Πέμπτη 16 Δεκεμβρίου 2021

ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΙΤΙΕΣ

 

Στη Σκύρο φυσούσε πολύ δυνατός αέρας,  το μελτέμι του Αυγούστου  που πιάνει από τα βόρεια  και χαλά τον κόσμο,  έπρεπε να βρουν ένα λιμάνι ν’  αράξουν τα σκάφη τους  αλλά ήταν πολύ δύσκολο να προσεγγίσουν,  τότε ένας ψαράς που είχε δέσει τους φώναξε  να πάνε στη νότια πλευρά,   σ’  ένα λιμανάκι με τρεις βράχους στην είσοδο του,  «εκεί πέρα  δε φυσά » τους είπε «γιατί  ο αέρας που έρχεται από τη στεριά είναι μαλακός»,  εκεί θα μπορούσαν να σταματήσουν με την ησυχία τους . Και όντως,  εκείνο το λιμανάκι που βρήκαν περιπλέοντας το νησί  ήταν σα φωτογραφία από περιοδικό ,  δεν υπήρχε ο παραμικρός κυματισμός ,  έδεσαν εύκολα κι όταν βούτηξαν στα καθαρά νερά  δεν μπορούσαν να το πιστέψουν,  υπήρχαν εκεί πέρα χιλιάδες ψάρια μικρά και μεγάλα όλων των ειδών κι όλων των χρωμάτων,  είχαν βρει κι εκείνα καταφύγιο εκεί πέρα,  έβγαλαν γρήγορα τις πετονιές και δεν προλάβαιναν να βγάζουν και να ψήνουν, είχαν περάσει υπέροχα εκείνη τη μέρα .

Από τότε που είχε σταματήσει τη δουλειά περνούσε πολύ ώρα με το σκάφος του, ένα εγγλέζικο από τα καλύτερα που μπορούσες να βρεις,  το είχε χρυσοπληρώσει όμως τα έβγαζε τα λεφτά του. Ένας γνωστός του είχε προτείνει να πάρει  ιστιοφόρο   όμως εκείνος δεν ήθελε  σκάφος με πανιά,  ήταν σκέτος μπελάς  κι ο μόνος λόγος  που τα αγόραζαν ήταν   για να κάνουν οικονομία   επειδή δε χρησιμοποιούσαν τις μηχανές και δεν ξόδευαν πετρέλαιο . Στο ιστιοφόρο  όμως πρέπει   να έχεις το νου σου όλη την ώρα,  παντού πάνω στο κατάστρωμα υπάρχουν  σκοινιά και μπορεί  να γλιστρήσεις ή να σε χτυπήσουν καθώς ανεβοκατεβαίνουν,  και να σε σακατέψουν, πρέπει  να φοράς ειδικά παπούτσια, σκληρά, είναι μπελάς μεγάλος  ενώ με το μηχανοκίνητο ένιωθε  άρχοντας καθόταν εκεί στο fly bridge  με τον ναυτικό χάρτη  κι ήταν σα να ονειρεύονταν .

 Όταν το είχε αγοράσει το παρέλαβε μαζί  μ’ έναν γέρο  καπετάνιο, είχαν  ταξιδέψει μαζί μέχρι τη Σαλονίκη για  να το μάθει.  Ξεκίνησαν  από τη Ραφήνα και πέρασαν από τον Ευβοϊκό γιατί ανοιχτά από το  Καβοντόρο ήταν ζόρικα. Στον κόλπο του Ευβοϊκού συνέβαινε το εξής,  το νότιο τμήμα ήταν φουρτουνιασμένο γιατί οι αέρηδες  από τα  βουνά περνούσαν  το φρύδι των ορέων και ξεσπούσαν εκεί πέρα μανιασμένοι,  ενώ το βόρειο τμήμα ήταν προφυλαγμένο κι έμοιαζε με λίμνη . Ταξίδευαν νύχτα  έχοντας για σημάδια ένα φωτάκι κόκκινο από τη μια μεριά που ήταν ο φάρος, κι ένα άλλο πράσινο από τη μεριά  του πελάγου  όμως  όπως αρμένιζαν άκουσαν ένα ήχο σα γδούπο κι έτρεξαν στην πλώρη να δουν τι συμβαίνει,  είχαν βγει στα αβαθή γιατί ένας ηλίθιος είχε εκεί πέρα ένα μπαράκι  με φώς  που έμοιαζε με φάρο,  εξαιτίας του είχαν εξοκείλει  ένα σωρό καράβια  ενώ το λιμενικό ήταν στον κόσμο του και δεν έκανε τίποτα.  Ευτυχώς οι προπέλες δεν είχαν πάθει ζημιά και συνέχισαν κανονικά, παρά το λάθος του ο γέρο καπετάνιος ήξερε ένα σωρό πράγματα και του έδειχνε όλη την ώρα  τι να προσέχει καθώς στέκονταν στη γέφυρα διασχίζοντας τον θαλάσσιο χώρο πάνω από τις Σποράδες. Ύστερα από κείνο το ταξίδι ένιωθε ότι μπορούσε να τα καταφέρει πια,  βέβαια για να πάρει την άδεια είχε παρακολουθήσει  κάτι μαθήματα για το πώς να διαβάζει  ναυτικούς χάρτες,   πως να βρίσκει τον προσανατολισμό του,  πως να καταλαβαίνει τις αλλαγές του καιρού,   αλλά τα πιο πολλά τα είχε μάθει στη διάρκεια των ταξιδιών του… 

Κάθε χρόνο, εκεί γύρω στα τέλη το Ιουνίου, γέμιζε το καράβι  με εφόδια,  έπαιρνε την οικογένεια του  και μαζί μ’ ένα φίλο  που είχε κι εκείνος ένα ωραίο  πλοίο,  αλώνιζαν το Αιγαίο. Η γυναίκα του που είχε καλλιτεχνική φύση, πρότεινε ένα όνομα που του άρεσε, ΑΝΕΜΟΣ ΣΤΙΣ ΙΤΙΕΣ,  όλοι όσοι το έβλεπαν γραμμένο  στα  πλαϊνά  του σκάφους  αναρωτιούνταν πως είχε σκεφτεί τέτοια παράξενη ονομασία.  Με τον καιρό είχε γίνει πολύ καλός κι έμαθε πως  να προσεγγίζει τις ακτές και τα λιμάνια, γύριζε το σκάφος με την  όπισθεν,  το έφερνε ακριβώς στην απόσταση που ήθελε,  και  τότε με μια μανούβρα πήγαινε  στο σημεία ακριβώς που χρειάζονταν,  πετούσε στη στεριά το σκοινί και βουτούσε για να το δέσει σε κάποιο δέντρο ή σε κάποιο γάντζο που ήταν φυτεμένος στο τσιμέντο. Μια χρονιά που είχε πάει στη Σκιάθο  ένας λιμενικός τον είχε πάρει μάτι και του είπε να μην πλησιάσει γιατί δεν υπήρχε μέρος  στο λιμάνι,   ήταν  γεμάτο από βάρκες και πλοία,  εκείνος όμως είδε ένα κενό και τράβηξε κατά κει,  ο λιμενικός που ήταν φιλότιμος έτρεξε να τον βοηθήσει,  τον είδε να κάνει τη μανούβρα που ήξερε και να το χώνει ακριβώς στο κενό που υπήρχε  «ρε φίλε σε παραδέχομαι! του φώναξε. 

Μια άλλη φορά, εκεί κοντά  στα μέσα  του Αυγούστου,  όπως  περνούσε από την Πάτμο στην Αμοργό   έπιασε ένα μελτέμι τόσο δυνατό που το σκάφος δεν προχωρούσε καθόλου. Η  απόσταση δεν ήταν πολύ μεγάλη όμως είχε κάνει το λάθος να πλέει κάπου 500 μέτρα από τη στεριά,  τα κύματα  πού έρχονταν από κει ταρακουνούσαν το σκάφος ενώ  την ίδια ώρα ο  βορειανατολικός άνεμος τον χτυπούσε από την άλλη σηκώνοντας το πλοιάριο  στον αέρα σα να ήταν παιδική  βαρκούλα,  ήταν μια δύσκολη στιγμή.  Καθώς βρίσκονταν στ’  ανοιχτά και  τα κύματα έφταναν μέχρι τα  γένια του,   δεν μπορούσε να γυρίσει πίσω κι  όλη την ώρα σκεφτόταν  τα μικρά παιδιά του που δεν καταλάβαιναν τι συμβαίνει κάτω στην καμπίνα  ενώ η γυναίκα του που  αντιλαμβάνονταν τον κίνδυνο  είχε τρομάξει άσχημα. Για μια στιγμή τα  ‘χασε όμως μετά ηρέμησε και κατάλαβε τι έπρεπε να κάνει. Το κόλπο ήταν να πλοηγείς απέναντι στα κύματα σε γωνία 45 μοιρών,  όταν σε χτυπούν από αυτή τη γωνία  δεν έχουν δύναμη κι έτσι μπορείς να χαράξεις μια πορεία σταθερή.  Αυτό ακριβώς είχε πει κάποτε σ’ ένα φίλο του Φλωρινιώτη, γιδοβοσκό,  στη Βουρβουρού που ξανοίχτηκε για να περάσει απέναντι αλλά ήταν τόσο άσχετος που πήγε κατευθείαν πάνω στο μπουρίνι. Είχε γυρίσει πίσω αλλά ήθελε  οπωσδήποτε να  δοκιμάσει ξανά κι αυτός του είχε εξηγήσει  το κόλπο με τη γωνία των 45 μοιρών που μάλιστα πρέπει να την αλλάζεις κάθε φορά ανάλογα με την πορεία του ανέμου και αν κινείσαι  σε μια πορεία κάπως ελικοειδή.   Τελικά είχε πέρασε αντίκρυ ο Φλωρινιώτης και του τηλεφώνησε για να του πει  «μ’  έσωσες,  έκανα όπως μου είπες και βγήκα  !» . Ήξερε λοιπόν ότι κι αυτή τη φορά έπρεπε  να κάνει κάτι παρόμοιο,  παρακολούθησε λίγο την κατεύθυνση των κυμάτων ,  έβαλε το καράβι σε ανάλογη ρότα και σιγά - σιγά πλησίασε  την Αμοργό.   Παρόλο που φυσούσε,   ο ήλιος ήταν τόσο δυνατός που έκαιγε το σώμα του,   έβαλε ένα φανελάκι και το καπέλο του και λίγο –λίγο   κατάφερε να βγει σe μια ακτή με λίγη άμμο κάπου κοντά  στο μοναστήρι.   Από τότε πρόσεχε πολύ προτού ανοιχτεί ακόμα κι όταν ο καιρός φαινόταν καλός.

Ήταν ωραία εκείνα τα χρόνια,   ήταν ακόμα πολύ νέος όμως δουλεύοντας ώρες ατελείωτες είχε καταφέρει να μαζέψει κάμποσα χρήματα και τότε αποφάσισε ότι  ήθελε να κάνει κάτι άλλο ή μάλλον να μην κάνει τίποτα.  Οι δουλειές είχαν αρχίσει να φθίνουν  καθώς η αγορά γέμιζε από κινέζικα κι εκείνος έφυγε την ώρα που έπρεπε. Τον πρώτο χρόνο η αίσθηση ήταν υπέροχη,  μετά από μια δεκαπενταετία που έτρεχε σαν τρελός  ήταν ευτυχία να μην έχει να σηκωθεί κάθε πρωί για να τρέξει να βρει  αντιπροσώπους σε όλη την Ελλάδα,  από τα Γιάννενα μέχρι την Κρήτη. Ά,  ήταν φοβερή εκείνη η χρονιά που γύρισε όλα  τα νησιά  και είδε ένα σωρό καινούρια μέρη,  εκτός από το ιστιοπλοϊκό είχε μανία και με το φαγητό,  σε κάθε λιμάνι ζητούσε να μάθει που βρισκόταν το καλύτερο εστιατόριο,  στην Άνδρο που είχαν  καθίσει να φάνε   ζήτησε μια καρμπονάρα κι όταν του την έφεραν ένιωσε ότι κάτι έλειπε, ήρθε ο σεφ και του είπε  «περίμενε», πήρε ένα αυγό από την κουζίνα,  το έσπασε μπροστά του,   το έριξε μέσα στα καυτά μακαρόνια και ανακάτεψε τα ζυμαρικά  με μια ξύλινη κουτάλα , το αυγό  ψήθηκε αμέσως και η μακαρονάδα πήρε την γεύση που έπρεπε «τώρα μάλιστα!»  φώναξε αυτός  μόλις έβαλε μια πιρουνιά  στο στόμα του.

