Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

JET OIL

 

Στη μεγάλη φωτιά της  Jet Oil  τότε που είχε απειληθεί  όλη η πόλη,  δεν είχε κοιμηθεί  δέκα μέρες,  ήταν καινούριος εκεί πέρα, δούλευε  στην πυρασφάλεια και καθώς είχε σημάνει συναγερμός είχαν πέσει με τα μούτρα να σώσουν ότι μπορούσαν, κάτι βλαμμένοι ηλεκτροσυγκολλητές έφταιγαν που επισκεύαζαν μια βλάβη   και μπουμπούνισαν όλο το μέρος  άντε να το σβήσεις έπειτα,  όλος ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρο καπνό, οι φλόγες έφταναν στα ουράνια σα να υπήρχε εκεί ένας γίγαντας που σήκωνε το πελώριο ανάστημα το ,  δέος σ’  έπιανε άμα  έβλεπες από κοντά το θέαμα έλεγες ότι ήταν το τέλος του κόσμου.  Κάποιοι φώναζαν  ότι έπρεπε να εκκενωθεί η πόλη, δίπλα στα πετρέλαια υπήρχε μια αποθήκη με εύφλεκτα υλικά κι άμα ανατινάζονταν θα γινόταν ανάστα ο κύριος , ευτυχώς  δεν είχε απλωθεί η πυρκαγιά  ο κόσμος όμως είχε τρομάξει πολύ,  κοιμόταν στα πάρκα, φοβόταν να μείνει κλεισμένος στα σπίτια του. Είχαν έρθει τότε να τους βοηθήσουν και κάτι  γιουγκοσλαβικά πυροσβεστικά, από τότε τους είχε συμπαθήσει τους γιουγκοσλάβους  καθώς τους είχαν ενισχύσει πολύ, αν δεν ήταν εκείνοι δε θα μπορούσαν να κουμαντάρουν τις πελώριες φλόγες, εκείνοι την είχαν περιορίσει κι ύστερα έπιασε μια βροχή που δεν είχε ξαναδεί κανείς σα να άνοιξε μια στήλη πάνω απ’  τον ουρανό κι άδειασε το καταπέτασμα,  ήταν σαν είχε δώσει εντολή κάποιος από πάνω ψηλά ν’  άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού για να σβήσουν το κακό, ο κόσμος σταυροκοπιούνταν, οι γριές λέγανε ότι ήταν θαύμα.  

Όποτε έβλεπε Σέρβους θυμόταν τη φωτιά στη Jet Oil, τους θυμόταν όπως πήγαιναν  να  ξεκουραστούν  στα αποδυτήρια του διυλιστηρίου μαυρισμένοι από το ντουμάνι, καθόταν εκεί πέρα και κοίταζαν τα ψυγεία  που ήταν γεμάτα σάντουιτς και χυμούς, τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  ήταν ένα δείγμα απίστευτης αφθονία για τους φτωχούς κατοίκους της κομουνιστικής χώρας που τα έπαιρναν  όλα με το δελτίο. Τώρα πια είχαν διαλύσει το κράτος τους,  έρχονταν στο μέρος όπου παραθέριζε  μαζί με τις ψηλές γυναίκες τους κι έλιαζαν  τ άσπρα σώματα τους. Καμιά φορά τους έλεγε καμιά κουβέντα δικιά  τους που είχε μάθει από τον καιρό της πυρκαγιάς  κι ύστερα  πήγαινε μαζί με το φίλο του για ψάρι, κι  εκείνον τον είχε γνωρίσει στη Jet Oil,   ήταν καινούριος τότε κι είχε σοκαριστεί με τη φωτιά,  ο φίλος του που ήταν πιο παλιός   τον είχε στηρίξει πολύ.

