Πέμπτη 23 Ιουνίου 2016

TRUMPETS

...your love feels like high summer
your life is like an ocean
...your love feels like trumpets

The Waterboys


Στο χωριό το βράδυ έκανε ψύχρα μες το κατακαλόκαιρο, είχαμε παγώσει, κι ήταν κι εκείνα τα νερά τα κρύσταλλα που έτρεχαν παφλάζοντας σε μια γούρνα πέτρινη, καλά ήταν τέλεια και να σκεφτείς ότι όλη μέρα είχαμε πεθάνει απ’ τη ζέστη, υποφέραμε στα καταραμένα τα λεωφορεία περνώντας από χωριά έρημα και χωράφια γεμάτα στάρια θερισμένα και τριφύλλια που ποτίζονταν από στήλες νερού, έσκαγε ο τζίτζικας, επιβάτες κάθε τρεις και λίγο ανέβαιναν και κατέβαιναν τραβώντας και γυρνώντας απ τη θάλασσα κι εκεί πάνω στο χωριό ρε φίλε ήταν ο παράδεισος επί γης, δροσιά, νερά κρύα και κάτι φαγητά που τα ξεσκίσαμε, ο αέρας φυσούσε ανάμεσα στα παλιά σπίτια με τους χοντρούς τοίχους, καλά ήταν τέλεια!

Τα βράδια κοιμόμασταν μια χαρά σ εκείνο το χωριό, εγώ να σκεφτείς δεν μπορώ να κοιμηθώ σ’ άλλο κρεβάτι εκτός απ’ το δικό μου, όλη νύχτα στριφογυρνώ σα δαίμονας εκεί όμως κοιμόμουν σαν πουλάκι. Το πρωί δυο καρδερίνες με μια λωρίδα κόκκινη γύρω απ’ το λαιμό φλερτάριζαν πάνω σ’ ένα καλώδιο της ΔΕΗ καθώς ξεκινούσαμε για τη θάλασσα, η Β δεν τρελαίνονταν με τα νερά της παραλίας, δεν ήταν καθαρά γιατί ένα ποτάμι κατέβαζε απ το βουνό χώματα και πέτρες όλο το χειμώνα, δεν ήταν σίγουρη αν ήθελε να μπει, τελικά μπήκε, την ακολούθησα αφού με πασάλειψε πρώτα με κάτι κρέμες. Κολυμπούσε σα δελφίνι, εγώ ποτέ δεν τη χώνεψα τη θάλασσα, προτιμούσα πάντα τα δροσερά βουνά, μετά από λίγο βγήκαμε στην ακτή, καθίσαμε κάτω από κάτι πλατάνια πολύ ψηλά, μια παρέα Κινέζων, που στο δαίμονα βρεθεί κατά κει δε μπορούσα να καταλάβω, χαλούσαν τον κόσμο τρώγοντας νουντλς και καβούρια τεράστια, σανδάλια φορούσαν όλοι στα πόδια τους, για κάποιο λόγο ήμουν ήρεμος, δε βαριόμουν ένα περίεργο πράγμα, ‘’Τελικά δεν είσαι κακός για παρέα!’’ μου είπε ‘’Περίμενα ότι θα με έπρηζες με τα αγχωτικά σου αλλά τελικά είσαι εντάξει, θα σε ξαναπάρω μαζί μου !’’

Είχε το λόγο της βέβαια που φοβόταν, την τελευταία φορά που είχαμε πάει μαζί διακοπές είχα χάσει τα κλειδιά του αυτοκινήτου, δε μπορούσα να καταλάβω που στο διάβολο είχαν εξαφανιστεί, ‘’Καλά εσύ παιδί μου είσαι ντιπ βλάκας!’’ μου είχε πετάξει ‘’Κοιμάσαι όρθιος!’’ είχα φάει τον τόπο να τα βρω εκείνα τα κλειδιά τα καταραμένα, όλο πράγματα έχανα, ‘’ Δε μπορείς να σκέφτεσαι λιγότερο!’’ μου είχε πει, είχε δίκιο βέβαια, το κορίτσι ήθελε να χαλαρώσει κι εγώ όλο βλακείες έκανα, βέβαια το καλοκαίρι, οι γυναίκες είναι μες τα νεύρα, δεν αντέχουν καθόλου , μοιάζουν να τρελαίνονται, το παραμικρό τις ενοχλεί, τους προκαλεί ανησυχία κι ενόχληση, δεν θέλουν κανένα δίπλα τους, τρώγονται με τα ρούχα τους, θέλουν να τα πετάξουν όλα, μπορούν να σε πλακώσουν στο ξύλο…

