Τετάρτη 29 Φεβρουαρίου 2012

ΟΝΟΜΑ Δ' ΟΡΕΣΤΗΣ

Ένας ταξιτζής μου λέει ότι προσέχει πολύ  τη διατροφή του και πίνει καθε μέρα τσάι πράσινο απ' την Κίνα από κείνα τα χωράφια στις πλαγιές με τις βαθμίδες απ' όπου μπορείς να δεις άλλα χωράφια στους κάμπους με τα ρύζια μέσα στο νερό, τα ψάρια και τις πάπιες, τα χωράφια που στη δύση του ήλιου μοιάζουν να βρίσκονται στη ζώνη του λυκόφωτος.
Εγώ πάλι μια ζωή κυνηγώ να γεμίσω το ποτήρι της ψυχολογίας μου που αδειάζει σα νάναι τρύπιο. Μούχει τύχει περίπτώση όπου ζήτησα από κάποια που με κοίταζε ενώ κοιμόμουν να μείνει μαζί μου ακόμα λίγο ώσπου να νιώσω τη στάθμη στο κατάληλο σημείο. Έχω χρονομετρήσει το πόσο χρειάζεται το μυαλό μου για να έρθει στα ίσα του και ξέρω ότι θέλω δυο μέρες να προσαρμοστώ κι άλλες δύο να επανέλθω στο σημείο που ήμουν σαν αλλάζω κατεύθυνση γιατί σαν τον Μάιλς Ντέιβις η επανάληψη με σκοτώνει. Οι πρώτες δυο μέρες είναι οι πιο δύσκολες και τότε πρέπει να είμαι συνέχεια σε κίνηση κηνυγώντας τα αστικά και τα ταξί όπου μεσα στα τελευταία κάτι τύποι μου λένε για τα αμπέλια τους στο Κιλκίς που τα κλαδεύουν με αεροψάλιδα κι αφήνουν τα χόρτα κάτω από το κλήμα για να τρέφονται οι μύκητες και να μη κάνουν ζημιά στα βλαστάρια και στα σταφύλια.   Μου λένε και   για μια ποικιλία σταφυλιού που τη βρίσκεις μονάχα στη Βουλγαρία πια γιατί οι δικοί μας τα ξήλωσαν όλα τα παλιά χωράφια. Σε τέτοιες περιόδους συνήθως με σώζουν τα αστικά ειδικά αυτά που κάνουν διαδρομές στον ανοιχτό ορίζοντα όπως στην Ιωνία  όπου βλέπω κάτι ρυάκια με καθαρό νερό δίπλα στα διυληστήρια που εκτοξεύουν στον ουρανό φλόγες άσπρες και γαλάζιες. Αλλά και στα Μετέωρα είναι καλά τα βράδια με τα έρημα σπίτια εκεί ψηλά, μα και στο Βαρδάρη με τα φωτισμένα φρουτάδικα και τις γάτες που τριγυρνούν ανάμεσα στις αρχαίες πλάκες.
 Το καλοκαίρι κατεβαίνω στο κέντρο και χαζεύω τα καράβια που εκστρατεύουν φορτωμένα κόσμο  για τα νησιά και και κανένα παλαβό ανθρωπο ή σκύλο που δεν αντέχει τη ζέστη και βουτά στο Θερμαϊκό. Κάθομαι συνήθως στα σκαλιά του'' Ολύμπιον'' γιατί εκεί πάντα φυσά εξαιτίας λέει ενός φαινομένου που προκαλέιται όταν ο αέρας περνά μέσα από καμάρες και στοές.

 Όταν δεν έχω πολύ δουλειά βλέπω τηλεόραση κι αν μ' αρέσει κάτι δεν χάνω εκπομπή με τίποτα. Σε μια τέτοια περίοδο είχα ανακαλύψει τον Bear Grills στο DISCOVERY CHANEL και τον έβλεπα να τυρρανιέται κάτω στην ακτή των σκελετών 'οπου ξεβράζονται τα σιδερένια κουφάρια των καραβιών κι άλλοτε στη Φλόριντα να κυνηγά χελώνες και να τις ψήνει με το κέλυφός τους σε κάτι φωτιές ή στη Σιβηρία να λέει ιστορίες για κάποιον που τόσκασε από τα Γκουλάγκ και επιβίωσε σ' εκείνη την κόλαση εκεί πάνω. Τον έχω δει να βουτά σε κάτι λάκους ή να κυνηγά λαγούς στη Σκωτία, στην Ινδονησία να κλωτσά καρχαρίες πάνω σε μια σχεδία από μπαμπού , στην Ισλανδία να κολυμπά σε νερό από θερμές πηγές για να ζεσταθεί. Μ' αρέσει όταν βουτά με μια ανάποδη τούμπα από το αεροπλάνο και πέφτει σε κάτι χαράδρες που φοβάσαι να κοιτάξεις ή όταν πέφτει με τον ίδιο τρόπο σε καμιά παγωμένη λίμνη για να δροσιστεί στις ζούγγλες της Κεντρικής Αμερικής  κι όταν κοιτά το  κόκκινο ηλιοβασίλεμα που προμηνύει βαρομετρικές μεταβολές και αλλαγή του καιρού.

Φαντάζομαι ότι κι αυτός σαν εμένα προσπαθεί να ξορκίσει τα δαιμόνια που κουβαλά μέσα του και ρισκάρει συνέχεια γαι να παραμείνει ζωντανός και γεμάτος και πρέπει να ήταν πολύ τυχερός τότε που προσπαθούσε να κατέβει από ένα αεροπλανάκι το οποίο έτρεχε σ' ένα πλάτωμα κάπου στην Αλάσκα.  Είχαν σπάσει τότε οι άξονες των τροχών προσγείωσης και παραλίγο να γίνει λιώμα.

Γιατί το άλλο παλληκάρι το αρχαίο που προσπαθούσε κι αυτό να διώξει τους δαίμονες που το κυνηγούσαν με τη μορφή δρακόντων θυληκών για να το σύρουν στον κάτω κόσμο, δεν τα καταφερε. Κι όπως λέει ο αρχαίος ποιητής οι άξονες σ' ένα άλλο όχημα δεν άντεξαν σ' εκείνο το στάδιο όπου το παιδί έτρεχε με τα άλογα τα Θεσσαλικά κι έσπασαν κι ο κόσμος έβγαλε κραυγή αγωνίας όπως τον έσερναν στον αμουδερό στίβο.

Τρίτη 28 Φεβρουαρίου 2012

ΚΑΘΑΡΗ ΔΕΥΤΕΡΑ

Στην Εθνική οδό, στο δρόμο της Εγνατίας , συνθήματα και βρισιές απάνω στα τσιμέντα όπου και να γυρίσει το μάτι σου. Στο Στρυμονικό κόλπο κυρτά ρεύματα σχηματίζονται, στις σήραγγες δεν έχω σημα στο ραδιόφωνο, στους  ξερούς χειμάρρους χαλίκια στρογυλλά άσπρα και μαύρα σαν αυτά που πήρε ο Δαυίδ για να σταθεί αντίκρυ στον γίγαντα, και στα βράχια το νερό φτιάχνει κοιλότητες σαν ποτίστρες όπως τρέχει ασταμάτητα.  Τα στάρια καχεκτικά όπως πάντα σ' αυτόν τον τόπο και πέτρες παντού στις στέγες των σπιτιών, στους τοίχους , στα εγκαταλειμένα νταμάρια, και στα χωράφια που κάθε χρόνο γεννούν καινούριες όσες κι αν βγάλεις όσα τοιχώματα κι αν υψώσεις. Στο Στρυμόνα  τα δέντρα ρίχνουν τη σκιά τους στο ποτάμι , πιο πέρα μερικές αμυγδαλιές τολμούν να ανθίσουν  εκεί έξω από τη Γαληψό όπου είχαν αποικία οι Αθηναίοι έναν καιρό. Δεξιά κι αριστερά ελιές καρατομημένες κι άλλες καψαλισμένες από την παγωνία που τις έδερνε όλο το Χειμώνα. Αετοί στέκονται πάνω σε πασσάλους, καλαμιές καίγονται, μπάζα πεταμένα παντού, σκύλοι τριγυρνούν στις ερημιές, γάτες σκοτωμένες στο οδόστρωμα  κι ένα φαράγγι όπου στούκαρε ένα μηχνάκικοντά σ' ένα χωριό όπου σε μια ντισκοτέκ στάθηκε κάποτε ένα κορίτσι ξανθό μπροστά μου αλλά εγώ ήμουν στον κόσμο μου από τότε, σ' εκείνο το μέρος όπου κυκλοφορούσαν πιοτά πολύχρωμα και την ατμόσφαιρα με τα δαχτυλίδια του καπνού έτεμναν δέσμες φωτός καθώς κάτι πιτσιρικάδες μπέρδευαν το κεφάλι με τα πόδια κάνοντας ακροβατικά νούμερα.

