Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

ΤΟ ΣΜΑΡΑΓΔΙ ΤΗΣ ΠΑΤΡΙΤΣΙΑ

‘’ Δε μου παίρνεις  τίποτα, ούτε ένα δώρο, Ο Κ  πήρε στην Α ένα δαχτυλίδι κι  έριξε το κουτάκι  μες τη σακούλα με το ρύζι,  όλο τέτοιες εκπλήξεις  της κάνει,  και τι δεν της έχει πάρει  ενώ  εσένα δε σε κόβει καθόλου, τίποτα, ούτε ένα ταξίδι, μα πόσο άχρηστος είσαι, η Α με τον Κ όλη την ώρα πάνε στο Λονδίνο,  στη Ρώμη, στο Παρίσι, εμείς  κολλημένοι εδώ πέρα  !’’ του είπε  μες τα νεύρα κι εκείνος δεν ήξερε τι ν’  απαντήσει.

Δεν είχε ελπίδες, ότι και  να έλεγε θα λειτουργούσε εις βάρος του, όταν  στράβωνε  γίνονταν απίστευτα επιθετική και η αντιμετώπιση της  ήταν η υπέρτατη άσκηση υπομονής, ότι και να έλεγες έβρισκες το μπελά σου, σε περνούσε γενεές δεκατέσσερις κι αυτό  μπορεί να πήγαινε για μέρες, τα νεύρα σου γινόταν κόμπος,  μετά βέβαια τα ξεχνούσε όλα σα να μην έτρεχε τίποτα  και γελούσε αλλά μέχρι να  περάσει όλο αυτό σούβγαινε πραγματικά η πίστη !

 Το καλύτερο που μπορούσε να  κάνει ήταν να περιμένει μέχρι να ηρεμήσει, συνήθως δεν της έπαιρνε και πολύ αλλιώς θα ήταν αδύνατο  να την  αντέξει, εκείνο το βράδυ λοιπόν πλάγιασε νωρίς, ευτυχώς ήταν αργά κι έτσι μπορούσε να κοιμηθεί για να μην ανοίξει πάλι καμιά κουβέντα που μπορούσε να καταλήξει άσχημα. Άντε τώρα  να της εξηγήσει ξανά  ότι μισούσε τα ταξίδια, τέτοιες μέρες ειδικά δεν είχε καμιά όρεξη να τραβιέται  σε καμιά πόλη ευρωπαϊκή γεμάτη φώτα και μουσεία όπου σούρχεται να κοπανήσεις το κεφάλι στον τοίχο  από τη βαρεμάρα.  Δεν άντεχε να φύγει από  τη χώρα του και να γυρίζει σα δαίμονας σε  κάθε ηλίθιο μέρος  όπου δεν έδιναν δυάρα γι’  αυτόν.  Θα μου πεις μήπως τα καλοκαίρια δεν είχαν το ίδιο πρόβλημα, αυτή μπορούσε να πάει διακοπές σε κάνα νησί και να στρωθεί άνετη και χαλαρή   εκεί πέρα για κάνα εξάμηνο ενώ αυτός μετά το πρώτο  διήμερο  έκοβε φλέβες, χτυπιόταν όλη την ώρα, τον έπιανε μια μανία να σηκωθεί να φύγει από κει και να μη γυρίσει  ποτέ ξανά! Κι ύστερα ήταν κι  η θάλασσα που αυτός δεν την  άντεχε, δεν καταλάβαινε γιατί  έπρεπε να υποστεί όλη εκείνη την καταραμένη ταλαιπωρία μες την κάψα,  καθόταν στην αμμουδιά σα βλάκας  ενώ αυτήν κολυμπούσε με τις ώρες σα δελφίνι ξεχνώντας  να βγει,  σου μιλάω για πλήρη ασυμφωνία!

 Όταν πάλι πήγαιναν ψωνίσουν αυτή μπορούσε να σηκώσει το μαγαζί,  δεν άντεχε να βλέπει όλα εκείνα τα ωραία πράγματα που υπήρχαν ενώ  αυτός έπαιρνε μοναχά αυτό που είχε  στο μυαλό του,  τίποτα  παραπάνω,  όλες εκείνες οι  βλακείες που υπήρχαν στα ράφια και στα κρεμαστάρια δεν του έλεγαν τίποτα,  μα τίποτα σου λέω! Στα γενέθλια της  έπρεπε να λέει εκείνο το ηλίθιο τραγουδάκι που το μισούσε,  θε μου τι μαρτύριο,  αλλά άντε να εξηγήσεις στις γυναίκες.  Αυτή πέθαινε για εκπλήξεις, αναπάντεχα δωράκια και τέτοια,  ξέρεις τώρα, κι αυτός  έβρισκε όλη  αυτή τη σκηνοθεσία μια χαζομάρα σκέτη.  Αυτή χρειαζόταν όπως το οξυγόνο την παρέα, τα τηλέφωνα,  τους καφέδες και το ατελείωτο μπλα -μπλα με τις φιλενάδες και το σόι της  ενώ αυτός  ο μούχλας-  μα πολύ μούχλας ρε φίλε-  δεν πήγαινε σχεδόν πουθενά,  κοιμόταν νωρίς,  δεν κάπνιζε,  δεν έπινε,  δεν  έκανε καταχρήσεις, του άρεσε η ρουτίνα, η επανάληψη, η σταθερότητα και η ηρεμία,  ποιο νορμάλ πεθαίνεις!

