Παρασκευή 23 Απριλίου 2021

ΑΝΑΣΤΑΣΗ

 

Κλεισμένος  στο διαμέρισμα ώρες πολλές  ένιωθε παράξενα, αισθάνονταν  σα να είχε αποκοπεί από τον έξω κόσμο, δούλευε απ’  το σπίτι πλέον,  δίδασκε από τον υπολογιστή,  δεν πήγαινε καθόλου στα σπίτια,  καθόταν μέσα συνέχεια,  μέσα στην απόλυτη ησυχία ξεχνιόταν πολλές φορές κι αναπηδούσε άμα  άκουγε κανένα τρίξιμο ή κανέναν ήχο ανεπαίσθητο,  τα πρωινά  ακουγόταν σαν κάποιος να  γρατζουνούσε την πόρτα, δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε ώσπου   τελικά ανακάλυψε ότι ήταν η γάτα που ερχόταν  από το πάνω διαμέρισμα,  ξέφευγε όλη την ώρα κι ερχόταν μπροστά στο χαλάκι του να  ξύσει τα νύχια της,  μια φορά που άνοιξε την βρήκε να τον κοιτά μέσα στα μάτια κι ύστερα να χάνεται στις σκάλες.

Καλά οι γυναίκες του διαμερίσματος που βρισκόταν  από πάνω όλο προβλήματα δημιουργούσαν, μια φορά είχαν ξεχάσει ανοιχτή τη βρύση απ’ το μπάνιο τους,  το νερό είχε περάσει στο δικό του  σπίτι κι όταν μπήκε μέσα τσαλαβουτούσε στα πλημυρισμένα δωμάτια.  Ήταν εντελώς προβληματικές οι τύπισσες,   ξαδέρφες πρέπει να ήταν απ’ ότι είχε μάθει κι έμεναν μαζί,  πολλές φορές ερχόταν κι έμενε μαζί τους ένας ανιψιός τους μουσάτος πολύ ύποπτο μούτρο,  λέγανε ότι ψαχούλευε τις πόρτες και μια φορά είχε κλέψει ένα ποδήλατο από το υπόγειο,  κουβαλούσε μαζί του κάτι φίλους του  με τατουάζ που δεν φαινόταν και τα καλύτερα παιδιά. Αυτός  λοιπόν άμα θύμωνε,  κι αυτό μπορούσε να συμβεί οποιαδήποτε ώρα της μέρας ή της νύχτας- κυρίως της νύχτας- έβριζε και διαολόστελνε  ότι μπορούσες να φανταστείς αναστατώνοντας όλη την πολυκατοικία. 

Το χειρότερο ήταν όταν  άρχιζε να φωνάζει τη νύχτα,  την ώρα που εκείνος έπεφτε να κοιμηθεί και του χαλούσε τον ύπνο,  του ερχόταν να πάει πάνω και ν’  αρχίσει να  κλωτσάει  την πόρτα τους . Μια φορά τα είχε πάρει τόσο άσχημα που είχε καλέσει την αστυνομία και  τότε ο μουσάτος  άρχισε να φέρεται  σαν  παναγία. « Όχι, παρακαλώ, έχετε δίκιο, δε  θα ξανασυμβεί»   σα να μην ήταν εκείνος,  μα τι ηθοποιός ρε φίλε ! Την επομένη  τον είχε πετύχει  στην είσοδο κι ο άλλος δοκίμασε να του μιλήσει σα να μην έτρεχε τίποτα, σα να μην είχε ξεσηκώσει το σύμπαν  το προηγούμενο   βράδυ, «Όχι ρε μεγάλε, δεν είμαστε τόσο ηλίθιοι!» σκέφτηκε από μέσα του γνέφοντας  ένα γεια στεγνό και σπεύδοντας να φύγει  από δίπλα του.

