Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου 2015

ΤΑΣΟΣ

''Αυτό είναι το πολωνέζικο αεροπλάνο που καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ!'' είπε ο Θωμάς, ''Ο πιλότος πρέπει να κοιμόταν, νόμιζε ότι η λεωφόρος του αεροδρομίου με τα φανάρια απ τις κολόνες ήταν ο διάδρομος προσγείωσης και το κατέβασε κατά κει, πρέπει να ήταν φοβερό θέαμα ένα αεροπλάνο τεράστιο να σέρνεται στον αυτοκινητόδρομο στριγγλίζοντς κι εξαπολύοντας σπινθήρες προς όλες τις κατευθύνσεις, τη τελευταία στιγμή πριν στουκάρει στα τσιμέντα πήγε να το γυρίσει αλλά ήταν αργά, τα γκρέμισε όλα εκεί πέρα σα τέρας μανιασμένο, όταν πήγαν να το δουν ανακάλυψαν ότι ήταν γεμάτο όπλα και πυρομαχικά για την αραπιά κάτω για κάποιον πόλεμο, είχε πάθει μια βλάβη κι έπρεπε αναγκαστικά να προσγειωθεί, κανείς δε μπορούσε να καταλάβει γιατί δεν είχαν εκραγεί τα πυρομαχικά ν' ανατινάξουν το σύμπαν!

Το αεροπλάνο ήταν σαραβαλιασμένο, ένα σωρός από λαμαρίνες σκουριασμένες, μετά από κείνο το ατύχημα είχαν βάλει στον αεροδιάδρομο καινούριες λάμπες πιο δυνατές για τις νυχτερινές πτήσεις , περπατούσαμε κάτω απ τον πύργο έλεγχου και τις βλέπαμε, ο Θωμάς μου δειχνε κάτι σκληρά καλύμματα πλαστικά που σκέπαζαν τις λάμπες, τα είχαν φέρει απ την Ισπανία, απ το Μπιλμπάο, πολύ γερά, άντεχαν τόνους πίεσης καθώς δέχονταν τ αερόπλανα όταν κατέβαζαν τη μπροστινή ρόδα κεντράροντας στη μεσαία λωρίδα ενώ τα πτερύγια ευθυγραμμίζονταν με τις ακριανές φωτεινές γραμμές, ''Θα σου βγάλω άδεια απ τον πύργο έλεγχου να περνάς, τι νομίζεις ότι είναι παίξε γέλασε, δε περνά όποιος να ναι, το νου σου, ο προηγούμενος είχε κάνει τη βλακεία να σταματήσει στη μέση του διαδρόμου βγάζοντας φωτογραφίες, τον είδε από ψηλά ο πιλότος ενός αεροπλάνου που κατέβαινε κι ενημέρωσε, μας ήρθε μια κλίση που μας πετάχτηκαν τα μάτια, τη κόλλησα στα μούτρα του βλάκα, τον σούταρα όπως ήτανε!

''Θα δουλέψεις εδώ πέρα!'' μου είπε ''Θα σε βάλω αποθηκάριο στο εργοτάξιο, θα βλέπεις τι μπαίνει, τι βγαίνει, πρόσεχε χαμένε, να χεις το νου σου, υπάρχουν λαμόγια που δε ξέρεις από που θα στη φέρουν, θα σε κλέψουν μπροστά στα μάτια σου , δέκα φορές θα τσεκάρεις τα τιμολόγια'' -- ''Ωχ!'' σκέφτηκα, καλά δεν υπήρχε περίπτωση να μη με κοροϊδέψουν όταν θα βαριόμουν και δε θα καταλάβαινα τη τύφλα μου από χαρτιά και τιμολόγια, απ την άλλη τη χρειαζόμουν οπωσδήποτε εκείνη τη δουλειά και του χα εμπιστοσύνη του Θωμά, ήταν έξυπνος κι εργολάβος πρώτης τάξης, πάντα το λεγα ότι με τους έξυπνους μπορείς να συνεννοηθείς, ότι και να γίνει, και να μη ξέρεις τα στραβά σου θα βρεις την άκρη, με τους βλάκες θα καείς ότι και να κάνεις !

Σίγουρα θα κανα καμιά χαζομάρα όσο και να πρόσεχα, δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, εκείνη έφταιγε σίγουρα, μου απορροφούσε ένα κάρο ενέργεια, με στράγγιζε, κάθε μέρα άλλαζε, δεν ήξερα από που να τη πιάσω, όλο μπροστά μου νόμιζα ότι την έβλεπα,στις στάσεις είχα την εντύπωση ότι με περίμενε φορώντας τα μαύρα γυαλιά τα ψαρωτικά που ήξερε ότι με κομπλάριζαν...

Δε μπορούσα να συγκεντρωθώ, το πρωί το λεωφορείο εμφανίζονταν στη κατηφόρα της Καλλιθέας ανάμεσα στα σφενδάμια, ο ήλιος με τύφλωνε, ένα σάντουιτς έβλεπα τον οδηγό να μασάει, μια γυναίκα με χείλη σαρκώδη σα φρούτο έτοιμο να δαγκωθεί, ένα σημάδι σκούρο στο άσπρο μπράτσο της, πως μελανιάζουν έτσι εύκολα τα σώματα των γυναικών, κάτι είχα πάθει, όλο τις γυναίκες πρόσεχα, τα σώματα τους, τα πόδια τους, ήταν σα να τις ήθελα περισσότερο από πριν, όχι πλατωνικά πλέον σα να είχε ξυπνήσει κάτι μέσα μου... ...

Στη ΔΕΗ πήγα να πληρώσω έναν λογαριασμό ληγμένο, ένα χαρτονόμισμα μου έπεσε στο μάρμαρο, κάποιος φώναξε ''Κάτι σας έπεσε!'', στο διάδρομο ενός σούπερ μάρκετ ούτε που ήξερα τι ζητούσα, κόσμος έσπρωχνε καροτσάκια ανάμεσα σε ντάνες απορρυπαντικών και τροφίμων, μια μουσική από κάπου έπαιζε, στο λιμάνι καράβια πελώρια έμπαιναν, περιστέρια απλώνονταν στα γρασίδια της Αριστοτέλους, στη παραλία της Καλαμαριάς μια κόκα κόλα έπινα, παγάκια λευκά κολυμπούσαν μέσα της, μπροστά στα μάτια όλα ανακατεύονταν, βάρκες, βράχια, κύματα, φιγούρες ανθρώπινες διαλύονταν στο φως...

