Παρασκευή 30 Αυγούστου 2013

300

Εκεί ήταν μια στιγμή αδυναμίας, κανονικά δεν έπρεπε να αφεθεί αλλά ήθελε να χαλαρώσει, να μαζέψει όλη την ενέργειά του για την επόμενη μέρα, θυμήθηκε τη τελευταία φορά που είδε τη γυναίκα του λουσμένη στο φως, με τους στρογγυλούς ώμους, τα σκούρα μαλλιά, μια γεύση πικρή ανέβηκε στο στόμα του, ένα δάκρυ ένιωσε να κυλά στα μάγουλα του.

Μια ματιά είχε ρίξει στις σκοπιές να δει αν ήταν όλοι στις θέσεις τους, κάποιος στρατιώτης κοιμόταν στο χώμα, μια πληγή σα χαρακιά είχε στο σβέρκο από κάποια αψιμαχία, μια αγριοτριανταφυλλιά είχε φυτρώσει εκεί ανάμεσα στους βάτους. Ο ουρανός ήταν καθαρός, μπορούσε να διακρίνει τα άστρα, σκεφτόταν πώς θα ήτανε η μάχη την άλλη μέρα, ολονών οι αντοχές θα δοκιμάζονταν την ώρα του χαλασμού , έπρεπε νάχει καθαρό μυαλό, τίποτα δε θα ήταν το ίδιο την επόμενη μέρα, δε γίνονταν λόγος ν αφήσει τη θέση του βέβαια, άλλωστε ποιος μπορεί να γλυτώσει απ τη μοίρα του.



Ο άλλος τώρα είχε κουβαλήσει ότι υπήρχε και δεν υπήρχε στα μέρη του, αυτοί που προηγούνταν άνοιγαν δρόμο κόβοντας δέντρα, τα υποζύγια άδειαζαν λίμνες ολόκληρες ρουφώντας το νερό τους, καμήλες ακολουθούσαν και σκύλοι ινδικοί, στο πλάι υπήρχαν δορυφόροι με ακόντια που είχαν τις αιχμές προς τα κάτω, ρόδια χρυσά αντί για ακίδες στόλιζαν τις ασπίδες τους, αυτοί που ήταν στο εσωτερικό είχαν ρόδια ασημένια και μήλα στις δικές τους ασπίδες, ένα άγαλμα τεράστιο σέρνανε κάτι άλογα άσπρα, μεγαλόσωμα, θρεμένα στις αχανείς πεδιάδες της ανατολής, κανένας δεν επιτρέπονταν να τα καβαλήσει αυτά, ο Ξέρξης ήταν πάνω σ ένα άρμα λαμπρό με ένα πανύψηλο ηνίοχο δίπλα του, ένα κενό υπήρχε ανάμεσα στους ''Αθάνατους'', την εκλεκτή συνοδεία του και το ανθρωπομάνι ξοπίσω, σε κάτι λιβάδια είχανε μαζέψει, τις προμήθειες τους , οι μάγοι έκαναν κόλπα και δεήσεις στις Νηρηίδες να ημερέψουν τα κύματα καθώς σηκώνονταν καταιγίδες γύρω απ τον Άθω.



Σ ένα λόφο ανέβηκε να επιθεωρήσει το στράτευμα του, οι άνθρωποι σκέπαζαν τις πεδιάδες, ο τόπος όλος μαύριζε από τα κράνη τους, ο βασιλιάς συγκινήθηκε, αναρωτήθηκε πόσοι απ αυτούς θα ζούσαν στο τέλος της εκστρατείας, τον πήραν τα κλάματα, σκέφτηκε ότι οι θεοί ήταν φθονεροί δίνοντας στους ανθρώπους μια μικρή γεύση μονάχα της γλυκιάς ζωής. Στη Χαλκιδική όλοι φοβούνταν τα άγρια κήτη που κολυμπούσαν στην ανοιχτή θάλασσα, κάπου στα δάση της Μακεδονίας βόδια με κέρατα τεράστια βόσκανε αμέριμνα, λιοντάρια επιτέθηκαν τη νύχτα στις καμήλες, ο θεός ξέρει γιατί διάλεξαν αυτές ειδικά , στα Τέμπη εντυπωσιάστηκε από τις εκβολές του Πηνειού, εκτίμησε ότι θα μπορούσε να πνίξει τον τόπο ολάκερο, να πλημμυρίσει τη πεδιάδα απλά κλείνοντας το στενό απ όπου ο ποταμός άδειαζε τα νερά του, ζήτησε να του φέρουν τα περίφημα άλογα που κάλπαζαν στα χωράφια, σε μια σκηνή μεγαλόπρεπη γεμάτη χρυσά κι ασημένια διανυκτέρευσε, οι φαντάροι πλάγιασαν όπως -όπως στην ύπαιθρο.

Εκεί στο στενό παρατάχτηκαν οι αντίπαλοι, ένα κάρο περνούσε ίσα ίσα από κει λέει ο Ηρόδοτος, από τη μια μεριά ήταν η θάλασσα γεμάτη ύφαλους και ξέρες και πέτρες κοφτερές, από την άλλη βράχοι απότομοι, ένα χαντάκι είχαν σκάψει κάποτε οι Φωκείς να εμποδίσουν τους μισητούς εχθρούς τους τους Θεσσαλούς, ένα χωριό, οι Αλπηνοί ήταν εκεί κοντά, κατάσκοποι στάλθηκαν να δουν τι γίνεται τη νύχτα, αυτοί είδαν τους Έλληνες γύρω από φωτιές να κάθονται ήσυχοι.



Εκεί γύρω απ τις φωτιές λέγανε ιστορίες παλιές που τραγουδούσαν κάποτε οι τυφλοί τροβαδούροι κι οι βάρδοι κι οι τραγουδιστάδες, για τον Απόλλωνα με τους μαύρους βοστρύχους που είχαν γαλάζιες αποχρώσεις στο χρώμα των πετάλων του πανσέ, αυτόν που στη γιορτή του τα νερά των πηγών γίνονταν καθαρά σα κρύσταλλα, για την Ιφιμέδεια που ερωτεύτηκε τον Ποσειδώνα και περπατούσε στην ακροθαλασσιά κάθε μέρα ρίχνοντας κύματα στο στήθος της ώσπου να ενδώσει ο θεός της θάλασσας.
 

Για τον Μαρσύα που είχε τρελαθεί με τον δίαυλο από τα κέρατα ελαφιού που είχε βρει σ ένα ρυάκι, σκέφτονταν ότι δεν υπάρχει τίποτα άλλο που να έπαιζε πιο ωραία μουσική σ όλο το κόσμο, για τον Ορφέα που έπαιζε τη κιθάρατου τόσο γλυκά ώστε τους τρέλανε όλους σαν κατέβηκε στον Άδη, ο τροχός του Ιξίονα είχε σταματήσει να γυρίζει σα δαιμονισμένος, το λιθάρι που ανέβαζε αενάως ο Σίσυφος ισορρόπησε μοναχό του, οι Δαναΐδες σταμάτησαν να γεμίζουν το απύθμενο πιθάρι κι ο Άδης ο ίδιος έμεινε αποσβολωμένος, δεν γίνονταν να παίζει κάποιος τόσο όμορφα.


Ιστορίες λέγανε γύρω απ τη φωτιά, για τον Πηλέα που τον πήρε ο ύπνος στο κυνήγι και του έκρυψαν το σπαθί του για να τού το φανερώσει ένας κένταυρος, για τους γάμους του με τη Θέτιδα λέγανε όπου ο Ποσειδώνας του είχε χαρίσει εκείνα τα υπέροχα άλογα, τον Βαλίο και τον Ξάνθο που θα τάδινε στο γιο του αργότερα ,  ένα ακόντιο έξοχο από ξύλο φλαμουριάς ο Χείρωνας.

Κι άλλες ιστορίες λέγανε εκεί πέρα γύρω απ τη φωτιά, o μάντης ο Μεγιστίας ήταν ο πιο καλός παραμυθάς όπως διηγούνταν με τη βαθιά φωνή του για τους τιτάνες που είχαν ξεσηκωθεί έναν καιρό πολύ παλιά, για τον τυφώνα έλεγε, εκείνο το τέρας που πάλευε με την Αθηνά -τι θεά κι αυτή!- όλοι οι άλλοι είχανε εξαφανιστεί απ το φόβο τους, σήκωσε στον ώμο τον ίδιο το Δία, του έκοψε τους τένοντες κάνοντας τον άχρηστο, ευτυχώς τον έσωσε ο Πάνας για να συνεχίσει ο μεγάλος θεός τη πάλη, για τη λύρα που έφτιαξε ο μικρός Ερμής λέγανε, τότε που έκλεψε τα βόδια του Απόλλωνα και τα πήγε μέχρι την Πύλο κάπου, ένας γέρος τον είχε δει μες την ερημιά και τον κάρφωσε, για την Αργώ λέγανε που πέρασε μέσα απ τις Κυανές Πέτρες, τις συμπληγάδες, με τη Θέτιδα την ίδια στο πηδάλιο.



Του Ξέρξη του την έδωσε, ποιοι νόμιζαν πως ήταν να τον αγνοούν έτσι, αμόλησε το στρατό που έσπασε τα μούτρα του τρεις φορές, ο Πέρσης με τη βαθιά χαίτη πετάχτηκε έντρομος απ το θρόνο απ όπου έβλεπε τη μάχη!

Ύστερα βρέθηκε εκείνο το στενό που περνούσε από τον βράχο που τον λέγανε Μελάμπυγα, εκεί που ήταν κάποτε η κατοικία των Κερκόπων, των ληστών που έπιασε ο Ηρακλής ο πρόγονος του Λεωνίδα.

Οι σκοποί είδανε τους εχθρούς να κατεβαίνει από ψηλά, δε φυσούσε καθόλου, οι πατημασιές πάνω στα ξερά φύλλα ακούγονταν καθαρά καθώς οι ασιάτες βάδιζαν ανάμεσα στις βελανιδιές που έπνιγαν το βουνό, ο Ξέρξης τρελαμένος έστειλε τους καλύτερους, το άνθος της Ασίας ολόκληρης, τους βλέπανε να κατηφορίζουν και ξέρανε ότι το παιχνίδι είχε χαθεί.

Και καλά οι άλλοι αλλά εκείνος που είχε φλεγμονή στο μάτι κι ο Λεωνίδας τον διέταξε να φύγει, αλλά δε γίνονταν να μείνει απ έξω, γύρισε.

Κι ο μάντης που είχε προβλέψει το τέλος του από το τρόπο που πετούσαν τα πουλιά ψηλά στον αιθέρα κι απ τα γυαλιστερά βότσαλα που έφτιαχναν σχήματα παράξενα όπως τα σκόρπιζε στο χώμα, αυτός μπορούσε ν αποφύγει τη μοίρα του.

Ο μάντης που αφηγούνταν τους θρύλους για τον Ερμή που σκόρπισε τους τιτάνες ρίχνοντας κατά πάνω τους μάζες πυρακτωμένου σιδήρου, για τον Ασκληπιό που έκανε τέτοιες προόδους ώστε ανάσταινε νεκρούς, ο γιος του Κρόνου σάλταρε, τον κεραυνοβόλησε, ο Απόλλωνας που προστάτευε το γιατρό σκότωσε τους Κύκλωπες, τους τεχνίτες των κεραυνών, για εκδίκηση ο Δίας ήθελε να τον γκρεμίσει στα τάρταρα, ύστερα το μετάνιωσε...

Ήξεραν ότι ήταν χαμένοι μα αν είναι να πέσεις ας πέσεις με το κεφάλι ψηλά, αντιστάθηκαν εκείνοι οι Σπαρτιάτες, - ο Ηρόδοτος λέει ότι είχε τα ονόματα και των τριακοσίων- κι οι άλλοι, οι Θεσπιείς, με ξίφη και πέτρες και ξύλα και με τα χέρια και με τα δόντια, ως το τελευταίο, τέσσερις φορές απώθησαν τους βάρβαρους με λύσσα σαν έπεσε ο Λεωνίδας, όχι ρε φίλε τόσο εύκολα, όχι να πάρει ο δαίμονας, δε θα τα παρατούσαν, το πάλεψαν μέχρι που έλιωσαν, οι άλλοι πέρασαν από πάνω τους, θραύση μεγάλη γίνηκε, τους ισοπέδωσαν, τους έκαναν ένα με τη γη, τα μάτια τους γύρισαν προς τα πίσω καθώς τους τύλιγε το μαύρο σκοτάδι, τα σώματα τους στη σκόνη τυλίχτηκαν.