Ήταν φοβερή  η πρώτη χρόνια που δεν δούλευε,  το ίδιο και η δεύτερη αλλά την τρίτη άρχισε να βγάζει αφρούς,  δεν μπορούσε να μη δουλεύει και να κάθεται αργόσχολος,  ήταν τόσο νέος ακόμα,  έτσι ξεκίνησε πάλι μια καινούρια επιχείρηση  που την έστησε από την  αρχή και τα είδε όλα μέχρι να τη στρώσει . Κάποια στιγμή τα παιδιά του μεγάλωσαν  κι είχαν αναλάβει εκείνα όλα τα πόστα οπότε είχε πλέον χρόνο ελεύθερο. Για ένα μεγάλο διάστημα δεν χρησιμοποιούσε το  ιστιοπλοϊκό που  το είχε τυλιγμένο σε νάιλον στην αποθήκη. Λόγω της καινούριας του δουλειάς ήταν απασχολημένος τα καλοκαίρια περισσότερο,  μόνο  το χειμώνα, μερικές φορές, έπαιρνε το καράβι κι έκανε  βόλτες γύρω απ το λιμάνι της Θεσσαλονίκης,  είχε ανακαλύψει έναν  ψαρότοπο  σ’ ένα σημείο πάνω από κάποιο ναυάγιο πολύ παλιό,  εκεί πάντα έβγαζε πολύ πράμα,  τότε δεν υπήρχαν  πολλοί  ψαράδες και τα ψάρια πλησίαζαν τις ακτές ενώ το καλοκαίρι που η θερμοκρασία του νερού ανέβαινε έφευγαν κατά τα βαθιά…

Μια μέρα ξύπνησε πολύ πρωί  και πήγε στην προβλήτα όπου είχε δεμένο το καράβι.  Ανέβηκε κι έβαλε μπρος τις μηχανές που τις συντηρούσε τόσον καιρό χρόνια πληρώνοντας ένα κάρο λεφτά στους μηχανικούς,  μόλις έπιασε το τιμόνι ένιωσε εκείνο το συναίσθημα που αισθάνεσαι όταν βρίσκεσαι στη θάλασσα και νομίζεις  ότι μπορείς ταξιδέψεις σ’ όποια κατεύθυνση θέλεις,  ά,  του είχε λείψει πολύ αυτό ! Ανοίχτηκε μαλακά και διαπίστωσε ότι το σκάφος δεν είχε χάσει καθόλου την ικανότητα του να γλιστρά στα νερά,  ήταν άνοιξη κι ο καιρός είχε αρχίσει να φτιάχνει οπότε προχώρησε  μέχρι τη μέση του κόλπου,  εκεί που  ήξερε ότι βρισκόταν το ναυάγιο.  Από το σπίτι του που ήταν  ψηλά σε μια πολυκατοικία,  το χάζευε πάντα εκείνο  το σημείο,  έβλεπε κάτι βάρκες πάντα να βρίσκονται  εκεί, ήταν κάτι ψαράδες από την απέναντι ακτή που είχαν ανακαλύψει τον ψαρότοπο.

Καθώς ήταν μεσημέρι με  θερμοκρασία ασυνήθιστα υψηλή, γύρω δεν υπήρχε κανείς ούτε οι βάρκες των ψαράδων που τις έβλεπε μόνιμα αραγμένες εκεί πέρα.  Ένιωσε την ανάγκη να βουτήξει στο νερό,   έβγαλε τα ρούχα,  φόρεσε το μαγιό του κι έπεσε απαλά  στη  θάλασσα να δει τι υπήρχε από κάτω.  Το ναυάγιο φαίνονταν  πολύ καθαρά,  πρέπει να βρίσκονταν εκεί καμιά πενηνταριά χρόνια,  είχε ακούσει  την ιστορία,  ήταν  λέει ένα ρώσικο εμπορικό που είχε πάθει μια ζημιά,  είχαν πάρει φωτιά οι μηχανές του και δεν μπόρεσαν να  το σώσουν, έτσι  βυθίστηκε και τα ψάρια είχαν βρει καταφύγιο στις κάμαρες και στα αμπάρια του.  Για κάποιον λόγο το νερό ήταν εξαιρετικά διαυγές,  τόσο καθαρό που μπορούσες να δεις γύρω σε μεγάλη απόσταση. Μικρούτσικα  ψάρια με  χρώματα περίεργα  έκοβαν βόλτες ανάμεσα στις λαμαρίνες κοιτάζοντας τον, οι ακτίνες του ήλιου που κύρτωναν πάνω στην υγρή επιφάνεια δημιουργούσαν  άπειρα σχέδια πάνω στη άμμο του βυθού ενώ  τα πρασινοκίτρινα  φύκια άπλωναν αργά τα πλοκάμια τους,   στη διάρκεια του ενός λεπτού  που έμεινε κάτω από την επιφάνεια έκανε τη σκέψη ότι κάπως έτσι πρέπει να έμοιαζε ο παράδεισος.

 Καθώς τελείωνε ο αέρας από τα πνευμόνια του αναδύθηκε σιγά -σιγά βγάζοντας μπουρμπουλήθρες από το στόμα,  όταν έβγαλε το κεφάλι του  είδε  μια μελαχρινή γυναίκα με πολύ μακριά μαλλιά να στέκεται πάνω στο νερό σα να πατούσε πάνω σε μια στέρεη βάση,  δεν μπορούσε να διακρίνει καλά τα χαρακτηριστικά της γιατί ο  ήλιος βρίσκονταν ακριβώς πίσω της και τον θάμπωνε,  ήταν σίγουρος  ότι  κάπου την είχε δει εκείνη τη γυναίκα αλαλ δεν μπορούσε να θυμηθεί που,  ασυναίσθητα έκλεισε τα μάτια για ένα δευτερόλεπτο κι όταν τα άνοιξε  δεν υπήρχε τίποτα μονάχα ο ήλιος που τον χτυπούσε κατάματα και τον τύφλωνε.

Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΤΙΦ

 

Θα μπορούσε να με διευκολύνει κάπως αλλά σιγά μη μου έκανε τη χάρη  «γίνεται να σας πληρώσω  με μια μικρή καθυστέρηση;»  του είχα πει  εκείνος όμως ήταν ανένδοτος, «όχι δε γίνεται, το βιβλίο θα βγει όπως έχουμε συμφωνήσει!» αργότερα,  όταν πια μου είχε βγάλει την  πίστη και με είχε βάλει να χρεωθώ  μου είπε «εντάξει  μη βιάζεστε,  με πληρώνετε αργότερα » δούλεμα κανονικό δηλαδή.  Βέβαια,  η συμφωνία έπρεπε να τηρηθεί μόνο από τη δική μου τη μεριά,  εκείνος δεν είχε θέμα,  το βιβλίο ήταν να βγει  το Δεκέμβριο σύμφωνα με το συμβόλαιο, όμως για κάποιο λόγο καθυστερούσε και δε μου έδινε κανένα  λογαριασμό σαν να ήμουν ο τελευταίος που θα έπρεπε να ξέρει,  είχα πάρει εκατό τηλέφωνα και με κορόιδευε «μη βιάζεστε, το καλό πράγμα  αργεί, ξέρω εγώ»   η γραμματέας του με είχε βαρεθεί και μου μιλούσε σκαιά  όμως τι έπρεπε να κάνω,   είχα πληρώσει σαν βλάκας ένα ποσό σχετικά μεγάλο,   έτρεχα από δω κι από κει να βρω τα χρήματα κι εκείνος στον κόσμο του «μη βιάζεστε,  μη φοβάστε» με είχε σκάσει!

Όλο εκείνο το διάστημα δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα τα χρήματα ,  κάποιοι από τον περίγυρο μου θα μπορούσαν να με βοηθήσουν αλλά έκαναν  την πάπια,  μόνο κάτι ψιλά μου δώσανε κι έπρεπε να βρω μια  λύση,  τελικά ανακάλυψα  τις πιστωτικές κάρτες που με ξεζουμίσανε κι έβγαλα τρεις παρακαλώ,  ακόμα τις πληρώνω. Μια χοντρούλα σε κάποια τράπεζα μου εξηγούσε πως λειτουργούσαν  αλλά ούτε που έδινα σημασία σ’  αυτά που μου έλεγε, εγώ ήθελα τα λεφτά,  αργότερα μόνο κατάλαβα ρο κόλπο  όταν έπρεπε να κλείσω εκείνη τη μαύρη τρύπα.

Αν ο εκδότης βοηθούσε λίγο με μια κάρτα θα τελείωνα,  δε θα χρειαζόμουν τις άλλες,  κι είχα μια αγωνία μέχρι να πάρω την έγκριση,  μιλάμε για ασήμαντα ποσά βέβαια άλλα όταν επείγεσαι αποκτούν άλλη σημασία κι εγώ είχα  πέσει πάνω στην κρίση, για να είμαστε ειλικρινείς  αν είχα καθυστερήσει ακόμα λίγο δε θα έπαιρνα  ούτε εκείνες τις πιστωτικές κάρτες,  έτσι πρέπει να θεωρήσω τον εαυτό μου  τυχερό . Ήξερα βέβαια ότι  κάποια στιγμή στη ζωή μου θα έπρεπε να κάνω αυτό το βήμα, ότι θα χρειαζόμουν χρήματα για να κάνω κάποιο άλμα αλλά είχε τύχει τη χειρότερη περίοδο,  οι δουλειές μειώνονταν και τα έξοδα διπλασιάζονταν  οι εισφορές  για το ασφαλιστικό ταμείο είχαν φτάσει τα 800 ευρώ το δίμηνο,  μιλάμε για κανονική τρέλα !

Κι έπειτα ήταν οι διορθώσεις  που έκανε στο βιβλίο οι οποίες  ήταν εντελώς αυθαίρετες, είχα μεταφράσει το κείμενο   «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας»  από τη Μεγάλη Εβδομάδα, το είχα κάνει « αυτός που κρέμασε τη γη από τις θάλασσες»,   δεν του άρεσε του τύπου, το βρήκε μή ποιητικό, ήταν και ποιητής τρομάρα του,  εντελώς αυταρχικά μου το έκοψε,  έτσι είναι όμως όταν είσαι καινούριος, κάθεσαι εκεί πέρα και τα καταπίνεις όλα. Την τελευταία στιγμή είχα γράψει ξενυχτώντας ένα πολύ ωραίο κομμάτι,  έτσι μου φαίνονταν τότε , για να μπει στο βιβλίο, ήμουν πολύ χαρούμενος που θα το προσθέταμε όμως εκείνος μου είπε ότι ήταν  αδύνατο,  μου το ξέκοψε ορθά κοφτά, δεν άκουγε τίποτα,  ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Ορκίστηκα ότι δε θα συνεργαζόμουν ξανά μαζί του όμως εκείνη τη στιγμή δεν είχα εναλλακτική,  έπρεπε να κάνω υπομονή και να καταπιώ την ανυπομονησία μου,  περίμενα δεκαπέντε χρόνια άλλωστε μέχρι να το βγάλω εκείνο το βιβλιαράκι,  δεν μπορούσα να τα τινάξω όλα στον αέρα την τελευταία στιγμή.

Όταν επιτέλους εκδόθηκε και πήρα στα χέρια μου τα τρία πρώτα δείγματα- θυμάμαι ήταν μια ηλιόλουστη μέρα -    χάρηκα απίστευτα, μετά από λίγο καιρό  ένα φορτηγό μου έφερε τρεις κούτες βιβλία κι έπρεπε  να τα παραλάβω, φοβόμουν πάντα μη την πάθω σαν τον Ταχτσή  που τα είχε να σαπίζουν στη σοφίτα του κι έτσι δεν είχα ζητήσει πολλά αντίτυπα, όπως τα κουβαλούσα  στις σκάλες πρόσεχα  μη με δει κανείς από την πολυκατοικία κι αρχίσει  τις ερωτήσεις δεν είχα καμιά όρεξη να εξηγώ στον καθένα,  τα ανέβασα μόνος ως τον δεύτερο όροφο, πολύ βαριά  η λογοτεχνία ρε φίλε.  

