Σάββατο 25 Αυγούστου 2018


ΟΛΑ ΤΑ ΧΡΩΜΑΤΑ ΤΟΥ ΚΟΣΜΟΥ

Η δεξιά πλευρά του μοναστηριού ήταν χτισμένη πάνω σ’ έναν ογκόλιθο τεράστιο που υψώνονταν σαν τοίχος, καλύτερο στήριγμα δεν μπορούσε να βρεθεί, η κατασκευή πατούσε σε μια προεξοχή του βράχου κι όλο το κτίσμα έμπαινε σ’ ένα κοίλωμα σα σπηλιά θεόρατη, πίσω από το μοναστήρι υπήρχε ένας διάδρομος πολύ στενός, ίσα- ίσα που μπορούσες να σταθείς και να περπατήσεις, από πάνω κρέμονταν πέτρες αρχαίες κι όλη την ώρα σκεφτόσουν ότι άμα γινόταν κανένας σεισμός θα ξεκολλούσαν και θα σ’ έστελναν στα βάραθρα όμως για κάπου χίλια χρόνια, τόσο παλιό ήταν το μοναστήρι, δεν είχε συμβεί τίποτα…

Κόσμος πολύς είχε μαζευτεί από παντού για το πανηγύρι και για να θαυμάσουν το μοναστήρι που ήταν εκπληκτικό πραγματικά , πετρόκτιστο κι επιβλητικό υψώνονταν ανάμεσα στους βράχους, που τα έβρισκαν εκείνα τα μέρη ρε φίλε οι παλιοί, έλεγαν ότι η Παναγία είχε απαιτήσει από τους μαστόρους που το φτιάχνανε να το πελεκήσουν πέτρα -πέτρα κι είχε γίνει φοβερό, χτισμένο ψηλά σα να αψηφούσε την αγριότητα του τοπίου κι από κει μπορούσες να δεις μέχρι μακριά σε μια λίμνη που είχαν φτιάξει ψηλά στα βουνά, σ’ ένα οροπέδιο, μπλοκάροντας τα νερά κάποιου ποταμού. Είχαμε βρεθεί εκεί πέρα μετά από παράκληση της θείας μου, όταν ήταν νεότερη είχε οργώσει την Ελλάδα και την Ευρώπη και γνώριζε κάθε αξιοθέατο που υπήρχε . Από καιρό έλεγα ότι έπρεπε να τη δω την θεία μου, μια εποχή που τα σόγια ήτανε ακόμα δεμένα την έβλεπα πολύ συχνά ύστερα την έχασα, όμως αυτή κάθε φορά που γιόρταζα μ’ έπαιρνε τηλέφωνο, ποτέ δε με ξεχνούσε κι αυτό είναι σημαντικό πάντοτε, να έχεις δηλαδή κάποιον που σε σκέπτεται και σε θυμάται ότι κι αν γίνει, έτσι αποφάσισα ότι φέτος ότι κι αν γινότανε θα πήγαινα να τη συναντήσω.

Τη βρήκα σε μια αυλή χαμηλή, χωμένη σ’ ένα μέρος βαθύ σα λάκκο, δεν το θυμόμουνα έτσι το σπίτι της που ήταν σκεπασμένο από παντού με φυλλώματα θάμνων και δέντρων, σ’ ένα πεζούλι υπερυψωμένο ήταν ο μπαξές γεμάτος ντομάτες, κλήματα και συκιές, το παλιό σπίτι είχε ανακαινιστεί ωραία απ’ τον θείο μου που δε ζούσε πια, ήταν μηχανικός κι αναλάμβανε έργα στην ανατολική Ευρώπη, Μολδαβία Ρουμανία, Ρωσία. Στο πάνω πάτωμα υπήρχε όπως το θυμόμουν ένα παλιό καρυδένιο κρεβάτι, κυρτό στην μια άκρη του, ένας μπουφές καφεκόκκινος γεμάτος κρυστάλλινα ποτήρια και σε μια γωνιά έβγαινε ο σωλήνας της σόμπας τυλιγμένος από ένα δαχτυλίδι μεταλλικό στο σημείο που περνούσε τα παλιά ξύλα του πατώματος για να μη πάρουν φωτιά και γίνουν όλα μπουρλότο! Το πιο εντυπωσιακό πάντως ήταν το μπάνιο που βρισκόταν σ’ ένα επίπεδο υπερυψωμένο ανάμεσα στα δύο πατώματα σ’ ένα χώρο που βρίσκονταν στο πλάι του σπιτιού, εκεί ο συγχωρεμένος είχε φτιάξει μια βάση με πλέγματα και πάνω τους στήριξε όλη την περίεργη κατασκευή, είχε και βιβλία πολλά ο θείος για την ιστορία της περιοχής που τα χάζευα στα ράφια ενώ στο προαύλιο έβλεπες παντού κομμάτια από μνήματα παλιά, τουρκικά με γράμματα αραβικά που δεν υπήρχε περίπτωση να καταλάβεις τι γράφανε.

