Δευτέρα 15 Μαρτίου 2021

ΑΝΘΙΣΜΕΝΕΣ ΔΑΜΑΣΚΗΝΙΕΣ

 

Όπως καθόταν στη στάση με τις ανθισμένες δαμασκηνιές  ένα αμάξι ήρθε με  φόρα απίστευτη και καρφώθηκε σ’ ένα  περίπτερο εγκαταλειμμένο  παίρνοντας  σβάρνα το κουκουλωμένο  ψυγείο  κι όλο το κιόσκι μαζί, αυτή χωρίς  να το καταλάβει βρέθηκε στο τσιμέντο νιώθοντας έναν  πόνο  στον ώμο, πεσμένη στο τσιμέντο  παρακολουθούσε όλα όσα γίνονταν σα να μη την αφορούσαν, σα να βρισκόταν έξω από όλο εκείνο που διαδραματίζονταν μπροστά της.

Ο κόσμος έτρεξε αμέσως να δει τι είχε συμβεί,  ήταν τόσο δυνατό χτύπημα που όλοι απόρησαν και πήγαν  να βοηθήσουν όπως μπορούσαν, ο οδηγός ήταν ένας τύπος με κοιλιά  όχι πολύ μεγάλος σε  ηλικία , έμοιαζε θολωμένος καθώς σάλευε μέσα στα συντρίμμια,  σίγουρα κάτι θα  είχε πάρει ή ήταν πιωμένος,   δεν υπήρχε άλλη εξήγηση,  αλλιώς δε μπορούσε να είχε  κάνει κάτι τέτοιο, ευτυχώς σ’  εκείνη τη στάση εκτός  απ’  αυτήν  δεν υπήρχε κόσμος  θα είχε σκοτώσει πολλούς σίγουρα με τη φόρα που είχε.  Ο πρώτος που έφτασε την ρώτησε πως είναι και μετά της είπε ότι έχει καλέσει το ασθενοφόρο, έπειτα πήγε να απεγκλωβίσει τον οδηγό που ήταν χωμένος μέσα στο διαλυμένο αμάξι  προσπάθησε να τον βγάλει χωρίς  να  σκεφτεί ότι μπορούσε να του κάνει ζημιά,   ‘’Τι έγινε ρε φίλε;» του φώναξε   τραβώντας τον άγαρμπα   σα να έσερνε σακί, τον απέθεσε σε μια γωνιά και γύρω του μαζεύτηκε ένα τσούρμο  που τον κοιτούσε περίεργα παρ’ όλο που της πονούσε ο ώμος τους  άκουγε καθαρά που έλεγαν  « Πως έτρεχε έτσι  ο βλάκας θα τη σκότωνε τη γυναίκα» .

Δοκίμασε να κινήσει όλα τα μέλη της τα χέρια, τα πόδια, το κεφάλι και είδε ότι ήταν εντάξει οπότε π μπορούσε να χαλαρώσει παρά τον πόνο, άλλωστε κατά κάποιο τρόπο   περίμενε ότι κάτι θα της συμβεί εκείνη τη μέρα που είχε το ρεπό της. Όλο  τον καιρό είχε ένα προαίσθημα . Μέσα της αισθάνονταν ένα είδος  φόβου σα να ψυχανεμίζονταν  κάποιο προμήνυμα,  είχε αρχίσει να βλέπει στο ίντερνετ  κάτι σειρές λίγο τρομαχτικές προσπαθώντας  να το ξορκίσει ομοιοπαθητικά, όποτε την έπιανε τέτοια  επιθυμία να δει ή να διαβάσει μια ιστορία τρομαχτική ήξερε ότι κάτι θα της συμβεί. Πολύ την είχε επηρεάσει και μια ιστορία που άκουγε στις ειδήσεις για ένα κοριτσάκι που αγνοούνταν και το ‘ψανχαν όλοι και μέρες τώρα δεν είχε δώσει σημάδια ζωής. Το έβλεπε εκείνο το κοριτσάκι πολλές φορές στον ύπνο της κι όπως συμβαίνει στα όνειρα το ταύτιζε με ένα από τα δικά της  το πιο μεγάλο . Μάλιστα είχε δει το ίδιο όνειρο πολλές φορές,  το κοριτσάκι την έπαιρνε στο τηλέφωνο και προσπαθούσε  να απαντήσει όμως δεν μπορούσε,  με κάποιο τρόπο μπλοκάριζε η συσκευή ή το χέρι της κάτι πάθαινε,  ή κάτι συνέβαινε  που την εμπόδιζε να το σηκώσει  και ξυπνούσε ιδρωμένη…