Ύστερα απ’ τη θάλασσα γυρνούσαμε στο χωριό που ήταν χτισμένο ψηλά σ ένα βουνό, ωραία περνούσαμε σ εκείνο το χωριό με τα νερά τα παγωμένα που έτρεχαν μέσα σε γούρνες πέτρινες, πολύ παλιές, άλλες φορές σταματούσαμε σ’ ένα ζαχαροπλαστείο με σιροπιαστά, θα μπορούσα να φάω όλο το κουτί που παραγγέλναμε αν δεν ήταν η Β, καλά ήταν φοβερό σημείο, τα δέντρα από πάνω υψώνονταν πανύψηλα ρίχνοντας τον ίσκιο τους, από δίπλα δαμασκηνιές με φυλλώματα βυσσινιά, πεύκα και πικροδάφνες άσπρες, πελώριες, γεμάτες λουλούδια έξοχα! Φυσούσε συνέχεια σείοντας αέναα τις ροζ πικροδάφνες, σε μια αλάνα κοντά σ’ έναν φράχτη φτιαγμένο από κέδρους σε όλες τις αποχρώσεις του πράσινου καρακάξες στραπατσαρισμένες απ τη ζέστη της μέρας τσαλαβουτούσαν ανάμεσα στα χορτάρια ψάχνοντας κάτι να φάνε, λένε ότι είναι απ’ τα πιο έξυπνα πουλιά που κουβαλούν στη φώλια τους νομίσματα χρυσά κι ότι τους γυαλίσει, αν βρεις λέει το λημέρι τους μπορεί να χουν εκεί μέσα τίποτα λίρες και δαχτυλίδια, εμένα πάντως όπως χοροπηδούσαν αδέξια κι άγαρμπα στραπατσαρισμένες απ’ τη ζέστη μου φαίνονταν εντελώς ηλίθιες!

Τις είχα λυπηθεί όμως τις καημένες τις καρακάξες, τα ζώα υποφέρουν το καλοκαίρι, είναι μια εποχή σκληρή ειδικά για όσους ζουν στην πόλη, ούτε που ήθελα να θυμάμαι την κατάσταση που είχα αφήσει πίσω μου, μερικές μέρες δεν φυσούσε ούτε για δείγμα μια ανάσα να πάρεις, ζητιάνοι κι άστεγοι κοιμούνταν στα παγκάκια, ένα πρωί σε μια πιάτσα ταξιτζήδων είχα δει μια μικρή λίμνη αίματος, στην αρχή νόμιζα ότι ήταν σοκολάτα από κάποιο παγωτό ή κάτι τέτοιο μετά όμως πρόσεξα ότι ήταν αίμα, βαθύ κόκκινο σχεδόν μαύρο, ποιος ξέρει τι είχε συμβεί το βράδυ εκεί πέρα, οι ταξιτζήδες πάντως έδειχναν αδιάφοροι, μερικοί κοιμόταν με το κεφάλι πάνω στο τιμόνι, όταν ξαναπέρασα από κει είχαν ξεπλύνει με νερό τον τόπο, τα μάρμαρα είχαν ξαναγίνει άσπρα, δεν υπήρχε τίποτα πλέον...