Δεν του μίλησε  όμως τον πρόσεξε,  πρώτη φορά τον έβλεπε από κοντά,  μόνο τη φωνή του ήξερε τόσον καιρό σα να ήταν κανένα φάντασμα. Ο τύπος ήταν μελαχρινός,  με γενειάδα και κάτι μάτια διαπεραστικά, φτυστός -αν εξαιρούσες  τα ράσα-  ο παπάς που είχαν κάποτε στο χωριό, ένας άγριος τύπος που τους τρόμαζε τότε που ήταν παιδιά  σαν ξεκινούσε κάτι ατελείωτα  κηρύγματα για τους εβραίους που καταδίκασαν το Χριστό.  Ο παπάς εκείνος   είχε μια γενειάδα μακριά κι όλο καυγάδες έστηνε μ’  όποιον έβρισκε  γι  αυτό κι ο πατέρας του δεν τον χώνευε,  «Τι θες και πηγαίνεις στην  εκκλησία!» του έλεγε όλη την ώρα. Κάτι θα ήξερε σίγουρα ο πατέρας του,  ακουγόταν ότι ο παπάς  ήταν αντάρτης στον εμφύλιο, στα βουνά της Δράμας   δίπλα σ’ έναν καπετάνιο πόντιο,  τον Αντόν Τσαούς,  ξακουστό κάποτε.  Ποιος ξέρει  τι είχε κάνει στα νιάτα του ο παπάς, σίγουρα θα είχε πάρει μέρος σε μάχες, μπορεί να είχε κλέψει και σπίτια, μπορεί να είχε πειράξει και κορίτσια τότε που είχε τα όπλα και κανείς δε μπορούσε να του πάει κόντρα, μπορεί να είχε σκοτώσει κιόλας.

 Ήταν πολύ άγριος,  άμα  στράβωνε τον φοβόσουν, μέσα στο ιερό είχε και κάτι βιβλία για τους αντάρτες και καθόταν και τα διάβαζε,  μια φορά  δοκίμασε κι αυτός να τα διαβάσει και του είχαν κάνει μεγάλη εντύπωση,  πρώτη φορά διάβαζε τέτοια πράγματα,  δεν είχε ιδέα ότι είχαν συμβεί,  δεν  τα είχε ακούσει από πουθενά,  μιλούσαν για κάποιον  αξιωματικό που είχαν σκοτώσει  στα βουνά όταν πήγε να παραδοθεί σε μια αντίπαλη ομάδα,  τον είχαν φάει μπαμπέσικα. Το παράξενο ήταν ότι ενώ ο παπάς όλη την ώρα  του φώναζε ότι δεν είχε βάλει σωστά τα καρβουνάκια, το θυμίαμα κι άλλα τέτοια μικροπράγματα ασήμαντα,  όταν τον έβλεπε να διαβάζει εκείνα τα βιβλία δεν έλεγε τίποτα σα να τον παρότρυνε να τα βλέπει και να μαθαίνει για ότι είχε συμβεί στον εμφύλιο.

Ίδιος κι απαράλλαχτος ήταν ο καβγατζής του από πάνω διαμερίσματος με τον παπά του χωριού του σα να ήταν συγγενείς ένα πράγμα,  σα να είχε μεταφερθεί  στο χρόνο, τώρα που το σκεφτόταν   κι η φωνή του ακόμα ήταν ίδια, άγρια και βραχνή, του θύμιζε κάτι πασχαλιές που έπρεπε να σηκωθεί τη νύχτα για να πάει στην εκκλησία για αν βρει τα’  άλλα παιδιά και τον παπά στο ιερό,  δεν μπορούσε  να καταλάβει γιατί η εκκλησία άνοιγε  μες τα μαύρα μεσάνυχτα όταν όλος ο κόσμος κοιμόταν,  έπρεπε να ξυπνά μέσα τη νύχτα κι αυτό ήταν πολύ ενοχλητικό κι εκείνα τα πυροτεχνήματα που έσκαγαν δίπλα στ’ αυτιά του τον κατατρόμαζαν.  Ύστερα έπρεπε να καθίσει στα σκοτεινά  και να περιμένει να κοινωνήσει ενώ όλοι έφευγαν και πήγαιναν να χλαπακιάσουν.   

Ήθελε κι εκείνος  να την κοπανήσει όμως η μάνα του που στεκόταν από δίπλα  ήταν πολύ αυστηρή μ’ αυτά,  φανατική μπορούσες να πεις, ταλιμπάν,  δεν σήκωνε αντίρρηση όμως όλη εκείνη η ταλαιπωρία είχε και μια αξία, σε μάθαινε να περιμένεις και να κάνεις υπομονή, το ζούσες . Μετά από χρόνια όταν παρακολούθησε μια ανάσταση στην πόλη έπαθε πλάκα,  δεν υπήρχε κόσμος,  δεν υπήρχε ατμόσφαιρα,  όλα του φαινόταν ψεύτικα,  πόσο είχαν αλλάξει όλα μέσα σ’  αυτά τα χρόνια και δεν το έχε καταλάβει,  μέσα σε δυο - τρεις δεκαετίες είχαν διαλυθεί όλα,  το ένιωθες στον αέρα,  ο κόσμος δεν τα πίστευε πια,  απλά πήγαινε εκεί  πέρα από συνήθεια.

