Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΙΑΓΟΥΑΡΟΣ

Όταν γύρισε στο σπίτι η εξώπορτα  ήταν ανοιχτή,  αυτός ήταν ένας από τους πιο μεγάλους  φόβους του  μη βρει την πόρτα παραβιασμένη,  μπήκε μέσα σιγά- σιγά,   ήταν  μεσημέρι κι επικρατούσε ησυχία,  δεν ακούγονταν τίποτα,  κοίταξε στα δωμάτια,  δεν υπήρχε κανείς,  κοίταξε για  τα λεφτά και τις κάρτες  του,  όλα ήταν στη θέση τους, τα συρτάρια απείραχτα,,  τι είχε συμβεί  εκεί πέρα,  πως είχε μείνει  η πόρτα ανοιχτή  δεν καταλάβαινε μετά όμως ηρέμησε,  απλούστατα είχε ξεχάσει  να κλειδώσει  όμως  ήταν σίγουρος ότι είχε γυρίσει το κλειδί αλλά  δεν ήταν έτσι,   το μυαλό σου παίζει περίεργα παιχνίδια,  είσαι εκατό τοις εκατό σίγουρος για κάτι κι αποδεικνύεται ότι έχεις κάνει λάθος, δεν μπορείς να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη,  δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, είχε ξεχάσει να κλειδώσει  όπως έτρεχε σαν παλαβός να προλάβει το ραντεβού του,  όλο έτσι έκανε,  άφησε την πόρτα ανοιχτή, μα πόσο ηλίθιος ήτανε.

Όλο ξεχνούσε τελευταία, πάντα ήταν αφηρημένος αλλά  τώρα είχε χάσει τη μπάλα,  ξεχνούσε στο λεωφορείο τα πράγματα του κι ύστερα έτρεχε να τα βρει,  ξεχνούσε στο περίπτερο να πάρει ρέστα,  έδινε τα λεφτά κι έφευγε ενώ ο περιπτεράς του φώναζε «Έ  φίλε που πάς ;»,  ξεχνούσε να πάρει τα κλειδιά, το κινητό,  την τσάντα, την ομπρέλα , ήταν άστα να πάνε. Ευτυχώς δε φυσούσε εκείνη τη μέρα αλλιώς  ο αέρας θα του είχε τσακίσει όλα τα τζάμια,    βγήκε στο μπαλκόνι να δει  κι ένα απότομο κρύο του ήρθε στο πρόσωπο,  ξαφνικά είχε πέσει τόσο η θερμοκρασία  που έλεγες ότι σε μια  στιγμή είχε γίνει χειμώνας έτσι απροειδοποίητα,  μα τι παλαβός που είχε γίνει ο καιρός.

Άνοιξε το ψυγείο να φάει κάτι κι ο νους του έτρεχε συνέχεια στην ανοιχτή εξώπορτα , πως την είχε αφήσει,  γιατί ξεχνούσε τόσο πολύ,  αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο  ήταν το  μυαλό του, πάντα  πίστευε ότι όλη η δύναμη του προέρχονταν  από κει κι αν  την έχανε ήταν τελειωμένος, ο μεγαλύτερος φόβος του  ήταν μη μοιάσει τη μητέρα του που από τα εξήντα είχε αρχίσει να τα χάνει και τελικά έφτασε να μη θυμάται  ούτε τον άντρα της.  Είχε βρει ένα σωρό κόλπα για να θυμάται συνδυάζοντας γεγονότα ,λέξεις, αριθμούς, είχε εφεύρει  κάτι περίπλοκα συστήματα προσπαθώντας  να εξασκεί τη μνήμη του και να την κρατά σε εγρήγορση όμως το σκηνικό  με την ανοιχτή πόρτα τον είχε τρομάξει, δεν ήταν καλό σημάδι .