Την είχα ξεχάσει εντελώς την πόλη, είμαστε πια αρκετές μέρες σ εκείνο το μέρος με τα παγωμένα νερά, αργόσχολος όπως ήμουν περνούσα την ώρα μου με τους χωρικούς, άλλωστε δεν ήταν σοφό να μένω πολύ ώρα με τη Β, οι υψηλές θερμοκρασίες ήταν ότι χειρότερο γι αυτήν, όταν είχε νεύρα μπορούσε να γίνει τόσο κακιά, μα τόσο κακιά σα μάγισσα! Ήταν ικανή να σε τρομάξει του θανατά, εγώ βέβαια ήξερα, η ίδια μου το είχε πει, ότι σ αυτούς που αγαπούσε έδειχνε τον χειρότερο εαυτό της σα να ήθελε να τους δοκιμάσει, να τους προειδοποιήσει κι όποιος αντέξει, τα κάνουν αυτά οι γυναίκες συχνά, δεν πρέπει να τσιμπάς, τα ήξερα όλα αυτά αλλά ώρες ώρες γίνονταν τόσο αφόρητα σπαστική που ήθελα να τη στείλω στο διάβολο να τελειώνουμε, πλησίαζαν όμως τα γενέθλια της κι έκανα υπομονή...

Έβρισκα κάτι να κάνω πάντα, κάποτε πήγαινα στη λαϊκή που γίνονταν εκεί πέρα να ψωνίσω, ωραία ήταν, όλες οι γυναίκες μαζεύονταν γύρω από τον πάγκο με τα λουλούδια, αγόραζαν μαστιχιές, ορτανσίες, μολόχες σε γλάστρες μεγάλες, βασιλικούς, ζέρμπερες, γαρύφαλλα κινέζικα, μπουκαμβίλιες, πετούνιες και κάτι άλλα λουλούδια αναρριχώμενα με τεράστια πέταλα κατακόκκινα. Κατόπιν σταματούσα στο καφενείο, είχα γνωρίσει κι έναν γέρο σ’ αναπηρικό καροτσάκι που όποτε έπινε ούζο έβγαζε έναν στεναγμό ευχαρίστησης ααααχ! Κουβαλούσε πάντα μαζί του ένα σουγιαδάκι με λάμα γυαλιστερή, μ αυτό έτρωγε, μ’ αυτό καθάριζε τα φρούτα, λέγανε ότι είχε πολλά λεφτά, είχα ακούσει ότι στο σπίτι του είχε κι ένα διαμάντι πολύτιμο που προέρχονταν απ’ το στέμμα του Αλή Πασά, οι πρόγονοι του λέει ήταν γιατροί στην αυλή του Αλβανού και τους το είχε δώσει ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους, λέγανε ότι η αξία του ήταν ανεκτίμητη, δεν τό βρισκες εύκολα τέτοιο πετράδι, είχε την ιδιότητα να μη χάνει τη λάμψη και τη λαμπερότατα του με τα χρόνια, ήταν ένα κομμάτι εξαιρετικό, σπουδαίο!

Μια μέρα ο ανάπηρος ο παππούς μου ζήτησε αν μπορούσα να του πάω στο μάστορα ένα πράγμα ασήκωτο που έμοιαζε με κοχλία ατσαλένιο, ούτε που ήξερα που στο δαίμονα το χρησιμοποιούσε, μια βίδα είχε σπάσει στο εσωτερικό του κι έπρεπε να βγει με κάποιο τρόπο, έψαχνα έναν τεχνίτη μες τη ζέστη καταϊδρωμένος, τη μέρα εκείνη έκανε ζέστη διαβολεμένη ακόμα κι εκεί πάνω, ρώτησα κάτι χωρικούς, μ’ έστειλαν σ’ έναν τύπο με φόρμες γεμάτες γράσα που είχε ένα μαγαζί σαν τρύπα στενόμακρη , πήρε τον τεράστιο κοχλία, τον στερέωσε στον τόρνο κι έμπηξε ένα έμβολο στην καρδιά του γεμίζοντας τον τόπο ρινίσματα και στενές κορδέλες μετάλλου. Καθόμουν και χάζευα τον τύπο με τα γράσα, στο μαγαζί υπήρχαν ότι εργαλεία μπορείς να φανταστείς, σφυριά, βαριοπούλες, κοπίδια, χιλιοστόμετρα, ένα τενεκεδάκι με νερό όπου κρύωνε το καυτό μέταλλο. Δούλευε με ακρίβεια κι επιμονή ο τύπος με τα γράσα, προσπαθούσε να βγάλει τη βίδα που είχε κολλήσει μες τον κοχλία, μετά τον τόρνο χρησιμοποίησε την ηλεκτροσυγκόλληση κι όλος τόπος γύρω γέμισε σπίθες λαμπερές που χοροπηδούσαν στο πάτωμα μέχρι να σβήσουν, κρατούσε μια μάσκα μ ένα μεταλλικό μαύρο γυαλάκι μπροστά της που προστάτευε τα μάτια του απ’ το τρομερό φως που έβγαζε το μηχάνημα της κόλλησης, ζορίστηκε, γύρισε το μεταλλικό κομματικό απ’ όλες τις μεριές, δεν του άρεσε, ξανάπιασε τον τόρνο…