 Όταν έπιανε να γκρινιάζει προτιμούσε  να φεύγει απ’  το σπίτι, ήταν πολύ καλύτερα έξω κι ας είχε  κρύο, κι ας έβρεχε, κι ας χιόνιζε! Μπορούσες ν’  ανασάνεις καθαρό αέρα,  χειμωνιάτικο, οι δρόμοι πια είχαν στολιστεί με φώτα γιορταστικά τα βράδια και στα μαγαζιά οι κοπέλες γελούσαν πίσω απ’  τα ταμεία και τους πάγκους.. Οι γιορτές είχαν φτάσει κι όλοι έτρεχαν ν’  αγοράσουν κάτι, να κανονίσουν που θα πάνε και  πως θα περάσουν αυτές τις μέρες.  Στις λαϊκές πουλούσαν λουλούδια αλεξανδρινά με φύλλα κόκκινα και μανταρίνια, οι  αγρότες έφερναν απ’  τα χωριά  κρασιά της  καινούριας  σοδειάς τους,   οι γυναίκες γέμιζαν τα κομμωτήρια να φτιάξουν τα μαλλιά και τα νύχια τους ενώ οι παρέες καθόταν και μιλούσαν γύρω απ’  τις στήλες του γκαζιού που έβγαζαν φλόγες έξω απ’  τις καφετερίες. Παντού επικρατούσε μια  διάθεση παράξενη καθώς  ο ήλιος λέει την περίοδο κοντά στα  Χριστούγεννα  εισέρχεται στον Αιγόκερο και ξεκινά ο χειμώνας…

 Γιορτές ερχόταν έπρεπε κι αυτοί να τα βρούνε, να συνάψουν ειρήνη δεν μπορούσαν να είναι έτσι,  θα της αγόραζε ότι ήθελε,  θα την πήγαινε όπου του ζητούσε μόνο να μη τον έπρηζε. Έπρεπε  κάτι να γίνει και να συμφιλιωθούν  με το τέλος της χρονιάς,  και να πεις ότι δεν περνούσαν καλά, είχαν μια χημεία εκπληκτική,  όταν αγκαλιάζονταν τα σώματα τους γίνονταν ένα σα να έλκονταν από μια δύναμη ακατανίκητη. Μαζί της είχε στρώσει η ζωή του, είχε συμμαζευτεί, είχε λύσει ένα κάρο προβλήματα που τον βασάνιζαν,  σου μιλάω για μανίκια,  θέματα που του φαινόταν κόλαση, τόσο δύσκολα,   είχαν γίνει ένα δίδυμο φοβερό και μαζί μπορούσαν να αντιμετωπίσουν όλους τους εχθρούς του σύμπαντος ! Πάντα φρόντιζε να βρίσκει χρόνο γι’  αυτήν,  να μη της λείπει τίποτα, να μην αγχώνεται, να μη κουράζεται,  αυτουνού του άρεσε η ταλαιπωρία,  να τρέχει από δω κι από κει σα διάβολος,   να διορθώνει τα χαλασμένα στο σπίτι τέτοια πράγματα δεν τον κούραζαν ποτέ. Κι  όταν  έπαιζαν το βράδυ χαρτιά οι δύο τους η ώρα περνούσε πολύ ωραία,  ήταν ο μόνος άνθρωπος που μπορούσε να παίξει  μαζί του χωρίς  να σκοτωθεί, χωρίς  να λυσσάξει απ’  το κακό του,  μαζί της δε θύμωνε ακόμα κι αν έχανε,  ακόμα κι αν αυτή τον έσκιζε - το οποίο ήταν το πιο συνηθισμένο-  εντάξει μερικές φορές του την έδινε λίγο.

 Αλλά ρε φίλε ήταν τρομερά δύσκολο να συνηθίσει όλες εκείνες  τις λεπτομέρειες, να μάθει δηλαδή   να πλένει καλά κι  όλη την ώρα τα χέρια του,  να μην πίνει απ’  το ποτήρι της,  να μην παίρνει το μαξιλάρι της,  να βγάζει τα παπούτσια μόλις μπαίνει στο σπίτι,  να σκουπίζει καλά με την ηλεκτρική,  να μην ξεχνά την πετσέτα όταν μπαίνει στο μπάνιο,  να μην τρώει απ’  την κατσαρόλα, να μην κάθεται με το παντελόνι στον καναπέ, να μη βγαίνει με τις κάλτσες στο μπαλκόνι, να μη ρίχνει ψίχουλα στο πάτωμα, καλά  όλα αυτά για να τα συνηθίσει  χρειαζόταν πέντε ζωές, δεν υπήρχε περίπτωση!