 Ήταν μια περίοδος  ζόρικη,  με το που έσβησαν τις φλόγες ησύχασαν  μια μέρα όμως που πήγαν να φάνε στα αποδυτήρια βρήκαν  έναν  φάκελο  σφραγισμένο, κανείς δεν ήξερε από που είχε εμφανιστεί  κι όλοι φοβόντουσαν να τον ανοίξουν, τελικά κάποιος τον έσκισε μ έναν σουγιά και μέσα βρήκαν ένα σημείωμα γραμμένο σε γραφομηχανή από κείνες τις παλιές, το σημείωμα ήταν γεμάτο ορθογραφικά λάθη, ο τύπος που  το είχε γράψει πρέπει να ήταν  πολύ στούρνος όμως μόλις το διάβασαν όλους τους έπιασε πανικός,  έλεγε περίπου ότι ήξερε τι είχε συμβεί,  ποιος ήταν υπεύθυνος,  τι ζημιά είχε γίνει κι ότι οι υπεύθυνοι για το κακό  θα πλήρωναν,  αυτό το τόνιζε με κεφαλαία γράμματα.  Φώναξαν το σωματείο,  τη διοίκηση του εργοστασίου, τους διευθυντές,  όλοι απορούσαν ποιος είχε τολμήσει να γράψει κάτι τέτοιο ώσπου  σε μια νυχτερινή βάρδια εμφανίστηκε κάποιος της πυρασφάλειας και είπε ότι ήξερε ποιος το είχε γράψει και θα τον κανόνιζε, η δουλειά έλεγε είχε γίνει από μέσα,  το πρωί μόλις σχόλασαν πήρε το αμάξι του και πήγε να κανονίσει τον άλλον που απειλούσε όμως στο δρόμο είχε χάσει τον έλεγχο του αμαξιού κι είχε καρφωθεί σ’ ένα δέντρο,  είπαν αργότερα ότι ήταν μεθυσμένος αλλά σίγουρα έφταιγε και το κλίμα που επικρατούσε και  τους έκανε όλους νευρικούς, ήταν μια περίοδος πολύ περίεργη,  το χειρότερο ήταν ότι ο άλλος που τράκαρε δεν τους είχε πει ποτέ ποιος ήταν αυτός που υποψιάζονταν έτσι όλοι είχαν μείνει με την απορία …

 ‘’Εγώ ξέρω ποιος είχε γράψει εκείνο το γράμμα !’’ είπε έτσι στο άσχετο μια μέρα ο φίλος του αλλά δεν του είχε δώσει πολύ σημασία,  καθόταν  στο βουνό όπου  φυσούσε κρύος αέρας μες το κατακαλόκαιρο, δίπλα στο μαγαζί είχε μια βρύση με νερό παγωμένο κάτω από ένα πλατάνι τεράστιο, ο τύπος εκεί πέρα έφερνε τα καλύτερα κρέατα, κάτι μπριζόλες φοβερές και κάτι μεζέδες απίθανους, είχε δικό του κοπάδι και τα έφτιαχνε όλα μόνος του, πολύ ωραίο μαγαζί είχε φτιάξει ο τύπος, από ψηλά έβλεπες  όλη εκείνη την  πεδιάδα κάτω  που ήταν μαγική   με τα χωράφι,  τα σπίτια και πέρα  μακριά τη θάλασσα πνιγμένη μες την ομίχλη του καλοκαιριού. Από κει ψηλά έβλεπε καπνούς να βγαίνουν,  κάποιοι ανεγκέφαλοι χωρικοί έκαιγαν τις καλαμιές δηλαδή τα θερισμένα χωράφια τους, μαζί με το φίλο του κοίταζαν το θέαμα .

Περνούσαν καλά  μονάχα  που η ορεινή διαδρομή ήταν ταλαιπωρία ν’  ανέβεις εκεί πάνω,  ο δρόμος ήταν χάλια, μια φορά που είχαν χαθεί πήγαν από έναν χωματόδρομο και παρά λίγο να το διαλύσουν το αμάξι καθώς έβρισκε σε κάτι πέτρες κι έγδαρε την κοιλιά του, κάτι είχε πειραχτεί κι ακούγονταν ήχοι περίεργοι, ψάχνοντας  συνεργείο μέσα στη ζέστη  κατέβηκαν κάτω κατά τη θάλασσα σ’ ένα μέρος έρημο,  μόνο σπίτια κλειστά και πόρτες κλειδωμένες,  σκυλιά γαύγιζαν πίσω από κιγκλιδώματα, τελικά το βρήκαν το γκαράζ,  ήταν σ’  ένα μέρος απομονωμένο κι είχε ένα χώρο όπου ο μηχανικός σήκωνε  τα αμάξια ψηλά  και τα κοιτούσε από κάτω όμως κανείς δεν ήταν εκεί πέρα, μια ταμπέλα έγραφε ότι το συνεργείο άνοιγε στις πέντε έπρεπε λοιπόν να περιμένουν, άρχισαν να κόβουν βόλτες γύρω από το αμάξι, γύρω δε φαινόταν ψυχή μονάχα  ένας  παλαβός  περπατούσε μες την κάψα βαστώντας κάτι σακούλες, σίγουρα δεν πήγαινε καλά.

