Παρασκευή 27 Δεκεμβρίου 2013

ΝΑ ΣΒΗΣΕΙ Η ΖΩΗ ΜΟΥ

....βλέπω πως μια στιγμή
να σβήσει η ζωή μου
ήτανε αρκετή.



Μανώλης Ρασούλης






΄΄Και ξέρεις που το βρήκε εκείνο το όπλο το γιαπωνέζικο το Ούζι, ε λοιπόν ένας καλόγερος του τόφερε στο θεό σου, κι αργότερα εμφανίστηκε και στο δικαστήριο ο καλόγερος να τον υπερασπιστεί, είχε σαλτάρει κανονικά, τον είχα πετύχει εκεί σε κάτι διαδρόμους, προσπαθούσε να συμμαζέψει τα ράσα του, ΄΄Τι κάνεις εδώ πέρα ρε!΄΄-΄΄ Να μη σε νοιάζει!΄΄τον ήξερα, ένα βράδυ είχαμε κοιμηθεί στο κελί του στο Όρος, σε μια ακτή κοντά με το νοτιά να φυσά και τη θάλασσα να βογγά όλη νύχτα χτυπώντας στα βράχια΄΄.

Στο παραλιακό μαγαζί όπου καθόμαστε σκοτεινιάζει, ένα καραβάκι βγαίνει στ ανοιχτά χαράζοντας μια καμπύλη καθώς στρίβει, αχινοί κολλημένοι στα βυθισμένα άσπρα βράχια της προβλήτας, ψαράκια στέκονται στο νερό σα μετέωρα, όπως σαλεύουν τα κύματα η θάλασσα μοιάζει να κινείται και να ζωντανεύει, κάτι καραβάκια στολισμένα χριστουγεννιάτικα, σημαδούρες κολλημένες στην επιφάνεια, γραμμές άσπρες πάνω στο δρόμο, φώτα ανάβουν μόνα τους καθώς σκοτεινιάζει, ένας ζητιάνος σηκώνει τα χέρια σα να προσεύχεται κατά το πρακτορείο , κάτι καμάρες αψηλές στο βάθος από ένα υδραγωγείο που κουβαλούσε το νερό έναν καιρό ψηλά στη πόλη που ήταν οχυρωμένη μες το κάστρο .

Λωρίδες από φωτάκια κόκκινα κρέμονται στις βιτρίνες των μαγαζιών, καυστήρες ξεκινούν να δουλεύουν αγκομαχώντας, φορτηγά κουβαλούν ξύλα κομμένα από δάση ορεινά, μυρουδιές από καμένο ξύλο ταξιδεύουν στον κρύο υγρό αέρα, αιθαλομίχλη πνίγει την επαρχιακή πόλη καθώς οι άνθρωποι καίνε παντζούρια, ξύλα απ το παρκέ κι ότι άλλο βρουν μπροστά τους. Μια πέτρα τεράστια, νοτισμένη, από τους βράχους του κάστρου της παλιάς πόλης έχει γίνει μέρος του σκηνικού στο καφενείο , κι όπως είχα χαλαρώσει κι ο άλλος μούλεγε για τον παλαβό καλόγερο που βγήκε στην αγγλική τηλεόραση με τον Jamie Oliver για να του δείξει συνταγές αγιορείτικες κι άλλες αηδίες, νάτην αυτή μπροστά μου σα φάντης, τα γόνατα μου κοπήκανε, η καρδιά μου αναπήδησε, κρύος ιδρώτας μ' έλουσε, ήθελα να γκρεμιστώ, να πέσω στο πάτωμα, ν ανοίξει η γη να με καταπιεί!

Είχα ξεχάσει πως ήτανε, μου φάνηκε πολύ μικροκαμωμένη, σα να είχα ψηλώσει στο μεταξύ, στο πρόσωπο της μέικ απλωμένο, κάτι σκουλαρικάκια φαίνονταν στα μαλλιά της ανάμεσα, μια τιράντα ροζ κρατούσε το στηθόδεσμο της, ένας σταυρός μπρούτζινος γυαλιστερός κρέμονταν απ το λαιμό της, με κοίταζε ερευνητικά μες τα μάτια κι εγώ δεν ήθελα να δει την ταραχή μου, όμως τη διέκρινε σε μια στιγμή και το πρόσωπο της φωτίστηκε σα να πανηγύριζε ολόκληρη!

Άντε πάλι μαχαιριές σκέφτηκα, αυτή ήθελε να μας πει ότι ήταν ερωτευμένη ξανά, δε μας νοιάζει κοπέλα μου, από σένα δε θέλουμε να μάθουμε νέα, θα μας τραυματίσουν ξανά, πληγές θα μας ανοίξουν αγιάτρευτες, άσε που μπορεί νάναι ψέματα όλα όπως συνήθως, όχι αυτή τη στιγμή, δώς μας λίγο καιρό να το χωνέψουμε, να καταλάβουμε τι μας γίνεται, να συνέλθουμε, μόλις προχτές κάποια μας έλεγε ότι δεν μας έχει βασανίσει καμιά γυναίκα ως τα τώρα κι ίσως είναι καλύτερα έτσι!

Σε μια στιγμή με ρώτησε πως νιώθω γι αυτήν και τι θα μπορούσα να πω ρε φίλε παρά μόνο ότι την αγαπούσα ξανά - αν είχα σταματήσει ποτέ - εκείνη τη στιγμή τουλάχιστον. Θυμήθηκα πώς ένιωθα όποτε ήτανε μακριά μου, ήθελα να της πω ΄΄Και τι σε νοιάζει και ρωτάς για μένα αφού δε μ αγαπάς ρε!΄΄, όμως πρέπει να είσαι καλός όσο μπορείς σε τέτοιες φάσεις μέχρι να περάσει το πρώτο σοκ, αυτός είναι ο κανόνας, με είχε πετύχει σε φάση χαλαρή, ανοιχτό, εκτεθειμένο, και ΄΄Ποιος αφήνει τον αντίπαλο του χωρίς να τον γονατίσει όταν τον πετύχει ανυπεράσπιστο!΄΄ καθώς λέει μια παλιά παροιμία,

Γιατί μου τα κρατούσε, ήθελε να μ’ εκδικηθεί που τόπαιζα άνετος κάποτε, περίμενε τις αντιδράσεις μου, το αισθάνθηκε ότι κάτι δε πήγαινε καλά με μένα, το νιώθουν αυτό, το οσφραίνονται στον αέρα, την παραμικρή ιδέα φόβου και πανικού την αντιλαμβάνονται ανεπαίσθητα, στο φτερό, ήμουνα έτοιμος να βουρκώσω, να σπάσω, να καταπιώ τη περηφάνια μου, να σκύψω το κεφάλι, να φύγω κρυφά από κείνη την παγίδα, από κείνη την ατμόσφαιρα με τους καλόγερους και τα όπλα και τα μαχαίρια τα γιαπωνέζικα και τα κινέζικα και τις μαχαιριές τις άλλες!

Όταν δε με κοίταζε κανείς ήθελα να το σκάσω, να μη ξαναγυρίσω ποτέ πια κι ας γίνονταν ότι ήθελε, μα κάτι με κρατούσε στη καρέκλα κολλημένο σα να μου είχανε κάνει μάγια ήτανε, έβλεπα τη ζωή μου σε μια στιγμή να σβήνει όντας θαμώνας του χαμού στο μαγαζί εκείνο το επαρχιακό, κάποιες φορές η αμφιβολία σε κυριεύει, η κρίση εξασθενίζει, η λογική σ εγκαταλείπει, συνήθως φερόμουν με ειρωνεία σε τέτοιες στιγμές, είναι το καλύτερο όπλο για ν΄ αμυνθείς, να κρυφτείς, ότι μπορείς να σώσεις χωρίς να σε αντιληφθούν, ένας θεός ξέρει πως κρατήθηκα, δε μου είχε ξανατύχει, έβλεπα τα χείλη της σ ένα καθρέφτη και μου φάνηκε ότι σχημάτιζαν μια φράση που άκουγα κάποτε ΄΄ Σ αγαπώ!΄΄