Το φθινόπωρο είχε μπει για καλά, τη νύχτα άστραφτε και βροντούσε πολύ δυνατά μετά τις ξερες και τους καύσωνες τους Σεπτεμβριανούς, από δω και πέρα είναι η αγαπημένη μου εποχή, η μέρα μίκρυνε κι η νύχτα πέφτει νωρίτερα επιτέλους, με το που πήγαινα σπίτι έπεφτα ξερός σα να λιποθυμούσα, δεν ανέπνεα έτσι μου έλεγε αυτή τουλάχιστον, όταν ξυπνούσα τα χαράματα το πτερύγιο από ένα σκουλαρίκι ασημένιο γυάλιζε στα σκοτεινά πάνω στο κομοδίνο...

''Έχετε άγχος;'' με ρώτησε η γυναίκα με την άσπρη ποδιά, ''Πάρτε μια βαθιά ανάσα!'' είπε χαμηλόφωνα και μου έχωσε τη βελόνα στο σφιγμένο μπράτσο, ''Έχετε ιστορικό'' - ''Όχι!'' είδατε πρόσφατα κάποιον γιατρό, παίρνετε χάπια, κάνετε σεξ συχνά;'' - ''Ναι πολύ συχνά, έχω χάσει το μπούσουλα!'', χαμογέλασε. Δεν είχα καμιά όρεξη να τη κάνω την εξέταση, εκείνη μου το χε ζητήσει κι άντε να πεις όχι στις γυναίκες όταν θέλουν κάτι, θα σε πρήξουν, θα σε κυνηγήσουν, α είναι πολύ επίμονες , είχα αρχίσει ν' αγχώνομαι πραγματικά, κι αν τ' αποτελέσματα ήταν αρνητικά, αν μου βρίσκανε κάτι τι θα έκανα, αν είχα καμιά αρρώστια, καμιά ένδειξη κακή, ένα σωρό τρελές ιδέες περνούσαν απ το μυαλό, οι μέρες μου ήταν μετρημένες, καλύτερα να μη ρωτάς φίλε, μη το ψάχνεις με τους γιατρούς, κάτι θα σου βρουν ότι και να γίνει, δεν υπάρχει περίπτωση να μη βρεις το μπελά σου, κάτσε καλύτερα στ' αυγά σου, άμα είναι να ρθει θα το καταλάβεις!

Έπρεπε να σκεφτώ τη πρόταση του Θωμά, τουλάχιστον έπρεπε να το δω, με πήγαινε άλλωστε, ήταν λίγο μυστήριος δε μπορούσες να τον ψυχολογήσεις, καλός μεν όμως διαισθανόσουν ότι είχε μια πλευρά λίγο θαμπή, λίγο τρομαχτική, μια φορά είχα πάει σ ένα απ τα σπίτια που είχε , όταν το μαθαν οι γνωστοί απόρησαν, δεν το χα καταλάβει τότε '' Σ έβαλε σπίτι του, δε βάζει ποτέ κανέναν εκεί μέσα, κανείς δεν έχει μπει εδώ και καιρό, πρέπει να αισθάνεσαι τυχερός!''

Κάπου ανατολικά ήτανε, κοντά στο αεροδρόμιο, τον βόλευε, ταξίδευε συχνά κατά το βορρά όπου είχε τις περισσότερες δουλειές του, Μαυροβούνιο, Βουλγαρία, Σερβία, του άρεσαν κι οι γυναίκες εκεί πέρα, σουγιάδες τις έλεγε, λεπτές, ελαστικές, αθλητικές, ακούραστες, μια Κροάτισσα φοβερή με πόδια πολύ μακριά είχε γνωρίσει τελευταία και του χε φάει ένα σωρό λεφτά, έκανε τέλειο έρωτα, δεν τις αγαπούσε πραγματικά τις γυναίκες, δεν τις ήθελε ν ανακατεύονται στα πόδια του, δε τις εμπιστεύονταν, τους φέρονταν σκληρά, τις έκανε να κλαίνε κι ούτε που τον ένοιαζε.

Τον ρωτούσα συνέχεια για τις δουλειές και τα ταξίδια του, σ ένα ορυχείο κάπου στην Ευρώπη είχε δουλέψει στερεώνοντας χαλύβδινες κολόνες και υποστηρίγματα, οι ντόπιοι λέγανε ότι ένας δαίμονας κατοικούσε μες τις στοές και σκότωνε τους εργάτες, ο πραγματικός λόγος ήταν βέβαια οι δηλητηριώδεις αναθυμιάσεις που έβγαιναν από κει μέσα, πιο πέρα υπήρχε μια παραλία κι οι εργάτες τα σαββατοκύριακα έψαχναν για κομμάτια κίτρινου κεχριμπαριού που ξέβραζε η θάλασσα, κάποτε λέει εκεί πέρα υπήρχαν δάση απέραντα και το ρετσίνι των δέντρων τους είχε αποκρυσταλλωθεί φτιάχνοντας υπέροχα γυαλιστερά πετράδια, μια φορά είχε βρει κι ο Θωμάς ένα, το είχα δει, κάπως καφετί λαμπερό ήτανε...
Σκοτεινό μου είχε φανεί το διαμέρισμα του, στη κουζίνα είχαμε καθίσει, ένα πάρκο υπήρχε απέναντι, ένα κοπάδι πουλιών με τραχηλιές γεμάτες στίγματα μαζεύονταν στη κορφή κάποιου δέντρου κράζοντας, ένα χυμό με κέρασε ο εργολάβος, έφτιαχνε σχέδια για ένα κτίριο πολυμορφικό, μου τα δειξε, δε καταλάβαινα, γραμμές κάθετες κι οριζόντιες, σκιάσεις, τον είχε ζορίσει, του είχε πάρει ώρες να τα τελειώσει, πρώτα έπρεπε να σκιτσάρει και κατόπι να δουλέψει στο πρόγραμμα του υπολογιστή, τον ζόριζε πολύ, ίδρωνε, το μέτωπο του ήταν νοτισμένο, στο τέλος βρήκε τη λύση.

Μου έδειχνε τα δωμάτια, σε μια καμαρούλα στο πάτωμα, είχε στη γωνιά κάτι σαν εικονοστάσι, μια καντήλα μεγάλη έκαιγε, με το που μπήκαμε πήρε από ένα μπουκάλι λάδι και το άδειασε στη καντήλα, δίπλα στις εικόνες μια φωτογραφία, ο πατέρας του, ένας γκριζομάλλης όμορφος με μουστάκι κομμένο στις άκρες κι ένα σαγόνι κάπως ορθογώνιο, πιο δίπλα μια φωτογραφία τον έδειχνε νεαρό, γραβατωμένο, μαζί μ ένα άλλο παιδί καστανόξανθο, ''Μπορώ να δω τη φωτογραφία;'' - '' Όχι, είναι κολλημένη εκεί πέρα!''