‘’Εγώ ξέρω ποιος το έγραψε εκείνο το γράμμα τότε μετά τη φωτιά’’  είπε  ξανά ο φίλος του κι αυτή τη φορά γύρισε και τον κοίταξε με απορία,  ‘’Καλά ρε είσαι ηλίθιος,  έχουν περάσει τόσα χρόνια και δε μίλησες, τι ε σ’  έπιασε τώρα!’’ – ‘’Ξέρεις ποιος ήτανε τελικά,  η ξανθιά που είχε το κυλικείο’’  συνέχισε ο άλλος  σα να μιλούσε στον εαυτό του  ‘’Την είχα γκόμενα εκείνον τον καιρό,  εκείνη το είχε γράψει γιατί θέλανε να τη διώξουν και  τους είχε άχτι,  ούτε που είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν τόση φασαρία κι ο άλλος ο ανεγκέφαλος θα στούκαρε πάνω στο δέντρο,  δεν το είπα ποτέ  γιατί θα έμπλεκε η γυναίκα,  τόσα χρόνια το βαστώ μέσα μου   θα έσκαγα αν δεν το έλεγα σε κάποιον !’’ Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο κάθισμα του αυτοκινήτου, η πόρτα ήταν ανοιχτή κι από τη θάλασσα πέρα  ερχόταν ένα αεράκι δροσερό, ώστε αυτή ήταν λοιπόν, τη θυμόταν την τύπισσα,  μια ωραία ψηλή αλλά απόμακρη,  κανείς δεν της μιλούσε έμοιαζε λίγο ψυχρή,  και που το είχε σκεφτεί η άτιμη,  καλά άμα  θέλουν να σου κάνουν ζημιά οι γυναίκες θα βρουν τον τρόπο,  κι όσο θυμόταν πόσο είχαν τρομάξει,  τώρα βέβαια του φαίνονταν αστείο αλλά τότε είχαν χάσει τον ύπνο τους,  ήταν σαν τα θρίλερ που βλέπεις στην τηλεόραση.

Ο φίλος του ήρθε κοντά και του έδωσε τσιγάρο,  είχε όρεξη να μιλήσει τώρα που είχε  ανοίξει το καπάκι κι όλα έβγαιναν  στην επιφάνεια,  ‘’Ήμασταν ένα βράδυ  στο σπίτι της, εγώ δεν έχω κοιμηθεί μιλάμε πόσες μέρες και πέφτω ξερός στο κρεβάτι της, ξυπνώ κάποια στιγμή μες τη νύχτα και τη  βλέπω  στο γραφείο της να κοπανά με μανία κάτι σε μια παλιά γραφομηχανή που είχε εκεί πέρα, έβλεπα μόνο την πλάτη της αλλά καταλαβαίνω  ότι είναι ξαναμμένη,  δε μιλώ και περιμένω, μόλις φεύγει  για λίγο σηκώνομαι και βλέπω τι γράφει, αυτά που είχε δακτυλογραφήσει  τότε ήταν πολύ χειρότερα,  ‘’Θα πληρώσετε, δηλητηριάσατε την πόλη,  τα ξέρω όλα,  οι πυροσβεστήρες ήταν χαλασμένοι, θα σας κλείσω  τα σπίτια, θα πεθάνετε !’’ θυμάμαι ότι έγραφε,  απειλούσε θεούς και δαίμονες, είχα ανατριχιάσει,  το άλλο  γράμμα που έστειλε ήταν λιγότερο  τρομαχτικό,  στεκόμουν εκεί στα σκοτεινά και σκεφτόμουν ‘’ Δε πάει καλά η  γυναίκα!’’  και μετά από δυο μέρες βλέπω εκείνο τον φάκελο  στα αποδυτήρια, αμέσως κατάλαβα κι έλεγα μέσα μου  ‘’Καλά η γυναίκα είναι τρελή, θα τη χώσουν μέσα, θα βρει άσχημο μπελά !’’  όμως για κάποιο λόγο εκείνη η υπόθεση έμεινε έτσι, δεν το ψάξανε μες το χαμό  και το άφησαν,   όσο για τον άλλον  που σκοτώθηκε ο τύπος ήταν αλκοολικός οπότε δεν μπορείς να πεις ότι έφταιγε εκατό τοις εκατό το γράμμα κι έπειτα τι ψάχνεις να βρεις, πέρασε τόσος καιρός, το πράγμα ξεχάστηκε μόνο που να,  το κουβαλώ τόσα χρόνια μέσα μου κι ήθελα να το βγάλω, εκείνη είχε δυο παιδιά,  είχε χωρίσει οπότε φοβόταν τι θα έκανε αν την έδιωχναν, έμαθα ότι έφυγε στη Γερμανία, παντρεύτηκε  κάποιον εκεί πέρα,  μια μέρα τώρα τελευταία που περπατούσα στην παραλία τη βλέπω να περνά δίπλα μου, φορούσε μάσκα στο πρόσωπο για τον ιό όμως εγώ τη γνώρισα, ποτέ δεν ξεχνώ πρόσωπα, έκανε ότι δε με είδε  όμως εγώ το είδα στα μάτια της ότι  φοβόταν,  ήξερε ότι  την είχα δει εκείνο το βράδυ.’’

