Πέμπτη 28 Ιουνίου 2018

ΚΑΤΑΛΑΥΝΙΚΑ ΠΕΔΙΑ

Ένα κορίτσι έπεσε απ’  το μπαλκόνι, έτσι ακούστηκε, απ’ το γειτονικό φαρμακείο που εφημέρευε μια γυναίκα βγήκε να δει τι συμβαίνει,  αυτή αντίκρισε πρώτη το πεσμένο σώμα και κάλεσε ασθενοφόρο,  δε μπορούσε να το αναγνωρίσει, φώτα άναψαν, αν και ήταν προχωρημένη η νύχτα  κόσμος μαζεύτηκε και μετά  από λίγο ήρθε το ασθενοφόρο με τους τραυματιοφορείς που έμεινε εκεί πέρα για ώρα πολύ, ένας γέρος  με άσπρη φανελίτσα έφευγε  απ’ το σημείο πού έπεσε το κορίτσι  κουνώντας  το κεφάλι του ‘’Η κόρη της Ε είναι’’ είπε σε κάποιον  ‘’Αναπνέει ακόμα ’’ κι έκανε μια κίνηση με την παλάμη του σα να έλεγε  ‘’Τη βγάζει δε τη βγάζει’’,  ύστερα  μπήκε σε μια πολυκατοικία και χάθηκε.

Έβγαζε τα μαγιό των παιδιών απ’  τη ντουλάπα εκείνη την ώρα,  όταν άκουσε την  διαπεραστική τσιρίδα κι έναν  γδούπο  πολύ δυνατό, πετάχτηκε κατατρομαγμένη, στην αρχή νόμιζε ότι ήταν κάποιος από κείνους τους αλήτες  που έκαναν  φασαρίες και φώναζαν τα βράδια προκαλώντας τους περαστικούς,  όταν άκουσε απ’  το μπαλκόνι  το γέρο με τη φανελίτσα  την έπιασε μια ταραχή βαθιά, το ήξερε καλά το κορίτσι και τη μάνα του,   έτρεμε, ο θώρακας της ανεβοκατέβαινε ασταμάτητα προκαλώντας έναν  βήχα  σπαστικό  όπως τότε που είχε κρυολογήσει άσχημα  και για νύχτες δε κοιμόταν, κάθε λίγο  έβγαινε  στη βεράντα να δει τι γινόταν,  ένα αγόρι κάπου δεκαπέντε χρονών  πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα  μιλώντας  στο κινητό κι έκλαιγε ασταμάτητα με λυγμούς, σίγουρα  είχε δει τη σκηνή και σοκαρίστηκε, ενώ  το  ασθενοφόρο που είχε έρθει πολύ γρήγορα δεν έλεγε να φύγει από κει πέρα δίνοντας ένα σήμα ότι υπήρχε κάποια ελπίδα,  στέκονταν  με τα φώτα αναμμένα εκεί αμετακίνητο ενώ  δυο  τραυματιοφορείς  περιφέρονταν ανήσυχοι κι  ο ασύρματος ακουγόταν όλη την ώρα ν’ ανοιγοκλείνει αφήνοντας στον αέρα ήχους ακατάληπτους. 