Ευτυχώς αυτός που μου μιλούσε δε κατάλαβε τίποτα, συνέχισε να μιλά , είναι σύμβουλος δημοτικός σ ένα δήμο κοντινό , τον παλιό τους δήμαρχο τον φάγανε με το Ούζι που είχε προμηθεύσει σε κάποιον ο καλόγερος που λέγαμε, σ ένα πορτ μπαγκάζ τον είχανε βρει πεταμένο σε μια παραλία κοντά, όλη η χώρα μιλούσε γι αυτό εκείνη την περίοδο, είχε μπλέξει με καζίνο και γυναίκες, είχε φάει ένα κάρο λεφτά απ τα ταμεία του δήμου , τον είχε πετύχει ο δικός μου ο σύμβουλος λίγες μέρες προτού τον φάνε σ ένα ξενοδοχείο μιας πόλης γειτονικής μ ένα βούρλο, μια βλαμμένη εξ όλης και προώλης, ΄΄ Είσαι σοβαρός ρε να γυρνάς μ αυτήν την άχρηστη παντρεμένος άνθρωπος!΄΄- ΄΄ Θα σου κόψω τη καλημέρα ρε! ΄΄- ΄΄ Να μου τη κόψεις !΄΄

Τη προηγούμενη χρονιά οι αγρότες της περιφέρειας είχαν τρομάξει, τα χωράφια τους είχαν πλημμυρίσει, ο μακαρίτης ο δήμαρχος είχε πετάξει ένα βουνό από μπάζα κι έφραξε την έξοδο ενός καναλιού, ο σύμβουλος έκανε βυθομετρήσεις κάτω στα τενάγη να βρει καμιά λύση , τον είχαν δει με μια βάρκα να μετρά το βάθος του νερού στην ερημιά, μιλούσε μοναχός του να περάσει η ώρα όπως κωπηλατούσε στ΄ αβαθή , ένα κοπάδι από κοράκια που ξεδιψούσε και πλένονταν σ ένα νερόλακκο είχε για μόνη παρέα .

Εκεί στην ερημιά κάτι κυνηγούς συνάντησε μια φορά , κάτι πέρδικες κι ορτύκια είχαν κρεμασμένα στις ζώνες έναν κάπρο τεράστιο που είχε κατέβει στα καλαμποκοχώραφα γύρευαν , τον είχαν στριμώξει σ ένα δασάκι από λεύκες μα τους ξέφυγε τραυματίζοντας στο πόδι κάποιον, λέγανε ότι ήταν θηρίο, όλη οι θηρευτές της περιοχής είχαν ξαμοληθεί να τον χτυπήσουν, λέγανε ότι ο κάπρος το είχε σκάσει προς ένα ύψωμα που το λένε ΄΄ Το βουνό του φιδιού! ΄΄

Φοβούνται ότι θα πέσει πείνα στην επαρχία , πιστεύουν ότι οι κάτοικοι των πόλεων θ΄ αρχίσουν εισβολές στα σούπερ μάρκετ αναζητώντας τρόφιμα, έπειτα θα ξεκινήσουν καταδρομικές επιχειρήσεις και εισβολές σε στυλ κομάντο στα κελάρια τους, εκεί όπου έχουν κρυμμένα τα τρόφιμα , έχουν γίνει νωθροί ύστερα από τόσα λεφτά που έπεσαν τις προηγούμενες δεκαετίες, συντάξεις κι αποζημιώσεις μυθικές, ώρες ατελείωτες κοιμούνται , τρώνε απίστευτες ποσότητες φαγητού, διαβρώθηκαν, χάλασαν, έγιναν τεμπέληδες, οι μπαξέδες τους είναι παρατημένοι, ανοίγουν μαγαζιά νυχτερινά, ταξιδεύουν μέχρι τη Ρωσία κουβαλώντας γυναίκες ξανθές από κει πέρα , δήμαρχοι τρέχουν στα καζίνο της Βουλγαρίας, σύμβουλοι κάνουν τα στραβά μάτια για να παίρνουν δουλειές, καλόγεροι άπληστοι,αχόρταγοι τόχουν ρίξει στο εμπόριο κρασιών, βγαίνουν στη τηλεόραση, διαφημίζονται, αποτρελαίνονται, μπερδεύονται μες τ αγαθά στα λεφτά, τις γυναίκες και στα καζίνο, με μαφιόζους συγχρωτίζονται, μια γενιά ολόκληρη χαραμίστηκε, πήγε στράφι, απάτη και ψέμα για κληρονομιά μας άφησε !

Το γκαρσόνι μας έφερε καφέδες μα ήτανε πικροί φαρμάκι, δεν πήγαιναν κάτω με τίποτα, αυτή ένα λικέρ έπινε, άνετη, κάποιος φώναζε τ όνομα μου απο κάπου ,στη παρέα τα πνεύματα είχαν οξυνθεί, κάτι παθαίνουν οι άνθρωποι αυτές τις μέρες, ένας ηλίθιος πήγαινε γυρεύοντας, ένας άλλος θεόρατος τον αγριοκοίταζε, σε μια στιγμή ο βλαμμένος ήθελε να βγει απ τη γωνία του καναπέ όπου είχε στριμωχτεί,΄΄ Ούτε να το σκέφτεσαι!΄΄ του είπε ο ψηλός, το τέρας που είχε κάνει μάγειρας στα καράβια για χρόνια κι είχε μάθει κικ μπόξινγκ ταεκβοντό κι άλλα κόλπα από έναν Φιλιππινέζο , ήταν έτοιμος να τον σαπίσει, ο άλλος τι νομίζεις ότι έκανε, ε λοιπόν βγήκε κάτω απ το τραπέζι μπουσουλώντας, τι σκηνικό κι αυτό!

Της είπα ότι ήθελα να φύγω, φοβόμουν ότι θάχανα τον έλεγχο έτσι θολωμένος όπως ήμουν, θα με παρέσερνε σε κάνα μέρος σκοτεινό όπου δεν είχα ξαναπάει ποτέ, σ ένα βυθό δίχως πάτο θα μ έριχνε, σε μια τάφρο χαοτική, να με διαλύσει, να με σβήσει απ το χάρτη σε μια στιγμή, ΄΄Όχι μείνε ακόμα λίγο σε παρακαλώ΄΄ δε μπορούσα να κάνω τίποτα!

Όταν σηκώθηκε την ακολούθησα ούτε που ξέρω γιατί, με πήγε κάπου όπου πουλούσαν αρώματα, κάτι κορίτσια κατά κει πλάσματα παράξενα, οι καθρέφτες έμοιαζαν να καταρρέουν, κάποια είχε μια γραμμή όλη κι όλη για στόμα, κάποιας άλλης τα μαλλιά έπεφταν μπροστά και δε μπορούσες την όψη της να ξεχωρίσεις, ήταν σα να μην υπήρχε πρόσωπο καθόλου, μια τρίτη φιλούσε το δαχτυλίδι της για κάποιο λόγο, κουνιόντουσαν όλες στους ρυθμούς μιας μουσικής και με περιεργάζονταν, μπουκαλάκια από αρώματα παντού, κουτιά και κουτάκια και βάζα, λιθάρια στρογγυλά πόρους γεμάτα σε σχήματα ασύμμετρα που μάζεψαν το καλοκαίρι στην παραλία σ ένα γραφείο απάνω βρίσκονταν για διακόσμηση, φώτα περίεργα, μ έβαλαν σε μια καρέκλα υπερυψωμένη να καθίσω και με κοίταζαν εξεταστικά, κόσμος έμπαινε κι έβγαινε οχλαγωγώντας, τύποι χαζοί και βλαμμένοι, τους καταλαβαίνεις απ' το περπάτημα κι απ' τις εξεζητημένες κινήσεις τους, απ το ηλίθιο καπέλο που φορούν, την καρφίτσα τη σφηνωμένη στο πέτο τους, σε μια φάση είχα χαθεί κοιτάζοντας κάτι αραβουργήματα στον τοίχο, μοτίβα πουλιών και ζώων ζωγραφισμένα...
 
