Τρίτη 26 Αυγούστου 2014

DEEP WEB


Επιδημία κρυψίνοιας έχει πέσει ,  όλοι κρύβουν πράγματα,  κρατούν μυστικά, δε θα τα πουν σε κανέναν  ότι και να γίνει,   θα τα πάρουν μαζί  στον τάφο τους.

 Κρύβουν τα ίχνη ,   το πρόσωπο , το προφίλ τους,   δεν εμπιστεύονται κανέναν, ούτε φίλους, ούτε συγγενείς, ούτε τη μάνα τους,  ούτε τον αδερφό τους, ούτε τη   γυναίκα, ούτε τον άντρα τους, όλοι είναι επίφοβοι ν αποκαλύψουν τα περίφημα μυστικά τους. Η  μυστικοπάθεια φαίνεται ότι  εξαπλώνεται ραγδαία,  παντού υπάρχουν σπιούνοι, ρουφιάνοι, καταδότες,  προδότες,  κουκουλοφόροι μιλάμε για τρέλα,  φοβούνται το κακό μάτι, τη κακογλωσσιά, δεισιδαιμονίες προϊστορικές,   ο τόπος  έχει γεμίσει από πνεύματα του κακού, διαβόλους και δαίμονες,  αρνητική ενέργεια  εκπέμπεται  από παντού, φοβούνται τον ίσκιο τους, κλείνονται στο καβούκι τους .


Πράκτορες σκοτεινοί    στην άλλη άκρη της  γης  κλεισμένοι σε αίθουσες σκοτεινές,   παρακολουθούν να  μάθουν τα μυστικά τους  σα να μην έχουν άλλη δουλειά  παρά να καταγράφουν με προσοχή σε χαρτιά και ταινίες και δε ξέρω γω τι άλλο  τα απόκρυφα τους.  Μια  μανία  έχει ενσκήψει, ο φόβος τους κατακλύζει, τους κυριεύει, τους ισοπεδώνει, δε μπορούν να λειτουργήσουν ορθολογικά ''Θα σου το έλεγα ...''σου λένε ''...αλλά φοβόμουν ότι θα έβγαινες  να το διαλαλήσεις  παντού!'' -  '' Ρε μεγάλε, πότε  μου   εξομολογήθηκες ένα  απ τα καταραμένα μυστικά σου  και δεν το κράτησα;''

 Όταν αποκαλύπτονται αυτά τα περίφημα μυστικά  αποδείχνεται  ότι ήταν κάτι ασήμαντα,  κάτι άσχετα για τα οποία δε σου καίγεται καρφάκι,   ή πάλι είναι τόσο σοβαρά που είναι να τους λυπάσαι για την αγωνία που πέρασαν μήπως μαθευτούν, μήπως τους ξεφύγει λέξη,  δεν υπάρχει τίποτα πιο ψυχοφθόρο.   Απορούν τώρα  γιατί δεν εκπλήσσεσαι,  γιατί δε ρωτάς , μας έχεις τρελάνει, μας έχεις πρήξει με ερωτήσεις για ότι νάναι !    Ναι  παιδιά,   όμως  τώρα πια είναι αργά, έχει χαθεί το timing, το πουλάκι πέταξε,  το νέο έχει μπαγιατέψει, άσε που το είχες ψυλιαστεί από υπαινιγμούς σκόρπιους,  ξέρεις πια πως σκέφτονται,   δεν σε εκπλήσσει ούτε στο ελάχιστο.   Θα μπορούσαν να ξαλαφρώσουν λιγάκι,  να υποφέρουν λιγότερο, να μοιράσουν τη χαρά τους με κάποιον άνθρωπο κοντινό τους,  να νιώσουν πιο όμορφα, στιγμές μοναδικές  χάνονται για να υπερισχύσει η καχυποψία κι η μιζέρια , είναι σα να βάζουν αυτογκόλ χωρίς αντίπαλο!  Θα μπορούσε η ζωή να γίνει πιο απλή, πιο ανεκτή, πιο ωραία,  με λιγότερες παρεξηγήσεις,     όμως αυτό που ήταν πιο σημαντικό γι αυτούς ήταν το μυστικό   που έπρεπε να μείνει εφτασφράγιστο, κλειδωμένο,  ασφαλισμένο, χαντακωμένο,  αμπαρωμένο με κωδικούς και κλειδαριές που δεν ανοίγουν με τίποτα! Παλεύουν, τυραννιούνται, δυστυχούν μόνοι τους άντε και με κανέναν  μυστικοσύμβουλο που ανακάλυψαν , όμως  ο στόχος επιτυγχάνεται,κανείς δεν έμαθε τίποτα,   μπράβο παιδιά,  συγχαρητήρια!


Πάντα  πίστευα  ότι όλα πρέπει να είναι φανερά, εντάξει όχι όλα, δε γίνεται, κάποια πράγματα δεν λέγονται, φυσικά  και  το καταλαβαίνω αυτό. Όμως γιατί να κάνεις  τη ζωή σου περίπλοκη και δύσκολη,  γιατί να σκέφτεσαι  όλη  την ώρα μήπως δε πρέπει να το πω αυτό ή το άλλο,  να το πω σ αυτόν η σ εκείνον,  κι αν διαρρεύσει κάτι,  πέστο  ρε φίλε,  τελείωνε !  Δε γίνεται , δε μπορείς να κρύβεσαι εσαεί ,  άμα είναι σκάψε ένα λάκκο και θάψου εκεί μέσα. Αυτό όμως είναι φόβος, είναι δειλία, είναι παραλογισμός, είναι αρρώστια.  Πρέπει να βγεις εκεί έξω και ν’   αντιμετωπίσεις  ότι υπάρχει,  μη μου κλαίγεσαι,  σε μας δε πήγαν όλα δεξιά,  δεν ήταν  όλα ρόδινα, που ξέρεις τα δικά μας, όμως  δε κάναμε έτσι! Κανείς  δε σου υπόγραψε συμβόλαιο ότι δε θα σε βρει κανένα κακό, κανείς δε ξέρει τι θα του ξημερώσει κι αν θα ζει αύριο, έτσι είναι, μαθαίνεις να ζεις μ αυτήν την ιδέα,  μ όσους μπορούν σ  ανεχθούν και να  σ εμπιστευθούν,   για τους άλλους δε μπορείς  να κάνεις τίποτα ,  είχαν την ευκαιρία τους  μα  προτίμησαν τον  κλειστοφοβικό  τους κόσμο , ας πρόσεχαν,  η ζωή κυλά, δεν υπάρχει χρόνος, άστους με τα μυστικά τους τα φοβερά …


Στο τέλος του καλοκαιριού οι εποχή  αλλάζει,  ο καιρός περνά δίχως να το καταλάβεις,  τουρίστες μαζεύονται στ'  αεροδρόμια μαυρισμένοι, τσουρουφλισμένοι, καμένοι εντελώς,  άνθρωποι βγάζουν λεφτά από ΑΤΜ  κι άλλοι  φέρνουν στο στόμα μπουκάλια νερού να ξεδιψάσουν,  . Γυναίκες με στηθόδεσμους  γαλάζιους τσεκάρουν εισιτήρια  ,   άλλες σκουπίζουν τα νερά που τρέχουν απ το κλιματιστικό της οροφής, μπορείς   να δεις  τα δάχτυλα τους που είναι όμορφα. Πέρασε κάποια κι έσπαγα το κεφάλι μου που την ήξερα φορούσε μαύρα γυαλιά και με δυσκόλευε να καταλάβω,  ένα φουστάνι σα χιτώνας, σανδάλια αρχαία  που  έδεναν  πάνω απ τον αστράγαλο, ένα σακίδιο δερμάτινο στη πλάτη, που στο διάβολο την  ήξερα !  Πλησίασα να τη δω καλύτερα,  νύχια κίτρινα,   παντελόνι πράσινο,  κάτι σημάδια στο δέρμα, ντεκολτέ ανοιχτό ,   ήθελα να της πω ‘’Ωραίο στήθος έχεις  μωρό μου !’’     με κοίταξε εξεταστικά ,  ''Από που είσαι;'' με ρώτησε στα αγγλικά.