Ήταν πραγματικά πολύ ωραίο που τα ξαναβρήκα όλα εκείνα, όταν ήμουν μικρός δεν χόρταινα αυτό το σπίτι το περίεργο όπου έβλεπες όλο πράγματα ασυνήθιστα, κι ύστερα όταν πήγαμε στο μοναστήρι εκεί ήταν η αποθέωση ήταν ότι καλύτερο για το φινάλε του καλοκαιριού. Όταν τελείωσε ο εσπερινός καθίσαμε να πιούμε ένα καφέ σ’ ένα μαγαζί που είχε στηθεί στην αυλή του μοναστηριού, κουβέντες σκόρπιες ακούγονταν στον αέρα, όλοι μιλούσαν για το που είχαν πάει και τι είχαν δει, άλλος έλεγε για τα Χανιά κι άλλος για τη Λευκάδα, για τα Σύβοτα και για τις παραλίες τη Νάξου, για του Παξούς και για τα Κύθηρα, όλοι είχαν μια ιστορία. Όλα φαίνονταν όμορφα κι εγώ το μόνο πρόβλημα που είχα ήταν ότι δεν μπορούσα να χορτάσω τη δίψα μου, δε ξέρω τι είχα πάθει, άδειασα μονορούφι το νεροπότηρο που μου είχαν φέρει, μα πόση ζέστη είχε κάνει ολόκληρο το μήνα, δεν είχε σπάσει ούτε μια στιγμή ο καύσωνας, όλη την ώρα χάζευα τα νερά που έτρεχαν άφθονα από τις βρύσες του μοναστηριού πάνω στα μάρμαρα κι από κει κυλούσαν μέσα στη γούρνα γυαλίζοντας τις άσπρες πλάκες κι αποκαλύπτοντας ραβδώσεις σε σχήματα παράξενα, ευτυχώς το νερό ήταν παγωμένο και ξεδιψούσε έστω και προσωρινά.

Κι όπως αγνάντευα από κει ψηλά το κάμπο πίνοντας νερό παγωμένο εμφανίστηκε ποιος νομίζεις ρε φίλε, η άλλη θεία μου, αυτή που δεν χώνευα και την απέφευγα, όποτε την πετύχαινα στο δρόμο άλλαζα κατεύθυνση, κρυβόμουν πίσω από κολόνες, μερικοί άνθρωποι εκπέμπουν από μακριά ενέργεια αρνητική, μια φορά στο λεωφορείο είδα ότι βρισκόταν στο μπροστινό κάθισμα και τσακίστηκα να κατέβω, ξεχνιόμουν και περνούσα έξω απ το σπίτι της πολλές φορές κι όλο φοβόμουν μη με φωνάξει, βλέπεις είχα κακές αναμνήσεις απ αυτήν. Έναν καιρό ζόρικο ενώ μπορούσε να με βοηθήσει μου είχε κάνει τη ζωή δύσκολη κι όσο κι αν θες ν’ αφήσεις πίσω τα παλιά μερικά πράγματα δε σβήνονται, δε μπορείς να τα παραβλέψεις, δε μπορείς να κρυφτείς, σου βγαίνει, άμα μου κάτσει στραβά ένας άνθρωπος εγώ τουλάχιστον δε μπορώ, άμα με απογοητεύσει κάποιος πάει τελείωσε !