Δευτέρα 26 Αυγούστου 2013

ΣΤΟ ΟΡΙΟ


Ήμουν ήδη στην pole, ένα δευτερόλεπτο ταχύτερος από τους άλλους, αλλά συνέχιζα. Ξαφνικά, ήμουν σχεδόν δύο δευτερόλεπτα, συμπεριλαμβανομένου του ομόσταβλού μου, που έτρεχε με το ίδιο μονοθέσιο. Τότε συνειδητοποίησα ότι δεν οδηγούσα πλέον συνειδητά. Οδηγούσα με κάτι σαν ένστικτο αλλά βρισκόμουν σε μια διαφορετική διάσταση. Ήταν σαν να βρίσκομαι σε ένα τούνελ. Όλο το σιρκουί ήταν ένα τούνελ. Συνέχιζα να πηγαίνω όλο και πιο γρήγορα. Ήμουν πολύ πάνω από το όριο αλλά μπορούσα να βρω κι άλλο. Τότε σαν να ξύπνησα και συνειδητοποίησα ότι ήμουν σε μια διαφορετική ατμόσφαιρα.

Άιρτον Σένα


Στον Βίκτωρα


''Ρε παιδιά το είδα....'' μας είπε ''...εκεί στη πιάτσα έξω απ το Διαβαλκανικό, το κτήριο με τους γυάλινους τοίχους, κάποιος είχε μαχαιρώσει έναν ταξιτζή κι όλοι φοβόμασταν, τρέμαμε, ήταν το πιο μυστήριο πράγμα που έχω δει στη ζωή μου, ένα φως ζωηρό, κίτρινο και κόκκινο, με γαλάζιες ραβδώσεις σα κορδέλα που πάλλεται, μια γυναίκα απ τη Σουηδία που είχα πάρει κάποτε μου είχε περιγράψει ένα τέτοιο πράγμα, το είχε δει στο κήπο της, στα προάστια της Στοκχόλμης, κοντά σε μια λίμνη που πάγωνε το χειμώνα και τα παιδιά γλιστρούσαν απάνω της με τα πατίνια τους. 
 
Ένιωσα το μέρος να τραντάζεται, τα νερά σε μια δεξαμενή που υπήρχε σ έναν κήπο μιας βίλας πήγαιναν κι έρχονταν, ύστερα ήρθε προς το μέρος μου μια κοπέλα μ ένα σκύλο που πήγαινε μπροστά της σα να την οδηγούσε.

Δεν ήθελα να πάω σ' εκείνη την ερημιά κατά τη Θέρμη άλλα δεν είχα σταυρώσει δρομολόγιο για ώρες, τέλος του καλοκαιριού ήτανε, ο κόσμος δεν είχε γυρίσει ακόμα, ένας γιατρός που είχα πάρει το μεσημέρι μ΄ έκανε ν ανατριχιάσω μιλώντας για επεμβάσεις που δεν είχαν πάει καλά, ώρες βρίσκονταν κάποιοι ξαπλωμένοι, ανοιγμένοι, δίχως τη καρδιά τους ,  κάπου μεταξύ ζωής και θανάτου,  ένα μηχάνημα τραβούσε κι έστελνε το αίμα στο σώμα τους, ο γιατρός είχε νιώσει τις ψυχή ενός άντρα που εγχείριζε να φεύγει σαν αέρας, σαν άνεμος, σα σφύριγμα ελαφρύ.

Στο Βαρδάρη κάπου καθόμαστε ένα παιδί ετοιμάζει φραπέδες, νερά παγωμένα και τοστ για τους οδηγούς με τις ιδρωμένες πλάτες που φορούν ζώνες φαρδιές κάτω απ τα ρούχα τους γιατί τους πονά η μέση από τις ατέλειωτες ώρες που περνούν μπροστά στο τιμόνι.

Διάφοροι τύποι μπαίνουν στο μαγαζί, οι τρελοί παραγγέλνουν πάντα γλυκό με γάλα, μερικοί σκέτο εντελώς, κάποιος σαλεμένος ήθελε δέκα κουταλιές ζάχαρη, όταν του βάλανε εννιά δεν του άρεσε, κάτι αρμένισες με μάτια λοξά και πρόσωπα εξωτικά από ένα πρακτορείο ταξιδίων κάπου δίπλα περνούν τα απογεύματα, έναν πατριώτη τους σκοτώσανε κάποιοι βράδυ στα στενά γύρω απ τη πλατεία.

Ο ταξιτζής πίνει αργά γουλιές απ το καφέ του, ένα γέλιο σα μάσκα έχει στο πρόσωπο του συνέχεια, λένε γι αυτόν πολλά, ότι έτρεχε σε αγώνες κι ήταν φοβερός, ειδικά τις στροφές τις έπαιρνε μ έναν τρόπο θεαματικό στρίβοντας το τιμόνι ανάποδα κι όλο το αμάξι σέρνονταν στη χωμάτινη πίστα γεμίζοντας σκόνη όλο τον τόπο. Ένα κάρο αμάξια είχε διαλύσει, δεν άντεχε αν δεν έβγαζε το εκατό τοις εκατό από το όχημα, αν δε το τραβούσε μέχρι τα άκρα, όσο άντεχε το μηχάνημα. Μια μέρα γκρεμίστηκε σε μια ρεματιά,τον τρέχανε στα νοσοκομεία, κάτι άλλαξε μέσα του από τότε, άρχισε να προσεύχεται και να πιστεύει στο θεό, έμενε ξάγρυπνος τις νύχτες με πανσέληνο κοιτάζοντας στο άπειρο, παράτησε τους αγώνες απότομα, χωρίς να εξηγήσει τίποτα σε κανένα.

Τώρα όλη μέρα οργώνει τους δρόμους της Σαλονίκης, το ξημέρωμα βλέπει ανθρώπους λιωμένους να σχολάνε απ τις δουλείες τις νυχτερινές, κάτω απ τη Καμάρα σκύλοι κοιμούνται ανάσκελα κι άλλοι τρέχουν γαβγίζοντας στα σκαλοπάτια που κατεβαίνουν απ τη Ροτόντα, ποδηλάτες με φωσφορούχα γιλέκα, ζητιάνοι κοιμούνται στα παγκάκια πλάι σε μάρμαρα γεμάτα συνθήματα από μαύρο σπρέι, γκρίζα κτήρια , λάμπες δεξιά κι αριστερά, τα βράδια όπως περνά απ τα χαλάσματα της Άνω Πόλης μάτια γατιών αισθάνεται να τον παρακολουθούν

Σπίτια παλιά γκρεμίζονται εκεί πάνω, πύλες και σαρκοφάγοι και θραύσματα αρχαία αποκαλύπτονται, στη κατηφόρα μπροστά στην Ευαγγελίστρια νεκροταφεία αρμένικα, στην Ηλιούπολη εβραϊκά, ινδικά στο Δενδροπόταμο, συμμαχικά στη Σταυρούπολη, επιγραφές για αποτεφρώσεις και μνημόσυνα έξω απ τα γραφεία κηδειών. Κατά το αεροδρόμιο τ αεροπλάνα μοιάζουν σα να θέλουν να καθίσουν στους γύρω λόφους όπως κατεβαίνουν αργά - αργά δείχνοντας τις κοιλιές τους, στο καζίνο τα φώτα σβήνουν με την ανατολή του ήλιου, αστυνομικοί στήνουν μπλόκα, κόβουν κλήσεις σε μηχανάκια .

Κάτω απ τη γέφυρα του Κορδελιού ένας σταυρός μπηγμένος στο χώμα, εκεί πέρα ένας φορτηγατζής χτύπησε μια γρια που βγήκε σα φάντασμα μπροστά του, έτρεξε κατά το μέρος της να δει τι έγινε, η γριά δεν ανάσαινε, πήρε ένα φτυάρι στα γρήγορα απ το φορτηγό, έσκαψε το χώμα που ήταν μαλακό από κάτι έργα που γίνονταν, την έριξε μέσα τη γρια, κανένας δε πήρε χαμπάρι, τη σκέπασε με πέτρες και χώματα. Για καιρό πολύ περνούσε από κει ο φορτηγατζής κοιτάζοντας το μέρος, έντεκα χρόνια πέρασαν, μια μέρα δεν άντεξε, πήγε και τα είπε όλα στην αστυνομία να φύγει το βάρος από πάνω του.

Το παιδί που φτιάχνει τους φραπέδες έχει σκάσει, κοντεύει να πεταχτεί απ τη καρέκλα του ''Πες μας ρε τι έγινε στο Διαβαλκανικό; Μη μας σκας!''- '' Α ναι λέει ο ταξιτζής,  ''...παιδιά το είδα το φως εκείνο το τρελό, έφεγγε δυνατά πίσω απ το κορίτσι που ήταν τυφλό κι ήταν σα μέρα, ορκίζομαι στη μάνα μου ότι το είδα και το άλλο το πιο κουφό,  ένα πλάσμα πίσω της έρχονταν,  έβλεπες μονάχα τα πόδια του, πλησίαζε κατά πάνω μου όλο και περισσότερο, σκεφτόμουν ότι δε μπορεί να ήταν αλήθεια, είχα πιει και πολλούς καφέδες, ζάρωσα τα μάτια μου να το προσέξω καλύτερα, μου κόπηκαν τα ήπατα, αυτό το πράγμα πέρασε από δίπλα μου βιαστικά και συνέχισε σα να μη τρέχει τίποτα, έβαλα στο κορίτσι στο αμάξι και δοκίμασα να ξεκινήσω .

Τώρα που λέτε τη κοιτάω απ το καθρεφτάκι, μου λέει που πηγαίνει, προσέχω μια μικρή σκισματιά στο πρόσωπο της, ο σκύλος κάθεται ήσυχος, ένα ωραίο πουκαμισάκι φορά το κορίτσι, άσπρο με μανίκια που έχουν μπορντούρες και φιογκάκια και κάτι δαντέλες κεντημένες στο γιακά της τριγύρω, πολύ μου άρεσε εκείνο το κορίτσι, ''Έχετε διαβάσει τις προφητείες του ''Κοσμά του Αιτωλού;'' με ρώτησε, ''Όχι κορίτσι μου'' - ''... το ξέρετε ότι έχει προφητέψει το τέλος του κόσμου, ότι θάρθουν μέρες μαύρες, οι άνθρωποι θα κοιμηθούν πλούσιοι και θα ξυπνήσουν φτωχοί, δε θα έχουν στον ήλιο μοίρα, ότι θα πέσει πείνα και δυστυχία, κάποιοι λένε ότι οι μέρες εκείνες είναι κοντά''.

Συνέχισα να τη προσέχω στο καθρεφτάκι, σε μια στιγμή άνοιξε το κινητό της να μιλήσει σε κάποιον,  το πρόσωπο της φωτίστηκε, είχε μια έκφραση θλιμμένη, τα χαρακτηριστικά της ήταν αρμονικά, μόνο τα μάτια της ήταν άψυχα,  έμοιαζε με έντομο παράξενο, ένα φουστάνι κοντό φορούσε, μπορούσα να δω τα ποδαράκια της να ξεδιπλώνονται πάνω στο κάθισμα, κάτι λουράκια απ τα πεδιλάκια της τυλίγονταν γύρω απ' το πέλμα.

Βγήκαμε απ τη πόλη, ο ήλιος έβγαινε πίσω απ τα βουνά κατακόκκινος, κάποιος μου είχε πει να μη κοιτώ ποτέ τον ήλιο κατάματα δίχως γυαλιά, σκέφτηκα ότι ήταν αδύναμος ακόμα όπως ο δίσκος του δεν είχε πυρώσει πολύ, ήθελα να δω πως είναι, ξαφνικά τυφλώθηκα, πανικοβλήθηκα, τα δέντρα στην άκρη του δρόμου χόρευαν μπροστά στα μάτια μου, πάτησα το φρένο, ο πίσω τροχός μπλόκαρε, ένας λόφος έρχονταν κατά πάνω μου, δε μου είχε ξανασυμβεί τόσα χρόνια που έτρεχα στους αγώνες, την άλλη στιγμή ήμουν στο τέρμα ενός γκρεμού, κοίταξα το κορίτσι πίσω μου, στέκονταν ατάραχο σα να το περίμενε, ύστερα δε θυμάμαι τίποτα μονάχα ένα σκοπό παράξενο που βούιζε στ' αυτιά μου, γλυκό και τρομαχτικό, ένα σκοπό που δεν είχα ξανακούσει στη ζωή μου, μου φάνηκε ότι βρισκόμουνα σ έναν κόσμο διαφορετικό, σα να έμπαινα σιγά σιγά σε μια διάσταση αλλιώτικη....





