Κυριακή 31 Μαΐου 2015

ΥΠΕΡΠΑΝΣΕΛΗΝΟΣ

''Ξέρεις πως πέθανε  ο άντρα της,  ε λοιπόν αυτοκτόνησε, τίναξε τα μυαλά του στον αέρα, δε τα πήγαιναν καλά αλλά κανείς δε το περίμενε να  τελειώσει έτσι, πήρε μια  καραμπίνα,  πήγε σ ένα σημείο απομονωμένο  κι άντε γεια.  Ο αστυνομικός που τηλεφώνησε της το είπε  έτσι εν ψυχρώ,  και  ξέρεις τι απάντησε αυτή,    ''Ποιος του είπε να το κάνει!'' δε συγκινήθηκε καθόλου, στη κηδεία δεν έριξε ένα δάκρυ, δε μπορείς να  φανταστείς πως έκανε,  όλες οι φίλες της σοκαρίστηκαν,  έπαθαν πλάκα,  δε το πίστευαν  ότι φέρονταν έτσι, εγώ την έβρισα άσχημα, δεν της μιλούσα  για πολύ καιρό!

Στην είσοδο  των δικαστηρίων, σ ένα πάγκο δίπλα στο σημείο  όπου ελέγχουν τα μεταλλικά  αντικείμενα  καθόμασταν  με τη φίλη μου, πρωί ήταν ακόμα, ένα άγχος με πιάνει πάντα σ αυτά τα μέρη,  στα δικαστήρια και στα νοσοκομεία, το στομάχι  μου σφίγγεται,  κάτι έχουν αυτοί οι χώροι που σε στρεσάρει, φαντάσου  να δουλεύεις  εκεί πέρα μόνιμα! Σε πόσες  δίκες  δεν έχω πάει σα μάρτυρας  γι  αυτή τη φίλη  που έχει μανία με τις  δίκες και  πιστεύει ότι μπορεί να  βρει άκρη από κει πέρα,  κάπου  στα υπόγεια κατεβήκαμε να βγάλουμε φωτοτυπίες,  δικηγόροι παντού,  άντρες με γραβάτες, γυναίκες με τακούνια και πόδια άγαρμπα, φάκελοι βουνά, στο κυλικείο  μερικοί υπολογιστές,  οι διάδρομοι έβγαζαν σ'  όλες τις κατευθύνσεις, ανεβαίναμε ορόφους ψάχνοντας κάτι  γραφεία, τελικά τα βρήκαμε, υπάλληλοι βλοσυροί κι  άλλοι χαμογελαστοί,  απ τα παράθυρα φαίνονταν  το λιμάνι  με τους σιδερένιους γερανούς, ωραία  θέα είχε,  σ ένα νιπτήρα πήγα να πλυθώ μια στιγμή,  ένας  αναστεναγμός πολύ βαθύς  ακούστηκε από κάπου στο βάθος,  ''Ωχχχχ θε μου !'' ήθελα να δω ποια ήταν αυτή  που αναστέναζε έτσι σα να έβγαινε η ψυχή της, βγήκα στο  διάδρομο, ερημιά...

Σε πόσες δίκες δεν έχω πάει γι αυτή τη φίλη όμως με κερνούσε  προκαταβολικά  πάντα, δε θα έτρεχα δίχως λόγο για πάρτη της!  Μες τη βδομάδα   είχαμε βρεθεί  να μ'  ενημερώσει για τα καθέκαστα, τι θα πω και τα τοιαύτα. Γυρίζαμε  στα μαγαζιά,  ήθελε να δει κάτι πουκάμισα και κάτι παντελονάκια και κάτι  συνολάκια,  μια κοπέλα  μας έδειχνε  σχέδια ωραία, μοχεράκια  με  χρώματα περίεργα, η δικιά  μου  κοίταζε τις ραφές, τα κουμπιά,  τα μανίκια, τους γιακάδες, τις τσεπούλες, όλα τα πρόσεχε, ο μπαμπάς της ήταν ράφτης γαρ.  Κάτι ωραία  καρό πήρε το μάτι της, ρώτησε  τη τιμή, μας είπαν  ένα νούμερο παλαβό, είναι  λέει ελβετικά,  τα πιο  ακριβά που υπάρχουν,  πιο πέρα κάτι ηλίθιες  δοκίμαζαν φορέματα, η δικιά  μου  έβαλε ένα γαλάζιο, είναι  λέει της μόδας φέτος, εμένα  σα κλόουν μου φαίνονταν, της το είπα!

Έξω απ'  την αίθουσα όπου θα γίνονταν η δίκη περιμέναμε τώρα  κι εγώ σκεφτόμουν γιατί είχε φερθεί έτσι εκείνη η γυναίκα, γιατί  δεν είχε συγκινηθεί καθόλου, τι της είχε κάνει ο μακαρίτης. Μπορεί να την κακομεταχειρίζονταν,  να τη χτυπούσε, να την έβριζε, να της είχε κάνει τη ζωή κόλαση,   μπορεί  να είχε απηυδήσει μαζί του κι ήθελε ν απαλλαγεί με κάποιον τρόπο,  ούτε  που το είχε σκεφτεί  ότι θα  έπαιρνε τέτοια τροπή,  δεν  ανακατεύτηκε  σε τίποτα,  απλά έγινε!  Στην ουσία ο άλλος τη βοήθησε, ίσως και να νόμιζε ότι αυτή θα ένιωθε τύψεις αλλά ατύχησε, έπεσε σε περίπτωση,  δε σου συμβαίνει κάθε μέρα ο δικός σου άνθρωπος να τινάζει τα μυαλά  του στον αέρα και να μη σ επηρεάζει καθόλου!

Οι γυναίκες βέβαια είναι  πλάσματα σκληρά, μη τις βλέπεις έτσι ευάλωτες, είναι πιο ανθεκτικές,  έχουν  τα  δικά τους ένστικτα άλλοτε μητρικά κι άλλοτε φονικά, από πιτσιρίκια ήδη είναι πιο δυνατές, πιο σκληρές,  έτσι πρέπει, αυτές διαιωνίζουν το είδος, είναι πιο χρήσιμες από μας  φίλε!  Τις φοβάμαι, δε μπορείς να παίζεις  μαζί τους, δεν είναι αστείο, έχουν πιο περίπλοκη ψυχολογική κατασκευή  κι άμα τις κυριεύει το πάθος άστα να πάνε, δεν έχεις ελπίδα, μπορούν να σε κάνουν  να τινάξεις  τα μυαλά στον αέρα, ρώτα και το μακαρίτη!

Τις βλέπεις το πρωί να βγαίνουν από το σπίτι τους φρέσκες φρέσκες, τώρα με το καλοκαίρι   φαίνονται  τ άσπρα  μπράτσα τους,  χασμουριούνται ελαφρά δαγκώνοντας  τυρόπιτες που βγάζουν από ταπεράκια, τα χείλη κολλημένα στο καλαμάκι του καφέ, όλα φυσιολογικά, όλα νορμάλ φαίνονται πάνω τους! Αρωματισμένες, φρεσκολουσμένες, καθαρές  με τις άσπρες  ζακετούλες και τα σανδάλια τους,  τα λουλουδάτα φουστανάκια τους, τις τσάντες στον ώμο, τα λιγνά ποδαράκια,  το  προφίλ  το ανάγλυφο, εσώρουχα  χρωματιστά κάτω απ το τζιν τους στο ύψος της μέσης διακρίνονται, σκουπίζουν τα γυαλιά  του ήλιου με την άκρη απ το μπλουζάκι τους δείχνοντας  ένα κομμάτι άσπρης  σάρκας...

Όμως αυτά όλα είναι μόνο η επιφάνεια, από κάτω κρύβεται το χάος,  δεν είναι να τις παίρνεις αψήφιστα, πάρε για παράδειγμα αυτή που σου λέω,  γενικά ήταν ήρεμη, χαλαρή, έδειχνε καλός άνθρωπος, βοηθούσε πάντα τις φίλες της, τους  συμπαραστέκονταν όποτε ήταν ανάγκη.  Όμως με τους  άνδρες  ήταν διαφορετική,  σκληρή  μ ένα δικό της τρόπο,  ανεπαίσθητο,  λεπτεπίλεπτο, κάπως αναίσθητη, δε καταλάβαινε τίποτα σου λέω, είχε και μια αδυναμία στους πιο μικρούς,        άλλαζε  λέει συνέχεια συντρόφους, τους  ξεπερνούσε πολύ εύκολα, δε θύμωνε μαζί τους,  δεν επηρεάζονταν στο ελάχιστο,  δε φώναζε, δεν έκανε φασαρίες, απλά τους άφηνε  πίσω σα να μην ήταν τίποτα, να φανταστείς ήταν ερωτευμένη πάλι!

Είχα περιέργεια να δω πως είναι, είχα ακούσει γι αυτήν αλλά ποτέ δεν την είχα δει, θα ήμασταν μάρτυρες κι οι δύο με τη φίλη μου γνωρίζονταν χρόνια,σε μια  βιοτεχνία όπου δούλευαν είχανε γνωριστεί, τους χρωστούσαν κάτι λεφτά, γι αυτό γίνονταν το δικαστήριο. Ήταν κολλητές,    τσουρέκια και λαμπάδες   έστελναν η μια στην άλλη το Πάσχα,  μαζί για μπάνιο πήγαιναν τα καλοκαίρια, πρέπει να έκανε καλή παρέα η γυναίκα με τα μαύρα...