Στο χωριό ο αδερφός μου μου δείχνει πόσο δυνατός είναι σηκώνοντας τον πατέρα μου σα κούκλα κι ο τελευταίος, στα ταλευταία του,γελά . Υστερα ο αδερφός μου μου λέει ιστορίες για τότε που πήγαιναν στο Μοναστήρι με κουβέρτες στον ώμο όπου  η πάχνη έπεφτε βαριά τον δεκαπενταύγουστο κι όλη τη νύχτα ακούγονταν από ένα φορτηγό ο Μπιθικώτσης '' και τώρα τρελλοκόριτσο γελάς'' αντιλαλώντας στα λαγγάδια ώσπου άδειασαν οι μπαταρίες. Μου λέει και ιστορίες για ένα ηλεκτρόφωνο που έπαιζε σ' ένα καφενείο το '' κουταλάκι'' και τον ''τρελλό ''με τους παλιούς να χορεύουν αργά κι άλλους να μεθούν και να ξαπλώνουν στο δρόμο κι άλλλους να πίνουν γκαζόζες σε μια καντίνα το καλοκαίρι κάτω στα χωράφια με τα καλαμπόκια εκεί όπου κάποτε ο πατέρας μου έβγαλε τα ρούχα του και κολύμπησε απέναντι για να σβήσει μια φωτιά. Εγώ δεν έμαθα ποτέ να κολυμπώ στις γκιόλες όπου επέπλεαν τα φυτοφάρμακα μου φάνηκε όμως κάποτε ότι είδα ένα φίδι πολύ μεγάλο πίσω από κάτι θάμνους κίτρινους να σέρνει την κοκκινωπή ουρά του και να χάνεται.

Σ' ένα άλλο μέρος μια φίλη μου είπε άλλες ιστορίες για τον παππού της που τον σκότωσαν σε μια χαράδρα και για ένα κοριτσάκι που έτρεχε κατατρομαγμένο στην κατηφόρα ενός βουνού και για ένα άλλο κορίτσι που φοβούνταν τους φαντάρους της επιστράτευσης το Εβδομήντα Τέσσερα  οι οποίοι είχαν κατακλύσει ένα στάδιο κι ακούγονταν ότι επιτίθονταν στις γυναίκες  τη νύχτα γι αυτό και το κορίτσι αμπάρωνε πόρτες και παράθυρα και κάθονταν μοναχό του στα σκοτεινά.

Στο γυρισμό η θάλασσα ήταν γκρίζα και λασπωμένη, λίγα χιόνια στις κορφές, μερικές ανεμώνες στις πλαγιές και στην Καβάλα κάτω από τα κάστρα , ανατολικά, το κύμα εσκαγε άσπρο πάνω στα βράχια  θύμιζοντας Άθω. Ένα τραγούδι στο αυτί μου ''please don't take my mind'' κι ένα κορίτσι δίπλα μου με νύχια βαμένα σαν κοράλια κινηματογραφεί την διαδρομή στο κινητό σα να γυρίζει ταινία

Στο Δερβένι το λεωφορείο ανέβηκε αγκομαχώντας, ζυγιάστηκε για μια στιγμή κι ύστερα γκρεμίστηκε με φόρα κατά το Τιτάν για να βυθιστεί ση θάλασσα του τσιμέντου.

Δευτέρα 27 Φεβρουαρίου 2012

ΣΤΕΝΕΣ ΕΠΑΦΕΣ

Στα αστικά προσέχω τα κορίτσια σαν ανεβαίνουν όταν σχολάνε απ' το γυμνάσιο. Κουβαλούν κάτι τσάντες με σχέδια , έχουν πιαστράκια χρωματιστά στα μαλιά ,δαχτυλίδια στον αντίχειρα και στον δείκτη, κάτι μικρά ρουμπίνια για σκουλαρίκια, φορούν γαλάζια γυαλιστερά μπουφάν και κάτι παπούτσια που φωσφορίζουν, έχουν σιδεράκια στα δόντια και κρατούν κινητά αφής με τα αγόρια τους που έχουν στα μαλιά καρφάκια. Όταν θέλουν να κατέβουν τινάζουν τα μαλιά  έξω από το μπουφάν με μια κίνηση  , φορούν κάτι πράσινους σκούφους , ανεβάζουν το φερμουά κι όλα αυτά με μια χάρη που μου σπάει τα νεύρα και σκέφτομαι πως το κάνουν. Τα αγόρια βάζουν φουλ φέις, παριστάνουν τους Παλαιστίνιους τρομοκράτες και φορούν κάτι παπούτσια ολόασπρα. Στους κερματοδέκτες χέρια διάφορα άλλα λευκά κι άλλα γερασμένα και μια γυναίκα  ευγενική δίπλα μου μου λέει '' πρέπει να πάτε διακοπές''.

 Μέσα στα λεωφορεία μπαίνουν διάφοροι περίεργοι. Κάποιος φωνάζει ''Μετανοείτε'' κάτι άλλλοι με πληγές στο πρόσωπο και βλέμμα δολοφονικό σαν τους φονιάδες στον Μακμπέθ  ζητούν καυγά, Γεωργιανοί γαλανομάτηδες σου λένε για τη νοθευμένη  δόση που πρέπει να βρούν στο Δενδροπόταμο,κι άλλοι σεληνιασμένοι σωριάζονται στα καθίσματα έτσι ξαφνικά ενώ οι επιβάτες τρέχουν να τους συνεφέρουν αδειάζοντας μπουκάλια με νερό.  Οι άνθρωποι έρχονται πολύ κοντά, οι ανάσσες μυρίζουν, θερμοκρασίες ανεβαίνουν, καποιοι δεν αντέχουν και ξεσπάνε από τα ανοιχτά παράθυρα. Απ' το παράθυρο βλέπω έξω από τα μανάβικα τα φρούτα και στις κατηφόρες της Νεάπολης όπως ο ήλιος φωτίζει τις κεραίες στα μπαλκόνια η αντηλιά με τυφλώνει. Εκεί πάνω δεν έχω σήμα και δεν μπορώ να ακούσω τους Water boys αλλά στην παραλία τους ακούω καθαρά '' all you' ve got to do is surrender'' καθώς κοιτάζω τα ζευγάρια να σπρώχνουν καροτσάκια και σκύλους να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα όπως στους πίνακες των ιμπρεσσιονιστών. Στα αμάξια παιδιά κολημένα στο τζάμι, οι τροχοί γυρνούν σα δαιμονισμένοι και τα πουλιά πετούν παράλληλα σαν να τα συναγωνίζονται. Στα φαράγγια  του μετρό κάτι μπουλντόζες μέσα στη λάσπη και κάπου στα πανεπιστήμια ένα μηχάνημα σκάβει μέρα νύχτα βγάζοντας ομοβροντίες μαύρου καπνού. Στην Εγνατία πράσινοι σταυροί αραδιασμένοι έξω από τα φαρμακεία, στα γραφεία κηδειών διαφημίζονται αίθουσες νεκροστασίου πολυτελείς, ένας τύπος κουβαλά με τη μηχανή άσπρα στεφάνια για μια κηδεία κι έξω από τα μαγααζιά βλέπεις κάτι επιιγραφές παράξενες ''στηθόδεσμοι μαστεκτομής'', ''τακτοποιήσεις αυθερεσιών''' κηδείες από χίλια ευρώ'' και μια υπέροχη στη Βασιλίσσης  'Ολγας '' Σχολή τυφλών ο ήλιος''. Σε μια τρύπα  τεχνικοί του ΟΤΕ φτιάχνουν τα καλώδια εκεί κάτω όπου μερδεύονται χιλιάδες φωνές και κραυγές. Κάτι Ζητάδες συμπληρώνουν ένα δελτίο στοιχήματος κάπου στην Ιωνία , μια μηχανή βρυχάται άγρια και στην άλλη άκρη της πόλης στο,  αεροδρόμιο τα αεροπλάνα περνούν πάνω απ' τοκεφάλι σου το βράδι δείχνοντας την κοιλιά τους. Τα φωτάκια στους αεροδιάδρομους σχηματίζουν φωτεινά ποτάμια που ξεχύνονται κατά τη θάλασσα, στο πάτωμα του αστικού μια τρύπα  που μπορεί να σε καταπιεί ανά πάσα στιγμή όπως κοιτάς την άσφαλτο από κάτω σου. Στην ανηφόρα του Τρίλοφου ένας δρόμος ανηφορικός σαν αυτόν στην αφίσσα της ταινίας ''Στενές επαφές τρίτου τύπου''  με μια λωρίδα άσπρη στη μέση σε βγάζει στον άλλο κόσμο.