Ένα πάρκο  με βασιλικούς και κατιφέδες, καθίσαμε εκεί πέρα ,   μου  είπε   για  τότε που πήγαινε διακοπές στο χωριό της,  ένα αυλάκι κυλούσε κάτω απ την αυλή του σπιτιού των παππούδων της,   από κει γέμιζαν   τη ποτίστρα για να πιουν τα ζώα,  μέσα  στο αυλάκι έβαζαν τα καρπούζια να κρυώσουν,  το νερό ήταν τόσο κρυστάλλινο που τα  έκανε   να σπάσουν στη μέση με κρότο  αποκαλύπτοντας την κόκκινη καρδιά τους.  Το βράδυ έκλεβαν το   γλυκό του κουταλιού που είχε κρύψει σ ένα μέρος  περίεργο  η γιαγιά τους ,  τρελαίνονταν γι αυτό είχε μαι γέυση απίστευτη!    Τα απογεύματα έπαιζαν   σ'  ένα ρέμα που έκοβε  το χωριό στη μέση,  ο ουρανός πάνω απ  τα κεραμίδια και τις στέγες των σπιτιών ήταν  διαυγής, καθαρός,  μια φορά είχανε  πάει σινεμά κι είδαν μια ταινία με κάτι ποταμόπλοια, ένα παιδί  κάθονταν στα σκαλιά ενός σπιτιού δίπλα σε μια γυναίκα με  γοφούς φαρδιούς, αυτή η σκηνή έμεινε στο μυαλό  της  για κάποιο λόγο.  Εκανε παρέα  όλο το καλοκαίρι μ   ένα κοριτσάκι  που  όλοι  το κορόιδευαν ανελέητα ,  αυτό  δε μιλούσε ποτέ… 

Θα μπορούσε να μη  μου πει  τίποτα, θα μπορούσε να  πει ‘’Ποιος είσαι, γιατί ρωτάς, τι ψάχνεις, τι θέλεις,  τι σε νοιάζει;’’    όμως  πως θα γίνεις φίλος με κάποιον, πως θα χτίσεις πάνω του,  εγώ τουλάχιστον δε μπορώ να λειτουργήσω έτσι,    όταν ο άλλος  σου σηκώνει μπάρες κάθε φορά και σε κλείνει . 


''Γιατί είσαι περίεργος;'' σου  λένε   '' ...γιατί  βάζεις  τους άλλους να σκαλίζουν  τη μνήμη τους,  γιατί  τους  βάζεις στη διαδικασία να σκέφτονται  και να θυμούνται  πράγματα   που  θέλουν  να ξεχάσουν , που  θέλουν  ν'   αφήσουν  θαμμένα;   Γιατί  θες να μαθαίνεις  τις καλύτερες στιγμές της ζωής του άλλου, τις πιο ωραίες αναμνήσεις της παιδικής του ηλικίας,  η και τις χειρότερες,   όμως τι διάβολο θα πεις με τους ανθρώπους που αγαπάς, πως θα έρθεις  κοντά τους, πως θα τους καταλάβεις, πως θα οικοδομήσεις  μια φιλία ή μια σχέση;

 Υποτίθεται ότι εγώ είμαι εσωστρεφής  όμως απορώ, δε μπορούν να καθίσουν μοναχοί τους ούτε ώρα αλλά   τι κάθονται και λένε όλον αυτόν τον καιρό, πως γίνεται να μιλούν χωρίς να λένε τίποτα, γιατί δε μιλούν καθαρά,   κι αν  αυτό δεν είναι υποκρισία τότε τι είναι; Δε ξέρουν ποιον   να  εμπιστευτούν, συναναστρέφονται  λάθος πρόσωπα,   κρύβουν  μυστικά ανθρώπων που αποδείχθηκαν σκάρτοι κι  άχρηστοι εντελώς μιλάμε,  δε καταλαβαίνω για πιο λόγο να τους σεβαστείς  αυτούς   τους σκάρτους και σιγά τα μυστικά που  έχουν τα σούργελα!
Εγώ πάλι δε μπορώ έτσι,   τι τα λες  όλα  σου, λένε τι τα γράφεις,  πας καλά,  άσε με ρε φίλε να φύγουν τα καταραμένα από πάνω μου, από  μέσα μου,  δε πάνε στο διάβολο τα μυστικά τους, δε μπορώ ! 




Ο καιρός έχει γίνει φθινοπωρινός,   γλυκός, τα φώτα σβήνουν καθώς ξημερώνει,  ένα γαλάζιο χαρτονόμισμα είχα βρει  ένα πρωινό σ ένα πεζοδρόμιο. Όπως οδηγείς  βλέπεις  απ έξω θάμνους,  χόρτα ξεραμένα , πεύκα, κυπαρίσσια κι ελιές, ακτογραμμές θολές στο βάθος του ορίζοντα,  πινακίδες, δρόμοι κυματιστοί, μπάρες στις άκρες της ασφάλτου. Τα μεσημέρια στα στενά της  πόλης αμάξια ξεφορτώνουν  παιδιά νυσταγμένα καθώς  οι άνθρωποι γυρνούν νωρίς απ τις παραλίες  για να γλυτώσουν το μποτιλιάρισμα, φορούν μαγιό κάτω απ τις πετσέτες τους, άμμος κολλημένη στα πέλματα τους.
Τα βράδια   δε με πιάνει ύπνος, τα μάτια  δακρύζουν μόνα τους,  μια φίλη μου  είπε   να βάλω ένα  κολλύριο  γιατί ήταν κόκκινα, μια νύστα ακατανίκητη τραβούσε τα βλέφαρα ,   ένα όνειρο παράξενο,  η μάνα μου  έπλενε  πιάτα σ ένα νεροχύτη,  μια καταπακτή  από κάπου  έβγαζε ατμό, κάποιος έλεγε ''Έχε το νου σου, φυλάξου!''
Ξύπνησα ,   στη τηλεόραση  ταινίες    με κατασκόπους και πράκτορες,   παρακολουθήσεις ατελείωτες,  σενάρια συνωμοσίας , κάποιοι κινούνται  στο deep web  μέσα από κανάλια  και δίκτυα μυστικά  και υπόγεια, ιοί και κάμερες, ιστότοποι βαθιοί,    τύποι ύποπτοι   με προθέσεις περίεργες, ανθρακωρύχοι δεδομένων, απαγωγείς, χάκερς, έμποροι ναρκωτικών, δολοφόνοι ,διεστραμμένοι, αποξενωμένοι, περιθωριοποιημένοι,  ο κόσμος,   παραπαίει, διασπάται, κομματιάζεται, κατακερματίζεται ,αποσυντίθεται,  όλοι απομονώνονται, κλείνονται, περιχαρακώνονται, χτίζουν ντουβάρια και τείχη, αμφιβάλουν, ψάχνουν υποκατάστατα για να εξομολογηθούν τις κρυφές τους σκέψεις, σ’  ένα ντοκιμαντέρ    ένα κορίτσι χάνεται    στη διάρκεια των διακοπών της   κάπου στην Ινδονησία ,  η μάνα της χαλάει το κόσμο να το βρει, οι ντόπιοι δε δίνουν δεκάρα, ήθελα να δω πως θα τελείωνε, κάτι νεαροί το έίχαν ξεφορτώσει σ ένα φάρο κοντά, ύστερα έλεγαν ψεμματα, δε μπορούσες να βγάλεις   άκρη,  τελικά το  βρήκαν σ ένα πηγάδι βαθύ πεταμένο...

Τρίτη 19 Αυγούστου 2014

ΤΟ ΞΑΚΟΥΣΤΟ ΣΚΥΛΙ ΤΟΥ ΤΡΕΜΟΚΕΦΑΛΟΥ

Είχε κλείσει πόρτες και παράθυρα, κοιμόταν με τον ανεμιστήρα αγκαλιά, ήμουν σίγουρος ότι καμιά ώρα θ' άρπαζε καμιά ψύξη που θα τη σακάτευε, φοβόταν, είχε ψύχωση με τα φίδια, τις σαύρες, τις αράχνες κι όλα τ άλλα έντομα και τα μαμούνια.

Δεν μπορούσα να κλείσω μάτι , σκιές και θόρυβοι ύποπτοι παντού , τριξίματα και ήχους περίεργους άκουγα παντού , ο αέρας μετακινούσε τις κουρτίνες, σκιές σέρνονταν στο πάτωμα, μου φαίνονταν ότι κάποιος μπαινόβγαινε στο σπίτι. Προσπαθούσα να μη κάνω θόρυβο, περπατούσα ξυπόλητος στα πλακάκια όλη την ώρα, έβλεπα μια πόρτα μισάνοιχτη και νόμιζα ότι κάποιος είχε μπει στο σπίτι, έψαχνα τα δωμάτια να δω αν ήταν όλα στη θέση τους, έριχνα μια μάτια και στο δικό της, κοιμόταν πολύ βαριά. Χάζευα τα αντικείμενα εκεί μέσα, ένα τόξο καλοδουλεμένο από ξύλο κρανιάς σε μια γωνιά στέκονταν, μια κουδουνίστρα παιδική μου έκανε μεγάλη εντύπωση, προσπαθούσα ώρα πολλή να καταλάβω τι είδους αντικείμενο ήταν εκείνο. Στη κουζίνα ποτήρια τόσο γυαλιστερά - πως στο διάβολο το κάνουν οι γυναίκες ! Στο σαλόνι ένα πιάνο ξύλινο, γερμανικό, ώρες ώρες χτυπούσα κανένα πλήκτρο, στο τοίχο κρεμασμένες φωτογραφίες, παιδιά έτρεχαν σ ένα χωράφι πράσινο, ένα κοριτσάκι έσβηνε τα τέσσερα κεράκια μιας τούρτας, μια έφηβη πολύ όμορφη...

Ξυπνούσα νωρίς , προσπαθούσα να μη τη ξυπνήσω, όσο λιγότερο μ έβλεπε τόσο το καλύτερο, ανοίγοντας το παράθυρο της κουζίνας προτού ν ανατείλει ο ήλιος, αντίκριζα μια θάλασσα από φώτα μπροστά μου , ένα άστρο φωτεινό κατά την ανατολή φαίνονταν και δίπλα του ένα πιο μικρούτσικο πρώτη φορά τόβλεπα αυτό. Με το που έφεγγε μια θέα εκπληκτική, ολόκληρη η σειρά των βουνών απέναντι βάφονταν μαβιά και μενεξεδιά, πιο χαμηλά από κει που είμαστε ένα σπιτάκι πνιγμένο στη βλάστηση. Τα πρωινά έβγαζε ψύχρα, ένας κούκος ακούγονταν από κάπου, η μέρα είχε αρχίσει να μικραίνει, αργούσε να ξημερώσει πια.