 Έπρεπε να βρει κάποιο κόλπο να την πλησιάσει,  κάτι έξυπνο, κάτι πρωτότυπο, έπρεπε να της πάρει κάτι για τις γιορτές  όμως τι στο καλό θα της  άρεσε;  Δε μπορούσε  και  τη ρωτήσει γιατί εκείνη αμέσως φούντωνε και τον παραμάζευε.  Ρώτησε δεξιά – αριστερά,  έψαξε στις βιβλιοθήκες, γύρεψε πληροφορίες παντού για να πάρει  ιδέες   κι έμαθε ένα κάρο πράγματα για κοσμήματα και τέτοια,  στο τέλος  είχε διαβάσει τόσα πολλά που ζαλίστηκε,  πονούσε το κεφάλι του.  Πιο πολύ εντύπωση του είχαν  κάνει μερικά  σπάνια κομμάτια  με  κλεισμένες μέσα τους  κάτι σαν ταινίες ή ρίγες,  που έκαναν τα πετράδια να μοιάζουν με πραγματικά αστέρια όπως  και κάτι άλλες  πέτρες πολύτιμες, εξάγωνες,  οκτάγωνες και δωδεκάγωνες που είχαν εγκλωβισμένα μέσα τους ψήγματα  χαλαζία  τα οποία  τους έδιναν μια όψη αλλόκοτη λαμπυρίζοντας  από τις αμέτρητες γωνίες τους.  Είχε τόσο πορωθεί που στον ύπνο του έβλεπε όλη την ώρα  ένα πετράδι  που το λέγανε ‘’το σμαράγδι της Πατρίτσια’’, ένα τεράστιο,  πρασινωπό,  ηλικίας εκατομμυρίων ετών  κομμάτι που σαν αυτό δεν υπήρχε   πουθενά αλλού στον κόσμο…

Εκείνη τη μέρα έφυγε χαράματα απ’  το σπίτι, δεν ήθελε να την ξυπνήσει έτσι που κοιμόταν ήσυχη κι έδειχνε τόσο  ήρεμη,  ήθελε  να τη φιλήσει αλλά καλύτερα να μη το διακινδύνευε.  Στο  λεωφορείο βρήκε μια θέση   δίπλα σ’ έναν  γέρο που παραμιλούσε όλη την ώρα και σε κάποια στιγμή μπήκε στο αστικό ο ζητιάνος που έβλεπε χρόνια τώρα  να σέρνεται χωρίς  να λέει να πεθάνει  με τίποτα ρε φίλε, επέμενε εκεί πέρα  την ώρα που παιδιά σαν το κρύο το νερό έφευγαν αδιάβαστα, ότι νάναι!

 Θα πήγαινε λίγο νωρίτερα στη δουλειά αφού περνούσε πρώτα απ’  το χρυσοχοείο που βρισκόταν μέσα σε μια στοά απ’ όπου συχνά περνούσε. Στην αρχή της   υπήρχε ένα χασάπικο όπου άνθρωποι με μεγάλα  μαχαίρια  έκοβαν κρέατα πάνω  σ’  έναν ξύλινο πάγκο,  τεράστιο,  καθόταν καμιά φορά και τους χάζευε να σκίζουν και να  τεμαχίζουν το μαλακό κρέας. Εκεί πέρα ερχόταν συχνά  κι ένα σωρό ζητιάνοι κι άλλοι περίεργοι και ψαχούλευαν ανάμεσα στα πεταμένα κομμάτια να βρουν κάτι που να  τρώγεται γι’  αυτούς ή τα  ζώα τους. Μόλις άνοιγε το κοσμηματοπωλείο θα πήγαινε να πάρει ένα  δαχτυλίδι,  υποτίθεται ότι μετά από τόσον καιρό  έπρεπε  να ξέρει το γούστο της,  θα της έπαιρνε κανένα ασημένιο καλύτερα,  τα άλλα  έδειχναν λίγο φτηνιάρικα και θα του πετούσε καμιά μπηχτή αν της έφερνε κανένα τέτοιο. ‘’Τα ασημένια ήταν  πάντα τα αγαπημένα της…’’ σκεφτόταν κι  όπως ήταν αφηρημένος έπεσε πάνω σε  κάποιον με ματωμένη ποδιά ‘’Σιγά ρε φίλε…’’ του φώναξε ο άλλος’’… κατακόπηκα!’’ - ‘’Συγνώμη!’’ είπε χαμηλόφωνα και βιάστηκε να εξαφανιστεί.

