Δευτέρα 28 Μαρτίου 2016

TO BOYNO TOY ΧΛΩΜΟΥ ΣΜΑΡΑΓΔΙΟΥ

Θα είσαι το μάτι μου εδώ μέσα,  γι αυτό σε πληρώνω,  κατάλαβες, θα παρακολουθείς τι γίνεται και θα μου τα αναφέρεις όλα !’’ μου είπε κι αυτό βέβαια σήμαινε ότι θα γινόμουν απλά το καρφί του, θα του έλεγα χαρτί και καλαμάρι ότι έκανε ο γέρος που δούλευε εκεί μέσα μια ζωή περιμένοντας κάνα δυο χρόνια ώσπου να βγει στη σύνταξη.

Τον είχα δει πολλές φορές να προσβάλει το γέρο μπροστά στο κόσμο, να τον ταπεινώνει, να τον πατά, με απλά λόγια αυτό λέγεται σαδισμός, τον διασκέδαζε, απολάμβανε να σε δαγκώνει όταν ήσουν χαλαρός, του άρεσε να σε πονά τέτοιες στιγμές ανύποπτες, μου το είχε πει άλλωστε μια φορά όταν ήμασταν οι δυο μας ‘’ Δεν υπάρχει μεγαλύτερη ηδονή απ’ αυτή!,  ’’ήταν ένα συναίσθημα σκληρό, κάπως σιχαμερό βέβαια και βρώμικο, αλλά αυτό ακριβώς του άρεσε.

Δε μπορούσες να βρεις άκρη μαζί του, ήταν εντελώς αλλοπρόσαλλος, εμένα πάντως για κάποιο λόγο με κρατούσε παρ όλο που είχαμε σκοτωθεί άπειρες φορές, πάντα βέβαια αναρωτιόμουν τί με ήθελε  εκεί πέρα, ίσως χρειαζόταν κάποιον να του τα λέει, να του τα χώνει, να του υπενθυμίζει ποιος ήταν και τι έκανε, ίσως φοβόταν κι ο ίδιος τον εαυτό του. Του άρεσε να μου αναθέτει δουλειές ασήμαντες, κάπως υποτιμητικές,  πίστευε ότι έτσι δε θα έπαιρνα αέρα όμως εμένα ούτε που μ ένοιαζε, το διασκέδαζα όλο αυτό,'' Άστον το βλάκα να κάνει ότι θέλει!'' σκεφτόμουν.  Δε ξέρω γιατί αλλά σε όλους εκεί μέσα είχε σχηματιστεί η εντύπωση ότι ήμουν το τσιράκι του, όλοι νόμιζαν ότι είχα κάποια σχέση ιδιαίτερη με τον τύπο κι εγώ δεν έκανα τίποτα να τους αλλάξω γνώμη, ‘’Άστους να πιστεύουν ότι θέλουνε!'' έλεγα μέσα μου και προσπαθούσα να περνώ απαρατήρητος όσο γίνονταν. 

Η αλήθεια είναι βέβαια ότι είχα επιβιώσει σε μια δύσκολη συγκυρία χάρη σ αυτόν, να τα λέμε όλα, απ’ την άλλη βέβαια ήταν πολύ επικίνδυνο όλο αυτό κι έπρεπε να φυλάγεσαι, δεν ήξερες από που θα σού ρθει. Κάθε φορά που ήμασταν μόνοι μαζί ένα άγχος φοβερό μ έπιανε, τα νεύρα μου τεντώνονταν όσο δε πήγαινε, έπρεπε να είμαι έτοιμος για όλα. Χρειαζόταν υπομονή αυτό όμως δεν αρκούσε, κάποιες φορές έπρεπε να του τα χώνεις στα ίσια με κίνδυνο να σε σουτάρει, ποτέ δε μπορούσες να είσαι σίγουρος. Η βασική προϋπόθεση επιβίωσης μαζί του ήταν το χοντρό πετσί, για ν’ αντέξεις έπρεπε να μη σε διαπερνούν τα συναισθήματα, να μην είσαι λεπτεπίλεπτος, μ άλλα λόγια να είσαι λίγο αναίσθητος, έτσι συμβαίνει σ αυτή τη ζωή φίλε μου!