Δεν είχα παράπονο, μ άρεσε εκείνο το σπίτι, περνούσα καλά, η γυναίκα ήταν εντάξει, με βοηθούσε να κλείσω πληγές παλιές, δεν είχε εκείνη τη καταραμένη μανία να ελέγχει, να καθοδηγεί, να κρατά τα ηνία, πεθαίνουν για τέτοια οι πιο πολλές γυναίκες. Ήταν πολύ απαλή, πολύ τρυφερή, μπορούσες να την αγαπήσεις, μπορούσε να παραδεχτεί ότι έκανε λάθος,  είχε μια γλύκα στο πρόσωπο τέτοια που σου ήταν δύσκολο ν αντισταθείς, μπορούσες να χαζέψεις το τατουάζ που είχε στον αστράγαλο, τα χέρια της που έπαιζαν στο κινητό στέλνοντας μηνύματα, τη φωνή , τα χείλια της όταν βάφονταν μ ένα κραγιόν, την αλογοουρά που έπεφτε στο πλάι, το στήθος της όταν δε φορούσε στηθόδεσμο παρά μονάχα ένα φανελάκι εφαρμοστό....



Ο κήπος ήταν γεμάτος ντάλιες υπέροχες σ όλες τις αποχρώσεις, ροζ, κίτρινες, μαβιές, άσπρες, μέλισσες ζουζούνιζαν μέσα στα πέταλα τους, στο γρασίδι ένας γάτος άραζε προσπαθώντας να δροσίσει τη κοιλιά του, ύστερα γύριζε ανάσκελα ο τεμπέλαρος, άμα τον πλησίαζες σε κοίταζε μ εκείνα τα γυαλιστερά μάτια που θύμιζαν πάνθηρα.

Πηγαίναμε για μπάνιο σ ένα μέρος όπου υπήρχε μια πισίνα φυσική, οι βράχοι είχαν φτιάξει ένα πλαίσιο τετράγωνο, τα νερά δεν άλλαζαν μέσα του μέχρι να φυσήξει και ν’ αδειάσει το περιεχόμενο του, ήταν σα να έμπαινες σε μια μπανιέρα. Μετά μαζευόμασταν κάτω από μια μουριά και τρώγαμε, κοίταζα τα κοίλα ποτήρια να γεμίζουν με ποτά κι αναψυκτικά που άφριζαν ανάμεσα σε παγάκια τετράγωνα και φέτες από λεμόνι, ήθελα να πέσω με τα μούτρα στο φαΐ όμως η Κ. Έλεγε ''Όχι ακόμα, πρέπει να μάθεις τρόπους περίμενε να καθίσουν όλοι πρώτα!''

Πλησίαζε το φθινόπωρο, η αγαπημένη μου εποχή, ο καιρός δρόσιζε όλο και περισσότερο, ο κόσμος έμοιαζε να βρίσκεται σ' ένα λήθαργο παρατεταμένο, δεν ήθελε να ξυπνήσει από τη πιο μεγάλη κοιλιά του καλοκαιριού, τότε που όλα βυθίζονται στο χαμηλότερο σημείο του χρόνου και μοιάζουν να κινούνται σ άλλη διάσταση. Δε χρειάζεται να περνάς τέλεια, μέρα με τη μέρα η ένταση που συσσωρεύεται κάνοντας πράγματα διαφορετικά απ ότι έχεις συνηθίσει σε μεταφέρει κάπου αλλού, σε μια άλλη κατάσταση απ όπου δε θες να βγεις, ξεχνάς τι θες, τι ζητάς, τι σκοπούς και τι στόχους είχες…


Ποτέ δεν είμαστε μόνοι, όλο και κάποια φίλη ή γνωστή περνούσε από κει, μερικές ήταν συμπαθητικές, άλλες για τα μπάζα , τέλος πάντων. Πηγαίναμε στα πανηγύρια στα γύρω χωριά, σε μια εκκλησία με θόλους πανύψηλους είχαμε βρεθεί , σ ένα στασίδι μια τσάντα ξεχασμένη είχα βρει, έριξα μια ματιά μέσα της, ένα μπουκαλάκι με νερό, κουτιά από φάρμακα, ένα κινητό, είπα να το πάρω αλλά σκέφτηκα ‘’Δε βαριέσαι’’ βιαζόμουν κιόλας, την άφησα όπως ήταν. Σε μια δεξίωση, ένας δεσπότης γηραλέος κάτι έλεγε σιγανά, κανείς δε τον άκουγε, ένα μπολ με σταφύλια και φέτες από καρπούζι είχαν βάλει μπροστά του. Τη νύχτα γίνονταν συναυλίες, μερικές φορές καθόμασταν μέχρι πολύ αργά, όταν φεύγαμε από κει σταματούσαμε σ ένα στέκι κοντά σε κάτι φανάρια , άνθρωποι με σακίδια που τα έσερναν βαριεστημένα σταματούσαν για έναν καφέ, ένα λάστιχο έτρεχε ποτίζοντας κάτι καλαμπόκια, ένα χωράφι πίσω μας. Την ώρα που φεύγαμε άλλαζαν βάρδιες, μια κοπέλα μας χαιρετούσε κι ένας άντρας ερχόταν ν αναλάβει για το υπόλοιπο της νύχτας, το μαγαζί δεν έκλεινε ποτέ. Πιάναμε συζητήσεις ατέλειωτες, μαζί της δε βαριόμουν ποτέ να μιλάω, ένα πράγμα παράξενο, δε ξέρω πως τόκανε, ίσως ήταν το πιο γοητευτικό που είχε, και δεν έλεγε βλακείες, όλα ήταν σοβαρά ...

Πολλές φορές ξεσπούσα στα χορτάρια, καθάριζα με μανία το κήπο, έκοβα τις αγριάδες, τις μοχρίτσες και τα βλίτα που είχαν φυτρώσει, άμα αφήσεις τη φύση θα χωθεί παντού, θα τα κάνει όλα σμπαράλια, θα σε πνίξει μες τα βάτα, δε καταλαβαίνει τίποτα ! Κάτι μ είχε πιάσει σα να μου έφταιγαν τα αγριόχορτα που φύτρωσαν εκεί πέρα, μια τσάπα είχα σπάσει έτσι όπως τα κοπανούσα, οι γείτονες ξυπνούσαν κι αναρωτιόντουσαν τι στο διάβολο έκανα πρωί πρωί. To πιο δύσκολο ήταν όταν πήγα να κόψω ένα κλαδί τεράστιο που είχε τσακίσει ο αέρας, έπρεπε να χρησιμοποιήσω εκείνο το δολοφονικό εργαλείο το αλυσοπρίονο που το φοβόμουν, τελικά τα κατάφερα αν και παρά λίγο να φύγει απ τα χέρια μου . Όταν έλειπε η Κ. τ’ απογεύματα καθόμουν ώρες πολλές μοναχός, ένας τεχνίτης μια φορά είχε έρθει να φτιάξει κάτι, μου φάνηκε λίγο χαμένος, πεσμένος ιδρωμένος, δεν είχε πάει διακοπές, ‘’Φίλε!’’ του είπα ‘’...τράβα να βουτήξεις κάπου να ξελαμπικάρεις!’’. Όλο παιδικά έβλεπα στη τηλεόραση, δε μπορούσα να δω ούτε ταινίες ούτε εκπομπές μαγειρικής, κάτι μ είχε πιάσει, ιστορίες για χώρες ονειρικές παρακολουθούσα, μάχες με τέρατα κι άλλα παλαβά, όλο οι καλοί νικούσαν...

Απ το μπαλκόνι μπορούσες να δεις τα φύλλα από μια συστάδα λεύκες που σάλευαν στο φύσημα του ανέμου, ένα έλος βρίσκονταν στην άλλη άκρη του λόφου γι αυτό μας είχαν φάει τα κουνούπια. Ένα γήπεδο καταπληκτικό, καταπράσινο, το είχαν κατασκευάσει οι εκτοπισμένοι που τους κουβαλούσαν μέχρι εκεί πάνω για να τους έχουν μακριά όσο γίνονταν, το μέρος γέμιζε από αντιφρονούντες έναν καιρό. Μέσα στα δέντρα είχαν χτίσει μια πισίνα θαυμάσια όπου τσαλαβουτούσαν όλη την ώρα οι πιτσιρικάδες , ένα εκκλησάκι ήταν χτισμένο λίγο πιο ψηλά, ένα παλιό σπίτι πέτρινο, αψηλό, με παράθυρα που έχασκαν γυμνά από δίπλα . Λέγανε ότι ο ιδιοκτήτης αυτού του σπιτιού ο Τρεμοκέφαλος, όπως φώναζαν τον παππού της Κ. είχε πολλά λεφτά, τάλιρα ασημένια και χρυσά, τα έκρυβε στις υπόγειες γαλαρίες και στις στέρνες που είχε για το κρασί.