''Ποιος είναι ;'' ρώτησα '' O Αναστάσης! Το καλύτερο παιδί που βγήκε ποτέ, πολύ καλύτερος από μένα, το καταλαβαίνεις, το καλύτερο παιδί, όλα τα προλάβαινε τη πρώτη δουλειά τη δεύτερη δουλειά τη γυναίκα του τους φίλους κι όλη νύχτα ήμασταν έξω, όταν σηκώνονταν να χορέψει ζεϊμπέκικο έμοιαζε με θεό, έστελνε φιλιά στη κοπέλα του που τον κοίταζε μαγεμένη κι όλοι έκαναν στη μπάντα, τέτοιο παλικάρι ήταν ο κολλητός μου, κάθε βράδυ γυρνούσαμε στα μαγαζιά μαζί με τη κοπέλα του που την υπεραγαπούσε, πέθαινε για κείνη κι αυτή ένιωθε το ίδιο, δεν υπήρχε τέτοιο ζευγάρι σου λέω!''

''Κι ύστερα ξέρεις τι έγινε'' συνέχισε ο εργολάβος σκουπίζοντας τον ιδρώτα απ το μέτωπο του, ''Άρχισα να τον ζηλεύω που ήταν ευτυχισμένος με κείνη τη γυναίκα, εγώ δε το χα ζήσει ποτέ, δε το πίστευα ότι θα έφτανα να τον ζηλέψω, ήταν ανεξέλεγκτο, με τυραννούσε, τα βράδια δε κοιμόμουνα, έσπαζα το κεφάλι μου να βρω μια λύση, να ξεφύγω, ήταν ο κολλητός μου ρε φίλε, ο αδερφός μου κι εγώ τον φθονούσα, μια φορά είχαμε πάει σ ένα ξενυχτάδικο εδώ γύρω, βγαίνοντας τα ξημερώματα άρχισα να κοροϊδεύω άσχημα τη κοπέλα του που είχε βουρκώσει, το κανα συχνά, ο Τάσσος μου είπε ''Αν το ξανακάνεις αυτό μαλάκα δε θέλω να σε ξαναδώ!'' ήταν απίστευτο, πιο δυνατό από μένα, τον έβλεπα που βασανίζονταν και υπέφερε ένιωθε και κάτι πόνους σα μαχαιριές πίσω στη πλάτη στο αριστερό μα δε μπορούσα αν σταματήσω και μια μέρα ένας φίλος μου είπε ότι πέθανε από καρδιακή ανακοπή όλος ο κόσμος μου γκρεμίστηκε δε το χωρούσε το μυαλό μου ο Τάσσος να πεθάνει έτσι δεν το ξεπέρασα ποτέ θα με κυνηγάει για πάντα!''

Τον κοιτούσα κι έμοιαζε παραιτημένος, τον λυπόμουν, υποτίθεται ότι ήταν σκληρός αλλά σε τι του χρησίμευσε τελικά, αν ήταν πιο ευαίσθητος ίσως να μην κατέληγε έτσι το πράγμα, τι ιστορία κι αυτή σκεφτόμουν, έξω ψιλόβρεχε, μετά τη Περαία ο αεροδιάδρομος ξεχώριζε καθαρά φωτισμένος, ένα ιπτάμενο θηρίο με σβηστές τις μηχανές κατέβαινε μουγκρίζοντας μες τη βροχή, μπορούσα να δω την άσπρη κοιλιά του και τα σχέδια στα πλευρά του καθώς ευθυγραμμίζονταν, τα φανάρια του του ήταν αναμμένα, κι εκείνο το παιδί που χόρευε σα θεός τι κρίμα να πάει έτσι, γιατί όμως ο Θωμάς να το πει σε μένα, και πως γίνεται ένας άνθρωπος να είναι τόσο καλός σε κάτι και τόσο άθλιος σε κάτι άλλο, και γιατί δε μπορούμε να κάνουμε το σωστό όσο είναι καιρός, ποιος τα φτιαξε έτσι όλα τόσο μπερδεμένα, ποιον μπορείς να εμπιστευτείς και ποιος είναι ο αληθινός φίλος τελικά αναρωτιόμουν όπως το αεροπλάνο κατέβαινε όλο και περισσότερο δείχνοντας την άσπρη κοιλιά του , θυμήθηκα το άλλο το πολωνικό με τα πυρομαχικά που δεν ανατινάχτηκαν όταν καρφώθηκε στο κτίριο της ΠΑΣΕΓΕΣ, θα μπορούσε κι αυτό να γείρει πάνω στη λεωφόρο και να σύρει τη κοιλιά του πάνω στο οδόστρωμα όπως στις ταινίες κουτρουβαλώντας, γυρίζοντας δεξιά αριστερά, παρασέρνοντας ότι υπήρχε μπροστά του με την τρομακτική δύναμη που κουβαλούσε απ την ταχύτητα του μέχρι να ξεθυμάνει σε κάνα χωράφι ή σε κάνα υπόστεγο ή στην είσοδο κάποιου απ τα νυχτερινά μαγαζιά του αεροδρομίου .. ....


Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου 2015

Ο ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ ΤΩΝ ΚΕΔΡΩΝ

Στη κηδεία δε πήγε, ας λέγανε ότι θέλανε, αυτός ήθελε να θυμάται το παιδί όπως ήταν, όμορφο, ζωντανό, τα μνήματα όμως δε τα ξεχνούσε, πήγαινε πάντα με τη γυναίκα και τη κόρη του όμως ήθελε να είναι μόνος, τον άφηναν κι αυτός στέκονταν πάνω στο μάρμαρο, άφηνε ένα αυγουλάκι κίντερ σοκολατένιο που άρεσε στο μικρο κι ύστερα έκλαιγε βουβά ώρα πολύ μέχρι να ξαλαφρώσει...

Είχε δεθεί πολύ με το παιδί, με το που διαγνώσθηκε η ασθένεια κι ότι τα πράγματα ήταν σοβαρά, πολύ σοβαρά, το είχε υιοθετήσει κυριολεκτικά, δε τ άφηνε απ τα μάτια του, ήθελε το παιδί να δει όσα περισσότερα πράγματα γίνονταν όσο θα ζούσε ακόμα, κοιμόταν αγκαλιά μαζί, ξυπνούσαν νωρίς να δουν την ανατολή, πήγαιναν παντού, όταν έβρεχε βλέπανε το νερό που κυλούσε μπροστά στα τζάμια και στους υαλοκαθαριστήρες, μετά έβγαινε πάλι ο ήλιος αντανακλώντας τις ακτίνες του στη βρεγμένη άσφαλτο...