Παρασκευή 23 Αυγούστου 2013

ΔΟΥΡΕΙΟΣ ΙΠΠΟΣ

Μες τη κοιλιά του ξύλινου αλόγου ήταν αποπνικτικά, κάποιοι ένιωθαν κλειστοφοβία, περίμεναν γεμάτοι αγωνία ακούγοντας ομιλίες και  φωνές, τα σώματα τους ήταν πιασμένα απ τα ταρακουνήματα καθώς τους κουβαλούσαν στη πλατεία της Τροίας, κουβέντες ζωηρές για το τι να κάνουν, κάποιοι πρότειναν να το τρυπήσουν με τα δόρατα τους, κάποιοι θέλανε να το ανεβάσουν ψηλά στα τείχη κι από κει να το γκρεμίσουν να τσακιστεί και να γίνει κομμάτια, κάποιοι άλλοι πάλι φοβούνταν να το πειράξουν.

Αν δοκίμαζαν κάτι από τα δυο πρώτα όλα θα πήγαιναν χαμένα σκέφτονταν ο Οδυσσέας κοιτάζοντας τον άφοβο γιο του Αχιλλέα, καλά αυτός ήταν περίπτωση σαν το πατέρα του, αλλά ο τύπος απ την Ιθάκη έπρεπε να τα υπολογίσει όλα προτού ξεκλειδώσει εκείνο το πράγμα που είχε σχεδιάσει ο μάστορας ο Επειός.

Έπρεπε να περιμένει τη κατάλληλη στιγμή αλλιώς όλα θα πήγαιναν χαμένα, θα αποδεικνύονταν ότι το μέρος δεν τους ήθελε, είχαν παλέψει μ όλα τα στοιχειά της φύσης, με θεούς και με δαίμονες, ο Διομήδης είχε καταδιώξει την Αφροδίτη που ανακατεύονταν όπου νάναι, από το άρμα του ψηλά αμόλησε το ακόντιο του, την είχε πληγώσει στο μπράτσο κι έτρεξε να τη κοπανήσει αυτή ψηλά στον Όλυμπο .

Ύστερα τον είδε ο Άρης που έπαιρνε την αρματωσιά κάποιου σκοτωμένου, γύρισε κατά πάνω του τρομερός ο ακόρεστος για πόλεμο, ο Διομήδης δε δίστασε ούτε και τότε, ζυγιάστηκε πάνω στο άρμα με τους δρύινους άξονες και τούριξε το κοντάρι που τούσκισε τον λαγόνα, σαν έπεσε αυτό το τέρας στο χώμα έβγαλε τέτοιο μουγκρητό που όλοι σάστισαν.



Αυτό το άλογο ήταν η τελευταία τους ευκαιρία, δεν είχαν άλλο τρόπο να περάσουν εκείνα τα τείχη που έβλεπαν να ορθώνονται πανύψηλα μπροστά τους με τις Σκαιές και τις Δαρδάνειες πύλες σφραγισμένες ερμητικά, κάτι λιοντάρια υπήρχαν σκαλισμένα απάνω τους, εκατό φορές είχαν κινδυνέψει να τους πάρουν παραμάζωμα καθώς η πλάστιγγα έγερνε προς τη μια και προς την άλλη μεριά κάθε φορά, κι εκείνος ο εφτάψυχος ο Έκτορας τη μια έπεφτε με γδούπο στο χώμα κι η πανοπλία του η χάλκινη αντηχούσε και γέμιζε με κουρνιαχτό το μέρος όλο, και μετά τους έκοβε τη χολή όπως έρχονταν φορτσάτος κι έφτανε ως τα κοίλα πλοία με τη φωτιά στο αριστερό του χέρι, πιάνονταν απ το ακρόπρωρο, είχε λυσσάξει, ήθελε να τα κάψει όλα μια ώρα αρχύτερα.

Κι αν δεν ήταν ο Αίας αυτός ο γίγαντας που πολεμούσε πάνω στο κατάστρωμα του καραβιού μοναχός του βαστώντας εκείνο το ασήκωτο μαραφέτι την ασπίδα του με τις εφτά στρώσεις από δέρμα και την επιφάνεια από χαλκό, αν δεν ήταν ο Αίας λοιπόν όλα θα είχαν τελειώσει, αυτός μοναχός του τους κρατούσε μακριά ρίχνοντας πέτρες και δόρατα και βέλη κι εγχειρίδια κι ότι έβρισκε μπροστά του.

Εφιάλτης τους είχε γίνει αυτός ο Έκτορας, σήκωνε πέτρες μπροστά στο στήθος του, στηρίζονταν γερά στα δυο του πόδια και τις έριχνε πάνω στο φτωχό τείχος των Ελλήνων, οι σύρτες σπάγανε, τα μάνταλα γίνονταν κομμάτια, βούρλα και κούτσουρα που είχαν βάλει πρόχειρα όλα διαλύονταν, οι Τρώες πηδούσαν μέσα απ τα τείχη, κόσμος έτρεχε κατά τα πλοία να σωθεί, έπρεπε να βρεθεί κάνας Οδυσσέας να τους σταματήσει πετώντας την κάπα του που έτρεχε να τη μαζέψει ο υπασπιστής του.

Την είχαν βαμμένη, οι θεοί τους είχαν άχτι απ τον καιρό που άλλοι θνητοί κι ημίθεοι κι άλλα περίεργα τα έβαζαν μαζί τους, ειδικά εκείνος ο Ηρακλής που τόξευε τον Άδη τον ίδιο, ένα βέλος είχε καρφώσει στον ώμο του καταχθόνιου θεού, που ακούστηκε τέτοιο πράγμα, κι όχι μονάχα αυτόν και την Ήρα την είχε πληγώσει στο χέρι μ ένα βέλος που είχε τρία αγκίστρια την είχε πεθάνει στο πόνο, κι ήταν κι οι άλλοι δύο ο Ώτος κι ο Εφιάλτης που είχαν άχτι τον Άρη γιατί σκότωσε τον κακομοίρη τον Άδωνι, τον είχαν κλείσει τον αλλοπρόσαλλο μες το μπρούτζινο πιθάρι δεκατρείς μήνες ολάκερους, θα είχε σκάσει αν δεν τον έβγαζε ο Ερμής

Τους τα είχαν κρατημένα οι θεοί, όλα τα στοιχειά της φύσης είχαν ξεσηκωθεί, τα ποτάμια σηκώνονταν και κυνηγούσαν τον Αχιλλέα καθώς πλησίαζε στις δυο πηγές που έβγαζαν η μια χλιαρό κι ή άλλη κρύο νερό, όπως πλησίαζε κατά κει κύματα σηκώθηκαν να τον καταπιούν, καλά που ήταν μια φτελιά να πιαστεί γιατί αλλιώς θα πήγαινε κι αυτός αδιάβαστος.

Αέρηδες λυσσομανούσαν τις χειμωνιάτικες νύχτες πάνω απ τις σκηνές τους, ξερίζωναν δέντρα και θάμνους κεραυνοί τράνταζαν τη γη συθέμελα, τα κύματα της θάλασσας βρυχούνταν, χείμαρροι κατέβαζαν βράχια και κλαδιά και λάσπη, οι σκηνές στα στρατόπεδα γίνονταν έρμαια των ανέμων, η άμμος ισοπέδωνε τον τόπο όλο, δεν ήταν μέρος εκείνο για να μείνει κανείς πολύ καιρό.

Ο Αγαμέμνονας είχε αηδιάσει με τον ξεροκέφαλο γιο της Θέτιδας, μα τέτοιο πείσμα για μια γυναίκα πια, πρότεινε να το διαλύσουν σε κάποια μια φάση, ''Παιδιά τι να κάνουμε, τα καράβια σάπισαν, τα ξύλα χάλασαν, οι αρματωσιές σκούριασαν, δε πάτε στα σπιτάκια σας να φάτε κάνα φαΐ της προκοπής, όχι άλλο κρέας!'', όλοι είχαν πανηγυρίσει, μάζευαν τα υποστηρίγματα που κρατούσαν τα πλοία, αλάλαζαν, με το ζόρι τους είχε κρατήσει ο γιος του Λαέρτη κραδαίνοντας το θαυμαστό εκείνο σκήπτρο που είχε φτιάξει ο Ήφαιστος ο ίδιος, αλλά κάποια στιγμή έπρεπε να τελειώνει αυτό το πράγμα.



Μες το Δούρειο ίππο τώρα έκλεισε τα μάτια μια στιγμή να ξαποστάσει, στο μυαλό του ήρθαν οι αγώνες προς τιμήν του Πάτροκλου, εκείνου του παλικαριού που δε πρόλαβε να δει μέσα απ το 'Ιλιο τι υπήρχε, με τον Αίαντα είχε παλέψει, τι κτήνος κι εκείνος ο Τελαμώνιος, θυμήθηκε και την άλλη φορά είχε βάλει μια ρίζα πικρή πάνω στη πληγή του Μενέλαου να σταματήσει τους πόνους και το αίμα, θυμήθηκε κι εκείνη τη φορά που κάποιος σκοπός αποκαμωμένος κοιτάζοντας τις φωτιές στο τρωικό στρατόπεδο που αντιφέγγιζαν στις κοιλάδες και στις πλαγιές κι ήταν σα μέρα, ο σκοπός λοιπόν εκείνος είχε ξεχάσει μια πύλη ανοιχτή και μπούκαραν οι εχθροί, κι έγινε μακελειό μεγάλο, σύγχυση και βουή, ποδοβολητά, κλαγγές όπλων όλα έμοιαζαν μπερδεμένα, δεν ξεχώριζες τον αντίπαλο απ το φίλο, είδαν κι έπαθαν ώσπου να κλείσουν όπως όπως το ρήγμα.

Συλλογιούνταν όλη την ώρα κλεισμένος ο Οδυσσέας στο κούφιο άλογο, δεν έπρεπε να κάνει κάνα λάθος τώρα , όλα απάνω του στηρίζονταν, όλα ήταν θέμα σωστού συγχρονισμού, οι κουβέντες τριγύρω σα να ησύχασαν, μόνο κάποιος ακούγονταν να λέει θυμωμένα ότι μοναχός του αυτός θα τρυπούσε με σίδερο το πράγμα εκείνο που είχαν κουβαλήσει, ύστερα κι αυτός έπαψε, μια ησυχία παράξενη απλώθηκε.

Έπιασε με προσοχή το σιδερένιο πόμολο, έσπρωξε το πορτάκι, οι μεντεσέδες έτριξαν ανατριχιαστικά, δε χρειαζόταν αυτό, έπρεπε να το είχε προσέξει, περίμενε μια στιγμή, τίποτα δεν ακούστηκε, κάτι σκυλιά αλυχτούσαν, κάτι φωνές και πανηγύρια και τραγούδια κάπου μακριά, ο ουρανός ήταν σκοτεινός όπως το ήθελε , έβγαλε το πόδι του κοντοστάθηκε και κατόπι πήδηξε στο χώμα αθόρυβα , πίσω του έρχονταν κι οι άλλοι κρατώντας τα δόρατα και τα ξίφη και τους πελέκεις τους, τράβηξαν κατά κει που ακούγονταν οι φωνές....



Τρίτη 20 Αυγούστου 2013

ΧΑΛΙΚΙΑ ΜΕΣ ΤΟ ΦΩΣ



Κάπου εκεί στο γυμνάσιο πρέπει να έγινε, ανεπαίσθητα, ούτε που το κατάλαβα, κάπου εκεί χάθηκα, οι άλλοι φύγανε μπροστά, σκέφτονταν πολύ γρήγορα, εγώ έμεινα πίσω, μούλεγαν ιστορίες για ταινίες που βλέπανε, ο ιδιοκτήτης του σινεμά έβαζε όποιον νάναι στην αίθουσα του, κάτι ταινίες φρικιαστικές βλέπανε, μια γυναίκα λέει κρατούσε ψαλίδια και μαχαίρια κι έκοβε φέτες το κόσμο, κάτι άλλες ταινίες πορνό, τρομαχτικές, σκληρές, δεν είχαν πρόβλημα, δε μπορούσα να το καταλάβω.