Στο διαμέρισμα του κοριτσιού που βρισκόταν ακριβώς απέναντι  τα φώτα ήταν αναμμένα, επικρατούσε αναστάτωση,  άνθρωποι έμπαιναν κι έβγαιναν στο μπαλκόνι και κοίταζαν κάτω σα να υπολόγιζαν το ύψος και την σφοδρότητα της πτώσης , κατά καιρούς ακουγόταν αναστεναγμοί πολύ δυνατοί και λόγια θρηνητικά, βγήκε στην άλλη βεράντα,  στην πίσω μεριά κι άναψε τσιγάρο, θυμήθηκε ξαφνικά ότι πριν λίγες μέρες  το είχε δει το κορίτσι  στο φούρνο που πήγε να πάρει ψωμί κι εκείνο της μίλησε  πολύ θερμά,  της είχε  κάνει εντύπωση,  στο τέλος την είχε φιλήσει κιόλας μ’ έναν τρόπο σα να έφευγε ταξίδι κι  ήθελε να την  αποχαιρετήσει, κάπου  είχε διαβάσει ότι οι αυτόχειρες  το συνηθίζουν αυτό, το έχουν προετοιμάσει,  είναι μια προειδοποίηση. Στο σκοτάδι άκουσε κουβέντες, ήταν δυο γυναίκες από δίπλα  που ακουγόταν καθαρά, η μια ήταν η φαρμακοποιός που είχε βρει πρώτη το κορίτσι πεσμένο στην πρασιά, στον ακάλυπτο,  αυτή ήξερε πολλά εξαιτίας της δουλειάς της, έλεγε ότι το κορίτσι είχε μόλις γυρίσει από ένα ταξίδι στη Γαλλία,  είχανε πάει να  να δουν  της  πόλεις  της  σαμπάνιας κι  εκείνη την πεδιάδα κάπου στο βορρά  όπου είχε γίνει μια μάχη περίφημη με τις ορδές και τα άλογα του Αττίλα που ερχόταν σα διάβολος από  την Ασία . Είχε τόση ομίχλη εκεί πάνω που δε μπορούσες να δεις γύρω σου,  το κορίτσι είχε μελαγχολήσει γυρνώντας από κείνο το ταξίδι,  έτσι έλεγε η φαρμακοποιός που τα είχε ακούσει από κάπου, ήταν κλειστός άνθρωπος έλεγε   κι αυτοί που δε μιλούν πολύ είναι οι πιο επικίνδυνοι, δεν αντιδρούν,  δεν ξεσπούν,  τα μαζεύουν μέσα τους, μελαγχολούν  και κάποια στιγμή δε  μπορούν, δεν αντέχουν...

Ακούγονταν καθαρά οι δυο γυναίκες που κουβέντιαζαν χαμηλόφωνα στην ησυχία της νύχτας,  κάποια  πράγματα  εξηγούνταν όμως κανείς δεν ήξερε πιο πολλές λεπτομέρειες κι άλλωστε τι σημασία  είχε  πια.  Σκέφτηκε τις τύψεις και τις ενοχές των γονιών, τι λάθος έκαναν,  τι διαφορετικό έπρεπε να πράξουν, πως θα το άντεχαν. σήμερα όλα είναι τόσο μπερδεμένα, τόσο περίπλοκα,  δε ξέρεις  τι θέλουν τα παιδιά, τι πρέπει να τους πεις,  δε μπορείς και να τ’ αγριέψεις,  δε σηκώνουν και πολλά,  θα κλωτσήσουν. Κι έπειτα άμα δουλεύεις όλη μέρα και τρέχεις σα παλαβός  που να προλάβεις να δεις τι σου γίνεται και τι έχουν μες το μυαλό τους , εσύ θες να τους δώσεις ότι καλύτερο, σακατεύεσαι να προλάβεις τα πάντα  κι όμως το αποτέλεσμα δεν είναι πάλι αυτό που περίμενες, δε βρίσκεις άκρη. Ευτυχώς τα δικά της παιδιά ήταν εξωστρεφή  αν κι αυτό  μη νομίζεις ότι είναι καλύτερο, ο μεγάλος τα έβαζε συνέχεια μαζί της,  της έκανε επιθέσεις,  την έλεγε γριά,  άσχημη, κάνα  δυο φορές είχε ορμήσει να δείρει τον πατέρα του,  η κατάσταση μαζί του ήταν μια τρέλα,   περνούσε μια εφηβεία άστα να πάνε,  πλακώνονταν στο ξύλο με όλους κι οι καθηγητές του ήταν έτοιμοι να τον σουτάρουν,  το τι είχε τραβήξει δε λέγονταν όμως όσο περνούσε ο καιρός έδειχνε να ηρεμεί.

Φοβόταν να βγει στη βεράντα μήπως δει κατά λάθος  το κορίτσι στραπατσαρισμένο, παραμορφωμένο, αυτό δεν θα το άντεχε, δεν μπορούσε να ησυχάσει, άναψε ακόμα ένα τσιγάρο, εκείνη την ώρα συνήθως, όταν όλα τα φώτα στα διαμερίσματα έσβηναν, είχε την καλύτερη της στιγμή, η νύχτα ήταν το στοιχείο της,  το χειμώνα φορούσε ένα  χοντρό μπουφάν κι αν φυσούσε σήκωνε  την κουκούλα,  δεν ήθελε να καπνιστεί το σπίτι και να βρωμάει, πολλές φορές έπαιρνε τις φίλες της που ήξερε ότι δεν κοιμόταν κι αυτές  και μιλούσαν ώρα πολύ, μόλις ένιωθε ότι τουρτουρίζει  έσβηνε βιαστικά τη γόπα στο τασάκι κι έτρεχε να μπει μέσα προτού γίνει παγάκι.

