Τρίτη 28 Ιανουαρίου 2020

ΠΗΓΕΣ ΡΑΔΙΟΥΧΕΣ

Στις εστίες υπήρχαν λουτρά με άφθονο νερό, πρώτη φορά έβλεπε τόσο πολύ νερό ζεστό, στο χωριό του λούζονταν μια φορά το μήνα σε μια λεκάνη δίπλα στη σόμπα οπότε τα λουτρά ήταν μια ανακάλυψη, μπορούσε να κάθεται κάτω απ’ το νερό για ώρα πολύ μέχρι να χαλαρώσει, να βαρεθεί, ήταν ότι καλύτερο υπήρχε. Μια φορά μόνο είχε δει λουτρά σε κάτι πηγές ραδιούχες όπου είχαν πάει με τη γιαγιά του που υπέφερε από πόνους στις αρθρώσεις του είχε μείνει στο μυαλό εκείνη η εικόνα με τους ατμούς και τη ζέστη που έβγαινε από το χώμα είχε ακούσει τότε ότι το νερά εκεί πέρα ήταν αλκαλικά και περιείχαν ραδόνιο, θείο, ιώδιο, χλωριούχο νάτριο ούτε ήξερε τι σήμαιναν εκείνες οι λέξεις αλλά του άρεσαν. Όταν σχολούσε από τη δουλειά, στο ξυλουργείο, γεμάτος ροκανίδια, δεν έβλεπε την ώρα για το μπάνιο, εκεί κατά το απόγευμα όταν άναβαν οι καυστήρες κι όλα τα παιδιά έπαιρναν τα μπουρνούζια τους και πήγαιναν να λουστούν, το πιο ωραίο ήταν τα κορίτσια με τα μαλλιά τυλιγμένα που κουβαλούσαν τα μπουκαλάκια με τα σαμπουάν, τα δωμάτια ήταν μεικτά και κανονικά θα έπρεπε να φοβούνται όμως ακόμα τότε υπήρχε ασφάλεια, δεν είχε ακουστεί ποτέ κάτι κακό και τα κορίτσια ένιωθαν πολύ άνετα. Ερχόταν εκεί με τις πετσετούλες και τα μπουρνουζάκια τους κι αυτός έριχνε καμιά ματιά την ώρα που έβγαιναν από το μπάνιο, η πιο ωραία ήταν μια ξανθιά, ψηλή που όλοι τη χάζευαν, έμενε σ’ ένα δωμάτιο στην άκρη του διαδρόμου, το δικό του ήταν μερικές πόρτες πιο πέρα, καμιά φορά του έλεγε κανένα γεια αλλά γενικά δεν του έδινε πολλή σημασία, όλοι έλεγαν ότι τα είχε με κάποιον γυμναστή όμως δεν τα πήγαινα καλά, μάλιστα τους είχαν ακούσει να καυγαδίζουν άσχημα, είχαν ξεσηκώσει το τόπο.

Το κτίριο των εστιών ήταν ένα κατασκεύασμα άθλιο σαν αυτά που βλέπεις στις κομουνιστικές χώρες, φτιαγμένο από τσιμέντο, εκτεθειμένο στον αέρα που έρχονταν από τη θάλασσα και το μαστίγωνε, μερικούς χειμώνες το κρύο ήταν αφόρητο ειδικά την περίοδο που τα πανεπιστήμια έκλειναν και τα καλοριφέρ δεν άναβαν ποτέ. Τέτοιες μέρες χρησιμοποιούσε ένα ηλεκτρικό σώμα με χαλασμένο καλώδιο που από θαύμα δεν τον είχε κάψει ποτέ και με κείνο προσπαθούσε να ζεσταθεί, αν κατανάλωνες πάνω από ένα όριο το ρεύμα σου κόβονταν οπότε πρόσεχε να μη το βάζει δυνατά όμως όπως ήταν μαθημένος δεν του φαίνονταν κάτι τρομερό, στα μέρη του όλη την ώρα ήταν εκτεθειμένοι στον αέρα και στο κρύο, λίγη ζέστη υπήρχε στο σπίτι και μετά πάλι έπρεπε να βγεις έξω για τις δουλειές. Γενικά δεν τον πείραζε το κρύο, έβλεπε το κόσμο να παραπονιέται όλη την ώρα, στις λαϊκές όλοι γκρίνιαζαν πίσω από τους πάγκους, οι γυναίκες φορούσαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, άλλοι άναβαν αυτοσχέδιες σόμπες μέσα σε τενεκέδες, αυτοί που δεν είχαν πρόβλημα ήταν οι ρωσοπόντιοι που είχαν μάθει σε κάτι θερμοκρασίες φοβερές, οι γριές που θα είχαν φάει το ψύχος με το κουτάλι καθόταν εκεί κοντά στις στάσεις και περίμεναν κανέναν τύπο από τα μέρη τους να του πουλήσουν κάτι χόρτα και κάτι άλλα αλλαντικά και παστά που τρώγανε εκεί πάνω στις χώρες απ’ όπου ήρθανε. Κι εκείνος είχε μεγαλώσει μες τις παγωνιές, στα χωράφια και στα κοπάδια οπότε δε νοιάζονταν, βέβαια κάποια στιγμή εκεί κατά τον Φλεβάρη- Μάρτη άρχιζε να σου τη δίνει, άρχιζες να νοσταλγείς το καλοκαιράκι και την λιακάδα όμως κι εκείνο ήταν καλό γιατί σου δημιουργούσε την επιθυμία για ζέστη που την είχες σιχαθεί τον Ιούλιο και τον Αύγουστο, γίνονταν ένας κύκλος μέσα στο χρόνο, όλα είχαν τη σειρά τους…