Την παραμονή της δίκης  την είχα δει  κάπου στο Καπάνι όπου βρεθήκαμε οι τρεις  μας να συζητήσουμε τα της δίκης, στις στοές φυσούσε δροσερά, ποτήρια παγωμένα  μας έφερναν κι έναν δίσκο με σουτζουκάκια, πατάτες, κι άλλα  κόλπα, σ ένα ζαχαροπλαστείο  μετά  πήγαμε, υποβρύχια  και γεύσεις της Κοπεγχάγης σερβίριζαν εκεί πέρα, γλυκόριζες , βανίλιες, μαστιχωτά,  ένα απ αυτά τα τελευταία  είχαμε παραγγείλει,  η φίλη μου  κάθε χρόνο  στη Χίο πήγαινε διακοπές και το έμαθε  εκεί πέρα,   είχε  ανακαλύψει έναν οικισμό με σπίτια αναπαλαιωμένα, μεσαιωνικά, καλά  εκείνα τα χωριά ήταν λίγο τρελά,  όλο σκιές,  γαλαρίες, περάσματα από το να  σπίτι στ άλλο, έξω  στην ύπαιθρο  μαστιχόδεντρα  παντού και  σκοίνα, πέτρες,  μια φωτιά είχε πιάσει μια φορά κι έτρεχαν να σβήσουν τα δεντράκια τα καημένα,  μικρή ζημιά είχε γίνει πάντως, μοναχά  για κάνα δυο χρόνια δεν έβγαζαν εκείνα τα ρητινώδη δάκρυα…

''Δε μου είπες ότι  είναι τόσο μικρός!'' είπε  όταν με είδε, μια κανονική γυναίκα  φαίνονταν ρε φίλε, μαύρα φορούσε, δε την  έπιανε  το μάτι σου,  δε την έλεγες όμορφη κι  αυτήν, το σώμα της ήταν καλό  αλλά μέχρι εκεί, τα νύχια της περιποιημένα, μια σκιά κάτω απ τα μάτια στο χρώμα του μολυβιού,  ένα τατουάζ  μ ένα τριαντάφυλλο στον  καρπό, στο πλάι,  τη ρώτησα τι σήμαινε, ‘’Έτσι αισθάνομαι τώρα έχω κι ένα  άλλο  στη πλάτη!''  είπε γυρνώντας το σώμα  και ρίχνοντας στην άκρη τα μαλλιά της,’’ Δεν ήθελα  να φαίνεται!’’   κάτι ρόδακες ζωγραφισμένοι κι ανάμεσα τους  τα αρχικά απ τα ονόματα  των παιδιών της. Την παρατηρούσα όλη την ώρα, είχε κάτι που  δε μπορούσα να καταλάβω,  ίσως ήτανε το φυλαχτό που  κουβαλούσε πάντα. Η  φίλη μου έλεγε ότι ήταν ένα μυστήριο πράγμα  αυτό το φυλαχτό, με  κάτι σχέδια  από αστέρια  και καρδιές, της  το είχε φτιάξει μια γυναίκα  ένα βράδυ με την υπερπανσέληνο, τότε που  το φεγγάρι πλησιάζει πιο πολύ από κάθε φορά τη γη και  φαίνεται πιο κοκκινωπό  καθώς η ατμόσφαιρα απορροφά το κυανό του χρώμα.  ''Εσύ πως το βλέπεις;'' με ρώτησε σε μια στιγμή,   ''Άμα η καλύτερη σου φίλη μετά  από είκοσι τέσσερα  χρόνια σε  κατηγορήσει  πίσω απ τη πλάτη σου  δε θα την έκανες μακριά;’’ μια ερώτηση μόνο  είχα να της κάνω ‘’ Το θέμα είχε να κάνει  με άντρα;’’

Μ άφησαν κάποια στιγμή,  στη πόλη οι φλαμουριές  αρχίζουν ν ανθίζουν μοσχοβολώντας, στα κομμωτήρια κόσμος περιμένει υπομονετικά τη σειρά του,  οι καθρέφτες δείχνουν ένα βάθος που δεν υπάρχει πραγματικά, σ ένα πάρκο  κάποιο ζώο έχει σκάψει μια τρύπα βαθιά  στο χώμα, κεράσια κοκκινίζουν ανάμεσα στις φυλλωσιές, μαργαρίτες  φυτρώνουν ανάμεσα στα τριφύλλια, ροζ πικροδάφνες ανάμεσα σε θάμνους πράσινους ,  γεράνια βυσσινιά  ανθίζουν ανάμεσα στ αγριόχορτα.  Όσο περνά ο καιρός και τραβά για το καλοκαίρι  η κυκλοφορία στους δρόμους   γίνεται αποπνικτική.

Ένα τραγούδι παρακμιακό μ έχει κολλήσει  εδώ και μέρες, δε μπορώ να το βγάλω απ το μυαλό μου,  μια ζαλάδα ένιωθα, σα  χαμένο κοτόπουλο ήμουν, έργα γίνονταν στη Τσιμισκή  κι εγώ  πήγαινα  κατά  πάνω στα στρωμένα  τσιμέντα,   θα τα σβάρνιζα  όλα,  δεν υπάρχει πιο  άγαρμπος, ''Όπα!!!''  φώναξε άγρια ένας χοντρός με φόρμα βρώμικη και με ξύπνησε. Σ ένα πεζοδρόμιο  κόσμος σταματούσε μπροστά σε κάποιον κάποιον  πλανόδιο που  πουλούσε χόρτα και βότανα,  ''Τι είναι αυτό;'' τον ρώτησα ''Αγριομέντα!'', ένα  ματσάκι  ξερό  πήρα στο χέρι,  μια μυρουδιά γλυκιά  με τρύπησε,  τη  που θυμόμουν από   τότε που μ έστελνε η μάνα μου να μαζέψω  αυτά τα μαβιά  βοτάνια που φύτρωναν δίπλα σε κάτι χαλάσματα...

Έξω απ το σπίτι μου  ένας σκύλος είχε μείνει στήλη άλατος κοιτάζοντας  ένα σημείο, ποιος  ξέρει τι σκέφτονταν, στην πολυκατοικία  μου  οι ένοικοι σκοτώνονταν για την αποχέτευση που είχε βουλώσει ξανά, απειλές τρομερές  και κατάρες ακούγονταν  στα σκαλιά  των ορόφων,   στα μπαλκόνια χαλιά  έπλεναν με τα λάστιχα, γάτες ισορροπούσαν στα κάγκελα,  μια γριά  απέναντι πίσω από ένα τζάμι καθισμένη μπροστά σ ένα τραπέζι,  χαμέροπες  και σοβάδες  ξεφτισμένοι, πιάτα δορυφορικά, σωλήνες πλαστικοί, η θάλασσα στο βάθος, η θάλασσα,  τη νύχτα  στον ύπνο μου μια πόρτα   έπρεπε  να περάσω, φοβόμουν...

Τελικά ο δικηγόρος, ένα παιδί νεαρό με μούσι και γραβάτα  που  έκανε  μεταπτυχιακό στα τραπεζικά δάνεια και στις πιστωτικές κάρτες-  άκου θέμα που βρήκε, πάντως του άρεσε, τρελαίνονταν, πέθαινε για τέτοια – ο δικηγόρος  λοιπόν  αποφάσισε ότι χρειαζόταν μόνον έναν μάρτυρα, διάλεξε εμένα, η γυναίκα με τα μαύρα δεν ήρθε. Μ έβαλε να διαβάσω αυτά που είχαμε  καταθέσει γραπτώς, δε τα καταλάβαινα όλα, ήθελα να τον ρωτήσω, βιάζονταν ‘’ Θα προσθέσεις κι αυτό για να φανεί ότι έχουμε δίκιο!’’ είπε.  Εγώ δεν ήμουν σίγουρος,  δεν είχαν  γίνει έτσι ακριβώς τα πράγματα, αλλιώς τα θυμόμουν  αλλά αφού το λεγε αυτός  κάτι θα ήξερε!

 Έξω απ την πόρτα όπου θα δικάζονταν η υπόθεση περιμέναμε, ήθελα  να συγκεντρωθώ , πολύ τις φοβάμαι τις καταθέσεις,  δε μπορείς  να χαλαρώσεις, μια φορά είχα ακούσει μια  κοκαλιάρα δικηγόρο να  λέει σε κάποιον ‘’Πες του ότι  θα του κάνω  μήνυση για ψευδορκία, θα τον κλείσω μέσα, θα τον κυνηγήσω θα τον σαπίσω,  θα του βγάλω τη πίστη!’’ μου είχε  μείνει.

Ξεκίνησαν οι υποθέσεις,  ο  πρόεδρος, ένας  τύπος  νευρικός, πνιγμένος στα γένια  τις ξεπετούσε στο φτερό, δεν είχα ξαναδεί άλλον τόσο γρήγορο! Σύντομα  έφτασαν και στη δική μας, σηκώθηκα απ'΄τη θέση μου αλλά μου φώναξε:  ‘’Εσείς  περιμένετε έξω !’’ βγήκα στο χολ  προσπαθώντας  από μακριά  να καταλάβω τι γίνονταν, το  τηλέφωνο χτύπησε, ένα όνομα γυναικείο  στην οθόνη, πάντα  θέλω λίγο χρόνο να καταλάβω ποιος καλεί, δεν είμαι ακουστικός  τύπος, προς το κουφό  τείνω μάλλον,  συνήθως  μιλώ λίγο προσπαθώντας να καταλάβω  αν είναι για καλό ή για κακό συνήθως το δεύτερο συμβαίνει, ήθελα λίγο χρόνο να αντιληφθώ  με ποια μιλούσα, τελικά συνειδητοποίησα  ότι ήταν αυτή με το διαβολικό φυλαχτό,  τι στο δαίμονα  ήθελε ''Αυτό είναι γκαντεμιά!''  είπα μέσα μου.

