Παρασκευή 24 Μαρτίου 2017

ΣΤΙΣ ΚΟΡΦΕΣ ΤΩΝ ΗΛΙΑΧΤΙΔΩΝ

Δε μπορούσα να καταλάβω ότι εκείνη τη στιγμή ακριβώς πάθαινε το έμφραγμα, που να το ξέρω ρε φίλε, είχα ακούσει αλλά πρώτη φορά μου τύχαινε κάτι τέτοιο, τον έβλεπα εκεί μπροστά μου να ιδρώνει και να σφίγγεται  δίχως λόγο και δεν ήξερα τι να κάνω, έμοιαζε αποκαμωμένος, του έδωσα ένα ποτήρι  νερό που μου ζήτησε καθώς βαστούσε το στήθος του σα να υπέφερε, τον έβαλα να καθίσει και κάλεσα ασθενοφόρο.

Δουλεύαμε μαζί αρκετό καιρό εκεί κάπου  στο κέντρο, κόντευε τα εξήντα κι η ράχη του είχε αρχίσει να κυρτώνει, κάπνιζε βέβαια και κάνα δυο πακέτα, έπινε κιόλας. Τον καταλάβαινα, δεν αντέχονταν διαφορετικά εκείνη η δουλειά ειδικά με το αφεντικό που είχαμε, σου μιλάω ήταν εντελώς παλαβός , όταν δεν ήταν πιωμένος έψαχνε κάποιον να ξεσπάσει τη μανία του, δε μπορούσες να καθίσεις μαζί του πολύ καιρό. Μια παραμονή της πρωτοχρονιάς είχαμε δουλέψει όσο δε πήγαινε, είχαμε βγάλει καλά λεφτά, όλοι ήταν χαρούμενοι, οι παρέες έρχονταν γελώντας  και πλήρωναν ότι κι αν τους ζητούσαμε, κι εγώ είχα πάρει καλό μεροκάματο, όλοι έμοιαζαν σε καλή διάθεση, ήταν από κείνες τις σπάνιες στιγμές . Κι όμως κι εκεί βρήκε ευκαιρία και τον δάγκωσε τον άλλον, τον έκανε άνω κάτω για μερικά καταραμένα φραγκοδίφραγκα που υποτίθεται ότι έλειπαν απ’ το ταμείο, έτσι ήταν, δεν άντεχε να σε βλέπει χαρούμενο, κάτι πάθαινε, μια ζήλια αφόρητη τον έπιανε, ένα κόμπλεξ χαοτικό, μιλάμε πολύ ηλίθιος!

Βέβαια κι ο άλλος πήγαινε γυρεύοντας, με είχε σκάσει, μου την είχε δώσει, τον είχα προειδοποιήσει, είχε νοσηλευτεί μια φορά τότε που τα πόδια του είχαν πρηστεί κι έτρεχε στους γιατρούς, στην αρχή πρόσεχε μετά ξεχνιόταν κι έκανε ότι να ναι. Τον έβλεπα τα βράδια να δουλεύει για κάτι αργόσχολους, βαρεμένους πελάτες και τρελαινόμουν, ‘’’Ρε, σήκω φύγε, θα κάτσω εγώ, πήγαινε σπίτι !’’ - ‘’Όχι, δε φεύγω!’’ απαντούσε με πείσμα  ‘’Εσύ άμα θες φύγε!’’ και φυσικά εγώ την κοπανούσα ‘’Δε πα να κάνει ότι θέλει ο βλαμμένος!’’ έλεγα από μέσα μου και τον άφηνα εκεί πέρα μέχρι αργά.