Παρασκευή 24 Φεβρουαρίου 2012

ΟΛΟΙ ΑΥΤΟΙ

Ο Υβ   Μοντάν λέει ότι μπορούσε να καθήσει στην κουζίνα του πατρικού του  μοναχός του για ώρες πολλές χωρίς πρόβλημα . Νομίζω ότι και γω κάπως  έτσι είμαι γιατί δε με πειράζει αν δε μιλήσω για ώρες ή και μέρες  σε κανένα κι αν μείνω μόνος ακόμα και Πάσχα ή Χριστούγεννα κι ολόκληρο το Καλοκαίρι αν χρειαστεί. Στο  στρατό θυμάμαι ότι όλοι απόφευγαν και φοβούνταν τη σκοπιά ενώ εγώ πήγαινα ευχαρίστως κι ήμουν χαρούμενος γιατί θα μπορούσα να σκεφτώ επί ώρες με την υσηχία μου κι ένα ραδιοφωνάκι. Τη μοναξιά την αναλύω συνέχεια κι είναι ένα μυστήριο για μένα που μάλλον δεν θα λύσω ποτέ.
  Από την άλλη όμως τι θα γινόμουν χωρίς όλους αυτούς όπως λέει κι ο Σοστακόβιτς. Τι θα γινόμουν χωρίς εκείνον τον παππού με την ωραία προφορά που μου είπε ''σήμερα το χρειαζόμουν '' όταν του έδωσα τη θέση στο αστικό και τον άλλο τον παππού με το σακατεμένο πόδι που μου είπε για τον ίδιο λόγο ''είσαι λεβέντης''. Τι θα γινόμουν δίχως τον Νίκο που μου δείχνει τα φρέσκα ψάρια στη λαική - ποτε δεν θα τα μάθω- και τα καλά φρούτα. Τον Δημήτρη,  απ' τα καλύτερα μυαλά που έχω συναντήσει,που αγοράζει τα βιβλία μου κι ας μη τα διαβάζει κι η μητέρα του μούδωσε ένα μάτσο τσάι του βουνού που μοσχοβολούσε κι ήπια τα λυσσιακά μου όλο τον παγωμένο Χειμώνα. Τι θα γινόμουν δίχως την κυρία  Δήμητρα που μου ετοιμάζει κάθε Κυριακή  ένα τσάι από διάφορα βότανα σ' ένα κανάτι γυάλινι όλο ατμούς και μου βγάζει γλυκά από το ταξίδι της στο Παρίσι  και καθόμαστε στο σπίτι της στην Καλαμαριά κοιτάζοντας στο μπαλκόνι μήλα και φρούτα και χρυσάνθεμα και τα κάστρα απέναντι όπου με περιμένει το επόμενο ιδιαίτερο. Τι θα γινόμουν χωρίς τη Χριστίνα που με έμαθε να αγαπάω τα Αγγλικά, εμένα που δεν ήξερα πως προφέρεται το Yale, που έκανα δέκα χρόνια να τελειώσω τη σχολή κι έβγαλα το ψωμί μου μ' αυτή τη γλώσσα. Τι θα γινόμουν χωρίς την κυρία Μαρίνα που μούφερε κάποτε έναν μουσακά απίστευτο και την Αγγελική που της πληρώνω το ενοίκιο όποτε νάναι κι αυτή με στέλνει τα μεσάνυχτα να ψάξω μια διαρροή στο ανοίκιαστο διαμέρισμά της και την Ανθή που μου έφτιαξε το μπλογκ για να βγάζω τα εσώψυχά μου και που πληκτρολογεί με τα δαχτυλάκια της, το μωρό μου τα ελεεινά μου γράμματα. Τι θα γινόμουν χωρίς τον Θόδωρο που μου γράφει'' είμαστε μαζί σου'' , αυτόν το σκύλο που πήρε το proficiency μοναχός του χωρίς καμιά βοήθεια με τέσσερα παιδιά και δουλειά-δε γίνονται αυτά- την κυρία Πόππη που δουλεύει στη Νεοχωρούδα σφάζοντας και τεμαχίζοντας κοτόπουλα  τη νύχτα με τους Πακιστανούς κι ένα πρωινό τράκαρε μ' έναν μεθυσμένο στην περιφερειακη του Ευόσμου. Τι θα γινόμουν χωρίς τη Βάσσω απ' τη Χρυσούπολη , εκεί όπου  κάτι παλληκάρια χορεύουν Ρέγγε και πιο αργά ζειμπέκικα και στροβιλίζονται χαμογελώντας με το κεφάλι ψηλά σε κάτι υπόγειες ντισκοτέκ,  εκεί όπου κολυμπούν ανάμεσα σε καλαμιές και τα κανάλια έχουν κλίση επικίνδυνη καθώς κατεβάζουν τα αφρισμένα νερά, εκεί όπου τα παιδιά σκοτώνονται σαν βγαίνουν από τις καφετέριες κι άλλοτε , τα ξημερώματα στη διαστάυρωση της Εγνατίας, στο δρόμο για την Κωνσταντινούπολη σκορπίζουν τα κομάτια τους στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα και κανείς δε λέει τίποτα για όλους αυτούς.
 

ΗΛΕΚΤΡΟΣΟΚ

Οι φίλοι μου λένε να ανεβάσω καμιά φωτογραφία στο facebook  αλλά εγώ έχω ξεμείνει. Όταν χώρισα η γυναίκα μου σήκωσε όλο το αρχείο μαζί μ' ένα χάρτη της Ελλάδας  οδικό, τα c.d. του Σοπέν και του Μπέττυ Μπλού κι εκείνο  το ηλεκτρικό πιστολάκι που με είχε χτυπήσει μια φορά όταν τό πιασα με βρεγμένα χέρια. Πήρε τότε κάτι φωτογραφίες που είχαμε βγει δίπλα σε μια ποτίστρα έξω από το χωριό μου όπου όλα ήταν χαμένα μέσα στην υγρασία και την ομίχλη κι αυτή φορούσε μια φόρμα κόκκινη. Μούχει πάρει και κάτι βιντεάκια εκεί όπου τρέχω σε μια αλάνα δίπλα στο λιοντάρι της Αμφίπολης που ξέθαψαν από το βούρκο του Στρυμόνα και καρτερεί τα μαγικά λόγια για να ορμήσει άγριο από το βάθρο του. Και κάτι άλλα βιντεάκια μούχει πάρει να παραμιλώ στον ύπνο μου κι ένα άλλο απ'την Κεραμωτή σε μια ταβέρνα με ψάρια κόκκινα και τον αέρα να φυσσά όπου άκουγα τη φωνή μου όπως την ακούν οι άλλοι κι ένιωθα σα να ήμουν μέσα σε ταινία. Μες τη βιασύνη της όμως έχει αφήσει κάτι άλλες παλιότερες από το Πόρτο Κουφό με τη θάλασσα να ρυτιδώνει πίσω μας , τον βραχώδη λόφο να πρασινίζει όπως προχωρά η Άνοιξη εκεί κάτω στο φυσικό λιμάνι , ένα καραβάκι και κάτι ψάθινες κατασκευές μες τη θάλασσα.
   Είνα και κάτι άλλες φωτογραφίες που ' αρέσουν και που πρέπει να τις σκανάρω για να τις ανεβάσω κάποια στιγμή όπως αυτή που με δείχνει να κλείνω τα μάτια απέναντι στο ανελέητο φως του ήλιου κάπου στη Μεθώνη στις Αλυκές και μια άλλη ψηλά πάνω από το Στρατώνι και κάτι άλλες από τα αυτόματα μηχανήματα όπου προσπαθώ να μείνω σοβαρός αλλά με πιάνουν τα γέλια και πάει ακόμα μια φωτογραφία.
   Εκτός όμως από τις δικές μου είναι και κάποιες που είναι από τις αγαπημένες μου, αυτές που δείχνουν τα ανήψια μου μικρά με τα μαγιουδάκια τους σ΄ένα βράχο κάπου στη Θάσσο με μια κόκκινη λαστιχένια βάρκα μπροστά τους, μια άλλη που δείχνει τη μάννα και τον πατέρα μου στα  Μετέωρα κι ο τελαυταίος πίνει νερό από μια κούπα μπακιρένια σε μια βρύση με κάτι λουλούδια πορτοκαλιά και μια άλλη που δείχνει το Σίμο,  στην ακμή του τότε, μαζί με τ' άλλα παιδιά  στη Μονή Βλατάδων με τα τσιμέντα της πόλης και κάτι καλώδια από κάτω.
 Θα ήθελα πολύ να βρώ και τις φωτογραφίες μ' έναν τύπο που κρατούσε τη σημαία του ΠΑΣΟΚ πάνω σε μια μηχανή εκεί κάπου στη δεκαετία του ογδόντα και μια άλλη που τον δείχνει σα προλετάριο πλάι σ' ένα δράπανο σ' ένα μηχανουργείο με τα μπράτσα γεμάτα γράσσο,  όμως αυτός τις έκαψε ένα βράδι γιατί τούφερναν μελαγχολία αφόρητη.
 Ευτυχώς μου έμειναν κάτι ασπρόμαυρες παλιές με τον παππού μου τότε που δούλευε στην αρχαιολογία και είχε βρει σε μια κρύπτη έξω από τα τείχη κάτι νομίσματα ασημένια και μια άλλη που δείχνει τη μάννα μου νύφη κι είναι κούκλα και μπουμπούκι- το ορκίζομαι- και μια ακόμα πιο παλιά που τη δείχνει έξω από το νοσοκομείο της Καβάλας τότε που έκανε θεραπείες γιατί κάτι δεν πήγαινε καλά με το μυαλό της και την τρελλάνανε στα ηλεκτροσόκ.
 