Όπως ήμουν θολωμένος  ένας θεόρατος   αστυνομικός  με διέταξε να μπω μέσα,  μέχρι τη τελευταία στιγμή  έλεγα  ότι δε θα το πω εκείνο το ψέμα που μου είχε πει ο δικηγόρος   κι εκεί πάνω στην έδρα όταν ανέβηκα  κάτι μ έπιασε, μια τρέλα,  μια βλακεία, πάντα θέλω να κάνω κάτι παραπάνω, όλο χαζά,  και το ξεφούρνισα ‘’Ωχ ! !’’  σκέφτηκα αμέσως ‘’Τι το ήθελα, ας μη με ρωτήσουν τώρα τίποτα!''

Και με ρώτησαν,  εκείνος ο δικαστής ο νευρικός, ο πνιγμένος στη γενειάδα του, δεν άφηνε τίποτα να  πέσει κάτω,  όμως  αν αρχίσεις μ ένα ψέμα έτσι πρέπει να συνεχίσεις  αλλιώς την πάτησες, ήμουν παγιδευμένος, χαμένος,  ήθελα  κάποιο τρόπο  να ξεφύγω, ο δικαστής με κάρφωσε με τα μικρά ματάκια του ''Λοιπόν, θα μας πείτε !!!''

Τετάρτη 20 Μαΐου 2015

ΟΙ ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ ΘΕΟΙ ΤΩΝ ΝΟΤΙΩΝ ΑΣΤΕΡΙΩΝ

Έπρεπε να βρει χρόνο άφθονο, αυτό πια το είχε καταλάβει από νωρίς, χρόνο πολύ, άφθονο,  απεριόριστο!

Κάποιοι  μεγάλοι  λέει έτσι κάνανε, βρήκαν μια πλούσια γυναίκα, μια δουλειά όχι τόσο κουραστική μακριά από φασαρίες και ταλαιπωρίες και τον κάθε ηλίθιο να τους πρήζει κι έκαναν αυτό που ήθελαν, λες κι είναι μεγάλη απαίτηση, άλλοι πάλι λέει βρέθηκαν απομονωμένοι σε φυλακές, εξορίες,  ξερονήσια  κι άλλα τέτοια μέρη  ξεχασμένα απ το θεό όπου είχαν όσον καιρό υπήρχε να στοχαστούν κι έλυσαν  έτσι το πρόβλημα τους, μπορούσαν ν αφοσιωθούν σ αυτό  που πραγματικά είχε αξία!

Ήθελε κι αυτός να κάνει κάτι διαφορετικό, κάτι ασυνήθιστο, κάτι που δεν είχε κάνει και που δεν είχε σκεφτεί κανένας άλλος πρωτύτερα, κάτι απλό και συνάμα εντυπωσιακό, ωραίο και προχωρημένο πέρα από κάθε προηγούμενο, όταν έβλεπε ότι επαναλάμβανε κάτι που  ήταν  ήδη καμωμένο τρελαίνονταν, έφριττε, άφριζε, τα έβαζε με τον εαυτό του, δεν έπρεπε να ξαναγίνει!

Έπεφτε με τα μούτρα να καταλάβει τι στο δαίμονα συνέβαινε γύρω, σε τι εποχή ζούσε, τι έκαναν όλοι αυτοί εκεί έξω, που πήγαινε το πράγμα, τι άξιζε να κρατήσει, ποια ήταν η αλήθεια η κρυμμένη των πραγμάτων, τι ήταν αληθινό και τι ψεύτικο ! Ευτυχώς  υπήρχαν  κάποιοι  που  είχαν κάνει πριν τη διαδρομή,  καλά που υπήρχαν κι αυτοί που  ήταν πολύ μπροστά,  μπορούσες να τους εμπιστευτείς, τον είχανε σώσει μιλάμε, κερδίζεις απίστευτο χρόνο άμα έχεις βρει τέτοιους ανθρώπους, σε γλιτώνουν από ένα σωρό βάσανα  και ταλαιπωρίες, όμως ακόμα κι απ αυτούς  πιο πέρα έπρεπε να πάει, έτσι γίνεται, κάθε φορά πρέπει  να προσθέσεις  κι εσύ κάτι  δικό του, κάτι απ την εποχή σου,  κάτι από σένα, κάτι απ αυτά που βλέπεις να γίνονται γύρω!

Αυτοί τον σώσανε, τα βιβλία τους πιο πολύ,  καλά εκείνο το φοβερό το είχε καταβροχθίσει,  το είχε ακολουθήσει κατά γραμμα,  το είχε μάθει απέξω, τι λαχείο ήταν κι εκείνο! Στη βιβλιοθήκη το είχε ανακαλύψει είχε κι έναν φοβερό τίτλο ''Οι τετρακόσιοι θεοί των νότιων αστεριών!΄΄, των νοτίων αστεριών, άκου τι τίτλο είχε βάλει ο άνθρωπος! Όλο έλεγε να το βγάλει μια φωτοτυπία να το  χει κι όλο τα ανέβαλε ώσπου μια μέρα δεν το είδε στο ράφι και του ρθε κόλπος, δεν ήξερε τι να κάνει,  χάλασε το κόσμο μα  δε μπόρεσε να το βρει ξανά, πάει το βιβλιαράκι !

Οι φίλοι τον έβρισκαν  συχνά ανυπόφορο, το ήξερε αλλά  που να εξηγήσεις, που να δώσεις να καταλάβει ο άλλος, δεν υπάρχει χρόνος, και γιατί να χάνεις την ώρα σου, τους  έλεγε κάνα  ψέμα  να τους ξεφορτωθεί, τι βάσανο κι αυτό, να ησυχάσει, να γυρίσει στα δικά του που τον ενδιέφεραν!

Στην αρχή βασανίζονταν,  αναρωτιούνταν γιατί να  μη μπορεί να  κάνει ότι όλοι οι άλλοι, για τι  στο δαίμονα είχε γεννηθεί, γιατί να μην ήταν σαν αυτούς γύρω που έβλεπε να προχωρούν, να φεύγουν μπροστά σα ρουκέτες, να  πετυχαίνουν, να βγάζουν λεφτά, να παντρεύονται, να φτιάχνουν  τη ζωή τους, να έχουν άνεση, σιγουριά,  σα να ήξεραν τι  θέλουν απ τη στιγμή που γεννήθηκαν ανάθεμα τους, μια αγωνία  τον  έπιανε, δεν ήξερε τι να κάνει!

Και να πεις ότι  δεν ήθελε να φύγει μπροστά  όπως όλοι, ότι ήταν υπομονετικός, σιγά, καμιά σχέση, μες το άγχος βουτηγμένος  συνέχεια ήτανε, όμως δε γίνονταν, έπρεπε  να μάθει να περιμένει, μισή ζωή του πήρε όλο αυτό, πάλι καλά,  όμως δε γινόταν αλλιώς ρε φίλε, μακάρι να μη σου τύχει, πρέπει να είσαι πολύ  ξεροκέφαλος, πολύ πεισματάρης, πολύ σκληρός σε τελική ανάλυση  ώστε να πάρεις  παραμάζωμα  όλες τις τρέχουσες λογικές και τις αντιλήψεις τις κυρίαρχες κι όλα τα συμπαρομαρτούντα!

Κοιμόταν νωρίς, δεν έβγαινε πολύ, τι λέμε τώρα, πουθενά δε πήγαινε, περνούσε πολλές ώρες μοναχός του,  άνθρωπος των σπηλαίων είχε καταντήσει! Μια βόλτα στο κέντρο της πόλης κάθε πρωί,  αυτή ήταν η αγαπημένη του ώρα,  ήταν η έξοδος του όλη κι όλη. Του έφτανε ν ακούει  τη βουή του πλήθους, να βλέπει τις  κρεμασμένες εφημερίδες, τις κίτρινες πατάτες κομμένες σε φέτες που ξεφορτώνονταν έξω απ τα σουβλατζίδικα, τα πρεζόνια που κείτονταν ανάσκελα στις εισόδους των πολυκατοικιών με τα κυπελλάκια του καφέ  χυμένα δίπλα τους,  τις  κοπέλες της νυχτερινής βάρδιας απ τα  μαγαζιά με τα φρουτάκια που πήγαιναν για ύπνο  εκείνη την ώρα, τα μανάβικα που άνοιγαν  να πουλήσουν κεράσια και σύκα για γλυκό, μια μανία για φρούτα τον έπιανε τέτοια εποχή στο κατώφλι του καλοκαιριού όπως τελείωνε η άνοιξη, μα πόσα από δαύτα έτρωγε!

Πράγματα  περίεργα έβλεπε  γύρω του,  δε μπορούσε να καταλάβει τις γυναίκες, γι αυτές ήταν πιο απλό ρε φίλε, έτσι του φαίνονταν, όλο το θέμα είναι  να κάνουν παιδιά και οικογένεια,  αυτή είναι  η φύση τους, το σώμα τους το ζητά  απ τα τρίσβαθα του, πλάκα  κάνουμε τώρα, γύρω απ αυτόν τον άξονα λίγο πολύ κινούνταν  σχεδόν όλες! Τις έβλεπες όταν γεννούσαν να φρεσκάρονται, να ξαναζωντανεύουν, να ξανανιώνουν,  η επιδερμίδα τους γίνονταν  απαλή,  οι τρόποι τους  αποκτούσαν μια τρυφεράδα,  ήθελες να τις αγκαλιάσεις, να τις φιλήσεις,  να τις φας όπως ήτανε, κι όμως όταν έπρεπε να  διαλέξουν άντρα  όλο βλακείες κάνανε, όλο χαζά,  τη κρίσιμη στιγμή όλο πουλούσαν τη μπάλα, έχαναν τα μυαλά τους, ήθελαν ν αποφύγουν το λούκι και να τα καταφέρουν  μόνες τους, μα πόσο κουτές!