Καθόμουν και περίμενα να μου φτιάξει ο τύπος με τα γράσα τον κοχλία, έξω απ το μηχανουργείο βρήκα μια καρέκλα διαλυμένη και κάθισα κοιτάζοντας τον τύπο με τα γράσα που δούλευε όλη την ώρα το μέταλλο, αναρωτιόμουν πως θα ήταν την άλλη μέρα η Β, θα ήταν καλή μαζί μου ή θα με έπαιρνε σβάρνα, τελικά ο τεχνίτης που πρέπει να αν ικανός πολύ, το έφτιαξε όπως ήθελε, μέτρησε με το χιλιοστόμετρο, πήρε ένα κομμάτι σίδερο και το σφυρηλάτησε ακριβώς στο μέγεθος που είχε η βίδα που έλειπε, μετά τα γυάλισε όλα με τον τροχό, σαν καινούριος έδειχνε ο κοχλίας, το ατσάλι είχε ξαναγίνει γυαλιστερό εντελώς, ο γέρος θα έμενε σίγουρα ευχαριστημένος! Το πήρα εκείνο το κομμάτι το ατσαλένιο που έμοιαζε πολύ βαρύ και κίνησα για το σπίτι του παππού, τον βρήκα να καθαρίζει με το σουγιαδάκι του ένα ροδάκινο, πήρε τον κοχλία στο χέρι, τον ζύγισε στον αέρα, τον εξέτασε απ όλες τις μεριές, ‘’Καλή δουλειά!’’ μουρμούρισε...

Την άλλη μέρα το πρωί της αγόρασα μια τούρτα, την καλύτερη που βρήκα, μέχρι και κεράκι είχε ρε φίλε αλλά είχε τόσα νεύρα που ούτε καταδέχτηκε ν’ ανοίξει το κουτί, την περίμενα να ξεκινήσουμε πόση ώρα, είχα αρχίσει να κόβω φλέβες, φτάσαμε στην παραλία γύρω στο μεσημέρι κι όλες οι ξαπλώστρες ήταν πιασμένες, όπως έμπαινα στο νερό στο βυθό είχε κάτι πέτρες κοφτερές σα λεπίδια, παρά λίγο να σακατέψω τα ποδαράκια μου, η Β φυσικά κολυμπούσε σα ψάρι, γελούσε ολόκληρη, το υγρό ήταν το στοιχείο της,’’Χρόνια πολλά! Της είπα, ‘’Να τα κατοστήσεις!’’- ‘’Μα τι άχρηστος που είσαι!’’ μου φώναξε ‘’Ούτε μια ευχή δε ξέρεις να λες σωστά!’’ Ύστερα μ’ αγκάλιασε μες το νερό, το δέρμα της ήταν απίστευτα απαλό σάμπως η θάλασσα να το έκανε πιο διαυγές και πιο μαλακό, ο ήλιος έπεφτε πάνω στην επιφάνεια που αντανακλούσε εκατομμύρια ακτίνες σ όλες τις κατευθύνσεις, ‘’Χρόνια πολλά!’’ της είπα ξανά, με πήρε και με φίλησε στο στόμα μες το νερό, τα χείλη της ήταν κάπως προς το γλυκό, ντρεπόμουν λίγο αλλά δε με πείραζε, όπως άγγιζε τα χείλη μου μια μουσική που προέρχονταν απ το μυαλό μου και θύμιζε τρομπέτες βούιζε στ’ αυτιά μου...