Πέμπτη 23 Φεβρουαρίου 2012

ΑΡΑΧΝΟΕΙΔΕΣ

Στο δρόμο για την ΙΚΕΑ  ένας τρελός λικνίζεται μπροστά από τα αυτοκίνητα μιλώντας στο κινητό. Ψηλά στον ουρανό αεροπλάνα πετούν κατα το βοριά και κατα τον νοτιά χαράζοντας άσπρες γραμές πανω στο γαλάζιο. Εκεί κάπου στην αφετηρία των αστικών είχα αρρωστήσει από μοναξιά ένα Σάββατο βράδι καθώς ο ήλιος έφτιαχνε μια κολόνα πορφυρή στο Θερμαικό και καταποντίζονταν πίσω από τον Όλυμπο. Στη Μουδανίων μια σήραγγα βγάζει στο δρόμο της Χαλκιδικής και κάπου μακριά ένα τζάμι αστράφτει όπως το χτυπούν οι τελευταίες ακτίνες. Ο Βαρδάρης κατεβαίνοντας από την κοιλάδα του Αξιού σκάει με μανία πάνω στην Περαία και στην Μηχανιώνα. Μέσα στο αστικό οι φωνές μπερδεύονται στον ασύρματο όπως κάποιοι ψάχνουν τσάντες τηλέφωνα κι ανθρώπους σαλεμένους που χάθηκαν ψάχνοντας το πατρικό τους που έχει γκρεμιστεί από χρόνια.
 Στην πολυκατοικία μου μια γιαγιά έχει πεθάνει αφού την τσίμπησε ένα πράγμα περίεργο κάτι σαν αραχνοειδές σε μια μικρή φλεβίτσα του μυαλού κι έμεινε όλη νύχτα ξαπλωμένη ανάσκελα στη κουζίνα. Τις επόμενες μέρες η κόρη της αδειάζει το σπίτι και κρατά κάτι φωτογραφίες φθαρμένες, στεφάνια που έχουν χάσει το λευκό τους χρώμα , ασημένια μαχαιροπήρουνα, κάτι βιβλιαράκια παλιά με την Καινή Διαθήκη, λουλούδια αποξηραμένα ένα μεγάλο δοχείο μ' ένα υγρό χρωματιστό και βύσσινα μέσα για να γίνουν πιοτό και μια ραπτομηχανή μέσα σε θήκη ξύλινη σκαλιστή, ωραία. Ήξερα τη γιαγιά και τον άντρα της που σακάτεψε τη μέση του σηκώνοντας μια πλάκα νεκρική στα νεκροταφεία της Ευαγγελίστριας όπου δούλευε, αυτόν που οδηγούσε το φορτηγό στον παλιό δρόμο της Κοζάνης και του Σαρανταπόρου πριν ανοίξει η καινούρια Εθνική οδός και συναντούσε πάντα χιόνια το Χειμώνα στο Μπράλλο.
    Το βράδυ οι έλικες των κλιματιστικών από τα άδεια διαμερίσματα γυρίζουν στον άνεμο κι ένα κοπάδι γάτες πήδά από μπαλκόνι σε μπαλκόνι σ' ένα σπίτι  εγκαταλειμένο με μια ζούγγλα από κισσούς ξεραμένους. Πίσω από τον τοίχο του σπιτιού μου ένα διαμέρισμα , άδειο τώρα μ' ένα μετάλιο σιδερένιο απ' τον πόλεμο της Μικρασίας κρεμασμένο στον τοίχο και μια κουζίνα όμορφη με σχήματα ρόμβων στα χρωματιστά πλακάκια ασταφτερά χερούλια και καφετιά ξύλινα ντουλάπια, εκεί όπου με έβαζε να φάω μια άλλη γιαγιά, σ' ένα μακρύ τρπέζι κάτι ψάρια μεγάλα προτού ένα πράγμα της φάει το μυαλό και πια δεν με θυμάται.
Στο internet cafe όπου πάω κορίτσια με σιδεράκια στα χείλια και στα φρύδια στέκονται μπροστά σε οθόνες. Στον υπολογιστή κάποιος μπαίνει και πειράζει τα κείμενά μου και βλέπω κάτι φωτογραφίες που ανεβάζει η Χριστίνα από την παραλία με μια παράξενη φωτεινή κηλίδα σα μαύρη τρύπα σε μία γωνία. Στη Δελφών ένας τραυματίας κείτεται σκεπασμένος μπροστά σε κάτι ρόδες και περιμένει το ασθενοφόρο, ένας βλοσυρός αστυνομικός σα το δικαστη Dread ρυθμίζει την κίνηση. Ένα μαύρο mercedes κάνει αναστροφή και μπαίνει σε ένα σκοτεινό στενό γεμάτο λακούβες σα να έχει βομβαρδιστεί κι ένα τρίκυκλο προϊστορικό αποσυντίθεται καθώς κινείται ενώ κομμάτια από λαμαρίνες πέφτουν στο δρόμο.
Τηλεφωνώ στο σπίτι για να δω αν έχω μονάδες στο κινητό και κάποιος άγνωστος σηκώνει το τηλέφωνο, παίρνω το ασανσέρ κι όταν ανοίγω την πόρτα ένας τοίχος βγαίνει μπροστά μου. Στο διαμέρισμά  ένα μαύρο λάστιχο πίσω από το πλυντήριο σα φίδι κουλουριασμένο, κάτι όνειρα με τη γιαγιά που πέθανε πάνω από ένα μεγάλο τραπέζι, σαν αυτό της άλλης γιαγιάς να φωνάζει "έλα". Σηκώνομαι, ανοίγω το παντζούρι, κάτι πυροτεχνήματα στο κέντρο, ένα αεροπλάνο πάει κατά το ααεροδρόμιο αλλά ξαφνικά αλλάζει πορεία κι έρχεται κατά πάνω μου με τον όγκο του να μεγαλώνει τρομαχτικά καθώς πλησιάζει δε γίνεται κάποιο αραχνοειδές πρέπει να στριφογυρίζει μες τα αυλάκια του μυαλού μου.

Τετάρτη 22 Φεβρουαρίου 2012

ΠΥΛΕΣ ΤΗΣ ΚΟΛΑΣΗΣ

Ένα απ' αυτά τα πρωινά διάβασα την ''Αποκάλυψη'' του Ιωάννη.  Μερικά σημεία μου έκαναν μεγάλη εντύπωση.
Είδε λέει ένα όραμα με κάποιον που είχε όψη ''σαν τον ήλιο εν τη δυνάμει αυτού'' και η φωνή του ακούγονταν σαν βοή απο νερά πολλά.  Σαν άνοιξαν οι σφραγίδες εμφανίστηκε ένα άλογο χλωρό με καβαλάρη τον Άδη και τον Θάνατο κατόπι του.  Τα άστρα του ουρανού έπεσαν στη γη, το στερέωμα εξαφανίστηκε σαν βιβλίο που τυλίγεται κι όλοι οι πλούσιοι και οι ισχυροί χώθηκαν στα σπήλαια και στις πέτρες των ορέων. Ύστερα ήρθε ο άγγελος κι έριξε κάρβουνα αναμένα στη γη κι άλλος άγγελος άρχισε να σαλπίζει και ρήμαξε το σύμπαν από χαλάζι και φωτιά κι άλλος άγγελος σάλπισε λέει κι ένα άστρο φλεγόμενο που λέγονταν Άψινθος έπεσε σα λαμπάδα στα ποτάμια και τις πηγές για να κάνει πικρό το νερό τους κι ένα βουνό μεγάλο ρίχτηκε στη θάλασσα . Μετά άλλος άγελλος με το κλειδί της αβύσσου άνοιξε ένα πηγάδι απ' όπου βγήκε καπνός που σκοτείνιασε τον ήλιο και βγήκαν κάτι τέρατα με αρχηγό τον βασιλιά της αβύσσου. Ύστερα λέει για μια γυναίκα που είχε ''ως ένδυμα τον ήλιο'' και το φεγγάρι στα πόδια της και γέννησε ένα παιδί αρσενικό μα φάνηκε ένας δράκος απειλητικός που η ουρά του έσυρε ένα αστέρι και τό ριξε στη γη αλλά ο Μιχαήλ με τους άλλους αγγέλους τον συνέτριψαν και  έριξαν κάτω αυτό το ''αρχαίο φιδι''. Κι όταν πήγε να κυνηγήσει τη γυναίκα με το παιδί της δόθηκαν ''δύο πτέρυγες του αετού  του μεγάλου '' και  κατέφυγε στην έρημο και σαν έριξε νερό ξοπίσω της το φίδί, η γη άνοιξε το στόμα της και κατάπιε το ποτάμι. Τότε λέει βγήκε από τη θάλασσα ένα θηρίο που έμοιαζε με λεοπάρδαλη και έιχε κεφάλια πολλά με μια πληγή θανάσιμη σε ένα από αυτά. Ένας ακόμα άγγελος έριξε το δρεπάνι του και θέρισε τα σταφύλια της γης για να τα βάλει στο πατητήρι του θυμού του θεού απ' όπου έτρεξε αίμα που έφτασε ως τα χαλινάρια των αλόγων.  Οι άνθρωποι υπέφεραν και δάγκωναν τις γλώσσες τους από τον πόνο κι οι έμποροι της γης δεν μπορούσαν να πουλήσουν πια κρασια, λάδι, σιμιγδάλι, άλογα, μαργαριτάρια και ψυχές ανθρώπων.Ένας τελαυταίος άγγελος σήκωσε μια μεγάλη μυλόπετρα και την έριξε στη θάλασσα για να γκρεμισει την αμαρτωλή Βαβυλώνα και στο τέλος εμφανίζεται ένας ακόμα φτεροφόρος με το κλειδί της αβύσσου και μια μεγάλη αλυσίδα στο χέρι και ρίχνει το''αρχαίο φίδι'' στα τάρταρα για χίλια χρόνια.                  
Όπως τελειώνει η ''Αποκάλυψη'', δεν κατάλαβα καλά αλλά νομίζω ότι ο βασιλιάς της αβύσσου θα ξαναβγεί κάποια στιγμή για να σκορπίσει  τον όλεθρο.