Εκείνη τη μέρα ήταν αργία όμως δεν είχε πρόβλημα να μ’ αγγαρέψει, είχε αρρωστήσει το στομάχι του πονούσε για μέρες και μ’ είχε στείλει ν’ αγοράσω ρόδια που κάνουν λέει καλό σ αυτές τις περιπτώσεις επειδή έχουν ιδιότητες αντιοξειδωτικές, ξινά μου παρήγγειλε ότι έπρεπε να είναι γιατί αυτά λέει έχουν περισσότερες ουσίες,  ''Υπάρχει ένας ρωσοπόντιος που φέρνει τέτοια πράγματα και δε κλείνει ποτέ, ‘’Θα τον βρεις εσύ!’’ μου παρήγγειλε. Ξεκίνησα κι εγώ να τον βρω, βροχή έπεφτε με το τουλούμι, έψαχνα μαγαζιά ανοιχτά στο κέντρο,  στο Βαρδάρη,  στις Συκιές,  στα Κάστρα, εκεί ψηλά,  ανάμεσα στα κατηφορικά σοκάκια, νερό κυλούσε φτιάχνοντας μικρά ποτάμια που έτρεχαν  δίπλα από σπίτια  παλιά, γύρω χαλάσματα, κεραίες δορυφορικές, φυτά αναρριχώμενα γεμάτα λουλούδια κίτρινα, έβρεχε ασταμάτητα, η κουκούλα μου είχε γίνει μούσκεμα, τα πόδια μου είχαν αρχίσει να μουλιάζουν, ομίχλη πολλή…

Γύρω ένιωθες την άνοιξη που έμπαινε καλπάζοντας, τα δέντρα πρασίνιζαν και φύλλωναν μέρα με τη μέρα, στις αλέες τα μηχανάκια κούρευαν το χορτάρι που ψήλωνε ολοένα απ’ τις βροχές που πέφτουν φέτος ασταμάτητα, κερασιές άνθιζαν στα κράσπεδα των δρόμων γεμίζοντας άσπρα λουλούδια τα πλακάκια, μπουκέτα πουλούσαν στις γωνίες και στα σταυροδρόμια, γαρύφαλλα κόκκινα και μαβιά φύτευαν στα μπαλκόνια, τα κορίτσια φορούσαν μπλούζες βυσσινιές, τιράντες γαλάζιες μπορούσες να διακρίνεις πάνω στο γυμνό τους δέρμα,  οι πασχαλιές είχαν αρχίσει να μπουμπουκιάζουν αν και το Πάσχα αργεί φέτος. Ο δρόμος μ’ έβγαλε σ ένα πύργο στρογγυλό κι από κει έπρεπε να κατέβω κάτι σκαλοπάτια απότομα, ένα τσούρμο από τουρίστες έβγαζε φωτογραφίες της πόλης που απλώνονταν κάτω μες την ομίχλη και τη θολούρα...

Βιαζόμουν, ήθελα να τελειώνω και να πάω σπιτάκι μου, εκείνη η βροχή μ’ είχε σαπίσει, είχε αρχίσει να μου τη δίνει που έτρεχα μια τέτοια μέρα όταν οι άλλοι ήταν αραχτοί, μα τι βλάκας που ήμουνα! Κι όσο δεν ήθελα να τον σκέφτομαι τόσο περισσότερο ξαναγυρνούσε στο μυαλό μου, μα πόσο εγωιστής ήτανε, πόσο φιλοτομαριστής,  πόσο υποκριτής απύθμενος, πόσο νάρκισσος τρομάρα του!Είχε φτιάξει γύρω του ένα είδος αυλής που τον έγλειφε έχοντας μάθει ενστικτωδώς το παιχνιδάκι, δε χρειάζεται πολύ μυαλό γι αυτό, το οσμίζεσαι στον αέρα από που έχεις όφελος! Η αλήθεια βέβαια είναι ότι όλοι δεν ήταν το ίδιο χαμερπείς, υπήρχαν διαβαθμίσεις, μερικοί  είχαν βρεθεί εκεί από τύχη κακιά και δεν έφταιγαν σε τίποτα, άλλοι  τον ακολουθούσαν επειδή δεν είχαν τίποτα καλύτερο να κάνουν απ το να βουλιάζουν μες τη καθημερινή λάσπη της ρουτίνας και της συνάφειας,  άλλοι ήθελαν κάτι περισσότερο,  πιο χειροπιαστό, όλοι πάντως με κάποιο τρόπο συμμετείχαν στο παιχνίδι, του έλεγαν πόσο έξυπνος, πόσο γατόνι, πόσο σούπερ τύπος ήτανε, κι αυτός το απολάμβανε, ήταν το άλας της ζωής του, οι άνθρωποι γεμίζουν την ύπαρξη τους με διάφορους τρόπους περίεργους, στη πραγματικότητα γι αυτό μόνο υπήρχε, αυτό μοναχά τον γέμιζε, είχα αρχίσει πια να το καταλαβαίνω!