Κάποιοι έκλεβαν λεφτά κι άλλα πράγματα τερατώδη κάνανε,έναν ταχυδρόμο χοντρό πολύ κορόιδευαν, πέθανε λίγο αργότερα αυτός, δε μπορούσα, δεν το άντεχα, κάτι άλλες ταινίες βλέπανε και μου διηγούνταν, για κάτι πόρτες που άνοιγες σ ένα υπόγειο για να δεις τη κόλαση, φωτιές κι άλλα φοβερά, ήταν πύλες για τον άλλο κόσμο.

Τα κορίτσια πάλι, καλά αυτά ήταν μίλια και χιλιόμετρα πιο μπροστά, σε κοίταζαν πονηρά με τα βιολετιά τους μάτια, ξάπλωναν τα σώματα τους στην άμμο πλάι στη θάλασσα όπου πηγαίναμε, πλάτες ακάλυπτες, εκτεθειμένες εντελώς , μαλακές, ραβδώσεις παράλληλες στο απαλό τους δέρμα, στέκονταν όρθια αγναντεύοντας τα κύματα, σήκωναν τα μαλλιά απ΄ τον αυχένα τους να δροσιστούν λίγο, σώματα αχλαδόσχημα, λεκάνες φαρδιές, έπαιζαν ρακέτες, εμείς βλέπαμε τα μακριά τους πόδια και τις τριχούλες που γυάλιζαν στο μαυρισμένο τους δέρμα.

Σε κάτι μαγαζιά υπαίθρια πηγαίναμε κι αυτές ξεσάλωναν, τα πετούσαν όλα έξω, έκαναν πράγματα χοντροκομμένα, άσχημα, αυτό τουλάχιστον το καταλάβαινα, κάτι κόκκινα μαγιό και κάτι μαύρα σορτς φορούσανε, που να τις πιάσεις αυτές, ένα γαλλικό μπουλντόγκ νευρικό τριγύριζε ανάμεσα στα πόδια τους, σε μηχανάκια ψηλά που βρυχούνταν ανέβαιναν, τα μαλλιά τους ανέμιζαν στον αέρα.

Εγώ πάλι διάβαζα κόμικς πολλά όπου και να πήγαινα, θυμάμαι ένα για τους θησαυρούς του Σολομώντα, μια έρημος, μια πηγή, μια όαση κάπου σ ένα μέρος στεγνό, ξερό, άνυδρο, ένα σύννεφο περνούσε μπροστά απ τον ήλιο ρίχνοντας τη σκιά του, στον κόσμο μου ήμουνα , παρατηρούσα γύρω το μέρος, μανία πάντα να παρατηρώ, το τοπίο μου θύμιζε Παπαλουκά και Γκίκα, ένα γήπεδο καταπράσινο, υπέροχο υπήρχε κάτω από ένα κάστρο αρχαίο που ανέμιζε κάπου ψηλά , χαλίκια γυάλιζαν μες το παράξενο φως του μεσημεριού , μια λιμνη αποξηραμένη πιο πέρα, ένας ποταμός πλωτός, βάρκες ανέβαιναν στον ρου του , ένας βάλτος πιο πέρα, κάπου εκεί είχε εξωκείλει ένα καράβι κάποτε, οι ναύτες είχανε βγει στη στεριά κι ακολούθησαν τα φώτα να βρουν κάποιο χωριό, έπεσαν στο βάλτο και πνιγήκανε όλοι, ακόμα φαίνεται το κατάρτι το σκουριασμένο του καραβιού και το κουφάρι του πλοίου διακρίνεται στο βυθό. 

Τα παιδιά εκείνα ακολούθησαν το ρεύμα, ήταν πιο εύκολα τα πράγματα γι αυτά, δε ξέρω πάλι, θα συνάντησαν κι αυτά τις δυσκολίες τους, εγώ άστα να πάνε, μου πήρε χρόνια πολλά να βρω άκρη, ποιος είμαι και τι κάνω και που πάω και τι θέλω και πως θα το αποκτήσω, μου πήρε καιρό να βρω τη θέση μου σ αυτόν τον παλαβό κόσμο.

Βλέπω τη διαδρομή μου πίσω στο χρόνο και με πιάνει ζάλη, ήταν πάντα σα να πατούσα σ' ένα παγόβουνο μικρό προσπαθώντας να μη βυθιστώ, κι όλη την ώρα έψαχνα για το επόμενο κομμάτι πάγου να με πάει λίγο πιο πέρα,φόβοι ατελείωτοι, ο ένας περνούσε ο άλλος στη γωνία περίμενε, κίνδυνοι και παγίδες να χαρτογραφήσεις , σημεία επικίνδυνα ν αποφύγεις, χρόνο επιθυμούσα να κερδίσω απεγνωσμένα, άφηνα υποθέσεις γι αργότερα, ακόμα αφήνω, δε γίνεται αλλιώς, να μείνω καθαρός όσο γίνονταν πάλευα, ν' αποφύγω το χυδαίο και το βρώμικο , να μείνω φρέσκος, να βρω πηγές ενέργειας ανεξάντλητες, μπορεί να σου φάει και μια ζωή όλο αυτό, μπορεί να χρειαστεί να ταξιδέψεις ως τον Ποσειδώνα για να βρεις τις απαντήσεις που ψάχνεις.

Ήθελα να ξεδιαλύνω αυτόν το κόσμο γύρω , πως κινείται, τι τον κατευθύνει, γιατί οι άνθρωποι λειτουργούν όπως λειτουργούν, ήθελα ν αποχτήσω γνώσεις, να ξεκλειδώσω τους αρμούς της σκέψης μου , βάσεις να βρω για να πατήσω γερά όσο γίνονταν , κι ήταν κι εκείνα τα καλοκαίρι που με βασάνιζαν πάντα, πως περνάς αυτό το τεράστιο διάστημα όπου οι ρυθμοί αλλάζουν εντελώς;

Κάποιοι έπαιξαν παιχνίδια μαζί μου, με χρησιμοποίησαν, δεν είχα χρόνο γι αυτά έτσι απορροφημένος που ήμουνα, εγώ έψαχνα συνταγές και λύσεις για προβλήματα δύσκολα , δε προλάβαινα να χαλαρώσω, να δω τι μου γίνεται , μου έκανε εντύπωση βέβαια που αυτοί οι τόσο έξυπνοι έβαζαν εμπόδια όταν πήγαινες να κάνεις κάτι διαφορετικό, αντιστέκονταν με μανία, σου έκαναν τη ζωή δύσκολη, δε μπορούσα να καταλάβω μια τέτοια συμπεριφορά, αφού αυτοί ήταν πιο έξυπνοι, πιο προσγειωμένοι τι τους πείραζε, γιατί να συμπεριφέρονται ανερμάτιστα, αψυχολόγητα, αλλοπρόσαλλα, ακατάληπτα, γιατί δεν ήταν ευχαριστημένοι μ αυτά που είχαν, γιατί ζήλευαν τόσο εξόφθαλμα, τι μπορούσα να έχω παραπάνω εγώ, τι συνέβαινε ;

Και τώρα ένας κύκλος σα να συμπληρώνεται, κάποια στιγμή συμφιλιώνεσαι με το παρελθόν, δε μπορείς να το αποφεύγεις εσαεί, αρχίζεις να κοινωνικοποιείσαι, αργά και βασανιστικά βέβαια, σιγά μη γίνονταν εύκολα , ''Δεν είσαι κακή παρέα!'' σου λένε κάποιοι, κι άλλοι ''Σαν και μένα είσαι !'' , καλά αυτό μούλειψε πολύ, με καταλαβαίνουν, έχω γίνει προβλέψιμος, ούτε που με νοιάζει.

Αλλά είναι κι αυτοί από τα παλιά, οι φίλοι από τότε που σε πλησιάζουν, σε βλέπουν εξεταστικά, δείχνεις καλά, ήρεμος , έχεις επιβιώσει, έχουν αλλάξει γνώμη για σένα κάπως αβασάνιστα, δε σου λένε πια ''Μη μιλάς,  εσύ είσαι αλλού!'', αυτοί είναι κάπως κουρασμένοι, έχουν ξεκινήσει άλλωστε πολύ πιο νωρίς κι είχαν φόρα πολύ στην εκκίνηση.

Αυτοί πάλι που παίξανε μαζί σου που σε κρέμασαν επαλειμμένα, που πήραν ότι μπορούσαν από σένα δεν είναι σίγουροι, τα ίδια κόλπα κάνουν όπως παλιά, πρώτα καλοί και ήρεμοι, μιλούν με προφορά ψεύτικη, προσποιητή, ύστερα σε χτυπούν ξαφνικά, σ αιφνιδιάζουν, τα γνωστά, περιμένουν τις ίδιες αντιδράσεις, είναι λίγο γελοίο το όλο θέαμα, άλλοι πάλι σ' αποφεύγουν έτσι απλά, δε σου λένε τίποτα, σε κοιτάζουν μια στιγμή να δουν πως είσαι κι ύστερα φεύγουν, θέλουν να πουν κάτι καλό ίσως, θα περίμενες να σε ρωτήσουν πως τα πέρασες όλον αυτό το καιρό, πως ήτανε, αλλά εις μάτην, δεν υπάρχει περίπτωση, τα κρατούν όλα για τον εαυτό τους, πρέπει να σπάσεις το κεφάλι σου και να μαντέψεις ξανά αν έχεις κάνει τίποτα της προκοπής, ας έχεις ακόμα λίγο αμφιβολία, δε θα πάθεις τίποτα, έχεις μάθει άλλωστε.

Kι εκεί στη παραλία της Καβάλας,  όπως η παρέα κάθεται γύρω απ’  τα πιάτα με τα καλαμάρια και τ΄άλλα θαλασσινά,  κάτω απ’ τον ίσκιο των δέντρων, καθώς τα ψαράκια βγάζουν το στόμα τους στην επιφάνεια του νερού στο λιμάνι, δίπλα στις ψαρόβαρκες,   τα κάστρα ανεμίζουν ψηλά και τα χαλίκια αστράφτουν στο φως, θυμάσαι κάτι ιστορίες για παιδιά που έβλεπαν ταινίες ακατάληλες, και για ταχυδρόμους που πέθαναν, και για κορίτσια που καβαλούσαν μηχανές κι άλλοτε έστεκαν όρθια στην αμμουδιά ατενίζοντας τη θάλασσα και σήκωναν τα μαλιά απ τον αυχένα τους να δροσιστούν μια στάλα...


Παρασκευή 16 Αυγούστου 2013

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ

Όλοι γονάτιζαν όπως περνούσε η εικόνα από πάνω μας, χέρια απλώνονταν να την αγγίξουν, γυναίκες κλαίγανε, καλόγεροι χτυπούσαν ένα σήμαντρο ξύλινο, κοίταζα την εικόνα, ένα ξύλο μαυρισμένο απ τις φωτιές που έκαψαν το μοναστήρι κατά καιρούς, ένα φύλλο μετάλλου ασημένιου τη σκέπαζε, μια ατμόσφαιρα έκστασης θρησκευτικής, γνήσιας, υπήρχε τριγύρω.

Έξω στα πεζούλια γύρω, άνθρωποι καθισμένοι όπως θυμόμουνα να γίνεται παλιά, ένα συντριβάνι μαρμάρινο, δυο κεφάλια ανθρώπινα στις δυο πλευρές, παιδιά βουτούσαν τα χέρια τους στο νερό , νομίσματα γυάλιζαν, μια γριά είπε ότι είχε τέσσερα χρόνια να αναβλύσει νερό κι αυτό ήταν σημάδι ότι κάτι θα γίνει, καλό η κακό, σε μια αίθουσα λικέρ από κράνα και βίους αγίων πουλούσαν.

Μέσα στην εκκλησία καλόγεροι χωμένοι σε στασίδια σκοτεινά, κολώνες αψηλές, καπνισμένες, κεριά είχαν στάξει στο μαρμάρινο πάτωμα, εικόνες παλιές, καμένες, μόνο το πλαίσιο φαίνονταν, πρόσωπο δε ξεχώριζες, τοιχογραφίες, άγγελοι και άγιοι, ο διάβολος σε μια γωνιά μοναχός του γρύλιζε, ένα τέμπλο με σκαλίσματα κόκκινα και χρυσαφιά, δεν υπήρχε τόσο πλήθος όπως παλιά, τότε που δε μπορούσες να περάσεις, ούτε εκείνες οι σκηνές που στήνανε αποβραδίς, ούτε κασετόφωνα ανοιχτά και ψησταριές, ο κόσμος σα να χόρτασε πια απ όλα αυτά, περίμεναν στη σειρά να προσκυνήσουν, δεν υπήρχε περίπτωση να σταθώ εκεί πέρα και να περιμένω.

