαν ρε φίλε,  κι εγώ  μόνο το κρέας που ψήνανε στον παλιό φούρνο  έτρωγα,  τόση μανία το είχα,  ούτε πατάτες, ούτε μακαρόνια , σημασία δεν τα έδινα,  στα νησιά λέει τα κατσίκια έχουν  μια  γεύση ιδιαίτερη επειδή το χορτάρι που  τρώνε έχει την αρμύρα της θάλασσας,  με τους νοτιάδες  και  τις δροσιές που πέφτουν όλη την ώρα έχουν  μεγάλη περιεκτικότητα σε χλωριούχο νάτριο, ούτε αλάτισμα δεν θέλουν, πολλές  φορές βρίσκουν στην ακροθαλάσσια την ποσότητα που χρειάζονται  για να λειτουργήσει ο οργανισμός τους,  άσε που κάποιοι λένε ότι έχουν δει κατσίκια να πίνουν  θαλασσινό νερό!’’

Μια φωνή ακούστηκε ξαφνικά από κάπου και πεντέξι μαυριδεροί που πουλούσαν τσιγάρα λαθραία  άρχισαν να τρέχουν σε μια στοά για να κρυφτούν, οι υπάλληλοι κι οι   μαγαζάτορες κοίταζαν αδιάφορα όμως μέσα τους  όμως υπήρχε  φόβος  για το τι έκαναν εκείνοι  οι μαυριδεροί που δεν τους πείραζε κανείς  μόνο τους  είχαν αφήσει έτσι αδέσποτους να γυρνούν, ένα κοπάδι γλάρων   που  άκουσε την φασαρία  ξεχύθηκε απ τη θάλασσα κι άρχισε να πετά πάνω από ένα παλιό κτίριο  της τουρκοκρατίας  κρώζοντας, μια γριά αδύνατη που ζητιάνευε ακούμπησε σ’ έναν  τοίχο αποκαμωμένη κι Δώρα που δεν άντεχε να βλέπει τους ανθρώπους που υπέφεραν  έτρεξε  να τη ρωτήσει  μήπως χρειάζεται βοήθεια, η γριά φάνηκε να συνέρχεται κι έφυγε κατά το τέρμα των λεωφορείων,  όλα ησύχασαν όπως και πριν κι εμείς  επανήλθαμε στα δικά μας. Ήμασταν εκεί στην ψησταριά  του Γιάννη πολλές ώρες,  μιλούσαμε βλέποντας έξω  την  ομίχλη που απλώνονταν  παντού στην πόλη, στα ψηλά θα χιόνιζε σίγουρα, δεν εξηγούνταν αλλιώς το ξαφνικό  κρύο, ο κόσμος  έτρεχε  να γεμίσει τα ντεπόζιτα με πετρέλαιο,  μερικοί απ’  την παρέα έλεγαν ότι  γουστάρουν το κρύο επειδή λέει  σκοτώνει τα μικρόβια , όπως και να είχε μετά την παρατεταμένη ανομβρία έβρεχε  επιτέλους καθαρίζοντας  τους δρόμους κι η  βρώμικη πόλη έδειχνε πάλι όμορφη, είχαμε  συνηθίσει την καλοκαιρία όμως ρε φίλε ο καιρός είχε περάσει, Δεκέμβριος πλησίαζε, γιορτές, έπρεπε να πέσει λίγο η θερμοκρασία,  να καταλάβουμε χειμώνα.

 Ήταν ωραίος ο χειμώνας όμως όχι για τον υδραυλικό που  δεν είχε σπίτι και  κοιμόταν από δω κι από κει,  κάποτε είχε πολλά λεφτά όμως  καθώς έκανε όλο βλακείες στη ζωή του είχε μείνει άστεγος, το καλοκαίρι ήταν  εύκολα, κοιμόταν στα παγκάκια, είχε δροσιά, άντε λίγο ψυχρούλα τη νύχτα όμως το χειμώνα είναι άλλη φάση, δυσκολεύουν τα πράγματα,  δεν τον βλέπαμε καλά.  Σταματούσε κάθε βράδυ στα προποτζίδικα να ζεσταθεί και να δει κανέναν αγώνα, να περάσει η ώρα κι ύστερα χανόταν, κανείς δεν ήξερε που, ο Γιάννης που τον ήξερε από παλιά του είχε παραχωρήσει  ένα υπόγειο κι ο άλλος είχε βαλθεί να το καθαρίσει   πετώντας  όλη τη σαβούρα, είχε γεμίσει το χώρο δίπλα στον κάδο με ότι μπορείς να φανταστείς, κουτιά,  τενεκέδες,  καρέκλες, σωλήνες, ο  Γιάννης που τον είχε πετύχει εκεί πέρα φώναξε στους περαστικούς   ‘’Έχετε το νου σας   μήπως βγάλει και κανένα πτώμα  από κει μέσα!’’

Για τον υδραυλικό αυτή η εποχή ήταν η πιο δύσκολη,  έκανε ακόμα κάτι δουλειές και προσπαθούσε να τα βγάλει πέρα αλλά ήταν μυστήριος ρε παιδί μου, δύσκολος άνθρωπος, κλειστός, έλεγαν διάφορα γι αυτόν, ότι ένα διάστημα είχε περάσει κάπου σ’  ένα μοναστήρι με κάποιον  καλόγερο που μιλούσε στα ζώα  κι έκανε πολλά  κουφά.  Όλο μόνος του δούλευε, δεν μπορούσε να βρει κάποιον βοηθό η συνεργάτη,  μια φορά που έφτιαχνε  τις βρύσες σ’ ένα ρετιρέ παραπάτησε κι έσπασε το πόδι του,  έμεινε εκεί στο ρετιρέ μοναχός για ώρες,  καθώς ήταν καλοκαίρι δεν υπήρχε ψυχή στο κτίριο  και την είχε άσχημα, ευτυχώς  πέρασε ένας παππούς,  τον βρήκε  να φωνάζει  βοήθεια και φώναξε ασθενοφόρο. Μια άλλη φορά που διόρθωνε το καζανάκι σ’ ένα πατάρι κάπου στην αγορά  χρησιμοποιούσε ένα ασανσέρ  κάπως αρχαίο, όπως ανεβοκατέβαινε όλη την ώρα κάποια στιγμή   το συρματόσκοινο βγήκε από τον τροχό που γύριζε κι ο τύπος  έμεινε στον αέρα μετέωρος, δοκίμασε να ανεβεί  ή να κατέβει, όλοι γελούσαν από κάτω καθώς τον έβλεπαν έτσι  ψηλά στο κενό,  αφού είχε δει το χάρο με τα μάτια του  τελικά  κατέβηκε από ένα σκοινί που είχαν εκεί πέρα για τέτοιες περιπτώσεις,  άμα  σκεφτείς τη σκηνή σούρχεται να γελάσεις  όμως το πράγμα ήταν σοβαρό,  μπορούσε ο φουκαράς  να πέσει και να γκρεμιστεί…

 ‘’Άντε γεια μας !’’ πρότεινε  σηκώνοντας το ποτήρι του ο Γιάννης που είχε όρεξη και τσούγκρισε με τον υδραυλικό, έπειτα συνέχισε σα να παραμιλούσε,  ήταν από κείνους τους ανθρώπους που μπορούν να κουβεντιάζουν  για ώρες αρκεί να έχουν  κάτι να τσιμπολογούν κι ένα ποτηράκι να πίνουν.  Ο χειμώνας και το κρύο ήταν το   στοιχείο του, από το μαγαζί του έβλεπε όλη την ώρα τη θάλασσα και την ομίχλη που σκέπαζε τα καράβια, είχε μεγαλώσει  σε χωριό ορεινό κι όλο μας έλεγε ότι  ήθελε να γυρίσει εκεί πέρα αλλά δεν μπορούσε γιατί είχε μπλέξει με το μαγαζί,  νοσταλγούσε το σπίτι του το παλιό με τις φλοκάτες και την σόμπα, τον στάβλο με τα ζώα που έβγαζε ζέστη το πρωί όταν άνοιγες την πόρτα, την αποθήκη με τις ζωοτροφές  που του φαινόταν σαν ένας χώρο μαγικός γεμάτος παράξενα αντικείμενα, κρεμασμένα στους τοίχους,  δρεπάνια, παγούρια ξύλινα, ταψιά,  κόσκινα. Είχε συμπληρώσει πάνω από μισό αιώνα στην πόλη κι όμως ποτέ δεν την είχε νιώσει σαν τον τόπο του ‘’Θυμάμαι ρε παιδιά… ‘’είπε σε μια στιγμή ‘’την εποχή που είχα έρθει  εδώ , τέτοια εποχή ήτανε, ομίχλη και υγρασία παντού,  σταματούσα στα πατσατζίδικα όπου έτρωγαν κάτι πιάτα περίεργα που δεν τα είχα ποτέ δοκιμάσει,  δεν τρελαινόμουν και τόσο τότε για τέτοια πιάτα, ύστερα τα έμαθα’’

Αφού είπε κι αυτά ο ταβερνιάρης έπαψε, κανείς δε μιλούσε για λίγη ώρα σα να υπήρχε λόγος να γίνει ένα διάλειμμα και τότε από κει που δεν το περίμενε κανείς  πήρε το λόγο  ο υδραυλικός  ‘’Δεν τη μπορώ την ομίχλη μουρμούρισε, όταν ήμουν στη Γερμανία  την είχα σιχαθεί, κάθε μέρα το χειμώνα δεν έβλεπες τίποτ’  άλλο,  ομίχλη και υγρασία  σα μια θάλασσα που σκέπαζε τα πάντα, μια μέρα, δούλευα συγκολλητής σ’ ένα λιμάνι ψηλά στην Βόρεια Θάλασσα, όπως έκανα διάλειμμα σ’ ένα πάγκο βλέπω πέρα από μια προβλήτα να έρχεται ένα ψηλός γίγαντας  με μια μπέρτα, στο χέρι του κρατούσε ένα ραβδί σαν ακόντιο αρχαίο, δε μπορούσα να καταλάβω από πού είχε ξεφυτρώσει, στάθηκε από πάνω μου με τα πόδια ανοιχτά, φορούσε  κάτι μπότες μέχρι τα γόνατα, έσκυψε και μου  μίλησε ελληνικά, το καταλαβαίνεις εκεί πάνω στη μέση του πουθενά μου μίλησε στη γλώσσα μου  και ξέρεις τι μου είπε ‘’ Απόψε κάποιος δικός σου θα πεθάνει’’ ύστερα χάθηκε μες τους ατμούς πάλι κι εγώ να έχω μείνει εκεί κόκαλο, το βράδυ με παίρνει ο αδελφός  μου και μου λέει ‘’Η μάνα πέθανε, έλα γρήγορα κάτω!’’ λέω την ιστορία σ’ ένα Γερμανό  φίλο  και  τι μου λέει,  ‘’Αυτός  που είδες ήταν ο Οντίν, ο θεός των Σκανδιναβών και των Βίκινγκ,  αυτός  προφητεύει  το μέλλον  κι αυτό που κρατούσε ήταν το δόρυ του που δεν σπάει ποτέ,  μ αυτό θάβονταν οι πολεμιστές παλιά...  ’’  από τότε  όποτε έχει ομίχλη δεν θέλω να βγαίνω  έξω, θυμάμαι εκείνον με τις μπότες και με πιάνει ανατριχίλα. ’’

 Μόλις τέλειωσε ο υδραυλικός έγινε πάλι  ησυχία,  κανείς  δεν ήξερε τι να πει, όλοι έβλεπαν με τη φαντασία τους εκείνον τον ψηλό με τις μπότες, ευτυχώς  η Δώρα που πάντα μας έσωζε πετάχτηκε ζωηρή ‘’Θέλετε κανένα κομματάκι σοκολάτα, τα έχω  φέρει  απ’  το σούπερ μάρκετ, έχω   όλες τις   γεύσεις, λάιμ και πράσινο τσάι,  ρόδι,  μύρτιλλο,πορτοκάλι,  όλοι απλώσαμε τα χέρια να πάρουμε κάτι γλυκό  σα να νιώσαμε ότι αυτό ακριβώς χρειαζόμασταν,  όπως δαγκώναμε τις σοκολάτες   εμφανίστηκε σα φάντασμα   ο Ρούντι, το τεράστιο ροντβάιλερ  της Δώρας,  τον έφερνε κάθε φορά ο άντρας της καθισμένο   μπροστά στα πόδια του, στο μηχανάκι, ο σκύλος που μύρισε το κρέας βρισκόταν σε υπερδιέγερση , ο Γιάννης  πήγε να του δώσει ένα μεζέ   αλλά η Δώρα  τον σταμάτησε,  ‘’ Όχι δεν κάνει, είναι μέσα στα μπαχαρικά  και μπορεί να του κάνει ζημιά  …’’ το σκυλί σα να δυσανασχέτησε κι άρχισε να γαβγίζει σα να ζητούσε επίμονα κάτι , η Δώρα   τον αγρίεψε όμως εκείνο δεν καταλάβαινε τίποτα,  όλοι φοβηθήκαμε καθώς το σκυλί γινόταν επιθετικό κι απ τα σαγόνια   του άρχισαν να τρέχουν υγρά,  ‘’Δεν τον έχω ξαναδεί ποτέ έτσι’’ είπε  η Δώρα που δεν έβλεπε πουθενά τον άντρα της,  όλοι μαζευόμασταν μη μας δαγκώσει κανένα πόδι όμως  ο υδραυλικός πλησίασε το ροντβάιλερ,  έβαλε τα χέρια  στις δυο μεριές του κεφαλιού  του και πίεσε κάποιο σημείο, το πελώριο σκυλί έγινε μια μάζα ξαπλώθηκε κάτω κι άρχισε να βγάζει κάτι ήχους  σα να έκλαιγε…

Πέμπτη 8 Νοεμβρίου 2018

ΡΟΗ ΝΕΤΡΟΝΙΩΝ

Ένα κοριτσάκι είχε εξαφανιστεί κι όλοι το ψάχνανε, ένα μελαχρινό, όμορφο, παντού στο δρόμο έβλεπες φωτογραφίες του κολλημένες, οι τηλεοράσεις έλεγαν όλη την ώρα γι αυτό κι ένα σωρό άνθρωποι ήταν σίγουροι ότι το είχανε δει όμως δεν είχε βρεθεί, η μητέρα κι ο πατέρας του είχαν τρελαθεί, όλοι ξενυχτούσαν στις τηλεοράσεις, προσφέρονταν και μια αμοιβή μεγάλη για όποιον έδινε οποιοδήποτε στοιχείο για το παιδί.