Όμως θάπρεπε να προσέχει, κόντευε τα εξήντα κι οι γιατροί του συνιστούσαν ξεκούραση, ήταν ζήτημα χρόνου να πάθει κάτι . Και δεν ήταν ο μόνος, όλοι εκεί πέρα στο κέντρο έτσι ήτανε, δε μπορούσα να τους καταλάβω, έρχονταν το πρωί κι έφευγαν αργά το βράδυ, πότε ξεκουράζονταν, πότε κοιμόντουσαν, πότε βλέπανε τις γυναίκες και τα παιδιά τους; Κάτι πάθαιναν όλοι εκεί πέρα και δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν, μιλάμε για εθισμό κανονικό, την αγαπούσαν βέβαια την αγορά, ήταν η ντόπα τους, εκεί είχαν φάει όλη τη ζωή τους κι ήταν σα να ήθελαν να πεθάνουν εκεί πέρα…

Του άρεσαν όλα στην αγορά,  τα πρωινά ιδίως.  Οι φούρνοι είχαν ξεκινήσει από νωρίς, τα καφέ ετοίμαζαν τυρόπιτες βάζοντας τη μουσική λίγο δυνατά, καθόταν έξω απ’  τις πόρτες στήνοντας αυτί ν’ ακούσει κανένα τραγούδι που θα έδινε λίγο χρώμα στη μέρα του. Είχε ζήσει  τις καλές  εποχές,  τότε   που το χρήμα έρρεε άφθονο κι όλοι έβγαζαν γούστα,   καμιά φορά όταν είχε πιει  λίγο παραπάνω  μιλούσε για  το κέντρο με τις φωτεινές επιγραφές και τη φασαρία, εκεί που χτυπά η καρδιά της πόλης. Μια εποχή,   μου έλεγε,   είχε τόσο κόσμο έξω απ’ το μαγαζί που άμα σήκωνες το κεφάλι έβλεπες μια θάλασσα να περιμένει μέχρι το απέναντι στενό, ‘’ Δεν μπορείς να το πιστέψεις αν δεν το δεις!’’ μουρμούριζε...

Πιο πολύ του άρεσε η αγορά την άνοιξη τότε που μεγαλώνει η μέρα συνέχεια και το καλοκαίρι μοιάζει να πλησιάζει καλπάζοντας. Περνούσε κάθε πρωί απ’ τα λουλουδάδικα εκεί όπου έβγαζαν ζουμπούλια γαλάζια και ροζ, η μυρουδιά που απλώνονταν στον αέρα θύμιζε Πάσχα. Οι εργάτες του δήμου κλάδευαν δέντρα ρίχνοντας φως στους σκοτεινούς δρόμους και μπορούσες πλέον να δεις μέχρι κάτω μακριά κατά τη θάλασσα. Τα μεσημέρια τα συνεργεία του δήμου περνούσαν ν’ αδειάσουν τους κάδους κι οι εργάτες με τα φωσφοριζέ γιλέκα έριχναν νερό άφθονο ξεπλένοντας τα πεζοδρόμια. Τα απογεύματα κοπάδια ανθρώπων διέσχιζαν τις διαβάσεις, γυναίκες στέκονταν μπροστά στις βιτρίνες με τ’ ανοιξιάτικα φορέματα, αμάξια περνούσαν με πάταγο πάνω απ’ τα μεταλλικά καπάκια των φρεατίων. Τα βράδια τα λεωφορεία όργωναν τους κεντρικούς δρόμους έχοντας σβήσει τις οθόνες τους καθώς τραβούσαν για το αμαξοστάσιο. Πολλές φορές κατέβαινε απ’  τα χαράματα τότε που ο ήλιος σκόρπιζε κίτρινους λαμπυρισμούς στην άσφαλτο κι οι μορφές των ανθρώπων έμοιαζαν να εξαϋλώνονται μες το φως  σα να χόρευαν στις κορφές των ηλιαχτίδων, α τότε ήταν όλα μαγεία αληθινή!