Σάββατο 11 Ιουνίου 2016

ΔΑΧΤΥΛΙΔΙΑ ΤΗΣ ΦΩΤΙΑΣ

Στο υπόγειο που κατέβηκε ο υδραυλικός το μέρος ήταν γεμάτο μετρητές του νερού και του ρεύματος, το κτήριο ήταν παλιό, τουλάχιστον πενήντα χρόνων, ένας ήχος σαν γουργουρητό υπόκωφο ακούγονταν από κάπου, δε μπορούσε να δει τη τύφλα του, έψαχνε ψηλαφιστά τον διακόπτη, άναψε το κινητό του να δει τι γίνεται, οι μεταλλικές ταινίες κινούνταν στα ρολόγια καταγράφοντας τις κιλοβατώρες, δε μπορούσε να καταλάβει πως ήταν δυνατόν η ΔΕΗ να δίνει ρεύμα σ’ ένα σωρό διαμερίσματα που δεν πλήρωναν τους λογαριασμούς τους εδώ και χρόνια, ένας γνωστός του μάλιστα του είχε ζητήσει να κλέψει ρεύμα από κάποιον άλλον, γνώριζε μια πατέντα που δεν μπορούσαν να την καταλάβουν εύκολα οι καταμετρητές της υπηρεσίας, το είχε κάνει αρκετές φορές και το είχε τελειοποιήσει το σύστημα, για ένα μεγάλο διάστημα έτσι την έβγαζε κι αυτός, δεν περίμενε ποτέ ότι κάποια στιγμή θ’ αναγκάζονταν να κλέβει ρεύμα, πως είχε καταντήσει ρε φίλε ώστε να πειράζει τα ρολόγια σ’ εκείνο το υπόγειο, καλά άμα τον πιάνανε το ρεζιλίκι δε θα το άντεχε.

Ήταν πολύ σκοτεινά εκεί κάτω, δεν είχε ξανανοικιάσει υπόγειο, ευτυχώς υπήρχε μια έξοδος φωτεινή που έβγαζε σε κάτι πέτρες κοντά σ ένα τείχος αρχαίο κι από κέινη την έξοδο είχε βγάλει ένα σωρό σαβούρα και μπάζα σε σακούλες γαλάζιες, η έξοδος με τα βράχια τον είχε σώσει, από κει έσερνε τους σέκους πάνω σε κάτι σκαλοπάτια τσιμεντένια μέχρι να βγει στο δρόμο, καλά είχε σακατευτεί μιλάμε, οι υπάλληλοι του δήμου που είχαν έρθει να φορτώσουν τα μπάζα του έριξαν κάμποσα βρισίδια αλλά ούτε που τον ένοιαζε. Είχε κουραστεί πολύ να το φτιάξει το υπόγειο, του είχε βγει η πίστη κανονικά, δε μπορούσε να βρει κι εκείνον τον Αλβανό που τον βοηθούσε στις δουλειές κάθε φορά, καλά ο Αλβανός ήταν εντελώς βλαμμένος, δεν τον έβρισκες ποτέ στο τηλέφωνο αλλά τα χέρια του έπιαναν και δεν κουράζονταν με τίποτα ο σκύλος!

Μια φορά, αυτό είχε συμβεί πολύ παλιά, χειμώνας ήτανε, είχε βγει μια δουλειά φοβερή, θ’ άλλαζε τις εγκαταστάσεις σε μια πολυκατοικία ολόκληρη, τον χρειάζονταν επειγόντως αλλά ο Αλβανός ήταν εξαφανισμένος κι ο υδραυλικός αναγκάστηκε να πάει μέχρι τα προάστια μήπως τον πετύχει στο σπίτι του, είχε πέσει τότε ένα χιόνι άστα να πάνε, ο τόπος όλος είχε ασπρίσει μέχρι εκεί που έβλεπε το μάτι σου, τσαλαβουτούσε μες το άσπρο στρώμα που απλώνονταν ώσπου έφτασε στο υπόστεγο όπου κοιμόταν ο άλλος, χτύπησε την πόρτα, από μέσα δεν ακούγονταν άχνα, ο Αλβανός πλάγιαζε κάτω από δέκα κουβέρτες, είχε ξυλιάσει απ την παγωνιά, δεν άκουγε τίποτα, με τα πολλά ξύπνησε, όταν πήγαν ν’ ανοίξουν την εξώπορτα του υπόστεγου έπρεπε να βγάλουν ένα φορτηγό χιόνι από μπροστά της, ο Αλβανός γελούσε σα βλάκας, καλά ήταν πολύ κουφό όλο το σκηνικό.