Είχε δει κι αυτός τις φωτογραφίες του παιδιού καθώς βολτάριζε στη πόλη, δεν δούλευε εκείνη τη μέρα στην είσοδο μια πολυκατοικίας μια ανάπηρη γυναίκα του ζήτησε να τη βοηθήσει για να μπει στο ασανσέρ, το πάτωμα ήταν υπερυψωμένο και δεν μπορούσε να βάλει τα ροδάκια, έπιασε το καροτσάκι από κάτω, προσπάθησε να το σηκώσει αλλά ήταν βαρύ, η γυναίκα χρησιμοποίησε κάτι κουμπιά με τα οποία το κινούσε μπρος πίσω πάλι όμως ήταν αδύνατο, ‘’Όχι, δε γίνεται!’’ είπε και τον παρακάλεσε να δει αν υπήρχε κάποιος δικηγόρος στον πέμπτο όροφο για να του παραδώσει έναν φάκελο και να πάρει κάτι άλλο που θα του έδιναν, την κοίταξε λίγο έτσι μικροκαμωμένη που ήταν και στριμωγμένη στην καρέκλα της , τη λυπήθηκε ‘’Εντάξει!’’ είπε ‘’ Περίμενε με, δεν θ' αργήσω’’

Δεν μπορούσε με τίποτα να φανταστεί ότι η ανάπηρη γυναίκα θα είχε καμιά σχέση με το κοριτσάκι όμως όταν άνοιξε τον φάκελο κατευθείαν εκεί πήγε το μυαλό του, έβλεπε ένα σωρό λεπτομέρειες για την υπόθεση, πρέπει να ήταν αναφορές της αστυνομίας, σαν είδε τα αποκόμματα των εφημερίδων αμέσως κατάλαβε , τον έπιασε μια περιέργεια τρομερή να μάθει τι στο καλό λέγανε τα χαρτιά, ο δικηγόρος μιλούσε πάλι με κάποιον στο τηλέφωνο φωνάζοντας χωρίς να προσέχει γύρω του κι είχε αφήσει ανοιχτό το φάκελο, αυτός δήθεν αδιάφορα τον γύρισε προς το μέρος του κι έριξε μια ματιά, σ’ ένα έγγραφο έλεγε ότι είχαν βρει ένα αυτοκίνητο σε κάποιο μέρος ερημικό, στα παράθυρα υπήρχαν λέει κάτι αυτοσχέδια κουρτινάκια σαν κάποιος να κοιμόταν εκεί μέσα, μαζί μ’ ένα σωρό αντικείμενα είχαν βρει και τα παπούτσια του παιδιού όμως τίποτα άλλο που να μπορεί να βοηθήσει στην ανακάλυψη του, τι στο δαίμονα είχε συμβεί, ήθελε να δει κι άλλα χαρτιά που υπήρχαν πιο κάτω στο φάκελο αλλά φοβόταν κι έτσι κάθισε και περίμενε τον δικηγόρο που εξακολουθούσε να μιλά οργισμένος στο τηλέφωνο.

Ο δικηγόρος, ένας νεαρός σχετικά μ’ ένα σκουλαρίκι σαν καρφίτσα στο αυτί του, τον είχε χαιρετήσει ήρεμα, πήρε τον φάκελο, τον άνοιξε αδιάφορα και του έγνεψε να περιμένει μια στιγμή γιατί έπρεπε να μιλήσει στο τηλέφωνο, απ’ το ανοιχτό παράθυρο του γραφείου φύσηξε ένα αεράκι και σκόρπισε τα χαρτιά του φακέλου, ο δικηγόρος δεν είχε πάρει χαμπάρι κι αυτός έσκυψε να τα μαζέψει, τότε μόνο είδε τις φωτογραφίες από τις εφημερίδες και κατάλαβε, ώστε λοιπόν η ανάπηρη γυναίκα είχε σχέση με το εξαφανισμένο κορίτσι, καθώς τον είχε πιάσει μια έξαψη φοβερή, διάβαζε πολύ γρήγορα, απ’ ότι καταλάβαινε η αστυνομία κάτι είχε βρει, μάλλον κάποιος το είχε απαγάγει και το είχε κρύψει σ’ ένα υπόγειο, κανονικά δεν θα έπρεπε να τα ήξερε όλα αυτά όμως έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα ήθελε να δει λίγο παρακάτω, έπρεπε ν’ ανοίξει τον φάκελο αλλά δεν γινόταν, δε μπορούσε ρε φίλε ο δικηγόρος να φύγει για λίγο για να μπορέσει να διαβάσει με την ησυχία του ;

Έξω από το γραφείο ακούγονταν όλη την ώρα γαβγίσματα, κάπου εκεί πρέπει να υπήρχε ένας σκύλος που χαλούσε τον κόσμο, ολόκληρη η πολυκατοικία έμοιαζε περίεργη, όπως ανέβαινε με το ασανσέρ που έτριζε, είχε ανοίξει απότομα την πόρτα και δυο γυναίκες που στέκονταν από πίσω τρόμαξαν, του φώναξαν ότι παρά λίγο να τις έριχνε στις σκάλες, ζήτησε συγγνώμη κι ύστερα έψαξε για το γραφείο που του είπε η γυναίκα, ησυχία επικρατούσε παντού μόνο στο βάθος ενός διαδρόμου κάτι ήχοι ακούγονταν σαν κάποιος να έσκιζε χαρτιά όλη την ώρα, όπως έστριψε δεξιά σε μια γωνιά είδε σιδεριές μπροστά από έναν χώρο σαν αποθήκη, ένας σκύλος μαλλιαρός, αυτός που χαλούσε τον κόσμο τώρα, στέκονταν πίσω απ’ τα κάγκελα και του γαύγισε, τρόμαξε και βιάστηκε να φύγει από κει πέρα πριν τον ρωτήσει κανένας περίεργος τι στο διάβολο έψαχνε , σε κανένα από τα ονόματα που έβλεπε πάνω στις πόρτες δεν υπήρχε αυτό που του είχε πει η γυναίκα, ο διάδρομος μπροστά του τελείωνε κι αν δεν έβρισκε τίποτα μέχρι το τέλος του θα γυρνούσε πίσω στο κορίτσι να του δώσει τον φάκελο. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή ένα τηλέφωνο χτύπησε από κάπου και είδε μπροστά του το όνομα του δικηγόρου που έψαχνε χαραγμένο σε μια χρυσή ταμπελίτσα, χτύπησε την πόρτα κι όταν δεν του απάντησε κανείς γύρισε το πόμολο και μπήκε σ’ ένα γραφείο χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, το μόνο που σου τραβούσε την προσοχή ήταν μια φρουτιέρα πολύ όμορφη γεμάτη πορτοκάλια, μήλα και ρόδια που υπήρχε πάνω στο γραφείο, του έκανε εντύπωση, δεν κολλούσε με το σκηνικό...

Είχε σχεδόν τελειώσει, ήταν τόσο απορροφημένος που είχε ξεχαστεί εντελώς, ξαφνικά ο δικηγόρος έκλεισε το τηλέφωνο και γύρισε προς το μέρος του, περίμενε να του πει κάτι σαν ‘’Tι στο διάβολο κάνεις εκεί ρε φίλε!’’ όμως ο άλλος δεν του έδωσε σημασία, ‘’Περίμενε λίγο !’’ είπε και χάθηκε κάπου σ’ ένα δωμάτιο, είχε πλέον όλο το χρόνο να ταχτοποιήσει και να κλείσει ξανά τα χαρτιά, ‘’Μα τι ηλίθιοι που είναι !’’ούρλιαξε με το που εμφανίστηκε ξανά απ’ το δωματιάκι ο δικηγόρος ‘’Κάθονται εκεί πέρα και δεν βγαίνουν να ψάξουν, πρέπει να φύγετε αμέσως, εγώ έχω μια υπόθεση επείγουσα στα δικαστήρια και δεν μπορώ να έρθω’’ του είπε και του έδωσε ένα χαρτί με μια διεύθυνση, αυτός ήθελε να πει στον τύπο με το σκουλαρίκι ότι δεν είχε σχέση, ότι απλά περνούσε από κει και είδε την ανάπηρη γυναίκα αλλά δεν είπε τίποτα μόνο πήρε το ξεχαρβαλωμένο ασανσέρ που έτριζε περισσότερο αυτή τη φορά, ‘’Έχει πλάκα να σταματήσει και να με μπλοκάρει εδώ μέσα !’’έκανε τη σκέψη. Στο ισόγειο η γυναίκα τον περίμενε ζαρωμένη στο καρότσι της, πρέπει να είχε παγώσει τόση ώρα μες την υγρασία ‘’Τι έγινε του είπε κι όταν της έδωσε το σημείωμα του πρότεινε αμέσως ‘’Θα πάρεις αμοιβή αν με βοηθήσεις, σε παρακαλώ, πρόκειται για το παιδί μου!’’ ‘’Εντάξει!’’ της απάντησε και πήγαν εκεί δίπλα σ’ ένα αμάξι όπου βοήθησε τη γυναίκα να μπει στη θέση του οδηγού, βόλεψε το καρότσι στο πίσω κάθισμα και ξεκίνησαν.

Πρώτη φορά έβλεπε τέτοιο  αμάξι διαμορφωμένο για άτομα που δεν μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν τα χέρια τους, όποτε ήθελε να φρενάρει η γυναίκα τραβούσε μαλακά  ένα μοχλό   κι όλα τα συστήματα ήταν προσαρμοσμένα στα χέρια της. Από το τζάμι του αυτοκινήτου μπορούσε να δει μια πλατεία ανοιχτή, στα μαγαζιά γύρω άνθρωποι μαζεμένοι τρώγανε, πίνανε και συζητούσαν αμέριμνοι για όποιο δράμα μπορεί να διαδραματίζονταν κάπου εκεί έξω, ένας μεθυσμένος καθόταν σ’ ένα κολονάκι απέναντι στον ήλιο να συνέλθει, πιο εκεί μια λαϊκή σχολούσε κι οι καθαριστές μάζευαν τα απορρίμματα ενώ μια υδροφόρα σκορπούσε νερό να καθαρίσει την άσφαλτο. Στις γωνιές της πλατείας είχαν στοιβαχτεί απ’ τον αέρα φύλλα από κάποιο δέντρο κι από ένα  άλλο είχαν πέσει και είχαν σκορπίσει στο δρόμο  κάτι φρούτα πράσινα  που κανένας δεν έτρωγε. Ο καιρός ήταν γλυκός, φθινοπωρινός, του άρεσε πολύ αυτός ο καιρός, όλες τις  δύσκολες αποφάσεις τέτοια εποχή τις έπαιρνε,   ήταν η καλύτερη φάση  καθώς το καταραμένο  καλοκαίρι είχε μείνει πίσω και υπήρχαν τόσοι μήνες πλέον μέχρι την άνοιξη. Οδηγώντας βγήκαν από την πόλη και φτάσανε σ’ ένα παλιό εργοστάσιο με κάτι καμινάδες τσιμεντένιες που προεξείχαν μέχρι ψηλά στον ουρανό ‘’Εκεί! ‘’ είπε η γυναίκα που είχε κοκκινίσει από την αγωνία,’’ Έχουμε ξανάρθει εδώ , είχαμε μια πληροφορία, πίσω από κείνο το παράπηγμα υπάρχει ένα υπόγειο, εκεί πρέπει να είναι !’’

Κατέβηκε πηδώντας τα σκαλοπάτια που οδηγούσαν προς τα κάτω, στον πάτο της γης, και βγήκε σ’ ένα σκοτεινό χώρο όπου δεν έβλεπε  τίποτα.  Άναψε τον φακό του κινητού του και κοίταξε να δει που βρίσκεται. Παντού υπήρχαν μπάζα και σκουπίδια, ο χώρος όλος ήταν τόσο ακατάστατος  σα να είχε περάσει από κει πέρα ένας ανεμοστρόβιλος, προχώρησε στο βάθος του υπογείου όπου ανοίγονταν μια στοά όπως αυτές στα ορυχεία, φοβόταν μη του έρθει κανένα χτύπημα από  καμιά γωνιά, ίσως δεν ήταν τόσο προσεκτικός όσο έπρεπε, ίσως έπρεπε να καλέσει την αστυνομία, κι αν πάθαινε τίποτα ποιος  ο λόγος, δεν ήταν δική του υπόθεση, δεν έπρεπε  να μπλεχτεί,  όλα αυτά όμως δεν είχαν σημασία τώρα, εδώ που είχε φτάσει χωρίς  να το σκεφτεί δεν μπορούσε  να φύγει άπραγος. Προχώρησε στην στοά που γινόταν όλο και πιο στενή, δεν έβρισκε τίποτα αλλά για κάποιο λόγο είχε πεισμώσει και συνέχιζε ώσπου  άκουσε έναν ήχο σαν ανάσα, φώτισε κατά κει με το φακό του και είδε μια σκιά, εστίασε καλύτερα την δέσμη του φωτός και τότε  το είδε να τρέμει όρθιο σε μια γωνιά, δεν μιλούσε σα να είχε πετρώσει,  τα μάτια του ήταν γουρλωμένα σα να έβλεπε το πιο αλλόκοτο πράγμα που υπήρχε, το πλησίασε ήρεμα κι εκείνο μαζεύτηκε, έμοιαζε ταλαιπωρημένο κι εξαντλημένο σα να μην πίστευε αυτό που γινόταν, το πήρε στην αγκαλιά του κι άρχισε να περπατά προς την έξοδο από κείνον τον τάφο, καθώς ανέβαινε τα σκαλιά  του υπογείου  είχε την αίσθηση ότι  αναδύονταν από τον κάτω κόσμο, το φως της μέρας του φάνηκε  τόσο δυνατό σα να   τον χτυπούσε μια λάμψη από πυρηνική έκρηξη όπου  τα νετρόνια  έρρεαν με ταχύτητα τρομακτική, αυτό τον τύφλωσε για μερικά δευτερόλεπτα.  

Δευτέρα 22 Οκτωβρίου 2018

O ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΣΤΡΑΣ




Ο Ωνάσης λέει πίστευε ότι ήταν αθάνατος, άτρωτος, τίποτα δεν μπορούσε να τον αγγίξει κι όταν σκοτώθηκε ο γιος του αρνούνταν να το πιστέψει, σκεφτόταν να καταψύξει το σώμα μήπως βρεθεί κάποιος τρόπος να το επαναφέρουν στο μέλλον, κάτι θα βρίσκονταν, ο άνθρωπος ταξιδεύει στο διάστημα, η επιστήμη είναι πανίσχυρη, η ιατρική κάνει άλματα κι αυτός θα μπορούσε ν’ αγοράσει μια θεραπεία με τα λεφτά του που ήταν ατελείωτα. Δεν του είχε περάσει ποτέ απ’ το μυαλό ότι μπορούσε να του συμβεί κάτι τόσο φοβερό, δεν είχε χρόνο να το σκεφτεί καθώς κυνηγούσε τα εκατομμύρια του, είχε πάθει ψύχωση μ’ αυτά, όλοι γύρω τον έβλεπαν σα θεό κι ο ίδιος έτσι φανταζόταν τον εαυτό του, δεν μπορούσε να δεχτεί ότι θα πέθαινε όμως μετά το ατύχημα του γιου του κατέρρευσε, δεν το φανταζόταν, τον συνέτριψε, έγινε ράκος, τα φρύδια του έπεφταν μόνα τους κι έβαζε τσιρότα να τα συγκρατήσουν κι όταν έθαψαν το παιδί του πήγαινε κάθε βράδυ και κοιμόταν στον τάφο του, ο θάνατος τον είχε ισοπεδώσει αυτόν που θεωρούνταν κάτι υπερφυσικό.

Ούτε που θυμάμαι πως είχαμε ανοίξει συζήτηση για τον Ωνάση στο διάλλειμα από τη δουλειά όμως είχαμε πέσει όλοι με τα μούτρα και φωνάζαμε σα να γινόταν καυγάς, ο Γιώργος ο γιατρός που έτυχε να βρίσκεται μαζί μας εκείνη την ώρα εξαφανίστηκε χωρίς να το καταλάβουμε, όποτε άκουγε τέτοιες αναφορές για θανατικά κι αρρώστιες έφευγε, δεν άντεχε, τον τρόμαζαν. Ο Θεράπων, τι όνομα κι αυτό, αυτός θα είχε ξεκινήσει σίγουρα , όλη την ώρα μας ζάλιζε με κάτι τέτοια όμως τώρα είχαμε ανάψει και θάβαμε τον Ωνάση που δεν σταματούσε να κυνηγά λεφτά και γυναίκες διάσημες λες και θα ζούσε αιώνια, όλοι συμφώνησαν ότι ο εκατομμυριούχος ήταν αχόρταγος και του άξιζε, τελικά άμα φοβάσαι κάτι πάνω από σένα δεν είναι και τόσο κακό, σε κάνει πιο ταπεινό, πιο προσεχτικό, πιο σεμνό, δεν καβαλάς το καλάμι τόσο εύκολα, όταν έχεις πίστη σε κάτι ανώτερο νιώθεις πιο ανθρώπινα, ανεβαίνεις σε άλλες σφαίρες, γαληνεύεις, ηρεμείς, μεταφέρεσαι σ’ ένα κόσμο διαφορετικό, νιώθεις πιο όμορφα. Ο κροίσος δε νοιάζονταν γι αυτά, κυνηγούσε πλούτη και γυναίκες, είχε ποντάρει στα λεφτά, στη φήμη και στο γιο του που θα συνέχιζε την πανίσχυρη αυτοκρατορία και μετά ξαφνικά πάει, τα έχασε όλα, έπεσε στο κενό κι η πτώση από κει πάνω μπορεί να σε σακατέψει.