Ήταν ωραίο το κέντρο, είχε τη γοητεία του αλλά μέχρι ένα σημείο, παραπάνω δε μπορούσα, κάποια στιγμή ήθελα να φεύγω από κει. Κι έπειτα τον τελευταίο καιρό όλα είχαν αλλάξει, δεν ήταν όπως παλιά, είχε γίνει πιο βρώμικο, πιο άγριο, μαγαζιά εμπορικά έκλειναν αβέρτα  και τα μόνα που άνοιγαν ήταν κάτι φαγάδικα και κάτι καφέ που μάζευαν όλους τους αργόσχολους και τα ραμολιμέντα. Ζητιάνοι με μάτι που γυάλιζε κυκλοφορούσαν παντού και κάτι άλλοι τύποι ύποπτοι που διακινούσαν λαθραία, τα έβγαζαν μπροστά στα μάτια σου  από κρυψώνες ύποπτες, από τρύπες και κτίρια εγκαταλειμμένα, χρήμα μαύρο διακινούνταν και κανείς δεν έλεγε τίποτα, η αστυνομία είχε εξαφανιστεί, έλεγχοι δε γίνονταν, όλοι το είχαν συνηθίσει αν και τους φαινόταν περίεργο…

Κάποιοι  πρέπει να έβγαζαν πολύ χρήμα μ’ όλα αυτά, μια φήμη κυκλοφορούσε για ένα καράβι που  είχε  φέρει λέει  ένα φορτίο από λαθραία τσιγάρα, όλα από κείνες τις μάρκες τις πιο ακριβές, ακούγονταν ότι πουλιόταν ήδη, κάποιοι που τα είχαν δοκιμάσει λέγανε ότι δεν είχαν καμιά διαφορά από τα γνήσια.  Έλεγαν ότι όλο το φορτίο άξιζε κάπου διακόσια χιλιάρικα κι ότι μια παρέα τα είχε πάρει στη ζούλα με εβδομήντα χιλιάρικα μόνο για να τα διακινήσει μέσω αλλοδαπών κι άλλων μυστήριων που τα πουλούσαν στα πεζοδρόμια, λέγανε ότι απ’ αυτή τη μπίζνα οι τύποι είχαν βγάλει πολλά λεφτά, αρχηγός τους ήταν λέει  ένας  με σημάδια στο πρόσωπο σα να είχαν σβήσει στο μέτωπο του ένα πακέτο γόπες, τον είχα δει κι εγώ μια φορά να μιλά ψιθυριστά με το αφεντικό στο μαγαζί μας, ύστερα πέταξε το τσιγάρο που κάπνιζε έξω από έναν  κάδο…

Είχα κλείσει δυο χρόνια εκεί πέρα κι είχε αρχίσει να μου τη δίνει όλη αυτή η παρακμή, ήταν θέμα χρόνου να την κοπανήσω, είχα σκοτωθεί με το αφεντικό άπειρες φορές, όλοι μας κοιτούσαν με μάτια γουρλωμένα, δεν το πίστευαν, κάνα δυο φορές μετά από τέτοιες σκηνές είχα φύγει νομίζοντας ότι πάει τέλειωσε, ήμουν σίγουρος ότι δεν θα επέστρεφα, ότι θα με σούτερνε από κει πέρα. ‘Όμως πάντα, σου μιλάω πάντα, μου τηλεφωνούσε, είχε αυτό το συνήθειο, να σε χτυπά πρώτα κι ύστερα να σε γλείφει, έτσι γύριζα καθώς δεν είχα κάτι καλύτερο να κάνω.

Έπρεπε μαζί του να σκέφτεσαι διαφορετικά, να μη λειτουργείς λογικά, να είσαι απρόβλεπτος όπως ήταν κι αυτός, σε τελική ανάλυση όλο το θέμα ήταν ποιος θα προλάβαινε να φάει πρώτος τον άλλον, κάπως έτσι λειτουργούσε το πράγμα, κάπως έτσι πρέπει να είναι το εμπόριο, εγώ τουλάχιστον αυτό είχα καταλάβει. Κι έπειτα τα χρειαζόμουν τ’ αναθεματισμένα τα λεφτά του, τα πράγματα είχαν ζορίσει πολύ, έτσι συνέχιζα χωρίς να ξέρω που θα κατέληγε όλο αυτό. Με τον καιρό είχα μάθει απ αυτόν και τους νόμους της αγοράς, σ’ ένα μαγαζί μπορούσε να γίνεται κόλαση, οι υπάλληλοι να πλακώνονται όλη την ώρα κι όμως ο κόσμος συνέχιζε να έρχεται σα να τον τραβούσε αυτή η ανωμαλία, την έβρισκε κάπως εξωτική, μπορούσε να δει κάτι διαφορετικό και να διασκεδάσει τη βαρεμάρα και τη πλήξη του...