Ευτυχώς δεν είχε συμβεί κανένα κακό οπότε μπορούσε να ησυχάσει προς το παρόν,  από τον πάνω όροφο ακούγονταν φασαρία,   οι τεχνίτες δούλευαν εκεί πέρα  εδώ και μέρες, όλοι στην πολυκατοικία είχαν βάλει αέριο, αν μπορούσε να το εγκαταστήσει κι αυτός θα ήταν καλά τον χειμώνα όμως χρειάζονταν  ένα σωρό λεφτά,  αυτό ήταν το μόνο που δε μπορούσε,  όλα τ’ άλλα τα  είχε φτιάξει μόνος του. Το σπίτι ήταν της πεθεράς του αλλά η γυναίκα του τον είχε αφήσει να μένει εκεί  πέρα από τότε  που χωρίσανε.  Καθώς   έπιαναν  τα χέρια του είχε βάψει τους τοίχους , είχε βάλει πλακάκια στο μπάνιο , γκρέμισε έναν τοίχο φτιάχνοντας ένα μεγάλο δωμάτιο, διόρθωσε τις βρύσες που έσταζαν, είχε φάει όλο το καλοκαίρι  μες τη ζέστη δουλεύοντας, εξοικονόμησε   ψυγείο,  τηλεόραση, μέχρι και ίντερνετ  είχε βάλει μιλάμε ένιωθε σαν άρχοντας. Το είχε ανάγκη εκείνο το σπίτι, είχε ταλαιπωρηθεί για μεγάλο διάστημα μένοντας από δω κι από κει, με την   γυναίκα του ήταν μια κρύο μια ζέστη  και τα παιδιά του  τον είχαν ξεχάσει, μοναχά ο μικρός έπαιρνε κανένα τηλέφωνο κάπου -κάπου και  τον ρωτούσε τι κάνει, το είχε συνηθίσει.  

Σήκωσε το τηλέφωνο να καλέσει τη γυναίκα του, αν του μιλούσε καλά μπορεί να της έλεγε για την διαθήκη που είχε βρει , η πεθερά του την είχε κρύψει πίσω από ένα πλακάκι μέσα σε μια συσκευασία πλαστική και την είχε ανακαλύψει όταν διόρθωνε το μπάνιο, την είχε δείξει σ’ ένα φίλο του δικηγόρο κι εκείνος του είπε ότι η γριά τα άφηνε όλα στο παιδί που είχε η γυναίκα του πριν τον γνωρίσει, σκεφτόταν ότι δεν ήταν ανάγκη να το μάθει κανείς, τόσο καιρό  έψαχναν τα χαρτιά και δεν είχαν βρει τίποτα , αν το κατάφερνε ίσως η Λία, έτσι έλεγαν τη γυναίκα του,  να του το άφηνε, το είχε πονέσει εκείνο το σπίτι.  

 Αφηρημένος όπως ήταν άνοιξε την τηλεόραση, μια ξανθιά κοπελίτσα κάτι έλεγε εκεί πέρα, όπως την παρατηρούσε θυμήθηκε τη γυναίκα του, θε μου πόσο της έμοιαζε, έτσι φρέσκια ήταν όταν την είχε γνωρίσει και τότε του είχε πει μια φοβερή ιστορία ό,τι την είχαν βιάσει και είχε ένα παιδί, ένα αγόρι από κείνον το βιασμό κι ό,τι το είχε κρατήσει, καλά είχε έπαθε πλάκα τότε,  την είχε λυπηθεί  κι  ένιωθε ότι δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι απροστάτευτη, δεν το άντεχε. Παντρεύτηκαν  κι έκαναν δυο παιδιά που μεγάλωσαν μαζί με το παιδί εκείνο, το προϊόν του βιασμού, της έμοιαζε πάρα πολύ στο πρόσωπο  αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια  έβγαζε μια φύση πολύ μυστήρια σαν να το είχαν καταραστεί , όλο σε καυγάδες έμπλεκε  κι εκείνος δεν ήξερε τι να το κάνει, εκτός από τη μάνα του ο μόνος που το αγαπούσε ήταν η  πεθερά του, ήταν το πρώτο της εγγόνι και τρέχα γύρευε πως το είχε πάρει, όλα τα χατίρια του έκανε, εκείνη έφταιγε που είχε γίνει κακομαθημένο και τελικά του είχε γράψει και το σπίτι . Αυτός δεν το χώνευε με τίποτα, όσο κι αν  αγαπούσε τη γυναίκα του εκείνο δε μπορούσε να το χωνέψει,  το είχαν αποβάλει από πέντε σχολεία, ανήλικο ακόμα είχε μπλέξει άσχημα,  μια φορά που πήγε να το στριμώξει τον απείλησε κραδαίνοντας  ένα μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας  κι από τότε έπαψε να ασχολείται, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο ξέφευγε, έγινε   ληστής διαβόητος, η αστυνομία τον έψαχνε, του είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι «Ιαγουάρος» επειδή ήταν  πολύ σβέλτος κι ευκίνητος .