Σε λίγο ήρθε το ασθενοφόρο  κι όλοι άνοιξαν χώρο να περάσουν οι τραυματιοφορείς, δυο άντρες πήγαν  προς τον οδηγό  που είχε γεμίσει αίματα ενώ  μια   νοσοκόμα  ήρθε προς το μέρος της, προσπάθησε να χαμογελάσει στην νοσοκόμα που την εξέτασε μια στιγμή και τη ρώτησε που πονά,   της έδειξε τον ώμο και η νοσοκόμα φάνηκε να μην ανησυχεί,  αυτό ήταν καλό σημάδι,  οι άλλοι δύο τραυματιοφορείς  έβαλαν  ένα κολάρο στο κεφάλι του ταλαίπωρου οδηγού  κι ύστερα τους οδήγησαν στο κίτρινο   φορτηγάκι  που τσίριζε αναβοσβήνοντας το φάρο του.   Όπως έφευγαν αυτή  παρατηρούσε του αργόσχολους που   μαζεύτηκαν γύρω από τη στάση με τις ανθισμένες δαμασκηνιές . Εκεί πέρα είχε δημιουργηθεί κάτι σα στέκι,  όπως ήταν όλα και κλειστά  δεν υπήρχε άλλο μέρος να πας κι είχε  εγκατασταθεί εκεί όλη η σάρα και η μάρα, κάτι τύποι με κουκούλες  είχαν στήσει ένα πάγκο με παλιατζούρες   και  μαζί τους   έβλεπες πάντα  έναν ξανθό  με το σκύλο του που έβγαζε τη γλώσσα όλη την ώρα.  Λίγο πιο πίσω σ’ ένα παρκάκι κάτι ρωσοπόντιοι έπαιζαν χάρτα απ’  το πρωί ως το βράδυ σα να ήταν στο κόσμο τους,  σα να μη συνέβαινε τίποτα γύρω τους.

Ξαπλωμένη  στο φορείο προσπαθούσε  να μαντέψει τι θα συνέβαινε , το βέβαιο ήταν ότι ήθελε να ξεμπερδεύει όσο πιο γρήγορα γινόταν,  δοκίμασε ξανά όλα τη μέλη της κι εκτός  από τον πόνο στον ώμο που υποχωρούσε με την ώρα δεν ένιωθε τίποτα οπότε μπορούσε να ανασάνει ανακουφισμένη , κοίταξε των ματωμένος τύπο που ξεφυσούσε  βαριά, εκείνος ο στενός ο χώρος με τον χτυπημένο και τον συνοδό που δεν μιλούσε καθόλου την άγχωνε φοβερά,   ήταν σαν εγκλωβισμένη  εκεί μέσα  όμως όλα  θα τελείωναν γρήγορα, έτσι πίστευε.  Έβγαλε το κινητό και ειδοποίησε τον άνδρα της για το ατύχημα, του είπε  ότι   δεν ήταν  τίποτα σοβαρό  κι ότι  γρήγορα θα γυρνούσε στο σπίτι.