 

Αφού τα παρέλαβα έπρεπε τώρα να τα  προβάλλω κάπως, άλλα χρήματα πάλι,  εκεί έβγαλα την τρίτη πιστωτική,  έπρεπε να τα στείλω με υπογραφή και αφιέρωση σε μια  λίστα ανθρώπων που μου έστειλε ο τύπος,  είχα σακατευτεί να σημειώνω,  να πακετάρω,  να κουβαλώ στο ταχυδρομείο,  να κολλώ γραμματόσημα - ένα -ένα μου είχε πει η υπάλληλος  είδα κι έπαθα να τα ταχυδρομήσω πρέπει αν ήταν καμιά  εκατοστή. Μετά από κάνα μήνα με ειδοποιούν από το ταχυδρομείο   το κουτί είχε επιστραφεί όπως το έστειλα , δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί,  του τηλεφώνησα και μου είπε  «ξέρετε παρέπεσαν,  τα ξέχασα κάπου» τι λες  ρε φίλε;   «κάντε ένα κόπο να τα ξαναστείλετε κι εγώ θα σας κεράσω ένα  καφέ όταν κατεβείτε στην  Αθήνα» άντε ξανά να τα στέλνω λοιπόν,  κανονικό δούλεμα !

Αφού τέλειωσε κι αυτή η κωμωδία  έπρεπε να  τα  διαθέσω σε φίλους και γνωστούς, οι δικοί μου δεν έδωσαν σημασία, η μάνα μου ούτε που το είδε το βιβλίο, ο αδελφός  μου γελούσε, τους φαίνονταν αστείο όλο αυτό,   ακόμα μια παλαβομάρα μου. Είχα αποφασίσει να μην κάνω παρουσίαση «όλοι αυτό κάνουν» μου είχε πει κάποιος κι εγώ δεν ήθελα να ακολουθήσω την πεπατημένη. Το έδινα από δω και από κει,  ήθελα ν’ ακούσω τη γνώμη των  φίλων και των γνωστών,  μερικοί μου δίνανε και χρήματα,  αυτό μου έκανε εντύπωση,  δεν το περίμενα. Μια γυναίκα  είπε σε μια φίλη της ότι της είχε αρέσει πολύ,  μια κομμώτρια που της το άφησα δεν το ήθελε «Γιατί  διακόπτεις όλη την ώρα την ιστορία» μου είπε, διηγήματα ήταν, πως θα γίνονταν,   «γιατί δε γράφεις μια ιστορία συνεχόμενη, με σπάζει,  δεν μπορώ να το διαβάσω». Άλλοι πάλι με κοίταζαν κάπως και με φώναζαν συγγραφέα,  δεν είχα πρόβλημα,  άλλοι δεν το πίστευαν ότι είχα βγάλει βιβλίο, δεν το περίμεναν,  κάποιοι από το πολύ στενό περιβάλλον που υπολόγιζα να δώσουν μερικά αντίτυπα  δεν έδωσαν ούτε ένα,  τα άφηναν εκεί να κάθονται σε μια μικρή στοίβα στη γωνιά  κάποιου δωματίου,  ήταν κι αυτό μια εμπειρία. Άλλες φορές πάλι το χάριζα σε κάποιον ή κάποια  που γνώριζα,  αυτό ήταν ωραίο,  « ώστε είστε συγγραφέας ;»μου λέγανε. Όταν το έδειχνα στα μικρά, στα ιδιαίτερα μαθήματα, τους άρεσε ειδικά όταν έβλεπαν τη φωτογραφία και  το όνομα μου με κοιτούσαν στα μάτια «εσείς είστε αυτός ;»

Προσπαθώντας να κινηθώ λίγο πιο οργανωμένα  είχα απευθυνθεί σ’ έναν βλάκα που υποτίθεται ότι ήταν της δουλειάς,   μου έκανε ολόκληρο θέμα «που βρήκες το τηλέφωνο μου;»  «στον κατάλογο ρε φίλε» όταν τηλεφώνησα ξανά για να τον ψάξω  δεν υπήρχε το είχε εξαφανίσει, ποιος ξέρει τι φοβόταν,  με το που  έβγαλα το βιβλίο του το έτριψα στη μούρη  μια μέρα που τον πέτυχα σε μια καφετέρια.  Ευτυχώς, είχα βρει μια κοπέλα έξυπνη, την Ανθή, που μου είπε «άσε τους πάγκους και τις παρουσιάσεις,  όλα μέσα από το ιντερνέτ γίνονται,  πρέπει να φτιάξουμε λογαριασμό, μπλογκ, ιστότοπο, ένα σωρό πράγματα»   «οκ» είπα «μέσα μου,  ας κάνω κι αυτό ».  Το διαδίκτυο ήταν  μια εμπειρία λίγο τρομακτική, αν δεν ήταν το βιβλίο δε θα είχα ασχοληθεί,  μου την είχε δώσει που δεν έκανα φίλους κι έστελνα  αιτήματα σε όποιον έβρισκα μπροστά μου, έπιανα  κατεβατά τα  ονόματα κι έκανα αιτήματα,    φυσικά   με μπλοκάρισαν για δεκαπέντε μέρες και αυτό ήταν ένα ακόμα  σοκ.  Έκανα κοινοποιήσεις όπου να ναι  και μερικοί θύμωναν πολύ που πάτησα τα άγια εδάφη και τις αδιαφιλονίκητες περιοχές τους οπότε  ζητούσα συγνώμη όμως δε γινόταν,  έπρεπε να ξανοιχτώ,  να καταλάβω τι γίνεται.  

Τελικά, τα βιβλία έφτασαν σε πολλούς επώνυμους και κάμποσοι μου απάντησαν με γράμματα, κάποιοι μάλιστα με πήραν και τηλέφωνο, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Ξανθούλης,  ο Χριστιανόπουλος μου έστειλε μια μικρή επιστολή  «είστε καλός στην αφήγηση αλλά έχετε κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξη» κάτι τέτοιο έγραφε,  σιγά  μη δεν έβρισκε πρόβλημα  όμως όπως κι αν είχε  αυτή ήταν μια καλή περίοδος, συγγραφείς που γνώριζα κι άλλοι που μου ήταν άγνωστοι   έστελναν τα δικά τους βιβλία,  αφιερώσεις,  κάρτες,  έμπαινα σ’ έναν  χώρο που πάντα επιθυμούσα, ήταν ωραία…

Δέκα χρόνια  κατέγραφα ότι έβλεπα  γύρω μου,  έμαθα να δουλεύω στον υπολογιστή στην αρχή δεν ήξερα τίποτα, ρωτούσα τα παιδιά στα ίντερνετ καφέ για ένα σωρό πράγματα,  μερικά βοηθούσαν άλλα δεν είχαν καμιά όρεξη,  εκεί μέσα είχα γνωρίσει ένα σωρό κόσμο, άλλοι έπαιζαν παιχνίδια, άλλοι μιλούσαν ώρες ατελείωτες, πιτσιρικάδες έβριζαν ασύστολα παίζοντας. Όταν  είπα σε κάποια ότι  της έστελνα   κείμενα  από τα μαγαζιά έπαθε πλάκα «από τα ίντερνετ καφέ γράφεις;» με ρώτησε. Τότε δεν είχα υπολογιστή,  ούτε είχα σκεφτεί ότι κάποτε θα έγραφα από  το σπίτι, μου πήρε καιρό όλο  αυτό. Πέρασα από πολλές φάσεις, στην αρχή έγραφα πολύ, ήμουν λίγο φλύαρος, είχα μαζέψει ένα  σωρό πράγματα μέσα μου,  δεν ήταν όλα καλά,  τώρα που τα ξαναβλέπω δε μ’  αρέσουν όλα,  υπάρχουν όμως κάποια πολύ ωραία που τα είχα ξεχάσει,  εντύπωση μου κάνουν  οι αναφορές που έκανα από ένα σωρό βιβλία: την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τον Ηρόδοτο, τον Αρριανό,  τη Βίβλο κι από άλλα βιβλία που δεν τα θυμόμουν.  Αρκετά  κομμάτια θέλουν βελτίωση, συμπλήρωμα, ολοκλήρωση, τα έβαλα στην άκρη να τα τελειώσω κάποια στιγμή, είναι κρίμα να μείνουν έτσι όμως θα πρέπει να περιμένουν σαν τα αγάλματα που τα βάζεις στην άκρη για να τα σκαλίσεις  κάποια  στιγμή, ελπίζω να μη μείνουν έτσι κομματιασμένα.

 Οι φίλοι μου λέγανε  «τι θα τα κάνεις όλα αυτά, πότε θα τα βγάλεις;» τώρα ένιωσα ότι η ήρθε η ώρα να το κάνω. Πέρασαν δέκα χρόνια σχεδόν για να αποφασίσω   κι αυτή τη φορά δεν έχω  εκείνο το άγχος, ξέρω  πλέον τι γίνεται, έχω καταλάβει , έχω  βρει κάποιες άκρες αλίμονο  αν δεν έβρισκα. Κι έτσι  έπιασα πάλι να διαβάσω τα κείμενα που κατέγραφα και χάθηκα μέσα στις ιστορίες, μερικές είναι  πολύ προσωπικές, πολύ ιδιαίτερες, θέλω ακόμα λίγο καιρό να τις αφήσω να παλιώσουν πριν βγουν στην επιφάνεια, άλλες πάλι είναι πολύ ωραίες, ιστορίες για σκυλιά που έτρεχαν στην παραλία της Αγγλίας, στο Κάρντιφ, όταν είχαμε πάει εκεί πάνω - πολύ λάσπη ρε φίλε, καμιά σχέση με τις δικές μας - ιστορίες για μοναχούς αγιοταφίτες, για ινδιάνους που φορούσαν περικνημίδες,  ιστορίες ένα σωρό.  

Πέμπτη 7 Οκτωβρίου 2021

ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ ΤΟΥ ΑΡΚΤΟΥΡΟΥ

 

«Έχετε πολύ ιδιαίτερο χέρι…» του είπε εκείνη η γυναίκα μια μέρα που έκαναν χειραψία σε κάποιο σούπερ μάρκετ της Αυστραλίας, «…γιατί δεν ασχολείστε με την μυοπαθητική, έχουμε ένα σεμινάριο το σαββατοκύριακο, θα θέλατε να πάρετε μέρος;» Από κει είχαν ξεκινήσει όλα, ούτε που είχε περάσει ποτέ από το μυαλό του ότι θα μπορούσε να ασχοληθεί με κάτι τέτοιο , αυτός είχε μπει στο πανεπιστήμιο επειδή τον ενδιέφερε η ψυχολογία, νόμιζε ότι αυτό ήθελε να κάνει στη ζωή του όμως μετά από κείνο το σεμινάριο όλα άλλαξαν. Το έψαξε λίγο, μίλησε με κάποιους ειδικούς και διαπίστωσε ότι το είχε, το χέρι του ήταν πράγματι πολύ δυνατό, το είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του που έκανε τις πιο βαριές δουλειές όταν είχε έρθει μετανάστης εκεί κάτω και τον είχαν ξεζουμίσει. Όμως δεν ήταν μονάχα η δύναμη, είχε και το χάρισμα να νιώθει τους παλμούς των μυών, μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε κάτω από το δέρμα πιέζοντας εκεί που έπρεπε όσο έπρεπε, θέλει καλό ένστικτο για να το πετύχεις κι ύστερα πρέπει να προσέχεις τη σπονδυλική στήλη που είναι το πιο επικίνδυνο σημείο, ένας καθηγητής που τον είχε αναλάβει του είπε ότι αυτό ήταν πολύ σπάνιο, ήταν μια ικανότητα που είχαν οι παλιοί θεραπευτές οι οποίοι γιάτρευαν τους ανθρώπους της φυλής όταν είχαν κάποιο πρόβλημα και τους θεωρούσουν μάγους και προφήτες, αυτό του είχε αρέσει πολύ.