Η βροχή έμοιαζε να κοπάζει, ήλιος έβγαινε σε μια γωνιά του ουρανού όπως συμβαίνει συχνά το Μάρτη, είχα αρχίσει να κουράζομαι. Σε μια φάση νόμιζα ότι χάθηκα όμως ύστερα κατάλαβα ότι είχα βρεθεί έξω από κείνη τη τράπεζα όπου είχαμε πάει με το παππού μου, ήθελε να βάλει ένα ακόμα όνομα στους λογαριασμούς του, μπορούσα να του τα φάω όλα τότε όπως ήταν ανυπεράσπιστος να τελείωνα, να μη βασανίζομαι,  αλλά δε γίνονταν ρε φίλε, δε μπορούσα! 'Ομως πόσο σκοτεινό μου φαίνονταν εκείνη την εποχή το μέλλον, πόσο αβέβαιο, τρομαχτικό,  αν μη τι άλλο κάτι είχα κάνει στη ζωή μου από τότε, είχα ξεκαθαρίσει το τοπίο, ήξερα τι ήθελα, ήταν κάτι κι αυτό...

Καθώς κατηφόριζα τα καλντερίμια βρέθηκα σ ένα ένα μοναστήρι με παγόνια βαριεστημένα στον κήπο του και κάτι πιθάρια αρχαία, σ ένα παρτέρι ο αέρας στέγνωνε τις δροσοσταλίδες που κυλούσαν ανάμεσα στα φύλλα,  σαλιγκάρια γλιστρούσαν στη χλόη, στο βάθος πέρα μακριά ένα βουνό διέκρινα να ξεπροβάλει ανάμεσα στα κτίρια τα χτισμένα δίπλα σ ένα γκρεμό, στην αρχή νόμιζα ότι με γελούσαν τα μάτια μου έτσι όπως το είδα να ξεπροβάλει μες απ την ομίχλη όμως όσο συνέχιζα να κοιτάζω  τόσο εκεί μπροστά μου σχηματίζονταν καθαρά,  που στο δαίμονα είχε βρεθεί αυτός ο όγκος, πως δεν τον είχα προσέξει, από που είχε φυτρώσει,  που τον είχα ξαναδεί, τι μου θύμιζε;

Θα έσκαγα  πραγματικά,  είχα κολλήσει εκεί πέρα,  και μετά  θυμήθηκα, ναι ρε φίλε, στον ύπνο μου το είχα δει εκείνο το βουνό, βέβαια,  ήταν λέει κάπου κοντά στα σύνορα, κάστρα ήταν χτισμένα σ όλο το μήκος του, καβαλάρηδες πολεμιστές έρχονταν από μακριά  σηκώνοντας σύννεφα σκόνης καθώς περνούσαν  μέσα από πύλες τεράστιες φτιαγμένες από νεφρίτη πράσινο, άνθρωποι κάθονταν σταυροπόδι εκεί πάνω στο βουνό πίνοντας ποτά από κούπες ασημένιες, κάτω στο χορτάρι είχαν αποθέσει τα τόξα και τις φαρέτρες τους, ίσως ήταν οι υπερασπιστές εκείνων των κάστρων,  μπορούσες να δεις καθαρά τα βέλη τους πάνω στα οποία είχα στερεώσει φύλλα φτέρης για να τα κάνουν πιο ευθύβολα..