Μια μέρα που μου την είχε δώσει κι έκοβα φλέβες απ τη βαρεμάρα σκέφτηκα να πεταχτώ σ εκείνο το σπίτι χαμηλά όπου ζούσε η γιαγιά της Κ. Παρέκαμψα το παλιό πέτρινο κτήριο που δέσποζε στη κορφή του λόφου, το μικρό σπιτάκι ήταν χτισμένο στο χείλος μιας ρεματιάς, επειδή υπήρχε κίνδυνος για καθίζηση ο Τρεμοκέφαλος το είχε επενδύσει με σκυρόδεμα σκάβοντας πέντε ολόκληρα μέτρα γύρω απ τα θεμέλια, θα έπρεπε να ταρακουνηθεί το σύμπαν για να το γκρεμίσει. Οι τοίχοι της αυλής είχαν πέσει χάμω, μια συκιά, είχε πνίξει όλο το κήπο απλώνοντας τα τεράστια κλαδιά της, αναρριχώμενα προχωρούσαν απειλητικά σκεπάζοντας τα πάντα, μια γριά μ ένα νυχτικό άσπρο κάθονταν στο μπαλκόνι. Στο κεφαλόσκαλο ένα λιθάρι στρόγγυλο, στα μάρμαρα της αυλής ένας σκύλος ξαπλωμένος ένα λυκόσκυλο περίφημο με τρίχα που έλαμπε, μου έριξε μια ματιά κι ούτε που σάλεψε λέγανε πως αυτός κατάγονταν απ τα ξακουστά σκυλιά του Τρεμοκέφαλου, ολόκληρο κοπάδι ήταν κάποτε, μόνο αυτός ήξερε τα κατατόπια μες τις γαλαρίες και τις στέρνες.

Η γριά μου έγνεψε να πάω κατά κει, μ έμπασε μέσα, είχε πιάσει ζέστη πια. Το εσωτερικό ήταν απίστευτα ταχτοποιημένο, παλιά βιβλία, μια συρταριέρα με πόμολα αστραφτερά που είχαν λουλούδια πάνω του χρωματιστά ποτήρια κι άλλα γυαλικά στο μπουφέ, αντικείμενα ασημένια κι επάργυρα, σ’ ένα παλιό κρεβάτι από μέταλλο γυαλιστερό , θα πρέπει να ήταν πάνω από εκατό χρόνων το έπιπλο εκείνο όμως εξακολουθούσε να είναι γερό και όμορφο, μια φωτογραφία φθαρμένη από γυμναστικές επιδείξεις, , ένα κορίτσι λεπτό σ ένα στάδιο παλιό έδειχνε, ωραίο σώμα πρέπει να είχε . Μου έφερε καφέ, όταν τον ήπια πήρε το φλιτζάνι στα κοκαλιάρικα χέρια της ‘’ Βλέπεις αυτό το κρεβάτι, κάποιος θ αρρωστήσει όχι εσύ, κάποια που θέλει το κακό σου, εσύ δε θέλεις να πάθει ζημιά, δε μπορείς !’’ -'' Ναι ρε γιαγιά αλλά άμα σ έχουν αδικήσει, άμα σ έχουν σκίσει, άμα σ έχουν ποδοπατήσει πως μπορείς να μην αντιδράς, γιατί να τους αφήνεις ν αλωνίζουν;’’- ’’Άστο σου είπα, δεν είναι δουλειά σου, κοίτα τα δικά σου, θα το βρουν απ αλλού, μοναχοί τους θα μείνουν, όλοι θα φύγουν από κοντά τους, θα γεράσουν, θα μαραζώσουν, θα σβήσουν, το κακό θα τους φάει από μέσα, μην ασχολείσαι, μείνε καθαρός!’’


Η Κ θα είχε ξυπνήσει και θα μ έψαχνε, έπρεπε να φύγω, αποφάσισα να κόψω δρόμο απ το σπίτι με τις στέρνες. Πήδηξα το φράχτη, το πόδι μου σκίστηκε σε κάτι βατομουριές , μπήκα στο γκρεμισμένο σπίτι, μια καταπακτή, την άνοιξα μια σκάλα κατέβαινε σένα επίπεδο χαμηλότερο, μια στέρνα μπορεί να ήταν εκεί πέρα όμως είχα ακούσει ότι παλιά όλα τα σπίτια επικοινωνούσαν μέσα από στοές υπόγειες, θα μπορούσα να βγω σε καμιά απ αυτές , κι αν παγιδευόμουν και χανόμουν εκεί μέσα, κι αν με πλάκωνε κάνας τοίχος ετοιμόρροπος, ε τότε την είχα βάψει, μάγκα μου ότι είδες, αυτό ήταν, τελικά κατέβηκα. Άνοιξα το κινητό να φέξει και να δω τι γίνεται, ένα πηγάδι με κάγκελα σκουριασμένα γύρω του , βαρέλια με κάνουλες, ένας σωρός από κόκαλα καφετιά, αράχνες, κελάρια, διάδρομοι , από κάπου έσταζαν νερά, μαδέρια έτριζαν από κάτω μου, μια κάννη όπλου σκουριασμένη, το φως που έπεφτε από ένα άνοιγμα έφτιαχνε σχέδια κάτω από μια σχάρα. Σκεφτόμουν αυτά που λέγανε για το γέρο Τρεμοκέφαλο, ότι χτυπούσε τη γυναίκα του που την περνούσε είκοσι χρόνια, αυτή κρύβονταν κάτω απ το κρεβάτι. Δεν είχε καλό τέλος ο γέρος, είχε μανία με τα όπλα, μια φορά που έδειχνε σ ένα γιο του ένα πιστόλι ο μικρός το έστρεψε στον πατέρα του ''Μπαμπά κοίτα!'', τον πυροβόλησε, του τίναξε τα μυαλά στον αέρα!

Τα πόδια μου πονούσαν απ τις αμυχές και τα σκισίματα , τι ήταν αυτά που μου είχε πει γριά , ποιος αποφασίζει πως θα τιμωρηθούν οι κακοί, γιατί να τους αφήνεις, κι αν τη γλυτώσουν και δεν πληρώσουν ποτέ, πολλοί από δαύτους περνούν ζωή χαρισάμενη, απ την άλλη γιατί να ξοδεύεις τον πολύτιμο χρόνο σου σε αντιπαλότητες κι έχθρες με άτομα άχρηστα; Κάτι κεραμίδια σπασμένα μπροστά μου έβλεπα, σίγουρα κι άλλοι είχαν κατέβει εκεί κάτω γυρεύοντας τα ασημένια τάλιρα του γέρου , έψαχνα για μια έξοδο, ο ήλιος που έμπαινε από ένα παραθυράκι με τύφλωσε για μια στιγμή, σκόνταψα κι έριξα κάτω το κινητό, μου ήρθε να βρίσω, ένα γατάκι ακούγονταν να φωνάζει στριγκά ξεχασμένο κάπου, αν είχα μαζί μου εκείνο το περίφημο λυκόσκυλο που ήξερε τα κατατόπια θα ήμουν καλύτερα, μια τεράστια σχάρα έχασκε από κάτω μου, ξαφνικά μια ακτίνα τρύπησε το τοίχο και περνώντας τη σχάρα έφτιαξε σχέδια αμέτρητα από λωρίδες και σκιές αλλόκοτες... 

Τρίτη 12 Αυγούστου 2014

ΧΕΡΣΟΝ ΑΒΥΣΣΟΤΟΚΟΝ

Στα μαγαζιά τα κορίτσια είχαν αποτρελαθεί εντελώς μιλάμε, είχαν δαιμονιστεί, έπαιρναν ότι έβλεπαν μπροστά τους σα τυφλές, δεν είναι να βγαίνεις μαζί τους για ψώνια, πρέπει να τις αμολάς μονάχες τους  ν’ αγοράσουν το καταπέτασμα!

Δε ξέρω πως βρέθηκα μαζί τους και με σέρνανε εκεί μέσα, τελικά κάθισα σε μια καρέκλα παρακολουθώντας εκείνο το χάος. Άνθρωποι πίσω από πάγκους μετρούσαν χρήματα, πωλήτριες βαρεμένες, πόδια γυναικεία ξεχώριζαν κάτω από παραβάν, ρούχα φτηνιάρικα, αξεσουάρ της κακιάς ώρας, κοπέλες στέκονταν με τη πλάτη γυρισμένη, το ένα πόδι λυγισμένο, άλλες γυάλιζαν τα τζάμια της βιτρίνας, κάποιες κουβαλούσαν καροτσάκια με τα μωρά τους μέσα, ρολόγια στο τοίχο έδειχναν ότι ώρα νάναι, θόρυβος, φωνές, σκάλες σιδερένιες ανεβοκατέβαιναν μοναχές τους. Έξω στο δρόμο αμάξια περνούσαν, ένα ποτήρι σπασμένο στη ρίζα ενός δέντρου, χρώματα ζαλιστικά, γυναίκες παντού με σορτσάκια κοντά πολύ κι άλλες με φουστάνια που σκούπιζαν το δάπεδο, κάποια έβγαλε ένα μπουκαλάκι και ψέκασε το σώμα της μ ένα αποσμητικό, δέρματα διάφορα, μερικές είχαν εκείνο το πράγμα που απλώνεται και κάνει χλωμή την επιδερμίδα, άλλες είχαν ραφές από κάποια εγχείριση ‘’Όχι άλλα θηλυκά!’’ σκεφτόμουν, σε μια στιγμή εκεί που καθόμουν μια αράχνη  είδα να περπατά, ο ίσκιος της σέρνονταν στο πάτωμα …

 Ένιωθα ότι κάτι γίνονταν μέσα μου,το παθαίνω κάθε χρόνο,  μια στενοχώρια ανεξήγητη απλώνεται  χωρίς λόγο φανερό , μια μελαγχολία  σε πιάνει έτσι ξαφνικά, τώρα, στο τέλος του καλοκαιριού, στη τελευταία καμπή του λίγο προτού το δεκαπενταύγουστο, όλα ξεχειλίζουν μέσα σου ανεξέλεγκτα,  αναμνήσεις κατακλύζουν το μυαλό....