Ένα σωρό γνωστούς συνάντησα, ένα παιδί με ωραίο προφίλ, ήσυχος ήταν πάντα αυτός, τώρα δούλευε συντηρητής στη μονή, κάτι φωτογραφίες μούδειξε απ' το καμένο μοναστήρι στο περασμένο πόλεμο, και κάτι άλλες με τα κειμήλια που κλέψανε οι Βούλγαροι, ευαγγέλια χρυσά, σκεύη ιερά και χειρόγραφα, προσωπίδες αγίων που τις λεηλάτησαν και χειρόγραφα κι άλλα. Τη Στέλλα είδα- επιτέλους ένα κορίτσι που παρέμεινε όμορφο κι ήταν όπως τη θυμόμουνα ξανθιά και φρέσκια, και τον Τάκη είδα που ήρθε απ τη Γερμανία με τη BMW του, έκανε δεκαεννιά ώρες ταξίδι, έξι το πρωί ξεκίνησε από Στουτγάρδη κι έφτασε στα σύνορα της Ελλάδας μετά τα μεσάνυχτα, στη Νις, στη Σερβία και κατά τα Σκόπια λέει έχει άσχημο δρόμο, σ όλη την άλλη διαδρομή έφευγε σφαίρα !

Είδα συμμαθητές στούρνους στο σχολείο που πηγαίναμε, με δόντια χαλασμένα πια, δίχως μαλλιά, έχουν μικρά παιδιά κι ελπίζουν να τους γηροκομήσουν, καφέ με κέρασαν, ας είναι καλά, εκεί όπου καθίσαμε ήταν κι ένας άλλος ήτανε, αυτός που φοβόμουνα ένα καιρό, ο ψηλός με το μάτι που γυάλιζε, κι εκείνο το γέλιο το τρελό, αυτός που είχε το σπίτι του στην άκρη του χωριού κι από κει φοβόμασταν να περάσουμε τα βράδια που φεύγαμε απ το μεγάλο χωριό, το γειτονικό, και γυρνούσαμε σπίτι με τα πόδια.

Νυχτοπούλια στρίγγλιζαν εκεί πέρα, ένας στύλος της ΔΕΗ έριχνε φως στις πλάκες από σχιστόλιθο που σκέπαζαν εκείνο το σπίτι που χτίσανε δίπλα σ ένα δρόμο πλακόστρωτο, σημεία και τέρατα λέγανε για την οικογένεια που έμενε εκεί πέρα, ο πατέρας ήταν φυλακή κατά καιρούς για κάποιο λόγο, είχε μια τρύπα στο λαιμό κι έβγαζε κάτι κραυγές υπόκωφες που έπρεπε να καταλάβεις, πάντως πιο τρομαχτικός ήταν ο γιος του, καμιά φορά έρχονταν μαζί μας αλλά ήταν απόμακρος, στα σφαγεία δούλευε και λέγανε ότι κουβαλούσε ένα μαχαίρι πάντα μαζί του, τον είχα συναντήσει στα χωράφια κάποτε που έβοσκα τα ζώα μας, φαίνονταν φιλικός και γελούσε αλλά κάτι στο θολό του βλέμμα με τρόμαζε, θυμάμαι που με είχε κόψει με το μάτι του από ψηλά, ένα παντελόνι χακί φορούσε, ερημιά και καταχνιά τριγύρω, σκέφτηκα ότι κάτι κακό θα γίνονταν.


Πήγαμε μια βόλτα στο μοναστήρι γύρω, οξιές και βελανιδιές κι έλατα μαύρα ψηλότερα, πλατώματα και ράχες πιο ψηλά, όλα αυτά τα είχε περπατήσει ο πατέρας μου τότε που πήγαινε να μαζέψει τσάι του βουνού και κοιμόταν ψηλά στις κορφές, σ' εκείνη ειδικά που τη λέγανε ''Το μάτι του ουρανού!'', πρέπει ν' ανέβω κι εγώ κάποτε εκεί πάνω, να δω πως φαίνεται ο κόσμος!

Ο κάμπος κάτω ξερός στο τέλος του καλοκαιριού σα χάρτης ανάγλυφος, ποτάμια και χείμαρροι και ρέματα, δέντρα κατά το τσιφλίκι του μπέη όπως τόλεγαν, θολούρα και σύννεφα σκόνης από κοπάδια που περνούσαν χωματόδρομους, κουδούνια αντηχούσαν κάπου μακριά, κάστανα σε κάτι πλαγιές γεμάτες φτέρες ερχόμασταν να μαζέψουμε εδώ, και ρίγανη και μέντα, για ξύλα είχαμε πάει σ ένα λαγκάδι με τον πατέρα μου κάποτε, ο αδερφός μου είχε σακατευτεί μια φορά ανεβαίνοντας ένα τραχύ μονοπάτι που είχαν ανοίξει για να φέρουν ρεύμα από το μέρος εκείνο που το λένε λάκκο καλογερικό, στο δρόμο βράχια και χώματα είχαν κυλήσει απ τις βροχές, όπως βράδιαζε άνθρωποι έρχονταν για την αγρυπνία περπατώντας στα σκοτεινά, κάποιοι έσπρωχναν καροτσάκια με μικρά παιδιά.

Είπαμε να καθίσουμε ακόμα λίγο, το παιδί που δούλευε συντηρητής μας είπε ότι αυτή τη χρονιά δεν είχε χιόνια μα την περασμένη ο τόπος είχε ασπρίσει για τέσσερις μήνες κι οι γεννήτριες που είχαν βάλει δούλευαν στο φουλ, ένα κορίτσι έλεγε ότι στη νότια Ελλάδα είναι πιο καλοί οι άνθρωποι, εδώ στο βορρά σε μαχαιρώνουν πισώπλατα, είχε δουλέψει στους Μολάους, στη Πελοπόννησο, ''Πολλοί καλοί άνθρωποι κατά κει!'' μας είπε, κι απ την Εύβοια κι απ τη Χίο είχε περάσει.

  Ένα άλλο κορίτσι ετοιμάζονταν για τη Σάμο όπου την είχαν στείλει, από Καβάλα θάφευγε με το καράβι, έπρεπε να διασχίσει όλο το βόρειο αιγαίο, από Λήμνο και Μυτιλήνη κι άλλα νησιά θα περνούσε, είχε σιχαθεί αυτή τη διαδρομή, μια γυναίκα πιο ηλικιωμένη, ούτε που ξέρω πως βρέθηκε μαζί μας, έλεγε ότι κατέστρεψαν τις παραλίες στη Πέραμο φτιάχνοντας καφετέριες δίπλα στη θάλασσα, άφησαν να ρημάξουν τα λουτρά με το ζεστό νερό στις Ελευθερές, θα μπορούσαν να φτιάξουν θερμοκήπια γεωθερμικά και να γεμίσουν μπαξέδες τον κάμπο, πρόσεξα σε μια στιγμή ότι με κοίταζε εκείνος ο τρομαχτικός τύπος που φοβόμουνα κάποτε.

Ήρθε κατά το μέρος μου κι εγώ ανατρίχιασα αλλά διάβολε κάποτε μεγαλώνεις και βλέπεις κατάματα τους φόβους σου, δε μπορείς να κρύβεσαι μια ζωή, μιλήσαμε λίγο ''Είδα το μπαξέ σας στον ύπνο μου,'' είπε, ''... αυτόν που είχατε κοντά στο βουνό, τον θυμάσαι, πολύ ωραίο μέρος, ένα μικρό τοίχο είχε γύρω γύρω, όλο πράσινο, γεμάτος σύκα και σταφύλια, κάτι μαύρα γλυκά !'', ένα δαχτυλίδι φορούσε, ''Μπορώ να το δω;'' του είπα, μου τόδωσε ήταν του πατέρα του, κάποιος του τόχε δώσει στη φυλακή που τον είχανε, κάτι αρχικά είχε σκαλισμένα στο εσωτερικό του, και μια ημερομηνία, ένα πετράδι πορφυρό,  περίτεχνα  δεμένο υπήρχε στη μέση,  κάπως θαμπό.

Τον κοίταξα, ''Ρε συ μεγάλωσες, άλλαξες, χλόμιασες, γέρασες!'' κάποτε πρέπει να μάθω να μη σκέφτομαι φωναχτά, αλλά δε μπορώ, θα σκάσω, ''Αλήθεια λες;'' σα να ντράπηκε μου φάνηκε, το ύφος του άλλαξε απότομα, τα μάτια του υγράνθηκαν, γύρισε αλλού, κοίταξε ψηλά στο δάσος το σκοτεινό, σηκώθηκε, ''Εγώ φεύγω!'' είπε, τον είδα να χάνεται στη νύχτα, το φεγγάρι βγήκε πίσω από μια ράχη, ένας αέρας κρύος, βουνίσιος, άρχισε να φυσά ....

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

ΒΟΣΠΟΡΟΣ

Με το που μπήκε στο μπάνιο άκουσε νερά να πέφτουν στο φωταγωγό, η γιαγιά είχε ξεχάσει το θερμοσίφωνα αναμμένο, τα πλακάκια καίγανε, κάποιος σωλήνας παλιός είχε σπάσει, έβαλε το χέρι του στο τοίχο , το ντουβάρι έκαιγε!

Κατέβηκε στο υπόγειο να κλείσει το ρολόι, νερά πλημμυρισμένα κατά κει κάτω, λέγανε ότι ένας αγωγός υδάτων είχε ανοίξει κι έτρεχε κατά καιρούς στα θεμέλια της πολυκατοικίας, άνοιξε μια κλειδαριά σκουριασμένη, κολόνες γεμάτες ρωγμές από σεισμούς και ταρακουνήματα,, το εβδομήντα οχτώ ένα γειτονικό κτήριο είχε καταρρεύσει μέσα σ ένα σύννεφο από σκόνη που σκέπασε τη γειτονιά ολόκληρη, καλώδια ξεχαρβαλωμένα, η οικοδομή ήταν παλιά , θάπρεπε κάποιος μηχανικός να ελέγξει τη σαθρότητα των τσιμέντων αλλά ποιος να γνοιαστεί, που να βρεις τα σχέδια των μηχανικών που τη χτίσανε.

Τελικά ανακάλυψε το ρολόι της γιαγιάς, τόκλεισε , ανεβήκε πάνω να την ηρεμήσει, έριξε μια ματιά σ εκείνο το διαμέρισμα με τις σκονισμένες πολυθρόνες, τις άφθονες μαύρες σακούλες που ήταν στοιβαγμένες σε μια γωνιά, το εικονοστάσι σ ένα τοίχο με μια καντήλα ηλεκτρική.

Όλο το σκηνικό του φάνηκε γνώριμο, έμοιαζε μ εκείνη τη γιάφκα που τον έστειλαν να κοιτάξει, όταν δούλευε στη αντιτρομοκρατική, λέγανε ότι εκεί έμενε αυτός που είχε σκοτώσει έναν γνωστό βασανιστή της χούντας, ο ίδιος που αργότερα πλησίασε έναν αστυνομικό μ ένα κουτί γλυκά κι όταν εκείνος πήγε να τα πάρει ο άλλος έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε εν ψυχρώ.

'Ένα στούντιο για ηχογραφήσεις ήταν τελικά εκείνο το διαμέρισμα που ερευνούσαν, ανέδυε μια μυρουδιά κλεισούρας και μούχλας αφόρητης, αυτός έτρεμε ότι ανά πάσα στιγμή αν ακουμπούσε κάτι εκεί μέσα θ' ανατινάζονταν τα πάντα και θα τον έκαναν κομμάτια!

Γιατί την άλλη φορά στο ίδρυμα με τις αμερικανικές υποτροφίες, παραλίγο να γίνουν όλα στάχτη , ένας επιστάτης γέρος προτού τον σταματήσουν είχε πάρει βόλτα το σακίδιο που είχαν αφήσει μπροστά στη πόρτα του ιδρύματος και κατά λάθος το είχε αποσυναρμολογήσει κόβοντας το καλώδιο που κατέληγε σ ένα ρολόι κινέζικο!

Κι ήταν τυχερός ο αστυνομικός ξανά μ' εκείνο το βυτίο του τρένου που κουβαλούσε φυσικό αέριο απ τη Βουλγαρία, κάποιοι είχαν σφηνώσει ένα αντικείμενο ανάμεσα στο βαγόνι και στο στρογγυλό κοντέινερ, το σκάλισε προσεχτικά μ ένα μαχαιράκι αδειάζοντας σιγά σιγά την εκρηκτική ύλη που έμοιαζε με άμμο χοντρή, είχε κάνει κάτι παρόμοιο στην Αμερική όπου τον στείλανε για εκπαίδευση, στο Κονέκτικατ.