Τι ωραίο που ήταν εκείνο το όνειρο,  θυμόμουν ότι κάπου ανάμεσα  σ αυτούς τους πολεμιστές  ήμουν κι εγώ, δε μπορούσα να θυμηθώ όμως τι ακριβώς έκανα και τι συνέβαινε στο τέλος του ονείρου. Πιο πεζές σκέψεις με βασάνιζαν εκείνη τη στιγμή, αναρωτιόμουν πως τα είχα καταφέρει να τρέχω τις Κυριακές και τις αργίες για κείνον το βλάκα που ταπείνωνε το γέρο κι ήθελε να βλέπει τους κόλακες που σέρνονταν γύρω απ’ τα πόδια του.  Κι ήταν και κείνη η γκόμενα με την οποία σαλιάριζε έτσι που σ’ έπιανε αηδία, καλά με τις γυναίκες αν ήταν και λίγο εμφανίσιμες , ήταν πολύ γλοιώδης, αυτές βέβαια τη δουλειά τους κάνανε όπως συνήθως συμβαίνει. Κι όταν έχεις μια τέτοια αυλή από τύπους  διάφορους  πρέπει να την ταΐζεις συνεχώς, να τις ρίχνεις κάνα ξεροκόμματο κι αυτή  ξέρει από ποια μεριά είναι βουτυρωμένο το ψωμί της! Κι όταν ξοδεύεις τόσα για την αυλή σου παίζοντας αυτό το κάλπικο παιχνίδι τότε κάπου πρέπει να ξεσπάσεις δείχνοντας τον αληθινό του εαυτό και τούτο συνήθως συμβαίνει μ αυτούς που έχεις  κοντά, τους υφισταμένους και τους εξαρτώμενους από σένα, έτσι είναι φίλε μου !
 

Είχα βαρεθεί, δεν υπήρχε περίπτωση να βρω ρόδια, ούτε μήλα, ούτε δαμάσκηνα ούτε τίποτα, δε πήγαινε στον αγύριστο, θα έψαχνα ακόμα λίγο και θα τού λεγα να πάει να πνιγεί αυτός και τα ρόδια του! Όπως έβριζα τη τύχη μου  έπεσα πάνω στο καταραμένο το μαγαζί  δίπλα σε μια μονοκατοικία μ'  ένα κήπο πνιγμένο στη βλάστηση σα ζούγκλα μικρή,  ''Δεν έχουμε ξινά ρόδια, όλα γλυκά είναι !'' μου είπε ένα κορίτσι ξανθό και  μου έβαλε σε μια σακούλα πέντε έξι φρούτα κάπως κοκκινωπά…

Τα είχα βρει επιτέλους,  ίσως κάτι ήξερε ο άλλος που μου ανέθετε όλο δουλειές περίεργες, δε ξέρω πως γίνονταν όμως πάντα τις τελείωνα, ήμουν σε κάτι καλός, ένιωσα όμορφα μετά από κείνη τη ταλαιπωρία, μια ευφορία με πλημμύρισε, όλα μου φαίνονταν  ωραία  και τότε ρε φίλε, ορκίζομαι ότι έτσι έγινε, θυμήθηκα το υπόλοιπο όνειρο!

Ήμουν κι εγώ, ναι μάλιστα, κι εγώ ήμουνα μαζί μ' εκείνους τους  πολεμιστές που είχαν στερεώσει τα φύλλα φτέρης στα βέλη τους κι έπιναν απ τις κούπες τις ασημένιες, πρωί πρωί είχαμε κινήσει απ' την όχθη με τις ορχιδέες και τα κανελόδεντρα για να προλάβουμε να φτάσουμε στο Βουνό του Χλωμού Σμαραγδιού προτού νυχτώσει.  Έναν γέρο ρωτήσαμε στο δρόμο να μας πει κατά που να πάμε κι εκείνος μας έδειξε με το δάχτυλο του μια κατεύθυνση, ένα πέρασμα ψηλά στην οροσειρά που εκτεινόταν μπροστά μας, σήκωσε αργά το κεφάλι του, η μακριά άσπρη γενειάδα του ανέμιζε, η άσπρη φορεσιά του κυμάτιζε  ''Κατά κει πρέπει να πάτε, μέχρι να πέσει ο ήλιος θα χετε φτάσει,  εσύ όμως....'' κι έδειξε εμένα '' ...εσύ σαν θα περάσεις τον αυχένα εκείνου του βουνού, φίλους πια δε θά χεις!