Ο χειμώνας ήταν η εποχή της, ο χειμώνας και το φθινόπωρο, τα  καλοκαίρια πάντα τα φοβόταν, ήξερε από παλιά ότι  είναι τα πιο επικίνδυνα, η ζέστη ερεθίζει τους ανθρώπους,  τους να κάνει πιο νευρικούς, όλοι είναι στη τσίτα έτοιμοι για καυγά, τα πνεύματα εξάπτονται,  η μέρα είναι ατελείωτη,  δε λέει να βραδιάσει να ησυχάσεις, οι νύχτες  αγχωτικές,  ιδρώτας,  σώματα γεμάτα σημάδια και γραμμούλες απ’  τα σκεπάσματα,  βουητό ατελείωτο απ’  τα κλιματιστικά που γουργουρίζουν, ψυγεία,  παγωτά, επιδόρπια παγωμένα, μπύρες και πιοτά κρύα,  άνθρωποι φεύγουν για παραλίες και ταξίδια μακρινά και συ μένεις μόνος στη πόλη να βολοδέρνεις,  όλα τα εσώψυχα βγαίνουν στην επιφάνεια, οι πιο αδύναμοι,  οι πιο ευαίσθητοι δεν αντέχουν τέτοια πίεση,  σίγουρα  είναι μια εποχή περίεργη. Πολλοί πάλι ηλικιωμένοι, φοιτητές κι άλλοι που  δε δουλεύουν,  κάθονται όλη μέρα και κλωθογυρίζουν ένα σωρό σκέψεις, αυτό δεν είναι ότι καλύτερο, είναι προτιμότερο να έχει κάτι να σπας το κεφάλι σου, να διώχνεις  όλη σου την ενέργεια, να εκτονώνεσαι παρά να τρέχεις κυνηγώντας την ουρά σου, σκαλίζοντας  το μυαλό σου όλη την ώρα για  προβλήματα υπαρκτά κι ανύπαρκτα.  Α, σίγουρα το καλοκαίρι χρειάζεται προσοχή, εκείνη τη χρονιά  βέβαια πήγαινε σα φθινόπωρο, όλο βροχή και συννεφιά, μερικούς τους χαλάει, δε μπορούν, δεν αντέχουν  χωρίς καύσωνες, θέλουν να νιώσουν το δέρμα τους να καίγεται, να ψήνεται!  Αυτή  δεν είχε  κανένα  πρόβλημα, μακάρι να πήγαινε έτσι  δροσερό και ήρεμο  κι όσο γι’  αυτούς που ανησυχούσαν  δεν θα τη γλύτωναν, στο τέλος θα έτρωγαν όση ζέστη λαχταρούσαν ! Θυμόταν ένα καλοκαίρι που είχε πάει έτσι δροσερό,  δεν θα είχε κανένα πρόβλημα σίγουρα κι ο ουρανός τη νύχτα έμοιαζε πολύ όμορφος  καθώς το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ’ τα σύννεφα, αυτό το βράδυ όμως δε φαινόταν πουθενά,  μόνο μια λάμψη πάνω από τα κτήρια της πόλης .