Κρατώντας  τις φωτοτυπίες παραμάσχαλα τράβηξε για το χρυσοχοείο. Την ώρα εκείνη τα μαγαζιά σήκωναν τα στόρια τους, έπρεπε να πατήσει ένα κουδούνι για να τον αφήσουν να μπει μέσα, ένας κύριος καλοντυμένος του έδειξε εκεί πέρα τοποθετημένα σε κουτάκια όμορφα, σκουλαρίκια,  βραχιόλια και κάτι άλλα  στολισμένα  με πέτρες χρωματιστές που άστραφταν, δεν ήταν σαν αυτά που είχε δει στα βιβλία αλλά κι αυτά ήταν όμορφα,  πήρε ένα ασημένιο με μια χρυσή ρίγα που διέτρεχε το ημικύκλιο  κι ένα πετραδάκι λαμπερό σφηνωμένο στην κορυφή του.

 Το απόγευμα που σχόλασε δεν κρατιόταν να πάει σπίτι για να της το δείξει ‘’Θε μου…’’ συλλογίζονταν καθώς πλησίαζε  στη γειτονιά του  ‘’…ας της αρέσει, πως θα κάνω Χριστούγεννα;  ’’ Με το που κατέβηκε απ’  το αστικό ένιωσε να βρέχεται το πρόσωπο του, από το πουθενά είχε πιάσει μια βροχή χωρίς προειδοποίηση κι όλοι έτρεχαν να προφυλαχθούν κάτω απ’  τα μπαλκόνια και τις μαρκίζες των πολυκατοικιών. Στο διπλανό πάρκο μια σουσουράδα με τραχηλιά στο χρώμα του λεμονιού περπατούσε νευρικά μέσα στα βρεγμένα χορτάρια σα να μη συνέβαινε τίποτα  ‘’Καλά  μερικά πουλιά είναι εντελώς παλαβά!’’ μουρμούρισε  όταν άκουσε έναν κρότο  σαν κάτι να κυλιόταν βίαια  στην άσφαλτο. Μια μοτοσικλέτα είχε πέσει  ακριβώς στη μέση της διασταύρωσης μες τη βροχή,   όλοι είχαν σταματήσει και κοιτούσαν όμως κανείς δεν έβγαινε από το αμάξι του να  βοηθήσει τον άνθρωπο που κυλιόταν  στα νερά, ‘’Μα τι ζώα !’’ σκέφτηκε και πλησίασε πλατσουρίζοντας, ο πεσμένος που ανακάθισε στην άσφαλτο  του έκανε νόημα να σηκώσουν τη μηχανή κ έπιασε το τιμόνι αλλά με το που  προσπάθησε να την πιάσει  ένιωσε ότι   ήταν  πολύ βαριά,  θα του σακάτευε τη μέση σίγουρα.   ‘’Κράτα  απ’  αυτή τη μεριά!’’ φώναξε ο χτυπημένος που φορούσε σ’ όλο του το σώμα ένα πράσινο αδιάβροχο, έπιασαν μαζί και επανέφεραν τη μοτοσικλέτα με το κεφάλι του να έχει γίνει μούσκεμα,  βοήθησε τον άνθρωπο να καβαλήσει κοιτάζοντας του άχρηστους  οδηγούς που αδημονούσαν πότε θ’  ανοίξει ο δρόμος για να φύγουν όμως καθώς τίναζε το σακάκι του είδε ότι το κουτάκι με το δαχτυλίδι δεν ήταν εκεί μέσα, μα που στο διάβολο είχε  πέσει !

 Όταν άνοιξε την πόρτα του σπιτιού του χωρίς  να έχει τίποτα πάνω του ήταν σίγουρος ότι θ’  άκουγε τον αναβαλλόμενο,  προετοιμάστηκε όσο καλύτερα  μπορούσε ξεχνώντας ότι  όλα τα  ρούχα είχαν  μουλιάσει, με το που μπήκε η γυναίκα του φώναξε ‘’Αγόρι μου τι έπαθες;’’ κι αυτός ένιωθε ότι την είχε απογοητεύσει κι ότι είχε χάσει το παιχνίδι   αλλά τη στιγμή εκείνη χτύπησε  επίμονα το κουδούνι της εξώπορτας και βγήκαν στο μπαλκόνι να δουν ποιος ήτανε, σκύβοντας από κάτω αντίκρισαν τον  μοτοσικλετιστή με το πράσινο αδιάβροχο να κραδαίνει  κάτι στο χέρι ‘’Φίλε κάτι σου έπεσε!’’  του φώναξε. 