Πόσοι  και πόσοι δε τον είχαν αφήσει στα κρύα του λουτρού, οι πιο κοντινοί πρώτα πρώτα, μα τα ζητούσε  κι αυτός, δε τού φταιγε κανένας, τι νόμιζε ότι έκανε, ποιος νόμιζε ότι ήτανε,  αφού ήταν τόσο μάγκας ας τα κατάφερνε, τον παρατούσαν  έτσι, εν ψυχρώ, σοβαρά σου  μιλάω,  βέβαια είχαν μια υποψία, ίσως και μια ζήλια  κρυφή κατά βάθος…

Αλλά ρε φίλε συγνώμη, όμως  πως μπορούσαν να κάνουν μάθημα ηθικής αμολώντας κουβέντες βαριές  κι ασήκωτες άνθρωποι που ζούσαν σα παράσιτα χρόνια ολόκληρα, πώς γίνονταν να σε πλησιάζουν, να κάθονται  μαζί σου και να συζητούν  χωρίς ντροπή άνθρωποι που σε είχαν πουλήσει  άπειρες φορές, στο τέλος  καταντούσε γελοίο!

Πως γίνονταν να δίνουν συμβουλές άνθρωποι που είχαν  αποτύχει εντελώς, που τα είχαν κάνει θάλασσα, ρεζίλι γίνονταν μπροστά στα μάτια σου, αυτό πια δε γίνονταν να μη το δεις,  αποδεικνύονταν άχρηστοι εντελώς μιλάμε, κι αν  έβλεπες   αυτούς  που εμπιστεύονταν σου σηκώνονταν η τρίχα, μα πόσο  θεόστραβοι  ήτανε, πως ξόδευαν το χρόνο τους σε απίστευτα λάθος πράγματα, σε απίστευτα λάθος άτομα, άκυρα εντελώς, πόσο περίπλοκη έκαναν  τη ζωή τους, πόσα ψέματα έλεγαν!

Έπειτα ήταν και θέμα λογικής, δε μπορούσε να ήταν διαφορετικά, αν τα ζύγιζες θα καταλάβαινες  ότι αυτός  ήταν ο δρόμος του όσο  περίεργο κι αν φαίνονταν, ίσως δεν ήταν τυχαία όλα όσα είχε κάνει , κάθε φορά, μια φωνή εσωτερική του έλεγε προς τα που να κινηθεί, που να σταματήσει, πότε ν αλλάξει πορεία, πότε να κάνει ένα βήμα, πότε να κάνει ένα άλμα, αυτά ήταν τα πιο δύσκολα, τα άλματα, εκεί πηδούσες στο κενό κι όποιον πάρει ο χάρος!

Υποθέσεις γυναικείες κι άλλες  διάφορες  έμεναν πίσω, έπρεπε να διαλέξει, δε μπορείς  να τα χεις όλα, πέρασαν χρόνια,  δε μπορούσε να το πιστέψει ότι είχε περάσει τόσος καιρός  όμως δεν είχε άλλη επιλογή, έβλεπε τις εποχές να περνούν, τα χρόνια να προστίθενται, είχε χάσει τη μπάλα, πότε θα τελείωνε όλο αυτό!

Τα ζεστά μεσημέρια οι εξατμίσεις παραμόρφωναν τα περιγράμματα των κτηρίων, στο δρόμο αμάξια  με ζευγάρια  και τα μωρά τους στο πίσω κάθισμα, ασθενοφόρα  κίτρινα  έτρεχαν κάνοντας ελιγμούς  με τις σειρήνες τους να ουρλιάζουν, λεωφορεία  έστριβαν τσακίζοντας τον κορμό τους, κόσμος κατέβαινε  από αστικά ρίχνοντας  εισιτήρια στους κάδους, στα TIGER  οι γυναίκες  κουνιόντουσαν ακούγοντας μουσικές, οι γυναίκες πως τον φρεσκάριζαν, αυτές μονάχα!  Στις βιτρίνες  φορέματα ανοιξιάτικα  είχαν  βγάλει, στα ζαχαροπλαστεία παιδιά έπαιζαν πιάνο να  διασκεδάσουν τους πελάτες,  τύποι διάφοροι καθόντουσαν στις καρέκλες των καφέ  χωρίς να κάνουν  τίποτα, στα μπαλκόνια χελιδόνια πετούσαν ανάμεσα σε κεραίες, τα βράδια  μπάσκετ και ποδόσφαιρο έδειχναν οι τηλεοράσεις και τ αεροπλάνα χαμήλωναν όλο και περισσότερο δείχνοντας τις άσπρες κοιλιές και τους  έλικες τους που  στριφογυρνούσαν σα δαιμονισμένοι!

Και με κάποιον τρόπο  βρήκε την άκρη, το πήγε εκεί που έπρεπε, άνοιξε ένα δρόμο μέσα από βάτα και σκοίνα και περικοκλάδες κι αγριόχορτα κι όλα τα καταραμένα  αγκάθια που είχαν φυτρώσει μπροστά του και τον έκλειναν είθε να πάνε στο διάβολο  - θε μου πόσο δύσκολο ήτανε! Ρε φίλε εντάξει αλλά το είχε παλέψει, έπρεπε να βρει βοήθεια από δω κι από κει, κανένας δε σου κάνει  τη χάρη ή σχεδόν κανένας, πάντα βρίσκονται κάποιοι πιο ανοιχτοχέρηδες, πιο γενναιόδωροι, πιο χουβαρντάδες ο θεός  να τους έχει καλά, κάποιοι που  δε σ αφήνουν να γίνεις εντελώς κυνικός,  που θα σου ανοίξουν ένα παραθυράκι, θα  σε βοηθήσουν όχι με λόγια ρε φίλε, όχι άλλα λόγια, δε μπορώ  άλλα λόγια!  Γι αυτούς  μόνο ευγνωμοσύνη άπειρη μπορείς να νιώθεις, γι αυτούς  θα έπεφτες στη φωτιά  άμα στο ζητούσανε- λέμε τώρα- από κει και πέρα βέβαια  δικό σου πρόβλημα   το τι θα κάνεις και πως θα σε κόψει, και τι θα φτιάξεις και τι θα βγάλει το ξερό σου το κεφάλι!

Λένε  - και το χω δει- ότι αυτοί που κάνουν τα περισσότερα σωστά έχουν και τις πιο πολλές αμφιβολίες, οι άλλοι  είναι άνετοι, σίγουροι, το έχουν, το κατέχουν!  Και μια μέρα  όπως γίνεται στα έργα  όλα  σα ν άρχισαν ν'  αποκτούν ένα νόημα, σα να έδενε κάπου το πράγμα , σημάδια εμφανίζονταν   δεξιά κι αριστερά, ένα αίσθημα προορισμού σα να φύτρωνε μέσα του,  μπορούσε επιτέλους να σηκώσει τα μάτια  και να δει λίγο παραέξω  τη  θάλασσα  που  χρύσιζε, τις  μαμάδες με τ αμάνικα μπλουζάκια και τα επίπεδα  στήθη  να παίρνουν  τα μικρά τους απ τα σχολεία, μελανιές  φαίνονταν στα μπράτσα τους.
 

Τα αναρριχώμενα  που σκαρφάλωναν στους φράχτες ανέδυαν  μια γλυκιά μυρουδιά, βιόλες και μενεξέδες στους  κήπους με τις πορτοκαλιές, ο ήλιος  έπαιζε με τα πράσινα φυλλαράκια, τα εξαΰλωνε, τα μεταμόρφωνε, κάτι τρελά,  κάτι κουφά  χρώματα έφτιαχνε, ποδήλατα  έτρεχαν κάτω από ακακίες πλημμυρισμένες με λουλούδια  άσπρα, περιστέρια βρέχονταν σε νερόλακκους μες το γρασίδι, κορίτσια  με χαμηλά παπούτσια περνούσαν,τα πόδια τους τα χωμένα στις μπαλαρίνες, σε καλώδια  κινητών μιλούσαν ώρες ατελείωτες,  ρόδακες αστραφτερούς είχαν καρφωμένους στους λοβούς των αυτιών, φορέματα εφαρμοστά φορούσαν, γυαλιά  με φακούς σκουρόχρωμους  και σκελετούς  ασημένιους, μια ξανθιά  όμορφη που της είχε κάνει χώρο στο λεωφορείο  του είπε ''Ευχαριστώ!'' φλέβες γαλάζιες φαίνονταν στην πάνω μεριά της παλάμης της...  