Η άλλη έφυγε, μόνος έμεινα, έξω ψιχάλιζε, αντανακλάσεις σχηματίζονταν στα βαζάκια και στα μπουκάλια που υπήρχαν στο μαγαζί, ομίχλη έπεφτε έξω, στα κεραμίδια ενός παλιού κτηρίου ίχνη πάχνης που είχε πέσει κι είχε απλωθεί σα χιόνι , μια μάντρα μ΄ ένα σωρό τεράστιο από καυσόξυλα, στα καλοκαιρινά κέντρα καρέκλες αναποδογυρισμένες, τέντες χρωματιστές με σκοινιά δεμένες, απ το τζάμι ενός γραφείου τελετών φαίνεται κάποιος που έχει απλώσει ένα στρώμα στο πάτωμα και κοιμάται αμέριμνος, ένας κρότος σαν πυροβολισμός αυτόματου όπλου μες την ησυχία αντήχησε άγρια απ την εξάτμιση ενός αυτοκινήτου.

 Το ξημέρωμα χάραζε κάπου σαν ένα μαχαίρι αόρατο να έσκιζε το πέπλο της νύχτας, όλα ανάκατα στο μυαλό, καλόγεροι κι αυτόματα γιαπωνέζικα και ταϊβανέζικα και κινέζικα και βιετναμέζικα, ομίχλες κι αιθαλομίχλες και καταιγίδες και θύελλες και λάμπες θυέλης και λαμπάκια και λαμπιόνια και πυγολαμπίδες, είναι κάτι μέρη που δε σε πάνε με τίποτα ότι και να κάνεις, δε σε θέλουν, δε σε γουστάρουν, δε σε κάνουν κέφι ρε αδερφέ έτσι απλά, δε μπορείς να κάνεις τίποτα, άστο να πάει στην ευχή, στο διάβολο, στα τσακίδια, όπου θέλει, κάποιοι άνθρωποι θα σε πουλάνε στους αιώνες των αιώνων άμα τους αφήσεις, θα σου σβήνουν εσαεί τη ζωή σου, πάρτο απόφαση, έτσι θάναι άστο, άστο, άστο να πάει...

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013

ΑΣΤΡΟΝ ΗΔΗ ΑΝΑΤΕΤΑΛΚΕ


΄΄Παπά θέλω λεφτά,  ακούς! Ούρλιαξε  ο τύπος, ΄΄ Μονάχα αυτό εδώ έχω όλο κι όλο!΄΄ είπε κι έβγαλε ένα κέρμα  απ τη τσέπη του.

 Ο παπάς τρόμαξε, ανατρίχιασε, ένα ρίγος διαπέρασε  το σώμα του ολόκληρο,  ήταν στριμωγμένος για τα καλά σ’  εκείνο το κλουβί, το μικρό κελί όπου εξομολογούσε, ο άλλος φαίνονταν άγριος, αναμαλλιασμένος, κάτι βαθιές ρυτίδες στο πρόσωπο από χρόνια ταλαιπωρίας κι αγρυπνίας,  ένα παλτό παλιό,  τεράστιο φορούσε, μια σακούλα   μαύρη   κρατούσε  στα χέρια του,  κάτι μαύρα γυαλιά που τον έκαναν ακόμα πιο τρομαχτικό, το φρύδι του έτρεμε, όλο το πρόσωπο του τεντώνονταν από συσπάσεις βίαιες,   ΄΄Με κυνηγούν, θέλουν να με σκοτώσουν, καταλαβαίνεις, δεν έχω φάει τίποτα από προχθές,   το στόμα μου στέγνωσε,  σε μια κρυψώνα είμαι εδώ και τρεις μέρες, θέλω κάπου να με βάλεις να κοιμηθώ,  κατάλαβες παπά!!!

Ήταν αργά, όλοι είχαν φύγει,  μόνο μια γριά   περίμενε ακόμα να   ξομολογηθεί κρατώντας ένα ματσάκι βασιλικό τυλιγμένο σ’  αλουμινόχαρτο , θα μπορούσε να τον κάνει φέτες άνετα εκεί μέσα, κι αυτό δεν  ήταν καθόλου ευχάριστο,  ήθελε να φωνάξει, δεν ήταν δυνατόν όλα σ αυτόν να τύχαιναν, το πρωί σένα σπίτι που είχε πάει να κοινωνήσει ένα γέρο τον είχαν αγνοήσει εντελώς, δεν ήξερε που να βάλει το άγιο δισκοπότηρο, θα έπρεπε να ήταν τώρα στο σπίτι του, στα ζεστά, από πού είχε εμφανιστεί αυτός ο τύπος που τα χνώτα του βρωμούσαν  πιοτό,    ένας αλβανός  πριν ένα μήνα που  είχε έρθει να ξομολογηθεί τον είχε ξεγελάσει,  όλα τα συρτάρια  του γραφείου του είχε ανοίξει, τα είχε σηκώσει όλα, μέχρι και  κάτι παπούτσια που υπήρχαν σ ένα ντουλάπι,  την άλλη μέρα τον είδε να τα φορά,  ΄΄Καλά τι κάνεις;!΄΄  - ΄΄Ε  να τα χρειαζόμουν !!!΄΄

Τούτος εδώ όμως έδειχνε επιθετικός,  επικίνδυνος, τα κόκκινα μαλλιά του έμοιαζαν με τρίχωμα αγριόχοιρου, τα γαλάζια μάτια του έψαχναν τα μάτια του,  να δει τι σκέφτεται, να μπει στο μυαλό του, ο παπάς απόφευγε το βλέμμα του,  έπρεπε να τον καλμάρει,  προσπαθούσε να τον κρατήσει σε απόσταση,   ένα ποτήρι νερό του έδωσε, ΄΄Θες να σου φέρω κάτι να φας;΄΄,-΄΄ Όχι  θέλω να ξομολογηθώ,  να τα βγάλω  από μέσα μου, να μη  νιώθω βρωμερός !΄΄,

 Άρχισε να κλαίει άγαρμπα,  τον έβαλε να γονατίσει,  τούριξε το πετραχήλι πάνω του, ο άλλος στη θέα του ιερού ενδύματος σα να σκίρτησε, αυτό  τουλάχιστον φαίνεται ότι το σέβονταν, άρχισε να μιλάει, αράδιασε   ότι μπορούσες να φανταστείς,  ότι πιο παρδαλό και κουφό υπήρχε,  για  κόντρες με μηχανάκια,  στοιχήματα στην εθνική οδό τις νύχτες, κάτι  για  το καζίνο, κάτι για το βαρδάρη όπου πήγαινε κάθε βράδυ σε μαγαζιά  με στριπτιτζούδες,΄΄ Όλα τα φρούτα σε μένα θάρχονται!΄΄ σκεφτόταν παπάς ΄΄’Όλοι οι παλαβοί κι οι παλαβές  κι οι ανώμαλες,  ένας νορμάλ δε θάρθει να πάρω μια ανάσα!΄΄

 Ο τύπος με τα μαλλιά του αγριόχοιρου  έλεγε για κάποιον  καβαλιώτη που είχε πλακώσει σε μια υπηρεσία επειδή είχε μιλήσει άσχημα σε μια καθαρίστρια ΄΄Τον μπάσταρδο! Συγνώμη πάτερ,  τον σάπισα!  Τον έβαλα κάτω και τον χτυπούσα αλύπητα, μα να μιλά έτσι στη γυναίκα΄΄ - , ΄΄Ναι παιδί μου!΄΄

  Ο παππάς παραλίγο να γελάσει,  σκεφτόταν ότι ίσως είχε κάνει και κάτι σωστό ο παλαβός που τώρα  έλεγε για κάτι φίλους του,  είχαν  γκρεμιστεί  στο Γαλικό αυτοί,  στο ξεροπόταμο που λέγανε ότι κάποτε ο βασιλιάς Μίδας έπλυνε τα χέρια του και το γέμισε χρυσάφι  ,  σε μια κόντρα με αυτοκίνητα, ένα βράδυ χειμωνιάτικο το αμάξι τους είχε  ντεραπάρει κι είχε πέσει στο κενό,  τους είχαν βγάλει καρβουνιασμένους΄΄,… άσχημο θάνατο είχαν αυτοί πάτερ! Η αστυνομία είχε έρθει,  κυνηγούσε  όσους έβρισκε κατά κει,  παραλίγο να μας  πιάσουν όλους  όπως τρέχαμε με τα μηχανάκια σε κάτι χωράφια κατά τη Σίνδο!΄΄



