Δευτέρα 18 Μαΐου 2020

ΑΝΤΟΧΗ ΥΛΙΚΩΝ


Το πορτοφόλι που είχαμε βρει ήταν γεμάτο  κάρτες πιστωτικές, μια ταυτότητα, δίπλωμα, κάτι λεφτά, ένα βιβλιάριο τραπέζης, ένα σωρό άλλα χαρτιά ξεχείλιζαν τις θήκες,  o Μιχάλης το  είχε εντοπίσει   σε κάποιο κάθισμα όπου το είχαν ξεχάσει και το ανέμιζε στο μαγαζί  όπου καθόμασταν,  ‘’ Εσύ θα το πας στο τμήμα!’’ μου είπε  ‘’ Ζήτα χαρτί ότι το παρέδωσες’’. 

Μπροστά στο τμήμα οι ματατζήδες  με καφέδες στο χέρι  ρώτησαν τι θέλω, ‘’Μπράβο φιλαράκι!’’ είπαν όταν τους εξήγησα και μ’  άφησαν να προχωρήσω, κάτι σκάλες βρώμικες, τοίχοι γδαρμένοι, καρέκλες διαλυμένες, σε μια αίθουσα ένας αστυνομικός με γενειάδα μακριά σημείωνε κάτι χαρτιά, μου είπε να περιμένω, μια καταγγελία αυτόφωρη διεξάγονταν, μια ξανθιά πολύ όμορφη ήταν εκεί μέσα, κάτι έλεγε, κάποια καταγγελία μάλλον έκανε, ‘’ Πέρνα μέσα!’ ’ μου φώναξαν έπειτα από λίγο. Μπαίνοντας είδα  μια κάμαρα παλιά, ένα παράθυρο, σε μια γωνιά ένα βουνό από πορτοφόλια και τσάντες ‘’ Μας τις φέρνουν απ’ το δήμο…’’ είπε ο αστυνομικός ‘’ …για να δούμε τι έχει το δικό σου !’’ έβγαλε προσεχτικά ένα - ένα όλα τα χαρτιά, σημείωνε ότι έβρισκε, έβαλε κάπου χωριστά ένα πράσινο  που ψάρεψε, ''Μετά από ένα χρόνο αν δεν τα ζητήσουν τα λεφτά είναι δικά σου, έλα να υπογράψεις !’’ έσκισε ένα φύλο  από το μπλοκάκι του, μου το δωσε, χαιρέτησα κι έφυγα. Στο μαγαζί όλοι είχαν σκάσει από περιέργεια, είχαν φαγωθεί να μάθουν τι έγινε, τους είπα, τους έδειξα και το χαρτί που μου δώσανε, ο Μιχάλης έλεγε τώρα ότι δεν έπρεπε να το παραδώσουμε, εγώ σκεφτόμουν  πώς να ήταν άραγε η κοπέλα που το είχε χάσει  απ’  την φωτογραφία της ταυτότητας πάντως έμοιαζε  όμορφη …


Το Σάββατο στο κέντρο είχε λιακάδα,  στα πλακάκια είχαν βγάλει καθίσματα, ντελιβεράδες τρελαμένοι οδηγούσαν πάνω στα πεζοδρόμια, περνούσαν μπροστά μας γεμίζοντας εξατμίσεις τον τόπο, μπήκαμε μέσα στο μαγαζί να φυλαχτούμε, μια φωνή ακούστηκε κι όλοι γυρίσαμε τα κεφάλια ''Μήπως βρήκατε κανένα πορτοφόλι;’’ το είχαμε ξεχάσει εντελώς.  Μια κοπέλα με αραιά μαλλιά ήρθε κοντά, ''Ποιος το πήγε στην αστυνομία;'' εμένα δείξανε, η κοπέλα έβγαλε ένα χαρτονόμισμα, το έτεινε προς το μέρος μου ‘’Είναι πάρα πολλά!’’ είπα οπότε πετάχτηκε ο Μιχάλης  ''Σκάσε και πάρτο !'' το πήρα, μετά όμως ο Μιχαλάκης άλλαξε γνώμη, '' ‘’Δώστο πίσω στο κορίτσι, κοπελιά δεν είναι σωστό !''και δεν είχα προλάβει να χαρώ , τελικά μου δώσανε κάτι ψιλά, η κοπέλα πάντως ήταν  γεμάτη  ευγνωμοσύνη.