Το καλύτερό ήταν τότε που το πήγε σ ένα μοναστήρι χτισμένο σ ένα γκρεμό με θέα κάποιο ποτάμι, στην αυλή υπήρχε κάτι σα πισίνα και στον πάτο της είχαν φτιάξει ένα ψηφιδωτό με δελφίνια, ψάρια, κύματα, πουλιά, βάρκες, ένα πράγμα τέλειο, λέγανε ότι ο τεχνίτης που το φιλοτέχνησε είχε έρθει απ τα Ιεροσόλυμα κι ήταν ξακουστός. Το μικρό κάθε φορά που το έβλεπε έλαμπε ολόκληρο, όταν ήταν άδεια η γούρνα κατέβαινε μερικά σκαλάκια στο πλάι, ξάπλωνε μπρούμυτα στο μάρμαρο κι έσερνε τα δαχτυλάκια του πάνω στις ψηφίδες σα να καταλάβαινε με την αφή τα χρώματα , όλα ήθελε να τ αγγίζει, να τα νιώθει στα χέρια του, κοίταζε μια μια τις κουκκίδες και μετά το σύνολο, μετά σήκωνε τα μάτια κατά τον παππού που βούρκωνε σα να έλεγε ''Τι θαύμα!

Οι γιατροί ήταν απόλυτοι, στην ουσία είχαν πει ότι υπήρχε ημερομηνία λήξης σύντομη μάλιστα, με το που το άκουσε ο παππούς το πήρε υπό τη προστασία του, αυτή ήταν δική του υπόθεση, δε θα το άφηνε έτσι, δε μπορούσε να το διανοηθεί ότι τα παιδιά χωρίζονταν σε καλά και κακά, όμορφα κι άσχημα, υγιή κι άρρωστα, ορφανά και κανονικά, όλα άξιζαν προσοχής, όλα τα παιδιά έχουν τα ίδια δικαιώματα εφόσον γεννήθηκαν κάτω απ τον ίδιο ήλιο, έτσι το βλεπε αυτός. Το παιρνε λοιπόν και βολτάριζαν, το πήγαινε σ εκκλησιές κι εκκλησάκια που αγαπούσε, το είχε μελετήσει το θέμα, παρκάριζε έξω στο προαύλιο και μετά έμπαινε μέσα να χαζέψουν τοιχογραφίες, αγιογραφίες μωσαϊκά, πολλές φόρες καθόταν ο παππούς στο στασίδι αφήνοντας το μικρό να τρέχει στους διαδρόμους και να σταματά στο φως που έμπαινε απ τα παράθυρα τα χρωματιστά, το μικρό έμοιαζε να χει ψύχωση μ' ότι είχε σχέση με το φως, τρελαίνονταν, εστίαζε εκεί πέρα, ώρες ολόκληρες κοιτάζοντας τις λαμπρές δεσμίδες ν΄ αναλύονται σε ακτίνες που τρυπούσαν σα σπαθιά το τζάμι για να καρφωθούν τελικά στο πάτωμα!

Ήταν μαγικό αλλά είχαν ανακαλύψει ότι κάτι δε πήγαινε καλά, το στόμα του παιδιού έδειχνε να στραβώνει προς τα κάτω μέρα με τη μέρα , δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί, δεν άκουγε τι του λέγανε, χανόταν, απομονώνονταν, αποσύρονταν όλο και περισσότερο στο δικό του κόσμο, η μάνα του το είχε καταλάβει πρώτη, δασκάλα ήταν άλλωστε....

Στην αρχή δεν είχαν ιδέα τι συνέβαινε, ύστερα άρχισε το ζόρι, έπρεπε να οργώσουν όλα τα νοσοκομεία, να κάνουν εξετάσεις άπειρες, η κόρη του έτρεχε στη δουλειά όλη μέρα και κατόπι γυρνούσε στο παιδί το άρρωστο έχοντας ακόμα ένα μωρό μωρό στην αγκαλιά. Και μες σ όλα αυτά ο άντρας της είπε ότι δεν άντεχε, δε γίνονταν, χρειαζόταν λίγο χρόνο για τον εαυτό του λέει. Ναι ρε φίλε, σε καταλαβαίνω, αν μπλέξεις με μια γυναίκα που θέλει να τα δώσει όλα για το παιδί της δε θα μένει τίποτα για σένα αλλά αυτό είναι δικό σου πρόβλημα, ας πρόσεχες, ποιος σου είπε ότι ο γάμος θα σου δινε μόνο χαρές, πως μπορείς να είσαι τόσο εγωιστής, κι αν δεν αντέχεις και τα παίζεις τόσο εύκολα τι να σε κάνω, μείνε μόνος, μη κάνεις παιδιά, κάτσε στ΄ αυγά σου, έτσι είναι, έτσι ήταν πάντοτε. Τέλος πάντων την άφησε μόνη της, του φαίνονταν πολύ βαρύ όλο αυτό,αργότερα είχε τύψεις, τι να το κάνεις, πάλι καλά θα μου πεις, δεν του το συγχώρεσε, βέβαια αν ήξερε τι επρόκειτο να της κάνει στο μέλλον θα τον είχε σουτάρει από τότε αλλά που χρόνος να σκεφτείς λογικά όταν σε κυνηγούν θεοί και δαίμονες...
Αυτή δε μπορούσε να σκεφτεί έτσι αλλά ο πατέρας της καταλάβαινε πολύ καλά που πήγαινε το πράγμα, και να σκεφτείς ότι εκείνος τον είχε κάνει άνθρωπο το γαμπρό του, πόσο δεν τον είχε βοηθήσει με χίλιους δυο τρόπους, μη πούμε λεπτομέρειες τώρα, δε κάνει, δεν είναι το θέμα μας ...

Τι δεν είχαν τραβήξει το χειρότερο ήταν μ εκείνο τον ταξιτζή καθώς αργούσαν να επιβιβαστούν κι από πίσω κορνάριζαν όλοι σα δαιμονισμένοι, έπρεπε να κατεβάσουν το παιδί στο κέντρο για μια απ τις τακτικές του εξετάσεις κι ήταν μες το άγχος,''Κουνήσου εσύ και το βλαμμένο σου!'' είχε γρυλίσει ο ταξιτζής, η μάνα του ταράχτηκε αλλά αυτουνού του ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, είχε λυσσάξει, ήθελε να τον σφάξει επί τόπου, αν ήταν κοντά στο αμάξι όπου φύλαγε ένα μαχαίρι στο ντουλαπάκι μπορεί και να το είχε κάνει!

Ευτυχώς υπήρχαν και μερικές καλές στιγμές, ειδικά στο μοναστήρι με το ψηφιδωτό, πήγαιναν εκεί συχνά, όταν φεύγανε σταματούσαν πάντα στην ακροποταμιά σε μια καντίνα να πιει δυο τρία ποτήρια τσίπουρο με νερό που το έκανε άσπρο.