Όμως ο άλλος που ήταν εκεί μια ζωή δούλευε σα σκυλί και κατάπινε όλες τις αηδίες του αφεντικού δίχως να λέει τίποτα, του άρεσε το κέντρο και η αγορά, έτσι είχε μάθει, αυτή ήταν η τακτική του, κι έπειτα στην ηλικία που ήταν ποιος θα τον έπαιρνε. Δεν είχε επιλογή, όμως στο τέλος δικέ μου το πληρώνεις, αυτά μαζεύονται, δεν περνούν απέξω, καρφώνονται βαθιά μέσα σου.

Όλοι τον προειδοποιούσαν να έχει το νου του και να φυλάγεται, ο Αντώνης που είχε κάνει αυτή τη δουλειά έλεγε ότι από τους πέντε βοηθούς που είχαν δουλέψει σ’ ένα μαγαζί σαν το δικό μας πιο κάτω, οι τέσσερεις είχαν πεθάνει και μόνο αυτός την είχε γλυτώσει. ‘’Πρόσεχε!’’ μου φώναζε. Εγώ είχα βρει μια λύση βέβαια , σηκωνόμουν κι έφευγα όποτε δεν ήμουνα καλά κι ούτε έλεγα που πάω, απλά δεν άντεχα άλλο, ήθελα ένα διάλειμμα επειγόντως, οι πελάτες με ψάχνανε, αναρωτιόταν τι συνέβαινε ‘’Άστους να με ψάχνουν!’’ σκεφτόμουν. Πήγαινα μια βόλτα στα μαγαζιά, χάζευα τις εφημερίδες, έβρισκα κάνα φίλο και τα λέγαμε λιγάκι. Με είχαν μάθει κι όποτε μ’ έβλεπαν να βάζω το σακάκι τους έπιανε πανικός, μετά από κάποια ώρα μου τηλεφωνούσαν ‘’Που είσαι, έλα γρήγορα, έχουμε δουλειά!’’ και τότε γυρνούσα…

Και τώρα νάτος μπροστά μου ρε φίλε να κρατά το στήθος του και να μη ξέρεις τι να τον κάνεις,  σε μια φάση πήγε να σηκωθεί αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να σταθεί σα να μετεωρίζονταν μπροστά σε κάποιο φανταστικό κενό, έδειχνε εξαντλημένος, καθόμουν και τον κοίταζα σα βλάκας περιμένοντας βοήθεια που μου φάνηκε ότι έκανε διακόσια χρόνια να έρθει, ο μοναδικός πελάτης μάρτυρας  όλης  της  σκηνής  ήταν ένας χοντρός που είχε πιει το καταπέτασμα,  δεν ήταν ο πιο κατάλληλος για παρέα εκείνη τη στιγμή  αλλά και μόνο που βρίσκονταν εκεί πέρα ήταν μια παρηγοριά,  ‘’ Παππού μη στεναχωριέσαι ! ’’είπε σε μια στιγμή…

Το ασθενοφόρο που ήρθε τελικά  δεν ήταν αυτοκίνητο αλλά μια μηχανή μεγάλη, ο νοσοκόμος, ένας ψηλός γεροδεμένος με λίγα μαλλιά κατέβηκε από το μηχανάκι κουβαλώντας μια βαλίτσα μικρή, τον ήξερε τον δικό μου, είχε έρθει άπειρες φορές στο μαγαζί, ‘’Τι έγινε παππού; ‘’ του πέταξε ‘’Πως είμαστε;’’, του έδεσε τη συσκευή στο μπράτσο και  μέτρησε τη πίεση, προσπάθησε να τον χαλαρώσει, ύστερα έβγαλε μια μάσκα οξυγόνου απ’  την τσάντα του και του τη φόρεσε,  μετά κάλεσε ασθενοφόρο κανονικό.