Αφού τέλειωσε τις σπουδές του άρχισε να δουλεύει με μεγάλη επιτυχία ενώ ταυτόχρονα συνέχιζε να μελετά την μυοπαθητική και είχε ξεκινήσει το μεταπτυχιακό του που είχε σχέση με την πνευματική διάσταση της λειτουργίας των μυών, τον ενδιέφερε πολύ αυτή η σύνδεση. Ένα καλοκαίρι ήρθε στην Ελλάδα και κάποιους φίλος του είπε για το Άγιο Όρος, πάντα είχε αναζητήσεις μεταφυσικές κι ασχολούταν με τη θρησκεία έτσι αποφάσισε να πάει μια επίσκεψη μοναχός του. Δεν ήξερε κανέναν εκεί πέρα κι όπως τριγυρνούσε στα βουνά ο δρόμος τον έβγαλε σε κάποιο μοναστήρι. Ο καλόγερος εκεί πέρα του είπε «κάθισε λίγο εδώ και μετά συνεχίζεις παρακάτω» «τι εννοείτε;» «ε να, μένεις εδώ λίγο κι έπειτα συνεχίζεις, πας αλλού, πιο κάτω» του τη βάρεσε εκείνη η κουβέντα αλλά είπε να μη μιλήσει. Ένα παπαδάκι του έδειξε ένα δωμάτιο και τον ρώτησε τι δουλειά κάνει, του είπε ότι είναι φυσιοθεραπευτής, κι όπως έκαναν όλοι οι επισκέπτες εκεί πέρα κρέμασε ένα ταμπελάκι έξω από την πόρτα με την ιδιότητα του μήπως τον χρειαστεί κάποιος. Σε λίγο ήρθε ένας μοναχός και του είπε ότι έχει έναν πόνο στο λαιμό που δεν τον άφηνε να κοιμηθεί όλη νύχτα, ούτε να στραφεί προς τα πίσω σα να ήταν λύκος, «Πως είναι το όνομα σου:» τον ρώτησε «Λουκάς» απάντησε ο καλόγερος «Ά, Λουκάς όπως ο Άγιος εδώ» είπε αυτός και του έδειξε μια εικονίτσα με τον Άγιο Λουκά τον Ιατρό, τον ρώσο επίσκοπο που ήταν και χειρουργός, ο καλόγερος έπεσε στα πόδια του κι άρχισε να κλαίει «πόσα βράδια δεν προσευχήθηκα στον Άγιο Λουκά να μου στείλει κάποιον για να μ’ απαλλάξει από τους πόνους που με βασανίζουν κι εκείνος το κανε το θαύμα, έστειλε εσένα να με γλυτώσεις » -«Σήκω πάνω του είπε, έλα να σε δω λίγο».

Του έκανε αλλεπάλληλες εντριβές γιατί ήταν πολύ πιασμένος, μπορούσε να νιώσει τη φλεγμονή στο σβέρκο του που κοκκίνιζε σ’ ένα σημείο πίσω απ το αυτί καθώς πίεζε μαλακά, χρειαζόταν προσοχή όμως μετά από λίγο, ο μοναχός ένιωθε πολύ καλά, μπορούσε επιτέλους να γυρίσει το κεφάλι του, ήταν τόσο χαρούμενος που το διέδωσε παντού, έγινε σούσουρο και τη μέρα που ήταν να φύγει δεν τον άφηναν με τίποτα, «Θα μείνεις εδώ!» του είπαν «δεν πρόκειται να σ’ αφήσουμε» κι εκείνος δεν μπορούσε ν’ αρνηθεί. Όλοι εκεί πέρα είχαν κάποιο πρόβλημα από τις υγρασίες και τη δύσκολη ζωή, άλλος το πόδι, άλλος το χέρι, άλλος τη μέση, άλλος τα πλευρά του, όλοι υπέφεραν από κάτι και ήθελαν μια φροντίδα, έναν άνθρωπο να σκύψει πάνω τους και να νοιαστεί λίγο γι αυτούς. Έστησε ένα πρόχειρο τραπέζι φυσιοθεραπευτή σ’ ένα κελί με θέα κατά τη θάλασσα κι από νωρίς έπιανε να τους κάνει εντριβές και μασάζ, τελείωνε αργά το απόγευμα, τα χέρια του είχαν πιαστεί κι έπρεπε να κάνει κάτι ασκήσεις που είχε μάθει κάτω στην Αυστραλία για να χαλαρώνει. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό για προφυλάξεις το σώμα σου κι ήταν κάτι που αγνοούσαν οι άνθρωποι της υπαίθρου οι οποίοι έκαναν βαριές χειρωνακτικές δουλειές κι εμφάνιζαν παραμορφώσεις στο σώμα τους μετά από χρόνια. Όπως είχε μάθει βέβαια στη σχολή από έναν γέρο καθηγητή, κι εκείνοι είχαν βρει τα δικά τους σοφίσματα για να χαλαρώνουν τους ταλαιπωρημένους μύες, έτριβαν ο ένας τον άλλον, χρησιμοποιούσαν οινόπνευμα ή πετρέλαιο για τις μαλάξεις, τα κρυολογήματα και τις ασθένειες, γνώριζαν βότανα και φίλτρα που βοηθούσαν το σώμα να επανέλθει, ήξεραν να παίρνουν βεντούζες, μια τεχνική που βοηθούσε πολύ τα κουρασμένα κορμιά. Όλα αυτά βοηθούσαν τον οργανισμό να επανέλθει μετά από μια κοπιαστική μέρα όμως είχαν χαθεί με τα χρόνια καθώς είχαν βγει τα χάπια και τα μηχανήματα, οι φαρμακοποιοί στα χωριά μπούκωναν τον κόσμο με συνταγές κι είχαν γίνει εκατομμυριούχοι ενώ ο κόσμος ζητούσε αξονικές τομογραφίες, εξετάσεις περίεργες κι άλλα τέτοια περίπλοκα όμως τι να σου κάνει το μηχάνημα αν ο γιατρός είναι άσχετος και δεν νιώθει, μη ξεχνάς ότι στην αρχαιότητα υπήρχαν γιατροί περίφημοι, ο Ασκληπιός, ο Γαληνός, που είχαν ελάχιστα στη διάθεση τους κι όμως έκαναν θαύματα, πως τα κατάφερναν, ασφαλώς είχαν την πείρα και τη φύση για οδηγό όμως όλη εκείνη η σοφία είχε χαθεί καθώς οι γέροι που ήξεραν τα μυστικά πέθαιναν κι οι νέοι δε νοιάζονταν για όλα τούτα…

Αφού έκανε τις μυοχαλαρωτικές του ασκήσεις πλέκοντας τα δάχτυλα πίσω από την πλάτη καθώς τέντωνε το σώμα κι έπαιρνε βαθιές αναπνοές, κοιμόταν κάνα δύο ώρες στο καλύτερο δωμάτιο του μοναστηριού που του είχαν παραχωρήσει και μετά έπιανε το διάβασμα. Είχε βρει τη χαρά του, εκεί τέλειωσε το μεταπτυχιακό του καθώς του είχαν παραχωρήσει και τη βιβλιοθήκη του μοναστηριού κι είχε ησυχία άφθονη. Σκαλίζοντας τους παλιούς τόμους έβρισκε ένα σωρό ενδιαφέροντα βιβλία, ανακάλυπτε χωρία που μιλούσαν για την σχέση του σώματος με την ψυχή, ένα θέμα που τον απασχολούσε από καιρό. Αυτή η σχέση βασάνιζε το μυαλό του για καιρό, έψαχνε εκείνη την εσωτερική δύναμη που χρειάζεται ο άνθρωπος για να ξεπεράσει την αρρώστια και τους πόνους όμως τούτη η εσωτερική ενέργεια είχε χαθεί μέσα στο χάος των τεχνολογικών εξελίξεων και του υλιστικού τρόπου ζωής που σε κάνει να χάνεις την μπάλα, να μη ξέρεις τι θέλεις και να βολοδέρνεις μέσα σε ανούσια πράγματα. Αυτή η πλευρά η υπερβατική, η μεταφυσική, του άρεσε πάντα, στην Αυστραλία είχε μελετήσει το βουδισμό με τις μετεμψυχώσεις του τις αλλεπάλληλες και του φάνηκε κατώτερη θρησκεία, ήταν σαν να βασίζονταν σ’ ένα πνεύμα υπέρτατο που μετακυλίονταν από τον έναν στον άλλον, αυτό του φάνηκε ότι έκανε το θεό κάτι τετριμμένο, εδώ στο Όρος οι καλόγεροι ήταν πιο προσιτοί, η πίστη και η παράδοση τους βρίσκονταν   πιο κοντά στον τρόπο που σκέφτονταν, ένιωθε ότι ανακάλυπτε ένα μονοπάτι.

Ένα βράδυ όπως σκάλιζε τα βιβλία στα σκονισμένα ράφια, έπεσε πάνω σ’ ένα μικρό τόμο που δεν είχε ξαναδεί, παρόλο που φαίνονταν πολύ παλιός τα γράμματα ξεχώριζαν καθαρά, στην αρχή δεν έβγαζε άκρη όμως ύστερα σα να συνέβη κάτι παράξενο, άρχισε να τα καταλαβαίνει όλα, ήταν σα να φωτίστηκε. Το βιβλίο μιλούσε για κάποιον γιατρό που είχε βρεθεί σ’ ένα μέρος, σε μια πόλη όπου ο κόσμος πέθαινε από μια αρρώστια ανεξήγητη κι όλοι έπεφταν πάνω του να τους σώσει. Ο γιατρός είχε καταγράψει όλα όσα έβλεπε πολύ αναλυτικά, πολύ προσεκτικά, σαν να κρατούσε κάποιο αρχείο με τα συμπτώματα που εμφάνιζαν οι άνθρωποι, για τις αλλαγές των εποχών που επηρέαζαν την πορεία της αρρώστιας τους και για την εξέλιξη της που τις περισσότερες φορές οδηγούσε στο θάνατο. Ποιος ήταν εκείνος ο αρχαίος γιατρός και πως δεν του είχαν πει τίποτα στη σχολή τόσα χρόνια, είχε ακούσει βέβαια το όνομα του αλλά δεν ήξερε ότι είχε γράψει ένα τέτοιο βιβλίο, ήταν πολύ παράξενο, καθόταν εκεί διαβάζοντας πολύ ώρα κι έμοιαζε σαν ο χρόνος να είχε σταματήσει, σαν να είχε μεταφερθεί και να ζούσε σε μια άλλη εποχή, μακρινή, όταν οι άνθρωποι βρίσκονταν στο έλεος της φύσης κι έβλεπαν πίσω από τα δεινά τους τα κακά πνεύματα και τις μοχθηρές θεότητες που τους καταδίωκαν.

Κάποιες φράσεις του έκαναν μεγάλη εντύπωση κι ήθελε να τις αντιγράψει, έλεγαν περίπου τα εξής : «Το άτομο στο οποίο με οδήγησε ο Κυνίσκος έμενε κοντά στο σπίτι του σιτοφύλακα- έχει πόδια ζεστά και ρίγη- είτε γίνει διαπύηση είτε όχι θα πεθάνει- πέθανε μετά είκοσι μέρες κατά την ανατολή του Αρκτούρου ». Τι σήμαιναν εκείνες οι φράσεις, ποιος ήταν ο Κυνίσκος, ποια ήταν εκείνη η πόλη που είχε πάει ο γιατρός, ποιος τον είχε καλέσει, ποιοι ήταν εκείνοι οι άνθρωποι που ασθενούσαν, ποια περίοδο σηματοδοτούσε η ανατολή του Αρκτούρου; Ενα σωρό ερωτήματα στροβιλίζονταν στο μυαλό του, καθώς ξεφύλλιζε το αρχαίο βιβλίο κι όταν έφτασε στην τελευταία σελίδα είδε ότι κάποιος είχε σημειώσει στο περιθώριο με μολύβι : «…ακατανόητο κείμενο, αδύνατο να εξηγηθεί» Να λοιπόν που κι άλλος είχε τις ίδιες απορίες «ποιος να ήταν άραγε;» σκέφτηκε φωναχτά κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα που φωτίζονταν από λάμψεις ξαφνικές, έξω φυσούσε δυνατά κι ακούγονταν κεραυνοί που έκαναν τα τζάμια να τρίζουν.