Σταματούσε από παλιά σε κείνη τη καντίνα, του άρεσαν τα μπριζολάκι που έφτιαχνε ο τύπος εκεί πέρα, ένας στιβαρός, νευρικός γέρος. Κόσμος πολύς μαζεύονταν πάντα εκεί πέρα να φάνε τα περίφημα μπριζολάκια του γέρου, τα συνόδευε με μια φοβερή σάλτσα δικιάς του έμπνευσης τόσο νόστιμη που σου τρέχανε τα σάλια προτού τη βάλεις στο στόμα, έδινε και καμιά καυτερή πιπεριά σ όσους το ζητούσαν. Όλοι θέλανε να μάθουν το μυστικό της σάλτσας και του κρέατος, πως το κανε τόσο νόστιμο ο άτιμος ο γέρος, κάποιοι λέγανε ότι ήταν το κρέας, άλλοι το πουρνάρι με το οποίο έφτιαχνε τα κάρβουνα, άλλοι μιλούσαν για ένα συστατικό που ήξερε απ τον παππού του και το χρησιμοποιούσε στο μαρινάρισμα. Πριν πολλά χρόνια τον είχε ρωτήσει ΄΄Πως τα φτιάχνεις ρε μπαγλαμά τόσο νόστιμα τα μπριζολάκια;''- - ''Α, δεν είναι τίποτα!'' είπε ο άλλος χαμογελώντας ''Κοίτα να μαθαίνεις!΄΄ συνέχισε παίρνοντας ένα κομμάτι κρέας, το απέθεσε προσεχτικά πάνω στη σχάρα, ανακάτεψε λίγο τα κάρβουνα, περίμενε, μετά το γύρισε απ την άλλη με μια τσιμπίδα, το τσέκαρε καλά κι απ τις δυο μεριές σα να το ζύγιζε, ήταν εντάξει, αυτός είχε πάθει πλάκα, αυτό ήταν όλο λοιπόν!

Τον πήγαινε το γέρο με τα μπριζολάκια, γνωρίζονταν χρόνια, είχαν γίνει φιλαράκια, μιλούσαν, ανακάλυψαν ότι σκέφτονταν με τον ίδιο τρόπο, κάνα δυο φορές του είχε δώσει και κάτι συμβουλές, '' Πως αφήνεις αυτούς τους τύπους να σου μιλούν έτσι μες το μαγαζί σου !'' του είχε πει κάποτε όταν ένας ψηλός με κόκκινα μάγουλα έκανε μια σκηνή γιατί είχε καθυστερήσει να πληρωθεί. Ο γέρος, που δεν ήταν τόσο γέρος τότε, τον περίμενε στη γωνία και την επόμενη φορά που ο ψηλός με τα κοκκινα μάγουλα πήγε να κάνει τα ίδια του έβαλε κάτι φωνές, τον πήρε τόσο παραμάζωμα τον διέλυσε, τον ισοπέδωσε, τον έστειλε στα θυμαράκια, τον αποτελείωσε, ήταν μια βιβλική σκηνή, ο δικός μας ήταν ευχαριστημένος!

Το παιδί καρφώνονταν στο άδειο διάφανο ποτήρι του ούζου που λειτουργούσε σα πρίσμα αναλύοντας το φως, το κοίταζε απ όλες τις μεριές, ποιος ξέρει τι σκέφτονταν μες το μυαλουδάκι του....

Ανασήκωνε λίγο τα χοντρά γυαλιά του να δει το μικρο που έπαιζε αμέριμνο, μπορούσε να κάθεται βλέποντας το παιδί εκεί όλη μέρα κι όλη νύχτα, τόσο πολύ του άρεσε! Δυο κύκνοι κολυμπούσαν κουνώντας δεξιά αριστερά τους κυρτούς τους λαιμούς, μια γραμμή άφηναν πίσω τους στην επιφάνειά του νερού όπως απομακρύνονταν, ο μικρός χαμογελούσε ευτυχισμένος, χαρούμενος όπως όλα τα παιδιά του κόσμου όταν παίζουν ...

Στην ακροποταμιά είχε ησυχία, ο μικρός έπαιζε μ ένα κλαδί, το βύθιζε στο νερό κοιτάζοντας σα μαγεμένος τους κύκλους που σχηματίζονταν, σύννεφα στον ουρανό έμοιαζαν να τρέχουν, φύλλα σκόρπια υπήρχαν στο χώμα σ όλα τα χρώματα, καφετιά, κίτρινα, κόκκινα κι άλλα εντελώς ξερά στο χρώμα του εδάφους ....

Δυο γυφτάκια ήρθαν να ζητήσουν ένα σάντουιτς κραδαίνοντας μερικά κέρματα, το ένα ζήτησε λίγο λεμόνι στο κρέας του, το άλλο μια κουταλιά τζατζίκι, ένα κορίτσι με άσπρο φόρεμα γεμάτο λουλούδια τριγυρνούσε, ένα μαργαριτάρι σα δάκρυ, σα στάλα ιδρώτα έμοιαζε να τρέχει στο στήθος του, ο αέρας φυσούσε στα κλαδιά των δέντρων, μια σουσουράδα έτρεχε ανάμεσα στους θάμνους κουνώντας την ουρά της, πήρε το παιδί να περπατήσουν λίγο, σ ένα μονοπάτι που διχάζονταν έφτασαν, άφησε το μικρό ν αποφασίσει κατά που θα πήγαιναν.

O παππούς απομάκρυνε κάτι θάμνους που έφραζαν το δρομάκι και βρέθηκε σ' ένα ξέφωτο σκεπασμένο με χορτάρι τόσο πράσινο σα να ήταν άνοιξη, βρέθηκαν μπροστά σ έναν άντρα που έκανε κάμψεις στο χώμα βαριανασαίνοντας, το παιδί κι ο γερός στάθηκαν, ο άντρας σήκωσε το κορμί του από χάμω.

Ο παππούς τον ήξερε, ήταν ο φύλακας του δάσους των κέδρων, χρόνια πολλά πριν κάποιος είχε φυτέψει εκεί ένα δάσος από κέδρους του Λιβάνου σαν αυτούς που είχε διαλέξει ο βασιλιάς Σολομώντας για να χτίσει τον ξακουστό ναό του, κανείς δεν ήξερε γιατί το είχε κάνει και πως είχαν πιάσει εκείνα τα δέντρα, πάντως το δάσος ήταν υπέροχο, οι κορμοί άμα τους σκάλιζες ανέδυαν ένα άρωμα υπέροχο, τα βαθυπράσινα κλαδιά τους έριχναν έναν ίσκιο βαρύ, το καλοκαίρι ήταν ο ιδανικός τόπος για τους οδοιπόρους, το είχαν ανακηρύξει εθνικό πάρκο εκείνο το μέρος κι ο φύλακας, ένας ξερακιανός τύπος με ρυτίδες σα μαχαιριές κοιμόταν σε μια ξύλινη καλύβα εκεί κοντά.