 Ο ληστής πήρε μια ανάσα και συνέχισε,΄΄ Πάτερ κοιμόμουν ένα βράδυ στη κρυψώνα μου κάπου στα κάστρα, σ ένα σπίτι παλιό , απ αυτά που γκρεμίζουν οι μπουλντόζες του Μπουτάρη,  μ ένα πηγάδι στην αυλή σκεπασμένο,  ερημιά έξω, μονάχα  ένας σκύλος στην αυλή είχε ξαπλώσει  σ  ένα σωρό από φύλλα που  είχε μαζέψει ο αέρας σε μια γωνιά, κάτι πουλάκια μικρούτσικα πετούσαν μές  τα χορτάρια, είχα ανάψει το τζάκι, είχα κουκουλωθεί με το παλτό κοντά στη φωτιά που είχε αρχίσει να σβήνει όταν ένιωσα ένα χέρι να μ ακουμπά στη πλάτη, ο διάβολος ήτανε πάτερ τ ορκίζομαι !,   άκουσα  τη φωνή του !΄΄,  Πήγαινε στην εκκλησιά  τη παλιά,  εκεί στο κέντρο,  στο πίσω μέρος, εκεί όπου κυλά ένα ρυάκι με αγίασμα  είναι  μια σκάλα, μόλις την κατέβεις  αριστερά σου υπάρχει μια κρύπτη, σπάσε τη κλειδαριά, μέσα θα βρεις όλα  αυτά που  κρύβουν από  χρόνια όσα έχουν  μαζέψει οι παπάδες, ευαγγέλια με περιτυλίγματα χρυσά κι  ασημένια, ωμοφόρια με κεντήματα χρυσαφένια,  άμφια μεταξωτά με νήματα μεταλλικά κεντημένα,  βιβλία παλιά και περγαμηνές και λείψανα  που τα φυλάνε εκεί πέρα οι παππάδες, δισκοπότηρα  στολισμένα με μαλαχίτες και πετράδια πολύτιμα κι ημιπολύτιμα, κύπελλα και σταυρούς επάργυρους, αγγεία ωραία,  γυάλινα, χρωματιστά,    ράβδους ποιμαντορικές,  μίτρες αρχιεπισκοπικές χιτώνες,  αντικείμενα από μαρμαρυγία, εικόνες παλιές,   χειρόγραφα κι άλλα που θα θαμπώσει το μάτι σου, θα κάνεις τη τύχη σου άμα τα πάρεις από κει !΄΄

 Μπήκα ένα  βράδυ  από ένα παραθυράκι, έκοψα  το συναγερμό,  βρήκα τη κρύπτη αλλά τρόμαξα, δε μπορούσα να τα πειράξω εκείνα τα πράγματα, φοβήθηκα κάτι μ έκοψε, μονάχα μια καντήλα πήρα χρυσή και μια μίτρα με το κρανίο ενός αγίου,   τάχω εδώ  κάτω!!!΄΄,   είπε κι άνοιξε  σιγά σιγά το τεράστιο παλτό του.

 Ο παππάς ανατρίχιασε ξανά,  νόμιζε ότι ό άλλος θα τραβήξει καμιά μαχαίρα ή καμιά πιστόλα,  τραβήχτηκε προς τα πίσω, όμως ο  ληστής πραγματικά έβγαλε τυλιγμένο  σε μια εφημερίδα ένα καντήλι τυλιγμένο σε μια εφημερίδα,  ύστερα άνοιξε τη μαύρη σακούλα που είχε πίσω του,    από κει μέσα έβγαλε αργά  αργά μια μίτρα που έλαμπε στο μισοσκόταδο, τα απόθεσε στο πάτωμα.

Ο παπάς πήρε στα χέρια του το καντήλι, ύστερα έπιασε όσο πιο προσεχτικά μπορούσε  τη μίτρα με το λείψανο που έδειχνε άθιχτο ,  πραγματικά τα έψαχναν από καιρό,   είχαν χαλάσει τον κόσμο, η  αστυνομία είχε έρθει, είχαν πάρει αποτυπώματα,  ο ανακριτής είχε αναλάβει, οι εφημερίδες  τόχαν γράψε, τούτος εδώ έμοιαζε για μια φορά να λέει την αλήθεια!

΄΄Πάτερ δε τα θέλω αυτά , από τότε που τάφερα στη κρυψώνα μου,  κάθε βράδυ που γυρίζω βλέπω στην πόρτα μια οπτασία τρομερή , το κεφάλι  του πατέρα μου  καρφωμένο στη πόρτα  να με κοιτάζει σα να είναι   ζωντανός,  πάρτα πάτερ, δεν τα θέλω τα καταραμένα, ο Εωσφόρος με κυνηγά, αυτός μ έβαλε να τα κάνω όλα,  το πρωί έξω απ τη πόρτα μου υπήρχε ένα δέμα  μ’  ένα μήνυμα μέσα του τυλιγμένο σ ένα  μαχαίρι ματωμένο, ΄΄ ΟΙ ΜΕΡΕΣ ΣΟΥ ΕΙΝΑΙ ΜΕΤΡΗΜΕΝΕΣ!΄΄

Τη νύχτα που μας πέρασε τον πατέρα μου ονειρεύτηκα,  ήταν όπως  όταν πέθανε, τότε που αναρωτιόμουν που να πήγε άραγε,  τι έγινε τώρα, που πάνε όσοι πεθαίνουν, πάτερ κι εγώ άνθρωπος του θεού είμαι έτσι δεν είναι,  δε μπορεί να παρακολουθεί ατάραχος αρμενίζοντας το σύμπαν  από κει πάνω  όλα όσα γίνονται  εδώ κάτω χωρίς να κάνει τίποτα, χωρίς να κουνά το δαχτυλάκι του, προλαβαίνω να σωθώ κι εγώ,  δε θέλω να καώ  στη κόλαση!

Ο παππάς του είπε μερικά λόγια΄΄ Κοίτα να δεις, εγώ μπορώ με τη δύναμη του θεού να σε συγχωρέσω, όμως πρέπει ν αλλάξεις, άμα ξανακάνεις τέτοια πράγματα  μη ξαναπατήσεις κατά δω,  δε θέλω να σε ξαναδώ στα μάτια μου,  θα σαπίσεις στη κόλαση,  στα καζάνια της θα καίγεσαι στον αιώνα τον άπαντα, δε σε  σώζει τίποτα!΄΄

Ο  ληστής τον κοίταζε, τα μάτια του κόντευαν να πεταχτούν απ τις κόχες τους, σα να ησύχασε κάπως, ο παππάς ανάσανε, τι ήταν κι αυτό, δεν θα ξανακαθόταν με τίποτα  τόσο αργά μοναχός του, οι καιροί έχουν αγριέψει σκέφτηκε, δεν είναι όπως παλιά, δε μπορείς να εμπιστευτείς κανένα, έπρεπε να βάλει καμιά κάμερα όπως  του είχαν πει, να ελέγχει ποιος μπαίνει στο καμαράκι, και μια κλειδαριά ασφαλείας θα τον προφύλαγε κάπως.

 Έβαλε ένα  χαρτονόμισμα στη τσέπη του ληστή,  ένα κομμάτι από ένα πρόσφορο τούδωσε και μια μαυροδάφνη που είχε  για τη θέια κοινωνία ΄΄Άντε πάρτην κι αυτή! ΄΄,  ο ληστής του φίλησε το χέρι, καλύτερα φαίνονταν,  στους τοίχους τα κεριά και τα μανουάλια  έριχναν σκιές παράξενες, η γριά με το ματσάκι του βασιλικού τυλιγμένο στο αλουμινόχαρτο είχε εξαφανιστεί,  σε μια τοιχογραφία οι βοσκοί κοίταζαν το ασύνηθες νέο  άστρο που ΄΄..ήδη ανατέταλκε΄΄,  οι μάγοι έψαχναν τον  εξαίσιο δρόμο που έδειχνε ο ΄΄υπερλάμπων  αστέρας΄΄  αναρωτιόντουσαν  ΄΄…ού  αστήρ  εφάνη που  εστί ;  εις γαρ εκείνου προσκύνησιν  ήκομεν…΄΄ 
  σ΄ άλλες τοιχογραφίες ο δημιουργός έφτιαχνε τον κόσμο  καθώς η γη ήταν αόρατη κι ακατασκεύαστη,   σκότος κι έρεβος πλανιόταν  πάνω απ την άβυσσο,  ο απόστολος Παύλος  κύρητε κάπου σε μια μεριά κάτω από έναν θόλο, ΄΄… ότι έργα των χειρών σου  εισίν οι ουρανοί….  και πάντες ως ιμάτιον  παλαιωθήσονται΄΄ , καβαλάρηδες στρατιώτες πάνοπλοι , κραδαίνοντας ασπίδες και τόξα   κατηφόριζαν μια πλαγιά,    ουράνια στρατεύματα ανεβοκατέβαιναν κλίμακες στημένες στο άπειρο…