Χωρίς να το καταλάβει έγειρε το κεφάλι πάνω στο τραπέζι κι αποκοιμήθηκε για λίγα λεπτά, σ’ ένα όνειρο που είδε αμέσως μόλις έκλεισε τα μάτια κάποιος άνθρωπος με άσπρη στολή που φαινόταν ακμαίος παρά τη λευκή γενειάδα του, εμφανίστηκε μπροστά του τυλιγμένος στους ατμούς σα να έβγαινε από κάποιο λουτρό, και του είπε : «γιατρέ σήκω, ξεκινά ο όρθρος, όλοι κάτω στην εκκλησία σε περιμένουν !»







 

 



Πέμπτη 2 Σεπτεμβρίου 2021

ΒΑΛΙΑ ΚΑΛΝΤΑ

  


Από κει φαινόταν μια θέα φοβερή κάτω στη θάλασσα και τα νησιά, καράβια γλιστρούσαν πάνω στο νερό φτιάχνοντας αυλάκια στην επιφάνεια καθώς κουβαλούσαν κόσμο σε δυο νησιά που αχνοφαίνονταν στο βάθος. Στέκονταν στο μπαλκόνι του τσιμεντένιου κτηρίου που χτιζόταν κάποτε και τώρα το είχαν παρατήσει, γύρω του έχασκαν κολώνες χωρίς τοίχους ενώ αυτός άκουγε μια μουσική που έπαιζε στο ράδιο, χαλάρωσε λίγο κι εκεί άρχισε να ξαναβρίσκει τον εαυτό του βάζοντας σε τάξη τις σκέψεις του, μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει πλέον το μέλλον κι όλα τα ενδεχόμενα που κρύβονταν μέσα του…

Και το ήξερε ότι έτσι θα γινόταν, χρειάζονταν ένα διάλειμμα, μια παύση, μια ανάσα να ξελαμπικάρει και να σκεφτεί λίγο με καθαρό μυαλό, αν ο φίλος του δεν ερχόταν θα ξεκινούσε μόνος του, ήταν αποφασισμένος να φύγει απ’ την πόλη ότι και να γίνονταν αλλά έτσι όπως είχε γίνει τελικά ήταν πολύ καλύτερα. Αν και δεν είχαν ταξιδέψει ξανά μαζί ο άλλος είχε κέφια κι αποδείχτηκε μια χαρά συντροφιά, σ’ όλη τη διαδρομή μιλούσαν για το εμβόλιο, ο φίλος του οδηγούσε πολύ γρήγορα κι όλη την ώρα φώναζε γιατί είχαν τα παράθυρα ανοιχτά, ήταν φανατικός κατά του εμβολίου και δε μπορούσες να βρεις άκρη, άμα έπαιρνε φόρα δε σταματούσε, σου μιλώ για πώρωση μεγάλη, έχανε τη μπάλα. Τον άφηνε να φωνάζει γιατί έτσι ήταν απασχολημένος και δε βαριόταν τη διαδρομή, ο αέρας έμπαινε με ορμή γι αυτό είχε βάλει μια πετσέτα γύρω από το λαιμό μη τον χτυπήσει το ρεύμα και του αφήσει κανένα πρόβλημα, ο ώμος του πονούσε από τα ρεύματα όλο το χειμώνα κι είχε ορκιστεί να προσέχει.

Κοιτάζοντας έξω έβλεπε μπόλικο πράσινο, δέντρα, θάμνους, χωράφια, στην πόλη η τηλεόραση έδειχνε φωτιές και καταστροφές όλη την ώρα, είχες την αίσθηση ότι όλη η χώρα καιγόταν, του έκανε λοιπόν εντύπωση όταν είδε ότι δεν ήταν έτσι, δεν καίγονταν τα πάντα, εδώ πέρα αναπαύονταν το μάτι σου κι ούτε καπνοί ούτε τίποτα, στην πόλη με την τηλεόραση χάνεις τη μπάλα και την επαφή με την πραγματικότητα γι αυτό ήθελε να φεύγει, να μη μένει εκεί πέρα κλεισμένος, να βγαίνει από το κλουβί…

Προορισμός τους ήταν ένας άλλος φίλος που είχε γίνει όχι ακριβώς παπάς αλλά κάτι σαν καλόγερος σ’ ένα μοναστήρι παλιό που το ανακαίνιζε όλη την ώρα. Τους είχε καλέσει στο σπίτι των γονιών του όπου θα τους έκανε το τραπέζι, αυτός τα ήξερε τα μέρη εκείνα γιατί εκεί κοντά είχε γεννηθεί και μεγαλώσει οπότε ήταν μια καλή ευκαιρία να δει τα πάτρια εδάφη. Ο άλλος ήθελε να κολυμπήσει λίγο έτσι σταμάτησαν σε μια παραλία όπου βούτηξαν στη θάλασσα. Εκείνου δεν του άρεσε να κολυμπά όμως τώρα του φάνηκε ωραία, δεν είχε πολύ κόσμο και τα νερά ήταν καθαρά, εκεί στη θάλασσα συνέχισαν να μιλούν για τα εμβόλια μόνο που ο άλλος είχε ηρεμήσει τώρα και μιλούσε χωρίς να φωνάζει «σ’ άφησα να φωνάζεις γιατί ξέρω ότι παθιάζεσαι» του είπε κι ο άλλος χαμογέλασε. Μιλούσαν εκεί κάμποση ώρα δυνατά κι όσοι κολυμπούσαν από δίπλα κοίταζαν περίεργα αλλά δεν τους ένοιαζε, μετά τα εμβόλια είχαν πιάσει κουβέντα για τα χωριά τους, εκεί που είχαν μάθει να κολυμπούν στα ποτάμια δίπλα στα καρπούζια που έριχναν στο νερό οι χωρικοί για να παγώσουν. Αφού βούτηξαν μια φορά στα βαθιά πήραν ξανά το αυτοκίνητο και συνέχισαν τη πορεία τους.

Το πατρικό του παπά βρισκόταν στην άκρη ενός χωριού, για να φτάσεις στο σπίτι ανέβαινες ένα λοφάκι απ’ όπου έβλεπες κάτω τη θάλασσα, δίπλα στο σπίτι υπήρχε ένα άλλο κτίσμα ημιτελές που κάποτε είχαν σηκώσει αλλά τώρα για κάποιο λόγο το είχαν εγκαταλείψει και μόνο οι κολόνες του έχασκαν εκεί ψηλά σα να ατένιζαν κάτω τη θέα. Ο παπάς που ήταν περίπου τριάντα χρονών αλλά φαίνονταν μεγαλύτερος, τους περίμενε στην είσοδο της αυλής όπου τους υποδέχτηκε κι άρχισε να τους δείχνει τα κατατόπια , «εδώ ήταν οι στάβλοι των παππούδων» τους εξήγησε δείχνοντας κάτι κρίκους όπου έδεναν τα ζώα « κι εδώ είναι τα καινούρια δωμάτια που έφτιαξε ο πατέρας μου». Ο πατέρας του ήταν σίγουρα μερακλής γιατί είχε φτιάξει ένα χώρο όμορφο, οι κάμαρες εκεί πέρα ήταν δροσερές από ένα τεράστιο κλιματιστικό που βούιζε κι εκείνος έκατσε σ’ ένα σημείο στο βάθος του δωματίου όπου δεν τον χτυπούσε το ρεύμα. «Εδώ είναι οι τηλεοράσεις μου» είπε ο πατέρας του παπά, ένας γεροδεμένος άντρας κοντά στα πενήντα, αφού τους έσφιξε το χέρι και συστήθηκε, «εδώ κάθομαι και βλέπω όλα τα αθλητικά, δε χάνω τίποτα, παλιά έπαιζα μπάλα, τώρα το χω κόψει αλλά μ’ αρέσει να παρακολουθώ όλα τα αθλήματα» .

Ο τύπος ήταν πολύ συμπαθητικός και χαμογελούσε όλη την ώρα βοηθώντας τη γυναίκα του που ετοίμαζε τα φαγητά, «καλά περνούν εδώ» σκέφτηκε αυτός γέρνοντας πίσω στον καναπέ που ήταν πολύ άνετος, πολύ ωραία τα είχε φτιάξει όλα ο τύπος, και το σπίτι και την οικογένεια του, γερός να ήταν για να μπορούσε να τα χαρεί . «Έχετε κλιματισμό στο αμάξι;» τους ρώτησε κι όταν του απάντησαν αρνητικά χαμογέλασε, «κατάλαβα, μπαίνει ζεστός αέρας από τη μια και βγαίνει καυτός από την άλλη!» - «εντάξει είναι, κανένα πρόβλημα, το συνηθίζεις » είπε αυτός που το μόνο που τον ένοιαζε κείνη τη μέρα ήταν να φύγει από την πόλη. Βυθίστηκε στον καναπέ καθώς όλα γύρω τον βοηθούσαν να ξεχαστεί, να ηρεμήσει , εκεί πέρα ο χρόνος αποκτούσε άλλη έννοια, στην επαρχία όλα κυλούν πιο αργά, οι ρυθμοί είναι πιο ανθρώπινοι, από την άλλη αυτό το αργό πολλές φορές του έσπαγε τα νεύρα, δεν μπορούσε, βαριόταν απίστευτα, ήθελε δράση, κίνηση, να τρέξει λίγο, όμως κι η πόλη τον είχε φέρει στα όρια του ιδίως το πληκτικό της τοπίο με το ατέλειωτο τσιμέντο και την άσφαλτο που άναβε τα καλοκαίρια , βρισκόταν σε μια σύγχυση…

Αφού μίλησαν λίγο καθίσανε στο τραπέζι κι ο παπάς είπε μια προσευχή που του φάνηκε πολύ μεγάλη , επειδή ήταν παραμονές του δεκαπενταύγουστου όλα ήταν νηστίσιμα αλλά πολύ νόστιμα, κάτι ρεβίθια χωρίς λάδι αλλά πολύ ωραία, κάτι κολοκύθια ψητά στη σχάρα με μια σος περίεργη, κάτι ζυμαρικά σαλάτα, ένα ψωμί που είχαν ψήσει στον πέτρινο φούρνο τους. Έφαγαν με όρεξη κι ύστερα τους έβγαλαν καρπούζι και πεπόνι που ήταν πολύ δροσερά, αφού τέλειωσαν με τα φρούτα κάθισαν να δουν τους ολυμπιακούς αγώνες που έδειχναν οι δυο τηλεοράσεις, είχε ηρεμήσει κανονικά όμως μέσα του έβραζε καθώς πίσω του είχε αφήσει υποθέσεις ανοιχτές που έπρεπε να τις κλείσει , άλλωστε χρειαζόταν ένα διάλλειμα όχι κάτι παραπάνω, το μυαλό του ήταν σ’ αυτά που τον περίμεναν πίσω στην πόλη.

Όπως μιλούσαν τους ρώτησε για κάποιον που ήξερε ότι ζούσε σ’ εκείνο το χωριό «ήταν φίλος του παππού μου» τους εξήγησε «είχαν πολεμήσει μαζί στην Αλβανία, εκεί γνωρίστηκαν, όταν κατέρρευσε ο στρατός γύρισαν μαζί, κοιμήθηκαν τρεις νύχτες στα βουνά, στη Βάλια Κάλντα κοντά στο Μέτσοβο, έκανε τόσο κρύο που μια νύχτα ο παππούς μου δεν άντεχε, τότε ο φίλος του έστρωσε ένα μεγάλο πουρνάρι στο χιόνι και μετά κοιμήθηκε πάνω του για να τον γλυτώσει από την παγωνιά» - « κατάλαβα ποιον λες» είπε ο πατέρας του παπά «δε ζει πια, ο εγγονός του που είναι μεγάλος πια έχει τ’ όνομα του»...