Όσο έφτιαχνε το υπόγειο προσπαθούσε να μη δίνει στόχο, δεν ήθελε κανένας να πάρει χαμπάρι, ήθελε όλα να γίνουν όσο πιο αθόρυβα γίνεται, κάθε πρωί κουβαλούσε λίγα λίγα, τα πιο ελαφριά πρώτα τα πιο ασήκωτα κατόπι, άφηνε ανοιχτή την εξώπορτα όλη την ώρα για να μη ψάχνει τα κλειδιά του μέχρι που κάποιος τον πήρε είδηση και του είπε χαμηλόφωνα ‘’ Φίλε μην αφήνεις ανοιχτά, κυκλοφορούν γύφτοι!’’. Στο υπόγειο είχε μαζέψει ένα σωρό βιβλία και περιοδικά απ’ τα παλιατζίδικα, του άρεσε να ψάχνει παλιά βιβλία σε τέτοια μέρη, ότι έντυπα είχε μαζέψει κατά καιρούς τα στοίβαξε σ ένα σωρό σε μια γωνιά, κατά καιρούς τραβούσε απ’ το σωρό και διάβαζε κάποιο.

Ένα βράδυ όπως βαριόταν κι η τηλεόραση δεν έδειχνε τίποτα τράβηξε απ το σωρό ένα περιοδικό ταξιδιωτικό, όπως το ξεφύλλιζε κόλλησε σ ένα αφιέρωμα γεμάτο φωτογραφίες για τα τεράστια κύματα που δημιουργούνται από σεισμούς υποθαλάσσιους κι από εκρήξεις στον πάτο της θάλασσας χιλιόμετρα κάτω απ την επιφάνεια σε κάτι περιοχές που τις λένε δαχτυλίδια της φωτιάς καθώς τα ηφαίστεια φτιάχνουν ένα τόξο στο σημείο εκείνο όπου συγκρούονται οι τεκτονικές πλάκες που σχηματίζουν το ανώτερο στρώμα του πλανήτη. Κατά κει έλεγε το άρθρο σηκώνονται κάτι κύματα τόσο πελώρια που μπορούν να σκεπάσουν ένα σπίτι ολόκληρο, υπήρχαν και φωτογραφίες στο άρθρο που έδειχναν έναν παλιό φάρο χτισμένο πάνω στα βράχια να λούζεται απ’ τα τεράστια κύματα που έσκαγαν πάνω του με πάταγο, όπως διάβαζε ο υδραυλικός τον είχε συνεπάρει το κείμενο κι οι φωτογραφίες, πως του είχε ξεφύγει εκείνο το μέρος, γιατί δεν είχε σκεφτεί ποτέ να ταξιδέψει κατά κει, και δεν ήταν μόνο τα κύματα, ήταν και κάτι τύποι τρελοί, γυμνασμένοι που γλιστρούσαν σα δελφίνια πάνω στο νερό κάνοντας ελιγμούς κι ακροβατικά καθώς το νερό τους ανέβαζε στον ουρανό κι από κει ψηλά τους γκρέμιζε στην άβυσσο, ρε φίλε αυτό το θέαμα ήθελε να το δει, καλά δεν πρέπει να υπήρχε στον κόσμο όλο πιο ωραίο πράγμα, σκεφτόταν !