Κάθισε εκεί μαζί μας χαρούμενη και δεν μπορούσα να πω τίποτα, δεν γινόταν να το αποφύγω,που μας είχε ανακαλύψει, οι άλλοι στην παρέα φυσικά δεν ήξεραν τίποτα κι η θεία μου αυτή άρχισε να μιλά ασταμάτητα, ‘’ ‘’Πόσο καιρό έχω να σε δω, και γιατί δεν περνάς από μένα, και πόσο έχεις αλλάξει!’’ κι έπειτα έτσι στο αδιάφορα άρχισε να μιλά για τα παλιά και για τη μάνα μου ΄΄Όπα!’’ είπα μέσα μου ‘’Εδώ είμαστε, αυτά θέλω να τ’ ακούσω. Γιατί αυτή ήξερε ένα κάρο λεπτομέρειες απίστευτες για τη μάνα μου που ήθελα να μάθω οπωσδήποτε, είχανε μεγαλώσει μαζί σε μια εποχή που δεν ζούσα και γνώριζε τα πάντα, στο κάτω- κάτω αδερφές ήτανε κι όσο να πεις καλύτερα απ’ τον αδελφό σου δε σε ξέρει κανένας, μόλις άρχισε να μιλά όσο κι αν έδειχνα αδιάφορος είχα τεντώσει τ’ αυτιά μου να μη χάσω τίποτα, << Η μάνα σου ήταν πολύ καλή, πολύ ζωηρή, κρατούσε το μαγαζί του παππού σου, δούλευε πολύ, ώρες, και πάντα βοηθούσε τον κόσμο, ήταν ένας τυφλός που έμενε αντίκρυ απ’ το σπίτι μας , εγώ ήμουνα μικρότερη και την κοίταζα στα μάτια, η μάνα σου μου έδινε ένα κανάτι γάλα και μου έλεγε ‘’Πήγαινε εκεί στο στενό το σκοτεινό και μη φοβάσαι, εγώ θα σε βλέπω, χτύπα τη πόρτα, θα σου ανοίξουν, δώσε αυτό και μετά γύρνα πίσω’’ εγώ πήγαινα κάθε φορά στο σπίτι του τυφλού που μου έλεγε πάντα ‘’Ευχαριστώ!>>

Μ’ ενδιέφεραν φοβερά εκείνες οι ιστορίες για τη μάνα μου, δεν μπορούσα να ρωτήσω την ίδια, μπορεί και να μη θυμόταν καθώς έπνεε τα λοίσθια και κάθε χρόνο την έβλεπα πιο εξασθενημένη, ο πατέρας μου είχε αποδημήσει από καιρό πια κι εγώ είχα ένα σωρό απορίες, ποιος ήταν εκείνος ο τυφλός, μια φορά είχα συναντήσει το γιο του και μου είχε αναφέρει κάτι, θυμόταν μ’ ευγνωμοσύνη τη μάνα μου αλλά ύστερα τον έχασα, κι αν ήταν τόσο καλή ίσως κι εγώ να μην ήμουνα τόσο κακός, κάτι θα είχα πάρει, πάντα θες να ξέρεις τι σόι άνθρωποι ήταν οι γονείς σου για να καταλάβεις και τον εαυτό σου, ποιος είσαι, που πας, τι θα κάνεις, που θα σε βγάλει, ποια θα είναι η πορεία σου, πόσο θ’ αντέξεις, ένα κάρο ερωτήματα και ζητήματα που σε βασανίζουν ίσως βρουν μια απάντηση όταν έχεις κάποιο πρότυπο προηγούμενο, υπάρχουν στιγμές όπου θες μια πυξίδα, μια κατεύθυνση, έχεις αμφιβολίες, δεν πιστεύεις στον εαυτό σου, τα πράγματα δεν πάνε όπως πρέπει ή αργούν πολύ, απελπιστικά, και τότε θες κάποιον που πριν από σένα, σε διαφορετικές συνθήκες βρήκε τον τρόπο και τα κατάφερε !

Πρώτη φορά άκουγα όσα έλεγε η θεία μου, μπορεί να τα είχα ξαναπεί όμως δεν τα είχα προσέξει, δεν είχα δώσει σημασία, τώρα όμως για κάποιο λόγο αποκτούσαν άλλο νόημα, όπως στεκόμαστε κάτω απ’ τον πελώριο βράχο που έχασκε από πάνω μας εγώ άκουγα αχόρταγα, καμιά φορά κι από ανθρώπους που αντιπαθείς μπορεί να πάρεις κάτι καλό, να ωφεληθείς με κάποιον τρόπο, ώστε ήταν τόσο καλή η μάνα μου και δούλευε αγόγγυστα, κι αργότερα έκανε οικογένεια και παιδιά, τα μεγάλωσε, δεν τα είχε πάει άσχημα, τότε βέβαια ούτε που τα σκεφτόταν όλα αυτά, δεν υπήρχε χρόνος, ήταν αυτονόητα, τώρα όλα είναι τόσο μπερδεμένα, που να βρεις άκρη...