Του άρεσαν πάντα οι εκκλησίες ήταν ένα μέρος γεμάτο πνευματικότητα, με  τις αγιογραφίες, τους θόλους και τις ψαλμωδίες ένιωθε ότι βρισκόταν σ’ ένα περιβάλλον πολύ οικείο. Πολλές φορές ανέβαινε στο αναλόγιο και διάβαζε κάτι κείμενα που του έβαζε ο ψάλτης μπροστά του όμως ήταν τόσο νευρικός που όλη την ώρα κουνιόταν ώσπου  ο ψάλτης τον έπιανε από τους ώμους και τον σταθεροποιούσε,  από τότε ήταν ανήσυχος. Αυτά βέβαια τότε που ήταν παιδί, σχεδόν τα είχε ξεχάσει και να τώρα εκείνος ο τύπος με τα μούσια του τα θύμιζε πάλι. Άμα μπορούσε θα τον ρωτούσε τον τύπο «Ρε φίλε, μήπως έχει κανένα συγγενή παπά;».  Αν λογάριαζες την ηλικία του η μόνη πιθανότητα να  είχε κάποια σχέση θα ήταν  να τον είχε παππού εκείνον τον ανταρτόπαπα, ήταν τόσο μεγάλη η περιέργεια του που θα έσκαγε,  την επόμενη φορά που θα τον συναντούσε θα τον ρωτούσε σίγουρα.

 Ένα πρωί που γυρνούσε από την πρωινή βόλτα τον πέτυχε στην είσοδο και τον ρώτησε αμέσως «Μήπως είχες κανέναν παππού που ήταν παπάς;» κι εκείνος τι νομίζεις ότι απάντησε; «Φυσικά! Τον  παππού μου τον  Γιώργη τον  Τσιαμαντά !» ρε φίλε ήταν σίγουρος «Το ξέρεις ότι είσαι ο ίδιος φτυστός»  του είπε και δεν πίστευε  ότι του μιλούσε με τόση εγκαρδιότητα «Το ξέρεις ότι ο παππούς σου ήταν στο χωριό μου και μεγάλωσα μαζί του» ο άλλος φάνηκε σα να κολακεύεται. « Για κάποιον λόγο νόμιζα ότι με αντιπαθείτε» του είπε «Έλα τώρα ρε φίλε,  σιγά».  

 «Άκου να δεις τώρα,  πως τα φέρνει  η ζωή »  σκεφτόταν καθώς έβαζε σ’ ένα μαθητή μια άσκηση και περίμενε εκεί πέρα το παιδί να τελειώσει, «Κύριε τι σημαίνει αυτή η λέξη;» ρωτούσε ο μικρός κι αυτός του απαντούσε κοιτάζοντας  πίσω απ’  την πολυκατοικία,  εκεί  είχε ένα μέρος με παλιά σπιτάκια,  αυλές και δέντρα  που  γέμιζε τέτοια εποχή από μαυροπούλια, δεκαοχτούρες, κοκκινολαίμηδες, σπίνους   και κάτι άλλα μικρά πουλιά που ερχόταν μέχρι κοντά στο μπαλκόνι του. Καθώς η άνοιξη προχωρούσε τα δέντρα που άγγιζαν  την πολυκατοικία του   γέμιζαν με φύλλα  κι αυτά τα  πουλιά, τα μικρούτσικα, ερχόταν μέχρι κοντά στο τζάμι, σα να έψαχναν κάτι μέσα στις  φυλλωσιές μάλλον μυγάκια που γέμιζαν τα δέντρα τέτοια εποχή. Καθόταν πίσω από το τζάμι και τα παρατηρούσε,  είχαν  αντέξει όλα τα κρύα του χειμώνα, τις  βροχές, τα χιόνια,  τις  παγωνιές, αηδόνια μάλλον θα ήτανε, αυτά είναι κάπως έτσι μικρόσωμα,  όμως δεν κελαηδούσαν,  ίσως περίμεναν  λίγο μέχρι να ζεστάνει ο καιρός για τα καλά και να μυρίσει καλοκαίρι.