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2013

TA ΝΗΣΙΑ ΤΟΥ ΚΕΧΡΙΜΠΑΡΙΟΥ



Στο τζάμι  μιας καφετέριας  κάπου στη Τσιμισκή είχα  κολλήσει το πρόσωπο  την ώρα που έσμιγε η μέρα με τη νύχτα, ένα άστρο  ασυνήθιστα λαμπρό  σε μια γωνιά τ’  ουρανού πάνω απ τα κτίρια, η Αφροδίτη μάλλον ή ο Έσπερος,  το άστρο που φέρνει την ανάπαυση της νύχτας μετά τον κάματο της μέρας καθώς τ άλογα του Ήλιου πάνε να ξαποστάσουν και να λουστούν στα νερά του Ωκεανού κι όλη πλάση οι άνθρωποι και τα ζώα και τα νερά κι οι θάλασσες  αναπαύονται κατά πως  λέγαν οι αρχαίοι.
  
  Σερβιτόροι, φώτα, ποτήρια, άνθρωποι, αμάξια, γυναίκες έβγαζαν βόλτα τα σκυλιά τους κρατώντας ραβδιά, ζητιάνοι ξάπλωναν στο  πεζοδρόμιο να βγάλουν τη νύχτα όπως, όπως,  μια μουσική ακούγονταν από κάπου,ένα σαξόφωνο βραχνό,  ένα ζευγάρι απέναντι μου,  νιόπαντροι, πήγαν στις Σεϋχέλλες για το μήνα του μέλιτος, ωραία  ήτανε  αλλά το βράδυ πολύ νέκρα, στη Λυών πήγαν κατόπι,  στη Γαλλία,  κάστρα πελώρια  κι εκκλησιές απ το μεσαίωνα  με σκαλιστές μορφές από τον άλλο κόσμο κι αγγέλους κι αγίους , ποτάμια κι υγρασία άφθονη  κατά κει .

 Πολύ μ αρέσουν αυτά τα παιδιά, το κορίτσι λέει ότι με θυμάται, είχαμε βγει στη Καμάρα το  καλοκαίρι ,εγώ πάλι    δε θυμάμαι τη τύφλα μου κι  όμως  είναι όμορφη , ένα ρολόι φορά γυαλιστερό από ασήμι κι ατσάλι καμωμένο,  ακριβό, δώρο για το γάμο της, ένα δαχτυλίδι τριγωνικό στο δάχτυλο της, ΄΄…καλά ούτε ένα καφέ δε θα πίνεις πια μαζί μας;΄΄  μου λέει μια κοπέλλα από απέναντι , ΄΄ Δε σου  το εγγυώμαι,  πάλεψε το!΄΄ της  λέω  ΄΄ Τώρα της έριξες πόρτα;΄΄μου λέει το κορίτσι απ το ζευγάρι, ΄΄… δε ξέρω!’’

 Το προηγούμενο βράδυ  είχε πει κάτι   αυτή η κοπέλα που δε μ άρεσε ,  ούτε που θυμάμαι  τι, το σκεφτόμουνα πάντως όλη νύχτα,  είχα νεύρα,   ένα όνειρο  έβλεπα, τάχα  ότι φιλούσα ένα κορίτσι σ ένα αυτοκίνητο μέσα, έπειτα  προσπαθούσα ν αλλάξω σταθμούς  στα σκοτεινά όπως κάνω όλο το βράδυ  όταν με χτύπησε το ρεύμα από ένα καλώδιο που είχε μείνει γυμνό στο ραδιόφωνο,  αυτά παθαίνεις όταν   δεν ανάβεις ποτέ  το  φως στο δωμάτιο σου.

Μια περίεργη μέρα ήταν εκείνη, σ ένα σπίτι    είχαν απλώσει ένα πανί στο τοίχο να δουν μια ταινία  ΄΄Ο γιος του Γουίλ Σμιθ ε ; ΄΄ - ΄΄Που   στο διάβολο το ξέρεις  ;΄΄,   σ ένα άλλο ρώτησα τον Aγγελο αν θα πάει στην ομιλία του Καραμπελιά,΄΄ Που στο δάιμονα έμαθες  ότι έχει ομιλία;΄΄,   σ ένα τρίτο  ένα ντοκιμαντέρ για τη Σπυριδούλα,   το κοριτσάκι που σιδέρωσε μια βλαμμένη κάποτε ΄΄ Που το θυμάσαι!΄΄

Κάπου αλλού κάτι Ρώσοι, σπίτια χτισμένα κοντά  σ ένα χέρσο με χόρτα ξεραμένα, κάτι σκύλοι μικροκαμωμένοι τριγυρνούσαν στην ερημιά,  ο πατέρας με πόδι σακατεμένο, το σέρνει, μια αξονική τομογραφία έβγαλε, θα μπει για εγχείριση,  πολύ σκληροί, το παιδί δεν έχει κλάψει ποτέ,  ούτε κι όταν του σπάσαν το πόδι στο ποδόσφαιρο, μονάχα ένα ρώσικο   έργο σαν είδε κάποτε δάκρυσε, ένα σκύλο όλο το χειμώνα τον είχαν στο κρύο πέρσι, δεν άντεξε, ΄΄Άμα θες φασαρία …΄΄μου λέει μικρός  ΄΄…πες μου, μπουνιά στο σαγόνι  πρέπει να ρίχνεις κατευθείαν προτού καταλάβει ο άλλος τι γίνεται,  έτσι ξάπλωσα έναν μισό μέτρο πιο ψηλό,   έπαθε πλάκα, κομπλάρισε, με κοιτούσε σοκαρισμένος, πρώτος χτυπάς, στη μύτη , στο πλάι, να τη σπάσεις, όχι ευθεία, θα τον σκοτώσεις, το κόκκαλο θα καρφωθεί στο μυαλό του΄΄.   

Στη καφετέρια κοιτάζω  το δρόμο έξω , λεωφορεία φρενάρουν μπροστά  στις διαβάσεις , ταξιτζήδες νυσταγμένοι, ξαγρυπνισμένοι,  γυναίκες χαλαρές μες τα ζεστά αμαξάκια τους, ξενοδοχεία στολισμένα με  φωτάκια γαλαζωπά και κόκκινα, ένας σκύλος κλεισμένος πίσω από μια βιτρίνα  κοιτάζει τους διαβάτες που περνούν, τι κάνει εκεί μέσα μοναχός του,  δυο γάτες απλώνουν τα πόδια τους στο τζάμι της εξώπορτας, τεντώνονται, σηκώνονται όρθιες, μια τιγρέ  και  μια άσπρη ωραία με τρίχωμα απαλό , λίγη ζέστη θέλουν, ζητιάνοι ξαπλώνουν στο πεζοδρόμιο, αλήτες και πλάνητες και περιπλανώμενοι και πλανημένοι κι αποπλανημένοι και καταπονημένοι   υποφέρουν απ τη παγωνιά.