Ο Θεράπων μας είπε κι ένα μύθο αρχαίο, ποιος ξέρει που τον είχε διαβάσει, σε κάποιον λέει οι θεοί έδωσαν αιωνιότητα κι αυτό ήταν το χειρότερο που μπορούσε να του συμβεί, έβλεπε όλους τους φίλους και τους συγγενείς να πεθαίνουν ενώ αυτός έμενε εκεί πέρα να παρακολουθεί χωρίς να γερνά, ‘’Δεν υπάρχει μεγαλύτερη κατάρα…’’ είπε σε μια στιγμή ‘’…όλα πρέπει να έχουν ένα τέλος, όλα πρέπει να τερματίζουν κάποτε αλλιώς μπορεί να καταλήξουν σε εφιάλτη, για να μη σου πω ότι δεν υπάρχει πιο βαρετό και πιο θλιβερό πράγμα απ’ αυτό, φαντάσου να πεθαίνουν οι φίλοι, οι συγγενείς κι όλοι γύρω σου κι εσύ να ξεκινάς πάλι απ’ την αρχή σα βλάκας να φτιάχνεις τη ζωή σου ξανά και ξανά, ούτε στα χειρότερα όνειρα μου !’’

Ο Θεράπων πίστευε ότι πρέπει να είσαι προετοιμασμένος για όλα κι ήταν βέβαιος ότι το τέλος του κόσμου πλησιάζει, έλεγε ότι ο θεός ετοιμάζει τιμωρίες με καταστροφές, φωτιές κι άλλα τέτοια παλαβά. Ήταν κάπου εξήντα χρονών ανύπαντρος, μ’ ένα μούσι καλόγερου, αδύνατος, γερασμένος και πλησίαζε στη σύνταξη, λέγανε ότι κάποτε ήταν πολύ μούτρο, είχε βγάλει τα μάτια του με μια παντρεμένη κι είχε χάσει εκατομμύρια στο καζίνο αλλά εδώ και δεκαετίες τα είχε κόψει αυτά και το είχε γυρίσει, τους παραδόπιστους κι αυτούς που έτρεχαν πίσω απ’ τον ποδόγυρο τους κορόιδευε και τους χλεύαζε, όλο βιβλία θρησκευτικά και φυλλάδες διάβαζε, κρέας δεν έτρωγε σχεδόν ποτέ, κουβαλούσε πάντα μαζί του σταυρουδάκια, λουλουδάκια, φυλαχτά για το μάτι και τη γρουσουζιά, η μόνη του διασκέδαση ήταν το ψάρεμα, τις Κυριακές, όταν είχε καλό καιρό, ανοιγόταν με τη βάρκα του κι έπιανε κανένα ψαράκι γεμάτο αγκάθια που όμως ρε φίλε ήταν πολύ νόστιμο, κανείς δεν ήξερε να τρώει τέτοια ψαράκια μικρούτσικα , όλοι τα πετούσαν αυτός όμως τρελαίνονταν, τα έβρισκε πεντανόστιμα !

Εκτός από τους παραδόπιστους σαν τον Ωνάση αντιπαθούσε- για να μη πούμε ότι στην πραγματικότητα μισούσε- και τις γυναίκες, πίστευε ότι όλα τα κακά είχαν ξεκινήσει από την Εύα που δεν μπορούσε ν’ αντισταθεί στον πειρασμό, αυτή είχε παρασύρει και τον κακομοίρη τον χαζό Αδάμ. Οι γυναίκες έφταιγαν για όλα κι αυτά που έβλεπε γύρω του τελευταία τον έκαναν έξαλλο, οι πιο νεαρές είχαν ξεφύγει και κυκλοφορούσαν, ειδικά τα καλοκαίρια, σχεδόν γυμνές. Δεν έχανε ευκαιρία να τις κάνει ρεζίλι μπροστά σε όλους, είχε γίνει ο φόβος κι ο τρόμος τους, όποτε έβλεπε καμιά που φορούσε κοντό φουστάνι ή ρούχα προκλητικά την φώναζε μέσα στον κόσμο, ΄΄ Πώς είσαι έτσι, μαζέψου λίγο, δεν ντρέπεσαι !’’ βέβαια τα νεαρά κορίτσια του αντιμιλούσαν και τον στόλιζαν τα περισσότερα όμως δίσταζαν και φοβούνται αυτόν τον τρελό που τους έκανε υποδείξεις για το ντύσιμο τους, δεν το είχαν συνηθίσει, τους φαινόταν αφύσικο, παράξενο…

Πριν έρθει στη δουλειά μας ήταν σ’ ένα νησί όπου τον είχαν βάλει πορτιέρη σε κάποιο μοναστήρι μεγάλο με μια θέα φοβερή, η εκκλησία του μοναστηριού είχε χτιστεί σ’ ένα μέρος αρχαίο με μάρμαρα και κολώνες που ορθώνονταν άσπρες και μοναχικές τέμνοντας τον αέρα, εκεί ήταν χτισμένο το μοναστήρι, μέσα στα ερείπια κάποιας παλαίστρας όπου διεξάγονταν αγωνίσματα πάλης και πυγμαχίας πολύ παλιά. Ο Θεράπων στεκόταν στην είσοδο σα φύλακας κι επόπτευε όσους έμπαιναν, έδειχνε στις γυναίκες ότι έπρεπε να φορούν φούστες μακριές, όχι εξώπλατα ή σορτσάκια, και στους άνδρες να μην είναι ημίγυμνοι. Του άρεσε πολύ αυτό που έκανε, έβαζε τάξη, έδειχνε τον τρόπο τον σωστό, ερχόταν εκεί κάθε μέρα περπατώντας μες τα κατσάβραχα άνθρωποι από παντού, μαύροι, κίτρινοι, μογγόλοι, ασπρουλιάρηδες, ψηλοί, σχιστομάτηδες, ότι ήθελες σα να γινόταν μια σύναξη παγκόσμια. Του φαινόταν ότι συνέρρεαν στο νησί πλήθη που τους καλούσε μια δύναμη υπέρτατη, ουράνια, η σκηνή που αντίκριζε κάθε πρωί έμοιαζε μ’ εκείνες που είχε διαβάσει κάποτε στην Αποκάλυψη όταν θα μαζευόταν όλες οι φυλές της γης για να κριθούν απ’ τον θεό σε μια πεδιάδα αχανή, δεξιά τα πρόβατα κι οι αγαθοί για τον παράδεισο, αριστερά τα ερίφια, οι άπληστοι, οι φιλάργυροι, οι ακατονόμαστοι, οι αισχροί κι αυτοί που είχαν οργιάσει χωρίς ντροπή όλοι για τον οξαποδώ, κάπως έτσι φανταζόταν όλους όσους μαζευόταν κάθε μέρα μπροστά στο μοναστήρι και σταματούσαν μπροστά στην πύλη. Με την συναναστροφή είχε μάθει λίγο- λίγο και τις γλώσσες τους , όχι τίποτα σημαντικό αλλά να τους χαιρετά, ‘’Καλημέρα, τι κάνετε, όλα καλά’’ τέτοια πράγματα, είχε βρει και βιβλία με διαλόγους και κάθε μέρα διάβαζε για να βγάλει άκρη στην φάση της Βαβέλ που διαδραματίζονταν, πολύ του άρεσε η επαφή με κείνους τους ανθρώπους που έδειχναν σεβασμό και τον άκουγαν, όπως συμμετείχε στο πρόγραμμα των μοναχών ξυπνώντας απ’ τ’ άγρια χαράματα κι είχε αφήσει μακριά τη γενειάδα του όσοι δεν ήξεραν τον προσφωνούσαν ‘’Πάτερ’’ κι αυτός μέσα του γελούσε ευχαριστημένος…

Αυτή η δουλειά του φαινόταν ιδανική, θα μπορούσε να περάσει όλη την υπόλοιπη ζωή του εκεί πέρα καθοδηγώντας αυτό το κοπάδι των ανθρώπων που μαζεύονταν καθημερινά, κατά διαβολική σύμπτωση τον είχε πετύχει στο μοναστήρι εκείνο ο Γιώργος ο γιατρός που παραθέριζε στο νησί, μάλιστα είχε γίνει μάρτυρας και μιας σκηνής που μάλλον ανάγκασε τον Θεράποντα να τα παρατήσει. Κάποιο μεσημέρι λέει καθώς ο γέρος έστελνε τους τουρίστες στον χώρο που είχαν φούστες και μπλούζες πρόχειρες, είδε μια κοπέλα, ήταν σίγουρος ότι ήταν Ελληνίδα, με μια φανελίτσα κι ένα παντελονάκι μικροσκοπικό που βαστούσε ένα κύπελλο καφέ κι ένα τσιγάρο. Του φάνηκε απίστευτα προκλητική, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ερχόταν εκεί πέρα και τι ήθελε, τέτοιο θράσος δεν υπήρχε, ‘’Καλέ πως είσαι έτσι !’’ της επιτέθηκε άγρια ‘’Δε μπορούσες να βάλεις μια ζακετούλα, να σκεπαστείς λιγάκι είμαστε υποχρεωμένοι να βλέπουμε τη γύμνια και τα αίσχη σου!’’ της είπε πλησιάζοντας απότομα όμως η μικρή του αντεπιτέθηκε σα να τον περίμενε, σα να ήταν προετοιμασμένη ‘’Άμα δε σ’ αρέσει παππού να μη κοιτάς !’’ του φώναξε αγριεμένη κοιτάζοντας τον με τα κοκκινισμένα μάτια της με τέτοια δριμύτητα που ο γέρος έκανε πίσω δυο βήματα ‘’Μη μου το παίζεις σεμνός γιατί εσείς είστε οι χειρότεροι, βγάζετε τα μάτια σας όταν είστε νέοι και ξαφνικά σας πιάνουν οι σεμνότητες στα γεράματα, εσύ που μας το παίζεις σεμνότυφος σίγουρα έκανες όργια, ποιος ξέρει με πόσες παντρεμένες έχεις πάει και παριστάνεις τώρα τον ιεροκήρυκα σα δεν ντρέπεσαι!’’ τελείωσε η κοπέλα τα λόγια της ενώ όλη την ώρα όπως μιλούσε προχωρούσε κατά πάνω του και τον είχε στριμώξει σ’ ένα ντουβάρι.

Ο γέρος έμεινε κόκαλο, κανονικά θα έπρεπε να την είχε χαστουκίσει όμως για κάποιο λόγο παρέλυσε, ο Γιώργος που ήταν παρών τον λυπήθηκε και πήγε να τον μαζέψει, μέσα στη σύγχυση του ο Θεράπων ούτε που τον ρώτησε πως βρέθηκε εκεί, του φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό ότι κάποιος πατριώτης του τον παρηγορούσε, τα λόγια της κοπέλας τον είχαν χτυπήσει κατακούτελα, που στο δαίμονα ήξερε το καταραμένο το μικρό τι είχε κάνει, που το είχε βρει τέτοιο θράσος και του αντιμιλούσε, ποιος της είχε πει για την παντρεμένη, πώς είχε πέσει τόσο μέσα ο σατανάς ; Ήταν εντελώς σοκαρισμένος, δεν μπορούσε να καταλάβει τι έπαθε, κάθισε εκεί σε μια πέτρα και σκεφτόταν, ο Γιώργος προσπαθούσε να τον παρηγορήσει καθώς το παρδαλό πλήθος των τουριστών εξακολουθούσε να συρρέει και να συνωστίζεται μπροστά στην πύλη, ο Θεράπων βρήκε μια πέτρα αρχαία και κάθισε βαρύς ατενίζοντας τις μοναχικές κολώνες, ξαφνικά ένιωσε γέρος και θυμήθηκε τον Ωνάση που κοιμόταν κάθε βράδυ στον τάφο του παιδιού του, πως του είχε έρθει τώρα εκείνη η εικόνα, που κολλούσε, δεν είχε καμιά όρεξη να πάει ξανά στην πύλη και να πέσει σε κανένα καινούριο δαίμονα πάλι, έμεινε εκεί ν’ αγναντεύει τη θάλασσα και τα ερείπια της αρχαίας παλαίστρας, ο Γιώργος ξεκίνησε να φεύγει αφού τον είδε κάπως ήρεμο όταν από το πουθενά μια γάτα εμφανίστηκε κι άρχισε να βαδίζει αργά ανάμεσα στις κολώνες, ο γέρος εστίασε το βλέμμα του στο μικρό ζώο που προχώρησε ανάμεσα στα χαλάσματα,  ζυγιάστηκε μια στιγμή κι ύστερα σάλταρε σ'  ένα αέτωμα όπου στάθηκε ακίνητη σα την Σφίγγα των αρχαίων.

Παρασκευή 12 Οκτωβρίου 2018

ΣΤΗΝ ΚΟΙΛΑΔΑ ΤΗΣ ΣΠΑΣΜΕΝΗΣ ΑΣΤΡΑΠΗΣ

Τα δυο κοριτσάκια κοιμόταν στο ίδιο δωμάτιο  στα κρεβατάκια τους, κάτω απ’  τα σεντόνια είχαν  γεμίσει  τον τόπο κούκλες και κουκλάκια, μικρά,  μεγάλα,  χνουδωτά,  σε όλα είχαν δώσει ονόματα, στο ντουλαπάκι πάνω απ’  το γραφείο τους είχαν τις κολόνιες που  τους  έφερναν οι φίλες τους  κι όλη την ώρα μάλωναν και σκοτώνονταν όπως κάνουν  τα  περισσότερα αδέλφια, τους άρεσε η μυρωδιά του σβηστικού  για το στυλό και   τρελαίνονταν να δοκιμάζουν  τα διάφορα αρώματα,  το καλύτερο ήταν αυτό που είχαν κλέψει απ’ τη μαμά τους, το μύριζαν όλη την ώρα και χαμογελούσαν από ευχαρίστηση, μια άλλη κολόνια που τους είχαν πάρει δεν τους άρεσε, έλεγαν ότι είναι γιαγιαδίστικη, αηδία σκέτη, και μια άλλη  σε μπουκαλάκι  με  μαβί χρώμα τους  φαίνονταν  σα κρέμα χεριών,  όχι κολόνια.