Σάββατο 12 Μαρτίου 2016

ΥΠΕΡ ΤΑΧΥΣΤΡΟΦΕΣ ΜΗΧΑΝΕΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΗΣ ΚΑΥΣΗΣ

‘’Είσαι πολύ ηλίθιος !’’ του πέταξα και πέρασα δίπλα του σπρώχνοντας τον, ήθελα να βγω έξω να πάρω λίγο αέρα, σ' εκείνο το στενό το μαγαζί ήμασταν ο ένας πάνω στον άλλον, έπρεπε να περάσω από μπροστά του κι αυτός δε μετακινούνταν ρε φίλε, στέκονταν αμετακίνητος σα μπάστακας, μα τι βλάκας !



Βγαίνοντας τον είδα φευγαλέα, τα μάτια του ήταν γεμάτα μανία, μα τι εγωιστής ρε φίλε, τι ψώνιο, τι καλάμι καβαλημένο! Ήθελε να φαίνεται ο πιο έξυπνος εκεί μέσα ρίχνοντας σχόλια υποτιμητικά για τους άλλους, εκεί που έκανε πλάκα μπορούσε να αγριέψει και να σου ριχτεί χωρίς να το καταλάβεις, μπορούσε να γίνει επιθετικός απειλώντας ακόμα και να σε χτυπήσει, πόσες φορές δε μου το είχε κάνει, πόσες φορές δεν είχε δοκιμάσει να με προσβάλει, και να φανταστείς ότι τον είχα συστήσει στη καλύτερη μου φίλη, την Α, και τα είχανε φτιάξει, καλά ήμουν πολύ ηλίθιος αλλά τότε δεν είχα καταλάβει ακόμα τι σόι ήτανε, μου φαίνονταν εντάξει τύπος, είχε μια γοητεία, όλοι έμοιαζαν να τον αγαπούν…



Σ’ εκείνο το στενό το μέρος , ένα χάος επικρατούσε, όλοι φώναζαν, ξελαρυγγιάζονταν, τα έδιναν όλα, ποτήρια γέμιζαν κι άδειαζαν, ο γνωστός ύποπτος βέβαια ως συνήθως δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει, τους διέκοπτε άγαρμπα όλους, μα τι βλάκας! Και τι δε λέγαμε εκεί μέσα στριμωγμένοι καθώς έξω έριχνε καρεκλοπόδαρα, ο συνήθης ύποπτος ανέπτυσσε με πάθος κάτι κουφές θεωρίες για τα UFO που κατέβηκαν λέει κάποτε απ το διάστημα κι έφτιαξαν τον πολιτισμό, έλεγε για τις πυραμίδες που βρήκανε στην Αμερική, στη Κίνα, στη Γιουγκοσλαβία κι ήταν κατασκευές των εξωγήινων, κάπου τα είχε διαβάσει, κάτι είχε δει σε τίποτα βιβλία της κακιάς ώρας, ότι βρουν το παίρνουν για αληθινό όσο βλακεία κι αν είναι! Εγώ τις ήξερα τις παλαβές θεωρίες του, πόσες φορές δεν είχαμε σκοτωθεί πιο παλιά σ’ εκείνο το μέρος το στριμωγμένο όπου η θερμοκρασία όσο περνούσε η ώρα κι ανέβαινε και τα πνεύματα άναβαν όλο και περισσότερο. Άλλες φορές βαριόμουν απίστευτα αλλά εκείνη τη βραδιά άκουγα μ' ενδιαφέρον ούτε που ξέρω γιατί, πράγματα σκόρπια που πετούσε ο καθένας, λέγανε τώρα για τον Καρλομάγνο που διέδωσε λέει τον χριστιανισμό στη Δυτική Ευρώπη, λέγανε και για τους βασιλιάδες του μεσαίωνα, η Δώρα ενδιαφερόταν να μάθει για τη Θεοδώρα, τη γυναίκα του Ιουστινιανού, της άρεσε που η συνονόματη της είχε σώσει το βασιλιά στα ζόρικα, ήθελε να μάθει και για την σφαγή στον ιππόδρομο τότε που ο Θεοδόσιος ματοκύλισε τη πόλη, καθώς ρωτούσε χειρονομούσε με τα ταλαιπωρημένα της χέρια, ποιος ξέρει που δούλευε, ο μιχανικός ο Αντρέας, ένας μελαχρινός τύπος μ' ωραίο παράστημα δοκίμασε να συμπληρώσει κάτι στη συζήτηση αλλά η φωνή του παραήταν αδύναμη, ο παθιασμένος που δεν άφηνε κανέναν να μιλήσει πετάχτηκε και τον σκέπασε μ’ ένα ύφος σα να του έλεγε ‘’Δε ξέρεις εσύ, είσαι άσχετος!’’