'' Ετοιμάζομαι να πάρω μέρος σ έναν αγώνα...'' είπε χωρίς να τον ρωτήσουν ο φύλακας'' Γι αυτό γυμνάζομαι, θ ανεβούμε εκείνο το βουνό που βλέπεις....'' συνέχισε δείχνοντας έναν βράχο χιονισμένο στο βάθος ψηλά ''... μετά πρέπει να κατηφορίσουμε μέχρι τη θάλασσα, ο αγώνας γίνεται νύχτα, λίγοι αντέχουν, η διαδρομή θα είναι φωτισμένη, θα έρθουν γιατροί ειδικοί, εθελοντές, διαιτολόγοι, η τηλεόραση, ελπίζω να τερματίσω, πέρσι τα είχα παρατήσει λίγο πριν το τέρμα, είχα σκάσει, λίγο ακόμα ήθελα, πονούσα πολύ, η καρδιά μου χτυπούσε σα τύμπανο, νόμιζα ότι δε θα ζήσω, ένα ελικόπτερο είχαν φέρει να με μαζέψει, ήμουν σα πεθαμένος, πάντως η θέα απ το ελικόπτερο ήταν απίθανη!''

Το μικρό κοίταζε αφηρημένο κατά την άσπρη κορφή που τους είπε ο φύλακας , δε καταλάβαινε πολλά αλλά του φαίνονταν κάτι πολύ μεγάλο αυτό που ήθελε να κάνει ο άντρας , θα θελε κι αυτό να σκαρφαλώσει κάποτε μέχρι εκείνη την άσπρη κορφή και να δει τον κόσμο από κει πάνω, πρέπει να ήταν πολύ ωραίο! Ο παππούς ζήτησε απ το φύλακα να του γράψει ένα τηλέφωνο, του είχε φανεί παράξενο αυτό το άθλημα που γίνονταν νύχτα κι ήθελε να μάθει πιο πολλά, ο μυώδης ξερακιανός με τις μαχαιριές στο πρόσωπο έβγαλε ένα κομμάτι χαρτί κι άρχισε να γράφει, ''Αριστερόχειρας!'' είπε από μέσα του ο παππούς....

Πέμπτη 3 Σεπτεμβρίου 2015

ΕΝΑ ΚΡΟΤΑΛΟ ΑΠΟ ΝΥΧΙ ΕΛΑΦΙΟΥ

Με το που είδε την τούρτα έτσι άσπρη με την απαλή της επίστρωση, κάτι την έπιασε, αισθάνθηκε να τρέχουν τα μάτια της, βούρκωσε, πνίγονταν, το κάτω χείλος της έτρεμε, ‘’ Δε τη θέλω , δε τη θέλω !’’ φώναζε χαμηλόφωνα ‘’ ο ζαχαροπλάστης είχε πάθει πλάκα, δε μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ''Καλά βρε κορίτσι μου, μη στεναχωριέσαι, θα σου φτιάξουμε άλλη, ότι θες, μη κλαις!'' αυτή έτρεμε ολόκληρη, ‘’ Θα ξαναπεράσω !’’ είπε κι έφυγε τρέχοντας.

Ο ζαχαροπλάστης την αγαπούσε, ήταν ερωτευμένος μαζί της, ήθελε να της δώσει ότι είχε και δεν είχε! Όποτε έρχονταν να πάρει κάνα γλυκό, κάνα ψωμί, καμιά τυρόπιτα φορώντας εκείνο το μπουφάν το κίτρινο, το φωσφοριζέ με το φερμουάρ στο πλάι κι άλλοτε όταν φορούσε μια φούστα στενή κι ένα πουκάμισο από ύφασμα σα καραβόπανο, απαλό και σκληρό μαζί με μια υφή υπέροχη, ή όποτε φορούσε εκείνες τις γόβες με το τακούνι το μικροσκοπικό που δε μπορούσες να καταλάβεις πως ισορροπούσε πάνω τους δεν άντεχε '' Τι κουκλάρα είσαι συ !'' αναστέναζε.

Τη γούσταρε πολύ, όλοι στη γειτονιά τη γούσταραν, εντάξει όχι όλοι, ήταν ονειροπόλα, της άρεσε να γυρνά με το αστικό στη πόλη ψάχνοντας εκείνη τη διαφημιστική αφίσα με τον γαλανομάτη που είχαν κρεμάσει σ ένα κτήριο, όλο περνούσε απ το ίδιο σημείο ξανά και ξανά μόνο για να βλέπει έναν άντρα με μάτια σ ένα χρώμα που δε το πετυχαίνεις, που δεν υπάρχει, όχι εκείνο το ξέθωρο, το γαλαζωπό, το ξεπλυμένο που δε το πήγαινε με τίποτα, αλλά ένα άλλο, ένα βαθύ πολύ που ταίριαζε φοβερά με τα μαύρα μαλλιά του...

Δεν ήταν εύκολη γκόμενα, έπρεπε να έχεις υπομονή απέραντη μαζί της, να τη διαβάσεις σωστά, να καταλάβεις τι έλεγε, τι εννοούσε, τι ήθελε κάθε φορά, να είσαι πάντα σ επιφυλακή, σ ετοιμότητα, να τη πείθεις κάθε φορά ότι τη θες πραγματικά,δε χάριζε κάστανα, άμα δε σ άρεσε χαιρετίσματα, όταν δε γούσταρε κάποιον τον διέγραφε με τη μία και πήγαινε παρακάτω, δεν είχε καμιά όρεξη ν' αλλάξει για πάρτη σου, έπρεπε εσύ να κόψεις το κεφάλι σου και να προσαρμοστείς πάνω της αλλιώς σε σούταρε , ήταν επικίνδυνη, δε μπορούσες να παίζεις μαζί της, δε προσφέρονταν για καρδιακούς, έμοιαζε με χειροβομβίδα που μπορούσε να σκάσει στα χέρια σου ανά πάσα στιγμή!

Είχε ένα βλέμμα που σ έκοβε με τη μία, έχοντας δουλέψει χρόνια σε χρυσοχοείο ήξερε τη πιάτσα και τον καθένα που κυκλοφορούσε, της άρεσε η δουλειά πολύ, όλη η διαδικασία, να παίρνεις τις χρυσές λίρες να τις λιώνεις στο χυτήριο, να παίρνεις τον χρυσό κι έπειτα να φτιάχνεις κοσμήματα σφυρηλατώντας το κίτρινο μέταλλο, με τα χρόνια είχε αποκτήσει κι αυτή μερικά χρυσά κομμάτια καλά, ένα απ αυτά το φορούσε πάντοτε ήταν ένα κρόταλο από νύχι ελαφιού επενδυμένο με χρυσά κι ασημένια ελάσματα, της το χε χε φέρει κάποιος ξένος και το φορούσε πάντα λέγανε ότι δεν το βγαζε ποτέ κι ασκούσε μια γοητεία στους άντρες....