Όποτε έβγαινε ο ήλιος έβγαινε να μαζέψει λίγη ζέστη βλέποντας τα παιδιά της πόλης να κάθονται σα βλαμμένα στη σκιάν όμως στην πόλη είσαι όλη την ώρα σε κλειστούς χώρους, σπίτια, λεωφορεία, υπηρεσίες, μαγαζιά, είσαι προστατευμένος. Όλα εκείνα τα τσιμεντένια κτίρια έφτιαχναν ένα τεχνητό περιβάλλον όμως αυτός ένιωθε πάντα καλά στη φύση, όταν έβλεπε την πάχνη απλωμένη το πρωί πάνω στα χορτάρια, την ομίχλη που σκέπαζε τα δέντρα, τις φωτιές που βάζανε στα τεράστια λάστιχα των τρακτέρ και γέμιζε ο τόπος μαύρο καπνό, τότε κανείς δεν ασχολούνταν με την ρύπανση, τις άλλες φωτιές που άναβαν με κάτι ξερούς θάμνους, τεράστιους, είχε φάει παγωνιά κι αέρα που γέμιζε με χώμα τα μάτια σου, είχε μάθει να παρακολουθεί τον ήλιο που κοκκίνιζε την παγωμένη ατμόσφαιρα όπως έπεφτε πίσω από τα βουνά, το κρύο της πόλης ήταν παιχνίδι. Όταν είχε πάει στο στρατό, προτού περάσει στο πανεπιστήμιο, του έκαναν εντύπωση οι καλομαθημένοι αθηναίοι που όλη την ώρα γκρίνιαζαν σα γυναικούλες, μα τι άχρηστοι, ‘’Σιγά ρε παιδιά, πως κάνετε έτσι;’’ τους είχε πει, εκείνοι πάλι τον κοίταζαν σα να ήταν κάτι παράξενο, καλά οι αθηναίοι ήταν πολύ ξενέρωτοι, σιγά το χειμώνα που έκανε εκεί πέρα, με μια κουβέρτα μπορούσες να βγάλεις όλο το διάστημα, καμιά σχέση με τα βόρεια.