Πήγε στη κρεβατοκάμαρα και ξύπνησε τον άντρα της που δεν είχε πάρει χαμπάρι, την είδε πνιγμένη στο κλάμα και τρόμαξε , ‘’Πρέπει να είναι η κόρη της Ε’’ είπε μες τ’  αναφιλητά της,  ‘’Ήταν  παιδί κλειστό, ευγενικό,  δε μιλούσε, πολύ’’, εκείνος έξυσε το κεφάλι του προσπαθώντας να συνειδητοποιήσει τι είχε συμβεί,   ‘’Μη ξαναβγείς  στο μπαλκόνι!’’ της είπε απότομα ,  δεν υπήρχε λόγος να δει καμιά σκηνή άγρια που δε θα μπορούσε να ξεχάσει, ύστερα την χάιδεψε για να την ηρεμήσει,  ‘’ Μη βάζεις το κακό στο νου,  μη σκέφτεσαι αρνητικά,  μπορεί να ζει το κορίτσι,   κάποιο παιδί που ήξερα είχε  πέσει από ψηλά κι επέζησε, το βλέπω ταχτικά τόχουν επονομάσει Λάζαρο γιατί αναστήθηκε πραγματικά, όλο στην εκκλησία πάει, το μόνο που του έχει μείνει είναι ένα τρίκλισμα  ελαφρύ στο περπάτημα!’’ Ήθελε να την καθησυχάσει αλλά ήταν αλήθεια , δεν έλεγε ψέματα, εκείνο βέβαια ήταν ένα θαύμα σίγουρα όμως κι εδώ  οι γιατροί θα το πάλευαν, τόσα μηχανήματα υπάρχουν, τόσες τεχνικές,  δεν μπορούσε να τελειώσει έτσι απλά, που  ξέρεις τι  μπορεί να συνέβη, ίσως κρεμάστηκε  από καμιά τέντα που του έκοψε τη φόρα ,  μπορεί να μπερδεύτηκε σε καμιά απλώστρα κι έπειτα να χτύπησε σε κανένα κάδο πλαστικό κι όχι στο τσιμέντο,  μπορεί να προσγειώθηκε στον ουρανό κάποιου αυτοκινήτου, η λαμαρίνα είναι καλύτερη απ’  το σκληρό πεζοδρόμιο, χίλια δυο μπορεί να είχαν συμβεί.

Την φίλησε στο στόμα,  πλάγιασε ξανά και σε λίγο ροχάλιζε πεθαμένος απ’  την κούραση καθώς είχε σχολάσει αργά απ’ το γραφείο, έμεινε μόνη, ένιωθε λίγο καλύτερα ακούγοντας για το παιδί που επέζησε, , ίσως υπήρχε μια ελπίδα, μια μηχανή έβαλε μπροστά με θόρυβο,  ήταν  το ασθενοφόρο που έφευγε με τον ασύρματο πάντα ανοιχτό να μεταδίδει μηνύματα  κι ύστερα να διακόπτει περιμένοντας απόκριση, δεν άντεξε, βγήκε στη μπροστινή μεριά  κι έριξε μια ματιά, ‘’Κάτι να βάλω, πως θα πάω έτσι το νοσοκομείο!’’ ακούστηκε αλαφιασμένη η μάνα του κοριτσιού ‘’Άστο χριστιανή μου!’’ της είπε κάποιος και την έβαλε σε κάποιο αμάξι που ξεχύθηκε πίσω απ’ το κίτρινο όχημα που άρχισε να ουρλιάζει στριφογυρνώντας με μανία τη φωτεινή μπάλα  της οροφής του. Μια ησυχία  απειλητική απλώθηκε σα να μην είχε συμβεί τίποτα, κείνη την ώρα βγήκαν τα απορριμματοφόρα του δήμου που μάζευαν τα σκουπίδια μες το σκοτάδι μουγκρίζοντας κι αυτός ο ήχος σα να έσπασε λίγο την βαριά   ατμόσφαιρα,   δεν υπήρχε περίπτωση να κοιμηθεί,  όπως ήταν εξαντλημένη πήγε στον άντρα της, τον αγκάλιασε και τον φίλησε στο στόμα, αυτός συνέχιζε να κοιμάται,   κοντά στα ξημερώματα αποκοιμήθηκε κι αυτή ...

Πέμπτη 14 Ιουνίου 2018

ΣΙΣΥΦΟΣ ΔΡΑΠΕΤΗΣ


Παντού στο νησί συναντούσες  κάτι πέτρες στρογγυλές, τεράστιες,  αρχαίες,  κάτι είχαν τα πετρώματα  εκεί πέρα και μπορούσαν να πελεκηθούν, πολλά από κείνα τα πελώρια λιθάρια είχαν μια τρύπα  στη μέση ήγαν σίγουρα μυλόπετρες   που γύριζαν αλέθοντας το στάρι, το κριθάρι  ή τις ελιές, τα έβρισκες  παντού,  στα χωράφια,  στους  λόφους,  στα χωριά κι  αναρωτιόσουν  πως τις είχαν κόψει τόσο συμμετρικά , πως τις είχαν κουβαλήσει, ποια δύναμη μπορούσε να τις γυρίζει και να τις χειρίζεται;