Κάποια κάθεται  απέναντι μου,  σε μια στιγμή σκύβει και μπορώ να δω τη ράχη και τη δαντέλα  απ το εσώρουχο της, προσέχω ότι αλλάζει θέση όποτε αλλάζω κι  εγώ,   το παιδί απ το ζευγάρι  δίπλα μου  ένα κολάρο φορά που το φέρνει στο πρόσωπο του όταν καβαλά τη μηχανή  και μοιάζει με ληστή ,  τον φυλάει  απ τον αέρα,  έχει έρθει από κάτω, απ το Αίγιο, μου λέει για τις μαύρες σταφίδες που βγάζουν κατά κει,  αυτές που είναι πιο γλυκές απ τις ξανθές που βγάζουν στη νότια  Πελοπόννησο, για το χωριό  του μιλά που είναι χτισμένο  σε κάτι λόφους κοντά στη θάλασσα…

Στο Όρος ήταν τις προάλλες, τον έφαγε ο ποδαρόδρομος,  κατέβηκε  απ το καραβάκι σε λάθος σημείο κι έπρεπε να βγει μέχρι την Κερασιά στους πρόποδες του Άθωνα,  μια παρέα  που κατέβαινε απ τη κορφή του βουνού συνάντησε ,  όλο το Αιγαίο απλωμένο στα πόδια τους  είχανε αντικρύσει από κει πάνω, τη Λήμνο τη Θάσο,  κι άλλα νησιά  πιο πέρα μακριά  στο πέλαγος αχνοφαίνονταν,  μαζί τους  βγήκε σε μια σκήτη,  μ ένα καλόγερο έμεινε καμιά δεκαπενταριά μέρες, κάθε πρωί  στις τεσσεράμισι  ξυπνούσανε να κάνουν τον όρθρο, μια μέρα τους ήρθε ένας τύπος φυγόδικος, ένα μούτρο περίεργο, αξύριστος, αγριεμένος, τρομαχτικός,  έλεγε ότι τον κυνηγούσαν να τον σκοτώσουν γιατί κάρφωσε μια σπείρα που έκλεψε  κάτι λείψανα  από έναν ναό,    έψαχνε μέρος  να κρυφτεί,  τους είχε κατατρομάξει,  είδαν κι έπαθαν να τον ξαποστείλουν .



Με το Θανάση  είχαμε έρθει από νωρίς στη καφετέρια, περπατούσαμε μαζί  στη παραλία το απόγευμα , μια εξέδρα έχουν στήσει  απ όπου ψαρεύουν κάτι ψάρια που τα λένε σκαθάρια, τα νερά παγωμένα, κρύα,καθαρά,  ο Θανάσης μούλεγε για το καιρό που δούλευε στην οικοδομή ετοιμάζοντας σιδερόβεργες για το  οπλισμένο σκυρόδεμα, τα χέρια  ήτανε σαν ξύλα  δε μπορούσε να τα κουμαντάρει απ το κρύο, τούπεφτε απ’ τα χέρια η πένσα, τα  σύρματα τον πλήγωναν,   ούτε σκούφο φορούσε τότε, ήτανε νέος και γερός !

Σε μια γυναίκα απάνω είχαμε πέσει, όλο απάνω της πέφτω τώρα  τελευταία,  δε ξέρω τι  γίνεται, από δίπλα μου ακριβώς πέρασε μιλάμε, μπορούσα ν’  ακούσω καθαρά τι έλεγε, είπα να της μιλήσω,  έπειτα σκέφτηκα άστο καλύτερα!

 Απ το Καπάνι  είχαμε περάσει, ένα μαγαζί είχε ο πατέρας του Θανάση  κάποτε εκεί μέσα, χασάπικο, δεν υπήρχε περίπτωση να τους αφήσει νάρθουν  προς  τα κει σαν ήτανε παιδιά ,  όλο μούτρα  ύποπτα κυκλοφορούσαν, εφιάλτες έχει μου λέει, τη νύχτα τον επισκέπτεται ο  πεθαμένος πατέρας του πολύ άγριος όπως πάντα και κάτι τον διατάζει να κάνει όπως παλιά, έχει προβλήματα αναπνευστικά,  ξυπνά απότομα σα να πνίγεται, τον επισκέπτονται αυτόν  ο Μορφέας ένας απ τους χίλιους γιους της νύχτας,  κι ο όνειρος, οι δαίμονες  που βγαίνουν απ τα υπόγεια σκοτάδια     για να  πάρουν  τις μορφές των ανθρώπων, κι η  Έμπουσα κατόπι έρχεται, αυτό το τέρας  που αυξάνεται και πληθύνεται τις νύχτες του τρόμου .

Πίσω στη καφετέρια ένας δίπλα μου λέει ότι δεν μπορεί να ξεχάσει μια γυναίκα, να τη σβήσει απ το μυαλό του, εγώ ευτυχώς δεν έχω τέτοιο πρόβλημα,  πάλι καλά,    μια αφίσα στο τοίχο δείχνει ένα μοτοσικλετιστή να ίπταται στον αέρα  καβάλα στη μηχανή του καθώς περνά  πάνω από κάποια εμπόδια,   σε μια άλλη ένας άλτης απογειώνεται από ένα βατήρα χαοτικό φορώντας χιονοπέδιλα, η σιλουέτα του κορμιού του φαίνεται  να αιωρείται ανάμεσα στα κλαδιά των ελάτων ενός δάσους χιονισμένου, το παιδί απ το Αίγιο μιλά με το κορίτσι, φαίνεται ότι ταιριάζουν, το νιώθεις στον αέρα,  λένε τα δικά τους, μπορώ να κάθομαι και να τα χαζεύω ώρα έτσι όπως δείχνουν ευτυχισμένα , το παιδί    λέει ότι  κάτω στο χωριό του τέτοια εποχή που  ο ήλιος ετοιμάζεται να μπει στον   Αιγόκερο, πανηγύρια  ετοιμάζονται με φωτιές δίπλα στα νερά, πιοτά και κρασιά  κι όργανα και κορφές βουνών γεμάτες χιόνια.
  
Έχει νυχτώσει στο μεταξύ , το φεγγάρι η προσωποποίηση της Αρτέμιδος  κατά πως λέγανε οι αρχαίοι βγήκε αργά -αργά ,    σε μια γωνιά τουρανού μπορείς να δεις τον γαλαξία, αυτό τ ασημένιο ποτάμι, το ρεύμα των σκιών που άλλοι λένε ότι είναι τ άχυρα που έκλεψε η Αφροδίτη από μια θημωνιά και χυθήκανε στην άβυσσο  όταν το τυφλό άλογο που οδηγούσε  έπεσε   πάνω στο κάρο ενός μεθυσμένου που βρέθηκε εκεί πάνω φτιάχνοντας το ουράνιο άσπρο μονοπάτι…
  
Κάποιος λέει στο ζευγάρι ότι γράφω, μου ζητούν κάτι, τους δίνω ένα απ τα κόκκινα βιβλιαράκια μου, μια αφιέρωση θέλουν, γράφω να ζήσουν ευτυχισμένοι μαζί σαν εκείνον   το μυθικό ,  τον υπέροχο,  τον πανέμορφο βοσκό   που ζήτησε απ τον Δία να κοιμάται για πάντα με τα μάτια ανοιχτά για να βλέπει την αγαπημένη του αιώνια , αυτό μου ήρθε, το κορίτσι το διαβάζει, συγκινείται,  δακρύζει, μια σταγόνα τρέχει  σε μια μικρή ρυτίδα  που έχει σχηματιστεί  εκεί στο μάγουλο, σακατεύτηκε όλο το διάστημα να φτιάξει  το καινούριο σπίτι τους, να το στολίσει  λιγάκι να το κάνει  όμορφο.

Νύχτωσε για τα καλά πια, δυο γεράκια πετούν ψηλά κάνοντας φιγούρες , ένα μικρό κι ένα μεγαλύτερο,  αρσενικό και θηλυκό σίγουρα,ο ήλιος αποκοιμήθηκε εκεί ψηλά,  τ΄ άλογα του ξεκουράζονται για την επόμενη μέρα, τα άλογα που γκρέμισαν  στο ποταμό Ηριδανό   τον Φαέθωνα, αυτόν  που παραλίγο να κάψει τη γη όπως πλησίαζε πολύ κοντά της καθώς τον παρασέρνανε τα άτια του ουρανού ,   τ άλογα που λένε ότι αναπαύονται τη νύχτα σ εκείνα τα νησιά τις  ΄΄Ηλεκτρίδες Νήσους΄΄, τα Νησιά του Κεχριμπαριού, που να είναι τούτα, ίσως κάπου στις Σεϋχέλλες στον Ινδικό Ωκεανό  όπου πήγε το ζευγάρι  το καλοκαίρι, ίσως κάπου αλλού εκεί όπου  η ακτή ξεβράζει βότσαλα σε χρώμα κίτρινο λαμπερό, του ήλιου  χρώμα, μ ένα έντομο μέσα  τους σα ζωντανό έτοιμο να σαλέψει …..