Κι ύστερα η κουβέντα συνεχίζονταν, άλλοτε έπεφτε κι άλλοτε ανέβαινε, κάποιοι ήταν εκεί για ώρες, ο Αντρέας ο μηχανικός που είχε συνεργείο έμοιαζε να είναι ο μόνος άσχετος σ' όλα αυτά, μιλούσε χαμηλόφωνα με τον διπλανό του, έναν μουσάτο που δεν τον είχαμε ξαναδεί, μονάχα ο Αντρέας ακούγονταν να μιλά σιγανά με τον διπλανό του έναν τύπο με μούσια που κανείς μας δεν τον ήξερε κι ούτε τον είχε ξαναδεί, μάλλον μαζί δουλεύανε. Οι δυο τους ξεφύλλιζαν ένα βιβλιαράκι χρωματιστό σαν εγχειρίδιο και ψιθίριζαν όλη την ώρα κάτι ακαταλαβίστικα για τους θαλάμους καύσης όπου παράγεται ενέργεια και κινεί το αυτοκίνητο, για μηχανές πολύστροφες και υπέρ ταχύστροφες, αερόψυκτες και υδρόψυκτες, αναστρέψιμες και μη αναστρέψιμες, δίχρονες και τετράχρονες, δικύλινδρες και τετρακύλινδρες, εμβολοφόρες και παλινδρομικές.



Τους είχα βαρεθεί, σκεφτόμουν τι θα έκανα το επόμενο τριήμερο, την άλλη μέρα ήταν Ψυχοσάββατο, το πρωί στην εκκλησία μια σειρά ατέλειωτη από πιατέλες με κόλλυβα, ένας παπάς είχε βγει σα φάντασμα απ’ την ωραία πύλη με τα κόκκινα ράσα του να κυματίζουν κι άρχισε να διαβάζει ονόματα πεθαμένων. Μια αίσθηση παράξενη με είχε κυριέψει , σ ένα φαστφουντάδικο είχα κανονίσει να δω τη φίλη μου την Α, πόσο καιρό είχαμε να βρεθούμε! Και της τα είπα όλα ρε φίλε, τα είχα τόσο καιρό μέσα μου μαζεμένα, δε γίνονταν, όλο το ανέβαλα κι όλο το πήγαινα πίσω, προτιμούσα να μη της μιλώ πάρα να τη στενοχωρώ όμως έτσι που πηγαίναμε τελικά θα χανόμασταν, δεν υπήρχε περίπτωση, κι είχε κάνει τόσα για μένα ! Και της τα είπα όλα’’ ‘’Δική σου δουλειά είναι να είσαι μαζί του, εγώ σας σύστησα αλλά ρε Α αλλά δεν τον αντέχω, και πώς να σου το πω αλλά πέφτεις στα μάτια μου όταν συνεχίζεις μαζί του, δε μπορώ να σε δω όπως πριν, δε σου αξίζει, είναι βλάκας , δε το βλέπεις, κάνε ότι νομίζεις αλλά εγώ πρέπει να σου το πω!’’ Την είδα που στενοχωρήθηκε, είχε πραγματικά τόσα κάνει τόσα για μένα όταν δεν είχα κανέναν, κι όταν είχα χωρίσει μου είχε σταθεί μόνη αυτή, αλλά δε γίνονταν αλλιώς, έπρεπε να της τα πω να φύγουν από μέσα μου, καμιά φορά γίνεσαι δυσάρεστος σ αυτούς που αγαπάς περισσότερο...