Πολύ του είχε αρέσει εκείνο το μέρος με τα τεράστια σπίτια και τις αυλές που θύμιζαν φάρμες, πράσινο γεμάτες. Δούλευε μ ένα Λαμπραντόρ πρώτα και μ ένα λυκόσκυλο κατόπι, υπέροχα ζώα και τα δυο, το λυκόσκυλο το είχε φέρει μαζί του στην Ελλάδα, τον κοίταζε μες τα μάτια, μύριζε τα εκρηκτικά από χιλιόμετρα, το αγάπησε το ζώο εκείνο, αυτό τον είχε σώσει σαν άρχισε να γαβγίζει κι ήταν σα να έκλαιγε, είχε νιώσει ο αστυνομικός ότι κάτι δε πήγαινε καλά, τσακίστηκε να βγει μαζί με το σκυλί απ το κτήριο προτού σκάσει η βόμβα στην εφορία που ήταν πάνω από το αστυνομικό του τμήμα!

Μα το χειρότερο ήταν στα δικαστήρια, εκεί όπου εκείνος ο τρελός ο εισαγγελέας ήθελε να πάει στο γραφείο του οπωσδήποτε, κι ο διοικητής της αστυνομίας επέμενε να τον συνοδεύσει, κι είχαν πλακώσει κι οι δημοσιογράφοι με τις κάμερες και τα μικρόφωνα, ο δικός μας έμεινε πίσω, ''Άστους να πάνε στον αγύριστο!'' είχε σκεφτεί όταν έσκασε εκείνο το πράγμα κι όλοι γκρεμίστηκαν φύρδην μίγδην στο μωσαϊκό του πατώματος σαν έσκασε ο μηχανισμός στον παραπάνω όροφο, λίγο ήθελε! '





Ταχτοποίησε τη γιαγιά που είχε ένα δόντι χρυσό. Λέγανε ότι κάποιος της άδειαζε τα βιβλιάρια, της έπαιρνε τις λίρες και τα χρυσαφικά καθώς όλοι οι συγγενείς της είχαν εξαφανιστεί. Η γιαγιά ψήνονταν όλο το καλοκαίρι, φοβούνταν ν' ανάψει το κλιματιστικό, το χειμώνα πάγωνε καθώς το βορινό διαμέρισμα ήταν στο έλεος του αέρα που ξεχύνονταν λυσσαλέος από μια αλάνα ανοιχτή, κοιμόταν πολύ βαριά, δεν άκουγε τίποτα ο κόσμος να χαλούσε, ξεχνούσε όλη την ώρα τις βρύσες ανοιχτές, οι γείτονες βροντούσαν τη πόρτα της μόλις έβλεπαν τα νερά να ξεχειλίζουν τις σκάλες, άφηνε ανοιχτή τη μπαλκονόπορτα όλη την ώρα, κάποτε είχε ξεχάσει το μάτι της κουζίνας αναμμένο λιώνοντας μια κατσαρόλα που είχε μεταβληθεί σε μια μάζα ασημένια σα να ψήθηκε στο χυτήριο!

Πίσω στο σπίτι του ο αστυνομικός άρχισε να θυμάται όλα όσα ήθελε να ξεχάσει, για τα υπόγεια και τα διαμερίσματα τα σκοτεινά, και τους θαλάμους όπου τον έσερνε ο χουντικός βασανιστής, αυτός που τον έφαγε ο τρομοκράτης αργότερα.



Κι όλα αυτά γιατί τον είχαν βάλει να αφοπλίσει τις βόμβες που υπήρχαν στις αμερικανικές βάσεις, δεν υπήρχε άλλος που να ξέρει καλύτερα τη λειτουργία τους απ αυτόν, είχαν σκεφτεί να οπλίσουν υποβρύχια και να σπεύσουν στη Κύπρο όπου οι Τούρκοι θέριζαν ότι έβρισκαν μπροστά τους, σκότωναν παιδιά και γυναίκες, έκαιγαν χωριά, τα καράβια τους ξεφόρτωναν κάθε μέρα στρατιώτες στις ακτές του νησιού, ήταν θέμα χρόνου να το πατήσουν ολόκληρο, κανείς δεν έκανε τίποτα, οι στρατιωτικοί στέκονταν αποσβολωμένοι, άβουλοι, μα τόσο άχρηστοι!
 
Κάποιος είχε προτείνει κι ο πυροτεχνουργός υπερθεμάτιζε με τη ψυχή του ολόκληρη, να βομβαρδίσουν μ αεροπλάνα τη γέφυρα του Βοσπόρου, για αντιπερισπασμό, ήταν η μοναδική σύνδεση της Ασίας με την Ευρώπη, θα έκοβε την Τουρκία στα δυο, όλος ο στρατός από τη Μικρά Ασία θα ήταν εγκλωβισμένος ,  φαίνονταν ιδεώδης κίνηση τη στιγμή εκείνη, οι Τούρκοι όταν το έμαθαν είχαν κατατρομάξει, μόλις μπόρεσαν φώναξαν τους Γιαπωνέζους να τους φτιάξουν κι άλλη γέφυρα πανίσχυρη, οι Αμερικάνοι πάλι είχαν γίνει πυρ και μανία με τους Έλληνες που είχαν τολμήσει να πειράξουν τις βάσεις τους, ζητούσαν αποζημιώσεις, απειλούσαν, έναν στρατηγό τους έστειλαν να ελέγξει τις βόμβες.



Έγιναν ανακρίσεις, τον πιάσανε κι αυτόν, τον σύρανε στα κτήρια της ασφάλειας, ο βασανιστής ούρλιαζε στο πρόσωπο του, ''Ποιος σούπε να το κάνεις σκύλε;!!!'', τον άφησαν χωρίς νερό και φαΐ σ ένα υπόγειο για δυο μέρες, νερά τρέχανε απ το ταβάνι, μούχλα μύριζε κι εκεί, ύστερα τούδωσαν να πιει κάτι, όταν το κατέβασε ο κόσμος χάθηκε τριγύρω του.

Όταν ξύπνησε άκουγε θορύβους δαιμονικούς, κάτι φώτα δυνατά τον τύφλωναν, μυρουδιά βενζίνης και λάστιχου καμένου, κορναρίσματα, φρεναρίσματα,σηκώθηκε μια στάλα, είδε γύρω, βρίσκονταν ξαπλωμένος στη μέση ενός δρόμου, ρόδες περνούσαν δίπλα απ το κεφάλι του, στάθηκε στα πόδια του τρεκλίζοντας, κάποιος άνοιξε το παράθυρο και τον έβρισε, δοκίμασε να περάσει τρεκλίζοντας το οδόστρωμα όταν ένας όγκος από σίδερο κόλλησε με βία απάνω του κι άρχισε να τον παρασέρνει σα να ήταν από χαρτί καμωμένος...






Πέμπτη 8 Αυγούστου 2013

ΜΕΓΑΛΟ ΒΑΡΑΘΡΟ ΤΟΥ ΔΑΣΟΥΣ

Ένα κοριτσάκι ξεχύθηκε στο περιφερειακό ανάμεσα στα αυτοκίνητα που έτρεχαν σα παλαβά ξεφωνίζοντας, κάποιος αναμαλλιασμένος με κίτρινο πουκάμισο έτρεχε ξοπίσω του, τα αμάξια φρενάριζαν, κορνάριζαν, επικρατούσε πανικός, αυτός φώναζε ότι τον έκλεψε, πήδηξε τα κάγκελα, τόφτασε στο άλλο πεζοδρόμιο, τόπιασε απ το λαιμό, ήθελε να το φάει ζωντανό, αφρούς έβγαζε απ το στόμα, ένας τύπος ψηλός που κρατούσε δυο παιδιά τα παράτησε, τον τράβηξε βίαια, και τον πέταξε στην άκρη ενώ το κοριτσάκι είχε σωριαστεί κλαίγοντας κι ασθμαίνοντας.

Ήρθαν δυο μηχανές της αστυνομίας, δυο ψηλοί αστυνόμοι με γυαλιά που αντανακλούσαν τον ήλιο και σε στράβωναν ανέλαβαν το τρελό, όλοι κοιτούσαμε σαστισμένοι.

Εκεί στη Νικόπολη γίνονταν αυτά , στα δυτικά της πόλης, δεν ακούς ελληνικά κατά κει , δε μπορείς να ρωτήσεις για να βρεις ότι ψάχνεις, μονάχα κάτι σκύλους μικρούς βλέπεις να στέκονται καταμεσής των δρόμων μες τον ήλιο , των δρόμων που έχουν ρωγμές βαθιές, σπουργίτια κάνουν αμμόλουτρα στους χωματόδρομους, τσιμπολογούν ξεροκόμματα, ζωάκια βλέπεις μπροστά σε βιτρίνες, φυλακισμένα σε κλουβιά, κάτι σαύρες και κάτι πουλιά και κάτι ψάρια στριφογυρνάνε ώσπου να ζαλιστούν, άνθρωποι με γυαλιά μαύρα θυμίζουν κοράκια κι άλλα πουλιά του δάσους.

Μ ε φώναξαν για ένα ιδιαίτερο κατά κει, κάτι τύποι απ τη Ρωσία σ ένα διαμέρισμα ισόγειο , δε το περίμενα έτσι, πρέπει νάχουν ρίξει πολλά λεφτά εκεί μέσα, το κλιματιστικό στο φουλ, κάτι κρεβάτια στρωμένα με άσπρα σεντόνια, εικόνες απ τη Τήνο κι άλλες ρώσικες, φωτογραφίες ζωντανών ή πεθαμένων στους τοίχους, καλύτερα να μη ρωτάς πολλά, κοιτάζω μια φοβερή που πιάνει ένα τοίχο ολόκληρο, θυμίζει Ρουμπλιόφ, έξοχα χρώματα χρυσαφιά και μαβιά, περίπλοκες πτυχώσεις στα φορέματα των αγγέλων, λεπτά περιγράμματα των μορφών, θυμίζει εκείνες τις εικόνες που έφτιαχνε ο Ρώσος καλόγερος μαζί με τον Θεοφάνη τον Έλληνα όταν κρεμασμένοι απο σκαλωσιές πανύψηλες εικονογραφούσαν τους θόλους και τις κολώνες του Κρεμλίνου, σ εκείνα τα μοναστήρια του βορρά που οι στέγες τους τρυπούν τον ουρανό.

Ένας γέρος αντίκρυ μου με προφορά ποντιακή, ανάσα που μυρίζει αλκοόλ, '' Την έφερα απ΄ το χωριό μου απ τη Ρωσία, είναι η Αγία Τριάδα, τους αγγέλους δείχνει που πήγαν στον Αβραάμ ένα μεσημέρι. Ο γέρο -Αβραάμ σήκωσε το βλέμμα και τους είδε από μακριά νάρχονται, τούς πήγε σε μια βρύση να ξεπλυθούν απ τη σκόνη, τους έβαλε κάτω απ τη μεγάλη βελανιδιά του Μαμβρή όπου είχε δροσιά, είπε στη γυναίκα του να ψήσει ψωμί άζυμο από σιμιγδάλι, έφερε βούτυρο και γάλα και κρέας τρυφερό να περιποιηθεί τους καλεσμένους του, ενώ αυτός παρέστεκε απο πάνω τους σα ταπεινός υπηρέτης, μη τυχόν ζητήσουν τίποτα''.

Ένα κοριτσάκι για το ιδιαίτερο μου δείξανε, είναι πολύ έξυπνο μου είπανε και πολύ ώριμο, του είπα να του γράψω έναν κανόνα, '' Όχι αφήστε εμένα μ' αρέσει να γράφω !'', έκανε κάτι γράμματα ωραία, στρογγυλά, ΄΄...ξέρετε η δασκάλα μου στο φροντιστήριο δε ξέρει πολλά!΄΄, δεν έπρεπε να το πει αυτό, σε μια στιγμή ήρθε η αδερφή του ''Που ήσουνα καλέ;'' - '' ....με το μπαμπά στο γυμναστήριο''- ''Είναι από άλλο πατέρα '' είπε το μεγάλο ψιθυριστά,''... ο δικός μου είναι στη Ρωσία, ζωγραφίζει ένα μοναστήρι '', δε χρειαζόταν να μου το πει ούτε αυτό, μου φάνηκε ότι παραήταν έξυπνο.