 

Παρασκευή 1 Δεκεμβρίου 2017

ΘΕΟΙ ΤΗΣ ΘΑΛΑΣΣΑΣ

Από την μισάνοιχτη πόρτα τον είδε να κάνει  περίεργες χειρονομίες καθώς άνοιγε το χρηματοκιβώτιο, έμοιαζε σα να μιλά με κάποιον αόρατο που δεν φαινόταν πουθενά ενώ ταυτόχρονα έκανε  κάτι κινήσεις ασυνάρτητες με τα δάχτυλα του στον αέρα σα να ήθελε να δώσει σχήμα  στις σκέψεις του, όλη η σκηνή ήταν πολύ παράξενη. Χτύπησε την πόρτα και μπήκε στο γραφείο,  ο άλλος έκλεισε απότομα το χρηματοκιβώτιο και στράφηκε προς το μέρος του,  έμοιαζε  κάπως αναψοκοκκινισμένος  σα να είχε πει ένα λίτρο ουίσκι.

Το αφεντικό του ήταν ένας αδύνατος τύπος,  ξερακιανός,  με μια γενειάδα μακριά  που θύμιζε αρχιμανδρίτη, όλοι έλεγαν ότι ήταν πολύ πλούσιος απ’  τον πατέρα και τον παππού του και μια εποχή έβγαζε χρήμα με τη σέσουλα και με το φτυάρι, όλη τη μέρα καθόταν  κλεισμένος στο γραφείο του κι ακούγονταν ότι μετρούσε τα χρήματα που είχε μαζέψει όμως κανείς δεν τολμούσε να ρωτήσει περισσότερα. Αυτός δούλευε στην επιχείρηση καμιά τριανταριά  χρόνια τώρα, είχαν δει πολλά τα μάτια του   και ποτέ δεν είχε σκεφτεί τη ζωή του μακριά  από κει πέρα.   Με το που μπήκε μέσα ο ‘’αρχιμανδρίτης’’’ έβγαλε από το συρτάρι του ένα λουκέτο γυαλιστερό,  του είπε μια διεύθυνση και τον έστειλε   να βγάλει ένα αντικλείδι, του έδωσε  και το λουκέτο μαζί για να το τσεκάρει αν ταιριάζει.

‘’Τι στο καλό το ήθελε το αντικλείδι,  σε ποιον θα το έδινε,  και τι να έκρυβε άραγε στο καταραμένο το χρηματοκιβώτιο;’’ Σκεφτόταν όπως περπατούσε στα σκοτεινά κρατώντας την γυαλιστερή κλειδαριά . Είχε περάσει η ώρα πια κι οι υπάλληλοι σε όλα τα εμπορικά καθάριζαν τους πάγκους, έριχναν νερά στα πεζοδρόμια, ανέβαζαν στόρια, μάζευαν τα εμπορεύματα, κινούνταν πυρετωδώς σα να βιαζόταν να πάνε σπίτι τους μια ώρα αρχύτερα ύστερα από μια μέρα κουραστική. Οι γιορτές πλησίαζαν, τα καταστήματα είχαν αρχίσει να στολίζονται χριστουγεννιάτικα, γιορταστικά, κι οι βιτρίνες βάφονταν με ζωγραφιές δέντρων και βουνών χιονισμένων. Εκείνη την μέρα επειδή τα μαγαζιά είχαν κάτι παλαβές προσφορές πολύς κόσμος πολύς κατέβαινε στο κέντρο σε μπουλούκια όπως τις παραμονές των Χριστουγέννων, τότε που γίνεται χαμός και δε μπορείς να περπατήσεις ούτε βήμα καθώς τα πεζοδρόμια κατακλύζονται και τα αμάξια δημιουργούν στους δρόμους το αδιαχώρητο. Όλη η ατμόσφαιρα με τους πλανόδιους να  παίζουν μουσικές και τους πωλητές να φωνάζουν και να ξελαρυγγιάζονται ήταν ευχάριστη μέχρις ενός σημείου βέβαια, από κει και πέρα το πλήθος μετατρέπονταν σε μια μάζα επιθετική που μπορούσε ανά πάσα στιγμή να σου επιτεθεί αγριεμένο και να σε ποδοπατήσει. Από νωρίς τα λεωφορεία κατέβαζαν πλήθη από πιτσιρικάδες μέχρι γέρους που ήθελαν όλοι να πάρουν μέρος στο πανηγύρι, ένας πανικός επικρατούσε.