Όπως σταμάτησαν όλοι να μιλούν για μια στιγμή βρήκα ευκαιρία να γεμίσω το μπρούτζινο, γυαλισμένο τάσι που είχαν εκεί δεμένο με μια αλυσίδα και ήπια μια φορά ακόμα, αντίκρυ μας απλώνονταν η λίμνη αντανακλώντας τον ήλιο που έδυε, ένας γέρος κάπως χοντρός που έπλενε τα χέρια του στη βρύση έλεγε ότι θα μπορούσε να μαζέψει πολύ περισσότερο νερό αν δεν υπήρχαν καταβόθρες υπόγειες απ’ όπου διοχετεύονταν σε ρέματα υπόγεια για να βγει σε ποτάμια και ρέματα. Κάποιος πρότεινε να πάμε μέσα να προσκυνήσουμε την εικόνα, διαβήκαμε πάλι εκείνο το στενό ανάμεσα στο βράχο όπου έπρεπε να σκύψουμε για να χωρέσουμε, περάσαμε ανάμεσα από λουλούδια και πρασινάδες για ν μπούμε στον ναό όπου υπήρχε μια εικόνα πελώρια κάπου δυο μέτρα γεμάτη με ότι τάμα φανταστείς, πόδια, χέρια, κεφάλια, αυτιά, ασημένια και χρυσά τα πιο πολλά, η εικόνα που δέσποζε και ζωντάνευε θαρρείς το χώρο ήταν φτιαγμένη από ψηφίδες λαμπερές απ΄ όλα τα χρώματα του κόσμου τόσο όμορφες σα να τις είχαν ξεκολλήσει από κάποιο αιθέριο τόξο ουράνιο, δεν είχα δει ομορφότερο πράγμα. Όπως σήκωνες τα ματια αντίκριζες τον αρχάγγελο που βαστούσε μια σπάθα τεράστια έτοιμος να πάρει όσα κεφάλια έβρισκε μπροστά του, όλοι γονάτιζαν από κάτω του, οι γυναίκες πιο πολύ ψιθυρίζοντας λόγια κι ευχές, πλησίασα κι εγώ να δω από κοντά το πελώριο εικόνισμα, γονάτισα κι είπα μέσα μου ‘’Εντάξει δεν είμαι τόσο καλός όσο η μάνα μου αλλά δως μου λίγη δύναμη όσο γίνεται να συνεχίσω!’’ έκλεισα μια στιγμή τα μάτια και είδα να στροβιλίζονται μέσα στο μυαλό μου χιλιάδες αποχρώσεις σα να βούλιαζα σε μια δίνη χρωματιστή, μετά βιαστήκαμε να φύγουμε από κει πέρα προτού ξεκολλήσει κανένα νταμάρι και μας θάψει από κάτω του .

Δευτέρα 13 Αυγούστου 2018

ΔΑΙΜΟΝΕΣ ΤΟΥ ΚΟΝΙΟΡΤΟΥ

Ένα φίδι πετάχτηκε μες απ’ τα χορτάρια κι άρχισε να σέρνεται στην άσφαλτο ‘’Μη το πατήσεις, μη,  είναι γρουσουζιά !’’ φώναξε ο μελαχρινός τύπος που καθόταν δίπλα στον οδηγό, ο οδηγός φρέναρε μαλακά και το φίδι πρόλαβε να περάσει απέναντι και να χαθεί μες τα χωράφια, ο οδηγός άνοιξε το παράθυρο δίπλα του κι από κει μπήκε  αέρος κρύος, μετά από τόση ζέστη που είχε  φάει αυτό ήταν ότι καλύτερο,  δε χόρταινε τη δροσιά,  ένιωθε ότι αν αργούσε λίγο ακόμα να φύγει  θα είχε μπλοκάρει εντελώς, δε μπορείς να φανταστείς πόσο το χρειαζόταν κι η ατμόσφαιρα εκεί πέρα ήταν τόσο ωραία,   έκανε κρύο σχεδόν, άκου ρε φίλε, μες τη καρδιά του θέρους, ότι πιο ευχάριστο, ήταν ευλογία!