Δευτέρα 11 Μαΐου 2015

ΣΤΟ ΠΑΛΑΤΙ ΤΟΥ ΑΡΧΙΚΕΡΑΣΤΗ

Το εσωτερικό  του  έμοιαζε  με σπήλαιο  τόσο  αχανές που  δε το χωρούσε  το μάτι σου, σαν έμπαινες  μέσα  μια θάλασσα από χαλιά κόκκινα απλώνονταν εμπρός σου, καλιγραφήματα  ζωγραφισμένα πάνω στα μάρμαρα, ο τρούλος  βρίσκονταν σ ένα ύψος που έφτανε  στο θεό κι όπως φωτίζονταν  έμοιαζε σαν ήλιος έτοιμος  να εκραγεί, στα τοιχώματα παράθυρα σε σχήμα λόγχης, πολυέλαιοι χιλιάδες  κρέμονταν, υαλογραφήματα  σε χρώμα  καστανοκόκκινο  και χρυσαφένιο φιλτράριζαν το φως που έμπαινε ορμητικό ξεχειλίζοντας το χώρο...

 Όλο τον κόσμο είχε γυρίσει  όμως περισσότερη εντύπωση του είχε κάνει  εκείνος  ο ναός με τους τρούλους και τα χαλιά, από παντού  έρχονταν να το επισκεφτούν εκείνο το κτίσμα το μεγαλοπρεπές και το θαυμάσιο, προσκυνητές  έπλεναν τα χέρια και τα πόδια τους  σε βρύσες,  έβρεχαν τα κεφάλια τους, ένα πέλαγος  καλυμμένων  με τουρμπάνια άσπρα βούιζε, όλοι  προσπαθούσαν ν αγγίξουν   τον αρχαίο,  πέτρινο,  υγρό  τοίχο  σα να περίμεναν να πάρουν ενέργεια  μαγική από κει με κάποιον τρόπο, έπεφταν ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε μια φρενίτιδα πάθους κι έκστασης, γίνονταν χαλασμός ...

Τρελαίνονταν να  βλέπει  τέτοια προσκυνήματα ,  είχε δει κάθε γωνιά του πλανήτη όμως  οι τόποι οι ιεροί ήταν οι αγαπημένοι του, όλα τα λεφτά του τα ξόδευε για να τους δει, είχε  πάει σε θέατρα αρχαία και κατακόμβες, είχε δει τον ήλιο  ν’  ανατέλλει  σα φλογισμένος δίσκος δίπλα στις πυραμίδες, είχε περπατήσει  σε στοές κλειστοφοβικές όπου   κεριά φώτιζαν  μονοπάτια υπόγεια , τύμβους που στήθηκαν για πολεμιστές  βασιλιάδες  είχε επισκεφτεί, τάφους κάτω απ’  το χώμα, σπηλιές που έλεγαν ότι ήταν οι είσοδοι   για τον κάτω κόσμο,  ναούς ονειρικούς  στα βάθη της Ασίας.  Στην Αυστραλία είχε δει εκείνους  τους βράχους που ξεφυτρώνουν μες την έρημο απ το πουθενά και  τους λατρεύουν οι ιθαγενείς αβορίγινες, σχέδια στην άμμο  κάπου στην λατινική Αμερική, ναούς σκαρφαλωμένους  σε νησάκια απόκρημνα καταμεσής του πελάγους  της Ιρλανδίας, εκκλησιές από μπαμπού και κυπαρίσσια  στην Ιαπωνία όπου μόνο ο αυτοκράτορας και κάτι άλλοι μυστήριοι  μπορούν λέει  να μπουν μέσα, στη Λούρδη και στο Σαντιάγκο ντε Κομποστέλλα είχε πάει κι είχε πάθει πλάκα  με τον καθεδρικό ναό της Κολωνίας,  τι ήταν εκείνο το πράγμα που υψώνονταν μέχρι τον ουρανό! 

Στην  οθόνη του κινητού  σκηνές απ τα  ταξίδια του βλέπαμε, μου εξηγούσε για το καθένα, μπύρα λεμονάδας δροσιστική πίναμε καθισμένοι στα  ψηλά σκαμπό, δέντρα πρασίνιζαν στο δρόμο φτιάχνοντας ένα πλαίσιο  σα κορνίζα, σ ένα ανθοπωλείο δίπλα ορχιδέες άσπρες με καρδιές στο χρώμα του ιωδίου,  ένα κοτόπουλο ψημένο στη σχάρα μπροστά μας, σαλάτες  ντομάτας,  πατάτες τηγανητές…

Ένα διάλειμμα  ήθελα κι αυτός ήταν ότι έπρεπε, τα βρίσκαμε,  πάντα  ανακαλύπταμε  ένα μέρος ωραίο να κάτσουμε,  πάντα κάτι ωραίο  είχε να μου πει απ τα μέρη όπου είχε πάει.  Αυτός  πλήρωνε τα φαγητά εγώ τα πιοτά, ήξερε από φαγητό,  άμα δε του άρεσε κάτι ούτε που καταδέχονταν να τ’ ακουμπήσει,  μια φορά είχαμε πάει στο εξοχικό του, μας είχε ψήσει μια ψαρούκλα έξι κιλά, την είχε χτυπήσει  στο Θερμαϊκό με το ψαροντούφεκο, ήταν  απ τα ψάρια  που μεγαλώνουν συνέχεια και γίνονται  ξέρω γω πόσα κιλά στο τέλος, είναι  λίγο  βλαμμένα  λέει  αυτά τα ψάρια, μπορεί να έρθουν κατά  πάνω σου  κι απλά πρέπει να κεντράρεις την τρίαινα,  να τα χτυπήσεις  και μετά να βγεις στην  επιφάνεια αφήνοντας   λάσκα  το καρούλι ώστε να μη σκιστεί το σώμα τους και σου διαλυθούν μες το νερό. Σου μιλάω ήταν τεράστιο  εκείνο  το ψάρι, το είχε κόψει  και το ψησε στην αυλή του,  ήταν μάστορας στο ψήσιμο, το πρόσεχε πιο πολύ απ το κρέας που μπορείς να το γυρίζεις όσες φορές θες  χωρίς φόβο, το ψάρι δεν είναι το ίδιο, δε πρέπει να σου βγει στεγνό, πρέπει να προσέξεις  τη φωτιά, το ύψος της σχάρας, το χρόνο, τα πάντα,  το είχε κάνει τέλειο μιλάμε, γλείφαμε τα δάχτυλα μας, μια σαλάτα  από μαρούλι που είχε μαζέψει απ το μπαξέ  μας έβγαλε, ρε φίλε τι ήταν εκείνο το πράγμα!



Χρειαζόμουν ένα διάλειμμα κι ο τύπος ήταν ότι έπρεπε, με είχε ενθουσιάσει εκείνος ο ναός που είχε δει,  έλεγαν  ότι  τον είχε φτιάξει ένας χαλίφης που ήταν κάποτε ο  αρχικεραστής του παλατιού,  πρώτα ήταν η κατοικία του  αλλά   ύστερα  το είχε κάνει τέμενος χτίζοντας περίπτερα,  παρεκκλήσια και  γέφυρες πάνω  από ποτάμια που περνούσαν παραδίπλα, προσθέτοντας χώρους,  μπαξέδες κι άλλα κόλπα πολλά, τον είχε δει τον αρχικεραστή σ ένα μουσείο που τους πήγανε, τον έδειχνε σ ένα  χειρόγραφο ντυμένο με φορέματα  χρυσοποίκιλτα να βάζει κρασί σε κύπελλα συνδαιτυμόνων που ήταν μαζεμένοι γύρω από ένα τραπέζι πλούσιο και τρώγανε ακούγοντας βιολιτζήδες και μουσικούς …

Χρειαζόμουν  ένα διάλειμμα  να ισορροπήσω, να ξελαμπικάρω να ξεχαστεί το μυαλό, εκείνη η δουλειά με είχε σαπίσει,  είχε τραβήξει πολύ, δεν το αντέχω όταν δεν τελειώνουν οι δουλειές, μα τι άγχος μ'  είχε πιάσει να τα τελειώσω όλα! Σε κάτι υπηρεσίες και  τράπεζες έτρεχα, πόρτες κι αμπάρες  έκλειναν  πίσω μου με πάταγο,  στα ταμεία υπάλληλοι ταλαιπωρημένοι, στη Τσιμισκή  ένας αστυνομικός μ ένα άρβυλο  σκισμένο  αφίππευε  τη μοτοσυκλέτα του,  αμάξια μαρσάριζαν νευρικά πάνω στην άσφαλτο που είχε αρχίσει να καίει,  ένας ταξιτζής  έβριζε άσχημα μια γυναίκα  που μπήκε μπροστά του, όλοι σαλταρισμένοι  έμοιαζαν…

Ίσως είναι η περίοδος περίεργη που σ επηρεάζει,  μπαίνεις σ άλλη φάση, ξεκινά η σεζόν η καλοκαιρινή,  φίλοι ετοιμάζονται να  φύγουν  για  δουλειές  στα  νησιά,  τα πρωινά  στη πόλη είναι διαφορετικά πια,  στη πλατεία του Λευκού Πύργου  κορίτσια με ταγέρ γαλάζια,  τακούνια,  φουλάρια μπορντό,  περιμένουν  το λεωφορείο του αεροδρομίου,  κάποιος   πλένει  τους μαρμάρινους πάγκους μ ένα λάστιχο, ένα παιδί σκουπίζει κρύσταλλα και τζαμάκια από ποτήρια σπασμένα.  Όπως περνάς  απ το Ναυαρίνο ναρκομανείς κείτονται  ξαπλωμένοι στο γρασίδι σε στάσεις  αφύσικες σα πεθαμένοι,  κουτιά  από μπύρες, πακέτα  από πίτσες, χαρτιά, σκουπίδια,  ένας σκύλος τυφλός  από το να μάτι. Στα πανεπιστήμια ορκωμοσίες γίνονται, μπουκέτα με τριαντάφυλλα και γαρύφαλλα, φορέματα, σακάκια,  φωτογραφίες, φλας,  κόσμος παντού γύρω στα μαγαζιά  πίνει  χυμούς φυσικούς, καφέδες, σοκολάτες παγωμένες, φοιτητές τρώνε  φρουτοσαλάτες με πιρούνια πλαστικά..