Ο χειμώνας στη πόλη ήταν αλλιώτικος όμως όταν λειτουργούσαν τα μπάνια στις εστίες ρε φίλε ήταν το κάτι άλλο, αυτό δεν θα το ξεχνούσε ποτέ του, ήταν η μεγαλύτερη ανακάλυψη που είχε κάνει στην πόλη, δε φαντάζονταν ότι υπήρχε τέτοιο πράγμα. Όλα τότε βέβαια, όταν είχε πρωτοέρθει στη πόλη, του φαίνονταν περίεργα, τα μαγαζιά, οι τράπεζες, τα κτίρια, οι τύποι με τα κουστούμια, οι γυναίκες προπαντός με τα τακούνια και τα κραγιόν. Τα λουτρά πάντως ήταν η πιο μεγάλη ανακάλυψη, όταν σταμάτησε από τη δουλειά επειδή έπρεπε να διαβάζει για να τελειώσει τη σχολή, σηκωνόταν πολύ πρωί, κατά τις έξι και κατευθείαν από το κρεβάτι πήγαινε να λουστεί, να μπει κάτω απ’ το καυτό νερό, στο διάδρομο, ώσπου να φτάσεις στα λουτρά, πάγωνες για μερικά λεπτά όμως μετά ήταν πολύ ωραία, χαλάρωνες κι ένιωθες καθαρός, φρέσκος, μπορούσες να ξεκινήσεις τη μέρα σου. Α, το μπάνιο ήταν ότι καλύτερο, μόνο μια φορά την είχε πατήσει καθώς είχε βγει φρεσκολουσμένος και τον είχε χτυπήσει ένα ρεύμα βορινό που ερχόταν μέσα από έναν δρόμο μεγάλο, είχε αρρωστήσει άσχημα και για μέρες παιδεύονταν στο κρεβάτι του, δε μπορούσε να ζεσταθεί με τίποτα, το βράδυ κρύωνε τόσο που σηκώθηκε κι έριξε πάνω του ένα χαλί, τότε μόνο ηρέμησε και μπόρεσε να κοιμηθεί, το ρίγος που τον έκανε να τρέμει ολόκληρο σταμάτησε, από τότε πρόσεχε και στέγνωνε καλά ή φορούσε ένα σκούφο στο κεφάλι προτού βγει έξω.

Ένα βράδυ κοντά στα μεσάνυχτα, άκουσε ένα χτύπημα στη πόρτα και σηκώθηκε, τράβηξε το μικρό μεταλλικό μάνταλο, αυτή ήταν όλη η προστασία που είχανε, και ρώτησε ‘’Ποιος είναι;’’- ‘’ Εγώ!’’, ακούστηκε μια φωνή και κατάλαβε αμέσως , ήταν η ξανθιά από την άκρη του διαδρόμου, τι διάβολο ήθελε τέτοια ώρα, άνοιξε την πόρτα κι εκείνη του είπε ‘’Ξέρεις φοβάμαι λίγο να κοιμηθώ μόνη μου, σε πειράζει να έρθεις; στο δωμάτιο μου, θα σου στρώσω στο πάτωμα, θα είσαι μια χαρά !’’ Τώρα αυτή ήταν μια πρόταση άστα να πάνε, πως μπορούσε να πει όχι, ‘’Εντάξει’’ είπε χωρίς να το σκεφτεί κι ούτε που ρώτησε λεπτομέρειες, εκείνη πάλι ήταν σίγουρη για το αποτέλεσμα, το θεωρούσε αυτονόητο, τον έφερε στο δωμάτιο της που ήταν πολύ μικρό αλλά το είχε ταχτοποιημένο μια χαρά, ‘’Θα σου στρώσω ένα σλίπινγκ μπαγκ, θα κοιμηθείς, μια χαρά!’’ του είπε, αυτός απλώθηκε στο πάτωμα ίσα - ίσα χωρούσε στο στενό μέρος, εκείνη πάλι έφτιαξε τα σεντονάκια της, του έδωσε το κοντρόλ της τηλεόρασης και μπήκε κάτω από τις μαλακές κουβέρτες, σε λίγο κοιμόταν αμέριμνη .

Δε μπορούσε να κλείσει τα μάτια του με τίποτα νιώθοντας την δίπλα του, έπειτα ήταν η πρώτη φορά που κοιμόταν σε σλίπινγκ μπαγκ κι ήταν εντελώς άβολο, ευτυχώς την άλλη μέρα δε θα πήγαινε στη δουλειά οπότε δεν είχε θέμα. Όλη νύχτα παιδεύονταν βλέποντας ένα ντοκιμαντέρ μ’ ένα καράβι να βολοδέρνει ανάμεσα σε κάτι κύματα τεράστια που χτυπούσαν πάνω στα τζάμια και τις λαμαρίνες, αφροί κάλυπταν τα πάντα, αναρωτιόταν πως θα ήταν μέσα σ’ ένα τέτοιο καράβι στη μέση του πουθενά με τα στοιχεία της φύσης όλα εναντίον σου σα να ήθελαν να σε καταπιούν, να σε σβήσουν, καλά εκείνοι ναυτικοί ήταν εντελώς παλαβοί που ταξίδευαν με τέτοιον καιρό. Κάποια στιγμή που είχε αποκοιμηθεί επιτέλους άκουσε έναν ήχο περίεργο από την πόρτα σαν κάποιος να ψαχούλευε το πόμολο, η κοπέλα κοιμόταν στον κόσμο της, έκλεισε την τηλεόραση και σηκώθηκε αθόρυβα να δει τι γίνεται.