Κάθε χρόνο τέτοια εποχή εμφανίζονταν  τα πουλάκια που φτεροκοπούσαν ανάμεσα στις φυλλωσιές  κι ήταν ίδια μ’ εκείνα που χάζευε μικρός από το παράθυρο της  εκκλησίας κάθε Πάσχα,   όταν  βαριόταν ακούγοντας τον παπά να καταριέται τους άπιστους.  Παρακολουθούσε τα πουλιά έξω απ’ το μπαλκόνι να πετούν σα να έψαχναν κάτι αόρατο μέσα στα φύλλα και σκεφτόταν τον παπά και την εκκλησία κάτι πασχαλιές πολύ παλιές, τότε που  ακολουθούσε τον επιτάφιο καθώς περνούσε   μέσα από τα στενά όπου οι γυναίκες άναβαν κεριά και θυμιατά…

Από τότε που μίλησαν στην είσοδο ο άλλος  με τα μούσια άλλαξε εντελώς στάση κι ούτε ακούγονταν πια να κάνει φασαρία σα να ήθελε να εξιλεωθεί,  ακόμα κι η γάτα του δεν  ερχόταν έξω απ’  το χαλάκι να ξύσει τα νύχια της. Το βράδυ  της ανάστασης  έπεσε νωρίς  για ύπνο,  όπως το συνήθιζε,  είδε λίγο την εκκλησία και κάτι άλλα κανάλια όπου γλεντούσαν πάνω στα τραπέζια κι ύστερα αποκοιμήθηκε.  Τα μεσάνυχτα τον ξύπνησαν τα μπουμπουνητά κι οι πυροβολισμοί, βγήκε στο μπαλκόνι και είδε τα πουλιά που κοιμόταν κι εκείνα, να φτεροκοπούν τρομαγμένα και να γεμίζουν το ουρανό σ’  όλες τις κατευθύνσεις.  Εκτός από τις λάμψεις και  τις σπίθες που πλημύριζαν το στερέωμα,  μπορούσες να δεις καπνούς από τα πυροτεχνήματα που έσκαγαν όλη την ώρα με κρότο. 

Οι καπνοί αραίωναν στο φύσημα του αέρα όμως   σε μια μεριά εξακολουθούσαν να είναι πυκνοί, γύρισε κατά κει  και είδε ότι έρχονταν από το διαμέρισμα του μουσάτου, βγήκε γρήγορα στον διάδρομο και είδε ότι κι εκεί υπήρχε καπνός,  ανέβηκε πάνω και κατάλαβε  ότι προέρχονταν από την  πόρτα του άνω διαμερίσματος,  φώναξε κι από μέσα  ακούστηκε μια φωνή σιγανή.  Έτρεξε πίσω στο σπίτι,  πήρε τον πυροσβεστήρα που είχε,  κλώτσησε δυο φορές την πόρτα και μπήκε μέσα εκεί βρήκε τον μουσάτο  ξαπλωμένο στο πάτωμα σα να είχε πιει ή να είχε μεθύσει από κάτι,  πιο μέσα  κάτι  φλόγες σιγόκαιγαν που τις έσβησε  με μια ριπή, άφησε τον πυροσβεστήρα και τον  έβγαλε έξω «Είναι κανείς μέσα;» τον ρώτησε «Όχι, οι θείες μου  έχουν φύγει» είπε ο άλλος ξεψυχισμένα  «Άνοιξε όλες τις πόρτες  και τα παράθυρα να  φύγει ο καπνός, μη φωνάξεις την αστυνομία.» «Είσαι σίγουρος;» «Ναι,  σ’ ευχαριστώ» απάντησε ο εγγονός του αντάρτη και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. 

Ήθελε να τον ρωτήσει πως στο δαίμονα είχε βάλει φωτιά, και τι έκανε εκεί πέρα,  και τι ρόλο βαρούσε, κι άλλα πράγματα για τον παππού του και την ιστορία τους όμως σκέφτηκε ότι η ώρα δεν ήταν η καλύτερη.  Γύρισε στο διαμέρισμα του κι άναψε ένα τσιγάρο στο μπαλκόνι κοιτάζοντας τον ουρανό που παρέμενε φωτεινός από τις κροτίδες και τους πυροβολισμούς , η φασαρία δεν έλεγε να τελειώσει  σαν ο κόσμος  να ήθελε να ξεσπάσει από κάτι, όλο αυτό ήταν  πολύ ωραίο και σε αντίθεση με τότε που ήταν μικρός και τα φοβόταν τώρα του άρεσαν εκείνα τα πυροτεχνήματα τα λαμπερά,  ένα απ’  αυτά μάλιστα υψώθηκε πάνω απ’ όλα κι αφού διέγραψε  μια τροχιά κάθετη, σα να ήθελε να φτάσει στην κορφή του στερεώματος, έσκασε εκεί πάνω μεγαλόπρεπα σκορπίζοντας εκατομμύρια σπίθες.  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...