Όταν  ξαφνικά  το αφεντικό  του είπε  ότι θα σταματήσουν επειδή  δεν είχε νόημα να κρατούν το μαγαζί ανοιχτό του ήρθε ταμπλάς,  δεν ήξερε τι να κάνει, πώς να σκοτώσει την ώρα του, διακοπές είχε  πάει από νωρίς και τώρα είχε μπλοκάρει  ξανά,   κάθε χρόνο είχε το ίδιο πρόβλημα με  το καλοκαίρι  και τώρα που δεν δούλευε κιόλας τα είχε δει όλα, στο σπίτι δεν άντεχε να καθίσει, η γυναίκα του όλο γκρίνιαζε,  γυρνούσε σα χαμένος  στα πολυκαταστήματα όπου είχαν βάλει  τζάμια διάφανα κι από κάτω έβλεπες  νερά τείχη αρχαία,  βρύα και φτέρες φύτρωναν ανάμεσα στις πέτρες,  αργόσχολοι γέροι κοιμόταν  πάνω από βιβλία ανοιχτά, πιτσιρικάδες βαρεμένοι  ξάπλωναν στα μαξιλάρια φωνάζοντας, τι θα έκανε ρε φίλε; Αυτό το διάστημα  του φαινόταν ένα βουνό τεράστιο  που δεν θα μπορούσε να διαβεί με τίποτα, τι παγίδα ρε φίλε του είχανε  στήσει,  άλλοτε πάλι  όλα επανέρχονταν στην φυσιολογική τους διάσταση, ένα κανονικό καλοκαίρι ήταν κι αυτό που θα περνούσε κάποια στιγμή, εμένα μου λες !

 Η πόλη δεν είναι και το πιο φιλόξενο μέρος  το καλοκαίρι, όλοι φεύγουν σα παλαβοί λες και τους  κυνηγούν, καράβια κι αεροπλάνα αναχωρούν  για τις τέσσερις γωνιές του ορίζοντα, τα μαγαζιά κλειστά,  συνεργεία σκάβουν τα πεζοδρόμια,  αμάξια περνούν με μανία πάνω από καπάκια της ύδρευσης  ξεχαρβαλωμένα,  υπάρχουν στιγμές που νομίζεις ότι όλα γύρω  έχουν βουβαθεί, όλες οι δραστηριότητες έχουν  ατονήσει σα να επιβλήθηκε  απαγόρευση κυκλοφορίας, ειδήσεις σταματούν  να βγαίνουν,  η τηλεόραση δείχνει  αηδίες απίστευτες,  όλα γίνονται υποτονικά, αργά, σιγανά, τόσο σιγανά που σούρχεται  να ουρλιάξεις!

 ‘’Άμα θες το σαββατοκύριακο πάμε στο χωριό σου, μπορούμε να μείνουμε στο σπίτι της Γ!’’  του είπε ένα βράδυ έτσι στο αδιάφορο η γυναίκα του που τον έβλεπε να χτυπιέται τόσες μέρες και τον λυπήθηκε. Το πατρικό του είχε αρχίσει ν αποσυντίθεται οπότε δεν υπήρχε περίπτωση να μείνουν εκεί κι  από τους δικούς του  δεν είχε μείνει κανένας, όλοι είχαν πεθάνει ή είχαν φύγει,   η Γ ήταν μια γειτόνισσα του παλιά που είχε γνωριστεί με τη γυναίκα του και μιλούσαν τακτικά στο τηλέφωνο.  Η γυναίκα του θεωρούσε  εντελώς μπανάλ το χωριό του  αν και παραθαλάσσιο  τώρα όμως  είχε μεταστραφεί  και δέχτηκε να πάνε,  καλά ώρες -ώρες όποτε ήθελε γινόταν πολύ καλή αυτή η γυναίκα  κι ούτε  χρειάστηκε να την πιέσει γιατί θα  τον έστελνε αδιάβαστο,  αυτοί οι μήνες είναι δύσκολοι για τα ζευγάρια,  έρχεσαι πολύ κοντά με τον άλλον, χάνεις εκείνη την απόσταση την πολύτιμη, ήξερε ότι δεν μετακινούνταν εύκολα, δεν της  άρεσε να βγαίνει απ’ τη βολή της  και ξαφνικά δέχτηκε, εντάξει αυτό ήθελε μεγαλοψυχία!