 ‘’Τέτοιες μέρες είναι καλύτερα να μη κατεβαίνεις καθόλου στο κέντρο’’ σκεφτόταν βαδίζοντας,  ι αυτοί είχαν κατακλυστεί από πελατεία τη μέρα εκείνη, πελατεία που δεν μπορούσαν να δουν ούτε με τα κιάλια το προηγούμενο διάστημα, όλη μέρα έτρεχε στην αγορά να παραδώσει παραγγελίες. Όπως άφηνε τα τιμολόγια  μιλούσε λίγο με τους ανθρώπους εκεί πέρα κι όλοι, μα όλο,  υπέφεραν από κάτι, άλλος είχε τη μέση του,  άλλος είχε κάνει τόσα μπαλονάκια που θα έπρεπε οι φλέβες του να θύμιζαν παιδικό σταθμό,  άλλος το είχε ρίξει στο κάπνισμα,  άλλος στο ποτό,  όλοι έμοιαζαν να παλεύουν με κάποιον αντίπαλο άγνωστο στην προσπάθεια να επιβιώσουν σ’ ένα πόλεμο που μαίνονταν κάθε μέρα με στόχο να γεμίσει το ταμείο και να πληρωθούν οι υποχρεώσεις . Όπως το γύριζε στο μυαλό του κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί έξω,  κάθε γνωστός του που ρωτούσε τον τελευταίο καιρό  είχε κι από ένα θέμα στο σπίτι του, άλλος  άρρωστο  παιδί,  αλλουνού η μάνα τραβολογιούνταν στα νοσοκομεία,  άλλος είχε τα ψυχολογικά του,  όλοι έμοιαζαν να βολοδέρνουν μέσα σε  μια δίνη που τους τραβούσε σε κατευθύνσεις άγνωστες. Όλα έδειχναν λίγο παράξενα τον τελευταίο καιρό, ίσως έφταιγε η υγρασία μαζί με την ομίχλη που επικρατούσαν και σ’ έκαναν να νιώθεις ότι πλέεις σε μια λίμνη με ζεστό νερό που βγάζει υδρατμούς.

Κι αυτόν  τον είχε επηρεάσει ο καιρός, τις μέρες που έβρεχε καθόταν στο κρεβάτι του τη νύχτα ώρα πολλή κι άκουγε τις στάλες που χτυπούσαν στο δρόμο και στα κεραμίδια, ο ήχος αυτός τον ηρεμούσε και τον ταξίδευε. Κάθε χρόνο το αισθανόταν αυτό  ιδίως την εποχή που η ομίχλη σκέπαζε τις πολυκατοικίες και τα στενά κι όλα χάνονταν μέσα στο θολό φως των προβολέων, πραγματικά ήταν μια περίεργη αίσθηση…

Κρατώντας το λουκέτο μπήκε στο ασανσέρ όπου  έπαιζε μια μουσική χριστουγεννιάτικη και  τον έκανε να σκέφτεται τις γιορτές που ερχόταν. Ο χρόνος πλησίαζε στο κλείσιμο του κι αυτός  από το καλοκαίρι και μετά δεν προλάβαινε να σηκώσει  κεφάλι, είχε αρχίσει πια να κουράζεται. ‘’Σίγουρα δεν ήταν τυχαίο ότι αυτή την εποχή ερχόταν οι γιορτές κάθε χρόνο. Αυτοί που είχαν φτιάξει το ημερολόγιο ήξεραν ότι οι άνθρωποι χρειάζονται μια αλλαγή, μια παύση τούτη την  εποχή για να μπορέσουν να συνεχίσουν και να αντέξουν ’’’συλλογίζονταν μέσα του. Στο εργαστήρι που βρισκόταν στον τελευταίο όροφο ενός ψηλού κτηρίου, ο κλειδαράς ένας  τετράγωνος  μελαχρινός μ’ ένα σκουλαρίκι που κρέμονταν στο αυτί,  κράτησε μια στιγμή το λουκέτο στην παλάμη του, έβαλε κι έβγαλε κάνα δυο φορές το έμβολο που το σφράγιζε και είπε δυνατά: ‘’Ωραίος μηχανισμός ρε φίλε, χρόνια έχω να δω κάτι τέτοιο, που το βρήκες ; ‘’ Δεν είχε ιδέα από λουκέτα όμως ο τύπος με το σκουλαρίκι τον φώναξε κοντά του  ‘’Το βλέπεις αυτό το ανθρωπάκι το χαραγμένο στο πλάι,   ξέρεις ποιος είναι,  ο Οντίν ο μονόφθαλμος,  θεός  των Σκανδιναβών, αυτός  που κρεμάστηκε οχτώ νύχτες από το δέντρο της γνώσης μέχρι να διαβάσει τους ρούνους, τα μαγικά γράμματα  που είχαν  σκαλιστεί στο ραβδί του  κι  έτσι απόκτησε τεράστια σοφία,  μπορούσε πια να  διδάξει στους ανθρώπους  την κατασκευή των εργαλείων και της πυξίδας, μ’ αυτήν οι Βίκινγκ έφτασαν μέχρι την Αμερική κι όταν άραξαν στις παραλίες του νέου κόσμου  θυσίασαν στους θεούς της θάλασσας επειδή τους είχαν βοηθήσει... τα ξέρεις  αυτά  φιλαράκο; ‘’ ρώτησε ο κλειδαράς χαμογελώντας μυστήρια.. .  