Είχε γίνει κακοποιός και η γριά που δε ζούσε πλέον του άφηνε το σπίτι, έ όχι  ρε φίλε, δε μπορούσε  να δεχτεί την αδικία, το διαμέρισμα θα πήγαινε  στράφι.   Ξαναπήρε τη γυναίκα του,  δεν απαντούσε, όλο το καλοκαίρι δούλευε σε κάποιο νησί κι εξαφανίζονταν μέχρι να τελειώσει η σεζόν,  με το που επέστρεφε πάντα περνούσε να τον δει,  μερικά βράδια έμενε μαζί του κιόλας  γιατί δεν άντεχε μόνη το χειμώνα.  Αυτός πάλι δεν είχε θέμα,  του άρεσε η μοναξιά αλλά τώρα  τον είχαν πάρει τα χρόνια  κι όλα του φταίγανε. Κάποτε ήταν πολύ γερός, ένα  ντερέκι μέχρι εκεί πάνω,  δεν καταλάβαινε τίποτα ούτε κρύο ούτε ζέστη,  δούλευε πορτιέρης σε μαγαζιά νυχτερινά,  είχε δει εκεί πέρα ότι μπορείς να φανταστείς,  οι γυναίκες τρελαίνονταν  για κείνον  αλλά  ούτε που τις κοιτούσε,  όσο τις αγνοούσε τόσο πιο πολύ έρχονταν κοντά του,  ά,   ήταν θηρίο τότε. Και τώρα βέβαια κρατιόταν καλά, τουλάχιστον έτσι έδειχνε  αλλά μέσα του ένιωθε πεσμένος κι ήταν όλο νεύρα , με όλους είχε μαλώσει δεν είχε αφήσει κανένα απείραχτο,  την προηγούμενη μέρα είχε σκοτωθεί με κείνη την κοκαλιάρα  που είχε το μαγαζί με τα δολώματα,  πήγαινε  σ’ ένα χωριό  κάπου έξω και  ψάρευε «Καλά  τι μου βάζεις;»  της είχε πει  «Όλο σαβούρα;» η γυναίκα τον κοιτούσε σα χαμένη, όταν τον κορόιδευαν γινόταν θηρίο,  δεν το άντεχε του φαίνονταν  ότι όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του,  μα πόσο ψεύτης είχε γίνει ο κόσμος όλος! 