Μια τέτοια αρχαία πέτρα, στρογγυλή,  υπήρχε και στο οικόπεδο όπου δούλευε κι αυτός σκάβοντας τους τοίχους για τα υδραυλικά και τα ηλεκτρολογικά, ήταν μια δουλειά επικίνδυνη, έπρεπε να προσέχει,  άμα σε χτυπούσε κανένα καλώδιο κρυμμένο την  είχες βαμμένη,  έπρεπε να έχεις το νου σου κάθε φορά που έσκαβες   με το σφυρί και το καλέμι  τον τοίχο φτιάχνοντας αυλάκια μικρά, έπρεπε ν’ ακούς προσεχτικά για κούφια σημεία και βέβαια πρώτα απ’ όλα έπρεπε να κλείσεις το ρεύμα απ’  τη χελώνα όχι απ’ τον διακόπτη,  αν πάλι τύχαινε να τρυπήσεις  καμιά σωλήνα νερού άνοιγες μεγάλη δουλειά που ήταν σκέτη καταστροφή, χρειαζόταν να συνδέσεις ένα καινούριο κομμάτι αφού  έκοβες  το χαλασμένο,  να φτιάξεις  υποδοχές,  να το συνδέσεις ξανά, άστα να πάνε, πολύ φασαρία γι’ αυτό έπρεπε  πάντα  νάχεις  το νου σου.

Όλο το καλοκαίρι το περνούσε δουλεύοντας  στις οικοδομές,  είχε γυρίσει  όλη τη χώρα δουλεύοντας σ’ ένα σωρό μέρη τους ζεστούς μήνες, αυτή ήταν από παλιά  η εποχή για τέτοιου είδους εργασίες, οι συνθήκες είναι  ιδανικές   καθώς ο στεγνός καιρός ξεραίνει  γρήγορα τους  αρμούς και τους  σοβάδες  και το τσιμέντο δένει  και σταθεροποιείται, η καλύτερη περίπτωση βέβαια  για να δουλέψεις ήτανε  τα νησιά,  εκεί δεν καταλάβαινες τη ζέστη,  όλη την ώρα φυσούσε,  μπορούσες  να κάνεις και κανένα μπανάκι  να δροσιστείς,  να δεις τουρίστριες,  να πιεις καφέ στην ακροθαλασσιά,  να φας κανένα ψαράκι,  να καταλάβεις διακοπές άνθρωπε μου!

Όπως είχε ξεκουραστεί όλο το χειμώνα έπεσε με τα μούτρα σ’ εκείνη τη δουλειά  σ’ ένα συγκρότημα ενοικιαζόμενων  έξω από ένα χωριό παραθαλάσσιο, τα σπίτια ήταν  χτισμένα  στο εσωτερικό ενός κόλπου μ’ ένα βουναλάκι κατάφυτο στη μια μεριά του, το τοπίο ήταν τόσο όμορφο που ηρεμούσε  η ψυχή σου. Καθώς ζούσε κάπου στο βορρά  για να φτάσει ως εκεί έπρεπε  να διασχίσει με το λεωφορείο όλη τη χώρα,  από τη μια άκρη μέχρι την άλλη κι από κει κάτω να πάρει το καράβι. Παλιότερα θα πήγαινε   με το αμάξι του όμως τώρα ζορίζονταν να το συντηρήσει,  μια οι ασφάλειες,  μια τα τέλη κυκλοφορίας, οι ζημιές,  οι βενζίνες, οι επισκευές,  είχε απαυδήσει! Θα ήταν καλά να είχε το αμαξάκι του όμως τώρα έπρεπε  να αρκεστεί στο πούλμαν, αν μη τι άλλο όταν δεν οδηγείς μπορείς  να κοιτάξεις γύρω,  όπως περνούσε πεδιάδες και βουνά  με  το τοπίο να αλλάζει όλη την ώρα  σκεφτόταν ότι αυτός ο  τόπος  ήταν  όλο βουνά και πέτρα,  πολύ πέτρα  και νταμάρι ρε φίλε,  λίγοι κάμποι  κλειστοί κι ύστερα πάλι  βράχια,  πέτρες και ξερόλιθιές, ευτυχώς  που υπήρχε η θάλασσα στο τέλος  κι άνοιγε το μάτι σου βλέποντας  τον ορίζοντα μακριά με τους  όγκους να διυλίζονται μες τη θολούρα…