Μια βροχή είχε πιάσει, μα ποσό νερό έριχνε, οι δρόμοι κατέβαζαν ποτάμια, η Α σηκώθηκε, τα μάτια της ήταν υγρά, άνοιξε την ομπρελίτσα της και χώθηκε στο γαλάζιο αμαξάκι της που ήταν παρκαρισμένο ακριβώς έξω απ’ τη πόρτα. Έμεινα μόνος στο φαστφουντάδικο χαζεύοντας κάτι φυτά της ζούγκλας με περικοκλάδες πρασινωπές που είχαν βάλει για διακόσμηση, μια τηλεόραση που υπήρχε εκεί ένα ντοκιμαντέρ έδειχνε για κάτι πουλιά τους γεωυδροκόρακες που κρώζουν υπόκωφα μες τη νύχτα βγάζοντας βρυχηθμούς αλλόκοτους κι ακούγονται λέει μέχρι χιλιόμετρα μακριά. Καθόμουν εκεί πέρα κι έβλεπα μια τη βροχή μια τα πουλιά και τα ζώα που ξυπνούν το πρωί, τις πέρδικες και τους φασιανούς με τα πλουμιστά φτερά που πάνε στους νερόλακκους να δροσιστούν, και τους αδηφάγους που γυρνούν στα λαγούμια τους ύστερα απ' το βραδινό κυνήγι καθώς ο ήλιος ανατέλλει βάφοντας πορφυρά τα κλαδιά των θάμνων της σαβάνας...



Όπως σταματούσε η βροχή κι οι ουρανοί άνοιγαν ξανά, απ' τη τζαμαρία του μαγαζιού μπορούσες να δεις στο πάρκο απέναντι δαμασκηνιές με εκατομμύρια ροζ ανθάκια αραδιασμένες, καρακάξες περπατούσαν πάνω στα ξερά φύλλα, πεύκα πανύψηλα υψωνόταν κι ανάμεσα από τα κλαδιά τους μπορούσες να δεις την κοιλιά των αεροπλάνων που κατέβαιναν για να προσγειωθούν πέρα στο αεροδρόμιο. Μια μηχανή σαραβαλιασμένη κείτονταν στο πεζοδρόμιο, γάτες με φρύδια σμιχτά πετάγονταν μέσα από κάδους καθώς μια γριά προσπαθούσε να βγάλει κουρέλια κι αντικείμενα σκαλίζοντας μ' ένα σίδερο, κοπέλες περνούσαν κρατώντας ανθοδέσμες από τριαντάφυλλα κόκκινα τυλιγμένα σε ζελατίνη . Στα μπαλκόνια γλάστρες με βιόλες κι αλόες, ρούχα απλωμένα σε χρώματα πορτοκαλιά και πράσινα, μια γυναίκα λίγο χοντρή κοντοστέκονταν να πάρει ανάσα, είχε ιδρώσει όπως περπατούσε, σε μια στιγμή ακούμπησε σ έναν τοίχο ασθμαίνοντας και σήκωσε το κεφάλι της να δει τριγύρω...



Με το που άνοιξέ ο καιρός κάτω στη παραλία φάνηκαν καθαρά οι προσχώσεις του Αξιού που έφταναν μέχρι βαθιά στη θάλασσα κατά το Καλοχώρι, χιόνι είχε πέσει στον Όλυμπο ομίχλη έβλεπες κατά κει . Σε μια στάση όπου περίμενα το αστικό εφημερίδες ήταν κρεμασμένες στη πλαϊνή μεριά ενός περίπτερου, σταμάτησα να δω λίγο και δίχως να το καταλάβω κόλλησα σε μια είδηση, καρφώθηκα, σαν εκείνη η είδηση να καθόριζε τη ζωή μου κι έπρεπε να τη διαβάσω οπωσδήποτε, δε μπορούσα να μην ανοίξω τη σελίδα , όπως ήμουν χαμένος εμφανίστηκε απ το πουθενά ένα χέρι γυναικείο και μου έκλεισε απότομα τη σελίδα, ''Κύριε δεν μπορείτε να διαβάζετε έτσι την εφημερίδα !'