Όλα πήγαιναν πρίμα κι αυτός σκεφτόταν ότι η ιδέα για κείνη την εκδρομή ήταν πολύ πετυχημένη όταν, χωρίς να το καταλάβουν, η συζήτηση γύρισε πάλι στα εμβόλια που όλη η οικογένεια εκτός από τον πατέρα, δεν ήθελε να τα κάνει. Η κουβέντα όσο πήγαινε άναβε κι ο παπάς εκεί που ήταν ήσυχος άρχισε να φωνάζει και να κοκκινίζει, η αλήθεια ήταν ότι δεν τον ήξερε πολύ καλά, πιο πολύ ο φίλος του είχε πάρε δώσε μα ζί του και τώρα προσπαθούσε να τον ηρεμήσει, εκείνος δεν ήθελε να του πάει κόντρα όμως ο παπάς είχε πάρει φόρα, μιλούσε θεολογικά, μετά το γύριζε στα νομικά, ύστερα στα ιατρικά, πετούσε συνέχεια αποσπάσματα από βιβλία εκκλησιαστικά και κείμενα πατερικά που δεν είχαν καμιά αξία αλλά έκαναν εντύπωση αν δεν ήξερες, έλεγε ένα σωρό βλακείες και λίγο - λίγο πιάστηκαν εκεί πέρα άγρια. Του παπά άρχισαν να του ξεφεύγουν κάτι κουβέντες , «είσαι ανόητος, αδαής, ανοικτίρμων, το εμβόλιο είναι ο προάγγελος της αποκάλυψης, δε βλέπεις τα σημεία των καιρών ! ». Τον κοιτούσε εκεί πέρα και σκεφτόταν αν έπρεπε να πιαστεί μαζί του, φιλοξενούνταν εκεί πέρα κι έπρεπε να δείξουν σεβασμό «πάτερ με όλη την εκτίμηση, εγώ δε χρησιμοποίησα τέτοιους χαρακτηρισμούς, θα έπρεπε να είστε πιο προσεκτικός, δεν τιμάτε το σχήμα σας, υποτίθεται ότι υπηρετείτε μια θρησκεία της αγάπης και εσείς ξεχειλίζετε από φανατισμό και μισαλλοδοξία » του είπε κι εκείνος σταμάτησε απότομα σα να τον χτύπησε κάτι.

Κανείς δε μιλούσε και μια παγωμάρα απλώθηκε, η μητέρα του παπά σηκώθηκε να μαζέψει τα πιάτα κι ο πατέρας του άρχισε ν’ αλλάζει τα κανάλια για να καλύψει την αμηχανία του.Ο παπάς σαν να μετάνιωσε που είχε ξεφύγει έγειρε πίσω στη θέση του αναστενάζοντας κι αυτός για να του δώσει χώρο και χρόνο είπε ότι ήθελε να περπατήσει λίγο και τράβηξε κατά την κορυφή του μικρού λόφου, όταν έφτασε στο εγκαταλειμμένο κτίριο είδε ότι πίσω του ερχόταν ο πατέρας του παπά, σκαρφάλωσαν μαζί τις τσιμεντένιες σκάλες κι από το μπαλκόνι που είχε μείνει στα μπετά αντίκρισαν τη φοβερή θέα κάτω στη θάλασσα. «Εδώ πέρα ήθελαν κάποτε να φτιάξουν το καλύτερο γηροκομείο της περιοχής…» είπε ο πατέρας του παπά « η μητρόπολη θα το διαχειρίζονταν και περίμεναν να μαζέψουν τους πιο πλούσιους αλλά ο δεσπότης που ήταν πολύ ανοιχτομάτης έπαθε ανακοπή μια μέρα που κολυμπούσε στην πισίνα του κι έτσι όλα έμειναν στη μέση, άμα ζούσε ο δεσπότης ο γιος μου θα ήταν τώρα διευθυντής εδώ πέρα αλλά δε βαριέσαι, ίσως έτσι να είναι καλύτερα»

Δεν μπορούσε να μη παραδεχτεί τη σοφία του ανθρώπου που είχε τόσο καλά φτιάξει τη ζωή του, για κάμποσα λεπτά δε μίλησαν μόνο κοίταζαν κάτω το πέλαγος που απλώνονταν και τα καράβια που σεργιάνιζαν πηγαίνοντας από το ένα νησί στο άλλο. «Πόσο γεροί ήταν οι άνθρωποι τότε…» ακούστηκε σιγανά ο πατέρας του παπά «…κοιμόταν μες τα χιόνια κι άντεχαν»- «Ναι..» είπε αυτός «…ήταν πολύ δυνατοί, συγνώμη που μίλησα έτσι στο γιο σας» συμπλήρωσε κι ο άλλος χαμογέλασε κατά πως το χε συνήθειο, «δεν πειράζει, του χρειάζεται, εγώ του μιλώ πολύ χειρότερα…»

Όπως έφευγαν ο παπάς μιλούσε με τον άλλον και μόνο την ώρα που αυτός έμπαινε στο αμάξι τον κοίταξε μια στιγμή και τον ξεπροβόδισε. Βγαίνοντας από το χωριό έψαχναν για βενζινάδικο όμως δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά κι ούτε υπήρχε κανείς να τους δείξει που να πάνε, τελικά βρήκαν ένα μισοεγκαταλειμμένο , γέμισαν το ντεπόζιτο κι από κάτι χωματόδρομους βγήκαν τελικά στο μεγάλο δρόμο, είχε περάσει πια το μεσημέρι αλλά ο ήλιος χτυπούσε με μανία τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου που είχαν πάρει φωτιά, το αμάξι κατάπινε τα χιλιόμετρα σαν να προσπαθούσε να ξεφύγει από τον καύσωνα ενώ ο αέρας έμπαινε με μανία απ όλες τις μεριές . 

Δευτέρα 9 Αυγούστου 2021

ΣΤΟ ΝΗΣΙ

 

Εκεί πέρα στο νησί δούλευαν σα σκυλιά, από το πρωί μέχρι το βράδυ,  μες τον ήλιο κα στον αέρα,  στην ταράτσα και στο υπόγειο,  τα είχαν δώσει όλα,  έπρεπε να τελειώσουν το ξενοδοχείο για να προλάβουν τη σεζόν, ο Ιούνιος είχε μπει για τα καλά και φοβόταν  ότι θα έχαναν  τους τουρίστες που όπου να ναι θα γέμιζαν τον τόπο. Το ξενοδοχείο βρισκόταν σ’ ένα λόφο ψηλά πάνω από το νησί, κι ανήκε σ’ έναν τύπο νεαρό που το είχε κληρονομήσει από τον μπαμπά του. Ήταν λίγο νευρικός κι όλη την ώρα τους έλεγε:  «Παιδιά  πάμε σφιχτά να προλάβουμε κι εγώ δε θα σας αφήσω έτσι!» έτσι λοιπόν  είχαν πέσει με τα μούτρα να το τελειώσουν. Ήταν ένα μικρό συνεργείο, ο Γιάννης,  ένας παλιός μάστορας που ήταν ο πιο έμπειρος μαζί με τον  Ηλία,  έναν  γίγαντα ξανθό που έκανε τις βαριές δουλειές. Κάθε χρόνο  δούλευαν στα νησιά επισκευάζοντας σπίτια  και ξενοδοχεία για ενοικίαση,  μαζί τους είχαν  αυτή τη φορά και το Νίκο,  ένα παιδί γύρω στα εικοσιπέντε που πρώτη φορά δούλευε σε νησί.  

Στο μεταξύ είχε μπει το καλοκαιράκι κι αυτοί είχαν σκάσει, βρίσκονταν σ’ ένα τόσο ωραίο μέρος και δεν μπορούσαν να βγουν μια βόλτα, να κάνουν ένα μπανάκι, να φάνε κάνα καλαμαράκι,  να δουν καμιά γκόμενα να ξελαμπικάρουν λίγο,  καθόταν εκεί σα τους μαύρους και δούλευαν όλη μέρα. Το πράγμα προχωρούσε αλλά ο ιδιόκτητης όλο και κάτι καινούργιο έβγαζε,  «Παιδιά πρέπει να κάνουμε και το υπόγειο, είναι και η ταράτσα που θέλει μια μόνωση, οι σκάλες  δεν γίνονται όπως πρέπει, η περίφραξη θέλει κάποιες διορθώσεις…»  Όσο δούλευαν τόσο πιο πολύ δουλειά έβγαινε ώσπου στο τέλος τους την έδωσε και ζήτησαν μια προκαταβολή να δουν κάνα φράγκο στο χέρι, να πάρουν τ’  απάνω τους.   

«Ότι θέλετε παιδιά!» τους είπε ο ιδιοκτήτης και τους έδωσε μια μπροστάντζα,  όχι πολλά αλλά  δεν ήταν άσχημα. Για λίγο έστρωσαν τα πράγματα όμως  ύστερα  άρχισε πάλι τη γκρίνια : «Παιδιά δε θα προλάβουμε, δε γίνεται έτσι,  θα με κρεμάσετε,  εγώ σας εμπιστεύτηκα,  πάμε πολύ  αργά,  έρχονται τα πρώτα γκρουπ, σας έχω δώσει προκαταβολή, πρέπει να τρέξουμε». Το σκέφτηκαν λίγο, έπεσαν πάλι με τα μούτρα και  το έργο προχωρούσε ακόμα καλύτερα, όταν τέλειωσαν  με τους σοβάδες και τη στέγη που ήταν μεγάλο μανίκι  ένιωσαν καλύτερα,  είχαν ακόμα κάμποσα να διορθώσουν  αλλά το πράγμα έδειχνε ότι έστρωνε, το ξενοδοχείο είχε γίνει  όμορφο, όχι σαν τ’ άλλα γύρω,  κάπως διαφορετικό, πιο απλό αλλά ωραίο ρε φίλε, παραδοσιακό, έδενε με το τοπίο, αφού μερικοί ντόπιοι είπαν ότι αυτό θα γινόταν το καλύτερο κτίσμα του νησιού.

Έμενε ένα τελευταίο κομμάτι, ο τοίχος στην πρόσοψη του κτηρίου. Έπρεπε να γίνει από  μια πέτρα που έβγαζαν στο νησί και ήταν πολύ χαρακτηριστική, κάπως κοκκινωπή με ραβδώσεις, σ’ αυτόν τον τοίχο ήθελαν να δώσουν πολύ προσοχή γιατί θα ήταν η βιτρίνα του ξενοδοχείου. Όλοι είχαν κουραστεί αλλά έκαναν κουράγιο, άλλωστε βρίσκονταν στα τελειώματα,  έκαναν υπομονή σκεφτόμενοι ότι τελείωναν τα βάσανα τους, θα γύριζαν στα σπίτια τους επιτέλους και μπορεί να έκαναν  μια γύρα  στο νησί να το δουν λίγο.  Κι εκεί που λέγανε ότι  όλα κυλούσαν καλά ο ιδιοκτήτης άρχισε να γίνεται  στριφνός, είχε όλο και περισσότερες απαιτήσεις  κι άρχισε να γκρινιάζει πιο πολύ σα να είχε πάθει κάτι :  «Εγώ σας πληρώνω κι εσείς καθυστερείτε, τα πρακτορεία  με πιέζουν, την άλλη βδομάδα φτάνει το πρώτο γκρουπ κι εγώ  πνίγομαι από την αγωνία  και  το άγχος,  δεν είστε εντάξει,  κάντε κάτι, δε πάμε καλά » τους είχε μαυρίσει την ψυχή.

Όμως δεν ήταν μόνο αυτό, πρόσεξαν ότι ενώ το βράδυ έχτιζαν τον τοίχο το πρωί τον έβρισκαν γρατζουνισμένο ενώ μερικές  πέτρες είχαν βγει από τη θέση τους. Όταν ρώτησαν τον ιδιοκτήτη τι στο διάβολο γινόταν εκείνος τους είπε ότι είχε πάρει μια γυναίκα αρχιτέκτονα  που έλεγε ότι δεν το έκαναν  σωστά,  δεν τοποθετούσαν καλά τα υλικά,  δεν ήταν  ευθυγραμμισμένο το ντουβάρι, η δουλειά τους ήταν πολύ ερασιτεχνική,  δεν ήταν μοντέρνα. Ο Γιάννης που ήταν ο πιο παλιός ήξερε ότι ο ιδιοκτήτης ήταν βλάκας κι εκείνη η αρχιτεκτόνισσα για τα μπάζα αλλά καθώς τέλειωναν είπε να δώσει τόπο στην οργή.  Έκατσαν ακόμα μια μέρα και δούλεψαν πιο πολύ από κάθε άλλη φορά,  το  βράδυ ο τοίχος ήταν τζιτζί  ρε φίλε, ευθυγραμμισμένος, σένιος, σουπερ,  δεν είχε ξαναγίνει τέτοια δουλειά όμως  το πρωί που ξύπνησαν τον βρήκαν πάλι γρατζουνισμένο,  ε τότε τους ανέβηκε στο αίμα στο κεφάλι.