Κάθισε μαζί μας, κέρασε ποτά,  όλοι την έκοβαν από πάνω μέχρι κάτω να δουν αν αξίζει, με το που  την άκουσα να μιλά ήξερα ότι μ’  ενδιαφέρει, έπρεπε να τη γνωρίσω οπωσδήποτε και είχα καλή αφορμή, πιάσαμε κουβέντα ήταν πολύ ευχάριστη, χαμογελούσε,   σε μια φάση της πέταξα κάτι που ίσως δεν έπρεπε, ένιωθα όμως ότι έπρεπε να είμαι λίγο επιθετικός  ‘’Κάποτε πρέπει να ήσουν πολύ όμορφη’’ ήταν μια δύσκολη στιγμή,  ευτυχώς εκείνη τη στιγμή πέρασε ένας φίλος να με δει και μ’ έσωσε. Πιάσαμε κουβέντα,   άρχισε να με ρωτά για τις προηγούμενες σχέσεις μου,  γιατί χώρισες,  δε μπορεί, κάτι λάθος θα έκανες !''  ‘’Μια γυναίκα δε μπορεί δίχως σύντροφο’’ πέταξε σε κάποια στιγμή,   ‘’Εσείς είστε πιο σκυλιά, πιο γαϊδούρια, αντέχετε και μοναχοί σας, είστε φτιαγμένοι από υλικό πιο ανθεκτικό!’’ δε συμφωνούσα μαζί της όμως μπορεί και να είχε δίκιο. Ο Μιχάλης που την παρατηρούσε όλη την ώρα προσφέρθηκε να φέρει γλυκά για την παρέα και την ρώτησε τι θα προτιμούσε,  δεν της άρεσαν τα γλυκά απ’  το Χατζή, προτιμούσε  ένα άλλο ζαχαροπλαστείο που δεν το ήξερα καθόλου,  εκεί λέει έφτιαχναν  κάτι τρίγωνα καταπληκτικά μ ένα φύλλο έξοχο, μια κρέμα θεϊκή, ο Μιχάλης είπε ότι θα το έβρισκε και θα έφερνε τα καλύτερα.

Ήμουν λίγο χαμένος, πρόσεχα  το φιογκάκι που έκλεινε το μπλουζάκι της, κι ένα σημάδι που είχε ψηλά στο στήθος. Το μεσημεράκι εμφανίστηκε  ένας εγγλέζος ξέμπαρκος  ο Τομ από το Μπρίστολ μαζί με κάτι τύπους παρακμιακούς,  γυαλιά μαύρα φορούσε, ένα σορτσάκι, σαγιονάρες, ένα κολάρο  στο λαιμό, κάποιος σπόνδυλος είχε φύγει από τη θέση του. Ο Τομ κουβαλούσε πάντα ένα κασετόφωνο χαλασμένο, διαλυμένο, που έπαιζε παλιά ρεμπέτικα από ηχογραφήσεις γεμάτες παράσιτα, όπως συνήθως  χόρευε μοναχός του, τα έδινε όλα, ''Οι Έλληνες είναι οι καλύτεροι ! ‘’φώναζε ''' Οι Άγγλοι είναι όλοι γκέι!’’‘’Πάντα έτσι κάνει αυτός ;’’ με ρώτησε η κοπέλα ‘’Ω ναι’’ απάντησα ‘’Μην τον παρεξηγείς’’,  έπειτα συνεχίσαμε τα δικά μας   ‘’Μ’ αρέσει να γνωρίζω ανθρώπους αυθόρμητα, τυχαία’’ είπε ‘’’ Να πέφτω πάνω σε κάποιον στο απρόοπτο, να μη προγραμματίζω, όπως όταν πάω στα μαγαζιά και ψωνίζω κάτι επειδή μ’ αρέσει εκείνη τη στιγμή, πάρε για παράδειγμα τη φάση με το πορτοφόλι, αν δεν το ’χανα δεν θα γνωριζόμασταν!’’  