Ίσως όμως έχει ήδη βγεί και το βλέπεις στα τρομαχτικά παραμορφωμένα πρόσωπα των τραυματισμένων στρατιωτών που πολεμούν ανά τον κόσμο, στα πρόσωπα των ετοιμοθάνατων  που τους σταυρώνουν ιερείς για τελαυταία φορά στη μέση του δρόμου, σε συντρίμια αεροπλάνων με βουνά καπνού ν' ανεβαίνουν από πανω τους, σε σωρούς κρανίων που ανακαλύπτονται μέσα σε λάκους και σε κάτι εικόνες απόκοσμες όπου κάποιοι ετοιμάζονται να μπουν σε γειτονιές μεγαλουπόλεων τη νύχτα που μοιάζουν με πύλες της κόλασης. Το βλέπεις σε κάτι τρένα ανατιναγμένα στην Ισπανία και σε κάτι νταλίκες που συγκρούστηκαν μ' ένα κοπάδι πρόβατα σε μια γαλαρία τη Γερμανίας . Στο φακό του ματιού  ενός Αφρικανού όπου  αντικατοπτρίζονται  φλόγες - παντού φλόγες και λάμψεις κι εκρήξεις - που πυρπολούν μια πετρελαιοπηγή, στις γέφυρες που καταρέουν και στα αμάξια που βυθίζονται καπου στο Μισσισσιππή  και σ'έναν πύραυλο που πιάνει ο δορυφόρος να φεύγει από τη Βόρεια Κορέα για να τα κάψει όλα.

Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Τώρα σαν τελειώνει ο Χειμώνας κι ετοιμάζεται να μπει η Άνοιξη και τη  βλέπεις στα μάτια των κλαδιών της λεύκας που ετοιμάζονται να σκάσουν, νομίζω ότι είναι ώρα για ένα ταξίδι στο χωριό , να δω τη μάννα και τον πατέρα μου όσο ζούνε ακόμα και να μη την πατήσω όπως ο Μάιλς Ντέιβις που δεν διάβασε το τσαλακωμένο χαρτάκι όπου ο πατέρας του έγραφε  '' Μάιλς όταν διαβάζεις αυτά τα λόγια θα έχω πεθάνει''. Είναι καιρός να δω τα στάρια που μεγαλώνουν και κυματίζουν σε κάτι μέρη όπου πετούσαμε χαρταετούς και πηγαίναμε σε κάτι γιορτές στο σχολείο όπου κερδισα κατι μολύβια χρωματιστά και βλεπαμε σ' ένα καφενείο μια ταινία παλιά από ένα μηχάνημα που αγκομαχούσε με τον Αβραάμ να βάζει το μαχαίρι στο λαιμό του τρομαγμένου παιδιού όπως στον πίνακα του Καραβάτζιο. Καιρός να πάω σε κάτι ξέφωτα κοντά σε μια βρύση χαλασμένη που έτρεχε νερό και δίπλα της φύτρωναν χορτάρια  όπου χανόμουν διαβάζοντας κάτι κόμικς με ανθρώπους που μεταμορφώνονταν σε ερπετά κι ήμουν πλάι σε κάτι λουλούδια μαβιά και κίτρινα που φύτρωναν τέτοια εποχή μέσα από βολβούς  κάτω από το χώμα. Καιρός να θυμηθώ κάτι σπίτια στην άκρη του χωριού όπου κάποτε ο πατέρας μου σκότωσε ένα φίδι τυφλό και μας το έδειχνε, εκεί κοντά σε μια συκιά που έκανε το καλοκαίρι  τα καλύτερα και τα πιο γλυκά σύκα. Καιρός να θυμηθώ κάτι προσκυνητάρια σε μια εκκλησία με εικόνες παλιές στεφανωμένες με κρίνους κι αγριολούλουδα ένα απόγευμα που  το φώς έμπαινε από κάτι παράθυρα  με γυαλιά χρωματιστά κι όλα γίνονταν άυλα και μαγικά, ένα βουνό πάνω στο οποίο ανέβηκα ένα πρωί και είδα νερό να γυαλίζει καπου μακριά λέγονατας από μέσα μου ''αυτό πρέπει να είναι η θάλασσα'' και τα άστρα τη νύχτα στον καθαρό ουρανό.
 Καιρός όμως να θυμηθώ και την αδελφή ψυχή τον Α. Π. Τσέχοφ που τέτοια εποχή καθώς έλιωναν οι πάγοι στο Βόλγα άρχιζε να πνίγεται στο αίμα που έβγαινε πίδακας απο το λαιμό του  σαν άρχιζαν να τον τυρρανούν τα συμπτώματα της φυματίωσης.Έτρεχε τότε να βρει την Λύντια Αβίλοβα μες τον χαλασμό των Ρώσικων καταιγίδων κι ο γιατρός του απελπισμένος έλεγε στην καημένη την Αβίλοβα '' μα για σας κόντεψε να πεθάνει ;'' αλλά έτσι είναι γιατρέ άμα αγαπάς. Τον Τσέχοφ που κάθονταν κι έβλεπε στο ταχυδρομείο τα γράματα που κουβαλούσαν τις σκέψεις των ανθρώπων σ' όλα τα μήκη της γης κι έλεγε '' Μα δεν είναι υπέροχο;'' και που άμα ζούσε σήμερα , το ξέρω καλά, θα έβλεπε τις συνομιλίες και τα μυνήματα να ταξιδεύουν στον αέρα μέσα απο καλώδια και δορυφόρους και να διασταυρώνονται στους ουρανούς του κόσμου σαν πολύχρωμα λέιζερ που παίζουν τον πόλεμο των άστρων στους αιθέρες.

Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2012

ΣΧΙΣΤΟΜΑΤΗΔΕΣ

Ο φίλος μου ο Κώστας που έχει μαγαζί με τα καλύτερα γυναικεία ρούχα στην Τσιμισκή - όποια ενδιαφέρεται μπορώ να δώσω πληροφορίες- δεν τους χωνεύει γιατί έχουν πλημμιρίσει τον τόπο με τα προιόντα τους και τους λέει σχιστομάτηδες. Σ' ένα κινέζικο που του έφεραν ξυλάκια τους έιπε ''πάρτε τα από δω αυτά'' και προτιμά  τους καβουρμάδες που φέρνουν στο τραπέζι στην Πάνδοσσο της Κομοτηνής. Εγώ πάλι δεν ξέρω πολλά  από εμπόριο και τέτοια αλλά σε μια νόστιμη Κινεζούλα που με κοιτά έξω από ένα φροντιστήριο θα την πέσω καμιά ώρα για να τη ρωτήσω μερικά πράγματα για κείνη τη μεριά του πλανήτη. 'Εχω δει βέβαια μια ταινία μαγική στη nova τότε που είχα σύνδεση,  το ''MONGOL'' με κάτι τοπία απο τις Ασσιατικές στέππες που λες ότι δε γινεται να υπάρχουν. Θυμάμαι λίγο την ιστορία με κάτι παιδάκια που τα παντρεύουν γιατί ετσι ήταν το έθιμο. Κι ύστερα από χρόνια το αγόρι επιστρέφει για να ξαναβρεί το κορίτσι με τα κόκκινα μάγουλα και κείνη του λέει ''Το ήξερα πως θαρχόσουν'' που στο διάβολο είναι μια τέτοια γυναίκα σαν εκείνες τις παλιές που αγαπούσαν για μια ζωή. Mετά θαρρώ αυτόν τον πιάνουν και του βάζουν τα πόδια σε κάτι ξύλα και λιώνει απ' τη ζέστη για ναρθει αυτή και να  λευτερώσει  τον  αγαπημένο της .
     Μα πιο πολύ μου άρεσε μια άλλη ταινία απ' το Hong Kong  πρέπει να ήταν, που είδα στον ALPHA ένα καλοκαιρινό Σάββατο. Είχε να κάνει μ' ένα παιδί του οποίου ο πατέρας έφτιαχνε τόφου  κι είχαν και οι δυο μανία με τα γρήγορα αμάξια. Το αγόρι αγαπά ένα κορίτσι και πάνε μαζί στην παραλία κι αυτή του χαιδεύει την άσπρη πλάτη και του χαμογελά κι είναι να τη πιείς στο ποτήρι το μανάρι μου. Κι ύστερα αποδειχνεται ότι το κορίτσι εκδίδεται για να ζήσει κι αυτός για να την ξεχάσει τρέχει με κάτι αμάξια σε δρόμους μέσα από δάση κι όταν αναπτύσσει ταχύτητες μεγάλες το μυαλό του ''παγώνει'' και μπορεί να κάνει κινήσεις πολύ λεπτές και ακριβείς όπως προσπερνά τα άλλα αυτοκίνητα από την εσωτερική πατώντας σ' ένα αυλάκι που υπάρχει εκεί πέρα για να φεύγουν τα νερά. Κι όταν κλατάρει το αμαξάκι του ο πατέρας του το φτιάχνει και καταλαβαίνει ότι τόχει κάνει όπως παλιά όταν ομπαμπάς του πάει μια βό λτα έναν χοντροό κι ο τελευταίος ξερνά τα αντερά του σαν επιστρέφουν. Νομίζω πάντω πως δεν έκανε καλά που άφησε εκείνο το κορίτσι ότι κι αν είχε κάνει. Φαίνονταν τόσο καλό και τόσο γλυκό και τόσο όμορφο το σχιστομάτικο.