Όπως πλησίαζε προς τη πόρτα οι ήχοι έπαψαν σαν κάποιος να καταλάβαινε ότι είχε σηκωθεί, περίμενε λίγο κι έπειτα έσυρε το μάνταλο κι άνοιξε πολύ μαλακά, κοίταξε στο διάδρομο, δε φαίνονταν τίποτα, έριξε μια μάτια στην κοπέλα όμως εκείνη ροχάλιζε ελαφρά, ήθελε να δει αν υπήρχε κάποιος εκεί έξω και προχώρησε μέχρι το σημείο που οδηγούσε στα λουτρά του ορόφου. Θα μπορούσε να καλέσει τον νυκτοφύλακα, έναν μελαχρινό με μουστάκι που τώρα θα κοιμόταν στην καρέκλα του αλλά δεν ένιωθε ότι χρειαζόταν,


στα λουτρά δεν υπήρχε τίποτα μονάχα υδρατμοί σαν κάποιος να είχε λουστεί πριν από λίγο και είχε αφήσει ανοιχτή μια βρύση, δοκίμασε να κλείσει την κάνουλα και τότε κάποιος τον άρπαξε απ’ το λαιμό με δύναμη, προσπάθησε να φωνάξει αλλά η φωνή του μπλοκάρονταν από το χέρι που τον έσφιγγε, πάλεψε για λίγο όμως είχε αρχίσει να ζαλίζεται από το σφίξιμο στο λαιμό όταν ο άλλος ξαφνικά τον άφησε για κάποιο λόγο, γύρισε και είδε τον νυχτοφύλακα που είχε βρεθεί απ’ το πουθενά εκεί πέρα να παλεύει με τον τύπο, δε μπορούσε να θυμηθεί που τον ήξερε αλλά ήταν σίγουρος ότι ήταν γνωστός του, ο νυχτοφύλακας ζορίζονταν να τον κάνει κουμάντο κι όρμησε κι αυτός να πιάσει τον άγνωστο, εκείνος τότε άρχισε να τρέχει, άνοιξε ένα παράθυρο κι από κει πήδηξε στον ακάλυπτο χώρο, έγειρε στο παράθυρο μαζί με το νυχτοφύλακα και τον είδαν να σηκώνεται και να τρέχει κατά την έξοδο, ‘’Τον άτιμο, πως πήδηξε έτσι σαν αίλουρος!’’ φώναξε ο νυχτοφύλακας.

Όλο αυτό δεν πρέπει να είχε κρατήσει πάνω από δυο τρία λεπτά, όση ώρα πάλευαν οι ατμοί αντί να μειωθούν είχαν γεμίσει το μέρος σα να έβγαιναν από κάπου βαθιά μέσα από τη γη, του θύμιζε το μέρος με τις πηγές τις ραδιούχες όπου πήγαινε κάποτε με τη γιαγιά του ‘’Πρέπει να υπάρχει κάποια διαρροή’’ είπε ο νυχτοφύλακας,’’ Θα μιλήσω με την διευθύντρια γι αυτόν το βλάκα, ξέρω ποιος είναι, τόχει ξανακάνει, πηγαίνει στα δωμάτια των κοριτσιών και προσπάθεια να μπει μέσα θα έρθεις και συ να πεις τι έγινε!’’ συμπλήρωσε κι έφυγε τινάζοντας το χέρι του που είχε πιαστεί από την πάλη. Αυτός γύρισε στο δωμάτιο, η κοπέλα ήταν όπως την είχε αφήσει, δεν είχε πάρει χαμπάρι τίποτα, τη σκέπασε, τύλιξε το σλίπινγκ μπακ σε μια γωνιά και καθώς ξημέρωνε πια τράβηξε για το διαμέρισμα του, στο διάδρομο οι υδρατμοί όλο και απλώνονταν σα να ήθελαν να πλημμυρίσουν τον τόπο .


,

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...