Ορκίστηκε να μη ψωνίσει ξανά από κει πέρα,  έπρεπε να πάει στην άλλη άκρη της πόλης  για να βρει δολώματα αλλά το προτιμούσε απ’ το να δει  εκείνη την αχώνευτη.   Έτσι κι αλλιώς  όλη την περιοχή γύρω από το μαγαζί με τα δολώματα  την  απόφευγε, δεν ήθελε να περνά καθόλου από κει πέρα,  από τον καιρό που δούλευε στα μαγαζιά  είχε έρθει σε επαφή με όλους τους μυστήριους τύπους, περιθωριακούς, λαμόγια, αργόσχολους αποτυχημένους, κι όλοι εκείνοι οι τύποι  περιφέρονταν στο κέντρο  της πόλης . Όλοι   είχαν μεγαλώσει  μια εποχή κι είχαν κρατήσει τις συνήθεις από τότε,  ήθελαν να βγάζουν πολλά  λεφτά δουλεύοντας λίγο,  γίνονταν αδίστακτοι και με την πρώτη ευκαιρία σου  χρέωναν ένα τεράστιο ποσό για μια ελάχιστη δουλειά ενώ  εσύ έπρεπε να το δεχτείς σαν κάτι φυσιολογικό.  Όλοι είχαν  μάθει να βγαίνουν έξω σε ξενυχτάδικα και μαγαζιά  επιστρέφοντας  κάθε  πρωί ψόφιοι στη δουλειά, γλεντούσαν και  ξόδευαν αγοράζοντας ότι έβρισκαν  και κανείς δε μπορούσε να χωνέψει ότι είχαν αλλάξει οι εποχές,  είχαν μείνει κολλημένοι  στο παρελθόν  και δεν ήθελαν να το αποχωριστούν με τίποτε,  το έβλεπε παντού  γύρω. Όλοι σχεδόν  ήταν  άπληστοι  κι αχόρταγοι λες και δεν είχαν δει λεφτά ποτέ στη ζωή τους,  αυτή τη νοοτροπία δεν μπόρεσε ποτέ να την καταλάβει, δεν ήταν ποτέ κομμάτι της, δεν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντα βρίσκονταν  στο περιθώριο κι ένιωθε ότι κάτι  δεν πήγαινε καλά μ’ εκείνον  όμως τελικά  το πρόβλημα ήταν στον περίγυρο του. Δεν τους πήγαινε, όχι ότι ήταν τεμπέληδες, κάθε άλλο, οι πιο πολλοί  δούλευαν  σα σκυλιά ώρες ατέλειωτες και πολλοί απ αυτούς είχαν αποκτήσει χρήματα αλλά και προβλήματα,  άλλος  με την καρδιά, άλλος  με τα πόδια, άλλος  με τα κόκαλα,  σε όλους είχε μείνει κάτι από τον καιρό που έτρεχαν σα παλαβοί  κυνηγώντας το χρήμα, τι γενιά και τούτη  ρε φίλε !

Έξω είχε άρχισε να σκοτεινιάζει,  σκέφτηκε να πάει μέχρι το καφενείο να δει ένα ματς,  φορούσε το πουκάμισο του όταν χτύπησε το τηλέφωνο,  ήταν  η γυναίκα του,  «Τώρα γύρισα …»  του είπε «…ο Νίκος»  έτσι έλεγαν εκείνο το παιδί το προβληματικό, τον’’ Ιαγουάρο’’  «…άνοιξε το σπίτι μου, δεν πήρε τίποτα μονάχα κάτι φωτογραφίες από τότε που ήταν μικρός,  έχε το νου σου», αστραπιαία  το μυαλό του έτρεξε στην ανοιχτή εξώπορτα που είχε βρει, έτσι εξηγούνταν λοιπόν κι εκείνος  νόμιζε ότι είχε αρχίσει να τα χάνει , ιδρώτας έτρεξε  στο πρόσωπο του,  έτρεξε στο συρτάρι όπου έβαζε τα χαρτιά του, τα τοποθετούσε πάντα με μια σειρά ακριβή,  ήταν  άλλο ένα κόλπο για  να θυμάται που ήταν το καθένα, πρόσεξε ότι ένας μαύρος  φάκελος  δε βρισκόταν στη θέση του,  είχε τοποθετηθεί στον πάτο του συρταριού,  τώρα ήταν σίγουρος  ότι του είχαν ανοίξει το σπίτι και δεν είχε αμφιβολίες ποιος το έκανε, ο ‘’Ιαγουάρος’’ !  Έψαχνε τη διαθήκη ο τύπος,  από κάπου  μάθει ότι υπήρχε αλλά κι εκείνος δεν ήταν ηλίθιος,  σιγά μη την άφηνε εκτεθειμένη,  την είχε θάψει σε μια  μεγάλη  γλάστρα  κι αν σάπιζε τόσο το καλύτερο,   βγήκε στο μπαλκόνι,  η γλάστρα  ήταν απείραχτη, έβγαλε το φυτό προσεχτικά και πήρε τα χαρτιά  μέσα από το χώμα,  πήγε στη μπανιέρα και με τον αναπτήρα του  τα έκαψε μέχρι την τελευταία σελίδα μόνο τα συνδετηράκια γλύτωσαν, όταν τελείωσε χαμογέλασε ευχαριστημένος.    

 

 

 


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...