PHANTOM

Σ' ένα καφενείο ένας φίλος μας είπε  ιστορίες για το Άγιο όρος όπου πήγε πρόσφατα για κανα δυο μέρες, έπεσε πανω στα χιόνια κι έμεινε κανένα μήνα αλλά δεν τον πείραξε. Είνα πολύ οργανωμένοι στις σκήτες λέει, έχουν αποθέματα τροφίμων μακαρόνια και κονσέρβες, καλαμαράκια κι άλλα φαγώσιμα. Έχουν μπόλικο πετρέλαιο, ξύλα και κάτι σόμπες σαν αυτές που είχαμε στην εκκλησία του χωριού μου όπου ρίχναμε κάτι μεγάλα κούτσουρα κι έτρiζε και μπουμπούνιζε και ζεσταίνονταν  ο τόπος όλος. Μου λέει ότι το Άγιο όρος έχει γεμίσει απο λαπ τοπ και κάποιοι καλόγεροι παίζουν στοίχημα ηλεκτρονικό εκεί πέρα αλλά έχει και κάτι γέροντες που ντρέπεσαι να τους κοιτάξεις. Μου είπε και για τη Μονή Εσφιγμένου με τους φανατικούς όπου πήγε το καλοκαίρι κι έπαθε πλάκα με την ομορφιά του μοναστηριού και τις απίστευτες τοιχογραφίες. Του πρόσφεραν κεφαλόπουλα  φρέσκα που είχαν ψαρέψει, σαλάτα με ντομάτες από τον μπαξέ τους και τού δωσαν ένα σωρό καλούδια για το δρόμο.
           Ένας άλλος φίλος από τα Φάρσαλα  μας έλεγε ιστορίες απο κει πέρα όπου κάποτε παρατάχθηκαν οι Ρωμαικές λεγεώνες και οι καρδιές κάποιοιων σφίχτηκαν κάτω απότους αστραφτερούς σιδερένοιους θώρακες καθώς πλησίαζε η μάχη κι ετοιμάζονταν το μακελειό.  Μας είπε ο φίλος και για την Τανάγρα από όπου φανταζομαι έρχονται τα ωραία εκείνα αγαλματάκια. Εκεί  κοντά στη γέφυρα του Ευρίππου όπου τα νερά τρέχουν πάνω κάτω όλη την ώρα, είναι μηχανικός αεροσκαφών ο γιος του και βλέπει τα Μιράζ και τα Φάντομ να σηκώνονται με τους τρελλούς Ίκαρους που ρισκάρουν τις ζωές τους οργώνοντας τους αιθέρες πάνω από το Αιγαίο κοιτάζοντας τις άσπρες γραμές που αφήνουν τα καραβάκια όπως σχίζουν τα πράσινα νερά και πρέπει λέει να πάρουν αποφάσεις αστραπιαίες σε κλάσματα δευτερολέπτου γιατί οι ταχύτητες είναι ασύλληπτες.
Τώρα εγώ σκέφτομαι πως άμα υπήρχε ένας τρόπος να μη τελειώνουν τα καύσιμα του Φάντομ, αυτά λέει είναι καλύτερα από τα Μιράζ κι είχα μαζί μου ένα τέτοιο παλληκάρι ατρόμητο που δεν σκιάζεταται απ' το θάνατο θα ήθελα να δοκιμάσω ένα ταξίδι πιο μακρινό για να πετάξω πάνω απο θάλασσες πιο μεγάλες και να δω αν γίνονταν  εκείνα τα ρεύματα που φτιάχνουν το κλίμα στον πλανήτη εκεί κατω στον Ειρηνικό και το άλλο ρεύμα που φεύγει απ΄τον κόλπο του Μεξικού για να μαλακώσει το κλίμα στις χώρες του Βορρά της Ευρώπης. Αν μπορούσα θά 'θελα να δω και το πέρασμα που λένε ότι θα ανοίξει εκεί πάνω στο Βόρειο Πόλο σαν λιώσουν οι πάγοι και καμιά έκρηξη ηφαιστείου τρομαχτική απ'αυτές που λένε ότι ταρακουνούν τη γη ολάκερη και τίποτα φωτιές ν' ανάβουν εκεί κάτω στη γη του πυρός. Κι άμα μπορούσε να επιβραδύνει με κάποιο τρόπο το Φάντομ και να κατέβει λίγο χαμηλά θα ήθελα να δω τους χωμάτινους πύργους  και τίποτα ψαράδες στο κέρας της Αφρικής κι αλλού  Ινδούς να κολυμπούν στο Γάγγη για να ξεπλύνουν τις αμαρτίες τους . Ωραία θα ήταν.

Παρασκευή 17 Φεβρουαρίου 2012

ΤΣΙΚΝΟΠΕΜΠΤΗ ( Στο Σήφη)

Την  Τσικνοπέμπτη έγραψα στο mp3  ένα τραγούδι σκωπτικό της Καρύστου  ενωρχηστρωμένο καταπληκτικά από τους  Άγαμους θύτες με κιθάρες ηλεκτρικές, μπάσα και μπουζούκι και το άκουσα πάνω απο εκατό φορές '' φύγε γέρο από κοντά μου σε σιχάθηκε η καρδιά μου''. Από το πρωί τα παιδιά πήγαιναν σχολείο με βαμένα πρόσωπα και  κεραίες στο κεφάλι. Το μεσημέρι έξω από τα μαγαζιά έψηναν κρέατα σε ψησταριές αυτοσχέδιες και το βράδυ τα κορίτσια ντύνονταν αγόρια και το αντίστροφα για να κατέβουν στον πεζόδρομο της Καλαμαριάς όπου τρώγανε σουβλάκια, ψεκάζονταν με σπρέι κι έκαναν αστεία για την Αρμένικη και Γεωργιανή καταγωγή τους. Στη Μητροπόλεως κάτι πιτσιρικάδες πετούσαν αυγά και νεράντζια στα λεωφορεία, μια κροτίδα έσκασε στο πίσω λάστιχο μιας μηχανής και μια ''σφυρίχτρα'' φωτεινή υψώθηκε στη μέση του δρόμου κι έσκασε τρομοκρατώντας τους περαστικούς. Ήρθε η αστυνομία κι άρχισε να κυνηγά κάτι ψυχοπαθείς νεαρούς που σκαρφάλωσαν κι έσπασαν με δυο απότομες κινήσεις την κάμερα της Αttica Bank για να την πετάξουν σ ένα κάδο.Δυο άλλα παιδιά που έβλεπαν τη σκηνή και τους άρεσε πανικοβλήθηκαν σαν ήρθε η αστυνομία μαρσάροντας άγρια τις μεγάλες μηχανές της κι έτρεξαν κατά την παραλία όπου τα συνέλαβαν σ ένα μαγαζί κάτι κρανοφόροι με ολόσωμες μαύρες στολές και μπότες μέχρι ψηλά στο γόνατο. Xτύπησαν στο φρύδι με το σιδερένιο γκλομπ ένα απ' αυτά που έκλαιγε κι έτρεμε ασυγκράτητα,  τα αίματα  του ανακατεύονταν  με τα δάκρυα καθώς κάποιος το φώναζε τσογλάνι. Θα μπορύσε να τηλεφωνήσει στη μαμά του αλλά φοβήθηκε μην της ανέβει ξανά η πίεση. Πιο πέρα ένα μηχανάκι χτύπησε ένα γέρο που κείτονταν στο οδόστρωμα με το πόδι σμπαραλιασμένο ενώ  ο οδηγός χτυπιόταν περισσότερο από τον τραυματία. Παρακάτω ένας τύπος που φορούσε μια μπέρτα μακριά, λαμπερή κίτρινη ετοιμάζονταν ν' ανέβει στο βάθρο του για να παραστήσει το άγαλμα. Ψηλά πάνω απο τα φώτα των προβολέων κοράκια πετούσαν....