Το ταξίδι με το καράβι ήταν υπέροχο κι αναζωογονητικό, από παλιά είχε ακούσει ότι άμα θες να ξεφορτωθείς ένα πρόβλημα ή μια σκοτούρα έπρεπε να κάνεις μια βόλτα με το πλοίο για να σου πάρει την έγνοια η θάλασσα, με το που πάτησε το πόδι  στο σιδερένιο κατάστρωμα ένιωσε καλύτερα,  κοιτούσε τα μικρά ψαράκια που στροβιλίζονταν γύρω από την άγκυρα και το καθαρό νερό που σ’ άφηνε να δεις μέχρι την άμμο του βυθού. Στο καράβι είδε και κάτι γνωστούς ηθοποιούς  που έβλεπε στην τηλεόραση,  ήθελε να τους μιλήσει αλλά ύστερα το μετάνιωσε.  Σουρούπωνε  όταν έφτασε στο νησί, χρόνια είχε να πατήσει το πόδι του εκεί πέρα κι όλα του φαινόταν διαφορετικά εκτός  απ’  το κατάφυτο βουναλάκι που ήταν πάντα στη θέση του.  Βγήκε απ’  το χωριό περπατώντας, βρήκε το συγκρότημα  με τα ενοικιαζόμενα   και γύρισε το κλειδί της πόρτας  που του είχαν δώσει,   το δωμάτιο του μύριζε κλεισούρα αλλά δεν τον ένοιαζε, σιγά τώρα,  άφησε ανοιχτά τα παράθυρα να φρεσκαριστεί λίγο  ο χώρος κι έριξε μια ματιά να δει τι τον περίμενε,  είχε αρκετή δουλειά σίγουρα, την άλλη μέρα θα ερχόταν ένας εργολάβος να  συζητήσουν τις λεπτομέρειες, όπως ήταν ψόφιος απ’ το ταξίδι  ξάπλωσε με τα ρούχα και κοιμήθηκε βαθιά…

Στο νησί πάντα φυσούσε αεράκι δροσερό,  ξεκινούσε  νωρίς  το πρωί, ετοίμαζε τον καφέ και το παγούρι με το νερό,  έκλεινε το ρεύμα, έβλεπε  τα σχέδια του ηλεκτρολόγου και του υδραυλικού και ξεκινούσε. Παλιότερα  περνούσε ο ίδιος τους σωλήνες ή τα καλώδια αλλά τις περισσότερες φορές προτιμούσε ν’  αφήνει αυτό το κομμάτι σ’  άλλους,  αυτουνού του άρεσε να  σκάβει τους τοίχους σα να τους ψηλαφούσε  ανιχνεύοντας για το  τι έκρυβαν μέσα τους κι όσο για τη σκόνη,  ούτε  που τον ένοιαζε, σιγά το πράγμα ρε φίλε,  έκανες ένα ντουζάκι  παγωμένο εκεί πέρα  κι ένοιωθες φρεσκαδούρα.  Την προηγούμενη φορά που είχε έρθει εκεί πέρα είχε  κι ένα βοηθό που του άρεσε να βουτά στα βαθειά  με μια μάσκα  μονάχα ήταν περίπτωση  εκείνος ο τύπος, παρ’ όλη τη δροσιά ζεσταινόταν και τη νύχτα πήγαινε να κοιμηθεί πάνω σ’ έναν καταψύκτη, μιλάμε για πολύ αναίσθητο τύπο,   ήταν θαύμα πως δεν είχε πάθει τίποτα! Τώρα όμως ήταν μόνος του κι  όποτε  βαριόταν  έβγαινε  καμιά βόλτα  σ’ ένα μαγαζί με θέα ένα στάδιο αρχαίο απ’ το οποίο είχε μείνει μόνο ο στίβος και μερικές πέτρες που θα ήταν σίγουρα οι κερκίδες, μια φορά όπως έπινε τον καφέ του είχε ακούσει μια κουβέντα και για κάτι ναυάγια παλιά  στα ανοιχτά,  σκεφτόταν ότι άμα είχε μαζί του τον άλλο τον παλαβό που βουτούσε με τη μάσκα   θα μπορούσαν να ρίξουν καμιά ματιά στο βυθό … 