Για λίγο δε μίλησε κανένας, μονάχα το αεράκι που περνούσε ανάμεσα από τις  φυλλωσιές έσπαζε τη σιωπή,  ‘’Να λοιπόν που όλα τα μυστήρια έχουν κάποια απάντηση!’’ είπε αυτός σα να μονολογούσε κι  ο φίλος του συμφώνησε μ’ ένα νεύμα,  από μακριά έβλεπαν ένα σύννεφο μαύρο να απλώνεται και μια στήλη νερού να πέφτει κάθετα σε κάποιο σημείο της θάλασσας,  ‘’Θυμάσαι ρε!’’ είπε στο φίλο του «Έτσι δεν έπεφτε και στην πυρκαγιά ;» ο άλλος χαμογέλασε’’ ‘’Ξέρεις τι σκεφτόμουν τότε;’’ είπε χαμηλόφωνα, ‘’Αυτός που κατεβαίνει απ’  αυτή τη στήλη του μαύρου σύννεφου είναι ο θεός,  έρχεται να πλύνει τις αμαρτίες μας’’.     

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

BMW E32

 

 Τα καλοκαίρια που είχε άδεια δεν πήγαινε πουθενά, καθόταν ώρες πολλές μέσα στο διαμέρισμα, δεν του άρεσε η θάλασσα ούτε η ηλιοθεραπεία μέσα στη ζέστη, η γυναίκα του πήγαινε για μπάνιο με μια φίλη της αλλά αυτός βαριόταν, μερικές φορές που είχε πάει  του έχε φανεί απίστευτα πληκτικό,  βαρέθηκε τη ζωή του ! Αυτός καθόταν όλη μέρα μέσα στο σπίτι κι ούτε που τον ένοιαζε,  έβλεπε κάτι ταινίες,  άκουγε ειδήσεις, έκανε καμιά δουλειά,  κανένα μερεμέτι,  έβαζε και τον  κλιματισμό και δεν ήθελε να τον ζαλίζει κανένας,  ήταν λίγο μονόχνοτος, λίγο κλειστός,  η μοναξιά ήταν το μόνο που δεν τον πείραζε,  μπορούσε να περάσει μέρες πολλές έτσι κλεισμένος χωρίς να βαρεθεί. Έκλεινε τα παντζούρια  κι από τις γρίλιες παρακολουθούσε τους γείτονες, πολλοί καθόταν στο μπαλκόνι  κι έψαχναν στα κινητά τους, οι γυναίκες άπλωναν ρούχα,  δεν έκανε φασαρία και νόμιζες ότι  δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι του. Ξυπνούσε πολύ νωρίς, κατά τις πέντε μισή κι έβγαινε μια βόλτα, εκείνη ήταν η καλύτερη ώρα για να περπατήσεις, το  φεγγάρι κατέβαινε κατά τη δύση και φώτιζε τη θάλασσα, στο δρόμο έβλεπες κάτι εργάτες που ξεκινούσαν  βαριεστημένα  για τη δουλειά,  αυτή ήταν   η καλύτερη ώρα,  μερικές φόρες έτρεχε ελαφρά,  καθώς δεν έκανε εκείνη την καταραμένη ζέστη του μεσημεριού δεν φοβόσουν μη μουσκευτείς στον ιδρώτα,  περνούσε από ένα μέρος όπου υπήρχαν νυχτερινά μαγαζιά κι έβλεπε του ξενυχτισμένους πιτσιρικάδες  να τρώνε σε κάτι φαγάδικα, μια φορά είχε βρει και κάτι λεφτά πεσμένα ‘’Τι να σας κάνω παιδιά’’ σκέφτηκε ‘’Ας προσέχατε !’’