Το βράδυ μάθαμε ότι ο ‘’παππούς’’ είχε πάθει το έμφραγμα και μπήκε στο χειρουργείο, όλη νύχτα είχα αγωνία μη χτυπήσει κανένα τηλέφωνο και μου πουν το χειρότερο, αυτό που δεν αντέχω σε τέτοιες φάσεις είναι να με πιάσουν απροετοίμαστο, θέλω λίγο χρόνο να το συνειδητοποιήσω, να το καταλάβω, να το χωνέψω,  μετά ας γίνει ότι θέλει, τελικά αφού δε με πήραν μέχρι το πρωί σήμαινε ότι την είχε γλυτώσει, ησύχασα.

Την άλλη μέρα γύρω στο απόγευμα πέρασε κείνος ο χοντρός ‘’Tι έγινε ο παππούς;’’ρώτησε κι όταν του εξήγησα ‘’ Φτηνά τη γλύτωσε! είπε σχεδόν από μέσα του και τράβηξε κατά τη παραλία.  Κείνη την ώρα ο ήλιος χαμήλωνε βάφοντας μενεξεδιές τις κορυφογραμμές των αντικρινών βουνών,  πλήθη κόσμου περνούσαν τις διαβάσεις των δρόμων κι  οι ακτίνες του ήλιου που έγερνε αλλοίωναν τις φιγούρες κάνοντας τες  να χορεύουν ξανά,  το κέντρο της πόλης  ζωντάνευε όπως κάθε βράδυ.

Πέμπτη 9 Μαρτίου 2017

ΤΟ ΧΝΑΡΙ ΤΟΥ ΧΙΟΝΟΚΥΝΗΓΟΥ

Παντού μες τα χορτάρια φύτρωναν λουλούδια άσπρα σα καμπανούλες, εκείνα τα λουλούδια που τα λένε ‘’κρίνα της κοιλάδας’’ ή ‘’δάκρυα της Παναγίας’’ γιατί φύτρωσαν λέει από τα δάκρυα της όταν είδε το Χριστό στο σταυρό. Όπως προχωρούσε στο δάσος άκουγε όλο και πιο δυνατά τον ήχο νερών που έπεφταν, διέσχισε ένα ξέφωτο και πίσω απ’ τα φυλλώματα είδε χιλιάδες πεταλούδες άσπρες, γαλάζιες και κίτρινες να πετούν γύρω από έναν μικρό καταρράκτη, τα φύλλα απ’ το γρασίδι αναταράζονταν κάθε φορά που έπεφτε πάνω τους μια σταγόνα, κοίταζε έκθαμβος το θέαμα, δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ποτέ κανείς δεν του είχε μιλήσει για κείνο το μέρος, πώς είχε μείνει κρυφό!

Το δάσος έμοιαζε, τόσο καθαρό, τόσο όμορφο, τόσο παρθένο που σ’ έκανε να νιώθεις αποστροφή για τα πάρκα της πόλης , οι κηπουροί δεν έδιναν δυάρα για τις αλέες και τα άλση, όλα έδειχναν παρατημένα, διαλυμένα, εγκαταλειμμένα, σαν μη νοιάζονταν κανείς γι’ αυτά, τη νύχτα κοπάδια σκύλων τριγύριζαν μέσα στους θάμνους ψάχνοντας τίποτα φαγώσιμο, οι άνθρωποι φοβούνταν να τα πλησιάσουν.

Είχε καιρό να έρθει στην πόλη, έλειπε χρόνια κι όταν γύρισε του φάνηκε ότι τίποτα δεν ήταν όπως παλιά, ένα βράδυ περνώντας έξω από ένα αστυνομικό τμήμα είδε έναν παλαβό που είχε στηθεί ώρα πολλή μπροστά στο κουβούκλιο του φρουρού μιλώντας ασυνάρτητα και βρίζοντας θεούς και δαίμονες , ο αστυνόμος καθόταν εκεί και τον άκουγε χωρίς να κάνει τίποτα, το περιστατικό του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση.