 Κάνα δυο χρόνια ήταν η διαφορά τους  όμως ήταν εντελώς  διαφορετικά,  το μικρό ήταν λίγο λαίμαργο, έτρωγε πιο πολύ κι απ’ τον πατέρα του, δυο πιάτα πάντα, είχε περίεργα γούστα,   δεν του άρεσε η πίτσα  εκτός αν είχε ελιές,  ούτε το καρπούζι όμως με τα υπόλοιπα δεν είχε πρόβλημα, αυτά που τ’  άλλα παιδιά δεν ήθελαν ούτε να  δουν όλα του άρεσαν,  κι οι μπάμιες,  και το σπανακόρυζο,  και τα φασολάκια,  όταν έφτιαχνε η μαμά τους φασόλια γίγαντες παρακαλούσε  να τα κάψει λίγο γιατί γίνονταν σαν κάστανα νόστιμα,  μια φορά είχε δοκιμάσει καφέ και του φάνηκε πολύ πικρός…

Κάθε πρωί ξυπνούσε πολύ νωρίς και τους έριχνε μια ματιά  πριν φύγει απ’  το σπίτι, κοιμόταν και τα δυο τόσο ήσυχα που μπορούσε  να τα χαζεύει  για ώρα πολύ, καμιά φορά κοίταζε τα  τετράδια τους όπου έγραφαν πράγματα κουφά,  η μεγάλη είχε ταλέντο στο γράψιμο,  σε μια έκθεση είχε γράψει για ένα όνειρο όπου βρισκόταν κάτω απ’ το νερό και μεταμορφώνονταν σε γοργόνα με πράσινα λέπια και κολυμπούσε ανάμεσα στα φύκια ,  του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  η μικρή πάλι γέμιζε τον τοίχο ζωγραφιές με σπίτια που θα  είχε όταν  θα μεγάλωνε,  είχαν όλα παρκινγκ και κήπο για μπάρμπεκιου, πάπιες , μπαξέ,  νεροτσουλήθρες κι ένα διαστημόπλοιο καθώς τα χάζευε του ερχόταν στο μυαλό η εποχή   που πήγαινε κι αυτός  σχολείο καθώς φθινοπώριαζε   κι έπρεπε να σηκωθεί νωρίς,  πολύ του άρεσε το σχολείο,  δεν είχε κάνει  ούτε μια κοπάνα,   δεν είχε χάσει ποτέ ούτε ένα μάθημα.    

Όλη μέρα στο μαγαζί όπως  η ώρα δεν περνούσε με τίποτα αυτά σκεφτόταν καθώς  ανεβοκατέβαινε τις σκάλες απ’  το υπόγειο στο ισόγειο, άνοιγε το ραδιόφωνο κι έψαχνε στο κινητό,  καμιά φορά πλάκωναν όλοι μαζί οι πελάτες κι έτρεχε σα παλαβός, άλλοτε δεν πατούσε ψυχή εκεί μέσα.  Είχε μείνει άνεργος όλο το  καλοκαίρι και  χρειαζόταν επειγόντως χρήματα, τρεις μήνες  άπραγος είχε σκάσει, το αφεντικό του ήταν από κείνους τους τύπους τους παλαβούς που παρακαλάς να μην πέσεις πάνω τους, ήθελε όλη την ώρα να τον έχει στην πίεση, να μη τον αφήνει καθόλου ήσυχο, μερικές φορές  τον έπαιρνε τηλέφωνο μες  τ’ άγρια μεσάνυχτα κι αυτό ήταν κάτι που μισούσε,  ήθελε τάχα  να του δώσει κάτι παραγγελίες που είχε  θυμηθεί εκείνη τη στιγμή,  ναι καλά,  μα πόσο βλάκας, τύχαινε μερικές  φορές μετά από κανένα τέτοιο  βραδινό τηλεφώνημα τα παιδιά  να τον βρίσκουν ξαπλωμένο στο πάτωμα  κι ούτε που είχε  ιδέα πως βρέθηκε εκεί πέρα 

Συχνά αναρωτιόταν πως άντεχε, όλοι όσοι τον ήξεραν του έλεγαν να φύγει από κει πέρα όμως το αφεντικό του  μόλο που του έβγαζε την πίστη τον ήθελε και τον είχε ξαναπάρει στο μαγαζί,  ίσως γιατί είχε υπομονή περισσότερη, ίσως γιατί  ήταν τίμιος, ίσως τρέχα γύρευε για ποιο λόγο  κι αυτός είχε μπει στο λούκι για τα καλά.  Όπως έτρεχε σαν παλαβός πολλές φορές  να προλάβει  ήταν σίγουρο  ότι θα έκανε καμιά βλακεία,  θα έχανε τίποτα λεφτά ,  θα αγόραζε κάτι λάθος κι άντε μετά να εξηγήσεις στον βλαμμένο,  όλη την ώρα μες την αγωνία ήταν, δεν μπορούσε να ησυχάσει, τις νύχτες όπως στριφογυρνούσε στο κρεβάτι του  δεν τολμούσε ν’ αναρωτηθεί αν άξιζε όλη αυτή η ταλαιπωρία.

 Από την άλλη βέβαια τι άλλο θα μπορούσε να κάνει, τι  επιλογή είχε, αγαπούσε τα παιδιά και τη γυναίκα του, δεν του έμενε καθόλου χρόνος να κοιτάξει τον εαυτό του αλλά τα μικρά ήταν το παν,  μόλις τα έβλεπε  ξεχνούσε οτιδήποτε   όμως  βαθιά μέσα του είχε αμφιβολίες αν θα τα κατάφερνε.  Κι αν τον έδιωχναν από κει τι θα έκανε, που θα πήγαινε, η αγορά πέθαινε κάθε μέρα, δεν ήταν και τόσο νέος για να μπορεί να  βρει εύκολα κάτι όπως παλιά, τα πράγματα  είχαν ζορίσει,  σ’  αυτόν έπεφτε όλο το βάρος, ήταν ο αρχηγός, κουραζόταν πολύ,  δεν ήταν τόσο η δουλειά όσο η γκρίνια του αφεντικού που ήταν αφόρητη,  ευτυχώς η πεθερά του που λάτρευε τα παιδιά   βοηθούσε πληρώνοντας φροντιστήρια και λογαριασμούς, τους είχε σώσει  άπειρες φορές,  αν δεν ήταν αυτή…

Ευτυχώς τα μικρά είχαν  τη  γιαγιά τους  όπου πήγαιναν κάθε Παρασκευή βράδυ για το σαββατοκύριακο  κι ήταν σα να πήγαιναν  ταξίδι στις Μπαχάμες, την υπεραγαπούσαν τη γιαγιάκα τους, όλο δώρα τους αγόραζε και τους έφτιαχνε παστίτσιο, το αγαπημένο τους φαγητό, η μικρή αν μπορούσε θα έτρωγε όλο το ταψί, η γιαγιά  είχε κι ένα διαφημιστικό από  μια εταιρεία  με έπιπλα, καλά μ’  αυτό το διαφημιστικό  είχαν περάσει άπειρες ώρες,   ήξεραν ακριβώς  πως θα έφτιαχναν  τα  δωμάτια  τους, το παιδικό, την κουζίνα, το σαλόνι, τα χρώματα, τους συνδυασμούς, κάτι τραπέζια δεν τους  άρεσαν, αυτά θα τα ξεφορτώνονταν,  μα τι απαίσια που ήτανε, όταν τελείωναν με το σπίτι  θα έβαζαν εκεί την οικογένεια και τα παιδιά τους  που τα υπολόγιζαν γύρω στα τριάντα,   όλα αγόρια βέβαια !

Τα μικρά   ζούσαν στον κόσμο τους, δεν καταλάβαιναν τίποτα κι ούτε που τα ένοιαζε, σιγά   μην καθόταν ν’  ασχοληθούν μ’ όλες αυτές τις αηδίες που απασχολούσαν το μπαμπά τους,  αυτά τα ένοιαζαν μόνο οι ζωγραφιές που μοίραζαν στις θείες τους,  τα γενέθλια με τις τούρτες και τους χυμούς,  οι φωτογραφίες που έβλεπαν στο ιντερνέτ με μοντέλα και χλιδάτες κοπέλες,  τα σίριαλ με χωρισμούς και κλάματα  που παρακολουθούσαν με τη μαμά  το βράδυ προτού πέσουν για ύπνο  τσατισμένα γιατί θα ήθελαν να ξενυχτήσουν ακόμα λίγο κι ας κοιμόταν στο σχολείο την άλλη μέρα,  α ήταν μεγάλη αδικία αυτό που τους έκαναν, ευτυχώς υπήρχαν τα σαββατοκύριακα που έβγαζαν τα απωθημένα τους και κοιμόταν μετά τα μεσάνυχτα ώσπου έγερναν ψόφια στην πολυθρόνα.

Μια νύχτα που η μαμά  τους είχε ξεχάσει   ανοιχτή την μπαλκονόπορτα και φυσούσε αέρας  τα μικρά  άρχισαν να κρυώνουν   αλλά δεν σηκωνόταν να κλείσουν μόνο σκεπάζονταν και τυλίγονταν με τα παπλωματάκια  τους, ένα ζουζούνισμα ακούγονταν  στο δωμάτιο κι η μεγάλη ξύπνησε να  σκοτώσει το έντομο  γιατί φοβόταν μήπως τις τσιμπήσει  όμως δεν μπορούσε να το πετύχει και τελικά σκόνταψε  πάνω στις τεράστιες τσάντες τους, πήρε την κουβερτούλα της και πήγε στο σαλόνι να κοιμηθεί όμως ένιωσε τύψεις που άφησε τη μικρή μόνη και γύρισε να την ξυπνήσει όμως εκείνη   ήταν μέσα στα νεύρα  γιατί   δεν ήθελε να της χαλάνε τον ύπνο κι ούτε που την ένοιαζε για το έντομο, σιγά τώρα, δε πα να την τσιμπούσε όσο ήθελε, σκασίλα της, το πρωί ο μπαμπάς τους έψαξε και δεν βρήκε τίποτα ‘’Στην φαντασία σου το είδες’’ είπε στη μεγάλη όμως εκείνη ήταν  σίγουρη ‘’Ρε μπαμπά στις κουρτίνες ήτανε και περπατούσε!’’ όσο για τη μικρή δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί της χάλασαν την ησυχία,  δεν υπήρχε περίπτωση να τους συγχωρέσει ποτέ !

 Όποτε τον έστελνε ταξίδι το αφεντικό να κανονίσει κάτι παραγγελίες,  μετρούσε τις ώρες για να γυρίσει, με το που έμπαινε ξανά στο σπίτι κι αντίκριζε τα κοριτσάκια  του ερχόταν να βάλει τα κλάματα αλλά προσπαθούσε να κρυφτεί για να μη τον δουν, αν  πήγαινε να τα φιλήσει  εκείνα δυσανασχετούσαν ΄΄ Έλα ρε μπαμπά,  άσε μας τώρα, φύγε! ΄΄  Ένα βράδυ γυρνώντας από ένα τέτοιο  ταξίδι μπήκε στο δωμάτιο των παιδιών που ανάσαιναν  ελαφρά , άνοιξε ένα  τετράδιο που βρήκε στο  γραφείο και διάβασε μια ιστορία πολύ περίεργη,  έλεγε για ένα γκρίζο λύκο που έβγαινε  απ’  τον κρυψώνα της νύχτας σε μια πεδιάδα ωραία,  σ’  ένα τοπίο  χιονισμένο, σίγουρα ήταν της μεγάλης, αυτή είχε το ταλέντο, η δασκάλα τους έδινε συγχαρητήρια και τους έλεγε ότι το κοριτσάκι τους  έπρεπε  να γίνει συγγραφέας,  έγραφε συχνά ιστορίες φανταστικές με πολλές λεπτομέρειες που δεν περίμενες από ένα τόσο μικρό  κοριτσάκι ότι θα μπορούσε να σκεφτεί, είχε γεμίσει ένα ολόκληρο τετράδιο.

Είχε καιρό να δει το τετράδιο και διαπίστωσε ότι το παιδί είχε βελτιωθεί πολύ,   περιέγραφε  το  λύκο που έτρεχε χιλιόμετρα κυνηγώντας το  ζαρκάδι κι όποτε το  πλησίαζε εκείνο του ξέφευγε με  ελιγμούς κι ήταν μια μάχη για το ποιος θα τα παρατήσει πρώτος, σίγουρα το   μικρό είχε δει κάποιο ντοκιμαντέρ όπως συνήθως συμβαίνει όμως  τα παιδιά  πλάθουν στο μυαλουδάκι τους αυτό που βλέπουν φτιάχνοντας κάτι καινούριο και τελικά λέει το ζαρκάδι ξέφυγε περνώντας μέσα από ένα βάλτο γεμάτο λάσπες για να χαθεί μέσα σ΄ένα δάσος   ενώ  ο λύκος  απόμεινε μόνος του εκεί στην ερημιά να κοιτάζει τον ορίζοντα. Απογοητευμένος όπως ήταν γιατί δεν είχε φάει  μέρες συνέχισε να περιπλανιέται ώσπου βρέθηκε σ’ ένα μέρος με δέντρα που έγερναν  από  κοκκινωπούς καρπούς και θάμνους γεμάτους μούρα  που κανένας δεν μάζευε,  νερά κυλούσαν πάνω από πέτρες ίσιες σαν πλάκες,  χορτάρι πράσινο φύτρωνε τριγύρω. Ο λύκος νιώθοντας κουρασμένος βρήκε μια σπηλιά γιατί άρχιζε να βρέχει,  κι αποκοιμήθηκε κοιτάζοντας τις αστραπές που  έμοιαζαν με αχτίδες σπασμένες. Όταν  ξύπνησε  το μέρος   είχε μεταμορφωθεί κι είχε γεμίσει αγριολούλουδα κόκκινα  σαν παπαρούνες που σκέπαζαν όλη την κοιλάδα, διαβάζοντας   έβλεπε καθαρά το λιβάδι με τις κόκκινες παπαρούνες και το χιόνι ψηλά στα βουνά,  χωρίς να το καταλάβει   δάκρυα άρχισαν να τρέχουν απ'  τα μάτια του,  κι αυτός έγραφε ωραία κι οι καθηγητές του έλεγαν ότι  θα μπορούσε να γίνει δημοσιογράφος ή να βγάλει κάποιο βιβλίο, η ζωή του θα μπορούσε να πάρει  άλλο δρόμο  όμως είχε μπλέξει και να τώρα το παιδί του έβγαζε το ίδιο χάρισμα, το κεφάλι του βάραινε κι  έγειρε στο παιδικό γραφείο,   ακούμπησε μαλακά τ πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού και σφάλισε τα μάτια, το πρωί τα παιδιά τον βρήκαν στο πάτωμα  να ροχαλίζει ξερός, τα μάτια του ήταν κόκκινα ‘’Ρε μπαμπά πάλι  έκλαιγες !’’ του είπανε. 

Παρασκευή 28 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΥΠΝΟΣ ΤΟΥ ΣΑΡΠΗΔΟΝΑ

Αυτό το όνειρο το έβλεπε συχνά, επέστρεφε λέει στο διαμέρισμα του κι έβρισκε την πόρτα παραβιασμένη, κάποιος το είχε διαρρήξει, όπως έμπαινε στο δωμάτιο του  όλα ήταν άνω κάτω ακόμα κι οι τοίχοι γδαρμένοι σα να είχαν ψάξει παντού, προχωρώντας  στο εσωτερικό έβρισκε κάποιον ξένο να κοιμάται στον καναπέ του, ποτέ δεν είχε αντικρίσει το πρόσωπο του, πλησίαζε να τον χτυπήσει όμως όπως σήκωνε  το χέρι του εκείνο  κολλούσε, έμενε παράλυτο, μετέωρο, παγωμένο,  ξέρεις πως είναι στους εφιάλτες όπου μένεις κόκαλο  και δεν μπορείς να κάνεις τίποτα, καθώς  πάλευε να σηκώσει το χέρι του ξυπνούσε ιδρωμένος.

Άλλοτε πάλι έβλεπε ότι δεν είχε σπίτι πλέον, του το είχαν πάρει, που θα κοιμόταν, πως θα έβγαζε τη νύχτα, έψαχνε στην τσέπη του κι έβρισκε ένα κλειδί ξεχασμένο από κάποιο δωμάτιο που ήταν ακατοίκητο, ξεχασμένο, εκεί θα μπορούσε να μείνει προσωρινά μέχρι να βρει κάτι καλύτερο, όλα αυτά τα έβλεπε ταχτικά, η γυναίκα του έλεγε ότι ήταν κάποιος φόβος βαθιά μέσα του κι  επέμενε ότι έπρεπε  να έχουν ένα εξοχικό μήπως γίνει κάτι, μήπως οι καταστάσεις αλλάξουν ξαφνικά  και χρειαστεί να φύγουν, όπως και να χει καλό είναι να χεις μια εναλλακτική, δεν ξέρεις τι γίνεται.