Πάντα έτσι γίνονταν, το καλοκαίρι ο κόσμος τρελαίνονταν κι ήθελε να φύγει όπου νάναι, λένε ότι με τη ζέστη συμβαίνουν  τα περισσότερα εγκλήματα, χάνεις τη ψυχραιμία σου, τον έλεγχο, θέλεις να ξεσπάσεις, το χειμώνα που οι θερμοκρασίες είναι πιο χαμηλές το σώμα είναι πιο ήρεμο, δεν τρελαίνεσαι έτσι εύκολα. Έπειτα ήταν και ο ιός που εμπόδιζε τον κόσμο να μετακινείται, να φεύγει, όταν μπορείς να φεύγεις ξέρεις ότι έχεις μια διέξοδο,  μπορείς να δραπετεύσεις, να δεις ένα άλλο μέρος, να κάνεις κάτι διαφορετικό, να χαλαρώσεις, ν’ αλλάξεις ατμόσφαιρα,  όταν σου λένε καλύτερα να μη πας πουθενά είναι πιο δύσκολα. Ο κόσμος δεν έφευγε όμως  οι δρόμοι  ήταν άδειοι, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν  όπως κάθε καλοκαίρι, μονάχα κάτι κορίτσια από εταιρείες τηλεφωνικές χτυπούσαν τα κουδούνια προσπαθώντας να κλείσουν κανένα συμβόλαιο,  αυτός πάντα τους άνοιγε,  τα λυπόταν,  το είχε κάνει κι αυτός ένα φεγγάρι, τα νέα παιδιά ήταν πάντα αποφασισμένα καθώς  ξεκινούσαν τη ζωή και δεν πτοούνταν εύκολα. 

Μια μέρα ένα κορίτσι που του χτύπησε  του ζήτησε ένα ποτήρι νερό,  ‘’Βεβαίως’’  είπε κι έβγαλε ένα  μπουκάλι παγωμένο,  το κορίτσι ήπιε,’’ Μήπως θέλεις  ακόμα ένα;’’ του έδωσε δεύτερο   και είδε τα  μάτια του να φωτίζονται σα να πήρε την ενέργεια που χρειαζόταν, καλά άμα ήταν εκεί η  γυναίκα του θα του φώναζε ‘’Γιατί  του άνοιξες;  Από ποιο ποτήρι ήπιε; Το έπλυνες καλά; Μήπως μπήκε μέσα όσο ήσουν στο ψυγείο; Αυτά δεν   θέλουν πολύ’’. Αυτό δεν το καταλάβαινε, ο κόσμος είχε γίνει τόσο καχύποπτος, παλιά δεν ήταν έτσι, θυμόταν τον εαυτό του  όταν μοίραζαν  διαφημιστικά πριν τριάντα τόσα χρόνια ο κόσμος άνοιγε τις πόρτες, δεν έκανε έτσι σαν παλαβός, τώρα όλοι είχαν κλειστεί στο καβούκι τους,  λέγανε βέβαια  ότι παλιά γινόταν και πιο πολλές κλοπές κι άλλα εγκλήματα, φόνοι, βιασμοί, επειδή οι άνθρωποι δεν  φυλάγονταν τόσο πολύ, κάπου θα υπήρχαν στατιστικά, ποιος ξέρει όμως κι αυτό ήταν παλαβό,  όταν ζούσε μόνος του άνοιγε πάντα την εξώπορτα κι όλοι τον κράζανε ότι δεν πάει καλά, δεν μπορούσε να πει όχι  σε κάποιον που ζητούσε βοήθεια, από τότε που ζούσε με τη γυναίκα άλλαξε, εκείνη φοβόταν, ήταν πολύ καχύποπτη όπως κι όλος ο  κόσμος βέβαια…