Αντί όμως να πάνε και να πλακώσουν τον άλλον τον ηλίθιο ο Ηλίας πρότεινε να  κάνουν ένα διάλειμμα, να πάρουν ένα ρεπό, να ηρεμήσουν λίγο, για μια μέρα δε χάλασε κόσμος! Μπανιαρίστηκαν, σενιαρίστηκαν, έβαλαν τα καλά τους  και βγήκαν στο χωριό  κάτω στη θάλασσα. Εκεί ρε φίλε ήταν παράδεισος, ωραία μαγαζιά, τουριστριούλες ξανθιές από την Ευρώπη όλο χαμόγελα, ήπιαν τα ποτάκια τους,  ο πιο νεαρός  είχε κι ένα σουξέ με μια γαλλιδούλα,  το βράδυ κοιμήθηκε μαζί της και πρέπει να είχαν βγάλει γούστα,  οι άλλοι ήταν παντρεμένοι και τό παιζαν σοβαροί και καλά, όμως είχαν περάσει τζάμι ρε φίλε,  επιτέλους,  το χρειάζονταν!  Όπως ήταν  σακατεμένοι τόσες μέρες με τα μερεμέτια έπεσαν ξεροί για ύπνο, το πρωί που ξύπνησαν  βούτηξαν στη δροσερή  θάλασσα  που  γυάλιζε, και κατά το μεσημεράκι  έπεσαν σα λυσσασμένοι στο  φαγητό,  μιλάμε τόσες μέρες την έβγαζαν με κονσέρβες και σάντουιτς, είχαν ρέψει  κι ότι τους έφερνε ο εστιάτορας το καταβρόχθιζαν σα να μην είχαν φάει από τότε που γεννήθηκαν!

Τώρα είχαν στανιάρει, είχαν ανανεωθεί  κι ήταν αποφασισμένοι να τελειώσουν κι ας είχαν να καθαρίσουν  τους στάβλους του Αυγεία. Κατά το μεσημέρι που ο ήλιος έκαιγε τον τόπο κι αυτοί  σα κολασμένοι πελεκούσαν τις πέτρες  ήρθε ο ιδιοκτήτης  να τους δει κι έβαλε μπρος την ίδια κασέτα,  μάλιστα τώρα ήταν πιο ερειστικός, πιο επιθετικός : « Δεν θα τελειώσουμε καλά…» άρχισε να λέει «…εγώ σας πλήρωσα κι εσείς γλεντάτε, πάτε με τις  γκόμενες,  έχω χαλάσει το καλοκαίρι μου και θα μπω μέσα,  έχω ένα κάρο υποχρεώσεις, άλλα συμφωνήσαμε κι εσείς κάνετε ντόλτσε βίτα αν δεν μπορείτε να μου το πείτε να πάρω άλλους  αλλά να μου δώσετε πίσω την προκαταβολή…»

Τώρα είχε ξεφύγει, όλοι τον κοιτούσαν αποσβολωμένοι κι  ο Γιάννης που ήξερε απ αυτά  τα πήρε στο κρανίο,  «Κοίτα να δεις …» του είπε « Το έργο  τελειώνει κι εμείς δουλεύουμε σαν τα σκυλιά  ως το βράδυ,  μη μας ζαλίζεις,  δε μας βοηθάς!»  Όμως ο ιδιοκτήτης έμοιαζε να μην ξέρει τι του γίνεται κι έπιασε  ν’ απειλεί θεούς και δαίμονες,  τότε πετάχτηκε ο Ηλίας  ο γίγαντας και τον πήρε παραμάζωμα:  «Ρε ηλίθιε που να πάρει ο διάβολος το  ξενοδοχείο σου γιατί  χαλάς κάθε νύχτα τον τοίχο,   τι στο διάβολο θέλεις  μη μας ζαλίζεις τον έρωτα, βλάκα, δεν καταλαβαίνεις ότι δε βοηθάς  ούτε  μας ούτε  σένα!» - «Μάζεψε τη γλώσσα σου πρόσεχε πως μου μιλάς !»  του είπε ο ξενοδόχος που είχε κοκκινίσει μέχρι τα μπούνια, «Θα σας δείξω, θέλω τα λεφτά μου πίσω,  τόσον καιρό με κοροϊδεύετε, δεν έχετε κάνει τίποτα»

Κανονικά θα έπρεπε να είναι πιο συγκρατημένος απέναντι στον Ηλία που τον κοίταζε από ψηλά όμως ο άλλος είχε  χάσει την μπάλα,  «Δεν έχετε ιδέα απ’  αυτή τη δουλειά, εγώ μίλησα  με τη φίλη μου που είναι  αρχιτέκτονας  και μου είπε   «που τους βρήκες αυτούς τους μαστόρους δεν ξέρουν τι τους γίνεται». Τώρα το πράγμα πήγαινε αλλού,  «Κοίτα μη σου πω τίποτα…»  του φώναξε ο Γιάννης  «Πήγαινε στο διάβολο κι εσύ κι η δουλειά σου, εμείς φεύγουμε,  είσαι ηλίθιος,  δεν ξέρεις τι σου γίνεται,  στην πραγματικότητα δε θες να τελειώσει το έργο θες να μας έχεις εδώ και να μας τυραννάς»- «Θέλω πίσω τα λεφτά μου!» άρχισε ο άλλος που πλέον παραληρούσε,   «Θα σας πάω στα δικαστήρια, εσείς γλεντάτε ενώ   εδώ ήρθατε  για δουλειά!»-  « Ρε τσόγλανε…» μούγκρισε ο Ηλίας,  «Θα σου δώσουμε λογαριασμό, σε βάλαμε νταβατζή στο κεφάλι μας,  ότι θέλουμε  θα κάνουμε και δε σε κόφτει, κράτα τα λεφτά για την κάσα σου!» του είπε  κι άρχισε να μαζεύει τα εργαλεία τους ενώ ο πιτσιρικάς ο ξενοδόχος απειλούσε καθώς στέκονταν  σε απόσταση ασφαλείας : «Θα σας πάω στα δικαστήρια, θα σας κλείσω μέσα!» - « Άντε ρε βλαμμένε, άχρηστε, λαμόγιο» του φώναξε ο  Ηλίας «Αποτυχημένε, παράσιτο της κοινωνίας».  

Κάπως έτσι τελείωσαν όλα κι αφού δεν τους βγήκε η δουλειά  αποφάσισαν όλοι να περάσουν τις καλύτερες διακοπές της ζωής τους. Έμειναν εκεί πέρα άλλη μια βδομάδα,  έφαγαν όλα τα λεφτά τους,  γύρισαν  το νησί απ’ άκρη σ’  άκρη,  πήγαν κρουαζιέρες, ο μικρός  τα έφτιαξε με τη γαλλίδα και ήταν ερωτευμένος,  οι άλλοι έτρωγαν κι έπιναν σαν άρχοντες,  νοίκιασαν ένα αμάξι και πήγαν στα καλύτερα μέρη του νησιού, σε πρασινάδες, σπηλιές,  αμμουδιές, εκκλησάκια, ψαρότοπους γεμάτους με λυθρίνια μαγιάτικα,  μελανούρια  και χταπόδια, το βράδυ κοιτούσαν τον ήλιο να γέρνει μέσα στα κύματα χρωματίζοντας το σύμπαν ολόκληρο, ήταν όνειρο, τέτοιες  διακοπές δεν είχαν ξανακάνει στη ζωή τους.

Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΣΤΗ ΡΩΜΗ

 

Στη Ρώμη έκανε πολύ ζέστη, υπερβολική,  η πόλη ήταν τεράστια, απλωμένη  και του έκανε εντύπωση το ποτάμι που τη διέσχιζε,  στην Ελλάδα δεν έβρισκες κάτι τέτοιο, ένα τόσο  μεγάλο ποτάμι να περνά μέσα από  μια πόλη,  αυτό ήταν το πιο εντυπωσιακό,  το παιδί που τους ξεναγούσε κι έμενε εκεί πέρα τους είπε ότι το χειμώνα φούσκωνε και γινόταν τεράστιο,  τα νερά του έφταναν σχεδόν μέχρι το ύψος του δρόμου, ήταν φοβερό θέαμα . Περνώντας μια παλιά πέτρινη γέφυρα βρέθηκαν σε μια εκκλησία  που είχε τα  λείψανα του αγίου Βαρθολομαίου,  ήταν ένα μεγάλο κτίριο δίπλα στο ποτάμι, τον Τίβερη,  αυτές λοιπόν ήσαν οι εκκλησίες των καθολικών,  τεράστιες κολώνες υψώνονταν από τις δυο μεριές,  ένιωθες ότι εκεί πέρα είχε πέσει πολύ χρήμα κι έπρεπε να ψάξεις  για να βρεις το στοιχείο το θρησκευτικό .

Το Πάνθεον του φάνηκε  κι εκείνο υπερβολικό , απίστευτο,  πόση πέτρα είχαν ρίξει εκεί πέρα,  βέβαια μη ξεχνάς  ότι η πόλη  ήταν το κέντρο της αυτοκρατορίας,  όλα τα πλούτη του κόσμου εκεί μαζεύονταν,  όλοι οι τεχνίτες της οικουμένης εκεί δούλευαν,  ήταν φυσικό λοιπόν. Από το αεροπλάνο είχε δει  και το Κολοσσαίο,  αμέσως το αναγνώρισε καθώς το σκάφος έγερνε  για να προσγειωθεί,   από κοντά είδε και τις θέρμες,  τα λουτρά δηλαδή του Καρακάλα,  ήταν κι αυτά τεράστια,  απίστευτοι όγκοι,  και τα τείχη στην είσοδο της πόλης πελώρια κι εκείνα, καμιά σχέση με τα ελληνικά,  αυτά εδώ ήταν  έξω από κάθε μέτρο όμως και πάλι εδώ ήταν κάποτε η πρωτεύουσα όλου  του κόσμου,  έπρεπε λοιπόν με κάποιον τρόπο να το δείξει .

Κοντά στο μεσημέρι είχαν ξεκινήσει την περιοδεία, περπάτησαν  κάμποσο όταν άρχισε να του τη δίνει  κι αρνήθηκε να προχωρήσει παραπέρα, η ζέστη ήταν πολύ σπαστική  και δεν καταλάβαινε γιατί  έπρεπε να τυραννιέται μέσα στα στενά που έβραζαν ή να κάθεσαι στα τραπέζια με τους τουρίστες που έτρωγαν  με τον ιδρώτα να τρέχει στα πρόσωπα τους. Δεν πήγαινε στο διάβολο,   είχε ξεποδαριαστεί,  θα τα έβλεπε μια άλλη φορά,  δεν είχε καμιά όρεξη,  κάθισε λοιπόν εκεί σ’ έναν πέτρινο τοίχο   βλέποντας δυο μικρά κοριτσάκια που έβαζαν το κεφάλι κάτω από μια βρύση και γίνονταν μούσκεμα για να δροσιστούν.

Οι άλλοι είχαν σκάσει μαζί του,  «Κάτσε δω και μη κουνηθείς μέχρι να γυρίσουμε!» του είπαν επιτακτικά επειδή φοβούνταν μη τον χάσουν  κι αυτός συμφώνησε,  δεν ήθελε  να τους χαλάσει τη φάση,  «Θα πάμε στη Φοντάνα  ντι Τρέβι να βγούμε φωτογραφίες και να φάμε παγωτό!» -  «Εντάξει παιδιά!» τους είπε  και δεν είχε κανένα θέμα, άλλωστε  την είχε πατήσει και στο Λονδίνο όπου όλοι λέγανε  «Θα δεις πράγματα που δε θα τα χορταίνεις!» κι αυτός μετά από λίγο είχε βαρεθεί τη ζωή του, το  μουσείο με τα αγάλματα και τους πίνακες δεν του έλεγε τίποτα,  μα τι βλακεία,  τι τα είχαν μαζέψει όλα εκεί πέρα, ήθελε να σηκωθεί και να εξαφανιστεί όπως ήταν,  οι άλλοι που ήταν  πιο νορμάλ είχαν γίνει έξαλλοι «Μα τι σπαστικός είσαι ρε παιδάκι μου! Δε σε ξαναπαίρνουμε μαζί μας!»  πραγματικά,  άμα του καρφώνονταν μια ιδέα μπορούσε να χαλάσει τον κόσμο.