Τέτοιο καιρό ήταν που απολύθηκε απ το στρατό ο αδερφός μου, ήρθε στο σπίτι με τις σαγιονάρες προσπαθώντας να μαζέψει τα κομμάτια του, ο παππούς με τη γιαγιά μου τον είχαν φέρει σ ένα ταξί μέσα, τον βαστούσαν απ τις μασχάλες να μη καταρρεύσει, δεν ήξερε τι του γίνονταν, έναν γιατρό είχαμε φέρει να τον δει. Όταν συνήλθε λίγο, μας έλεγε για την Αθήνα όπου έκανε περιπολίες μες τη κολασμένη καλοκαιρινή πόλη με τους αερονόμους, στο Λυκαβηττό σταματούσαν για καφέ με κάτι άλλους, στη Πάρνηθα κοιμόταν σ ένα στρατόπεδο, πρέπει να έκανα κι εγώ μια σκοπιά κατά κει αργότερα, το κατάλαβα μόλις είδα το μέρος, θυμήθηκα αυτά που μου έλεγε για εκεί κάτω, ένας αξιωματικός μου είχε κάνει έφοδο, εμφανίστηκε απ το πουθενά μες τα σκοτεινά...

Τέτοια εποχή θα πηγαίναμε στο μοναστήρι για το πανηγύρι που γίνονταν,  πηδούσαμε  στις καρότσες φορτηγών, κάτι κορίτσια είχαμε γνωρίσει σε μια πλατφόρμα, όλη νύχτα τα κασετόφωνα των αυτοκινήτων αντιλαλούσαν στις κοιλάδες του οροπεδίου, μυρουδιά από ψησταριές τραγούδια ακούγονταν : ’’ ...και τώρα τρελοκόριτσο γελάς!''. Το πρωί ψαλμωδίες στο ναό με τις ψηλές μαρμάρινες κολώνες που τυλίγονταν απ το λιβάνι των θυμιατών  '' Νενίκηνται της φύσεως οι όροι, εν σοι παρθένε άχραντε....'' εκεί είχα ακούσει μια φορά και το άλλο που μου είχε κάνει εντύπωση  ''Χέρσον αβυσσοτόκον πέδον ήλιος επεπόλευσε ποτέ!''  Το πρωί επιστρέφαμε στο χωριό μες το λιοπύρι διασχίζοντας μονοπάτια στρωμένα με πλάκες ξεπλυμένες απ τις βροχές που τις είχαν πατήσει χιλιάδες πέλματα ανθρώπων και ζώων. Περνούσαμε από δρομάκια κάτω από καστανιές, μέσα από φτέρες που μας έσκιζαν το κρέας, γλιστρούσαμε σε χώμα κοκκινωπό μέχρι να βγούμε σε ένα χέρσο ατέλειωτο που δεν είχε ούτε κλαράκι για σκιά, μπροστά μας λιόδεντρα, καρυδιές, ακακίες, σπίτια που άσπριζαν στον ήλιο, λατομεία  όπου έσπαγαν  πέτρες  άνθρωποι μαυρισμένοι, λόφοι, κεραίες  καρφωμένες στο έδαφος,  κοπάδια ζώων,  η θάλασσα στραφτάλιζε στο βάθος, τα ρεύματα έφτιαχναν ραβδώσεις στην επιφάνεια του νερού,  καραβάκια, ένα νησάκι χαμένο στη θολούρα ...


Τέτοιο καιρό ψάχναμε για το μέρος όπου είχε κρύψει τα κόμικς ο παλαβός ο αδερφός μου, στο στάβλο σε μια γωνιά ήτανε όπως μας αποκάλυψε χρόνια αργότερα , πίσω απ τις μπάλες του άχυρου και του τριφυλλιού, σε μια κρύπτη. Έκανε ζέστη απίστευτη εκεί μέσα και θα έσκαγε σίγουρα γι αυτό κι είχε αφαιρέσει ένα τσιμεντόλιθο από τον τοίχο, για να παίρνει αέρα. Εκεί κλείνονταν, χάνονταν με τις ώρες διαβάζοντας τα χρωματιστά βιβλιαράκια, ποτέ δε καταφέραμε να τη βρούμε τη κρύπτη του, μονάχα ο Ζώης όπως προσπαθούσε να ισορροπήσει σ ένα δοκάρι της οροφής του στάβλου, γκρεμίστηκε και τσάκισε το σαγόνι του. Μια φορά μόνο είχα ανακαλύψει ένα απ τα κόμικς του, χάθηκα κι εγώ, το διάβαζα σ ένα μέρος με κυπαρίσσια, νεκροταφείο πρέπει να ήτανε, ένα τοίχο ασβεστωμένο θυμάμαι, κάτι συνθήματα παιδιών που θα έφευγαν για το στρατό ‘’Αλέκα φεύγω, θα με ψάχνεις!’’, ένα αυλάκι δίπλα στο τοίχο, νερό έτρεχε μέσα του . Λίγο μούχει μείνει η ιστορία απ το κόμικ, κάποιος είχε πέσει σ ένα γκρεμό να ξεφύγει από μια καταδίωξη κι εκεί τελείωνε απότομα , είχα πεθάνει να μάθω τι γίνονταν κατόπι μ εκείνο τον τύπο που έπεφτε στο γκρεμό, δε μπορεί να πέθαινε, ήταν ήρωας, κάτι θα συνέβαινε!

Τέτοιο καιρό θα πηγαίναμε με τα παιδιά για μπάνιο σ ένα μέρος μες τα χωράφια, περνώντας από χωματόδρομους γεμάτους σκόνη, η ζέστη έμοιαζε να εξαϋλώνει τα πάντα, στην άκρη του δρόμου ένα νόμισμα είχα δει να γυαλίζει μισοθαμένο στο μαλακό χώμα, το πήρα στη χούφτα μου , φίδια σέρνονταν με θόρυβο ξαφνικό ανάμεσα στα χορτάρια, από μακριά ακούγονταν ήχος νερού που κυλάει...


 Τελειώσαν τα ψώνια κάποια στιγμή, στο δρόμο φώτα, φασαρία,  κόσμος, τουρίστες, χέρια ζητιάνων απλωμένα, κουβέντες σλάβικες παντού , όλα τα  Βαλκάνια έχουν ξαμοληθεί στη Σαλονίκη, σ ένα μέρος όπου καθίσαμε επιτέλους, γκαρσόνια με ποδιές μαύρες πηγαινοέρχονταν, τα κορίτσια ήταν ψόφια,   τα είχαν δώσει όλα σήκωσαν ότι μπορούσαν. Το προηγούμενο βράδυ είχαν βγει μ έναν βλάκα, αυτός είχε μεθύσει αφού ήπιε ότι νάναι, το πρωί τον τραβολογούσαν, αυτός ξερνούσε τ άντερα του, έπεσε ξερός για ύπνο, όταν σηκώθηκε είχε ένα ύφος χαμένο, προσπαθούσαν να τον συνεφέρουν, ολόκληρη τη μέρα τη πέρασε καθισμένος σε μια πολυθρόνα απ όπου ατένιζε το κενό σα να είχε αδειάσει το μυαλό του ολόκληρο απ οτιδήποτε υπήρχε εκεί μέσα…

Καθόμασταν που λες εκεί πέρα πίνοντας καφέ κι αναψυκτικά όταν κατέφθασαν κι άλλοι στη παρέα, μερικοί επιθυμητοί άλλοι ανεπιθύμητοι, τέλος πάντων, άρχισαν τα γνωστά για μένα ‘’Μη φωνάζεις, μίλα σαν άνθρωπος!’’,  για τον Αχιλλέα ρώτησα, μούπαν ότι είναι κάπου στη Καρδίτσα, στο πατρικό του, ο Φώτης  στο Ναύπλιο, ο Πέτρος στο Λιτόχωρο, ένας άλλος  στην Ηγουμενίτσα, στον Αχέροντα, κάνει ράφτινγκ  γυρεύοντας  την είσοδο για τον άλλο κόσμο.  Ο Πάτερ Αστέριος μου είπανε, έφυγε για το κτήμα του στη Γαλάτιστα, κοντά στο μεταλλείο όπου δούλευε στα νιάτα του τα καλοκαίρια βγάζοντας σκόνη πορσελάνης για να τη στείλουν στη Γερμανία από ένα λιμανάκι στις ακτές της Χαλκιδικής. Εκεί πέρα  σακάτεψε  το χέρι του δουλεύοντας ώρες ατελείωτες, ίδρωνε όλη την ώρα και σκούπιζε τον ιδρώτα του καθώς δε φυσούσε σχεδόν ποτέ στην καταραμένη κοιλάδα Της Γαλάτιστας. Η Βίκυ   πάλι είναι λέει κάπου μεταξύ Πάρου και Νάξου, εκεί όπου ο καβαλάρης Ποσειδώνας έσωσε τον Κοίρανο  στέλνοντας ένα δελφίνι να τον κουβαλήσει στη πλάτη του, εκεί όπου κάποιος που λέγονταν Κόρακας σκότωσε τον ποιητή  τον Αρχίλοχο, εκεί όπου ο αφρός της θάλασσας βγάζει στην αμμουδιά χιλιάδες φύκια  στην άκρη του γιαλού, εκεί όπου τα ψάρια χοροπηδούν στη κόψη του κύματος... 