Το μυαλό της όλη την ώρα ήταν στα παιδιά, ο κόσμος να χαλούσε έπρεπε  να γυρίσει κοντά τους, ι δυο κόρες της  δεν πήγαιναν πια σχολείο  έκαναν μάθημα από τον υπολογιστή, κάθε πρωί  τα έβαζε σε μια σειρά  καΙ μετά έπιανε να μιλά όλη την ώρα με πελάτες και συναδέλφους,  δούλευε όλη μέρα σχεδόν και το βράδυ που σταματούσε ένιωθε ένα σφίξιμο στο στομάχι σα να είχε καθίσει μια πέτρα εκεί πέρα. Την προηγούμενη  μέρα μιλούσε μ’ ένα στραβόξυλο, έναν πελάτη με τον οποίο δεν μπορούσε να συνεννοηθεί με τίποτα, o τύπος  επέμενε ότι δεν έπρεπε να πληρώσει κι ότι όλοι του χρωστούσαν ,  όλοι ήταν απατεώνες και ρουφήχτρες, ήταν τόσο επίμονος τόσο τοξικός που κάθε φορά που έπρεπε να του τηλεφωνήσει ένιωθε την καρδιά της να χτυπά πιο δυνατά χίλιες δυο φορές είχε πει στον προϊστάμενο να την απαλλάξει από τον τύπο αλλά ο προϊστάμενος ήταν στο κόσμο του εντελώς και δεν έδινε δεκάρα.

Δουλεύοντας τόσον καιρό είχε χάσει επαφή με τους δικούς της, είχε τόσο καιρό να δει τη μάνα της και της έλειπε πολύ, άμα μπορούσε  να πάει  στο χωριό,  τέτοια εποχή θα  άρχιζαν να πρασινίζουν όλα όχι όπως την πόλη που έβλεπε παντού γκρίζο, ούτε χρώματα ούτε τίποτα.  Η μάνα της θα της έφτιαχνε κανένα από κείνα τα φοβερά  ψωμιά ή κανένα χταποδάκι στη σχάρα όπως μόνο εκείνη ήξερε κι ύστερα θα καθόταν να δει και να παίξει με τα εγγόνια της για ώρες…

Σήκωσε  το βλέμμα  ψηλά κι  από το τζάμι του οχήματος είδε  δέντρα ανθισμένα,   προσπάθησε να καταλάβει που βρίσκονταν,  το νοσοκομείο που τους πήγαιναν  ήταν έξω από την πόλη και σε κανονικές συνθήκες θα χάζευε τη διαδρομή όμως από κει μέσα ήταν λίγο δύσκολο. Το βέβαιο ήταν  ότι με τέτοιον καιρό δεν ήθελες να κλειστείς σε καμιά κλινική, τα δέντρα  που άνθιζαν στα στενά και στους ακάλυπτους απλώνοντας παντού τα άνθη τους θύμιζαν κήπους  γιαπωνέζικους,  ήταν η εποχή που όλα έμοιαζαν ρευστά, στον αέρα κυριαρχούσε μια άλλη διάθεση  και σ’ έπιανε μια επιθυμία να ταξιδέψεις,  να φύγεις μακριά, να δραπετεύσεις   από την κλεισούρα και  τον αποκλεισμό του χειμώνα που  είχες περάσει μες στο σπίτι.

Την άνοιξη ένιωθε  κάπως παράξενα, την έπιανε μια μελαγχολία και ήθελε κάποιον δίπλα της πάντα έτσι αισθάνονταν κι κείνο το πρωινό  περιμένοντας το λεωφορείο,  χάζευε τα αμάξια  που περνούσαν, τους  ανθρώπους που  ερχόταν από τη λαϊκή κουβαλώντας τσάντες με φράουλες και πορτοκάλια,  τους τύπους που είχαν τον πάγκο από τα παλιατζίδικα,  έπιναν χυμούς από  κάτι χάρτινα κουτιά και γελούσαν ενώ   δίπλα τους ένας γύφτος πουλούσε  μπανάνες και μήλα φωνάζοντας όλη την ώρα.  Όλα έπαιρναν αυτήν την εποχή μια άλλη μορφή σα να γίνονταν πιο ωραία, γυρίζοντας το βλέμμα κοίταζε τις πολυκατοικίες που έμοιαζαν να διαλύονται στο φως του πρωινού ήλιου  και να εξαϋλώνονται μέσα σ’ ένα  φως εκθαμβωτικό, ήταν μια μαγεία.