Μιλούσαμε για πράγματα άσχετα με το χώρο που βρισκόμασταν σα να μη μας επηρέαζε στο ελάχιστο η χοντροκοπιά του περιβάλλοντος, μου έλεγε για  στο χωριό όπου είχε γεννηθεί,  ο σιδηρόδρομος περνούσε δίπλα απ το σπίτι τους , κοντά στις ράγες φύτρωναν συκιές άγριες, έναν άνθρωπο είχε δει κάποτε να περπατά πάνω στ' άσπρα χαλίκια που είχανε στρώσει δίπλα στις σιδηροτροχιές, τον κοιτούσε μέχρι που χάθηκε μακριά. Πίσω από το σπίτι τους υπήρχε ένα βουνό , το φθινόπωρο στις πλάγιες του οι φτέρες έπαιρναν χρώματα καφετιά και κόκκινα, τη νύχτα τα άστρα φαίνονταν πολύ καθαρά ιδίως δυο απ αυτά που έμοιαζαν με ζευγαράκι, έλαμπαν τόσο δυνατά που νόμιζες ότι αν άπλωνες το χέρι μπορούσες να τα πιάσεις, μια φορά είχε δει κι ένα τεράστιο φεγγάρι να χάνεται πίσω απ την οροσειρά βάφοντας το φρύδι του βουνού χρυσαφένιο. Δίπλα στο σπίτι της  υπήρχε μια αυλή  όπου φύτρωναν ζουμπούλια και τριανταφυλλιές ροζ, μύριζαν υπέροχα, στη μέση του κήπου μια μανόλια ολάνθιστη με φύλλα γυαλιστερά και λουλούδια τεράστια που έμοιαζαν με άσπρες μπάλες χριστουγεννιάτικες, ένας φούρνος πλινθόκτιστος υπήρχε στην αυλή όπου έψηναν τα τσουρέκια τους που γίνονταν τέλεια, σα μαστίχα ήταν η ζύμη τους. Πήγαιναν εκεί με τη μάνα της και διάβαζαν κάτω απ τα δέντρα τα μαθήματα του σχολείου, η γειτόνισσα τους κερνούσε σακολατάκια δίχως περιτύλιγμα, η μάνα της δε την άφηνε όμως αυτή έπαιρνε πάντα πιο πολλά ''Πάρτε όσα θέλετε!'' τους έλεγε η γειτόνισσα κι εκείνη γέμιζε τη χούφτα της με μαργαρίτες σοκολατένιες, το πρωί τις έπαιρνε στο σχολείο τυλιγμένες σ αλουμινόχαρτο, τις άφηνε να λιώσουν στη τσέπη κι έπειτα τις έτρωγε έτσι λιωμένες. Μερικές φορές  πήγαιναν και καθάριζαν εκείνο το σπίτι της γειτόνισσας, αυτή βοηθούσε τη μάνα της στο ξεσκόνισμα, παντού έβρισκε λεφτά πεταμένα, κέρματα, χαρτονομίσματα, ότι ήθελες, ο άντρας εκείνης της γυναίκας με τον κήπο τον υπέροχο δεν τα έδινε καθόλου σημασία, ήθελε να βάλει μερικά στη τσέπη της αλλά η μάνα της δε την άφηνε...

Το μέρος ήταν στενό και στεκόμασταν όρθιοι  δίπλα στον πάγκο,  όπως έμπαινε κόσμος συνέχεια τραβιόμασταν όλο και πιο βαθιά, είχε έρθει πολύ κοντά, κοίταζε το πουκάμισο, το λαιμό μου, ''Μ αρέσει που σ έχω στριμώξει εδώ πέρα!'' είπε, Είχε κάτι που με είλκυε, μια γλύκα στο πρόσωπο, ένα σημάδι σα πληγή μικρή ψηλά στο στήθος, τα μαλλιά της άγγιζαν το πρόσωπο μου, έπιασε το χέρι μου, ένιωσα σα δροσοσταλίδα που κυλά στο εσωτερικό ενός λουλουδιού τεράστιου κάποιο καλοκαιρινό μεσημέρι και χάνεται μέσα στον κάλυκα βλέποντας φύλλα βαθυπράσινα και πέταλα που αλλάζουν χρώματα, ήταν μια στιγμή ονείρου.  