 

Τα κορίτσια είχαν ησυχάσει πια, κοίταζαν όσα ψώνισαν μες τη μανία τους, μερικά ήταν πραγματικά καλά κομμάτια, ένα μπλουζάκι πράσινο ιδίως. Μια όμορφη μελαχρινή με μαλλιά σα δαχτυλίδια καθόταν όλη την ώρα δίπλα μας, αναρωτιόμουν από πού στο δαίμονα μπορεί να ήταν, καμιά Τυνήσια, απ το Μαρόκο ίσως, από κάπου κατά κει τέλος πάντων, αγγλικά μιλούσε πάντως με τη φίλη της. Ήρθε αυτός που τις συνόδευε, ένας μελαχρινός ηλιοκαμένος, μιλούσε ελληνικά, τι στο διάβολο γίνονταν! Φαίνονταν πολύ ανοιχτός, δεν υπήρχε περίπτωση να μη τον ρωτήσω από πού ήταν’’ Απ τη Κάλυμνο’’ - ‘’Απ τη Κάλυμνο; ‘’ πετάχτηκε η Κ. ‘’…ήμουνα στη Κω πριν λίγες μέρες, σκεφτόμασταν να πεταχτούμε μέχρι τη Κάλυμνο, είναι είκοσι λεπτά μόνο!’’, ο άλλος τράβηξε τη καρέκλα του κοντά μας.

Αποδείχτηκε ότι εκείνη η κοπέλα που κοίταζα όλη την ώρα ήταν η γυναίκα του, Ελληνίδα απ τη Μάνη που μεγάλωσε στην Ολλανδία, σ ένα ταξίδι  την είχε γνωρίσει.   Μας είπε ο τύπος ότι έμενε στην Αυστραλία, στο Ντάργουιν, μπροστά στον πράσινο Ινδικό Ωκεανό, εκεί πέρα λέει δε μπορείς να κολυμπήσεις γιατί θα σε φάνε ζωντανό οι μέδουσες, οι καρχαρίες τα γιγάντια σαλάχια και τ άλλα τέρατα της κολάσεως. Το μεροκάματο του ήταν καμιά τρακοσαριά δολάρια για να βάφει σπίτια, αυτές είναι δουλειές! Μας είπε για την Ολλανδία όπου παλεύουν με τη στάθμη της θάλασσας που ανεβαίνει ολοένα, προσπαθούν να κρατήσουν  με φράγματα τα νερά για να μη τους πνίξουν, θαυμάσια χώρα  αλλά απίστευτα επίπεδη, βαρετή,  εγώ θ'  αυτοκτονούσα παρά να ζω κάτω απ τη θάλασσα. Μας είπε ο τύπος για το νησί του  όπου τα πετρώματα  είναι σκληρά και  τα βουνά απότομα, κάθε χρόνο έρχονται απ όλο το κόσμο τρελαμένοι να σκαρφαλώσουν και να γκρεμοτσακιστούν στα κατσάβραχα, ακόμα κι απ τη Παταγονία λέει καταφθάνουν. Η Κ   ρώτησε   για την Αλικαρνασσό,  σκέφτονταν να πάνε κατά κει απ τη Κω μα δεν το επιχείρησαν, σε κάτι αρχαία  μόνο πήγανε, μια πολιτεία είχε ισοπεδωθεί εκεί πέρα από ένα μικρό τσουνάμι που προκλήθηκε από έναν σεισμό τοπικό όπως οι γιγάντιες τεκτονικές πλάκες μετακινούνταν αδιάκοπα στο βυθό του Αιγαίου,   τους άρεσε το κλίμα στο νησί του Ιπποκράτη,  εξαίρετο, ξηρό, δροσερό,  δίχως  εκείνο τον καταραμένο αέρας των Κυκλάδων που σου φέρνει την άμμο στο πρόσωπο  το καιρό των μελτεμιών και των νοτιάδων....

 Όλοι έμοιαζαν κάπως σκεφτικοί σαν να   φαντάζονταν πως θα ήταν σε κάποια ακτή του Ινδικού  ή σε κάποια παραλία του πελάγου. Όλους κάτι τους πιάνει τον Αύγουστο στην τελευταία καμπή του θέρους,  όλοι θέλουν  να πάρουν μια γεύση τελευταία του καλοκαιριού που φεύγει, όλοι τρέχουν στις  ακρογιαλιές  για μια βουτιά τελευταία,  όλοι θέλουν να πάνε σε μέρη που δεν έχουν ξαναδεί, όλοι ονειρεύονται  το κύμα που  σκάει με πάταγο στις ακτές της Σερίφου,   τον ήλιο που  χτυπά τις κολώνες της Νάξου,   τα σύκα  που ωριμάζουν στη Πάρο,  τα πελώρια πιθάρια στ' ανάκτορα της Κνωσού,  τα  καταποντισμένα  αργυροχοεία της Σίφνου  που βυθίστηκαν ένα καιρό  όταν  οι νησιώτες   έπαψαν να κάνουν προσφορές στον Απόλλωνα....


Σηκωθήκαμε να πληρώσουμε και τότε η Κ. πήρε χαμπάρι ότι έλειπε το πορτοφόλι της.  Χλόμιασε, της κοπήκανε τα πόδια, άρχισε να ψάχνει σ όλες τις θήκες της τσάντας της,  τ άλλα κορίτσια σηκώθηκαν κι έτρεξαν  πανικόβλητα προς  στο τελευταίο μαγαζί  απ όπου είχαμε ψωνίσει. Καθόμασταν εκεί και  τις περιμένανε,   η μελαχρινή  που  μεγάλωσε  στην Ολλανδία  είχε πεθάνει στο γέλιο με κάποιον που κοιμόταν όρθιος στη καρέκλα του, τα χέρια του ήταν γεμάτα τατουάζ, μιλάμε ήταν έτοιμος να γκρεμιστεί στο δάπεδο, το κορίτσι γελούσε βουβά τόσο πολύ που τραντάζονταν ολόκληρη.  Την κοίταζα εκεί πέρα να γελά πανέμορφη  ενώ στο μυαλό μου στροβιλίζονταν  βουνά, θάλασσες, εκκλησιές, καράβια, λιόδεντρα, κύματα, δελφίνια, φύκια,  κολώνες καρφωμένες στο χώμα  που μοιάζουν να έχουν φυτρώσει εκεί απ το πουθενά,  χέρσα  κατάξερα, άνθρωποι ηλιοκαμένοι  να πολεμούν  με τις  πέτρες, σπηλιές που οδηγούν στον κάτω κόσμο, φτέρες πρασινωπές και καφετιές και κόκκινες,     μια φωνή με ξύπνησε  ''  Έ, σήκω,  το βρήκαμε το πορτοφολάκι !''.

Δευτέρα 4 Αυγούστου 2014

ΒΑΘΥΑΓΚΕΕΣ ΑΛΠΕΙΣ




Ούρεα Πυρηναία και αι βαθυάγκεες Άλπεις
αι Ρήνου προχοάς εγγύς  αποβλέπετε, 
 Μάρτυρες ακτίνων Γερμανικός ας ανέτειλεν
Αστράπτων Κελτοίς πουλύν ενυάλιον ....

Εγκώμιο του  Γερμανικού, νικητή των Γερμανών το 14/ 16 μ. χ.
Αποδίδεται στον Κριναγόρα .