Είχα ξυπνήσει  με μια αγωνία που σε πιάνει  προτού  καν σηκωθείς απ το κρεβάτι,  νιώθεις  ότι  σε περιμένει μια μέρα δύσκολη,  ένα όνειρο είχα δει,  τάχα  μου έλεγαν ότι το σπίτι  μου δεν  ήταν δικό μου,  ότι δεν είχα δικαίωμα να μείνω άλλο εκεί πέρα,  έπρεπε να φύγω αμέσως όπως ήμουνα, εγώ τους παρακαλούσα,  ''Παιδιά  λίγο ακόμα, να χρησιμοποιήσω το μπάνιο, να κοιμηθώ μια στιγμή, να ησυχάσω, δε θα καθίσω πολύ,  ένα βράδυ μοναχά,  μετά φεύγω!’’  εκείνοι μου έλεγαν ότι δεν είχα δικαίωμα,  έπρεπε  να φύγω επί τόπου, δεν ήξερα που να πάω,  πώς να βγάλω τη βραδιά!  Κι ένα άλλο όνειρο  είχα δει,  σε μια δίκη  ήμουνα λέει  και για κάποιο λόγο καθυστερούσα,  όταν ερχόμουν στην αίθουσα η απόφαση   είχε βγει χωρίς να μ έχει  ρωτήσει  κανένας, ένορκοι βαριεστημένοι  είχαν βγάλει απόφαση καταδικαστική,  προσπαθούσα  να καταλάβω, ζητούσα εξηγήσεις,  κανείς  δεν ασχολούνταν μαζί μου, η υπόθεση  είχε  τελειώσει,  δεν είχα καμιά ελπίδα…

Χρειαζόμουν ένα διαλειματάκι κι εκεί που ήμασταν ήταν καλά,  μια κοπέλα μελαχρινή  πήγαινε   από τραπέζι σε τραπέζι πουλώντας κάτι, ένα μικρό χάνζαπλαστ  είχε κάτω απ το σαγόνι  να κλείσει ένα κόψιμο, ο δικός μου  έψαχνε  φωτογραφίες στο google του κινητού, του άρεσε πολύ, μέρη παράξενα έβρισκε,  χωράφια γεμάτα λουλούδια άγρια, μέλισσες  που βλέπουν  το υπεριώδες χρώμα  στα  πέταλα τους, καταρράχτες που παγώνουν  το χειμώνα  φτιάχνοντας έναν τοίχο γαλάζιο από κρύσταλλο, λόφοι  της Ινδοκίνας   καλυμμένοι  από  θάμνους τσαγιού  με τα  στιλπνά  φύλλα τους να γυαλίζουν  στον ήλιο, το ρήγμα  του ατλαντικού όπου λέει ο ωκεανός σχίζεται στη μέση…

Μια ψιχάλα  έπιασε, οι δρόμοι υγράνθηκαν,  δροσιά απλώθηκε κατά το δειλινό,  αμάξια αραδιάζονταν μπροστά στα φανάρια  με τα φώτα τους αναμμένα, σταυροί πράσινοι πήραν να ανάβουν στα φαρμακεία  απ έξω, μια συζήτηση είχα πιάσει μ ένα ξανθό κορίτσι,  θηλυκό  πρώτης κλάσης μ’ ογδόντα κιλά αυτοπεποίθηση, την είχα σταμπάρει,  τέλεια σ όλα, εμφάνιση, ντύσιμο, άνεση, σιγουριά, μυαλό,  βλέμμα κοφτερό σα λεπίδα, άντε να παίξεις μαζί της, θα σε καταπιεί  αμάσητο,  με κοίταξε μες τα μάτια βαθιά, ένα σκαμπό μου ζήτησε να της δώσω να καθίσει,  είχα  τόση ένταση που δε μ ένοιαζε καθόλου τι θα μου έλεγε, την είχα τη στιγμή εκείνη, το κατάλαβε!

Φωτογραφίες απ τα ταξίδια του φίλου βλέπαμε, κορίτσια  περνούσαν μπροστά μας, παίρναμε μάτι, σώματα ηλιοκαμένα κιόλας μες τα φθαρμένα τζιν κι άλλα που δεν έδειχναν το ίδιο λαμπερά όπως το χειμώνα, το φως που αρχίζει να πέφτει άφθονο τις ξεθωριάζει,  το δέρμα τους  θέλει λίγο χρόνο να προσαρμοστεί. Σώματα   αχλαδόσχημα  χαζεύαμε με  γοφούς  κυρτούς, στήθη  γεμάτα, στηθόδεσμους κεντητούς,  κάτω απ τα φανελάκια τους  κομμάτια   δέρματος λευκού  διακρίνονταν  που έσπευδαν να τα  καλύψουν τραβώντας τα ζακετάκια τους, ροζ και κίτρινα παντελονάκια  φορούσαν,  παπούτσια  αθλητικά στο χρώμα της σάρκας   του λεμονιού στα πόδια τους, άλλα πάλι φορούσαν χαμηλά παπουτσάκια  με φιογκάκια  κόκκινα, φουρκέτες,  έβαζαν  στα μαλλιά να τα κρατήσουν μακριά απ τον αυχένα για να δροσίζονται, όταν έχουν γούστο στο ντύσιμο,  στο στυλ,  στο μαλλί,  στο περπάτημα, στον αέρα που αποπνέουν  τότε σε τρελαίνουν ότι ηλικία  και να χουνε!

Περνούσαμε καλά, χαζεύαμε  το θηλυκό πρώτης κλάσης  που έπαιζε  με μας και μ άλλους  πεντέξι ταυτόχρονα, δε μπορούσα να ησυχάσω, τον διέκοπτα συνέχεια, τον είχα τρελάνει στις ερωτήσεις για  κείνη τη μακρινή χώρα με τα πελάγη των προσκυνητών, το ότι δε θ αργούσε να με στείλει στον εξαποδώ δεν υπήρχε περίπτωση και πολύ με ανέχονταν!

 Όσο άντεχε η υπομονή του ακόμα μου έλεγε για κείνον το ναό με τα χαλιά  και τα παράθυρα σε σχήμα λόγχης,  τον είχε  ανακαλύψει  περπατώντας μέσα  από στενά  και μαχαλάδες έρημους και  βρωμερούς, καλά πολύ χάλι ήταν εκεί πέρα μιλάμε,   οδηγούνταν  από μια κόγχη  του παλατιού που υψώνονταν πάνω απ όλα τ' άλλα  κτήρια, σ ένα φανάρι  ένας  άραβας  ξερακιανός  με μουστάκι  τους είχε   σταματήσει,  ήθελε το τηλέφωνο τους, φοβήθηκαν, ποιος δαίμονας ήταν εκείνος, είχαν  ακούσει ιστορίες για τουρίστες  που τους έπιασαν σ’  εκείνες τις χώρες κι έκαναν  χρόνια να φύγουν από κει πέρα, ο άραβας  τους ακολουθούσε  για ώρα πολλή …

Τελικά είχαν φτάσει στο ναό  και μπήκαν μέσα,  στέκονταν σιωπηλοί στην απέραντη αίθουσα ατενίζοντας γύρω το χώρο,  μια ησυχία όλο ‘ένταση   επικρατούσε,   μοναχά  μερικά τριξίματα και  ψίθυροι σκορπούσαν στον αέρα σα σκόνη που διαλύεται  ανεπαίσθητα,  ένα σούσουρο ακούστηκε  πίσω τους,   το πλήθος  σάλεψε όλο μαζί  σαν ένα σώμα  και στράφηκε  προς τα κει να δει τι γίνεται.

Μια τρελή ήταν  εκτός ελέγχου, στην αρχή μιλούσε χαμηλόφωνα  όμως ύστερα άρχισε να φωνάζει  κάτι ακαταλαβίστικα που  αντιλαλούσαν  εφιαλτικά  ανάμεσα στους τρούλους και στις αψίδες και στις κόγχες και στους πολυελαίους, έμοιαζε σα να έριχνε κατάρες ατελείωτες στριγκλίζοντας,  ο φίλος  πήγε κοντά,  αισθάνονταν ότι εκείνος ο χώρος  ο υπέροχος βεβηλώνονταν από κάτι κακό,  κάτι δαιμονικό, κάτι σατανικό, από κάποιον βελζεβούλη τέλος πάντων, της έπιασε το χέρι  όμως αυτή αντέδρασε απίστευτα  βίαια,  τον χτύπησε  στο στήθος με μια δύναμη που δεν την περίμενες  από  γυναίκα, είχε μετανιώσει που ανακατεύτηκε, η  τρελή εξαγριώνονταν όλο και περισσότερο, κανείς δεν ερχόταν να τον βοηθήσει, δε μπορούσε  να πιστέψει  ότι του συνέβαινε αυτό, όταν από κάπου πετάχτηκαν κάτι νταγλαράδες  γιγαντόσωμοι με άσπρα ρούχα σα ρόμπες  που πρέπει να παρακολουθούσαν τη σκηνή, άρπαξαν τη δαιμονισμένη σα πούπουλο,  την έσυραν άρον άρον σ ένα διάδρομο σκοτεινό,  άνοιξαν ένα  κρυφό πορτάκι στο τοίχο και  χάθηκαν, ησυχία απλώθηκε  πάλι στο παλάτι του αρχικεραστή.   