Ήταν λίγο απόμακρη, λίγο κλειστή, δεν ανοίγονταν εύκολα, δε μπορούσε να την κουμαντάρει ο πάσα ένας, δε θα παραδίνονταν έτσι εύκολα στο πρώτο τυχόντα όσο κι αν τον χρειάζονταν, και τον χρειάζονταν πίστεψε με όμως δεν ήταν δα τόσο βλαμμένη! Έπρεπε να χεις νεύρα γερά, να τη μαζεύεις κάθε φορά που ξαμολιούνταν, το ένιωθε κι αυτή ότι χρειαζόταν κάποιον να της κρατά το χαλινάρι, κάποιον που να την περιορίζει δίχως να τη καταπιέζει, να το κάνει με τρόπο που να δείχνει σεβασμό στη θηλυκότητα της αν με καταλαβαίνεις! Δεν έπρεπε να τη φοβηθείς, μερικοί που βγήκαν μαζί της είχαν κομπλάρει, ένας απ αυτούς φοβόταν να καθίσει δίπλα της έτσι που την είχε δει εντυπωσιακή, αεράτη, άνετη μ ένα φόρεμα βραδινό, ο τύπος τα είχε παίξει, ένιωθε δέος, καθόταν όλο το βράδυ από μακριά και τη χάζευε...

Καθώς έμπαινε το φθινόπωρο η ζέστη συνέχιζε αποπνικτική, ευτυχώς οι νύχτα έπεφτε όλο και νωρίτερα, τα βράδια ο ήλιος που έδυε έβαφε κοκκινωπές τις στέγες των πολυκατοικιών, στα γυράδικα έκοβαν φέτες κρέατος με μεγάλα μαχαίρια κοφτερά. Αυτή ήταν εντάξει όμως πάντα όταν όλα σου πάνε καλά φοβάσαι ότι το πράγμα θα γυρίσει ανάποδα, είναι κανόνας, πρέπει να φυλάγεσαι, έτσι σκέφτονταν πηγαίνοντας στα γενέθλια ενός φίλου, ήθελε να του κάνει έκπληξη, να του φέρει μια τούρτα υπέροχη, να τον αιφνιδιάσει.

Πήγε στο σπίτι έβαλε ένα ποτηράκι βότκα και κάθισε στο καναπέ, όπως ηρεμούσε τη ήρθε σιγά σιγά η εικόνα μιας άσπρης πιατέλας με κόλλυβα απ το μνημόσυνο του θείου της, αυτό ήταν λοιπόν, έτσι εξηγούνταν, με το που αντίκρισε τη τούρτα άνοιξε το καπάκι, της ήρθαν στο νου τα κλάματα των γυναικών, η φωτογραφία που είχαν βάλει πάνω απ το κεφάλι του θείου της, η μάνα της που έδειχνε γερασμένη ξαφνικά , το καλοκαίρι, η ζέστη, το μπαλκόνι όπου είχαν μαζευτεί κάτι γριές μαυροφορεμένες...

Τα θυμήθηκε όλα, το θείο της τον Αρχιμήδη, ένα παλικάρι που όλοι το αγαπούσαν, εντάξει όχι όλοι, καλοντυμένος πάντα με τα κοστούμια και τα πουκάμισα του, νευρικός, ζωηρός ανήσυχος λίγο παλαβός, λίγο τρελός, όλο σε φασαρίες έμπλεκε. Δε καταλάβαινε τίποτα, μια φορά είχε πλακώσει κάποιον σωματέμπορα που είχε ανοίξει ένα μαγαζί με μπιλιάρδα στη γειτονιά, μια φορά πάλι είχε σακατέψει έναν τάταρο που απειλούσε μια κοπέλα, καλά είχε πάθει αμόκ , δε μπορούσε να το χωνέψει πως όλοι κάθονταν και κοίταζαν εκείνο το ζώο που απειλούσε το κορίτσι στριμώχνοντας το σε μια γωνιά, του είχε ανέβει το αίμα στο κεφάλι ''Σταμάτα ρε μ... μη σου σπάσω το χοντροκέφαλο!'' του είπε κι ο άλλος ψάρωσε, κόλλησε, κώλωσε, ήταν τόσο σαλταρισμένος ο Αρχιμήδης, τι όνομα κι αυτό, τόσο τρελαμένος που ο τάταρος σκιάχτηκε!

Είχε κι ωραία γυναίκα ο Αρχιμήδης, μια κουκλάρα πόντια που άφησε το σχολειό στα δεκάξι της και τον βοηθούσε να χτίσουν το σπίτι τους κουβαλώντας τσιμεντόλιθους δίχως να γκρινιάζει ούτε μια στιγμή, τέσσερα παιδιά του κανε που έμειναν ορφανά, δε ξαναπαντρεύτηκε, τα μικρά τα ανέλαβε η πεθερά που λάτρευε τη νύφη της, κάθε πρωί σηκώνονταν πρώτη να της φτιάξει πρωινό με αυγόφετες που άρεσαν στο κορίτσι, δεν ήθελε να κουράζεται το παιδί, όλες τις δουλειές του σπιτιού έκανε η γριά, το μέρος έλαμπε, μιλάμε τέτοια νοικοκυρά δεν υπήρχε, η πεθερά μεγάλωσε και τα μικρά που γίνονταν όλο και πιο όμορφα...

Ένα βυτιοφόρο είχε ο Αρχιμήδης μαζί με κάτι άλλα παιδιά και πότιζαν μ αυτό χωράφια ξερικά σ ένα κάμπο πιο στεγνό κι απ την έρημο Ατακάμα, τι κάψα είχαν φάει ρε φίλε, τι ιδρώτα είχαν ρίξει, μια φορά πήγαν το βυτίο για συντήρηση, θέλησαν ν αλείψουν με πίσσα το εσωτερικό του κι άναψαν τη λάμπα μέσα κοίλωμα, ξαφνικά όλο το μέρος πήρε φωτιά, έγινε κόλαση κανείς δεν τους είχε πει πως όταν ανάβεις φως σε κλειστό χώρο με αναθυμιάσεις πετρελαίου υπάρχει κίνδυνος ανάφλεξης ακαριαίας, όλο το βυτίο πήρε φωτιά σα λαμπάδα, πορτοκαλιές φλόγες ανέβαιναν, ο Αρχιμήδης που ήταν απ έξω ρίχτηκε μες τις φλόγες κι έβγαλε έξω τους δυο κακομοίρηδες που ήταν εγκλωβισμένοι και ούρλιαζαν, τους έσυρε όπως- όπως και μετά έπρεπε να τρέξει δυο χιλιόμετρα μέχρι το κέντρο υγείας να φωνάξει βοήθεια, όταν να έφτασε εκεί συνειδητοποίησε ότι αυτός ήταν σε χειρότερη κατάσταση, όλο το σώμα του ήταν γεμάτο εγκαύματα, είχε καεί σα λουκάνικο, μπορούσε να νιώσει και τη μυρουδιά του ψημένου κρέατος, τον έστειλαν άρον άρον στο νοσοκομείο, δυο μέρες χαροπάλευε, μετά τέλος...