Καθώς μιλούσαμε ένα ζευγάρι πέρασε απέξω, τους ήξερε, είχαν και το μικρό παιδί τους, με το που το είδε πετάχτηκε πάνω, το φιλούσε, το αγκάλιαζε,  θα έφευγε  μαζί τους, ‘’Δεν θα περιμένεις τα γλυκά;’’ την ρώτησα ‘’Όχι δεν γίνεται, έχω αργήσει ‘’,  τη χαιρέτησα αδιόρατα, δεν έπρεπε να κοιτάξω κατά κει, έπρεπε να το παίξω σκληρός, την έβλεπα ν’ απομακρύνεται όμως ύστερα στράφηκε πίσω, όπως την κοιτούσα  να έρχεται από μακριά έμοιαζε διαφορετική, σα να είχε μεσολαβήσει ένα μεγάλο διάστημα από την ώρα που ήμασταν μαζί, κάποιον φώναζε, δε καταλάβαινα, οι άλλοι που ήταν εκεί είπαν, ''Εσένα θέλει!''
Την πλησίασα, μου μιλούσε χαμηλόφωνα σα να γνωριζόμασταν χρόνια ''Τι γίνεται σ’ εκείνο το μαγαζί με τα φρουτάκια;’’, με ρώτησε συνωμοτικά για το μαγαζί που υπήρχε εκεί δίπλα’’ Τι τύποι συχνάζουν, είναι μήπως ύποπτο, μπήκε κάποιος μέσα και θέλω να ξέρω!'' -  ''Δεν έχω δει κάτι παράξενο τόσο καιρό που έρχομαι εδώ πέρα’’ της είπα ‘’Το μόνο που ξέρω είναι ότι δε κλείνει ποτέ, δουλεύει, εκεί ένας γνωστός μου  αυτοφωράκιας που έχει κοιμηθεί  στο τμήμα κάνα δυο φορές όταν μπούκαρε η αστυνομία για έλεγχο.  Κατά τ’  άλλα είναι το ίδιο με όλα τα μαγαζιά του είδους’’ χαιρέτησε  πάλι χαμογελώντας κι απομακρύνθηκε ξανά,   ‘’Τι να ήθελε και με ρωτούσε για τα φρουτάκια ;’’ σκεφτόμουν, ‘’Ήταν κάποιο κόλπο ή έτσι έτυχε;’’

Ύστερα από χρόνια αισθανόμουν ότι έβρισκα μια γυναίκα που μπορούσα να εμπιστευτώ , την σκεφτόμουν όλη την ώρα, η πρώτη μας συνάντηση είχε πάει πολύ καλά όμως τις επόμενες μέρες   δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, δεν μπορούσα να καταλάβω τι συνέβαινε,  είχα χάσει τον ύπνο μου, τα πρωινά σηκωνόμουν   ζαλισμένος , μια μέρα  έπρεπε  να παραδώσω σε μια διεύθυνση ένα κουτί με βιβλία, πάνω του έγραφε με μαρκαδόρο «Αντοχή υλικών» από τι υλικό πρέπει να είσαι φτιαγμένος για να αντέχεις τέτοιες καταστάσεις, σκεφτόμουν. Είχα μπερδευτεί εντελώς,  κοίταζα γύρω μου σα χαμένος,  γυναίκες κατέβαζαν σακούλες στους κάδους, κάποιος ανέβαζε ένα στόρι, ένα παιδί συνάντησα  σε μια ανηφόρα, έμοιαζε ξέπνοο, ένα μπλουζάκια μ’ ένα κορδόνι που έδενε στο στήθος φορούσε, το ρώτησα κατά που έπεφτε η διεύθυνση, ’’ Μια ανάσα να πάρω !’’ μου είπε ‘’Έρχομαι από ποτό! ‘’ κοντοστάθηκε και μου έδειξε.

Όλη εκείνη τη μέρα ο χρόνιος σα να σέρνονταν, το βράδυ που  έφευγα απ’ τη δουλειά  περπατούσα σκεφτικός,  άρχισε να  βρέχει  κι η πόλη έγινε ένας χείμαρρος,  τα φώτα των αυτοκίνητων έκοβαν σε λωρίδες το σκοτάδι, νερά τρέχανε μέσα από σχάρες στις υπόγειες υδρορροές, από τις γειτονιές τις ανηφορικές ποτάμια μικρά σχηματίζονταν που κυλούσαν κατά τη θάλασσα.  Δεν είχα ομπρέλα και θα γινόμουν μούσκεμα, δεν άντεχα το κεφάλι μου βρεγμένο,   το μισούσα αυτό κάθε φορά, όλα πήγαιναν στραβά, ήθελα να βρίσω την τύχη μου τον καιρό όλο το σύμπαν όταν χτύπησε το κινητό,  '' Σε βλέπω μέσα απ’ το λεωφορείο, μείνε εκεί που είσαι έρχομαι να σε βρω!’’, δεν υπήρχε περίπτωση να συναντηθούμε υπό ομαλές συνθήκες, την είδα που κατέβηκε από τα αστικό και   πλησίασε προς το μέρος μου χαμογελαστή, σα να μη την ένοιαζε ο κατακλυσμός,  έβγαλε μια ομπρέλα και την άνοιξε πάνω απ το κεφάλι μου, '' Καλά εσύ είσαι ικανός να περπατάς σα βλαμμένος μες τη βροχή και ν' αρρωστήσεις, δεν έχω καμιά όρεξη να σε νταντεύω’’ μου είπε .  




ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...