Τι ταινία ήταν κι εκείνη θε μου, είχα καρφωθεί, δε μπορούσα να τραβήξω τα μάτια μου, είχα καθηλωθεί  μπροστά στην οθόνη. 
 Ένα ποτάμι  κυλούσε μ’  ορμή, τ’ αφρισμένα νερά του περνούσαν με βία ανάμεσα από πέτρες που τις σκάλισαν  στη διάρκεια των χρόνων  χείμαρροι και ρέματα, μια ομάδα ανθρώπων σ'  ένα σκάφος  βολόδερνε μες τα κύματα, βράχοι απότομοι δεξιά κι αριστερά, πολεμιστές κατηφόριζαν πλαγιές τεντώνοντας τις χορδές των τόξων τους, καταπέλτες εξακόντιζαν πέτρες τεράστιες μέχρι μακριά πολύ, περάσματα κάτω από γέφυρες αρχαίες, πύλες που έκλειναν, καταπακτές που έπεφταν με θόρυβο, πουλιά σκαρφάλωναν σε δέντρα που είχαν φυτρώσει σε πλαγιές απόκρημνες, σπηλιές γεμάτες τάλιρα ασημένια που τις φύλαγαν γρύπες, καδένες έσπαζαν σκορπίζοντας τα χρυσαφένια κομμάτια τους, νομίσματα θαμμένα στην άμμο έβγαιναν στην επιφάνεια γυαλίζοντας…


Ήμουν χαμένος όταν  άκουσα μια φωνή ‘’Έρχεστε συχνά εδώ;’’,  γύρισα να δω. Μια γυναίκα ήταν δίπλα μου, μελαχρινή, μπράτσα όμορφα, φωνή σιγανή, γοητευτική, τα μαλλιά έπεφταν κυματιστά πάνω στις μαυρισμένες πλάτες της, χνούδι απαλό στα μάγουλα, στο σώμα της μπορούσες να διακρίνεις σημάδια από τα στρώματα σαν χαράγματα σε σχήματα  μικρών φιδιών, κάτι άσπρα ρούχα φορούσε, πολύ της πήγαιναν. Ίσως αναρωτήθηκε ‘’Τι κάνει αυτός ο βλάκας καρφωμένος εδώ κάτω, ‘’Μπορώ να σας κάνω μερικές ερωτήσεις; ‘’- ‘’ Παρακαλώ!’’. Προσπαθούσα να είμαι ευγενικός, της έδινα τα στοιχεία που μου ζητούσε και κάποτε της έδειχνα νούμερα στο κινητό μου για να κάνει τη δουλειά της, κάτι με ρώτησε και γύρισα ’’ Με συγχωρείτε, δε μου έχετε απαντήσει ‘’- ‘’ Πες μου ξανά,  τι θες ακριβώς να κάνω ;’’ της είπα . Δε γινόταν να την αφήσω, την είχα ξαναδεί, μάλιστα μου είχε κάνει εντύπωση μια φορά που την είχα ακούσει να μιλά στο τηλέφωνο λέγοντας για κάτι χωράφια που είχαν αρχίσει να γίνονται χρυσαφένια. Έλεγε και κάτι άλλα, για τον καιρό που τα σύκα ωριμάζουν και τα σταφύλια αρχίζουν να γίνονται γλυκά, δεν ήξερα σε ποιον μιλούσε κι ήμουν περίεργος να μάθω, μου είχαν φανεί κάπως εξεζητημένα τα λόγια της αλλά ακούγονταν αληθινή, φαίνονταν αυθεντική, το περπάτημα , η κίνηση, όλα έδειχναν άνθρωπο που δε λέει ψέματα. Ήθελε ένα ερωτηματολόγιο να συμπληρώσει, την έβρισκα ελκυστική, για λίγη ώρα δε θα ήταν άσχημο να μείνω μαζί της. Όπως μιλούσαμε ένας βλάκας που είχα καιρό να συναντήσω  και μου θύμιζε  δυσάρεστα  πέρασε, δε τον ήθελα με τίποτα εκείνη τη στιγμή, τον αγνόησα εντελώς, ''Στα τσακίδια!'' σκέφτηκα .


Όμως το μυαλό μου γύριζε σ εκείνο το έργο, η κοπέλα μπορούσε να περιμένει λίγο, ξαναπήγα προς την οθόνη , τα παιδιά που δούλευαν  στο υπόγειο μαγαζί με τα νερά που έτρεχαν κάτω από τζάμια και τον έξοχο κλιματισμό  με κοίταζαν κάπως αλλά δε μ ένοιαζε, θα το έβλεπα κι ας με πετούσαν έξω!

Ταξιδιώτες σκαρφάλωναν τώρα στις κορφές βουνών χιονοσκέπαστων, αναζητούσαν πόρτες σκαμμένες στα βράχια, το φεγγάρι έβγαινε πίσω απ τα σύννεφα ρίχνοντας τις ακτίνες του πάνω σε μια κλειδαρότρυπα χαραγμένη στο βράχο, το  κλειδί που άνοιγε την πύλη  παρά λίγο να χαθεί σ ένα γκρεμό, κάποιος το συγκρατούσε τη τελευταία στιγμή.  Ένας νάνος στη μέση ενός ξέφωτου σφυρηλατούσε ένα ξίφος χαλκεύοντας το ώστε να σπάσει τη κρίσιμη στιγμή, μάγοι σήκωναν λιθάρια παίζοντας τα φλάουτα τους,  έφτιαχναν τείχη βάζοντας τ αγκωνάρια στη θέση τους  έτσι ώστε να συναρμολογούνται τέλεια , κοντάρια, σπαθιά, , φαράγγια που έμοιαζαν με γαλαρίες δίχως τέρμα, σάλπιγγες κεράτινες, άλογα δεμένα μ αλυσίδες έσερναν κάρα, οδοιπόροι με γαλάζιους μανδύες και καπέλα τσακισμένα έφταναν σε πόλεις φωτισμένες καθώς έπεφτε το σούρουπο ….

Ήμουν χαμένος  εκεί κάτω  όμως το χρειαζόμουν.   Τη προηγούμενη μέρα   ένιωθα το κεφάλι μου βαρύ σα κούτσουρο, στη παραλία μια θολούρα, παιδιά σακατεμένα απ τη ταλαιπωρία κοιμόντουσαν στο χορτάρι κάτω απ τα δέντρα ενός πάρκου έχοντας αποθέσει τα σακίδια τους.  Ένα κορίτσι με κοντό τζιν παντελόνι και πόδια μακριά, μαυρισμένα με περίμενε έξω απ την ΕΥΑΘ. Σκύλοι έβγαιναν βόλτα κι άλλοι ταλαιπωρημένοι έψαχναν σκιά, σ ένα μαγαζί μπροστά ένα καναρίνι στραπατσαρισμένο έχωνε το ράμφος του σε μια πλαστική ποτίστρα να ξεδιψάσει, ένας παπαγάλος με ουρά μακριά, πρασινωπή που είχε δεμένο το ποδάρι του σε μια αλυσίδα   είχε κουρνιάσει στον ώμο ενός τύπου.  Άνθρωποι φορούσαν γυαλιά τεράστια που τους έκαναν να μοιάζουν με έντομα, καράβια αραγμένα στη θάλασσα, κοράκια χοροπηδούσαν ανάμεσα στις στήλες ενός σιντριβανιού προσπαθώντας να δροσιστούν.  Τα αστικά είχαν περιορίσει τα δρομολόγια τους, γέροι που κατέβαιναν απ όσα συνέχιζαν να κινούνται πετούσαν ευθύς τα εισιτήρια τους  στην άσφαλτο, τα ίντερνετ καφέ άδεια κι έρημα, όλοι την είχαν κάνει, είχα αρχίσει να πέφτω, οι δυνάμεις μου με άφηναν και τότε μες τη θολούρα και στη ζάλη γύρισε και πάλι η τύχη μου, καλά αυτό το καλοκαίρι θα μου μείνει, με ρωτήσανε λοιπόν αν θα ήθελα να πάω μια βόλτα σε μια πόλη, καλά μόλις με πήρανε τηλέφωνο σκέφτηκα ‘’Μάγκα μου πάλι σούφεξε !’’


Και μόνο στη σκέψη η ψυχολογία ανεβαίνει, η διαδρομή ωραία, στο εξοχικό του Στέλιου είχαν βγάλει μια σκηνή τυλιγμένη με μια κουνουπιέρα στην αυλή, ένα στρώμα ωραίο είχαν εγκαταστήσει μέσα στη σκηνή , εκεί κοιμόταν τις ζεστές βραδιές σούρχονταν να πέσεις όπως ήσουνα και να ξεραθείς! Ο Στέλιος, μας έκανε το τραπέζι, είχε φτιάξει μια κολοκυθόπιτα αλμυρή, φοβερή, κι ακόμα μαγείρεψε ένα πράγμα σα σουφλέ με αρακά και πατάτες και μπέικον και μπεσαμέλ, φάγαμε τ άντερα μας ! Την άλλη μέρα πήγαμε  περπατώντας σ’  ένα κάστρο που δέσποζε πάνω απ το κέντρο της πόλης  , διασχίσαμε μονοπάτια βρεγμένα, μια εκκλησία παλιά ήταν χτισμένη εκεί πάνω, ένας ταξιτζής μοναχός του καθισμένος σ ένα παγκάκι στον αυλόγυρο  απόρησε που μας είδε πρωί πρωί, ένα τετράδιο είχε ανοίξει και κάτι έγραφε, λογαριασμούς μετρούσε η κάτι τέτοιο, φαίνονταν πολύ προσηλωμένος σ’ αυτό που έκανε, το αμάξι του σταματημένο σε μια μεριά  . Τα κλαδιά των δέντρων έσταζαν ακόμα, η θερμοκρασία είχε πέσει όμως τα τζιτζίκια δε καταλάβαιναν τίποτα και μας ξεκούφαιναν. Βροχή μπόλικη είχε ρίξει το προηγούμενο βράδυ,  την άκουγα μες τον ύπνο μου, δεν έλεγε να σταματήσει, αυτό δεν ήταν μπόρα καλοκαιρινή , ήταν νεροποντή κανονική, χειμωνιάτικη, ίσως τελικά νάχουν δίκιο όσοι λένε ότι ο καιρός τρελάθηκε .