Όλα έμοιαζαν να έχουν αλλάξει, δεν ήταν όπως τα ήξερε, ο τόπος είχε γεμίσει από τύπους μυστήριους που αυξάνονταν μέρα με τη μέρα, έμπαιναν μες στα λεωφορεία κι όλοι στριμώχνονταν να τους αποφύγουν, αν κάποιος πήγαινε να πει μια κουβέντα αυτοί οι μυστήριοι άνοιγαν το στόμα τους και τότε δεν ήξερες που να κρυφτείς, ακούγονταν ότι έμπαιναν στις πολυκατοικίες μέρα μεσημέρι και παίρνανε ότι ήθελαν με θράσος απίστευτο. Οι γέροι ειδικά τους φοβόταν περισσότερο, τα βράδια δεν κοιμόταν, κλείδωναν τις εξώπορτες με δεκαοχτώ αντικλείδια κι ύστερα έβλεπαν τηλεόραση ώρες ατέλειωτες με το αυτί τους σ’ επιφυλακή μήπως ακούσουν κάτι ύποπτο.

Πιο επικίνδυνες μέρες ήταν οι αργίες, τότε ανοίγονταν τα περισσότερα διαμερίσματα, όλοι φοβόταν, η αστυνομία είχε εξαφανιστεί, ο κόσμος δεν ήξερε που να κρύψει τα λεφτά του, λέγανε ότι άμα τα έβαζες στη τράπεζα θα σου τα παίρνανε, ότι μπορούσαν να σου αδειάσουν λογαριασμούς, να σου πάρουν χρήματα χωρίς να σε ρωτήσουν, ακόμα και να ανοίξουν θυρίδες εν αγνοία σου ψάχνοντας να δουν αν υπήρχε μέσα κρυμμένο τίποτα πολύτιμο!

Τι είχε συμβεί κι είχαν αλλάξει όλα δε μπορούσε να καταλάβει, τη νύχτα έβγαινε στο μπαλκόνι του ξενοδοχείου του και χάζευε τη θάλασσα των αυτοκινήτων που διέσχιζε το δρόμο μέχρι εκεί που έφτανε το μάτι του, ασθενοφόρα περνούσαν από κάτω του ουρλιάζοντας κι όλοι έκαναν στην άκρη. Η άνοιξη είχε μπει επιτέλους αν και κάθε τρεις και λίγο συννέφιαζε κι έπιανε να βρέχει σα να μην ήθελε να ξεκουμπιστεί ο καταραμένος ο χειμώνας, ένα βράδυ που ψιχάλιζε μαλακά όλα έγιναν όμορφα ξανά, οι σταγόνες της βροχής που κρέμονταν από τα κλαδιά των δέντρων γυάλιζαν σα λαμπιόνια χριστουγεννιάτικα, τελικά ίσως δεν ήταν και τόσο άσχημη πόλη…

Μπορεί όλα να του φαίνονταν αλλιώτικα τα κάστρα πάντως στις παρυφές της πόλης τα βρήκε όπως τα είχε αφήσει, εκείνο το σημείο όπου είχε σκαρφαλώσει μικρός το βράδυ της ανάστασης και είχε καρφώσει ένα σωρό πυροτεχνήματα ήταν ακριβώς όπως το θυμόταν! Μόλις είχε πει ο παπάς το ‘’Χριστός ανέστη’’ έτρεξε, σκαρφάλωσε στο τείχος- τότε ήταν ευκίνητος σαν αίλουρος, κι άναψε όλα τα δυναμιτάκια που είχε κρεμάσει στις πολεμίστρες φωτίζοντας όλη την περιοχή μ’ εκρήξεις απανωτές που έφταναν ως τα βάθη του ουρανού, ήταν σα να είχε γίνει μέρα. Δεν είχαν κτιστεί οι πολυκατοικίες τότε κι όλος ο χώρος από την εκκλησία μέχρι τα τείχη ήταν μια αλάνα ανοιχτή, τέτοιο θέμα δεν είχε ξαναγίνει, όλοι έτριβαν τα μάτια τους, τα μικρά κρύβονταν στις αγκαλιές των μανάδων τους κάθε φορά που μια πύρινη δεσμίδα εξακοντίζονταν σα βέλος φλεγόμενο ψηλά στους αιθέρες κι ύστερα βυθίζονταν άλλοτε προς τη μεριά των πολυκατοικιών και των σπιτιών κι άλλοτε προς τη μεριά του δάσους που υπήρχε δίπλα στα κάστρα και έλεγαν ότι το είχε φυτέψει κάποτε κάποιος αυτοκράτορας ….