 ‘’Βλέπεις τις λεύκες …’’ ακούστηκε  ξανά  ο βλαμμένος  συνοδηγός  που δεν έβαζε γλώσσα μέσα με τίποτα ‘’’…μόνο σκιά κάνουν και δεν αφήνουν να φυτρώσει τίποτα από κάτω τους, τις φύτευαν τότε για τη Σόφτεξ, το εργοστάσιο που έφτιαχνε χαρτί,  είχαν γεμίσει το τόπο,  πάει το εργοστάσιο  κι απόμειναν αυτά τα άχρηστα τα δέντρα που πέφτουν με τον παραμικρό αέρα!’’ ενώ είχε σταματήσει για μια στιγμή μετά πήρε φόρα πάλι, σχολίαζε τα πάντα, τις γυναίκες που περίμεναν να τις πάρει το αμάξι  για να πάνε να μαζέψουν σταφύλια στα χωράφια δίπλα στη θάλασσα,  τα καβάκια  που φύτρωναν δίπλα στο δρόμο κι έπρεπε να κοπούν γιατί δεν κάνουν τίποτα καλό,  τις βροχές που έπεφταν συνέχεια και είχαν σαπίσει τον τόπο,  τα πάντα ρε φίλε, δεν άφηνε τίποτα, είχε ζαλίσει τους πάντες !

 Κανονικά θα ερχόταν με το αμάξι κι όλα θα ήταν ωραία όμως κι εκείνο είχε χαλάσει,  το έχε στο συνεργείο κι έτσι έπρεπε  να ανεχτεί τον ηλίθιο, τον ήξερε από παλιά,  πάντα  έτσι ανισόρροπος ήτανε, όταν ήταν μικρός άκουγε τους φίλους του να λένε πως τον είχαν δει τη νύχτα να γυρνά στους δρόμους μες το σκοτάδι φορώντας ένα παλτό τεράστιο, το σπίτι του ήταν στην άκρη του χωριού, δίπλα σε κάτι παλιά χαλάσματα κι όσοι περνούσαν από κει έκαναν το σταυρό τους σα να ήθελαν ν’ αποφύγουν κάτι κακό, πάντως κάπως τα είχε καταφέρει και χώθηκε σε μια υπηρεσία όπου την περνούσε μια χαρά.

Όπως πλησίαζαν αντίκρισε  τα βουνά  πράσινα απ’ τις νεροποντές  σα να βρισκόταν στην  άνοιξη, ένα συννεφάκι σεργιανούσε ανάμεσα στις χαράδρες ξεχασμένο και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν οι μπαξέδες έδειχναν πολύ περιποιημένοι γεμάτοι με κόκκινα νυχτολούλουδα, στις πλατείες βρύσες με  νερά άφθονα  έτρεχαν μέσα στις στέρνες, ‘’Καλά  περνούσαν ρε φίλε εκεί πέρα οι χωριάτες!’’ σκέφτηκε τη στιγμή που  ένα ασθενοφόρο ήρθε από απέναντι  ακολουθούμενο από  ένα αμάξι με φώτα αναμμένα, ο οδηγός έκανε στην άκρη πλησιάζοντας τα   χωράφια με το ψηλό καλαμπόκι, ομίχλη φαινόταν  να έρχεται από  ένα λιβάδι μακριά όπου είχαν κατασκηνώσει χιλιάδες  κοράκια  ‘’Από Αύγουστο χειμώνα!’’ σχολίασε ο άλλος ο παλαβός  που δεν άφηνε τίποτα να πέσει χάμω .