Βρήκε ένα μεγάλο κτίριο και μπήκε μέσα,  στην αρχή δεν ήξερε που βρισκόταν, σε κάθε δρόμο  υπήρχαν τόσα αξιοθέατα που έχανες την  μπάλα, απλά  μπήκε  μέσα στο πρώτο κτίσμα που βρήκε μπροστά του, εκεί πέρα  για κάποιο  λόγο η θερμοκρασία  ήταν πολύ ευχάριστη, μάλλον εξαιτίας των τεράστιων  συσκευών  κλιματισμού που χρησιμοποιούσε.   Έκατσε σ’ ένα παγκάκι ξύλινο προσπαθώντας να χαλαρώσει και τότε μόνο  κατάλαβε ότι βρισκόταν σε  εκκλησία, γύρω  μερικοί τουρίστες  κοίταζαν το θόλο ψηλά όπου  υπήρχαν  ένα σωρό ζωγραφιές με έντονα χρώματα,  κόκκινα, κίτρινα,  γαλάζια,  ασυνήθιστες εντελώς, έμοιαζαν μ’ αυτές που υπάρχουν στα μουσεία,  πολύ περίτεχνες. Στη μέση του ναού ήταν  ένα άγαλμα  μαρμάρινο, γυαλιστερό,  και πιο μπροστά  ένας καθρέφτης γερμένος όπου  όλοι έσκυβαν  να δουν τον αντικατοπτρισμό από τις ζωγραφιές του θόλου,  ήταν ένα θέαμα πολύ εντυπωσιακό  εκεί μπορούσες να δεις   όλες τις  λεπτομέρειες, τα χρώματα, τα ρούχα, τα πρόσωπα, επιτέλους  χαλάρωσε κι αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα, έπειτα θα έβγαινε  στο  σημείο που είχαν συμφωνήσει να βρεθούν με τους άλλους .

Γυρνώντας το βλέμμα  είδε το μεγάλο, ξύλινο κουτί όπου εξομολογούσαν  και το μέρος όπου στέκονταν ο χορός για  να πει τους ύμνους, εκεί πρέπει να βρισκόταν και το εκκλησιαστικό όργανο.  Μια εικόνα στον τοίχο του  άρεσε,  έδειχνε τον Άγιο Χριστόφορο να κρατά στον ώμο του το μικρό Χριστό, έμοιαζε με τις ελληνικές,  και μια άλλη ήταν ωραία με μια επιγραφή ελληνική,  μπορούσες να διαβάσεις   «… ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία…» Σίγουρα είχε πέσει πολύ χρήμα εκεί πέρα,  μη ξεχνάς ότι τότε οι πάπες εξουσίαζαν όλη την Ευρώπη,  όλο τον κόσμο,  ήταν πανίσχυροι κι έφτιαχναν τα μέγαρα και τις εκκλησίες τους όλο και μεγαλύτερα,  όλο κι εντυπωσιακότερα,  έλεγχαν όλες τις χώρες προς το σκοτεινό βορρά, μέχρι την Ιρλανδία  αποκομίζοντας κέρδη απ’ όλες τι γωνιές της ηπείρου. Ένα ζευγάρι από νέα παιδιά μπήκε  εκείνη τη στιγμή κι ο άντρας πρώτος  γονάτισε στο μαρμάρινο πάτωμα, τον ακολούθησε και η κοπέλα,  «Τελικά  η εκκλησία ότι και να γίνει σε εξανθρωπίζει,  είναι πολιτισμός» σκέφτηκε βλέποντας τα παιδιά  που προσεύχονταν , «κι εδώ λοιπόν πιστεύουν»  σκέφτηκε μέσα του .   

 Σηκώθηκε κι άρχισε να περιεργάζεται το χώρο, όπως χάζευε τις γωνιές και τα προσκυνήματα είδε μια πόρτα μικρή και δοκίμασε να την ανοίξει,  αν έβρισκε κάπου εκεί πέρα μια βρύση να πλυθεί λίγο και ν’ αλλάξει ένα μπλουζάκι θα ήταν πολύ καλή περίπτωση. Η πορτούλα άνοιξε και βρέθηκε  σ’ ένα διάδρομο με κάτι απλά κάδρα  δεξιά κι αριστερά που απεικόνιζαν αγίους καθολικούς,  το μέρος του φάνηκε πολύ οικείο,  έμοιαζε με προαύλιο μοναστηριού,  επιτέλους έβρισκε κάτι που του θύμιζε τις εκκλησίες στην πατρίδα! Περπάτησε μέχρι το τέλος του διαδρόμου κι εκεί βρήκε μια μικρή κάμαρα με μια  βρύση στο κέντρο της όπου έτρεχε νερό συνέχεια μέσα από το στόμα ενός παιδιού χάλκινου, «επιτέλους  νερό τρεχούμενο!» ψιθύρισε,  βιάστηκε να πλυθεί κα να βγάλει την ιδρωμένη μπλούζα του,  έβρεξε  πολλές φορές το πρόσωπο του να ξελαμπικάρει κι αμέσως ένιωσε που καλύτερα, τι ζέστη είχαν φάει ρε φίλε τόση ώρα τώρα όμως ήταν όλα εντάξει, ετοιμάζονταν να  φύγει αλλά ένιωσε ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί μαζί του  κι ανατρίχιασε,  γυρίζοντας αντίκρισε έναν  καλόγερο με καφέ ράσο και χαρακτηριστικά πολύ αδυνατισμένα  σα να ήταν ετοιμοθάνατος.   Τον χαιρέτησε μ ένα νεύμα όμως ο άλλος έμεινε ασάλευτος  στη μέση του στενού διαδρόμου,   «μπορώ να περάσω;» του έδειξε με νοήματα  όμως ο άλλος  σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και δεν κουνιόταν καθόλου,   έκανε ένα βήμα κατά το μέρος του και  δοκίμασε να περάσει δίπλα του όμως ο καλόγερος  τον έσπρωξε με μια δύναμη που δεν  περίμενε από έναν τόσο αδύνατο άνθρωπο,  δοκίμασε ξανά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να παλεύει με κείνον τον τύπο που έδειχνε σα να ήταν φτιαγμένος από πέτρα,   του την έδωσε,  έβαλε και κείνος όλη του τη δύναμη και για μερικά λεπτά ήταν σα να δοκίμαζαν ο ένας την αντοχή του άλλου, ένιωθε ότι σε λίγο θα κατέρρεε κι ήθελε να του  πει «εντάξει φίλε τελείωσε το αστείο»  όμως απότομα  ο καλόγερος υποχώρησε  και μιλώντας με μια φωνή πολύ βαθιά,  του  είπε  κάτι  περίεργο,   «Ημέτερος εί  ή των υπεναντίων; » προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε  εκείνη η φράση και που την είχε ακούσει,   «Μα πως μιλάς ελληνικά, ποιος είσαι;»  τον ρώτησε κι έσκυψε να μαζέψει τη τσάντα του που είχε πέσει κάτω όμως με το που σήκωσε το κεφάλι δεν υπήρχε τίποτα εκεί γύρω,  μόνο σιωπή κι ερημιά σα να ησύχασε  ξαφνικά ησύχασε  όλη η πλάση.

Είχε γίνει μούσκεμα κι ανέπνεε λαχανιασμένα  όμως προτού  προλάβει να συνέλθει είδε  να έρχεται προς το μέρος του  ένας άλλος τύπος με άσπρο κολάρο σαν αυτά που έχουν οι καθολικοί ιερείς,  και τον ρώτησε κάτι στα αγγλικά,    «Τι κάνεις εδώ;» - « Ήθελα να πλυθώ λίγο αλλά  ήρθε εκείνος ο καλόγερος και  δε μ’ άφηνε να φύγω - « Ποιος καλόγερος;»  ρώτησε ο άλλος  «Ένας  αδύνατος πολύ με  καφέ ράσο»-  «Μα δεν υπάρχει εδώ καλόγερος» -« Πως γίνεται αφού τον είδα,  ήταν  αδύνατος,  κάπως μελαχρινός αλλά χλωμός πολύ,  ακριβώς σαν εκείνον  εκεί! »  είπε δείχνοντας ένα κάδρο  στον τοίχο «Μα αυτός είναι ο άγιος Ιγνάτιος,  πως γίνεται;» φώναξε ο ιταλός κι άρχισε να σταυροκοπιέται μ’  ολόκληρη την παλάμη ψιθυρίζοντας  κάτι λατινικά ακαταλαβίστικα.

Τότε μόνο κατάλαβε,  ώστε αυτό ήταν λοιπόν,  η εκκλησία ήταν αφιερωμένη  στον Ιγνάτιο Λογιόλα,  τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών,  κάτι είχε διαβάσει γι αυτόν,  ήταν λέει πολεμιστής κι είχε πάρει μέρος σ’ ένα σωρό μάχες και πολέμους   αλλά  μετά τα παράτησε όλα και στράφηκε στη θρησκεία ,  θυμόταν και την εικόνα του που είχε δει σε μια γωνιά,  δίπλα στο εξομολογητήριο,  ζωγραφισμένη και γεμάτη χρώματα,  εξαϋλωμένη. «Ξέρεις…» του είπε ο ιερέας, «…είναι η δεύτερη φορά που εμφανίζεται,  αυτό είναι πολύ περίεργο,  πες μου τι  σου είπε;»   «Κάτι από τη Βίβλο, δεν κατάλαβα,  μάλλον ρωτούσε  ‘’είσαι μαζί μας ή με τους εχθρούς’’, ήταν πολύ  παράξενο ».  

Ο καθολικός συνέχισε να σταυροκοπιέται μ’  ολόκληρη την παλάμη  κι αυτός σκέφτηκε ότι αρκετά είχε δει εκείνη τη μέρα, γυρνώντας στο σημείο από όπου είχε μπει είδε τ’  άλλα παιδιά που γελούσαν χαρούμενα «Που είσαι  ρε μεγάλε;» του φώναξαν  έτοιμοι να τον κοροϊδέψουν γιατί  δεν είχε έρθει μαζί τους όμως  τον είδαν  πολύ ήρεμο και του είπαν  «Καλά εσύ μονάχα στην εκκλησία θα έβρισκες το στοιχείο  σου!»

Του έδειχναν τις φωτογραφίες όπου φαίνονταν όλοι   αναψοκοκκινισμένοι ,  είχαν φάει βέβαια παγωτό που έλεγαν ότι ήταν υπέροχο κι είχαν πίσω τους,  καθώς χαμογελούσαν,   τα σιντριβάνια με τα νερά, ζήλευε λίγο ήταν η αλήθεια κι οι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα,  τον είχαν συνηθίσει.  Έπαιρναν  πια το δρόμο  για να γυρίσουν στο αμάξι τους περνώντας μέσα από κάτι στενά παλιά με μαγαζιά στις γωνίες όπου πουλούσαν αμφορείς και χρυσαφικά.  Σταμάτησαν μια στιγμή σ’ ένα παρεκκλήσι να βγάλουν μια ακόμα φωτογραφία κι αυτή τη φορά πόζαρε κι αυτός μαζί τους,  ξαφνικά τον έπιασε μια δίψα σα να καιγόταν,   «Να εκεί πίσω  τρέχει νερό!» του φώναξε ένα κορίτσι  από την παρέα και τράβηξε κατά κει που είχε δει νωρίτερα τα παιδιά  να βρέχουν τα κεφάλια τους. Το νερό ήταν  πολύ κρύο, παγωμένο, ότι ακριβώς χρειαζόταν,  ήπιε αχόρταγα σα να μην είχε ξαναπιεί στη ζωή του κι όταν σήκωσε το κεφάλι πάνω του στεκόταν εκείνος ο καταραμένος καλόγερος  ο Ιησουίτης,  « Λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου..,» του είπε με κείνη τη φωνή που ήταν σα να έβγαινε από τον τάφο,  «Ο γαρ τόπος ώ συ έστηκας επ’ αυτού άγιος εστί !»        

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...