Από το κάστρο μπορούσες να δεις πανοραμικά τριγύρω κοιλάδες και πολυκατοικίες, λόφους και δέντρα, κτήρια και ρέματα που κατέβαζαν νερό λασπωμένο, η ατμόσφαιρα ξεπλυμένη, καθαρή, φρέσκια ! Έπαιρνα την ανάσα που ήθελα, είχα κάνει το διάλειμμα που χρειαζόμουν, το μεσημέρι ξανά φοβερό φαΐ σ ένα μαγαζί, μελιτζάνες τουρλού, σουτζουκάκια,  ο ένας έτρωγε απ’  τον άλλον, παραγγείλαμε και δεύτερη μερίδα,  μια συζήτηση τρομερή είχαμε  ενώ  η Πόπη είπε σε μια στιγμή που δεν της απάντησα σε κάτι, ‘’Γιατί πάντα αποφεύγεις να μιλάς για πράγματα που δε θέλεις ; ''
Μια γυναίκα από ένα διπλανό τραπέζι μιλούσε πολύ ζωηρά έτσι που την άκουγαν όλοι εκεί πέρα,  έλεγε ότι στο τέλος του μήνα  θ’  ανατέλλουν δυο ήλιοι μαζί γιατί είναι ο καιρός που την αυγή βγαίνει  ο Σείριος και μπορείς να τον δεις μαζί με τον άλλο φωτεινό δίσκο αν είσαι σε μέρος ανοιχτό, έξω απ την πόλη. Έλεγε κι άλλα εκείνη η γυναίκα, ότι μέχρι το τέλος του χρόνου θα καταρρεύσει η οικονομία,  ότι θα καταποντιστεί η Αμερική, ‘’Πάω στοίχημα ότι θες…’’ της είπα  ‘’…πως δε πρόκειται να συμβεί αυτό!’’-   ''Σοβαρά,  δεν το πιστεύεις ;''- ''...ούτε με σφαίρες!''

Αποδείχτηκε ότι ήταν πατριώτισσα,  κοντοχωριανή ''Το ξέρεις ότι στο χωριό μου βγάζουν το καλύτερο μέλι ;'' χαμπάρι δεν είχα, δούλευε ως ασφαλίστρια, της άρεσε να μιλά με αγνώστους παρουσιάζοντας προϊόντα καλά εγώ καλύτερα ν αυτοκτονούσα αν ήταν να κάνω αυτή τη δουλειά, πάντως όλα έμοιαζαν να κυλούν καλά κάτι γίνεται φέτος,  μου βγαίνει, λες να είμαι καλός τελικά για παρέα;  Είχα αμφιβολία για κείνα τα παιδιά  και να δεις που βγήκαν όλα  ένα κι ένα σκεφτόμουν βλέποντας μια όμορφη σερβιτόρα ν’  αδειάζει νερό κελαρυστό στα ποτήρια μας...

Έσυρε  τη καρέκλα κατά τη παρέα μας και κάθισε μαζί μας  όπως γίνεται στην Ελλάδα συχνά.  Πιάσαμε κουβέντα,  άρχισε να λέει για τα ταξίδια που είχε κάνει όταν ήταν έφηβη με το φορτηγό του θείου της που κουβαλούσε κηπευτικά μέχρι το Μόναχο κι έφερνε πίσω κρέατα. Τρελαίνονταν να πηγαίνει ταξίδια με τη νταλίκα παρ’  όλη τη ταλαιπωρία, ήταν υπέροχα όταν περνούσαν νύχτα δίπλα απ τον φωτισμένο Δούναβη και τη μέρα κοντά στα χιονισμένα βουνά της Αυστρίας ατενίζοντας τις  βαθιές χαράδρες  των Άλπεων . Εκεί είχε μάθει τα αποτελέσματα των πανελληνίων κι είχε τρελαθεί απ τη χαρά της όταν της είπαν πόσο είχε γράψει, εκεί ήταν όταν είχαν γίνει κι οι σεισμοί στη Σαλονίκη και καθώς δεν υπήρχαν τηλέφωνα της ήρθε κόλπος σαν είδε στα πρωτοσέλιδα τα γερμανικά ότι είχε ταρακουνηθεί η βόρεια Ελλάδα. Δεν υπήρχαν κινητά τότε,  μέχρι να τηλεφωνήσει στη μάνα της η ψυχή της κόντεψε να βγει. Τρελαίνονταν να κοιμάται ψηλά στη κουκέτα πάνω απ τη θέση του οδηγού, το πιο τρομαχτικό ήταν όταν έπρεπε να περάσουν απ τους γιουγκοσλάβους που τους λάδωναν με μπανάνες,   δυσεύρετες την εποχή εκείνη, και λαθραία ποτά,  ενώ ο θείος της την πρόσεχε απ τους  μουστακαλήδες Τούρκους φορτηγατζήδες και την έβαζε να κάνει μπάνιο μ ένα σύστημα αυτοσχέδιο στην καρότσα του φορτηγού όταν δεν έφερναν πίσω κρέατα….


Πολύ ωραία ήταν, έξοχα,  είχε αρχίσει να στρώνει το πράγμα, οι παρέες γίνονταν όλο και πιο ευχάριστες,  χρόνια είχαν να μου συμβούν τόσα ευνοϊκά μες το  καλοκαίρι,  όμως με το που γύρισα στη πόλη ένιωθα κάπως μπερδεμένος.  Μετά από ένα διάλειμμα τέτοιο θες λίγο χρόνο να προσαρμοστείς πάλι, ίσως δεν είχε γεμίσει ακόμα το ποτήρι της ψυχολογίας, ήθελα ακόμα λίγο να νιώσω καλά εντελώς, ν ανεβώ όσο έπρεπε για να  κοιτάξω μπροστά ξανά .

 Είχα κατεβεί λοιπόν  κατά το απογευματάκι σ εκείνο το υπόγειο και  με το που είδα τη σκηνή στη διαφημιστική τηλεόραση κόλλησα. Δυο πιτσιρίκια είχαν σταθεί κι αυτά και χάζευαν, καθηλώθηκαν κι αυτά μαζί μου κοιτάζοντας την οθόνη. Ακούγαμε το βουητό του νερού που κυλούσε στην ταινία, σκηνές διαδραματίζονταν και δεν ήθελα να τις χάσω, δε γίνονταν. Καράβια φαίνονταν σε μιαν ακρογιαλιά έτοιμα να σαλπάρουν μόλις φυσούσε ο άνεμος κι άλλα καρτερούσαν κάτω από ένα ακρωτήρι να κοπάσει ο αέρας για να περάσουν από κει χωρίς να γκρεμοτσακιστούν στα βράχια που έχασκαν, κάποιος περνούσε με τη βάρκα του κόσμο στην απέναντι όχθη ενός ποταμού, ένας κάμπος με τέλματα σε χρώμα βαθύ μπλε, ένα πηγάδι με νερό που έλαμπε σαν ουράνιο τόξο, μάχες λυσσαλέες , στρατιώτες έσκαβαν ορύγματα, βέλη φαρμακερά βυθίζονταν βαθιά σε σώματα, ένας πολέμαρχος επιβλητικός  με βλέμμα πολύ δυνατό, γενειάδα και μύτη σουβλερή! Λιποτάκτες το σκάγανε και κρύβονταν ανάμεσα σε δέντρα και θάμνους, παλάτια κι ανάκτορα μεγαλοπρεπή, αγάλματα χάλκινα και πέτρινα στημένα που έμοιαζαν με ζωντανά, πόλεμοι διαδραματίζονταν σε μέρη παραμυθένια, σε κοιλάδες και βουνά και ποτάμια απροσπέλαστα.

 ''Θέλετε να το κάνουμε μια άλλη φορά;'' άκουσα μια φωνή γυναικεία  '' Όχι, όχι, περίμενε,  πρέπει να τελειώνει τώρα το έργο !'' λίγο  ακόμα  ήθελα να δω  τι θα γίνονταν  σ'  εκείνη  τη πόλη την παραμυθένια  που φωτίζονταν από  φάρους  χτισμένους στην είσοδο του λιμανιού της,   ένας κολοσσός διαφέντευε  από ψηλά τα καράβια που έμπαιναν στο μόλο περνώντας κάτω από τα πόδια του ,  έπρεπε να το δω εκείνο το έργο με τους πολέμαρχους  να οδηγούν  το στρατό  χωρίς να φοβούνται τους τρομερούς  ξανθούς βαρβάρους που  στέκονταν  αντίκρυ τους, έπρεπε να το δω εκείνο το έργο με τα απίστευτα τοπία, τα   πανύψηλα βουνά και τις βαθιές κοιλάδες τις χιονισμένες, αυτές που έβλεπε εκείνη η γυναίκα με το φορτηγό σαν ταξίδευε στην καρδιά της Ευρώπης, εκεί    όπου ποτάμια κυλούσαν βουίζοντας ορμητικά κα χύνονταν σε καταρράχτες χαοτικούς, ,  έπρεπε να το δω ....

.


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...