Θα πρέπει να πλησίαζαν στο νοσοκομείο γιατί ο οδηγός κάτι φώναζε και είχε σταματήσει. Εκείνη τη στιγμή ο  χτυπημένος  άνοιξε τα μάτια του και ζήτησε λίγο νερό,  ο συνοδός νοσοκόμος του έδωσε μερικές γουλιές από ένα πλαστικό μπουκάλι κι ο χτυπημένος άρχισε ένα μιλά πολύ γρήγορα σα να βιαζόταν «Τι έγινε, χτύπησε  κανένας, συγγνώμη ρε παιδιά, δε το ήθελα!» είπε κλαίγοντας κι  ύστερα  άρχισε να λέει κάτι ασυναρτησίες που δε μπορούσαν  να καταλάβουν. Έγειρε πίσω για μερικά δευτερόλεπτα και   ξαφνικά  άρχισε να βαριανασαίνει, ο νοσοκόμος του έβαλε τον αναπνευστήρα στο  πρόσωπο  κι ο άλλος άρχισε να κάνει κάτι κινήσεις σπασμωδικές «Σε λίγο φτάνουμε» του είπε ο συνοδός αλλά ο άλλος έμοιαζε να μη καταλαβαίνει τίποτα από όσα  συνέβαιναν  γύρω του,  προσπαθούσε να εξηγήσει κάτι κάνοντας νοήματα όμως λέξεις δεν έβγαιναν από το στόμα του μόνο κάτι μουρμουρητά που δεν ξεχώριζες.  

Οι πόρτες του ασθενοφόρου άνοιξαν, οι  δυο τραυματιοφορείς κατέβηκαν κι άρχισαν να μιλούν με κάποιον εκεί πέρα  σα να μη βιάζονταν. Αυτή ανασηκώθηκε στο φορείο και στηρίχτηκε στα πόδια της δεν ένιωθε τίποτα οπότε δεν ήθελε να είναι ξαπλωμένη όπως ετοιμάζονταν αν φωνάξει «Τι θα γίνει με μας;»   όταν ο χτυπημένος άρχισε να βήχει άσχημα και πήρε να χλομιάζει σα να έχανε το χρώμα του. Χωρίς  να το σκεφτεί πήγε κοντά του και τον κοίταξε κατάματα,  εκείνος γούρλωσε τα μάτια  και είπε  καθαρά αυτή τη φορά «Εγώ το σκότωσα  το κοριτσάκι  κι ο θεός θα με κάψει,  θέλω να το πω σε κάποιον  δε μπορώ !» αυτή τον κοιτούσε  σα  χαμένη και τότε  ήρθαν οι νοσοκόμοι που  τον άρπαξαν « Μάλλον έχει εσωτερική αιμορραγία» είπε  ο ένας κι άρχισε να σέρνει το φορείο κατά τα χειρουργεία.  Μέσα στη φασαρία κανείς  δε νοιάζονταν γι αυτή σα να μην υπήρχε αλλά ούτε την ένοιαζε,  στο μυαλό της είχαν καρφωθεί τα λόγια του χτυπημένου που της είχαν κόψει τα πόδια , έπρεπε  να μιλήσει σε κάποιον υπεύθυνο όμως όπως στα όνειρα ένιωθε πάλι να παγώνει και να κοκαλώνει,  δεν ήξερε τι να κάνει. Περπάτησε κατά  το νοσοκομείο σα ζαλισμένη και χωρίς  να το καταλάβει βρέθηκε έξω απ’ τα χειρουργεία,  εκεί  είδε τον συνοδό που ήταν μαζί της στο ασθενοφόρο  να βγαίνει  λέγοντας κουρασμένα   «Τελείωσε,  αυτό ήταν».  

 

 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...