Ο γέρος ήθελε να μου δείξει και την άλλη εικόνα, τη τρομερή, αυτή που έδειχνε βροχή απο θειάφι και φωτιά να πέφτει απ τον ουρανό στα Σόδομα, καθώς ανέτειλε ο ήλιος, καίγοντας ανθρώπους και ζώα κι ότι φύτρωνε στη γη απάνω, καπνοί ανέβαιναν απ τη κολασμένη πόλη σα να έκαιγε καμίνι από άσβεστη!

''Τέτοια φωτιά έβγαζαν τα φλογοβόλα στο πόλεμο της Ουκρανίας, '' είπε ο γέρος''.. εγώ ήμουν μικρός, ακολουθούσα το στρατό, έδινα νερό στους πληγωμένους μαζί με κάτι γυναίκες που φορούσαν παντελόνια στρατιωτικά, χιλιάδες απ αυτούς υπήρχαν σκόρπιοι στα χωράφια και παρακαλούσαν για μια στάλα νερό να βρέξουν τα χείλια τους, σ έπιανε απελπισία!

Έπρεπε να δεις τους Γερμανούς πως έτρεχαν σαν έβλεπαν τις μεραρχίες μας με τα φλογοβόλα να βάζουν φωτιά παντού, μείον σαράντα είχε, έτρεχαν σα παλαβοί, έκλεβαν ζακέτες και παλτά από γριές να σκεπαστούν, δεν ήταν μαθημένοι σε τέτοιο κρύο, αυτοί είχαν συνηθίσει να κάνουν παρέλαση με τα μανίκια σηκωμένα και τ άρματα τους να ανοίγουν δρόμο, τώρα ήταν ελεεινοί, κλαίγανε σα μικρά παιδιά, φωτογραφίες με τα παιδιά και τις γυναίκες τους μας δείχνανε να τους λυπηθούμε, ήταν χάλια.

Για εκδίκηση έβαλαν φωτιά στην εκκλησιά μας, από κει είναι αυτές οι εικόνες, πρόλαβα και τις πήρα προτού γίνουν όλα στάχτη, όλη νύχτα τις κουβαλούσα σ ένα δάσος, είχα χάσει το στρατό, έφυγαν μπροστά, σάλπιγγες ακούγονταν από μακριά, λέγανε ότι σ' εκείνο το δάσος λύκοι τριγυρνούσαν ψάχνοντας για πτώματα, άμα έπεφτες απάνω τους δε φοβούνταν τίποτα, έλεγαν για ένα λύκο κουτσό, μαύρο που είχε συνηθίσει σε κρέας ανθρώπινο και πολλοί τον είχαν δει με κομμάτια από χέρια ή πόδια στο στόμα του, υπήρχε και κάπου εκεί ένα βάραθρο, ένας λάκκος τριγυρισμένος από δέντρα που δεν έβλεπες το πάτο του, από κει ακούγονταν τη νύχτα φωνές πεθαμένων που τους είχαν ρίξει εκεί μέσα, έτρεμα!''




Ήθελα ν αφήσω το γέρο - Ρώσο αλλά η γριά γυναίκα του μούδωσε ένα κομμάτι ψωμί, ένα καφέ κι ένα ποτήρι νερό κρύο, το ψωμί είχε γεύση υπόξινη, η γριά το είχε ζυμώσει, ήταν πρόσφορο με κάτι σφραγίδες περίεργες απάνω του ρώσικες, κάτι αετοί δικέφαλοι, κάτι γράμματα κυριλλικά, η γριά γελούσε και φαίνονταν τα κόκκινα ούλα της, για κάποιο λόγο με είχε συμπαθήσει, κάτι έφτιαχνε στη κουζίνα κι έριχνε ένα χόρτο στο φαγητό '' Κόλιαντρο είναι'' μου είπε ''... το βάζουμε παντού'', είχε μια μυρουδιά έντονη, παράξενη, σε μια φάση η γριά που έσερνε τις παντόφλες της και φορούσε ένα τσεμπέρι μαύρο έπιασε ξαφνικά το χέρι μου χωρίς να με ρωτήσει, και κοιτάζοντας μια τη παλάμη μου μια εμένα μου είπε σιγανά ''Είσαι στο σωστό δρόμο! Το βλέπεις εδώ!'' Και μούδειξε μια καμπύλη, ''...θα βρεις αυτό που γυρεύεις, μόνο πρόσεξε! Κάποιος ή κάποια σε περιμένει από καιρό σ ένα μέρος! Είναι σκοτεινός δε τον βλέπω καλά! '' ύστερα μ' αγκάλιασε γελώντας.


Όπως έφευγα έβλεπα ζωγραφιές κρεμασμένες που είχαν αντιγράψει παλιές αφίσες, ο Χάμφρεϊ Μπόγκαρτ με το τσιγάρο στα χείλη, ο Καζαντζίδης με τα μάτια κλειστά, το κεφάλι ριγμένο πίσω, ένα μικρόφωνο μπροστά του, άνοιξα μια πόρτα αλλά δεν ήταν η έξοδος και τότε είδα ένα χέρι να έχει μπει απ το παράθυρο του ισογείου και να ψαχουλεύει πάνω στο ψυγείο κάτι χαρτονομίσματα που ήταν αφημένα εκεί πάνω, ένα κεφάλι με μαλλιά σαν άχυρα ήταν πιο πίσω πάγωσα, ήταν πολύ ξαφνικό, δε μπορούσα να κουνηθώ να μιλήσω, αυτός με είδε όπως ήμουν σαστισμένος, το χέρι συνέχισε να ψαχουλεύει....

Κυριακή 4 Αυγούστου 2013

ΑΠΟ ΠΑΣΗΣ ΚΗΛΙΔΟΣ

Της Χρύσας


Ήταν η πρώτη φορά που έκανε έρωτα, ο άλλος ήταν σαρανταπεντάρης κι αυτή είκοσι, δούλευε στο μαγαζί του, τη πήγε στο εξοχικό του, κάπου σε μια παραλία εκεί κοντά , υποτίθεται ότι αυτός ήξερε αλλά ήταν μεθυσμένος, τύφλα, κι αυτή έπερεπε να τα κάνει όλα και δεν ήξερε, δεν της τα είχαν πει έτσι, πονούσε, το στομάχι της ανακατεύονταν συνέχεια, δε περίμενε ότι θα ήταν έτσι, σκεφτόταν ότι αν έπρεπε να το κάνει αυτό για το υπόλοιπο της ζωής της καλύτερα να πέθαινε, κάποια στιγμή αυτός έπεσε για ύπνο, ένιωθε χαμένη, χρειαζόταν ένα μπάνιο, ένα ντους, ένα ξέπλυμα, ένα λουτρό εξαγνισμού, να καθαρίσουν απο πάνω της όλες οι κηλίδες και τα αίματα, έριξε αφρόλουτρο άφθονο, έτριψε το σώμα της ξανά και ξανά, ένιωθε ντροπή για κάποιο λόγο.

Δάκρυα και νερά τρέχανε απ τα μάτια της, μια γεύση πικρή στο στόμα, μια ζάλη, ήθελε αν γίνονταν να ξαναγύριζαν όλα πίσω, αισθάνθηκε σα να μεγάλωσε απότομα σε μια νύχτα, ένα σταυρουδάκι που φορούσε στο λαιμό έπιασε, μια προσευχή που έλεγε κάποτε θυμήθηκε ''...και καθάρισον ημάς από πάσης κηλίδος...''


Κάθησε μέχρι το πρωί στο μπαλκόνι εκείνου του εξοχικού, μέχρι που σβήσανε τα φώτα, κάπου στη θάλασσα ένα καράβι έμοιαζε να βγαίνει στην ακτή και να έρχεται κατά πάνω της, κάπου - κάπου κοίταζε τα μαλακά μόρια της κοιλιάς της, χαμηλά, το ξημέρωμα την πήρε μια στιγμή ο ύπνος κι είδε ένα όνειρο, ένας σκύλος με χοντρό σβέρκο πλησίαζε γρυλίζοντας ένα παιδί δεμένο σ ενα καροτσάκι.

Για καιρό πολύ δεν ήθελε να την πλησιάζει κανένας, ήταν σε επιφυλακή πάντοτε, άμα τύχαινε να κοιμηθέι με κάποιον τον κρατούσε σε απόσταση, στη γωνιά του κρεβατιού, τρελαίνονταν στην ιδέα ότι μπορούσε να της ξανασυμβεί εκείνο το πράγμα, το σώμα της έκλεινε ενστικτωδώς σα στρείδι .

Αλλά ρε φίλε εκείνο το παιδί ήταν αλλιώτικο, ήταν ευλογία θεού, τη περίμενε για μήνες, την άφηνε να κοιτάζει τα δυο μικρά αυλάκια που σχηματίζονταν σε κάθε πλευρά του, χαμηλά, εκείνα τα αυλάκια που βλέπεις στα αρχαία άσπρα αγάλματα να οριοθετουν το κορμό από τα άκρα. Την άφηνε να ψηλαφεί τα δάχτυλά του, τις φλέβες στα χέρια και στα πόδια του , κι εκείνο το κόκκινο σημάδι σε σχήμα μικρής καρδιάς που είχε πάνω απ το δεξί μάτι του, την άφηνε να τον οσμίζεται τα πρωινά που ξυπνούσε κι είχε εκείνη τη γλυκιά φυσική οσμή του σώματος,

Την άφηνε να ψάχνει τις φωτογραφίες που είχε στο πορτοφόλι του, ασπρόμαυρες και χρωματιστές, την άφηνε να διαβάζει το τετράδιο του αν και μερικές φορές αυτή ντρεπόταν και τόκλεινε, της άρεσε που αυτός σκέφτονταν διαφορετικά, ήταν απόκοσμος και μυστηριώδης , έπαιρνε γρήγορες αποφάσεις, είχε ιδέες περίεργες, πρωτότυπες, είχε λύσεις για όλα τα προβλήματα, ήξερε ένα κάρο πράγματα ούτε κι αυτός θυμόταν από που , για το πως μπορείς να διυλίσεις το νερό της βροχής και να το κάνεις πόσιμο, της εξηγούσε τις ερωτογενείς ζώνες των Γιαπωνέζων κάπου στον αυχένα κι αλλού, αυτή έψαχνε την αλυσιδίτσα που τύλιγε το λαιμό του σα φίδι ασημένιο όταν αυτός έριχνε πίσω το πουκάμισο του.

Κι ύστερα ήξερε να μαγειρεύει, έφτιαχνε κάτι περίεργα πιάτα με ρύζι άγριο από μια συνταγή των ινδιάνων Σιου, κι ένα άλλο απ τη Βόρεια Αφρική, με βόλους απο κους κους και ζαφορά και κάτι καρυκεύματα, τους άρεσαν τα ίδια παγωτά με κομάτια σύκου πράσινα, και ραβανί και κανταίφι με μπάλες άσπρες απάνω τους, μια γυναίκα τα έφτιαχνε μοναχή της σ ένα υπόγειο, η μάνα του παιδιού την ήξερε απο παλιά, του αγόραζε παγωτό από κει σαν ήτανε μικρός κι από τότε πάντα εκεί πήγαινε τα καλοκαίρια.

Σιγά - σιγά χαλάρωνε, μπορούσε να τον εμπιστευτεί, κάθονταν ώρες πολλές σε μια τηλεόραση ώσπου να χορτάσουν τα μάτια τους από χρώματα και εικόνες, αυτός της εξηγούσε για εκείνον τον αλγόριθμο σε μια καινούρια συσκευή που μπορούσε να διακρίνει όλες τις βαθιές και κρυφές αποχρώσεις του μαύρου, για τις συσκευές υψηλής ευκρίνειας και για τους αισθητήρες φωτεινότητας που ζωντάνευαν ότι υπήρχε στην οθόνη και τα έδειχνχν όλα πιο ζωηρά, πιο όμορφα .

Ήξερε ότι δεν του χρειαζόταν περισσότερο απο πέντε λεπτά για να την ανεβάσει, της έδειχνε το ενυδρείο του με τα κόκκινα κοράλια και τα ψαράκια που κολυμπούσαν ανάμεσα στις φυσσαλίδες, της έδειχνε εκείνα τα άστρα τα φωτεινά της Μεγάλης Άρκτου, τον Ντούμπχε και τον Μέρακ που γυαλοκοπούσαν μες τη νύχτα, για κείνο τα αρχαίο παληκάρι της έλεγε, που ζήτησε απ τους θεούς να κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά για να βλέπει συνέχεια την αγαπημένη του.