Τι θα έκαναν αν κέρδιζαν λεφτά στο στοίχημα, αυτό ήταν το αγαπημένο τους θέμα όποτε κουβέντιαζαν  με τη γυναίκα του,  ε ρε φίλε δεν μπορούσε να σκεφτεί κάτι καλύτερο απ’ το  να φτιάξει το σπίτι που είχε το πατρικό  να χει ένα καταφύγιο άμα κάτι πήγαινε στραβά. Το σκεφτόταν σοβαρά, ένας απ’  τους φίλους του που είχε σπίτι δικό του σ’ ένα χωριό,  κι αμπέλια και κτήματα έτοιμα,  τα είχε παρατήσει όλα  για να φύγει στην Γερμανία, βρήκε δουλειά  σ’ ένα σκαπτικό μιας εταιρίας που φύτευε  ίνες οπτικές στο χώμα, εκεί πέρα δεν είχε ωράριο, ούτε που τους ένοιαζε,  όσο άντεχες, παντού υπήρχαν εργοστάσια  κι εγκαταστάσεις καινούριες που έπρεπε να συνδεθούν με τα καταραμένα καλώδια,  δούλευαν ασταμάτητα σα μαύροι όλο τον καιρό  μέχρι που η γη πάγωνε καθώς το θερμόμετρο έπιανε  μείον πέντε και μείον δέκα,  τότε μόνο σταματούσαν.  Ο φίλος του είχε πέσει με τα μούτρα κυνηγώντας τα λεφτά όμως στο τέλος έχασε τη μπάλα, γυρνούσε σπίτι μόνο για να φάει και να κοιμηθεί,  η γυναίκα του τον είχε  παρατήσει για κάποιον Πολωνό κι αυτός είχε απομείνει μοναχός να σκάβει με το μικροσκοπικό σκαπτικό του λάκκους κι αυλάκια στη γερμανική γη μες  την ομίχλη και το κρύο,  όποτε γυρνούσε στην πατρίδα και συναντιόταν του λεγε : ‘’Πόσο  ηλίθιος ήμουν που  άφησα σπίτι τελειωμένο και χωράφια για να πάω σκλάβος στους γερμαναράδες!’’

Το εξοχικό ήταν μια λύση πιο πολύ για το καλοκαίρι, τώρα που  ο ουρανός είχε γίνει γκρίζος και ταίριαζε με τα κτήρια και τους δρόμους ήταν ευχαριστημένος,  αυτή είναι η γοητεία της πόλης, το χειμώνα με τα κρύα και τις βροχές θες να βλέπεις κόσμο μαζεμένο, κίνηση και ζωντάνια, όλο αυτό το περιβάλλον κάνει το αίμα να τρέχει στις φλέβες , η επαρχία  το χειμώνα είναι θλιβερή ειδικά τα χωριά που τσαλαβουτούν μες τις λάσπες και την ομίχλη,  το καλοκαίρι είναι άλλη φάση, τότε δεν αντέχεις την πολυκοσμία, σε πνίγει, είναι ανυπόφορη,  στη ζέστη  θες ν’ απλωθείς, ν’ ανασάνεις, να φύγεις μακριά…

Παλιά δεν τα σκεφτόταν όλα αυτά όμως τελευταία είχε αρχίσει να βαριέται,  ήταν κι εκείνη η δουλειά στο κέντρο όπου συναντούσε κάθε καρυδιάς καρύδι, όλους τους περίεργους και  μυστήριους  τύπους, όλους εκείνους που αποτελούν τα χαρακτηριστικά δείγματα κάθε μεγαλούπολης ξέρεις τώρα, ζητιάνους,  πρεζόνια, κλέφτες, απατεώνες, τελειωμένους, λαμόγια, αλκοολικούς, γριές, τύπους αποτυχημένους και πιτσιρικάδες περίεργους που ρωτάνε και χώνονται όπου να ναι,  βολεμένους, τζαμπατζήδες και τεμπέληδες, μετανάστες μαύρους, μελαψούς και βαλκάνιους, τουρίστες βλαμμένους που νομίζουν ότι ανακάλυψαν κάτι καινούριο χωρίς να χουν ιδέα  κι ότι μπορείς να φανταστείς απ’  αυτό  που αποτελεί  την αντιπροσωπευτική ‘’αφρόκρεμα’’ κάθε μεγάλης  πόλης. Από ένα σημείο κι έπειτα χωρίς  να το καταλάβει   δεν ήθελε να περνά από κει , όποτε πλησίαζε στο κέντρο άλλαζε δρόμο, αναρωτιόταν κι ο ίδιος τι στο καλό είχε πάθει. Θα μου πεις αν ήταν λίγο ποιο προσεγμένη η πόλη, λίγο πιο συμμαζεμένη, λίγο πιο όμορφη όπως κάτι ευρωπαϊκές πολιτείες με τις απέραντες  αλέες και τα πάρκα τους τα δεντροφυτεμένα  ίσως να μην είχε αυτή τη γνώμη,  ποιος ξέρει,  εδώ όλα έμοιαζαν όμως στο έλεος του θεού παρατημένα, άνθρωποι και σκουπίδια πεταμένα παντού.

Παλιά απ’  όσο θυμόταν δεν ήταν έτσι, το πράγμα  είχε ξεφύγει τα τελευταία χρόνια, ίσως βέβαια ήταν και πιο νέος  τότε και δεν πρόσεχε τι συμβαίνει γύρω του,  από την άλλη στον καθένα μπορεί να συμβεί  κάτι τέτοιο, είναι φυσικό,  σού ρχεται μια φλασιά στα καλά καθούμενα και λες ‘’Ρε φίλε δεν μπορώ άλλο μ’ αυτό το μπλουζάκι,  το βαρέθηκα!’’  ή,   ‘’Ρε φίλε αυτό το αμάξι πρέπει να το στείλω στο διάβολο, δεν θέλω ούτε να το βλέπω ύστερα από τόσα χρόνια!’’ Όλη τη ζωή του  σ’ αυτή την πόλη την είχε περάσει αλλά  έρχεται κάποια στιγμή που όλα σχεδόν συμπληρώνουν τον κύκλο τους, κάτι τέτοιο είχε πάθει κι ούτε ήξερε τι ζητούσε και που θα πήγαινε,  ήξερε μόνο ότι είχε βαρεθεί την πόλη,  την είχε ξεζουμίσει,  ότι ήταν  να του δώσει του το έδωσε, όλα αυτά που είχε ακούσει και που είχε διαβάσει αποδείχτηκαν βλακείες, είμαστε λέει οι σύγχρονοι άνθρωποι στρείδια της πόλης και βλακείες, τι στρείδι  ρε φίλε, ένας κακομοίρης είσαι που βολοδέρνεις μέσα στην άσφαλτο και στο τσιμέντο, σήκω φύγε από κει να σε φυσήξει λίγος αέρας, να καθαρίσει το μυαλό σου, να δεις το πρόσωπο του θεού μια στιγμή !

Κάθε πρωί ξυπνούσε μ’ ένα άγχος που τον πλάκωνε,  έβγαινε έξω και δεν ήξερε ποιον δρόμο να πάρει για να πάει στη δουλειά του, έβλεπε εκεί πέρα τα αδέσποτα να χασμουριούνται και να τεντώνονται αμέριμνα, ευτυχισμένα, τα πουλιά να πετούν και να ξεφωνίζουν χωρίς  να δίνουν δεκάρα για τι συνέβαινε γύρω τους,  ρε φίλε αυτά δεν αγχώνονταν  δεν στενοχωριούνταν, κάθε μέρα  ξυπνούσαν και το μόνο  που σκέφτονταν ήταν πως θα γεμίσουν την κοιλιά τους, πόσο απλή ήταν η ζωή τους !

Μια μέρα που είχε πάει σε μια δουλειά βρέθηκε σ’ ένα σπίτι κάπου στα προάστια, διόρθωνε τις σωληνώσεις του αερίου που έβγαιναν στο μπαλκόνι,  καθώς προχωρούσε το φθινόπωρο είχε αρχίσει να χειμωνιάζει, ωραίος ήταν ο Σεπτέμβριος, ηλιόλουστος και δροσερός όμως θύμιζε το καταραμένο το καλοκαίρι που πάντα σου βγάζει τη πίστη μέχρι να περάσει, τώρα όπως κρύωνε λίγο μπορούσες να συγκεντρωθείς πιο καλά,  να μαζέψεις το μυαλό σου, να καταλάβεις τι σου γίνεται. Όπως ένιωθε βαρύ το κεφάλι του έκανε ένα διάλειμμα μια στιγμή  όταν πρόσεξε  απέναντι ένα κολυμβητήριο ανοιχτό  με νερά γαλάζια που  ήταν μια όαση πραγματική μέσα στη θάλασσα του τσιμέντου,  κάθισε εκεί και  χάζευε τους  βουτηχτές που γλιστρούσαν με απλωτές χεριές κι άλλους που  έμοιαζαν να βυθίζονται και ν’  αναδύονται όλη την ώρα χωρίς  να κουράζονται, δέντρα κουνούσαν τα φύλα τους από γύρω κι ήταν σα να βρισκόσουν στην παραλία, ο αέρας φυσούσε δυνατά κουνώντας μια σημαία που κυμάτιζε σαν τρελή, δεν μπορείς να φανταστείς πόσο  ανάγκη το είχε εκείνη τη στιγμή ένα τέτοιο θέαμα, ήπιε από ένα ποτήρι που του είχαν δώσει κι ένιωσε να χαλαρώνει επιτέλους, οι σκέψεις του σα να λύθηκαν και μια ευφορία παράξενη απλώθηκε μέσα του.

Εκείνο το βράδυ είδε πάλι το όνειρο με το ανοιχτό σπίτι όμως αυτή τη φορά όπως έμπαινε στο διαμέρισμα δεν βρήκε κανέναν μέσα, η  πόρτα του μπαλκονιού ήταν ανοιχτή, όπως έβγαινε στη βεράντα είδε ξαφνικά  κάτω από την οικοδομή μια ακτή γεμάτη βράχια  και νερό πεντακάθαρο έμοιαζε με το τοπίο που συναντάς στα νησιά, στην αμμουδιά υπήρχαν κάτι παγκάκια περιποιημένα κι όλη την ώρα ο αφρός  των κυμάτων χτυπούσε πάνω στις  πέτρες  σα να ήθελε να τις καθαρίσει και να τις γυαλίσει, αναρωτήθηκε πως ήταν δυνατό να μη το έχει προσέξει ποτέ του,  πως είχε έρθει η θάλασσα μέχρι εκεί, δεν μπορούσε να το χωρέσει ο νους του, γιατί δεν του το είχε πει ποτέ  κανείς , γιατί δεν είχε ανοίξει την πόρτα του μπαλκονιού να ρίξει μα ματιά από κάτω, τι στο διάβολο συνέβαινε; Τώρα ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε κι εκείνο τον περίεργο δίχως πρόσωπο  ξένο να ξαπλώνει σα δαίμονας στο κρεβάτι του,  αυτή ήταν η λογική συνέχεια αυτή τη φορά όμως δεν ήταν άντρας ο ξένος ήταν μια γυναίκα που μόλις τον αντιλήφθητε γύρισε το πρόσωπο της και τον κοίταξε στα μάτια, θε μου ήταν ολόιδια η μάνα του όπως την είχε δει σε μια φωτογραφία παλιά που είχαν κάποτε στον τοίχο, ‘’Μάνα τι κάνεις  εδώ πέρα; ‘’ φώναξε και ξύπνησε μούσκεμα στον ιδρώτα.

Δεν μπορούσε να καταλάβει τι σήμαινε εκείνο το όνειρο, γιατί είχε αλλάξει το μοτίβο κι  αντί για κλειστοφοβικό είχε εκείνη την περίεργη ακτή που δεν την είχε δει ποτέ στη ζωή του,  τι σήμαινε η μάνα του έτσι όμορφη που τον περίμενε,  τι ήθελε να του πει;  Το συζήτησε με τη γυναίκα του κι αυτή που διάβαζε ένα σωρό βιβλία μ’  ονειροκρίτες  κι εξηγήσεις παράξενες του είπε ότι τα όνειρα με τους γονείς  τα λένε ‘’Όνειρα του Σαρπηδόνα’’   στον οποίο ο πατέρας του ο Δίας είχε στείλει τα δυο τρομερά  αδέρφια,  τον Ύπνο  και τον  Θάνατο για να τον συνοδέυσουν στον άλλο κόσμο όταν τον σκότωσε ο Πάτροκλος,  τα βιβλία έγραφαν  ότι τέτοια όνειρα  προμήνυαν  κάτι σημαντικό αλλά  δεν ήξερες αν ήταν για καλό ή για κακό...

Το διάστημα που ακολούθησε  χωρίς να το καταλάβει η διάθεση του άλλαξε,  όλο το σώμα του σα να χαλάρωσε,  σα να βγήκε από μέσα του όλη η κούραση τόσων χρόνων και με το που χαλάρωσε αρρώστησε,  καθώς ήταν  στο τρέξιμο τόσα χρόνια δεν προλάβαινε ούτε ν’  ασθενήσει  όμως το σώμα έχει τους δικούς του νόμους,  τον έπιασε μια γρίπη που πήρε καιρό,  το κεφάλι του πονούσε,  τα δόντια του άρχισαν να βγάζουν θέματα,  πέρασε μια περίοδο δύσκολη κι ο ύπνος του ήταν ταραγμένος, αντί για κλέφτες έβλεπε ποτάμια,  όχθες γεμάτες μούρα,  άλογα και φεγγάρια,  χωράφια γεμάτα μπαμπάκι κι ελάφια που έτρεχαν στο χορτάρι, ιτιές κι ανεμοστρόβιλους,  αυτό πρέπει να κράτησε μερικούς μήνες,  ύστερα ξανά το σώμα άρχισε να επανακτά τις δυνάμεις του και να επανέρχεται  γερό όπως ήτανε. 

Παρασκευή 14 Σεπτεμβρίου 2018

Ο ΕΦΕΥΡΕΤΗΣ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ

+Επιτέλους είχε δροσίσει, το αεράκι που φυσούσε όλη μέρα, ειδικά τα πρωινά, ήταν μια ανακούφιση απίστευτη, όπως περπατούσες στα στενά μπορούσες ν’ ανασάνεις ξανά την ευεργετική ψύχρα του φθινοπώρου, όλοι φορούσαν ακόμα τα καλοκαιρινά τους αν και οι θερμοκρασίες έπεφταν, δεν τους ένοιαζε, μετά την καταραμένη ζέστη του καλοκαιριού όλα έμοιαζαν φθαρμένα και ταλαιπωρημένα, τα αμάξια αγκομαχούσαν στις ανηφόρες , τα χορτάρια είχαν λιώσει, οι θάμνοι μαραμένοι, τα αδέσποτα περπατούσαν ασθμαίνοντας, η θάλασσα ξέθωρη, οι άνθρωποι μαυρισμένοι, ξεφλουδισμένοι, όλοι ήθελαν ένα φρεσκάρισμα, μια βροχή δυνατή να τους ποτίσει, να τους ξεπλύνει, να τους καθαρίσει, να τους αναζωογονήσει!