 Δεν είχε ιδέα πραγματικά,  καθόταν μ όνο εκεί κοιτάζοντας τον μάστορα που  δοκίμαζε μια σειρά από κλειδιά ώσπου   βρήκε αυτό που ήθελε,  το έβαλε στον μικρό τόρνο, το τρόχισε μια  στιγμή,  το δοκίμασε να δει αν ταιριάζει  και του τόδωσε. Έξω ο καιρός  είχε γύρισει  σε βοριά σε νοτιά,  αυθόρμητα του ήρθε στο μυαλό εκείνη η ιστορία με τους θεούς  της θάλασσας  που διαφέντευαν τους ωκεανούς στο βορρά,  αυτοί πρέπει  να έφερναν  κι εκείνο το κύμα με τις ομίχλες και τις  υγρασίες που κατέκλυζαν κάθε χρόνο την πόλη . Επιστρέφοντας στο μαγαζί διαπίστωσε  ότι  όλοι οι άλλοι υπάλληλοι είχαν φύγει,  έψαξε το αφεντικό του κι όταν δεν τον βρήκε  πήγε στο γραφείο του, χτύπησε την πόρτα περίμενε λίγο όπως  έκανε κάθε φορά αλλά δεν του άνοιξε κανείς, νέκρα επικρατούσε στους διαδρόμους  και  το μόνο που μπορούσε ν’  ακούσει ήταν  ένας  ανεπαίσθητος  ήχος  σα μουρμούρισμα μικρού παιδιού .  Προχώρησε σπρώχνοντας   την πόρτα κι αυτό που αντίκρισε τον έκανε να βγάλει ένα επιφώνημα ‘’Ωχ θε μου !’’ Το αφεντικό του ήταν πεσμένο στο πάτωμα ακίνητο κι έμοιαζε να βαριανασαίνει, μια τηλεόραση ανοιχτή έπαιζε δυνατά κι έσπευσε να την κλείσει γιατί τον ζάλιζε, όπως πλησίασε είδε  ανέπνεε κι έβγαζε μια φωνή βαθιά σα να βογκούσε, τον σήκωσε πάνω κι όταν ο άλλος άνοιξε τα μάτια , είδε ότι δεν είχε κάτι σοβαρό, μοναχά ένα καρούμπαλο στο μέτωπο δεξιά, τον σήκωσε σιγά –σιγά,  τον πήγε στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στο πρόσωπο του και  τον σκούπισε με μια πετσέτα. Πρώτη φορά τον έβλεπε από τόσο κοντά κι αυτό που του έκανε μεγαλύτερη εντύπωση ήταν τα μάτια του ‘’αρχιμανδρίτη’’ δεν τα είχε προσέξει ποτέ ως τότε, ήταν γαλάζια, θολά,  σα δυο λίμνες πνιγμένες στην ομίχλη.

Το αφεντικό  συνήλθε μετά από  λίγο κι άρχισε να του λέει πως είχε γίνει όλο το πράγμα, στα είκοσι χρόνια που δούλευε εκεί πέρα πρώτη φορά του είχε μιλήσει έτσι ανθρώπινα,  πάντα ήταν άγριος κι αιμοβόρος σαν θηρίο,  ιδίως όταν ήταν να πληρώσει μισθούς κι επιδόματα μια κακία τον έπιανε  σα να του έκοβαν ένα κομμάτι από πάνω του  κι όλοι τον μισούσαν. Τώρα όμως έμοιαζε σαν αρνάκι κι άρχισε να εξηγεί  ότι  κάτι πρέπει να στραβοκατάπιε έτσι όπως καθόταν πίσω στην πολυθρόνα γυρτός τρώγοντας ένα παξιμάδι, αμέσως ήπιε λίγο νερό για να κατέβει ο κόμπος από τον οισοφάγο στο στομάχι όμως όπως το έκανε άγαρμπα κάτι πήγε στραβά, ένας σπασμός πρέπει να προκλήθηκε εσωτερικά κι ένιωσε έναν πόνο οξύ στο στήθος. Αυτό ήτανε όλο, ύστερα βρέθηκε όρθιος και το κεφάλι του πονούσε σα να τον είχαν βαρέσει με σφυρί, όλα γύριζαν στο δωμάτιο κι ένιωθε έναν πόνο στη γωνία του μετώπου.