 Με το που πάτησε το πόδι στα πάτρια εδάφη,  απόθεσαν τα πράγματα  στο σπίτι της γειτόνισσας κι  αμέσως πήρε τ’ απάνω του, καλά  πως δεν το είχε κάνει τόσον καιρό, τι στο δαίμονα περίμενε! Ο τόπος  βέβαια ήταν γεμάτος από βαλκάνιους  οι οποίοι   κοιμόταν στη σκιά των πανύψηλων πλατανιών της παραλίας , άλλοι κολυμπούσαν κι άλλοι έτρωγαν σ’ ένα κέντρο πάνω ψηλά απ το χωριό. Εκεί πήγαν αμέσως και καθίσανε δίπλα σε κάτι  τριανταφυλλιές μαβιές,  παρήγγειλαν λεμονάδες και μπύρες δίχως αλκοόλ, ωραία θέα είχε από κει πάνω, έβλεπες όλο τον μικρό κόλπο στο μυχό του οποίου  ήταν κτισμένος ο οικισμός,  ένα καμπαναριό έστεκε  στη μέση  που το είχαν χτίσει λέει πριν έναν αιώνα ο ναυτικοί αφού είχαν ταξιδέψει ποιος ξέρει σε τι θάλασσες μακρινές, αυτό που δέσποζε πάντως στο χώρο ήταν το τεράστιο ρέμα που περνούσε μέσα απ’ τα σπίτια και  κάποτε παραλίγο να πνίξει το χωριό, οι βροχές που έπεφταν άφθονες εκεί πέρα λόγω κάποια ιδιομορφίας του μικροκλίματος κατέβαζαν πολλά νερά και κατά καιρούς είχαν κινδυνέψει πολλοί, η πυροσβεστική δεν προλάβαινε  να βγάζει νερά από υπόγεια και μαγαζιά.  Το ρέμα ξεκινούσε από ψηλά απ τις χαράδρες του βουνού  εκεί σένα ύψωμα  υπήρχαν κάτι χαλάσματα κι εκεί πέρα είχε βρει να φτιάξει το  σπίτι του εκείνος μυστήριος που μιλούσε συνέχεια στη διαδρομή.  

 Όσο περνούσε η ώρα ένιωθε όλο και καλύτερα  σα να είχε συμβεί κάτι μαγικό, το πρωί που ξυπνούσε περπατούσε στα δάχτυλα να μη  ξυπνήσει τη γυναίκα του , εκείνη την ώρα ήταν ο καλύτερος της ύπνος, καθόταν και τη  χάζευε,  ήταν υπέροχη όταν δε γκρίνιαζε,  δεν άντεχε καθόλου τη ζέστη κι άμα την έπιαναν τα νεύρα έπρεπε  να φύγεις μακριά. Πιο πολύ εστίαζε στη λακκούβα που είχε στη πλάτη της, του  έκανε πολύ εντύπωση, τη χάιδευε απαλά εκεί πέρα κι ύστερα την άφηνε ήσυχη γιατί ποτέ δεν ήξερες με τι διάθεση θα ξυπνούσε. Το πρωί  ήθελε  κάτι γλυκό λες κι όλη νύχτα διάβαζε ή τελείωνε λογαριασμούς, η γυναίκα του πάλι αναζητούσε σοκολάτες και σιροπιαστά τη νύχτα προτού πέσει στο κρεβάτι και πάντα  το καλύτερο γλυκό δεν το  έτρωγε ότι ώρα να είναι, το άφηνε εκεί πέρα για τη στιγμή που θα ένιωθε ωραία ώστε να το χαρεί όσο γίνονταν περισσότερο, το αντίθετο απ’  αυτόν δηλαδή που το καταβρόχθιζε επί τόπου, το εξαφάνιζε,  δεν άντεχε να περιμένει ούτε στιγμή !

 ‘’Είδα φρούτα πολλά στον ύπνο μου…’’ του είπε ένα μεσημέρι που είχαν πλαγιάσει μετά απ το κολύμπι ‘’…πεπόνια μοσχομυριστά, σταφύλια κόκκινα,  τα έτρωγα κι έτρεχαν τα ζουμιά πολύ γλυκά,  τα είχα βγάλει από ένα ψυγείο γεμάτο χυμούς και γρανίτες απ όλα τα χρώματα, λένε ότι αυτό είναι καλό όνειρο’’- ‘’ Εγώ είδα νερά είπε αυτός ‘’Ήταν καθαρά;’’  τον ρώτησε η γυναίκα του ‘’Καθαρά, πολύ καθαρά αλλά ορμητικά, φουσκωμένα τρέχανε με δύναμη, φοβόσουν να πλησιάσεις, κάποια στιγμή δοκίμασα να περάσω από ένα μέρος που μου φάνηκε ρηχό, πέρασα απέναντι με δυσκολία, ήμουν μούσκεμα’’-  ‘’Είναι καλό όνειρο…’’ του είπε  γυρίζοντας πλευρό ‘’…χάιδεψε τώρα τη πλάτη μου!’’