Και μετά βρέθηκα χωρίς να το καταλάβω ξανά σ' εκείνο το μέρος το στριμωγμένο όπου όλοι φώναζαν και ξελαρυγγίζονταν, είχα ορκιστεί να μη ξαναπάω μετά από ότι είχε γίνει όμως σιγά μη κρατούσα τον όρκο μου! Όλα ήταν όπως τα είχα αφήσει, τα ίδια πρόσωπα τα ίδια λόγια, η ίδια οχλοβοή μόνο ο συνήθης ύποπτος έμοιαζε νηφάλιος για κάποιον λόγο, κάτι τον είχε στενοχωρήσει, κάτι του είχε συμβεί, ‘’Ωχ !’’ σκέφτηκα ‘’Τώρα θα τα ακούσεις !’’, βέβαια δεν υπήρχε περίπτωση η Α να του είχε πει τίποτα, δε θα μ’ έδινε , έκοβα τις φλέβες μου γι αυτό, κάτι είχε συμβεί όμως, ξαφνικά ήρθε κοντά μου κι εγώ πήρα αμυντική στάση, αυτός όμως τράβηξε μια ρουφηξιά απ το τσιγάρο του και μου είπε ‘’Να σου πω κάτι…’’ έσκυψε στο αυτί μου’’ Σ αγαπώ ρε, είσαι αδερφός ότι και να γίνει !’’ και μετά έσκυψε και με φίλησε στο μάγουλο.



Και τότε σ ολόκληρο το μαγαζί έγινε ησυχία σα να είχαν όλοι συνεννοηθεί ότι έπρεπε να σωπάσουν, σταμάτησαν όλοι ενώ ο άλλος κάπνιζε βαρύθυμος με το κεφάλι σκυμμένο τραβώντας βαθιές ρουφηξιές, και μέσα σ’ κείνη τη βουβαμάρα ο μόνος που ακούγονταν πάλι ήταν ο Αντρέας που κουβέντιαζε χαμηλόφωνα μ εκείνον τον μουσάτο που δεν είχαμε ξαναδεί, κάτι του έλεγε τώρα για τη Ρόδο όπου είχε πάει με το γιο του να δουν τα σμήνη από πεταλούδες που βγαίνουν εκεί πέρα σε μια κοιλάδα κι έχουν χρώμα πορτοκαλί με βούλες μαύρες, πολλές απ αυτές φτάνουν λέει μέχρι τα παράθυρα των σπιτιών, άλλες κολλούν στα ρούχα σου κι όταν πετούν όλες μαζί είναι ένα θέαμα χάρμα οφθαλμών να το βλέπεις...



Βγήκα θολωμένος από κει και βρέθηκα στη μεγάλη πλατεία που δέσποζε στο κέντρο της πόλης, το κεφάλι μου βούιζε τι ήταν αυτό πάλι, υποτίθεται ότι είχα κάνει το σωστό, τα είχα πει όλα στην Α κι εκείνη δε με είχε δώσει, έλεγα στον εαυτό μου ‘’Μη τον πιστεύεις, σε λίγο θα είναι πάλι ο παλιός του εαυτός, ο σκοτεινός κι απαίσιος!’’ όμως μ’ έτρωγε ότι μπορεί να είχα κάνει κάτι λάθος, τι δουλειά είχα εγώ ν’ ανακατευτώ και τι μ’ ένοιαζε τι κάνει η Α που δεν ήταν και κανένα μωρό, τα είχα κάνει μαντάρα πάλι!



Στη μεγάλη πλατεία με τις αψίδες που δέσποζε στο κέντρο της πόλης μια αχλαδιά ολάνθιστη έξω από κάτι αρχαία λουτρά, τα φανάρια της πλατείας όπως ήταν όλα μαζί αναμμένα κι αντανακλούσαν στα νερά της βροχής έφτιαχναν ένα φωτεινό μαγικό πλαίσιο μες το οποίο περιφέρονταν άνθρωποι λουσμένοι σε φως κίτρινο, δυο σκιές μου φάνηκαν γνωστές, ήταν ο Αντρέας με τον άλλον το τύπο το μουσάτο, περπατούσαν κουβεντιάζοντας ζωηρά, λέγανε πάλι για τις τουρμπίνες αξονικής ροής, για φυγοκεντρικές δυνάμεις , για συστήματα παλμών, για στροβιλοσυμπιεστές...

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...