Πραγματικά τον συμπονούσε εκείνη τη στιγμή,  μέρες χρονιάρες ερχόταν, όλος ο κόσμος χαίρονταν κι εκείνος καθόταν κλεισμένος εκεί μέσα  και μετρούσε λεφτά,  έμοιαζε απίστευτα μίζερος,  ήταν για λύπηση!  Του έφερε ένα ποτήρι νερό κι ενώ έδειχνε να συνέρχεται   ξαφνικά  άρχισε να βαριανασαίνει κι εντελώς απροειδοποίητα τον έπιασαν κάτι σπασμοί σα να είχε ρίγος πολύ δυνατό.   Δεν πρόλαβε να του πει τίποτα μόνο τον άκουσε να ψιθυρίζει κάτι , στη αρχή δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε ύστερα όμως διέκρινε μια φράση ‘’Το χρηματοκιβώτιο, κλείσε το χρηματοκιβώτιο,  πάρε ότι θες κι ύστερα κλείδωσε το!’’

Σ’ όλα τα γραφεία της εταιρείας δεν υπήρχε ψυχή  εκείνη την ώρα,  κάλεσε το ασθενοφόρο και περίμενε να έρθουν να τον πάρουν, το αφεντικό του είχε ηρεμήσει κάπως αλλά έμοιαζε εντελώς αδύναμος σαν παράλυτος, έριξε μια ματιά γύρω στο δωμάτιο όπου δεν είχε μείνει ποτέ παραπάνω από λίγα λεπτά, τίποτα δεν του έκανε εντύπωση ιδιαίτερη όμως   μετά το βλέμμα του καρφώθηκε στο χρηματοκιβώτιο που ήταν ανοιχτό.  Τι  στο διάβολο υπήρχε εκεί μέσα, και γιατί του είχε πει να πάρει ότι θέλει,  τι τον είχε πιάσει τώρα πάντως έπρεπε  να το κλειδώσει .  Δοκίμασε την πόρτα που ήταν πολύ βαριά σα να είχε κατασκευαστεί εκείνο το πράγμα από τσιμέντο, άνοιξε λίγο το ντουλαπάκι, και είδε  στοίβες από χαρτονομίσματα  κάθε είδους αραδιασμένα με τάξη και σφραγισμένα με ταινίες χάρτινες,  τι στο δαίμονα  έπρεπε να κάνει τώρα αφού του είχε πει  να πάρει ότι ήθελε,  πόσες τρύπες θα μπορούσε  να κλείσει, πόσους εφιάλτες να ταχτοποιήσει, πόσα θέματα που τον βασάνιζαν χρόνια ολόκληρα να λύσει,  κι αν τα ζητούσαν αργότερα,  κι αν τον κατηγορούσαν, θα έβρισκε το μπελά του σίγουρα,  απ’  ότι ήξερε το αφεντικό του δεν είχε παιδιά,  μόνο κάτι ανίψια που έλειπαν στην Αμερική, μέχρι να πάρουν χαμπάρι τι είχε συμβεί, αν καταλάβαιναν δηλαδή,  θα ήταν πολύ αργά.

Αποφάσισε να το ρισκάρει,  πήρε δυο μεγάλα μάτσα με πορτοκαλιά χαρτονομίσματα και τα έριξε στην τσάντα του, όταν ήρθαν οι τραυματιοφορείς δεν είπε τίποτα μόνο πέρασε το λουκέτο στο χρηματοκιβώτιο και τους ακολούθησε στο νοσοκομείο,  εκεί βάλανε τον ασθενή σ ένα θάλαμο παρακολούθησης, του εξήγησαν έπειτα  ότι δεν χρειαζόταν πλέον κι ότι θα τον ειδοποιούσαν.   Βγήκε έξω στο δρόμο και προσπαθούσε να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει,  ο  νοτιάς  φυσούσε  στα στενά όπως τον έσπρωχναν οι θεοί της  θάλασσας ,  έξω από μια τράπεζα  σωροί από χαρτάκια που είχαν μαζευτεί μπροστά στα μηχανήματα ανάληψης  παρασέρνονταν στις ριπές του αέρα, μες το σκοτάδι κι απ’  το πουθενά   ένας σκύλος εμφανίστηκε κι ερχόταν  κατευθείαν απάνω του,  τρόμαξε, ήταν σίγουρος ότι θα ορμούσε  να τον κάνει κομμάτια όμως όταν τον είδε από πιο κοντά αντιλήφθηκε ότι   στο στόμα του κρατούσε πολύ σφιχτά σα να φοβόταν μη του φύγει, ένα πλαστικό μπουκάλι πλαστικό,  πέρασε δίπλα του κι εξαφανίστηκε στο σκοτάδι μαζί με τον άνθρωπο που  κρατούσε το λουρί του.  Όπως περνούσαν από μπροστά του γύρισε να  δει τον άνθρωπο που κρατούσε το σκύλο και τότε στο φως κάποιου προβολέα είδε καθαρά  ότι είχε το ένα μάτι κλειστό και χαλασμένο  σαν  εκείνον  τον θεό του βορρά …

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...