Ο κόσμος που γύριζε απ’ τα νησιά και τις ακτές έμοιαζε μουδιασμένος σα να μην ήθελε να ξεκινήσει μετά την καλοκαιρινή ανάπαυλα κι αυτός δε βιαζόταν ν’ αρχίσει ξανά τις δουλειές του, ήθελε λίγο χρόνο ν’ ανασάνει από την θερινή ταλαιπωρία, να χαρεί την δροσερή αλλαγή του καιρού, δεν θυμόταν άλλη χρονιά που να τον είχε κουράσει τόσο πολύ το καλοκαίρι, δεν την ήθελε καθόλου αυτήν την εποχή. Παλιότερα, τότε που ήταν παιδί, ο πατέρας του θα έφευγε στις αρχές του Φθινοπώρου για τα χωριά του κάμπου κάπου στη Θεσσαλία όπου μάζευαν το μπαμπάκι, ομάδες ολόκληρες ροβολούσαν τα μονοπάτια, κοιμόντουσαν σε κάτι γιαπιά καθώς δεν είχε αρχίσει να κρυώνει ακόμα ο καιρός, κι όλη μέρα στα χωράφια μάζευαν μπαμπάκι που τους ξέσκιζε τα δάχτυλα όμως οι άνθρωποι τότε ήταν σκληροί, δεν έδιναν σημασία σε κάτι τέτοια, έβγαζαν κάποια χρήματα να περάσουν το χειμώνα κι ύστερα γυρνούσαν στα σπίτια τους, έτσι γίνονταν τότε, μια φορά μόνο είχε πάει μαζί τους όταν ήταν πιτσιρικάς και δεν του άρεσε, του φάνηκε πολύ βάρβαρη όλη η διαδικασία, πολύ πρωτόγονη, τώρα βέβαια όπως το σκεφτόταν ύστερα απ’ όλες τις δουλειές που έκανε στη ζωή του, πιο πολύ σαν παιχνίδι θα το είχε.

Είχε δουλέψει πολύ όλα αυτά τα χρόνια δεν υπήρχε αμφιβολία, νεαρός ακόμα ξεκίνησε στα λατομεία, δουλειά βαριά, μονότονη, ώρες κάτω απ’ τον ήλιο να σπας πέτρες σα βλάκας, κι ύστερα είχε δουλέψει σ’ ένα συνεργείο ασφαλτόστρωσης, εκεί ήταν καλύτερα, ειδικά όταν έφτιαχναν έναν δρόμο ορεινό πάνω απ’ τα βουνά που συνέδεε δυο χωριά, εκεί πάνω πάντα φυσούσε κι είχες θέα τον κάμπο ολόκληρο από κάτω, ήταν πολύ όμορφα, δεν βαριόσουν καθόλου, δε σε κούραζε η δουλειά. Κι άλλες δουλειές διάφορες είχε κάνει άλλες εύκολες κι άλλες δύσκολες, τελευταία εργάζονταν αποθηκάριος σε κάτι εγκαταστάσεις τεράστιες μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ, πήγαινε καλά, τον είχαν κάνει μάλιστα και προϊστάμενο όμως μια μέρα ένας οδηγός απρόσεκτος άδειασε πάνω του το φορτίο ενός κλαρκ και παρά λίγο να τον στείλει στον άλλο κόσμο, από τότε είχε πρόβλημα στα πόδια και βιάστηκε να βγει στην σύνταξη όσο προλάβαινε…

Καθώς είχε λίγα χρήματα σκεφτόταν να γυρίσει στο χωριό, στο πατρικό του για το οποίο πλήρωνε ένα σκασμό λεφτά, η πόλη είχε αρχίσει να τον κουράζει όμως δεν ήταν τόσο απλό κι ούτε μπορούσε να ακολουθήσει το σύστημα των παλιότερων που γυρνούσαν κι ήταν σα να μην είχαν λείψει ούτε μια μέρα. Αυτοί ήταν μαθημένοι έτσι, είχαν παραμείνει χωρικοί μέσα τους και ήταν ευχαριστημένοι, δεν μπορούσες να τους κατηγορήσεις, δεν περνούσαν κι άσχημα, πίσω στις εστίες τους, ήξεραν πώς να περάσουν την ώρα ποτίζοντας και σκαλίζοντας το μπαξέ κι άλλοι που έπιανε το χέρι τους μαστόρευαν ασταμάτητα, επισκευάζανε και χτίζανε τις παλιές οικοδομές, διορθώνανε τα ντουβάρια, έφτιαχναν τα πλακόστρωτα, τοποθετούσαν κάγκελα, στερέωναν παράθυρα και πόρτες, άλλοι έφερναν κότες, τους άρεσε όλο αυτό κι ούτε χρειαζόταν να σκεφτούν ιδιαίτερα. Αυτός όμως ήταν άλλη περίπτωση, είχε ξεσυνηθίσει , δεν μπορούσε να ακολουθήσει τους παλιούς που τους άρεσαν τα καφενεία κάτω απ’ τα πλατάνια, πολύ βαρετά του φαινόταν, αυτός ήθελε περιοδείες κι εξερευνήσεις, δεν μπορούσε αυτόν τον στατικό τρόπο.

Το βέβαιο ήταν ότι είχε ξεκόψει από τα πάτρια εδάφη, όποτε πήγαινε κατά κει όλο και λιγότεροι τον θυμόταν μονάχα μ’ ένα ξαδερφάκι του είχε κρατήσει επαφή που ερχόταν κάθε χρόνο απ’ την Αμερική και καθόταν ένα δυο μήνες, είχαν μεγαλώσει μαζί και τον είχε σαν αδερφό, με κείνον περνούσαν καλά πάντοτε, όπως φθινοπώριαζε και λίγο προτού τελειώσει ή άδεια του, πρότεινε να πάνε μια εκδρομή στο Άγιο Όρος, τελευταία είχε γίνει πολύ θρησκευόμενος ο ξάδερφος, δεν τον θυμόταν έτσι, πολλές φορές τον είχε πετύχει να διαβάζει προσευχές από κάτι βιβλιαράκια παλιά, στο όρος του είχε φάει το κεφάλι ότι πρέπει να κάνουν κάποια διακονία βοηθώντας τους μοναχούς, εκείνο το διάστημα καθάριζαν τα σκευοφυλάκια στα υπόγεια κι οι καλόγεροι είχαν ανάγκη από βοήθεια, για αιώνες μαζεύονταν εκεί τα οστά των μοναχών που είχαν ξεχειλίσει κι έπρεπε να μπει κάποια τάξη, τα κρανία και τ’ άλλα κόκαλα ήταν στοιβαγμένα σε κουτιά παλιά που δεν χωρούσαν πλέον κι έπρεπε να ταχτοποιηθούν σε καινούριες θήκες ξύλινες αφού έβαζαν πρώτα απ’ έξω τα ονόματα και τις φωτογραφίες όσων ήξεραν για να μην χαθούν μες τον πανικό.

Την πρώτη φορά που κατέβηκε εκεί κάτω η μυρουδιά τον χτύπησε κατευθείαν στον εγκέφαλο , ήταν πολύ βαριά, ένιωθε ότι δεν θα άντεχε, οι άλλοι μαζί κι ο ξάδερφος δεν έδιναν σημασία αυτός όμως δε μπορούσε να μείνει πολύ ώρα εκεί μέσα, ύστερα από λίγο όμως το συνήθισε κι όλη η διαδικασία του φάνηκε κάπως μεταφυσική. Έβλεπες εκεί πέρα ανθρώπους που είχαν ζήσει επί γενεές γενεών κι έπιανες ν’ αναρωτιέσαι για τη δική σου ζωή, τον προορισμό, τον απολογισμό σου, τι έκανες, τι δεν έκανες, ποιους αδίκησες, που πήγαινες, αν άξιζαν όλα αυτά, αν είχαν νόημα, αν ήταν αποτέλεσμα ενεργειών δικών σου ή κάποιος άλλος από κάπου κρυφά τα είχε σχεδιάσει χωρίς να σε ρωτήσει, τέτοια πράγματα περνούσαν όλη την ώρα απ’ το μυαλό του κάθε φορά που φορούσε τα πλαστικά γάντια και κατέβαινε τα σκαλιά του σκευοφυλακίου ν’ αδειάσει τις κάσες…

Ένα απόγευμα ενώ οι καλόγεροι έτρεχαν στον εσπερινό αυτοί καθόταν σ’ ένα μπαλκόνι που ατένιζε το πέλαγος και μιλούσαν πίνοντας καφέ ανάμεσα στις γλάστρες με τις τριανταφυλλιές και τις μπιγκόνιες, το αεράκι απ τη θάλασσα ήταν απίστευτα αναζωογονητικό κι ο τρόπος που ζούσαν εκεί πέρα σ’ έκανε να νιώθεις ότι βγήκες απ’ τον κόσμο για να βρεθείς σ’ ένα σύμπαν διαφορετικό με τους δικούς του ρυθμούς και τους δικούς του κανόνες, ο ξάδερφος έδειχνε μελαγχολικός, κάθε φορά έτσι γινόταν όποτε πλησίαζε η ώρα για να φύγει στην Αμερική, γίνονταν χάλια, που θα πήγαινε, πότε θα ξαναγύριζε ; Υποτίθεται ότι το είχε συνηθίσει κι όμως κάθε φορά έφευγε με βαριά καρδιά, θα μου πεις με τις ανέσεις που υπάρχουν για κάποιους είναι ρουτίνα το αεροπλάνο, αν ταξιδεύεις και σε θέση καλή μπορείς ν’ απλωθείς και να κοιμηθείς σαν άρχοντας παραγγέλνοντας εκλεκτά φαγητά, όχι να διπλώνεσαι σε μισό τετραγωνικό σαν ηλίθιος ! Άλλοι χαίρονταν να ταξιδεύουν, να φεύγουν, είχαν συνηθίσει, τους άρεσε, είχαν προσαρμοστεί, δεν ήταν πια και τόσο ανυπόφορα κι άλλωστε πήγαιναν σε χώρες και μέρη πιο πλούσια, πιο αναπτυγμένα, δεν ήταν δα και τόσο τραγικό, φαντάσου τι γινόταν παλιά με τα τραίνα και με τα καράβια όταν έκανες μέρες και μήνες να φτάσεις στον προορισμό σου κι ύστερα μέχρι να στείλεις νέα με το ταχυδρομείο τρέχα γύρευε, έχανε η μάνα το παιδί, ούτε τηλέφωνα, ούτε υπολογιστές, ούτε σκάιπ, τίποτα, άστα να πάνε, μαύρη πέτρα έριχναν κι ούτε ήξεραν οι δικοί τους αν ζουν ή αν πέθαναν, αν το έβλεπες έτσι ήταν μια παρηγοριά όμως αυτό δεν βοηθά πάντοτε...

‘’Πριν δέκα χρόνια …’’ άρχισε να μιλά ο ξάδελφος κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα ‘’… με βάλαν να δουλέψω σ’ ένα φράγμα τεράστιο, αχανές, ζαλιζόσουν άμα έβλεπες από ψηλά το βάθος του, βαστούσε τα νερά που κανονικά χύνονταν σε μια κοιλάδα τεράστια, που λέγανε ότι είχε φτιαχτεί κάποτε από την πτώση κάποιου μετεωρίτη. Οι ιθαγενείς εκεί πέρα θεωρούσαν τον τόπο ιερό και τον είχαν αφιερώσει σ’ ένα θεό σοφό που τον έλεγαν ‘’ΕΦΕΥΡΕΤΗ ΤΗΣ ΓΡΑΦΗΣ ’’ και δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί οι άνθρωποι ήθελαν ν’ αλλάξουν την αρχέγονη ροή που κυλούσε για εκατομμύρια χρόνια, επειδή είχα πτυχίο μηχανικού θεώρησαν ότι ήξερα απ’ αυτά και με προσέλαβαν, δεν έκανα τίποτα σπουδαίο, απλά μετρούσαμε το ύψος των νερών και συμπληρώναμε κάτι χαρτιά με ενδείξεις για την στάθμη. Όποτε πλησίαζα την κατασκευή από ψηλά μ’ έπιανε δέος και μια μέρα καθώς κατέβαινα με το αμάξι από τον δρόμο του βουνού είδα ένα θέαμα που δεν μπορείς να το πιστέψεις, έβρεχε συνέχεια εκείνον τον καιρό, τα νερά είχαν αρχίσει να ξεχειλίζουν, εμείς το βλέπαμε κι ενημερώναμε τους από πάνω που μας καθησύχαζαν, απότομα από μια ρωγμή βγήκε μια ποσότητα τρομερή που παρέσυρε όλες εκείνες τι χιλιάδες τόνους του τσιμέντου και το νερό ξεχύθηκε στη πεδιάδα παρασέρνοντας τα πάντα, τέτοιο πράγμα δεν έχεις ξαναδεί, ήταν τρομακτικό, αυτοκίνητα έτρεχαν, σπίτια γκρεμίζονταν, άνθρωποι προσπαθούσαν να σωθούν, όλος ο τόπος αντηχούσε από φωνές, σειρήνες, και τον ήχο του νερού που έμοιαζε με βρυχηθμό τέρατος, η γη έτριζε κάτω απ τα πόδια μου κι εγώ να τα βλέπω όλα αυτά κολλημένος στη θέση μου. Ένιωσα τέτοιο φόβο αντικρίζοντας μια κοιλάδα ολόκληρη σκεπασμένη από τον ατμό και την ομίχλη που έβγαζαν τα νερά καθώς κυλούσαν σαν άλογα δαιμονισμένα, υδραγωγεία, γέφυρες, κτίρια καταποντίζονταν, μια τρομερή δύναμη είχε απελευθερωθεί και κατέστρεφε τα πάντα, η φύση όταν δείχνει το καταστροφικό της πρόσωπο σε κάνει να βλέπεις αλλιώς τα πράγματα, από τότε πίστεψα ότι υπάρχει θεός …

Όταν ξαναμπήκαν στο σκευοφυλάκιο σκεφτόταν εκείνη την φοβερή εικόνα που είχε δει ο ξάδερφος με τα νερά και τους ανθρώπους που έτρεχαν, ώστε έτσι εξηγούνταν η μεταστροφή του, γι αυτό όταν είχαν κατέβει εκεί κάτω ήταν στον κόσμο του και δεν έδινε σημασία ενώ αυτός ήθελε να σηκωθεί και να φύγει επί τόπου, τον έβλεπε τώρα να κρατά το κεφάλι κάποιου πεθαμένου και καταλάβαινε, άμα είχε δει κι αυτός όλο εκείνο το νερό να γεμίζει την κοιλάδα μπορεί να αισθάνονταν κάτι τέτοιο, που ξέρεις πως δουλεύει το μυαλό του καθενός και τι στροφές ανάποδες παίρνει, πήρε το κεφάλι του ηγούμενου και το ακούμπησε με προσοχή σ’ ένα κιβώτιο, ύστερα βγήκαν στο φως, ο ξάδελφος δε μιλούσε κοίταζε μονάχα θλιμμένος κάπου πέρα στο κενό ‘’Άιντε πάμε !’’ του φώναξε ξαφνικά και βιάστηκε να τον ακολουθήσει ...