Σάββατο 7 Δεκεμβρίου 2013

ΤΟ ΣΤΕΜΜΑ ΤΟΥ ΣΕΛΑΟΣ



Προς το τέλος της διάρκειας του φαινομένου που φθάνει και τις έξι ώρες, μπορεί να παρατηρηθεί, όχι πάντα, και το "στέμμα του Σέλαος" (corona aurora). Από το κέντρο του ουράνιου θόλου εμφανίζεται αιφνίδια ένα κυκλικό φως σαν στεφάνι από την περιφέρεια του οποίου εκτείνονται κάθετες λευκές ακτίνες προς το έδαφος δημιουργώντας την εντύπωση ενός γιγάντιου φωτεινού στέμματος  που στρέφεται με ταχύτητα, με ενδιάμεσες αιφνίδιες στάσεις. Αυτό το χαρακτηριστικό φαινόμενο διαρκεί από μόλις λίγα δευτερόλεπτα μέχρι μισό λεπτό της ώρας και στη συνέχεια εξαφανίζεται. Η παρατήρηση αυτού του φαινομένου είναι ασύλληπτης ομορφιάς.
 
Aπό τη Wikipedia



 Πλαγιές απέραντες με χιόνια σκεπασμένες δείχνανε οι τεράστιες οθόνες , άνθρωποι με πατίνια επίπεδα γλιστρούσαν κι απογειώνονταν απάνω τους,  μοιάζαν σα να πετούν στον αέρα και να καβαλούν κάτι καλώδια του ρεύματος που βρίσκονταν κατά κει , σ άλλες οθόνες το βόρειο σέλας, πρασινογάλαζο, ροζ, κοκκινωπό,  τρεμουλιαστό, σε σχήμα καπνού που ανεβαίνει προς τα πάνω   κάπου στην αρκτική,  ανάμεσα από δέντρα και σπίτια κι υψώματα,  λένε ότι το σέλας  είναι φωτιές που ανάβουν οι ψυχές αυτών που έφυγαν ψηλά κι οι ντόπιοι κατά κει   δε μιλούν δυνατά  για να μη γνωρίσουν τις φωνές τους και τους πάρουν μαζί  τους,  άλλοι λένε ότι είναι αντανακλάσεις από δάδες που κρατούν τα πνεύματα,  ή  οι λάμψεις απ’  τις ασπίδες των Βαλκυριών.

Στο πολυκατάστημα κόσμος πηγαινοέρχονταν, γυναίκες τυλιγμένες σε πανωφόρια που μοιάζαν με μανδύες, ομιλίες χαμηλόφωνες,  ψίθυροι, μια θολούρα τριγύρω, πράγματα κουβαλούσαν  , ραδιόφωνα,  κλιματιστικά,  συσκευές διάφορες, τι θα τα κάνουν όλα αυτά σκεφτόμουν, στα ταμεία ουρές, κάρτες πλαστικές στα χέρια χρυσές και πλατινένιες, τεχνικοί,  μηχανικοί, κοπέλες υπομονετικές μιλούσαν στα τηλέφωνα, τιμολόγια κόβανε, σε μια στιγμή κατάλαβα   ότι μια  ταμίας με κοιτούσε περίεργα καθώς μετρούσε τα χρήματα που είχε στο συρτάρι, έτσι όπως στεκόμουν δε φαινόμουν νορμάλ, ύστερα   χάθηκα μπροστά στις τεράστιες οθόνες που είχαν σε μια μεριά.

Σε μια τηλεόραση  ένα κορίτσι έχει   βουτήξει σ’  ένα ποτάμι να ξεφύγει απ τους διώκτες του, πιο πέρα κάποιοι τρέχανε στο χορτάρι κυνηγώντας μια μπάλα με εξάγωνα , σε μια άλλη τηλεόραση  μια συναυλία, μια κοπέλα  σκαρφαλωμένη  στους ώμους  κάποιου, ΄΄ Θέλετε κάτι;΄΄ με ρώτησε μια κοπέλα, ΄΄Όχι έτσι κοιτάζω ΄΄    ένα δερμάτινο φορούσε μαύρο,  μια μπλούζα  σε χρώμα πορφυρό από κάτω,  πρόσωπο καθαρό ΄΄   ήταν  τόσο όμορφη θέμου, τα  μάτια της  κοίταζαν βαθιά μες τα δικά μου,  το χρειαζόμουν απελπισμένα  εκείνο το βλέμμα έτσι όπως ήμουνα , ήθελα να χαθώ μέσα του αν γίνονταν!

 Μια συσκευή ήθελε να επιστρέψει η φίλη μου, περιμέναμε σε κάτι πάγκους μπροστά, ένας τύπος με πράσινα μάτια λίγο φαλακρός, ήσυχος, μας εξυπηρετούσε, μεσημέρι ήταν, λίγο χαλαροί έμοιαζαν όλοι,  ΄΄Με πυρετό είμαι…΄΄ μας είπε,  ΄΄… αλλά είκοσι χρόνια τώρα  δεν έχω λείψει ούτε μια μέρα απ τη δουλειά,το πιστεύεις,  να φανταστείς ότι ο πατέρας μου που δούλευε στην Αλλατίνη του Μάνου , στους φούρνους για τα τούβλα, δεν είχε λείψει  ποτέ, ποτέ σου λέω ,  εκτός από τη  μέρα που  αρραβωνιάστηκε!
  
 Όταν ήθελε ν’  ανοίξει δικιά του δουλειά  ο Μάνος του είπε: ΄΄Έλα δω ρε, δε θα φύγεις έτσι ,  θα σ’  απολύσω για να πάρεις την αποζημίωση σου! ΄΄. Αργότερα όταν  χρειάστηκε λεφτά για την επιχειρηση του , μπήκε λασπωμένος όπως ήταν  από κάτι μπετά   στο γραφείο του Μάνου, ένα περίεργο μέρος ήταν εκείνο, ένα τόξο αφρικάνικο  κρέμονταν στον τοίχο, μια σόμπα πορσελάνινη έκαιγε, δεν είχε ξαναδεί τέτοιο πράγμα, όλο σχέδια γυαλιστερά  σαν έπιπλο έμοιαζε, κι ένα άλλο του έκανε εντύπωση, η πολυθρόνα όπου κάθονταν ο Μάνος έμοιαζε με θρόνο δεσποτικό, στα μπράτσα της υπήρχαν δυο γρύπες σκαλιστοί, του ενός το ράμφος ήτανε σπασμένο, τα φτερά τους ξεχώριζαν, ανάγλυφα, σκαλισμένα στο ξύλο,  τα νύχια τους γράπωναν κάτι στρογγυλό, αλλόκοτο ήταν εκείνο το κάθισμα από καφετί ξύλο λουστραρισμένο.

Ο τύπος με τον πυρετό  συνέχισε την ιστορία του ΄΄ Ο Μάνος κάθισε πίσω στη παράξενη πολυθρόνα του,   κοίταξε  τον πατέρα μου μια στιγμή εξεταστικά κι άρχισε να μιλάει ΄΄Άκου  δω πέρα ρε, μ΄ αρέσεις εσύ,  σ΄ έχω προσέξει γαμώτο, μπορείς να πας μπροστά,  θα σου πω δυο πράγματα να τα σφηνώσεις καλά  στο μυαλό σου, ο πιο σύντομος δρόμος είναι ο πιο μακρύς, κατάλαβες, λίγοι το νιώθουν  αυτό, δε μπορείς να φανταστείς  πόσο λίγοι,  να είσαι ταπεινός, να δέχεσαι τα λάθη σου,  όλοι νομίζουν ότι είναι αλάνθαστοι, ότι τα ξέρουν όλα, άστους αυτούς , άμα δε σου βγαίνει κάτι με τη μία μη σκας, διπλασίασε τη προσπάθεια, το θέμα δεν είναι να κερδίζεις με τη μία αλλά ν’  αντέχεις και να συνεχίζεις ακόμα κι όταν όλα φαίνονται να πάνε κατά διαόλου, μη ξεφεύγεις απ’  το στόχο σου, μη μπλέκεις με ξεροκέφαλους,  μη μαλώνεις, μη χάνεις το χρόνο σου μαζί τους, άστους αυτούς, μια φορά, δυο προσπάθησε, ύστερα παράτα τους, στείλτους στον αγύριστο, να βλέπεις τι κάνουν οι άλλοι όχι τι λένε, τα λόγια είναι εύκολα, να έχεις στόχους, κερδίζεις πιο πολλά κυνηγώντας ένα στόχο παρά πετυχαίνοντας τον κατάλαβες ρε!