Άμα είχε το χρήμα θα έβγαζε την άλλη μέρα ένα εισιτήριο για κείνο το μέρος με τα κύματα και τους άλλους που γλιστρούσαν σα δελφίνια πάνω στο γυαλιστερό νερό, όμως εκείνη τη στιγμή ούτε να το σκεφτεί δεν μπορούσε κι ένα φρεσκαρισματάκι το χρειάζονταν οπωσδήποτε ν’ αντέξει το καλοκαίρι που έρχονταν, οι θερμοκρασίες όλο κι ανέβαιναν γύρω κάποιοι είχαν αρχίσει ήδη να τα παίζουν, στα λεωφορεία τα πρεζόνια ψήνονταν κι έτρεχαν ν ανοίξουν τα παράθυρα, τη νύχτα απορριμματοφόρα πήγαιναν κι έρχονταν στα στενά αδειάζοντας κάδους, κάποιοι μετακόμιζαν κι έσερναν ντουλάπες από πάνω του όλο το βράδυ, δε μπορούσε να ησυχάσει !

Ένα κούρεμα κι ένα ξύρισμα μπορούσε ακόμα να το πληρώσει, αυτή την πολυτέλεια θα την επέτρεπε στον εαυτό του, αποφάσισε να πάει σ ένα κομμωτήριο. Εκεί πέρα οι γυναίκες κάθονταν χαλαρές ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, μιλούσαν στα κινητά, οι άνδρες πάλι δε γούσταραν πολλά πολλά, γρήγορα γρήγορα την κοπανούσαν, όπως τον κούρευε μια ξανθιά αυτός χάζευε έξω, μπροστά απ’ την τζαμαρία τη βροχή που έπεφτε καταρρακτωδώς, το μέρος μπροστά στο μαγαζί ήταν ανοιχτό μέχρι μακριά πέρα κατά τη θάλασσα κι ήταν σα να έβλεπε έργο σε μια τηλεόραση μεγάλη από κείνες που μοιάζουν με σινεμά, οι δρόμοι κατέβαζαν νερό άφθονο, οι γριές δε μπορούσαν να περάσουν απέναντι, μερικές που δοκίμαζαν γίνονταν μούσκεμα μέχρι τον αφαλό, ‘’Που πάτε ρε θείες!’’ μουρμούριζε ο υδραυλικός γελώντας από μέσα του.

Είχε αρχίσει να το διασκεδάζει, το πράγμα όσο πήγαινε κι εξελίσσονταν σε φαντασμαγορία, οι χείμαρροι παρέσερναν απ’ τα σκουπίδια που υπήρχαν δίπλα στους κάδους καρέκλες, ντεπόζιτα, καναπέδες, θερμοσίφωνες, καλοριφέρ, ότι μπορείς να φανταστείς, μερικές φορές τα έβλεπες όλα αυτά να επιπλέουν στο βάθος, στην παραλία της πόλης σαν ήταν μικρά πλεούμενα, η θάλασσα πάντως ότι σαβούρα κι αν έπεφτε μέσα της ήταν θαύμα καθώς άλλαζε όλη την ώρα χρώματα με ταχύτητα αστρονομική, απ’ το σταχτί και το γκρι μέχρι το γαλάζιο και το πράσινο και ξανά πίσω πάλι. ’’Α η θάλασσα είναι τέλεια τέτοια εποχή!’’ σκεφτόταν από μέσα του ο υδραυλικός ξαναφέρνοντας στη μνήμη εκείνες τις φωτογραφίες απ’ τις ακτές του Ατλαντικού με τα κύματα που έσκαγαν μουγκρίζοντας πάνω στα βράχια του φάρου κι όπως είχε γείρει πίσω στην πολυθρόνα για να του ψαλιδίσει η ξανθιά το ξασπρισμένο μούσι με τις σκληρές τρίχες είδε μπροστά του έναν κάδο τεράστιο να κατεβαίνει με φόρα και να περνά μπροστά από τ’ αμάξια γρατζουνώντας το οδόστρωμα, οι οδηγοί είχαν γουρλώσει τα μάτια τους μη πιστεύοντας αυτό που έβλεπαν.