Σάββατο 25 Αυγούστου 2018


ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η δεξιά πλευρά του μοναστηριού ήταν χτισμένη πάνω σ’ έναν ογκόλιθο τεράστιο που υψώνονταν σαν τοίχος, καλύτερο στήριγμα δεν μπορούσε να βρεθεί, η κατασκευή πατούσε σε μια προεξοχή του βράχου κι όλο το κτίσμα έμπαινε σ’ ένα κοίλωμα σα σπηλιά θεόρατη, πίσω από το μοναστήρι υπήρχε ένας διάδρομος πολύ στενός, ίσα- ίσα που μπορούσες να σταθείς και να περπατήσεις, από πάνω κρέμονταν πέτρες αρχαίες κι όλη την ώρα σκεφτόσουν ότι άμα γινόταν κανένας σεισμός θα ξεκολλούσαν και θα σ’ έστελναν στα βάραθρα όμως για κάπου χίλια χρόνια, τόσο παλιό ήταν το μοναστήρι, δεν είχε συμβεί τίποτα…

Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί από παντού για το πανηγύρι και για να θαυμάσουν το μοναστήρι που ήταν εκπληκτικό πραγματικά , πετρόκτιστο κι επιβλητικό υψώνονταν ανάμεσα στους βράχους, που τα έβρισκαν εκείνα τα μέρη ρε φίλε οι παλιοί, έλεγαν ότι η Παναγία είχε απαιτήσει από τους μαστόρους που το φτιάχνανε να το πελεκήσουν πέτρα -πέτρα κι είχε γίνει φοβερό, χτισμένο ψηλά σα να αψηφούσε την αγριότητα του τοπίου κι από κει μπορούσες να δεις μέχρι μακριά σε μια λίμνη που είχαν φτιάξει ψηλά στα βουνά, σ’ ένα οροπέδιο, μπλοκάροντας τα νερά κάποιου ποταμού. Είχαμε βρεθεί εκεί πέρα μετά από παράκληση της θείας μου, όταν ήταν νεότερη είχε οργώσει την Ελλάδα και την Ευρώπη και γνώριζε κάθε αξιοθέατο που υπήρχε . Από καιρό έλεγα ότι έπρεπε να τη δω την θεία μου, μια εποχή που τα σόγια ήτανε ακόμα δεμένα την έβλεπα πολύ συχνά ύστερα την έχασα, όμως αυτή κάθε φορά που γιόρταζα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο, ποτέ δε με ξεχνούσε κι αυτό είναι σημαντικό πάντοτε, να έχεις δηλαδή κάποιον που σε σκέπτεται και σε θυμάται ότι κι αν γίνει, έτσι αποφάσισα ότι φέτος ότι κι αν γινότανε θα πήγαινα να τη συναντήσω.

Τη βρήκα σε μια αυλή χαμηλή, χωμένη σ’ ένα μέρος βαθύ σα λάκκο, δεν το θυμόμουνα έτσι το σπίτι της που ήταν σκεπασμένο από παντού με φυλλώματα θάμνων και δέντρων, σ’ ένα πεζούλι υπερυψωμένο ήταν ο μπαξές γεμάτος ντομάτες, κλήματα και συκιές, το παλιό σπίτι είχε ανακαινιστεί ωραία απ’ τον θείο μου που δε ζούσε πια, ήταν μηχανικός κι αναλάμβανε έργα στην ανατολική Ευρώπη, Μολδαβία Ρουμανία, Ρωσία. Στο πάνω πάτωμα υπήρχε όπως το θυμόμουν ένα παλιό καρυδένιο κρεβάτι, κυρτό στην μια άκρη του, ένας μπουφές καφεκόκκινος γεμάτος κρυστάλλινα ποτήρια και σε μια γωνιά έβγαινε ο σωλήνας της σόμπας τυλιγμένος από ένα δαχτυλίδι μεταλλικό στο σημείο που περνούσε τα παλιά ξύλα του πατώματος για να μη πάρουν φωτιά και γίνουν όλα μπουρλότο! Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν το μπάνιο που βρισκόταν σ’ ένα επίπεδο υπερυψωμένο ανάμεσα στα δύο πατώματα σ’ ένα χώρο που βρίσκονταν στο πλάι του σπιτιού, εκεί ο συγχωρεμένος είχε φτιάξει μια βάση με πλέγματα και πάνω τους στήριξε όλη την περίεργη κατασκευή, είχε και βιβλία πολλά ο θείος για την ιστορία της περιοχής που τα χάζευα στα ράφια ενώ στο προαύλιο έβλεπες παντού κομμάτια από μνήματα παλιά, τουρκικά με γράμματα αραβικά που δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβεις τι γράφανε.

Ήταν πραγματικά πολύ ωραίο που τα ξαναβρήκα όλα εκείνα, όταν ήμουν μικρός δεν χόρταινα αυτό το σπίτι το περίεργο όπου έβλεπες όλο πράγματα ασυνήθιστα, κι ύστερα όταν πήγαμε στο μοναστήρι εκεί ήταν η αποθέωση ήταν ότι καλύτερο για το φινάλε του καλοκαιριού. Όταν τελείωσε ο εσπερινός καθίσαμε να πιούμε ένα καφέ σ’ ένα μαγαζί που είχε στηθεί στην αυλή του μοναστηριού, κουβέντες σκόρπιες ακούγονταν στον αέρα, όλοι μιλούσαν για το που είχαν πάει και τι είχαν δει, άλλος έλεγε για τα Χανιά κι άλλος για τη Λευκάδα, για τα Σύβοτα και για τις παραλίες τη Νάξου, για του Παξούς και για τα Κύθηρα, όλοι είχαν μια ιστορία. Όλα φαίνονταν όμορφα κι εγώ το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν ότι δεν μπορούσα να χορτάσω τη δίψα μου, δε ξέρω τι είχα πάθει, άδειασα μονορούφι το νεροπότηρο που μου είχαν φέρει, μα πόση ζέστη είχε κάνει ολόκληρο το μήνα, δεν είχε σπάσει ούτε μια στιγμή ο καύσωνας, όλη την ώρα χάζευα τα νερά που έτρεχαν άφθονα από τις βρύσες του μοναστηριού πάνω στα μάρμαρα κι από κει κυλούσαν μέσα στη γούρνα γυαλίζοντας τις άσπρες πλάκες κι αποκαλύπτοντας ραβδώσεις σε σχήματα παράξενα, ευτυχώς το νερό ήταν παγωμένο και ξεδιψούσε έστω και προσωρινά.

Κι όπως αγνάντευα από κει ψηλά το κάμπο πίνοντας νερό παγωμένο εμφανίστηκε ποιος νομίζεις ρε φίλε, η άλλη θεία μου, αυτή που δεν χώνευα και την απέφευγα, όποτε την πετύχαινα στο δρόμο άλλαζα κατεύθυνση, κρυβόμουν πίσω από κολόνες, μερικοί άνθρωποι εκπέμπουν από μακριά ενέργεια αρνητική, μια φορά στο λεωφορείο είδα ότι βρισκόταν στο μπροστινό κάθισμα και τσακίστηκα να κατέβω, ξεχνιόμουν και περνούσα έξω απ το σπίτι της πολλές φορές κι όλο φοβόμουν μη με φωνάξει, βλέπεις είχα κακές αναμνήσεις απ αυτήν. Έναν καιρό ζόρικο ενώ μπορούσε να με βοηθήσει μου είχε κάνει τη ζωή δύσκολη κι όσο κι αν θες ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά μερικά πράγματα δε σβήνονται, δε μπορείς να τα παραβλέψεις, δε μπορείς να κρυφτείς, σου βγαίνει, άμα μου κάτσει στραβά ένας άνθρωπος εγώ τουλάχιστον δε μπορώ, άμα με απογοητεύσει κάποιος πάει τελείωσε !

Κάθισε εκεί μαζί μας χαρούμενη και δεν μπορούσα να πω τίποτα, δεν γινόταν να το αποφύγω,που μας είχε ανακαλύψει, οι άλλοι στην παρέα φυσικά δεν ήξεραν τίποτα κι η θεία μου αυτή άρχισε να μιλά ασταμάτητα, ‘’ ‘’Πόσο καιρό έχω να σε δω, και γιατί δεν περνάς από μένα, και πόσο έχεις αλλάξει!’’ κι έπειτα έτσι στο αδιάφορα άρχισε να μιλά για τα παλιά και για τη μάνα μου ΄΄Όπα!’’ είπα μέσα μου ‘’Εδώ είμαστε, αυτά θέλω να τ’ ακούσω. Γιατί αυτή ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες απίστευτες για τη μάνα μου που ήθελα να μάθω οπωσδήποτε, είχανε μεγαλώσει μαζί σε μια εποχή που δεν ζούσα και γνώριζε τα πάντα, στο κάτω- κάτω αδερφές ήτανε κι όσο να πεις καλύτερα απ’ τον αδελφό σου δε σε ξέρει κανένας, μόλις άρχισε να μιλά όσο κι αν έδειχνα αδιάφορος είχα τεντώσει τ’ αυτιά μου να μη χάσω τίποτα, << Η μάνα σου ήταν πολύ καλή, πολύ ζωηρή, κρατούσε το μαγαζί του παππού σου, δούλευε πολύ, ώρες, και πάντα βοηθούσε τον κόσμο, ήταν ένας τυφλός που έμενε αντίκρυ απ’ το σπίτι μας , εγώ ήμουνα μικρότερη και την κοίταζα στα μάτια, η μάνα σου μου έδινε ένα κανάτι γάλα και μου έλεγε ‘’Πήγαινε εκεί στο στενό το σκοτεινό και μη φοβάσαι, εγώ θα σε βλέπω, χτύπα τη πόρτα, θα σου ανοίξουν, δώσε αυτό και μετά γύρνα πίσω’’ εγώ πήγαινα κάθε φορά στο σπίτι του τυφλού που μου έλεγε πάντα ‘’Ευχαριστώ!>>

Μ’ ενδιέφεραν φοβερά εκείνες οι ιστορίες για τη μάνα μου, δεν μπορούσα να ρωτήσω την ίδια, μπορεί και να μη θυμόταν καθώς έπνεε τα λοίσθια και κάθε χρόνο την έβλεπα πιο εξασθενημένη, ο πατέρας μου είχε αποδημήσει από καιρό πια κι εγώ είχα ένα σωρό απορίες, ποιος ήταν εκείνος ο τυφλός, μια φορά είχα συναντήσει το γιο του και μου είχε αναφέρει κάτι, θυμόταν μ’ ευγνωμοσύνη τη μάνα μου αλλά ύστερα τον έχασα, κι αν ήταν τόσο καλή ίσως κι εγώ να μην ήμουνα τόσο κακός, κάτι θα είχα πάρει, πάντα θες να ξέρεις τι σόι άνθρωποι ήταν οι γονείς σου για να καταλάβεις και τον εαυτό σου, ποιος είσαι, που πας, τι θα κάνεις, που θα σε βγάλει, ποια θα είναι η πορεία σου, πόσο θ’ αντέξεις, ένα κάρο ερωτήματα και ζητήματα που σε βασανίζουν ίσως βρουν μια απάντηση όταν έχεις κάποιο πρότυπο προηγούμενο, υπάρχουν στιγμές όπου θες μια πυξίδα, μια κατεύθυνση, έχεις αμφιβολίες, δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τα πράγματα δεν πάνε όπως πρέπει ή αργούν πολύ, απελπιστικά, και τότε θες κάποιον που πριν από σένα, σε διαφορετικές συνθήκες βρήκε τον τρόπο και τα κατάφερε !

Πρώτη φορά άκουγα όσα έλεγε η θεία μου, μπορεί να τα είχα ξαναπεί όμως δεν τα είχα προσέξει, δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως για κάποιο λόγο αποκτούσαν άλλο νόημα, όπως στεκόμαστε κάτω απ’ τον πελώριο βράχο που έχασκε από πάνω μας εγώ άκουγα αχόρταγα, καμιά φορά κι από ανθρώπους που αντιπαθείς μπορεί να πάρεις κάτι καλό, να ωφεληθείς με κάποιον τρόπο, ώστε ήταν τόσο καλή η μάνα μου και δούλευε αγόγγυστα, κι αργότερα έκανε οικογένεια και παιδιά, τα μεγάλωσε, δεν τα είχε πάει άσχημα, τότε βέβαια ούτε που τα σκεφτόταν όλα αυτά, δεν υπήρχε χρόνος, ήταν αυτονόητα, τώρα όλα είναι τόσο μπερδεμένα, που να βρεις άκρη...

Όπως σταμάτησαν όλοι να μιλούν για μια στιγμή βρήκα ευκαιρία να γεμίσω το μπρούτζινο, γυαλισμένο τάσι που είχαν εκεί δεμένο με μια αλυσίδα και ήπια μια φορά ακόμα, αντίκρυ μας απλώνονταν η λίμνη αντανακλώντας τον ήλιο που έδυε, ένας γέρος κάπως χοντρός που έπλενε τα χέρια του στη βρύση έλεγε ότι θα μπορούσε να μαζέψει πολύ περισσότερο νερό αν δεν υπήρχαν καταβόθρες υπόγειες απ’ όπου διοχετεύονταν σε ρέματα υπόγεια για να βγει σε ποτάμια και ρέματα. Κάποιος πρότεινε να πάμε μέσα να προσκυνήσουμε την εικόνα, διαβήκαμε πάλι εκείνο το στενό ανάμεσα στο βράχο όπου έπρεπε να σκύψουμε για να χωρέσουμε, περάσαμε ανάμεσα από λουλούδια και πρασινάδες για ν μπούμε στον ναό όπου υπήρχε μια εικόνα πελώρια κάπου δυο μέτρα γεμάτη με ότι τάμα φανταστείς, πόδια, χέρια, κεφάλια, αυτιά, ασημένια και χρυσά τα πιο πολλά, η εικόνα που δέσποζε και ζωντάνευε θαρρείς το χώρο ήταν φτιαγμένη από ψηφίδες λαμπερές απ΄ όλα τα χρώματα του κόσμου τόσο όμορφες σα να τις είχαν ξεκολλήσει από κάποιο αιθέριο τόξο ουράνιο, δεν είχα δει ομορφότερο πράγμα. Όπως σήκωνες τα ματια αντίκριζες τον αρχάγγελο που βαστούσε μια σπάθα τεράστια έτοιμος να πάρει όσα κεφάλια έβρισκε μπροστά του, όλοι γονάτιζαν από κάτω του, οι γυναίκες πιο πολύ ψιθυρίζοντας λόγια κι ευχές, πλησίασα κι εγώ να δω από κοντά το πελώριο εικόνισμα, γονάτισα κι είπα μέσα μου ‘’Εντάξει δεν είμαι τόσο καλός όσο η μάνα μου αλλά δως μου λίγη δύναμη όσο γίνεται να συνεχίσω!’’ έκλεισα μια στιγμή τα μάτια και είδα να στροβιλίζονται μέσα στο μυαλό μου χιλιάδες αποχρώσεις σα να βούλιαζα σε μια δίνη χρωματιστή, μετά βιαστήκαμε να φύγουμε από κει πέρα προτού ξεκολλήσει κανένα νταμάρι και μας θάψει από κάτω του .

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΝΙΟΡΤΟΥ

Ένα φίδι πετάχτηκε μες απ’ τα χορτάρια κι άρχισε να σέρνεται στην άσφαλτο ‘’Μη το πατήσεις, μη,  είναι γρουσουζιά !’’ φώναξε ο μελαχρινός τύπος που καθόταν δίπλα στον οδηγό, ο οδηγός φρέναρε μαλακά και το φίδι πρόλαβε να περάσει απέναντι και να χαθεί μες τα χωράφια, ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο δίπλα του κι από κει μπήκε  αέρος κρύος, μετά από τόση ζέστη που είχε  φάει αυτό ήταν ότι καλύτερο,  δε χόρταινε τη δροσιά,  ένιωθε ότι αν αργούσε λίγο ακόμα να φύγει  θα είχε μπλοκάρει εντελώς, δε μπορείς να φανταστείς πόσο το χρειαζόταν κι η ατμόσφαιρα εκεί πέρα ήταν τόσο ωραία,   έκανε κρύο σχεδόν, άκου ρε φίλε, μες τη καρδιά του θέρους, ότι πιο ευχάριστο, ήταν ευλογία!