‘’Αχ κύριε μπορώ δυο λεπτά  να καθίσω;’’  είπε το κορίτσι αφού ήπιε το νερό ‘’ Δεν θα σας ενοχλήσω, μια ανάσα να πάρω’’ –‘’Εντάξει’’ της είπε κοιτάζοντας την παρατηρητικά,  τι θα μπορούσε να του κάνει ένα κοριτσάκι,  του έφερε ένα  σκαμπό και το κορίτσι κάθισε,  ‘’Αν σας πως τι μου έτυχε..’’ άρχισε να λέει το κορίτσι που είχε όρεξη,  ‘’Θέλω να το πω σε κάποιον,  ήμουνα εδώ λίγο πιο πάνω ξέρετε που δεν έχει πολλά σπίτια,  εκεί κοντά είναι ένα βενζινάδικο και πήγα να μιλήσω σε κάποιον μήπως ενδιαφέρονταν για το τηλέφωνο κι εκεί ξέρετε τι έγινε,  ένα αμάξι σαραβαλιασμένο  ήρθε με φορά κατά πάνω μου έτσι χωρίς  λόγο,  δεν υπήρχε κανείς  εκεί πέρα και φοβήθηκα,  έτρεξα πίσω από ένα εκκλησάκι κι εκείνο πέρασε με φόρα από δίπλα μου,  ήταν  πολύ τρομαχτικό και το πιο περίεργο ήταν ότι δεν μπορούσα να δω ποιος οδηγούσε σα να πήγαινε το αμάξι μόνο του,  καλά πήρα μια τρομάρα!’’ συνέχισε το κορίτσι κα μετά σηκώθηκε ‘’Σας ευχαριστώ!’’ είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια και βιάστηκε να φύγει σα να φοβόταν μη του γίνει βάρος. 

 Έμεινε μόνος  και σκεφτόταν, τι ήταν πάλι αυτή η ιστορία με το αμάξι, το ήξερε το μέρος,  ήξερε και το βενζινάδικο, κάποτε σκοτώνονταν στη δουλειά επειδή από κει περνούσε ένας δρόμος που πήγανε κατά τη θάλασσα από τότε όμως που είχαν φτιάξει μια παράκαμψη ο δρόμος είχε νεκρώσει και κανείς σχεδόν δεν τον χρησιμοποιούσε γι αυτό και είχαν κλείσει και το βενζινάδικο. Αναρωτιόταν αν  έλεγε αλήθεια το κορίτσι κι αν ήταν έτσι  ποιος παλαβιάρης το είχε τρομάξει, κι έπειτα  τι αμάξι ήταν εκείνο που δε φαινόταν ο οδηγός του, αν ήταν έτσι σαραβαλιασμένο όπως είχε πει η κοπέλα τότε θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά σε κάτι σπίτια όπου έμεναν  δυο πρεζόνια ,  η περιέργεια του γινόταν όλο και μεγαλύτερη, καθώς  δεν είχε δουλειά αποφάσισε να πάει να ρίξει μια ματιά .  

 Ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, η χειρότερη ώρα για να βγεις έξω, πήρε το μηχανάκι του και ξεκίνησε για  το βενζινάδικο που απείχε δέκα λεπτά με το μηχανάκι, οι αντλίες ήταν εκεί σκουριασμένες  στη μέση του πουθενά, μέσα στη ζέστη και στη θολούρα το μέρος  θύμιζε κάτι εγκαταλειμμένες  πόλεις στην Αμερική όπου μοναχά ο αέρας ακούγεται. Πήγε κι έψαξε το σημείο κοντά στο εκκλησάκι εκεί  που του είπε η κοπέλα,  βρήκε τις ροδιές του  αμαξιού που είχαν σκάψει το χώμα μετά από κάποιο φρενάρισμα,  αυτό πρέπει να ήταν, είχε περάσει ξυστά  από το κουβούκλιο,  από κάτω  υπήρχε ένας γκρεμός όχι  απότομος αλλά   ήταν επικίνδυνα, άμα έπεφτες από κει κάτω στο ρέμα άντε γεια.