Μια μέρα εκεί που έσκαβε πνιγμένος στη σκόνη ήρθε ένας τύπος με ανοιχτό πουκάμισο, φουριόζος, και του είπε ότι υπήρχε πρόβλημα, είχε βγει μια ζημιά κι έπρεπε οπωσδήποτε να φτιαχτεί,  μια διαρροή νερού στην πίσω μεριά του συγκροτήματος είχε ξεχειλίσει κι  έπρεπε επειγόντως να διορθωθεί, αυτός βέβαια δεν ήταν υδραυλικός αλλά όσο κι αν είχαν ψάξει  δε μπορούσαν να βρουν κανέναν,  εκείνη την περίοδο όλοι  είχαν χαθεί από δω κι από κει, θα πληρωνόταν καλά. Δεν είχε θέμα, εκτός απ’ τα σκαψίματα πάντα του άρεσε να δουλεύει και μες τα νερά το καλοκαίρι, κάποτε έπλενε πιάτα σ’ ένα  εστιατόριο  και δεν είχε βαρεθεί καθόλου μη σου πω ότι το είχε ευχαριστηθεί κιόλας.   Άφησε το καλέμι και το σφυρί του, πήρε τον κασμά κι άρχισε να σκάβει τσαλαβουτώντας στην λασπωμένη άμμο,  ήταν ευχάριστο να δουλεύεις εκεί πέρα σα να έβρισκες μια πηγή που ανάβλυζε μέσα απ’  το χώμα και σε δρόσιζε, δεν ήταν δύσκολο ν’  ανακαλύψει τον σωλήνα σε βάθος ενός  μέτρου περίπου, ζήτησε να κλείσουν και να σφραγίσουν τη βάνα και βάλθηκε να ξεσκεπάσει εντελώς τον  αγωγό για να δει πως θα μπορούσε να τον διορθώσει, θα χρειαζόταν σίγουρα ένα κομμάτι σ’ αυτό το μέγεθος κι έναν τόρνο  για να φτιάξει τα κατάλληλα πάσα, δεν είχε ιδέα αν θα μπορούσε να βρει στο νησί κάποιον τεχνίτη ή αν θα χρειαζόταν να περάσει απέναντι με το καράβι, αν χρειαζόταν κάτι τέτοιο  μια βολτίτσα ήταν ότι έπρεπε.      

Συνέχισε να σκάβει γύρω απ’ τον σκουριασμένο σωλήνα,  ήθελε ν’ ανοίξει καλά το χώρο ώστε να είναι άνετος και να μπορεί να κινηθεί,  τραβούσε τα χώματα βγάζοντας λάσπη, είχε σχεδόν τελειώσει κι ετοιμαζόταν να  κόψει τον σωλήνα μ’ ένα σιδεροπρίονο, δεν μπορούσε να σταθεί καλά μέσα στον λάκκο κι έσκαψε λίγο ακόμα όταν η αξίνα χτύπησε κάτι μεταλλικό, καθώς η περιοχή ήταν γεμάτη άμμο,  όπως συμβαίνει στα περισσότερα νησιά,  του έκανε  εντύπωση, τι θα μπορούσε να είναι εκείνο το πράγμα,  ευτυχώς που δεν ήταν καμιά από κείνες τις μυλόπετρες,  αν υπήρχε ένα τέτοιο  λιθάρι  εκεί κάτω την είχε πατήσει, θα χρειαζόταν γερανός για να βγει. Συνέχισε να σκάβει  και είδε ότι ήταν ένα  μπρούτζινο αντικείμενο, όσο το καθάριζε γύρω- γύρω για να το βγάλε τόσο διαπίστωνε  ότι ήταν κάτι ογκώδες τι στο διάβολο είναι τούτο δω σκέφτηκε, δε μπορούσε να καταλάβει  μέχρι που διέκρινε ένα χέρι να ξεπροβάλει απ’  την άμμο,  τότε μόνο αντιλήφθηκε  ότι είχε ξεθάψει κάποιο άγαλμα .