Η Γ  που τους φιλοξενούσε είχε ένα σκύλο  τον οποίο αγνοούσε εντελώς μιλάμε, ούτε να τον ταΐσει θυμόταν, αυτός το λυπόταν το ζώο, του κρατούσε τα κόκαλα απ’ τις  μπριζόλες που τρώγανε έξω κι ένα πρωινό αποφάσισε να τον πάει μια βόλτα στο βουνό.  Ξεκίνησαν πολύ νωρίς, προτού φέξει, είχε  όρεξη για περπάτημα και βγήκε απ το χωριό τραβώντας για  το  ύψωμα όπου βρισκόταν το σπίτι εκείνου του φλύαρου κοντά στα  χαλάσματα της  παλιάς πολιτείας με τα  τείχη και τις  πολεμίστρες, όταν έφτασαν στο λόφο άφησε το ζώο να γυρνά ελεύθερο και κάθισε να  δει τη θέα με το καμπαναριό και τον κόλπο που απλώνονταν κάτω.  Είχε ξεχάσει εντελώς το σκύλο όταν  τον άκουσε να γαυγίζει δυνατά, σηκώθηκε και περπάτησε κατά τα ερείπια όπου βρήκε  το ζώο να φωνάζει κοιτάζοντας σε μια κατεύθυνση σα να υπήρχε  κάτι εκεί πέρα αλλά αυτός  δεν έβλεπε τίποτα.

 Όπως πλησίασε το ζώο σα να πήρε θάρρος, άρχισε να τρέχει  προς τα χαλάσματα και  σταμάτησε μπροστά σε μια πύλη γκρεμισμένη κλειστή από  μια πόρτα ξύλινη που   κρέμονταν σε κάτι μεντεσέδες ξεχαρβαλωμένους,  εκεί σταμάτησε και καρφώθηκε ο σκύλος σα να έπεσε πάνω σ’ έναν τοίχο αόρατο, έπειτα άρχισε να υποχωρεί με την ουρά στα σκέλια σα να ένιωθε κάτι στον αέρα που αυτός δεν μπορούσε να δει.
 

‘’Κάτι υπήρχε  εκεί γύρω  διάβολε αλλά τι στο καλό μπορούσε να ήταν!’’ σκέφτονταν όταν ο  σκύλος άρχισε να τρέχει στην αντίθετη κατεύθυνση γαυγίζοντας θλιμμένα, η  διαλυμένη πόρτα άνοιξε αργά κι αυτός  προχώρησε μπροστά, πέρασε την πέτρινη πύλη κι εκεί σ’ ένα ξέφωτο που ανοίγονταν ανάμεσα στις ξερολιθιές είδε τον  παλαβό  του χωριού, ποιος άλλος θα ήταν ρε φίλε:  στέκονταν στην άκρη του λόφου πάνω από έναν γκρεμό βαθύ  κοιτάζοντας κατά τη θάλασσα,  ήταν ακριβώς όπως τον φαντάζονταν μικρός σαν άκουγε τις ιστορίες για τον άγνωστο που γυρνούσε στα στενά φορώντας το μακρύ παλτό του μόνο που εδώ μες την κάψα δε φορούσε την κάπα του μονάχα ένα πουκάμισο που ανέμιζε, ο αέρας σφύριζε όλη την ώρα κι από λεπτή αύρα άρχισε να δυναμώνει στριφογυρνώντας σα να ζωντάνευε,  μια στήλη από σκόνη και χορτάρια δημιουργήθηκε στο ξέφωτο κι έμοιαζε να προχωρά κατά πάνω του γρήγορα,  έκλεισε τα μάτια  να φυλαχτεί από τον κονιορτό κι άρχισε να περπατά κι αυτός  προς την κατεύθυνση που είχε φύγει το σκυλί όταν ένα χέρι πολύ δυνατό   άρπαξε ξαφνικά το πόδι του ... 

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...