O ΒΑΣΙΛΕΑΣ ΤΩΝ ΟΛΩΝ

Στην εκκλησία όπου πάω ο παπα Θανάσης ακουμπά το κεφάλι του στο μικρό ξύλινο τέμπλο και συλλογίζεται. Ο Κλεόβουλος μου κάνει νόημα να χαμηλώνω στο '' μυστικώς'' του Χερουβικού κι όταν βγαίνει ο Βασιλέας των όλων εγώ σκέφτομαι ότι πρέπει νάναι κάποιος βασιλιάς πολυ μεγάλος μπροστά στον οποίο οφείλεις να υποκλιθείς. Προσπαθώ να καταλάβω το νόημα του χρόνου  που περνά μέσα από τα συναξάρια που έφτιαξαν  παλιά γαι να δώσουν σε κάθε εποχή και σε κάθε μερα σημασία ξεχωριστή, όπως κάποιοι άλλοι αρχαίοι λαοί παρακολουθούσαν για χρόνια πολλά τα άστρα κι έφτιαξαν τα παράξενα ημερολόγιά τους. Οι βίοι των αγίων με ταξιδεύουν σε μια εποχή μ΄αμπέλια και δέντρα κι άροτρα που κρατούσαν οι γεωργοί σαν αυτά που βλέπω στους θόλους και τις αψίδες του ναού, σε κάτι εποχές με κάστρα κι επιδρομές αγρίων φυλών με πανούκλες, παγωνιές ,ανομβρίες και λιμούς  τότε που οι άνθρωποι βρίσκονταν στο έλεος των στοιχείων της φύσης και καρτερούσαν να βρέξει το Φθινόπωρο  ή να σταματήσουν οι βροχές που τραβούσαν ως τα Χριστούγεννα προαναγγέλλοντας δυστυχία, τότε που ληστές λυμαίνονταν την  ύπαιθρο κι Ακρίτες φύλαγαν τα σύνορα καβαλώντας κάτι άλογα μαύρα σαρανταπληγιασμένα που γκρέμιζαν τους αντίπαλους καβαλάρηδες σκορπιζοντας  και θρυματίζοντας τα μυαλά τους στα χώματα.
Έξω από την εκκλησία όπου πίνουμε καφέ  δίπλα σε κάτι στήλες γκαζιού που βγάζουν ζέστη, οΒαγγέλης μας λέει για κάποιον ψάλτη ασθματικό και πιάνει ένα ''Άγιος ο θεός'' του Στανίτσα υπέροχο. Τα βράδια ο παπα Θανάσης κάνει μαθήματα κι ακούει υπομονετικά ερωτήσεις απο γριές που έθαψαν τους άντρες και τα παιδιά τους.
Εγώ βέβαια το ξέρω καλά πως ότι και να κάνω την κόλαση δεν τη γλιτώνω όχι τόσο για τις πράξεις όσο για τις αχαλίνωτες σκέψεις. Ελπίζω μοναχά εκεί κάτω που θα σαπίζω και θα ψήνομαι να με λυπηθούν ο παπα Θανάσης μαζί με τη μάνα μου και να ρίχνουν καμιά στάλα νερό στα καταξεραμένα χείλη μου.

Πέμπτη 16 Φεβρουαρίου 2012

'' TO ΠΡΑΓΜΑ''

Νιώθω κάτι να αλλάζει στον αέρα. Στο δρόμο περνούν αμάξια της αστυνομίας με τις αστραφτερές γαλάζιες και λευκές μπάλες να στριφογυρνούν στον ουρανό τους. Τα αυτοκίνητα ανεβαίνουν την Νέστορος και στα μαγαζιά στο Βαρδάρη βλέπω επιγραφές πολύχρωμες σα να είναι κάποια γιορτή.Ένα φανάρι μου θυμίζει το '' One of these nights'' που άκουγα μια φορά όπως ερχόμουν από Καβάλα μ΄ ένα δοχείο λάδι που χύθηκε καθώς φρενάραμε σε μια διάβαση και πλημμύρισαν τα καθίσματα. Στα σπίτια των παιδιών όπου πηγαίνω για μάθημα τα μπλε και πράσινα τερατάκια με τα πολλαπλά μάτια και πλοκάμια με φοβίζουν λιγότερο σαν με κοιτάνε από διάφορες γωνιές, στις βιβλιοθήκες βλέπω μικρούτσικες φωτογραφίες ζευγαριών με μπλουζάκια καλοκαιρινά που αγκαλιάζονται σε κάποια παραλία κι ο αέρας κυματίζει τα μαλλιά τους. Ένα απ΄ αυτά τα παιδιά μου λέει ότι βλέπει μια καρδουλα μέσα στην κόρη του ματιού μου. Στο δρόμο άλλα παιδιά σχολούν από τα φροντιστήρια και τα κολυμβητήρια κι οι μαμάδες φορούν σκουφάκια στα κεφάλια των μικρών. Όταν φτάνω στο σπίτι και μπαίνω κάτω από τα σκεπάσματα ακούγοντας στο ραδιόφωνο κάτι πιτσιρικάδες να τραγουδούν παραμορφώνοντας τη φωνή τους μ' ένα μηχάνημα κι είναι σα να κλαίνε, νιώθω ότι επιπλέω σε ζεστό νερό. Στον ύπνο μούρχονται εικόνες από μια λίμνη με βράχους και πράσινη βλάστηση γύρω της και στη μνήμη μου επιστρέφουν ιστορίες ονειρικές που διάβασα κάποτε για την Παναγία που κάποιος αρνήθηκε να την περάσει απέναντι από κάποια ακτή κι αυτή πήρε στην ποδιά της άμμο και χαλίκια για να τα ρίξει στην θάλασσα και να φτιάξει δρόμο.
Στο γυμνάσιο είχαμε έναν καθηγητή φυσικής λίγο παλαβό με γυαλιά και λίγα γένια ο οποίος μας έλεγε για μια ταινία που είχε δεί κιείχε να κάνει μ' ένα πλάσμα που έμπαινε στα σώματα κάποιων εξερευνητών κακομοίρηδων κάπου στο Νότιο Πόλο ίσως και τα αλλοίωνε για να τα καταστρέψει με τρόπο βίαιο. Εγώ νιώθω ένα τέτοιο ''πράγμα'' να με πλησιάζει, να σκαρφαλώνει στο σώμα μου από διάφορες μεριές και να διεισδύει μέσα μου. Κάποιος πρέπει να μου θυμίσει να φάω και τη νύχτα εκτός από λίμνες βλέπω στον ύπνο μου λάκκους όπου έχω πέσει μέσα και παλεύω να βγω αλλά τα μέλη μου έχουν παραλύσει από αυτό το αίσθημα που απλώνεται και μπαίνει βαθιά ως τον πυρήνα των κυττάρων μου για να με κατακλύσει. Τότε ξέρω ότι είμαι ερωτευμένος.

Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

ΒΟΥΝΤΟΥ

Στα ιδιαίτερα μαθήματα έχω γνωρίσει ένα κάρο παιδιά. Μου δείχνουν τα σχέδιά τους στα μπλοκ ζωγραφικής που είναι γεμάτα χρώματα,γραμές, ψάρια κι αστέρια  ποτάμια, δέντρα, χαρταετούς, καταράχτες και χωράφια πράσινα που πλαγιάζουν στον άνεμο. Τα Xριστούγεννα μου χαρίζουν κάρτες που έχουν σχεδιάσει και ζωγραφίσει για να τις βάλω πάνω στο ψυγείο μου και στο κινητό μου  κολλούν αυτοκόλλητα πολύχρωμα με πασχαλίτσες κι άλλα  έντομα. Σε άλλα βλέπω τα βιβλία τους με κάτι ποντιακά τραγούδια έξοχα από όπου μαθαίνουν να παίζουν λύρα και χορεύουν μπροστά μου σέρα κουνώντας το κορμάκι τους και γελώντας.  Κάποια απ' αυτά χρειάζεται να τα ξυπνήσω γιατί λείπουν οι γονείς τους κι άλλα με παίρνουν μαζί τους για να δούμε ένα σκύλο μαλλιαρό που μας γαυγίζει δείχνοντας τα δόντια του, στον οποίο θέλουν να ρίξουν φόλα γιατί σκότωσε ένα σκυλάκι σπάζοντας το λαιμό του. Κάτι κορίτσια έχουν κάνει βουντού τρυπώντας τις κούκλες τους για να πεθάνουν οι αδερφές τους γιατί τα έδιωχναν όταν έρχονταν σπίτι τα αγόρια τους. Άλλα έχουν μάτια γυαλιστερά και μαύρα μαλλιά στο χρώμα των φτερών του κόρακα, χαιδεύουν τα δικά μου όταν τα φωτίζει ο ήλιος με κοιτάζουν πονηρά και με κλειδώνουν στο μπαλκόνι όπου βγαίνω για να μιλήσω στο τηλέφωνο. Τα κορίτσια μισούν και φοβούνται τη περίοδο γιατί δείχνει ότι μεγάλωσαν πια και στις εκθέσεις τους γράφουν για την μοναξιά που αν μπορούσαν με κάποιο τρόπο θα τη σκότωναν. Τα πιο μεγάλα φεύγουν κρυφά από τους γονείς τους γαι να πανε στην Ορεστιάδα και να βρούν το φίλο τους που είναι στρατιώτης εκεί πάνω και τα πιο μεγάλα αγόρια βρίζουν μπροστά μου τις μανάδες τους,έχουν στα ντουλαπάκια τους κόκκινες μπογιές μάρκας Μολότοφ για να βάψουν του τοίχους και μου λένε για την ομάδα τους που πάνε να δούν τις Κυριακές τρώγοντας ''βρώμικα'' σάντουιτς, πίνοντας ρετσίνα με κόκα κόλα, κάνοντας έφοδο για να μπουν τζάμπα στο στάδιο όπου ανάβουν πυρσούς και κρεμιούνται στα σύρματα όταν μπει γκολ. Εγώ πάντως θυμάμαι απ' όλα αυτά τα χρόνια ένα διαμέρισμα κάπου στο κέντρο όπου με οδήγησαν σ' ένα δωμάτιο με κάποιο παιδάκι γλυκό που έιχε νοητικά προβλήματα κι αναρωτιόμουν θεέ μου τι να κάνω τώρα μ' αυτό κι εκείνο με κοιτούσε λυπημένα.

Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου 2012

ΕΡΥΘΡΟΣ ΣΤΑΥΡΟΣ

Αρχίζει να μ΄ αρέσει το διαδίκτυο αν και φοβάμαι κάθε φορά που ανοίγουν οθόνες για το τι θα βρω ή τι δεν θα βρω στο ταχυδρομείο μου. Μπορώ να δω εκεί μέσα πρόσωπα που τάχω ξεχάσει και θυμάμαι μονάχα τα ονόματά τους. Είναι αλήθεια αυτή που βλέπω η Δήμητρα που τη βοηθούσα να φύγει στην Αγγλία σ΄ένα δωματιάκι χρωματιστό καπου στην Τριανδρία κι πατέρας της μού ΄λεγε για τότε που πήγαιναν στην Εικοσιφοίνισσα με τα ποδια από το χωριό του; Είναι άραγε αυτή της οποίας βλέπω την πλάτη και το προφίλ σε μια μικρή ασπρόμαυρη φωτογραφία, η Ζωή που ξενυχτούσε παραλολουθώντας ένα σήριαλ σε κάποια ξένη χώρα για να μάθει τη γλώσσα; Αυτός πάντως που κλείνει τα μάτια απέναντι στον ήλιο είναι ο Μάκης που περνά τον Αύγουστο στην Πάρο. Με στεναχωρεί μόνο που δεν μπορώ να βρώ κατι παιδιά που ήξερα μια εποχή, όπως τον Μανώλη που με φιλοξένησε ένα φεγγάρι στη Ρόδο ή  τον Παναγιώτη με τον οποίο ψελναμε σ΄ένα καλοκαιρινό πανυγύρι καπου στον Βόρειο Έβρο και τώρα έγινε παππάς στο Διδυμότειχο ή τον Γιάννη που οδηγόυσε το μηχανάκι ένα βράδυ όταν γλυστρήσαμε σε κάτι λάδια και συρθήκαμε στην άσφαλτο της Εθνικής Αμύνης. Κι ακόμα πιο δύσκολο είναι να βρω κάτι παιδια με τα οποία δουλεύαμε ξεφωρτόνοντας νταλίκες μ΄αλάτι καπου στην ανηφόρα των Συκεών με τον ιδρώτα τους να στάζει στον τσιμεντένιο πάτωμα του οχήματος κι έμεναν σ΄ ένα διαμέρισμα μυστήριο με ρουχα και κόμικς πεταμένα παντού εκεί πίσω από το πρώην υπουργείο. Κάτι παιδιά με τα οποία ακούγαμε στο αμφιθέατρο του Φυσικού ένα συγκρότημα από την Νέα Ιωνία της Αθήνας με κρουστά μεγάλα, στρογγυλά κι έναν τύπο που φυσούσε την τρομπέτα στη μέση του '' Σαν βγω απ΄αυτή τη φυλακή'', ή πηγαίναμε να φυλάξουμε κατι γλυπτά παράξενα στην αρχτεκτονική ή ξενυχτούσαμε στον όγδοο όροφο του κτηρίου της ΚΝΕ στην Εγνατία βλέποντας τους διακόπτες και τα φωτάκια κάποιου αλλόκοτου μηχανήματος προσπαθώντας να κοιμηθούμε σε μια ξεχαρβαλωμένη πολυθρόνα σ΄αυτό το κτήριο στα σκαλιά του οποίου μας μιλούσε ο Δήμος ο Γατούδης με τα γαλάζια μάτια κι είμασταν ενθουσιασμένοι κιήταν όμορφα. Νομίζω πως δεν πρόκειται να τα βρω ξανά αυτά τα παιδιά και δε μένει παρα να τα ψάξω στις αναζητήσεις του Ερυθρού Σταυρού που ακούγαμε έναν καιρο τα μεσημέρια του καλοκαιριού σε κάτι κάμαρες που τις έκαιγε ο Λίβας.

Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2012

ΙΠΤΑΜΕΝΟΣ ΟΛΛΑΝΔΟΣ (στον Γ. Ιωάννου)

Όποτε έχει ομίχλη σκέφτομαι τον Γ. Ιωάννου που φορούσε  το παλτό του και κατέβαινε στην παραλία για να ενωθεί με τους υδρατμούς. Κι εγώ παρατηρώ πάντα την ομίχλη που σκεπάζει τα βενζινάδικα των Πεύκων. Στα κάστρα φιγούρες φαίνονται να σαλεύουν μέσα στους πύργους και τα φώτα απο τις κολόνες σχηματίζουν μια καμπύλη θαμπή στην κατηφόρα που οδηγεί κατά τις Συκιές. Όπως κατεβαίνεις περπατώντας από τα σοκάκια της Άνω Πόλης αυτοκίνητα κάνουν τα καπακια των δρόμων να αναπηδούν και στα σκοτεινά σκαλοπάτια , κοντά σ΄ένα μέρος όπου είχαν στήσει κάποτε λόγχες κάθετες για μια γιορτή, κατι παιδιά φιλιούνται. Στην Ευαγγελίστρια, εκεί όπου έσβησε μια φιλία κάποια Μεγάλη Πέμπτη,ένα πέπλο σκεπάζει τα σπίτια. Ψηλά στο καμπαναριό της Παναγίας Δεξιάς ένας αθάνατος παραμονεύει, σαν αυτόν που διάβαζες στα κόμικς μαζί με άλλες ιστορίες για τον αρχαίο Αιγύπτιο παλαιστή που νεκρανασταίνονταν για να αγωνιστεί πάλι. Στο αστικό ένας Άραβας πουλά ένα τόξο και μια φαρέτρα με βέλη, στο δρόμο φιγούρες αποσυντίθενται αφού διασχίσουν τη διάβαση και η Βενιζέλου μοιάζει θολή στο βάθος. Έξω από κάτι διαμερίσματα ένα φως καίει για το πένθος και στις βιτρίνες των καταστημάτων που πουλούν φωτογραφικά είδη ζευγάρια ανταλλάσουν χειραψίες σε γάμους και βαφτίσεις. Στο σταθμό των τραίνων οι προβολείς ρίχνουν διαγώνιες δέσμες φωτός κανοντας το κτίριο να φαίνεται σα να επιπλέει ενω στα υπόγειά του βλέπεις πίσω από τζάμια  άδεια γραφεία κι ακούς νερά να τρέχουν κάπου.Στην παραλία ο ανδριάντας του Καραμανλή τυλίγεται από την υγρασία,εργάτες υψώνουν ένα τοίχο σα να θέλουν να οχυρώσουν ξανά την πόλη από επιδρομές Σαρακηνών πειρατών,δέντρα πλαγιασμένα εξαϋλώνονται κι άλλα τεράστια τρομαχτικά στο πάρκο του Ντο Ρε ρίχνουν τα κλαριά τους σα να κουβαλούν το θάνατο, ένας σκοπός που ακούγεται κάπου σου θυμίζει κάποια που έφυγε αλλά κουβαλάς πάντα την οσμή της πάνω σου, στη θάλασσα οι γλάροι στροβιλίζονται γύρω από ένα σημείο με αφρούς και στο κέντρο του κόλπου ένα καράβι φωτισμένο σαν τον Ιπτάμενο Ολλανδό, ετοιμάζεται να σαλπάρει.

Σάββατο 4 Φεβρουαρίου 2012

ΝΕΡΑ




Τη Βέροια και την Νάουσα τις ξέρω αρκετά καλά, ιδίως την πρώτη με τα πέτρινα στενά γεφύρια,τα κρύσταλλα που κρέμονται από τα παλιά κτήρια στο ρέμα της Μπαρμπούτας, τα άλογα που μπαίνουν μέσα στο νερό τα Φώτα για να βρουν κάποιοι το σταυρό, τις αρχαίες πλάκες που ξεθάφτηκαν για να περπατούν οι άνθρωποι απάνω τους ξανά,τα κρέατα που ετοίμαζε ο κυρ Βασίλης  κι ύστερα κάθονταν στην τηλεόραση ενώ εγώ είχα το  ακουστικό στο αυτί  γιατί ένα ερέθισμα μου είναι πάντα λίγο , τα νερά (παντού νερά) του Αλιάκμονα που ξεχύνονταν αφηνιασμένα σαν άνοιγαν το φράγμα για να σκεπάσουν τις στρόγγυλες γυαλιστερές πέτρες, το παγωμένο Σέλι με τα τοπία του Μπρέγγελ, τις πρασινάδεςγύρω απ' την πόλη όπου ψήνουν μπριζόλες και κουβαλούν τάπερ με σαλάτες και χορεύουν πλάι στα ποτάμια την Πρωτομαγιά. 
 Αλλά και η Νάουσα μ'αρέσει γιατί μου θυμίζει Παγγαίο με τις απότομες ανηφόρες που φοβάσαι ν'ανέβεις όταν έχει χιονίσει,τις κατηφόρες όπου κάποιες  γυναίκες έκλεψαν κάποτε κάτι κυδώνια από ένα περιβόλι και γελούσαν, τα ψάρια που κολυμπούν στα ρηχά στον Άγιο Νικόλαο, εκεί όπου ένα απόγευμα Κυριακής οι άνθρωποι έβλεπαν έναν αγώνα χάντμπολ με τον Φίλιππο κι έξω είχε τόση ομίχλη κι εγώ   ήμουν σε τέτοια κατάσταση που ήθελα να πέσω στα σκοτεινά νερά για να με ξεπλύνουν και να καθαρίσω.   

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...