Εκείνη  τη στιγμή δεν φυσούσε καθόλου σαν να είχε στερέψει κάθε ανάσα της φύσης, ξαφνικά τον έπιασε μια δίψα, ήξερε ότι πίσω από το βενζινάδικο είχε μια βρύση και σκέφτηκε να πάει κατά κει μήπως υπήρχε καθόλου νερό,  καθώς κοιτούσε κατά τη ρεματιά άκουσε έναν θόρυβο και γυρίζοντας είδε το αμάξι, ήταν ένα από κείνα τα παλιά μοντέλα της BMW με την μούρη που θύμιζε  ρύγχος καρχαρία,  κάποτε χαλούσαν κόσμο, κι ο πατέρας του είχε ένα τέτοιο αλλά το είχε πουλήσει σε κάποιον συλλέκτη, ερχόταν  σιγά- σιγά προς το μέρος του και την τελευταία στιγμή έστριψε και ήρθε  φουλαριστό κατά πάνω του,  πέρασε δίπλα του και καρφώθηκε σε ένα κούτσουρο κάποιου κομμένου δέντρου.  Καλά ο τύπος ήταν ψυχάκιας, τώρα είχε  θυμώσει πολύ,  έτρεξε κατά το χτυπημένο σαράβαλο που είχε ακινητοποιηθεί  όμως δε μπορούσε να δει τίποτα στο εσωτερικό του,  τα τζάμια  ήταν ανεβασμένα και μια σκοτεινή φιγούρα φαινόταν μόνο να κινείται,  ο άλλος πρέπει να είχε χτυπήσει,  άνοιξε  την πόρτα  και τον  είδε επιτέλους καθαρά,  ήταν ένας γκριζομάλλης κάπου πενήντα- εξήντα χρονών μ’  ένα  άσπρο φανελάκι, πρώτη φορά τον έβλεπε και πρόσεξε ότι  το ένα μάτι του ήταν σα χαλασμένο,  τον άρπαξε από τους ώμους  και τον έριξε κάτω, είχε μια μανία με τον τύπο  που παραλίγο να τον σκοτώσει ο άλλος όμως ήταν δυνατός σα διάβολος,  σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι του,  νόμιζε ότι τον είχε κανονίσει όμως ο άγνωστος  ήταν ταύρος, γύρω δε φαινόταν ψυχή,  την είχε βαμμένη, πως είχε μπλέξει έτσι στα καλά καθούμενα;

Το μυαλό του δούλευε πολύ γρήγορα αντιμετωπίζοντας αυτόν τον τύπο που του φαίνονταν ότι  ενσάρκωνε το απόλυτο κακό, πως γίνεται να υπάρχει στον άνθρωπο αυτό το αίσθημα να θέλεις να προκαλέσεις πόνο στον άλλον κι αυτό να σου προκαλεί ικανοποίηση, πως είχε φτιάξει  η φύση τούτα  τα πλάσματα τόσο άσχημα και πως μπορούσες να προστατευτείς απ’ αυτά, αν είχε χρόνο θα  ανέλυε  περισσότερο  αυτό που συνέβαινε όμως εδώ δεν είχε τέτοια πολυτέλεια, καθώς ο άλλος ετοιμάζονταν να του ριχτεί ξανά δυο ορτύκια πετάχτηκαν μέσα απ’  τα χόρτα κι άρχισαν να περπατούν πανικόβλητα στην αντίθετη κατεύθυνση, για έναν παράξενο λόγο ο τύπος με το φανελάκι σάστισε για μια στιγμή κι αυτό του έδωσε χρόνο να τρέξει κατά το μηχανάκι, έβαλε μπρος κι αναπτύσσοντας ταχύτητα όρμησε  κατά πάνω του, τον χτύπησε με όλη τη  φόρα που είχε, ο άλλος πετάχτηκε στην άκρη του δρόμου κι ούτε γύρισε να κοιτάξει τι απέγινε, απλά γκάζωσε κι εξαφανίστηκε από κείνο το καταραμένο μέρος.  Ο  αέρας που φυσούσε στο πρόσωπο του σα να δρόσισε το μυαλό του, γύρισε μια τελευταία φορά να δει τι γινόταν και είδε εκείνο τον τύπο με το φανελάκι να σηκώνεται παραπατώντας ενώ το  σαραβαλιασμένο του αμάξι  στέκονταν απειλητικά  ακίνητο,  θα το σκεφτόταν πολύ να ξαναπεράσει από κει πέρα.

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...