Παρασκευή 1 Μαΐου 2015

ΚΟΡΝΤΟΒΑ



La muerte me está mirando
desde las torres de Córdoba.

Federico Garcia Lorca   Canchion del  jinete

Αυτό είχε γίνει παλιά, τότε που  την ήθελαν και οι δυο, ο ένας την είχε γνωρίσει πρώτος,   μια νύχτα  του την είχε πέσει σ ένα μπαρ κάπου στην Ικτίνου,  στο τρίτο όροφο,  σου μιλάω για πριν  τριάντα χρόνια αυτά, απ ότι λέγανε  η γυναίκα ήταν περίπτωση,  όχι πολύ ωραία αλλά μ ένα  ταμπεραμέντο φοβερό,  μια γοητεία  πανίσχυρη, έκοβε  τα μαλλιά της πολύ κοντά κι έτσι όμως ήταν πολύ όμορφη,  σου την έπεφτε στα ίσια,  δε μασούσε,  κι έκανε καλό έρωτα, ήταν πρώτη  ειδικά με  τους αμύητους πιτσιρικάδες, ήταν η αδυναμία της, τους μάθαινε τα κόλπα, τους έκανε άντρες,  ήταν μια εποχή πιο απελευθερωμένη,  λιγότερο πουριτανική, γίνονταν πολύ περισσότερα τότε, τώρα  οι γυναίκες είναι  μόνο λόγια κι υπονοούμενα.

Κατόπι  τη γνώρισε  ο άλλος,  έζησε μαζί  της,  παντρεύτηκαν,  έκαναν και  δυο κορίτσια, όμως τον πρώτο δεν τον ξέχασε, μόλις χώρισε τον ξαναβρήκε κι έτσι άρχισε ένας μύλος ζήλιας κι αντεκδίκησης καθώς καθένας θεωρούσε ότι του ανήκε,  αυτή δεν είχε πρόβλημα...
 
Εμείς δεν είχαμε  ιδέα  για όλα αυτά,  μετά τα μάθαμε,  όταν είδαμε τον έναν να ξεχύνεται για να  φάει τον άλλον ζωντανό  τρομάξαμε, δε μπορούσαμε να τους  κρατήσουμε, μα τόση λύσσα, ειδικά  ο  ξανθός,  αυτός   που την  είχε  γνωρίσει πρώτος, ήταν έξαλλος,  έψαχνε  αφορμή ν αρπαχτεί,  ζητούσε κάτι  που θα έθιγε τον ανδρισμό του ώστε να του δώσει  δικαίωμα να ξεσπάσει τη μανία του,  ήθελε  να του πει  ο άλλος κάτι  ας πούμε για τη μάνα του,  οι άντρες  πάντα έχουν ένα  κόλλημα  όσα χρόνια κι αν περάσουν, είτε ζει  είτε έχει πεθάνει η μάνα τους είναι κάτι ιερό,  μπορούν  να σε σκοτώσουν άμα πεις κακιά κουβέντα ότι κι αν έχουν τραβήξει απ αυτήν,  είναι ένα ταμπού, ένα πράγμα  ανέγγιχτο,  κάτι βαθύ πολύ, μια  επαφή  που δε πεθαίνει ποτέ.  
Στο μαγαζί όπου γίνονταν το σκηνικό  οι τηλεοράσεις έδειχναν μπάσκετ αμερικάνικο, μια δροσιά έβγαζαν τα κλιματιστικά γουργουρίζοντας, μουσικές καλοκαιρινές έπαιζαν τα ηχεία που έτριζαν, ποτήρια και μπουκάλια στα ράφια, λουλούδια πλαστικά ανάμεσα στα κρύσταλλα, απ το τζάμι κοιτάζαμε την  προβλήτα, βράχοι σωριασμένοι μες τη θάλασσα,  ο αέρας έφτιαχνε  σχέδια πάνω στα κύματα. Στα τραπέζια έξω άνθρωποι κυκλωμένοι από   παρτέρια  με μαργαρίτες κίτρινες,  στο δρόμο νεραντζιές  γεμάτες λευκά  λουλουδάκια που έπεφταν  και σκορπούσαν στο τσιμέντο, χιλιάδες φρέσκα φυλλαράκια πετούσαν οι  θάμνοι, κοράκια και μαυροπούλια στο πράσινο χορτάρι  της παραλίας, οι λεύκες έριχναν κάτι σα βαμβάκι στο γρασίδι, γλάροι αραδιασμένοι ψηλά στις κολώνες και στα σύρματα. Όπως πλησίαζε η  Πρωτομαγιά  ένιωθες  το καλοκαίρι  που βρίσκονταν προ των πυλών, παραλίες κι ομπρέλες  σκεφτόσουν, σώματα ηλιοκαμένα, άμμο, λιοπύρι, σκόνη, αρμύρα, χαλίκια, όστρακα,  ένας πανικός σ έπιανε  να προλάβεις  ν αφομοιώσεις  όσο πιο γρήγορα γίνεται  το φως που ξεχειλίζει στην ατμόσφαιρα…

Σε μια διασταύρωση  κορίτσια  με άσπρα μπλουζάκια  μοίραζαν   στους οδηγούς  μπύρες  δίχως  αλκοόλ,  αμάξια πηγαινοέρχονταν, αεροπλάνα διασταύρωναν τις τροχιές τους ψηλά,  γκόμενες με δερμάτινα καφετιά κι άλλες με ώμους γυμνούς έφτιαχναν το ντεκολτέ τους, το τραβούσαν πάνω, το άνοιγαν, το κλειναν, σε δουλειά να βρισκόμαστε. Τα  νύχια τους  βαμμένα μισά πράσινα μισά στο χρώμα της σάρκας, μας σνομπάριζαν,  το παιζαν δύσκολες, όταν  ξέσπασε   η φασαρία όλες έφυγαν,  σκορπίσανε,  οι άντρες   κι αυτοί  λούφαξαν,  συνέχιζαν να μιλούν λες και δε συνέβαινε τίποτα ε γύρω πέφτανε  κορμιά, ποτήρια, καρέκλες…

Αυτόν που είχε παντρευτεί εκείνη  τη γυναίκα  που γούσταρε τους πιτσιρικάδες  τον ήξερα, είμαστε  λίγο φίλοι, είχε μια γλύκα ο τρόπος του κι όταν πέταξε μια φράση που δεν τη  θυμάμαι πια  μου έκανε μεγάλη εντύπωση.  Τα  μάτια του   έμοιαζαν  με  μπίλιες  γυάλινες  σ ένα χρώμα ανάμεσα στο γαλανό και στο άσπρο,  μια λάμψη σαν αστραπή  του φαίνονταν ότι έβλεπε πάντοτε στη δεξιά μεριά, οι γιατροί δε μπορούσαν να καταλάβουν από που προέρχονταν, τον έβλεπα πολλές φορές να  κρατά με τον αντίχειρα  το μάτι του κλειστό σα να προσπαθούσε να εμποδίσει   την   αστραπή  να τον χτυπήσει ''Πως   είπαμε τα όνομα σου ;''  τον είχα ρωτήσει  κάποτε  ''Είναι η δεύτερη φορά που με ρωτάς και δε μ αρέσει !''  είχε πει  και σκέφτηκα ότι   έπρεπε  να το συγκρατήσω.

Μου έλεγε για το πως  είχαν πάει με την γυναίκα  που προκάλεσε τον χαμό στην Κόρντοβα της Ανδαλουσίας  να δουν τα τείχη και τους  αψηλούς πύργους  απ τον καιρό των μαυριτανών.   Πήγαν και στον καθεδρικό ναό  που τον στήριζαν οχτακόσιες τόσες κολώνες, παντού υπήρχαν αμέτρητες  χρωματιστές καμάρες, μαίανδροι  κι αραβουργήματα που έφτιαχναν ένα λαβύρινθο χαοτικό  από γραμμές και καμπύλες…

Εκεί παρά λίγο να σκοτωθούν, ένα βράδυ  σ ένα δρόμο  το μηχανάκι τους  έπεσε πάνω σ ένα  αμάξι δίχως φώτα,  το είδαν τηΝ  τελευταία  στιγμή,  έστριψαν απότομα  και καρφώθηκαν σ έναν φράχτη,  έτρεχαν στα νοσοκομεία όλη νύχτα, αυτή  δεν ανέπνεε ούτε για δείγμα, αυτός είχε τρελαθεί, την είχαν βάλει  σ'  ένα θάλαμο, έπρεπε  να της βγάλουν τα ρούχα που είχαν κολλήσει πάνω της κι ήταν γεμάτα αίμα, μια  νοσοκόμα   έκανε νοήματα ότι ο στηθόδεσμος της κοπέλας ήταν πολύ ακριβός και δεν έπρεπε να τον σκίσουν, ούτε να τον κόψουν, αυτός ήταν ζαλισμένος, δεν ήξερε τι  να κάνει, έβλεπε λαμψεις κι αστρπές απ το δεξί του μάτι συνέχεια, τελικά  την  είχαν βαλει  όπως όπως στην εντατική, γλύτωσε…  