Ασυναίσθητα έριξε μια ματιά  γύρω  σα να έκανε κάτι κακό και φοβόταν μήπως τον δούνε,  κανείς δεν υπήρχε εκείνη την ώρα, ερημιά επικρατούσε μονάχα τα τζιτζίκια από κάτι γειτονικές καλαμιές χαλούσαν τον κόσμο.  Κανονικά έπρεπε να σταματήσει εκεί που ήτανε και να ειδοποιήσει τους αρμόδιους όμως τον έπιασε μια τέτοια περιέργεια που θα έσκαγε αν δεν το έβλεπε ολόκληρο, είχε εξαφθεί εντελώς σα να είχε πυρετό πυρετό και μια ανυπομονησία ασυγκράτητη, έσκαβε με μανία όσο πιο προσεχτικά μπορούσε κι όσο πιο μακριά γινόταν από τον κορμό που είχε αρχίσει να φανερώνεται, ούτε κατάλαβε πως περνούσε η ώρα κι ούτε ένιωθε καμιά κούραση, ύστερα από λίγο βγάζοντας ένα βουναλάκι άμμου το έσυρε έξω βάζοντας όλη του τη δύναμη,  ήταν πεθαμένος απ’  την κούραση.

Τώρα μπορούσε να το δει ολόκληρο, έριξε  νερό με το παγούρι του απομακρύνοντας την άμμο που είχε κολλήσει  κι αμέσως κατάλαβε, αυτός ρε φίλε ήταν ένας αθλητής, ένας πυγμάχος γιατί είχε τυλιγμένο το χέρι του μ’  έναν επίδεσμο σα γάντι κι έδειχνε φοβερά  κουρασμένος σα να είχε μόλις παλέψει με κάποιον αντίπαλο πολύ δύσκολο που του είχε βγάλει τη πίστη,  τα μάγουλα του έμοιαζαν σκληρά και τραχιά σαν είχε φάει πολύ ξύλο, καλά αυτός ή αυτοί που τον είχαν φτιάξει πρέπει να ήταν τεχνίτες απίστευτοι, πως είχαν κάνει ρε φίλε τέτοια ψιλοδουλειά στα χείλη, σ’ ένα τραύμα ανεπαίσθητο κάτω απ’ το φρύδι,  αυτά ήθελαν μεγάλη υπομονή και μαστοριά ‘’Οι άνθρωποι τότε δε παίζονταν!’’ σκέφτηκε,   το πιο εντυπωσιακό ήταν  δυο  χάντρες πράσινες που είχε για μάτια  τόσο γυαλιστερές που ήταν σαν να σε κοιτούσαν  ύστερα από χιλιάδες χρόνια, έμοιαζε πολύ ζωντανό !

Όπως ήταν ξαπλωμένο το άγαλμα  στη βάση του διέκρινε  κάτι λοξά γράμματα που ήταν χαραγμένα εκεί πέρα,  δεν μπορούσε να το πιστέψει αλλά καταλάβαινε τι έγραφαν, ‘’ΣΙΣΥΦΟΣ !’’  ώστε  ο πυγμάχος είχε το όνομα  εκείνου  του αρχαίου ήρωα που γλύτωσε απ’  την οργή του Δία αιχμαλωτίζοντας κι αλυσοδένοντας τον δαίμονα του θανάτου, καλά  αυτός δεν καταλάβαινε τίποτα!  Αφού το χάζεψε πήρε τηλέφωνο την αστυνομία και την άλλη μέρα πλάκωσε εκεί πέρα ένα κάρο κόσμος,  κάτι αρχαιολόγοι του έβαλαν τις φωνές που δεν τους φώναξε αμέσως όμως φαινόταν κι ευχαριστημένοι που τους είχε απαλλάξει από το χαμαλίκι,  όλο το νησί μιλούσε για τον πυγμάχο που είχε βρεθεί,  το φόρτωσαν σ’ ένα αγροτικό,  το μετέφεραν στην αυλή του σχολείου κι ο δήμαρχος  ορκίζονταν ότι κανείς  δεν θα το έπαιρνε από  κει πέρα ότι και να γινόταν η υπόθεση γινόταν κωμωδία. Αυτός πάλι συνέχισε να σκάβει για τα καλώδια ανοίγοντας αυλάκια στους  τοίχους, κάτι τον έπιασε μετά από κείνο το συμβάν κι αγόρασε ένα  βιβλίο ακριβό με φύλλα γυαλιστερά που έδειχνε όλο αγάλματα κι άλλα πολύτιμα αρχαία, κύπελλα χρυσά κι ασημένια, αμφορείς γεμάτους ζωγραφιές, νομίσματα με χαραγμένους βασιλιάδες και Κύκλωπες,  καθόταν στην ακροθαλασσιά  και διάβαζε για όλα εκείνα βλέποντας τα κύματα να σκάνε στην ακτή σαν καβαλάρηδες  του νερού  που ίππευαν τον αφρό .



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...