Τα κάστρα ήταν όπως τα θυμόταν, οι οχτώ πολεμίστρες όπου είχε βάλει τα δυναμιτάκια έχασκαν αγέρωχες, εκεί κοντά είχε χτιστεί μια εκκλησιά τεράστια, θυμόταν προτού φύγει που έριχναν τα θεμέλια. Από την αυλή της έβλεπες κάτω το λιμάνι κι όλες τις κορυφογραμμές πέρα μακριά που στεφάνωναν το τοπίο, σ ένα τσιμεντάκι εκεί στο προαύλιο της εκκλησιάς ένας τεμπέλαρος ξάπλωνε κάθε πρωί όποτε είχε λιακάδα κι αγνάντευε την πόλη που απλώνονταν από κάτω αραχτός. Σ’ ένα άλλο σημείο όπου το τείχος είχε ισοπεδωθεί από τις επιδρομές, τα κανόνια, τους βομβαρδισμούς, τις πολιορκίες, τα χτυπήματα και ποιος ξέρει τι άλλο, σ εκείνο το σημείο των κάστρων είχε σχηματιστεί ένα είδος μονοπατιού επίπεδου. Ένα απόγευμα όπως περπατούσε χαζεύοντας είδε μια νέα γυναίκα με φόρμα κόκκινη να περπατά γρήγορα πάνω σ’ εκείνο το επίπεδο σημείο των τειχών σα να έτρεχε, του φάνηκε περίεργο, τι ζητούσε εκεί πάνω, γιατί έτρεχε, ποιος τη κυνηγούσε, δε φαινόταν με τα καλά της. Περνώντας από κει μια άλλη μέρα την είδε ξανά να στέκεται εκεί πάνω και μετά να κατεβαίνει από κάτι σκαλοπατάκια που είχαν σχηματιστεί στα ερείπια από ανθρώπους που σκαρφάλωναν εκεί πέρα για ένα κάρο λόγους, από τότε την έβλεπε συχνά εκεί πάνω να στέκεται κι απορούσε….

Ένα απόγευμα αποφάσισε να την ακολουθήσει για να δει που θα πάει, δεν είχε να κάνει κάτι καλύτερο εκείνη τη μέρα και ήθελε να σκοτώσει με κάποιον τρόπο την ώρα του. Την είδε να στρίβει σ’ ένα δρομάκι γεμάτο σπίτια παλιά και βίλες κι από κει να βγαίνει απ’ την πόλη και να κατευθύνεται προς το ‘’δάσος του αυτοκράτορα’’. Ήταν σα να είχε μεταφερθεί με κάποιον τρόπο σ’ έναν άλλο κόσμο, σα να έβλεπε κάποια ταινία ή έναν πίνακα, τα άσπρα λουλουδάκια σαν καμπανούλες φύτρωναν παντού μες το χορτάρι και ο καταρράχτης έμοιαζε παραμυθένιος καθώς έριχνε τα νερά του ψηλά από ένα ρέμα που το περιστοίχιζαν περικοκλάδες κι αναρριχώμενα.