Οι άλλοι δυο επέζησαν, άλλος με κομμένα δάχτυλα, άλλος με στίγματα που δε φεύγουν ποτέ, πάντως επέζησαν, αυτός όχι....

Στη κηδεία του έγινε χαμός, μαζεύτηκε κόσμος απ' όλα τα διπλανά χωριά, όλοι ήξεραν τον Αρχιμήδη και την οικογένεια του, μες τον ορυμαγδό, το κλάμα και τη βαριά ατμόσφαιρα ένα κοριτσάκι παρακολουθούσε περίεργο όλα αυτά. Όλα φαίνονταν περίεργα στο κοριτσάκι, του έκαναν τρομερή εντύπωση τα κεριά, οι παπάδες, οι τύποι με τα μαύρα σακάκια που κάπνιζαν και μιλούσαν σιγανά, η οχλοβοή μες τον καύσωνα του καλοκαιριού, ήταν σα ταινία, σα θέατρο, είχε πάει μέχρι τα νεκροταφεία, κανείς δεν ασχολούνταν μαζί του, ήτα σα να μην υπήρχε. Τις επόμενες μέρες όλα αυτά γυρνούσαν συνέχεια μες το μυαλουδάκι όπου και να πήγαινε, τον αγαπούσε το θείο, ήταν μικρή αυτή αλλά καταλάβαινε ότι ήταν κάτι ασυνήθιστο εκείνος ο άνθρωπος, είχε κάτι διαφορετικό απ τους αλλού, ήταν πιο δυνατός, πιο καλός, πιο όμορφος, πιο τρελός,πιο παθιασμένος σ ότι έκανε κι ήταν και γλυκός έτσι που έρχονταν επιβλητικός κι αγέρωχος κάθε φορά να της δώσει καμιά σοκολάτα με τρούφα καφετιά γύρω γύρω και να τη φιλήσει.

Τον αγαπούσε, όποτε έρχονταν στο σπίτι της έτρεχε να τον αγκαλιάσει, αγαπούσε και τη γυναίκα του κι εκείνα τα μικρά που είχαν γεννήσει, δεν ξεκολλούσε από κοντά τους . Κι ύστερα πήγε και πέθανε, τέλειωσε, έσβησε, τον έχωσαν σ εκείνο το κοφίνι και δε κουνιόταν, καταλαβαίνεις; Ήταν μες τα νεύρα, όλα μαύρα της φαίνονταν γύρω, όλα καταθλιπτικά σα να είχε πέσει ο ουρανός και τα αστέρια κι ο ήλιος κι όλο το καταπέτασμα και να τη πλάκωσε! Γιατί να της το κάνει αυτό, δεν ήταν δίκαιο ποιος το είχε επιτρέψει, γιατί να πεθάνει αυτός και να ζήσουν οι άλλοι, μα πόσο ηλίθιος ήταν να μη το σκεφτεί, να μπει μες τη κόλαση και να βγάλει τους άλλους!

Τη Κυριακή που ακολούθησε τη κηδεία η μάνα της την έστειλε στο διπλανό μεγάλο χωριό να πάρει τη πιατέλα με τα κόλλυβα, καλά η μάνα της ήταν λίγο τρελή, το εμπιστεύονταν εντελώς αυτό μια σταλιά κοριτσάκι, πήγε όπως της είπε η μαμά και πήρε τη πιατέλα την άσπρη, τη στολισμένη με ρύζια με την ασημένια επικάλυψη, κι όλους εκείνους τους σταυρούς και τα παράξενα σχέδια, το μυαλό της της ήταν τόσο μπερδεμένο σα να είχε μπει στο μπλέντερ, σ όλη τη διαδρομή χάζευε μια έξω τα δέντρα και τα χωράφια, μια το απαλό στρώμα της πιατέλας που σκέπαζε το στάρι το ανακατεμένο με τις σταφίδες, τα καρύδια, την κανέλα, την άχνη ....

Πέρασαν χρόνια, το κοριτσάκι μεγάλωσε, τα ξέχασε όλα, έγινε γυναίκα, έφτιαξε ένα σώμα σφιχτό και δεμένο σα της γαζέλας, όλο μύες και νεύρο! Είχε μια επιδερμίδα απαλή, τρυφερή, άσπρη το χειμώνα, ηλιοκαμένη το καλοκαίρι, όλοι την αγαπούσαν, εντάξει είπαμε όχι όλοι, μερικοί δεν τη χώνευαν, τη θεωρούσαν μεγάλη ψωνάρα, ο ζαχαροπλάστης όμως πέθαινε!

Κι ύστερα ήρθε εκείνη η τούρτα να την αναστατώσει, να τη χαλάσει, είχε γίνει άνω κάτω, πήρε ένα αστικό να κάνει μια βόλτα, αμάξια διπλοπαρκαρισμένα μπλόκαραν τους δρόμους, ένας γέρος προσπαθούσε ν ανοίξει μια πόρτα σιδερόφραχτη σ ένα κτίριο μεταλλικό, δυο ροντβάιλερ καθισμένα στη πίσω μεριά ενός αυτοκινήτου έβγαζαν έξω απ το παράθυρο τις γλώσσες τους να δροσιστούν, δεν είχε κοιμηθεί καλά τη νύχτα κι αυτός που ήταν μαζί της κάποια στιγμή κοιμόταν τόσο ήσυχα που νόμιζε ότι ήταν πεθαμένος, τον άγγιξε απαλά, τον ξύπνησε κι αυτός της χάιδευε το πρόσωπο γύρω γύρω ώρα πολύ. ...

Έμοιαζε καλός αυτός ο τελευταίος ''Ίσως γίνει κάτι αυτή τη φορά!'' είπε από μέσα της, όπως σήκωσε το κεφάλι είδε μπροστά της εκείνη τη αφίσα με τον γαλανομάτη, στάθηκε μια στιγμή να το χαζέψει εκείνο το θέαμα που την ηρεμούσε πάντοτε, τα μαλλιά του είχαν το το βαθύ μαύρο χρώμα των φτερών του κόρακα, τα μάτια του ήταν τόσο γαλάζια σα να είχαν αδειάσει εκεί μέσα όλες οι θάλασσες, όλοι οι ωκεανοί, όλα τ αρμυρά νερά της υφηλίου, δεν υπήρχε τέτοια απόχρωση, κάτι είχαν κάνει, θα πρέπει να φορούσε φακούς ο άντρας εκείνος, δεν εξηγούταν αλλιώς, ένιωσε καλύτερα, χαλάρωσε, ασυναίσθητα έσυρε τα δάχτυλα στο λαιμό χαϊδεύοντας εκείνο το παράξενο κρόταλο...


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...