Μουσικές περίεργες ακούγονταν στοπ μαγαζί, μερικές γυναίκες που περιφέρονταν είχαν φύλλα χρυσά σαν περικεφαλαίες στο κεφάλι τους, ο υδραυλικός δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο, κοπέλες με μαύρες ποδιές πηγαινοέρχονταν ανάμεσα στα καθίσματα βαστώντας χτένες και βούρτσες, χαλάρωσε για λίγο εκεί μέσα ο υδραυλικός , απ’ τη τζαμαρία του κομμωτηρίου μπορούσε να δει τις βαθιές τρύπες που έχασκαν στο οδόστρωμα, του άρεσε η βροχή καλοκαιριάτικα, πάντα τέτοια εποχή έβρεχε πολύ σ εκείνη την πόλη αλλά όχι σε όλα τα σημεία της, είχε προσέξει ότι η πόλη χωρίζονταν στη μέση, κι εκείνος ο δρόμος ακριβώς μπροστά του αποτελούσε ενός είδους ορόσημο που ξεχώριζε τις δυο κλιματικές ζώνες...

Ότι και αν συνέβαινε έξω εκείνος πάντως ήταν ασφαλής μες το κομμωτήριο με τις περίεργες μουσικές και τα κορίτσια που πηγαινοέρχονταν κρατώντας τις βούρτσες τους, μερικά είχαν πολύ ανοιχτά ντεκολτέ, μια χάζευε τα κορίτσια μια τον κόσμο που περνούσε μπροστά απ’ το τζάμι, η βροχή έμοιαζε να έχει κόψει κι ο κόσμος κυκλοφορούσε πάλι κανονικά, άνθρωποι περνούσαν μπροστά απ’ τα μάτια του κινούμενοι σε κατευθύνσεις αλληλοσυγκρουόμενες, πιτσιρικάδες με φερμουάρ χιαστί, γέροι που κουβαλούσαν σακούλες ασήκωτες, πιο πέρα είδε ένα μαγαζί που είχε κατεβάσει ρολά , το ήξερε εκείνο το μαγαζί, πότε είχε κλείσει και δεν το είχε κατάλαβε, και του είχε πει οχτακόσιες φορές του βλάκα του ιδιοκτήτη προτού κάνα δυο χρόνια ‘’Κλείστο το καταραμένο!’’ σιγά μην άκουγε ο άλλος, τελικά το έκλεισε με καθυστέρηση, άντε τώρα να ξεχρεώσει, μα τι ηλίθιος που ήτανε !

Η ξανθιά που είχε κι αυτή βαθύ ντεκολτέ τώρα του έλουζε τα μαλλιά, ο υδραυλικός έκλεισε τα μάτια κι ονειρεύονταν εκείνες τις παραλίες στο μέρος του ωκεανού όπου σχηματίζονται τα δαχτυλίδια της φωτιάς, ρε φίλε τόσα φτηνά εισιτήρια υπήρχαν δεν θα μπορούσε να βρει κι αυτός ένα να ταξιδέψει κατά κει πέρα, μπορεί αν ήταν τυχερός να πετύχαινε εκείνους τους σέρφερς που γλιστρούσαν στην σπηλιά που έφτιαχνε το κύμα όπως ξεδιπλωνόταν για να σκάσει στην ακτή, μπορεί και να πετύχαινε εκείνο το φοβερό θέαμα που έλεγε ότι είχε δει κάποιος σ εκείνο το άρθρο στο περιοδικό, είχε δει λέει μια γιγάντια φάλαινα με στιλπνό δέρμα να κολυμπάει δίπλα στους σέρφερς, είχε βγάλει και μια φωτογραφία που έδειχνε καθαρά το κήτος με τη λαμπερή ράχη, οι επιστήμονες που είχαν εξετάσει τη φωτογραφία λέγανε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να ήταν αληθινή, δε μπορούσε η φάλαινα να κολυμπά τόσο κοντά στην επιφάνεια με τέτοια θαλασσοταραχή ο συγγραφέας του άρθρου επέμενε όμως ότι την είχε δει τη φάλαινα, ο υδραυλικός ήταν σίγουρος κι αυτός ότι εκείνο το κήτος υπήρχε....

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...