Προχώρησε προς το νερό που έπεφτε από ψηλά προσέχοντας μη πατήσει τις μικρές καμπανούλες που ήταν γεμάτες δροσοσταλίδες διάφανες, όσο πλησίαζε ένιωθε άπειρες σταγόνες να βρέχουν το πρόσωπο του, το θέαμα όλων εκείνων των δέντρων και των λουλουδιών τον έκαναν να ξεχνά γιατί είχε έρθει και τι γύρευε εκεί πέρα. Είχε πλησιάσει πολύ και μπορούσε να δει τις νεροσυρμές που έτρεχαν πάνω σε τεράστιες πέτρες από βασάλτη, μια πέτρα απ’ αυτές τις ηφαιστειακές εξείχε μέχρι έξω πολύ και μπορούσε να δεις μια σειρά από ίχνη σαν πέλματα ανθρώπινα που είχαν σχηματιστεί σαν κάποιος να είχε περπατήσει πάνω της ενώ ήταν ακόμα ζεστή . Καθώς ήταν πολύ κοντά παρατήρησε ότι πίσω από τον καταρράκτη σχηματίζονταν ένα κενό, τι να υπήρχε εκεί πέρα άραγε, έσκυψε στο πλάι από το άνοιγμα, πέρασε πίσω απ’ το νερό και κοίταξε από τη μέσα μεριά του καταρράκτη, από κείνη την οπτική γωνία οι ακτίνες του ήλιου έμοιαζαν να παραμορφώνονται μέσα από το υδάτινο πρίσμα αναδείχνοντας όλα τα χρώματα τους το μενεξελί, το κίτρινο, το λευκό, ένιωσε σαν να περνούσε σε άλλη διάσταση.

Είχε ξεχάσει γιατί είχε έρθει εκεί πέρα κι ούτε που τον ένοιαζε, ήθελε απλά λίγο ακόμα να χαρεί αυτό το εξαίσιο το μέρος, κάθισε σ’ εκείνη τη πέτρα με το χνάρια από τα ανθρώπινα πέλματα κι αισθάνθηκε το μυαλό του να αδειάζει απ’ ότι υπήρχε εκεί μέσα, ήταν μια κατάσταση μαγική μεθυστική απίστευτη, η καρδιά του αναπαύτηκε, έχασε την αίσθηση του χρόνου κι έτσι δεν κατάλαβε ότι είχε περάσει η ώρα και πήρε να βραδιάζει, δοκίμασε να βρει το δρόμο απ’ όπου είχε έρθει μα δε μπορούσε, δεν ήχε κανένα σημείο να προσανατολιστεί, σκέφτηκε ότι δεν θα ήταν και τόσο τρομερό να περάσει μια βραδιά εκεί πέρα.

Στην αρχή ήταν καλά αλλά όσο σκοτείνιαζε η νύχτα γίνονταν απειλητική, έκανε κρύο, ο μοναδικός ήχος που άκουγε ήταν το πλατάγισμα του νερού πάνω στους βράχους, δεν έβλεπε ούτε φεγγάρι ούτε άστρα ούτε κανένα φως, μόνο κάποια στιγμή που άνοιγαν τα σύννεφα έβλεπε για λίγο μια δέσμη από άστρα που έμοιαζε με μαχαίρι.


Την άλλη μέρα καθώς τραγουδούσαν οι κορυδαλλοί του λιβαδιού τον βρήκε μέσα σε μια λόχμη μια ομάδα από περιπατητές που είχαν βγει εκδρομή ανάμεσα τους κι εκείνη η γυναίκα με την κόκκινη φόρμα, το μέρος όπου είχε κοιμηθεί ήταν γνωστό ως ‘’Το χνάρι του χιονοκυνηγού’’ από κείνο το σημάδι πάνω στο βράχο. Όταν του μίλησαν απάντησε με κάτι λόγια που δεν καταλάβαιναν, μιλούσε για κάποιο ζώο σα ζαρκάδι άσπρο που είχε έρθει τη νύχτα και κοιμήθηκε εκεί κοντά του δίχως να τον φοβάται όμως δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να τον πιστέψει, όπου κι αν το έλεγε όλοι κουνούσαν το κεφάλι συγκαταβατικά κι ύστερα φεύγανε. Μετά απ αυτό κλείστηκε στον εαυτό του, δεν ήθελε να δει κανένα, , όσο κι αν το ήθελε οι συγγενείς του δεν τον άφηναν να πάει ξανά στο δάσος, του πήρε καιρό πολύ να συνέλθει.       

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...