Όταν  ξαφνικά  το αφεντικό  του είπε  ότι θα σταματήσουν επειδή  δεν είχε νόημα να κρατούν το μαγαζί ανοιχτό του ήρθε ταμπλάς,  δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να σκοτώσει την ώρα του, διακοπές είχε  πάει από νωρίς και τώρα είχε μπλοκάρει  ξανά,   κάθε χρόνο είχε το ίδιο πρόβλημα με  το καλοκαίρι  και τώρα που δεν δούλευε κιόλας τα είχε δει όλα, στο σπίτι δεν άντεχε να καθίσει, η γυναίκα του όλο γκρίνιαζε,  γυρνούσε σα χαμένος  στα πολυκαταστήματα όπου είχαν βάλει  τζάμια διάφανα κι από κάτω έβλεπες  νερά τείχη αρχαία,  βρύα και φτέρες φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες,  αργόσχολοι γέροι κοιμόταν  πάνω από βιβλία ανοιχτά, πιτσιρικάδες βαρεμένοι  ξάπλωναν στα μαξιλάρια φωνάζοντας, τι θα έκανε ρε φίλε; Αυτό το διάστημα  του φαινόταν ένα βουνό τεράστιο  που δεν θα μπορούσε να διαβεί με τίποτα, τι παγίδα ρε φίλε του είχανε  στήσει,  άλλοτε πάλι  όλα επανέρχονταν στην φυσιολογική τους διάσταση, ένα κανονικό καλοκαίρι ήταν κι αυτό που θα περνούσε κάποια στιγμή, εμένα μου λες !

 Η πόλη δεν είναι και το πιο φιλόξενο μέρος  το καλοκαίρι, όλοι φεύγουν σα παλαβοί λες και τους  κυνηγούν, καράβια κι αεροπλάνα αναχωρούν  για τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα, τα μαγαζιά κλειστά,  συνεργεία σκάβουν τα πεζοδρόμια,  αμάξια περνούν με μανία πάνω από καπάκια της ύδρευσης  ξεχαρβαλωμένα,  υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι όλα γύρω  έχουν βουβαθεί, όλες οι δραστηριότητες έχουν  ατονήσει σα να επιβλήθηκε  απαγόρευση κυκλοφορίας, ειδήσεις σταματούν  να βγαίνουν,  η τηλεόραση δείχνει  αηδίες απίστευτες,  όλα γίνονται υποτονικά, αργά, σιγανά, τόσο σιγανά που σούρχεται  να ουρλιάξεις!

 ‘’Άμα θες το σαββατοκύριακο πάμε στο χωριό σου, μπορούμε να μείνουμε στο σπίτι της Γ!’’  του είπε ένα βράδυ έτσι στο αδιάφορο η γυναίκα του που τον έβλεπε να χτυπιέται τόσες μέρες και τον λυπήθηκε. Το πατρικό του είχε αρχίσει ν αποσυντίθεται οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν εκεί κι  από τους δικούς του  δεν είχε μείνει κανένας, όλοι είχαν πεθάνει ή είχαν φύγει,   η Γ ήταν μια γειτόνισσα του παλιά που είχε γνωριστεί με τη γυναίκα του και μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο.  Η γυναίκα του θεωρούσε  εντελώς μπανάλ το χωριό του  αν και παραθαλάσσιο  τώρα όμως  είχε μεταστραφεί  και δέχτηκε να πάνε,  καλά ώρες -ώρες όποτε ήθελε γινόταν πολύ καλή αυτή η γυναίκα  κι ούτε  χρειάστηκε να την πιέσει γιατί θα  τον έστελνε αδιάβαστο,  αυτοί οι μήνες είναι δύσκολοι για τα ζευγάρια,  έρχεσαι πολύ κοντά με τον άλλον, χάνεις εκείνη την απόσταση την πολύτιμη, ήξερε ότι δεν μετακινούνταν εύκολα, δεν της  άρεσε να βγαίνει απ’ τη βολή της  και ξαφνικά δέχτηκε, εντάξει αυτό ήθελε μεγαλοψυχία!

 ‘’Βλέπεις τις λεύκες …’’ ακούστηκε  ξανά  ο βλαμμένος  συνοδηγός  που δεν έβαζε γλώσσα μέσα με τίποτα ‘’’…μόνο σκιά κάνουν και δεν αφήνουν να φυτρώσει τίποτα από κάτω τους, τις φύτευαν τότε για τη Σόφτεξ, το εργοστάσιο που έφτιαχνε χαρτί,  είχαν γεμίσει το τόπο,  πάει το εργοστάσιο  κι απόμειναν αυτά τα άχρηστα τα δέντρα που πέφτουν με τον παραμικρό αέρα!’’ ενώ είχε σταματήσει για μια στιγμή μετά πήρε φόρα πάλι, σχολίαζε τα πάντα, τις γυναίκες που περίμεναν να τις πάρει το αμάξι  για να πάνε να μαζέψουν σταφύλια στα χωράφια δίπλα στη θάλασσα,  τα καβάκια  που φύτρωναν δίπλα στο δρόμο κι έπρεπε να κοπούν γιατί δεν κάνουν τίποτα καλό,  τις βροχές που έπεφταν συνέχεια και είχαν σαπίσει τον τόπο,  τα πάντα ρε φίλε, δεν άφηνε τίποτα, είχε ζαλίσει τους πάντες !

 Κανονικά θα ερχόταν με το αμάξι κι όλα θα ήταν ωραία όμως κι εκείνο είχε χαλάσει,  το έχε στο συνεργείο κι έτσι έπρεπε  να ανεχτεί τον ηλίθιο, τον ήξερε από παλιά,  πάντα  έτσι ανισόρροπος ήτανε, όταν ήταν μικρός άκουγε τους φίλους του να λένε πως τον είχαν δει τη νύχτα να γυρνά στους δρόμους μες το σκοτάδι φορώντας ένα παλτό τεράστιο, το σπίτι του ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα σε κάτι παλιά χαλάσματα κι όσοι περνούσαν από κει έκαναν το σταυρό τους σα να ήθελαν ν’ αποφύγουν κάτι κακό, πάντως κάπως τα είχε καταφέρει και χώθηκε σε μια υπηρεσία όπου την περνούσε μια χαρά.

Όπως πλησίαζαν αντίκρισε  τα βουνά  πράσινα απ’ τις νεροποντές  σα να βρισκόταν στην  άνοιξη, ένα συννεφάκι σεργιανούσε ανάμεσα στις χαράδρες ξεχασμένο και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν οι μπαξέδες έδειχναν πολύ περιποιημένοι γεμάτοι με κόκκινα νυχτολούλουδα, στις πλατείες βρύσες με  νερά άφθονα  έτρεχαν μέσα στις στέρνες, ‘’Καλά  περνούσαν ρε φίλε εκεί πέρα οι χωριάτες!’’ σκέφτηκε τη στιγμή που  ένα ασθενοφόρο ήρθε από απέναντι  ακολουθούμενο από  ένα αμάξι με φώτα αναμμένα, ο οδηγός έκανε στην άκρη πλησιάζοντας τα   χωράφια με το ψηλό καλαμπόκι, ομίχλη φαινόταν  να έρχεται από  ένα λιβάδι μακριά όπου είχαν κατασκηνώσει χιλιάδες  κοράκια  ‘’Από Αύγουστο χειμώνα!’’ σχολίασε ο άλλος ο παλαβός  που δεν άφηνε τίποτα να πέσει χάμω .

 Με το που πάτησε το πόδι στα πάτρια εδάφη,  απόθεσαν τα πράγματα  στο σπίτι της γειτόνισσας κι  αμέσως πήρε τ’ απάνω του, καλά  πως δεν το είχε κάνει τόσον καιρό, τι στο δαίμονα περίμενε! Ο τόπος  βέβαια ήταν γεμάτος από βαλκάνιους  οι οποίοι   κοιμόταν στη σκιά των πανύψηλων πλατανιών της παραλίας , άλλοι κολυμπούσαν κι άλλοι έτρωγαν σ’ ένα κέντρο πάνω ψηλά απ το χωριό. Εκεί πήγαν αμέσως και καθίσανε δίπλα σε κάτι  τριανταφυλλιές μαβιές,  παρήγγειλαν λεμονάδες και μπύρες δίχως αλκοόλ, ωραία θέα είχε από κει πάνω, έβλεπες όλο τον μικρό κόλπο στο μυχό του οποίου  ήταν κτισμένος ο οικισμός,  ένα καμπαναριό έστεκε  στη μέση  που το είχαν χτίσει λέει πριν έναν αιώνα ο ναυτικοί αφού είχαν ταξιδέψει ποιος ξέρει σε τι θάλασσες μακρινές, αυτό που δέσποζε πάντως στο χώρο ήταν το τεράστιο ρέμα που περνούσε μέσα απ’ τα σπίτια και  κάποτε παραλίγο να πνίξει το χωριό, οι βροχές που έπεφταν άφθονες εκεί πέρα λόγω κάποια ιδιομορφίας του μικροκλίματος κατέβαζαν πολλά νερά και κατά καιρούς είχαν κινδυνέψει πολλοί, η πυροσβεστική δεν προλάβαινε  να βγάζει νερά από υπόγεια και μαγαζιά.  Το ρέμα ξεκινούσε από ψηλά απ τις χαράδρες του βουνού  εκεί σένα ύψωμα  υπήρχαν κάτι χαλάσματα κι εκεί πέρα είχε βρει να φτιάξει το  σπίτι του εκείνος μυστήριος που μιλούσε συνέχεια στη διαδρομή.  

 Όσο περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και καλύτερα  σα να είχε συμβεί κάτι μαγικό, το πρωί που ξυπνούσε περπατούσε στα δάχτυλα να μη  ξυπνήσει τη γυναίκα του , εκείνη την ώρα ήταν ο καλύτερος της ύπνος, καθόταν και τη  χάζευε,  ήταν υπέροχη όταν δε γκρίνιαζε,  δεν άντεχε καθόλου τη ζέστη κι άμα την έπιαναν τα νεύρα έπρεπε  να φύγεις μακριά. Πιο πολύ εστίαζε στη λακκούβα που είχε στη πλάτη της, του  έκανε πολύ εντύπωση, τη χάιδευε απαλά εκεί πέρα κι ύστερα την άφηνε ήσυχη γιατί ποτέ δεν ήξερες με τι διάθεση θα ξυπνούσε. Το πρωί  ήθελε  κάτι γλυκό λες κι όλη νύχτα διάβαζε ή τελείωνε λογαριασμούς, η γυναίκα του πάλι αναζητούσε σοκολάτες και σιροπιαστά τη νύχτα προτού πέσει στο κρεβάτι και πάντα  το καλύτερο γλυκό δεν το  έτρωγε ότι ώρα να είναι, το άφηνε εκεί πέρα για τη στιγμή που θα ένιωθε ωραία ώστε να το χαρεί όσο γίνονταν περισσότερο, το αντίθετο απ’  αυτόν δηλαδή που το καταβρόχθιζε επί τόπου, το εξαφάνιζε,  δεν άντεχε να περιμένει ούτε στιγμή !

 ‘’Είδα φρούτα πολλά στον ύπνο μου…’’ του είπε ένα μεσημέρι που είχαν πλαγιάσει μετά απ το κολύμπι ‘’…πεπόνια μοσχομυριστά, σταφύλια κόκκινα,  τα έτρωγα κι έτρεχαν τα ζουμιά πολύ γλυκά,  τα είχα βγάλει από ένα ψυγείο γεμάτο χυμούς και γρανίτες απ όλα τα χρώματα, λένε ότι αυτό είναι καλό όνειρο’’- ‘’ Εγώ είδα νερά είπε αυτός ‘’Ήταν καθαρά;’’  τον ρώτησε η γυναίκα του ‘’Καθαρά, πολύ καθαρά αλλά ορμητικά, φουσκωμένα τρέχανε με δύναμη, φοβόσουν να πλησιάσεις, κάποια στιγμή δοκίμασα να περάσω από ένα μέρος που μου φάνηκε ρηχό, πέρασα απέναντι με δυσκολία, ήμουν μούσκεμα’’-  ‘’Είναι καλό όνειρο…’’ του είπε  γυρίζοντας πλευρό ‘’…χάιδεψε τώρα τη πλάτη μου!’’

Η Γ  που τους φιλοξενούσε είχε ένα σκύλο  τον οποίο αγνοούσε εντελώς μιλάμε, ούτε να τον ταΐσει θυμόταν, αυτός το λυπόταν το ζώο, του κρατούσε τα κόκαλα απ’ τις  μπριζόλες που τρώγανε έξω κι ένα πρωινό αποφάσισε να τον πάει μια βόλτα στο βουνό.  Ξεκίνησαν πολύ νωρίς, προτού φέξει, είχε  όρεξη για περπάτημα και βγήκε απ το χωριό τραβώντας για  το  ύψωμα όπου βρισκόταν το σπίτι εκείνου του φλύαρου κοντά στα  χαλάσματα της  παλιάς πολιτείας με τα  τείχη και τις  πολεμίστρες, όταν έφτασαν στο λόφο άφησε το ζώο να γυρνά ελεύθερο και κάθισε να  δει τη θέα με το καμπαναριό και τον κόλπο που απλώνονταν κάτω.  Είχε ξεχάσει εντελώς το σκύλο όταν  τον άκουσε να γαυγίζει δυνατά, σηκώθηκε και περπάτησε κατά τα ερείπια όπου βρήκε  το ζώο να φωνάζει κοιτάζοντας σε μια κατεύθυνση σα να υπήρχε  κάτι εκεί πέρα αλλά αυτός  δεν έβλεπε τίποτα.

 Όπως πλησίασε το ζώο σα να πήρε θάρρος, άρχισε να τρέχει  προς τα χαλάσματα και  σταμάτησε μπροστά σε μια πύλη γκρεμισμένη κλειστή από  μια πόρτα ξύλινη που   κρέμονταν σε κάτι μεντεσέδες ξεχαρβαλωμένους,  εκεί σταμάτησε και καρφώθηκε ο σκύλος σα να έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο αόρατο, έπειτα άρχισε να υποχωρεί με την ουρά στα σκέλια σα να ένιωθε κάτι στον αέρα που αυτός δεν μπορούσε να δει.
 

‘’Κάτι υπήρχε  εκεί γύρω  διάβολε αλλά τι στο καλό μπορούσε να ήταν!’’ σκέφτονταν όταν ο  σκύλος άρχισε να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση γαυγίζοντας θλιμμένα, η  διαλυμένη πόρτα άνοιξε αργά κι αυτός  προχώρησε μπροστά, πέρασε την πέτρινη πύλη κι εκεί σ’ ένα ξέφωτο που ανοίγονταν ανάμεσα στις ξερολιθιές είδε τον  παλαβό  του χωριού, ποιος άλλος θα ήταν ρε φίλε:  στέκονταν στην άκρη του λόφου πάνω από έναν γκρεμό βαθύ  κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα,  ήταν ακριβώς όπως τον φαντάζονταν μικρός σαν άκουγε τις ιστορίες για τον άγνωστο που γυρνούσε στα στενά φορώντας το μακρύ παλτό του μόνο που εδώ μες την κάψα δε φορούσε την κάπα του μονάχα ένα πουκάμισο που ανέμιζε, ο αέρας σφύριζε όλη την ώρα κι από λεπτή αύρα άρχισε να δυναμώνει στριφογυρνώντας σα να ζωντάνευε,  μια στήλη από σκόνη και χορτάρια δημιουργήθηκε στο ξέφωτο κι έμοιαζε να προχωρά κατά πάνω του γρήγορα,  έκλεισε τα μάτια  να φυλαχτεί από τον κονιορτό κι άρχισε να περπατά κι αυτός  προς την κατεύθυνση που είχε φύγει το σκυλί όταν ένα χέρι πολύ δυνατό   άρπαξε ξαφνικά το πόδι του ... 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...