Μιλούσε ο τύπος για τον Χέρμαν Έσσε, τον  Ζενέ, τον Μπουκόφσκι, ήξερε αυτόν που έγραψε τον ‘’Τσελεμεντέ του Αναρχικού’’  του άρεσαν  όλα  τα  κουλτουριάρικα  μιας άλλης εποχής που την πρόλαβα  κι εγώ στο τελείωμα της , μια φορά είχε πάει να δει  τον  Καρπόφ και τον Kασπάροφ   σ ένα τουρνουά  στο ''Καψής''  το  ξενοδοχείο, είχε γίνει χαμός, είχαν έρθει από παντού να δουν  τους παγκόσμιους πρωταθλητές,  σε μια στιγμή οι δυο σκακιστές είχαν αρπαχτεί  για μια κίνηση, σηκώθηκαν όρθιοι,  ήθελαν να  τα διαλύσουν όλα,  παρενέβη ο διαιτητής,  ένας παλιός παλαιστής Ρώσος γίγαντας  που τους είπε  κάτι  χαμηλόφωνα  κι αυτοί με μιας το βούλωσαν, όλοι  έσπαγαν τα κεφάλια τους για το  τι στο διάβολο τους είχε πει… 

Πρέπει να με  πήγαινε, μ είχε καλέσει   και στο  σπίτι του  εκεί ψηλά στα Μετέωρα, καλά είχα πάθει πλάκα, δε το περίμενα τόσο  καλό, είχε  θέα σ ολόκληρη  τη πόλη, απ τη  πίσω μεριά έβλεπε  στον   περιφερειακό,  αμάξια έβλεπες να τρέχουν ανάμεσα στα δέντρα, απ την άλλη το λιμάνι  με τους γερανούς του,  ο Θερμαϊκός ολόκληρος, χάρμα!  Δεν είχε παντζούρια μόνο  κάτι  άσπρες  κουρτίνες ατελείωτες,  καλά πως καθόταν και  τις σιδέρωνε δε μπορούσα να καταλάβω, όλα με τα  χέρια του  τα είχε φτιάξει, τον πάγκο της κουζίνας  με το μαύρο γρανίτη που έλαμπε, τα τραπέζια τα λουστραρισμένα και τ άλλα τα γυάλινα με κάτι χάντρες κάτω απ το τζάμι  που  έμοιαζαν  με πέτρες πολύτιμες,  παράθυρα και καναπέδες δρύινες από ξύλο αμερικάνικο, το είχε πεντακάθαρο, άψογο,  καλά αυτός  ήταν νοικοκύρης,  όχι σαν εμάς! 

Κάποιο βράδυ είχαμε  βγει βόλτα στη πόλη, φοιτητές αργόσχολοι έπαιζαν χαρτιά στη  Ροτόντα, αναρχικοί μαυροντυμένοι μαζεύονταν για μια πορεία κάτω απ τη Καμάρα ‘’Θα σε πάω να δεις αυτόν που έγραψε τον τσελεμεντέ του αναρχικού!  είπε,  στην είσοδο μιας πολυκατοικίας κάπου στο κέντρο μια πλάκα επίχρυση με τ όνομα του ''Ήμουν καλός  δικηγόρος!''  καυχήθηκε γελώντας.  Ήξερε καλά και τ αρχαία,  μια φορά  είχε κοντραριστεί  μπροστά μας μ  έναν άλλον  για τις προθέσεις, ο άλλος είπε έξι  ο δικός μου περίμενε, μετά μου είπε  ''Μέτρα και με τα δυο χέρια!''  αράδιασε  δεκαοχτώ ''Και δυο συμπληρωματικές!''  κραύγασε,  καλά τα είχαμε δει όλα,   χτυπήσαμε τις παλάμες  ψηλά με δύναμη! 

Είχαμε πάει   τελευταία  και στη πατρίδα του τη Καστοριά, λένε ότι είναι πιο όμορφα το χειμώνα, όπως  έρχεται το καλοκαίρι τόσο περισσότερο αποζητάς την ανοιχτωσιά της θάλασσας. Στη λίμνη  κύκνοι διασταύρωναν του κυρτούς λαιμούς τους, πάπιες κουβαλούσαν χορταράκια στις φωλιές τους, πουλιά άγνωστα ξελαρυγγιάζονταν, μα πόσα πτηνά είχαν μαζευτεί εκεί πέρα, ένας ηλίθιος έκανε τζετ σκι, όργωνε τα νερά  τρομάζοντας τους κύκνους που πετούσαν μακριά,  ένα τραγούδι άσχετο ακούγονταν από κάπου, ‘’Don’t  stop the dance’...

Τη μέρα που πλακώθηκε με τον ξανθό  ήταν νηφάλιος, είχε κέφια, χειρονομούσε, φώναζε, ο κόσμος γυρνούσε να δει, ένας ζητιάνος  μας είχε πρήξει, ερχόταν κοντά  με το καροτσάκι του,  σχεδόν είχε ορμήσει στο τραπέζι μας να πάρει κάτι ψιλά που είχαμε αφήσει, πήγα να του πω τίποτα,  αγρίεψε , ‘’Μην αγγίζεις το καροτσάκι μου!’’ ήταν ο ζωτικός του χώρος που δε μπορούσε να παραβιαστεί με τίποτα, άμα τους αφήσεις λάσκα αποθρασύνονται, γίνονται ανεξέλεγκτοι, ασύδοτοι, δε μαζεύονται με τίποτα, ο αναρχικός δικηγόρος  έπιασε τα χερούλια απ το καροτσάκι και το πήγε κάνα χιλιόμετρο μακριά, εμείς γελούσαμε...

Και μετά στο καπάκι εμφανίστηκε απ το πουθενά ο άλλος, ο ξανθός, καθόταν  μόνος του ώρα πολύ σ ένα σκαμπό ψηλό, μια μουσική περίεργη  άκουγε  στο κινητό του που το είχε ακουμπήσει πάνω στο τραπέζι. Αποδείχτηκε ότι μάζευε οργή όλη αυτή την ώρα, ποιος ξέρει τι  περνούσε απ το σκοτεινό μυαλό του,  σε μια στιγμή ο δικός μου πέρασε  δίπλα του  κάνοντας έναν  μορφασμό,  πρέπει να του πέταξε και κάποια σπόντα, αυτή  ήταν η αφορμή που ζητούσε ο ξανθός για να χιμήξει,  ήταν γεροδεμένος,  δυνατός για την ηλικία του, μαινόμενος, ένα πράγμα κτηνώδες,  ένα φεγγάρι είχε κάνει  μπράβος σε μαγαζιά νυχτερινά, είχε πιει κιόλας, δε μπορούσαμε να τον σταματήσουμε  με τίποτα εκείνον τον όγκο που επιτίθονταν κατά κύματα,υποχωρούσε και ξανά επανέρχονταν πιο βίαιος σα να ζητούσε οπωσδήποτε να εκτονωθεί  κι εμείς  όλοι ήμασταν ο σάκος του μποξ που έπρεπε να δεχτούμε τη λύσσα του, ήταν  μια τρομερή σκηνή, μα τι μίσος  απύθμενο είχε, τι μπορούν να σου κάνουν οι γυναίκες ακόμα και μετά  από τόσα χρόνια!  Ο δικός μου  είχε πάρει θέση αμυντική,  εντάξει πέταξε μερικές ειρωνείες καλυμμένος πίσω από σώματα, είπε  και μερικά γαλλικά, με τα χίλια ζόρια τον διώξαμε τον άλλον τον πρώην μπράβο,
είχαμε χαλαστεί εντελώς,  η βεντέτα θα συνεχίζονταν σίγουρα…

Η σκηνή μας είχε αγριέψει, όλα διαφορετικά έμοιαζαν τώρα, , η πόλη  γύρω έδειχνε ένα άλλο πρόσωπο, άνθρωποι παγιδευμένοι στη μέση των λεωφόρων προσπαθούσαν να διασχίσουν το οδόστρωμα, αμάξια  περνούσαν  σα σφαίρες μπροστά  και πίσω τους, συνθήματα μαύρα και κόκκινα στους τοίχους και στ’ άσπρα αγάλματα.

Στα ίντερνετ καφέ γέροι βδελυροί  χαλβάδιαζαν κοριτσάκια που είχαν βγάλει τα στήθια τους στις θάλασσες και τις ακτές, φοιτητές ξημεροβραδιάζονταν παίζοντας  ηλεκτρονικά παιχνίδια,  κοπέλες με μαλλιά μαύρα και μπλούζες κόκκινες κρατούσαν  πακέτα με περιτυλίγματα που έδειχναν κουφέτα,  ακουστικά και εισιτήρια στις τσέπες τους, αλυσιδίτσες λεπτές τυλιγμένες στους καρπούς τους, μια γυναίκα  σε μια αφίσα  θύμιζε  κάποια που έψαχνα, στα καταστήματα με τα ζωάκια παπαγάλοι  με χρώματα  χτυπητά  κλεισμένοι σε κλουβιά τεράστια, στα αστικά  γυναίκες, νέες και  πιο μεγάλες, εύκολες, δύσκολες, αδιάφορης, δάχτυλα και χέρια πάνω στις χειρολαβές, γόβες, γοβάκια, μπότες, αθλητικά, γυαλιά  που καθρεφτίζουν, φώτα, φανάρια, μαγαζιά κλειστά, στόρια κατεβασμένα, μάτια, βλέμματα, δυο  κοπέλες με γυαλιά τεράστια θύμιζαν έντομα αλλόκοτα, κάτι  άλλες με μορφές επιμήκεις  έφερναν προς  ερπετά της  Αυστραλιανής ερήμου, ''Καλά τι του είπες και τα πήρε;'' τον ρωτησα, αυτός κρατούσε το δεξί του ματι σφιχτά...


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...