'Ενα βράδυ καθόταν στο μπαλκόνι του, σε μια άλλη παραλία, κοίταζαν το λόφο από χώμα που υπήρχε σ ένα δρόμο, τα ξύλα που είχαν στοιβάξει για το χειμώνα κάποιοι σε μια γωνιά, τα λάστιχα των αυτόματων συστημάτων να βρέχουν το ξερό χορτάρι, ένα αμάξι εγκαταλειμένο, θαμένο ανάμεσα σε θάμνους, κάτι πέτρες τυλιγμένες από κισούς πράσινους, ένα καράβι έρχονταν από μακριά, όχι απειλητικό τη φορά αυτή, με κατάρτια ψηλά, γεμίζοντας αφρούς το τόπο τριγύρω, η θάλασσα είχε πάρει ένα χρώμα λουλακί.

Πήγαν μέσα να δουν ένα έργο σ εκείνη τη τηλεόραση που τα ζωντάνευε όλα, δυο αστροναύτες γκρεμίζονταν στο κενό όπως κόβονταν οι σωλήνες που τους κρατούσαν συνδεμένους με το διαστημόπλοιο τους, βυθίζονταν στο χάος, έπεφταν κι έπεφταν κι έπεφταν ολοένα πιο βαθιά, προς στο άγνωστο, ξάφνου ένας ανεμιστήρας από κάπου φύσηξε και σήκωσε το φουστάνι της κοπέλλας, αυτή σα να πάγωσε, θυμήθηκε μια νύχτα που κάποιος της τραβούσε το φουστάνι άγαρμπα, το παιδί έπιασε το φόρεμα της και το κατέβασε χαμηλά, φάνηκαν οι φλέβες στο μπράτσο του, τη χάιδεψε λίγο να υσηχάσει, ύστερα κοίταζαν μαζί πάλι το έργο ...




Πέμπτη 1 Αυγούστου 2013

ΚΡΥΣΤΑΛΛΟΙ ΤΟΥ ΑΤΛΑΝΤΙΚΟΥ


''Τι ωραία να ήμουν σαν εσένα, να μπορούσα να τη ξεχάσω!''


Δε τον έβλεπα καλά το Κοσμά, φορούσε μαύρα γυαλιά, το μάτι του είχε κοκκινίσει από επιπεφυκίτιδα, δούλευε διπλοβάρδια σ' ένα εργοστάσιο, έχασε το μπούσουλα, ο αντικαταστάτης του δεν ήρθε εκείνη τη μέρα, ''Τι γίνεται εδώ πέρα αναρωτήθηκε μια στιγμή, δε θα σχολάσω ποτέ εγώ;''

Φαρμακείο ψάχναμε, κάπου στη Πλάτωνος, ένα διανυκτερεύον, μια κοπέλα με βαθύ ντεκολτέ έδινε σταγόνες σ ένα Κινέζο, και κομπρέσες σ ένα μελαψό για το παιδάκι του, ένα κοριτσάκι μ' ένα φορεματάκι γεμάτο κεράσια, ''....είναι από χαμομήλι '' του είπε''.... τρεις φορές τη μέρα θα βάζει στο ματάκι του'', κάποια στεκόταν μπροστά μου, δε ξέρω γιατί δε μου άρεσε, κάτι κραγιόνια κοίταζε και κάτι κρέμες, πήρα το φάρμακο και πήγαμε κάπου με τον Κοσμά.

Σ ένα μαγαζί ένας τύπος πίσω από ένα πάγκο ετοίμαζε καφέδες πυρετωδώς, κατέβαζε μοχλούς, ανακάτευε αφρούς και νερά, γέμιζε κυπελλάκια με πάγο, έπλυνε πιάτα σ ένα νεροχύτη, έβαζε κι έβγαζε απ το ψυγείο χυμούς, γάλατα σοκολατούχα, τενεκεδάκια με μπύρες κι αναψυκτικά, κόκκινα, κίτρινα, πράσινα, πορτοκαλιά, παντού τριγύρω δοχεία μεταλλικά, καλαμάκια, πορτοκάλια για στύψιμο, κούπες πορσελάνινες, κάποιοι αδημονούσαν, γύρισα να δω σε μια στιγμή κι είδα μια τρελή που είχα διαβολοστείλει κάποτε '' Ωχ!'' σκέφτηκα!'', δεν είχα καμιά όρεξη βραδιάτικα, δε με γνώρισε.


Καθίσαμε έξω στο δρόμο άνθρωποι καβάλα σε μηχανάκια ρολάριζαν στην άσφαλτο, μια διαρροή υπήρχε κάπου, νερό έτρεχε, περιστέρια είχαν μαζευτεί να ξεδιψάσουν, βουτούσαν το κεφάλι τους ολόκληρο στο νερό, σε μια βιτρίνα πιο κει καταρράχτες και ποτάμια, ηλιαχτίδες και φυτά εξωτικά, σώματα υψώνονταν μπροστά σε δίχτυα του βόλεϊ, χρώματα πρασινωπά κυμάτιζαν κάπου στην Αρκτική καθώς εμφανίζονταν το βόρειο σέλας, ο Κοσμάς ήταν μούσκεμα, ''Καλά εγώ δεν είμαι φίδι σαν εσένα, να μην ιδρώνω μες το κατακαλόκαιρο!'' γκρίνιαξε.

΄΄Μακάρι να ήμουν σαν  και σένα, να ξεκολλούσα , όμως τη βλέπω συνέχεια στο κέντρο, όλο μπροστά μου πέφτει όποτε κατεβαίνω, φορά τα γουόκ μαν της και περπατά, από μένα τόχει μάθει, φορά εκείνη την άσπρη μπλούζα και τα παπούτσια με τα τακούνια τα ψηλά, της έχω πει ότι θα πέσει και θα τσακιστεί καμιά ώρα από κει πάνω που ανεβαίνει!

Με κοιτάζει, με καρφώνει, γέρνει προς το μέρος μου, σχεδόν ακουμπά απάνω μου, βλέπει το λαιμό μου, πάντα είχε μανία να με φιλά εκεί, εγώ παρατηρώ τη δεσμίδα από τ ασημένια βραχιόλια που τυλίγουν τον καρπό της, τα κινέζικα τατουάζ που έχει ζωγραφίσει στο πόδι, πάνω απ τον αστράγαλο, θυμάμαι που μου έλεγε ότι την ηρεμούσα κι ήταν σα να έκανε γιόγκα όταν ήτανε μαζί μου, χαλάρωνε, βυθίζονταν στη πολυθρόνα, έκλεινε τα μάτια.

Ξέρει ότι θα με πιάσει εκείνο το αντρικό που θέλω να τη προστατέψω, θα μου πει ότι δεν αντέχει τα Σάββατα στη πόλη μοναχή της, ότι μόλις γύρισε από ένα νησί κι έπεσε ψόφια να κοιμηθεί στο αμάξι κι όταν πήγε στο σπίτι κάποιου εκείνος δεν της άνοιξε την πόρτα.

''Ξέρεις, πήγα μαζί του γιατί μου θύμιζε εσένα, το καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι ρε; '' κι εγώ πρέπει να το καταπιώ.

Γιατί μαζί μ' αυτό θα μου πει για τότε που πήγαμε διακοπές στη Λήμνο, κι όλη μέρα κολυμπούσαμε σε μια παραλία βλέποντας τα σκοινιά των καραβιών να τινάζουν την άμμο όπως ετοιμάζονταν να σαλπάρουν.

Θα μου πει για τότε που πάτησε ένα ξυλαράκι από σουβλάκι κι εγώ την έτρεχα στα φαρμακεία και στα κέντρα υγείας, και περιμέναμε εκεί πέρα μαζί μ ένα παιδάκι που το είχε δαγκώσει ένα φίδι κι έκλαιγε ασταμάτητα.

Θα μου πει για τότε που μείναμε στη πόλη μες το δεκαπενταύγουστο, κάπου σ ένα διαμέρισμα στην Ηλιούπολη, όλη η πολυκατοικία ήταν άδεια, όλοι είχαν φύγει, με είχε πάει στο δωμάτιο της, μια κάμαρα βαμμένη σε χρώμα κόκκινο βαθύ, μια άλλη σε χρώμα ροδακινί, κοριτσίστικο, κάτι μπαλόνια γαλάζια πεταμένα σε μια γωνιά.

Θα μου πει για το υπόγειο από κάτω μας όπου μένανε κάτι γύφτοι, μια μέρα τους είχαμε δει να κουβαλούν μια τεράστια μπανιέρα χαράζοντας το οδόστρωμα, έκαναν φασαρία απίστευτη, μπροστά στο παράθυρο τους είχαν βάλει κάτι φυτά που μάζεψαν απ τα σκουπίδια, τα πότιζαν κι είχαν ανθίσει, κρεμούσαν τα ρούχα τους μπροστά στα τζάμια, τα βράδια τηγανίζανε κρέατα σ ένα σκεύος μεγάλο, αλουμινένιο, έβλεπαν προγράμματα περίεργα απ το δορυφόρο που είχαν εγκαταστήσει , ξάπλωναν σ έναν καναπέ που είχαν κουβαλήσει, άλλοι κείτονταν στο πάτωμα, τα μικρά έπαιζαν γελώντας. ''




Ένα λεωφορείο φορτώνει εκεί κοντά Γεωργιανούς που φεύγουν για τον Καύκασο, βαλίτσες και τσάντες πελώριες, θα διασχίσουν όλη τη βόρεια Τουρκία και τον Πόντο μέχρι ψηλά, κάποιοι έχουν επιβιβαστεί ήδη, μοιάζουν εγκλωβισμένοι, από έναν φούρνο γειτονικό μυρουδιά φρεσκοψημένου ψωμιού, κλούβες των ΜΑΤ έχουν παραταχτεί στη Δωδεκανήσου, πέρα στα δικαστήρια κάποιες αίθουσες φωτεινές για τ' αυτόφωρα, ο Κοσμάς :

''Θα μου πει για τότε που μπήκαμε σ ένα μέρος και κοιτούσαμε κρυστάλλους λευκούς από αλάτι του Ατλαντικού, λαμπυρίζανε όμορφα, και τους άλλους τους κρυστάλλους απ το κοκκινωπό αλάτι των Ιμαλαϊων, θα μου πει για τότε που με είχε δει να κοιμάμαι με τα βλέφαρα μισάνοιχτα κι είχε τρομάξει, για τότε που είχαμε σταματήσει σε μια βρύση να πλύνουμε τα πόδια μας απ την άμμο και για τότε που είχαμε κάνει μια ευχή ρίχνοντας ένα κέρμα σ ένα συντριβάνι, δεν έπρεπε να τη πούμε φωναχτά για να πιάσει, εγώ είχα ευχηθεί να μη μ' αφήσει ποτέ!.

Για κείνο το ξενοδοχείο σ ένα νησί που είχαμε μείνει, κι όταν φύγαμε θυμηθήκαμε ότι ξεχάσαμε το βιβλίο του Μάρλον Μπράντο μ' εκείνη τη τεράστια τρομαχτική φωτογραφία του στο εξώφυλλο, η γριά καμαριέρα που μας τόδωσε μας κοιτούσε περίεργα, ''Τι στο δαίμονα διαβάζουν αυτοί;'' είπε σιγανά!

Με ξέρει, μ έχει μελετήσει, μπορεί να με ρίξει, θα μου πει '' Έλα ρε, αφού μόνο εσύ με καταλαβαίνεις, που να ξέρουν οι άλλοι, ότι τρελαίνομαι για cheese cake, πάντα κουβαλώ τη τσάντα με τα στίγματα λεοπάρδαλης που μούχεις πάρει'', θα με κρατήσει μες τα μαλακά της χέρια, θα μου ρουφήξει όλες τις σκέψεις, όλη την ενέργεια, θα κλαίει για σαράντα λεπτά χρονομετρημένα!''



Σηκωθήκαμε να φύγουμε, έβαλε τα μαύρα γυαλιά του στα σκοτεινά, έτριψε τα μάτια του, ένας αέρας ξαφνικά φύσηξε από κάπου, ο καιρός άλλαζε, ένα ρεύμα δροσερό στα πρόσωπά μας, έπιασε να βρέχει, χοντρές σταγόνες έπεφταν στη πλάτη μας, ρυάκια έπιασαν να σχηματίζονται πάνω στο δρόμο ξεπλύνοντας τη σκόνη του, αστραπές χαράκωναν τον ουρανό κατά τα δυτικά....


ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...