 Πάντα να προσπαθείς λίγο περισσότερο, λίγο ακόμα, μούχει τύχει χιλιάδες φορές η αποτυχία απ την επιτυχία να κρέμεται από μια κλωστή, άμα τα παρατούσα δε θα έκανα τίποτα, προσπάθησε ακόμα λίγο, όσο αντέχεις, μη βιάζεσαι να τελειώσεις, το ξέρεις ότι όποτε πληρωνόμουν ένιωθα ότι μούδιναν πάρα πολλά, μα τι κάνουν εδώ πέρα έλεγα μέσα μου  εγώ θα τόκανα και χωρίς λεφτά, εδώ μου δίνουν κι αμοιβή, δε χρειάζεται να ξέρουν οι άλλοι πόσο πολύ έχεις κουραστεί, άστους αυτούς στο κόσμο τους, όλο το κόλπο συνοψίζεται σε δυο λέξεις σκληρή δουλειά! Κατάλαβες ρε, με πιάνεις, βάλτα καλά αυτά στο μυαλό σου να φιξαριστούν, να μη ξεκολλούν  με τίποτα !Άμα έχεις μια καταραμένη ερώτηση κάντην να πάρει ο διάολος,  μη τη  κρατάς, κάνε κάτι διαφορετικό απ ότι κάνουν οι άλλοι, σκέψου λίγο αλλιώτικα, όλοι είναι τεμπέληδες, άχρηστοι, βαριούνται να δουλέψουν λίγο το μυαλό τους,  πολλές φορές η φαντασία μετρά πιο πολύ  απ την εξυπνάδα! 

Ο γέρο Μάνος έβγαλε κάτι ξηρούς καρπούς καβουρντισμένους σένα μπολ  κι ένα σφηνάκι πολύ δυνατό, ΄΄ Πρόσεχε ρε είναι γερό πράγμα, μη το πιεις μονορούφι θα σε χτυπήσει, απ τη Φλώρινα μου τόστειλαν, πρώτη φορά τα’  ανοίγω! Τώρα πες μου πόσα θες;

΄΄Ο πατέρας μου ντρέπονταν ΄΄  συνέχισε   ο τύπος στο πολυκατάστημα, γύρω είχαν μαζευτεί κι άλλες κοπέλες,  πωλήτριες τεχνικοί,  μηχανικοί,  κι ακούγανε,   ΄΄΄…ήταν  ένα ποσό μεγάλο,΄΄… ρε πες μου πόσα θες μη σε πάρει ο διάολος! Είπε  τελικά ένα νούμερο,   ο Μάνος πήρε ένα κλειδί απ΄  το συρτάρι του, άνοιξε ένα τεράστιο χρηματοκιβώτιο, ατσάλινο σκαμμένο  στο τοίχο,  έβγαλε κάτι δεσμίδες,΄΄… να πάρτα και σε καλή μεριά, μου τα γυρνάς όταν έχεις, μη νομίζεις ότι θα σε ξεχάσω, θα μου δίνεις αναφορά πως πάει, δεν έχω χάσει ποτέ λεφτά εγώ  όποτε  δάνεισα, κατάλαβες!

  Ο γέρο Μάνος   τούδειξε μια  φωτογραφία  που είχε στο γραφείο , μια ξανθιά μ ένα φουστάνι κοντό  στέκονταν μπροστά σ ένα τοιχάκι με φόντο τη θάλασσα, ΄΄… δε  βρήκα τέτοια ξανά στη ζωή μου , όταν ήταν  στο χειρουργείο είχα αρρωστήσει, έκοβα βόλτες, έκλαιγα σα μικρό παιδί στον αυλόγυρο, υποδιευθύντρια στη Λουφτχάνσα ήτανε, έλυνε κι έδενε εκεί μέσα,   είχαμε πάει  Ολλανδία, Βέλγιο, θυμάμαι μια φωτιά σ ένα δρόμο στις Βρυξέλλες απ’  έξω, ένα βυτίο με χημικά είχε ανατιναχτεί, είχαμε κατατρομάξει, στην Αγγλία,  στο Μπράντφορντ, σ ένα Εγγλέζο αντιπρόσωπο πήγαμε να επισκεφτούμε,  γατόνι μεγάλο, δε πιάνονταν στο εμπόριο,  μας είχε βάλει στην κρεβατοκάμαρα του να κοιμηθούμε,  αυτός κοιμήθηκε στο σπιτάκι που είχε στην αυλή για τους ξένους, μ έκανε ευτυχισμένο εκείνη η γυναίκα , δε το βρίσκεις αυτό κάθε μέρα,  δεν υπήρξε τέτοιο αστέρι !

Κι  άλλα ήθελε να  πει ο τύπος στο πολυκατάστημα,  τον είχε πιάσει παραλήρημα απ το πυρετό ,  η φίλη μου έκανε νόημα να ξεκολλήσω, αυτός έπιανε το μέτωπο του,  ήπιε ένα ποτήρι νερό και βυθίστηκε ξανά μες τα τιμολόγια και στις παραγγελίες, οι άλλοι σκόρπισαν τριγύρω,  ζέστη είχε εκεί μέσα, δεν ήθελα να βγω   έξω καθόμουν ευχαρίστως λίγο ακόμα εκεί με τις εικόνες στις οθόνες που έμοιαζαν σα σινεμά με πολλά έργα,  έκανε κρύο, ένας σκύλος ήταν δεμένος έξω απ τις γυάλινες πόρτες περιμένοντας το αφεντικό του.

 Στα μαγαζιά αγόραζαν ξηρούς καρπούς, τα λεωφορεία έμπαιναν με φόρα σ ένα δρόμο κι έφευγαν  γρήγορα αφήνοντας πίσω τους τα στολισμένα  μαγαζιά που έλαμπαν δεξιά κι αριστερά, κατά τα κάστρα ο πύργος του Τριγωνίου φαίνονταν, στη Κομνηνών ένα φορτηγό ξεφόρτωνε τσιμέντο, μανάβηδες μαζεύανε  πορτοκάλια και σταφύλια χειμωνιάτικα απ τους πάγκους, πιτσιρικάδες μ  ακουστικά που κρέμονταν απ τ’  αυτιά τους, στη Τσιμισκή  μαύροι ανοίγανε σεντόνια κι αδειάζανε  απάνω τους τσάντες με σχέδια απ’  τις πλάτες της ζέβρας,   μια πορεία,  Ματ με στολές χακί ξοπίσω της, δρόμοι μπλοκαρισμένοι, πεζοί δε  μπορούν να περάσουν κάποιος περνά με κόκκινο, ένας ψηλός του χτυπά τη λαμαρίνα του αυτοκινήτου  με τα κλειδιά του,  ΄΄Καλά τούκανες!΄΄  ένας χοντρός φωνάζει!

 Ένα λεωφορείο προσπαθούσε να περάσει από μια πύλη ψηλά στα κάστρα,   είχε σφηνωθεί, στις Συκιές, πάνω απ τη πόλη,  παράγκες και σπίτια παλιά, δέντρα γυμνά, λόφοι πράσινοι στα υψώματα, οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου περνούσαν μέσα απ’  τις πολεμίστρες των τειχών, στο Μέγαρο Μουσικής σκοτείνιαζε, γραμμές φωτεινές αχνοφαίνονταν στο νερό απ τις αντανακλάσεις των αυτοκινήτων που διέσχιζαν τη παραλιακή , φορτηγά  σέρνονταν  στο  περιφερειακό, αεροπλάνα έσχιζαν τον ουρανό χαράζοντας γραμμές πορτοκαλιές που στεφάνωναν τον μαβί και κόκκινο ορίζοντα  κατά τη δύση, όλη η πόλη έμοιαζε να βυθίζεται σ ένα χλωμό βόρειο σέλας.



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...