Κυριακή 28 Ιουλίου 2013

ΜΑΥΡΟΣ ΚΑΒΑΛΑΡΗΣ

''Στο νεκροτομείο δούλεψα το περισσότερο καιρό, είχα συνηθίσει τη μυρουδιά της φορμόλης, τα σώματα που είχαν το χρώμα της κόκα κόλας, τις φοιτήτριες που έπεφταν ξερές σαν έβλεπαν τους πεθαμένους, ώρες - ώρες νόμιζα ότι κάποιος ξαπλωμένος μου έγνεφε, ότι έβγαζε το χέρι του πάνω απ το σεντόνι, κάπνιζα συνέχεια, ένα κασετοφωνάκι είχα πάντα μαζί μου, άκουγα τραγούδια, '' Απονιά μου δείχνεις...''- '' Ποιος θα το πίστευε...'' κι ένα άλλο μούρχονταν συνέχεια, ένα που έλεγε η γιαγιά μου ένα καιρό:

Μα νάτον και κατέβαινε 'ς τους κάμπους καβαλάρης
Μαύρος ήταν, μαύρα φορεί, μαύρο και τ άλογο του...

Όταν ήταν να φύγουμε για Γερμανία μαζευτήκαμε όλη η παρέα, χορέψαμε όλη μέρα στη παραλία της Κατερίνης, κάτι γύφτοι χτυπούσαν ασταμάτητα τα νταούλια, εκεί όπου πουλούσαν καβούρια τεράστια βρασμένα σ ένα βαρέλι μέσα, εκεί όπου βουτούσαμε με το ψαροντούφεκο να χτυπήσουμε λαβράκια, στεκόμασταν ώρες πολλές κάτω απ το νερό μέχρι που πονούσαν τα αυτιά μας, είχαμε ανακαλύψει μια φωλιά όπου σύχναζαν και χτυπούσαμε πολλά, μικρά ιδίως, τα μεγάλα φεύγανε μόλις ένιωθαν τη σκιά μας κάτω στο διάφανο βυθό.

Στο σταθμό ήρθαν οι αδερφές μας να μας χαιρετήσουν, κλαίγανε, παραλίγο να κλάψω κι εγώ, κατά τη Γιουγκοσλαβία χιόνια αρχίσαμε αν βλέπουμε, Μάρτης ήταν σα φύγαμε, κατά την Ελβετία τούνελ ατελείωτα, σκοτεινά, σπιτάκια παραμυθένια, λίμνες παγωμένες, στο Μόναχο πράσινο πολύ , κατεβήκαμε σ ένα εστιατόριο, φάγαμε, όλα πληρωμένα ήτανε, για το Ντόρτμουντ μετά κινήσαμε.

Σ ένα φούρνο με βάλανε να δουλέψω στην αρχή, τούβλα φτιάχναμε, ένας Γερμανός με μισούσε δε ξέρω γιατί, ''Εσύ Έλληνα μη λουφάρεις!!'' μούγκριζε όλη την ώρα, έφυγα από κει, πήγα βοηθός σ ένα χειρουργείο μιας κλινικής, είχα πάει ένα φεγγάρι σε μια σχολή, τόγραφαν τα χαρτιά μου, εκεί έβλεπες διάφορα, οι γιατροί έβριζαν τους αναίσθητους, κορόιδευαν τις χοντρές που κείτονταν ανυπεράσπιστες μπροστά τους, λέγανε ανέκδοτα αισχρά, ήθελα να ξεράσω...''



Ένας τύπος ηλικίας ακαθόριστης αφηγείται , ο ντόπιος ψάλτης.

Δε βλέπει καλά απ το ζάχαρο, ενέσεις λέει βαράει στα μάτια, σ ένα κέντρο έχουμε καθίσει κάτω από έναν πλάτανο, νερό άφθονο τρέχει από μια βρύση, το στόμα μας είναι στεγνό, μια δίψα νιώθουμε αφόρητη, κάποιος βάζει άπειρα μπουκαλάκια νερού σ' ένα ψυγείο, μια χαρτοσακούλα με ροδάκινα βγάζει ο πρώην μετανάστης, τα πλένει στη βρύση, μας δίνει να δοκιμάσουμε, θε μου είναι απίστευτα γλυκά!

Θέλει να συνεχίσει με την ιστορία του, οι άλλοι μου λένε '' 'Άστον ήσυχο!'', αυτός , ''Δε με πειράζει!'', βγάζω ένα μπλοκάκι, ο Μπεκιάρογλου ''Τι γράφεις εκεί πάλι;''.

Σ ένα πανηγύρι έχουμε πάει να ψάλουμε, αυτός ο Μπεκιάρογλου δε σταμάτησε καθόλου σ ολόκληρη τη διαδρομή, και τι δεν έλεγε, για τότε που έπαθε ηλίαση και πήγε στο σπίτι παραπατώντας και τρεκλίζοντας, για τη βέρα που φορούσε και την είχε βρει σ ένα πορτοφόλι το οποίο είχαν πετάξει σ ένα πάρκο αφού το είχαν αδειάσει, μα αυτός είχε ανακαλύψει μια τσέπη μυστική, κι εκεί μέσα ήταν το δαχτυλίδι, για κάποιον που πήγε να χωρίσει κι η γυναίκα του έτρεξε στη πόρτα να του κλείσει το δρόμο, μιλούσε ακατάπαυστα, οι άλλοι γελούσαν, ο ήλιος με χτυπούσε απ το τζάμι, με είχε στριμώξει στη γωνιά ο χοντρός ο Μπεκιάρογλου, νταλίκες και μπουλντόζες σέρνονταν στην εθνική οδό, ο Αξιός κυλούσε κατά τη θάλασσα, πελαργοί αιωρούνταν ψηλά, κοντά στα διόδια ένα αεροπλάνο πέρασε μπροστά απ τον ήλιο ρίχνοντας για ένα δευτερόλεπτο τη σκιά του.

Ο Θανάσης ήρθε κατευθείαν απ το αεροδρόμιο όπου δούλευε, ούτε τις φόρμες του δε πρόλαβε να βγάλει αυτός , κοιμόταν στη διαδρομή, δε καταλάβαινε τίποτα, στην εκκλησία ξύπνησε.

Βλέπαμε γύρω γυναίκες με ωραία μπράτσα, φορέματα γεμάτα λουλούδια, δέρματα ξεφλουδισμένα, πλάτες με γραμμές διαγώνιες και κάθετες απ τα μαγιό που φορούσαν στις παραλίες., βλέπαμε και τον Άι Γιώργη με το άτι του στα δυο πόδια σηκωμένο, και τον Άι Δημήτρη πιο πέρα να καρφώνει τη λόγχη του στο στόμα του πράσινου δράκου που ξερνούσε φωτιές.

Ο παππάς κάτι μας είπε, ''Δε σας ακούω καλά , σας έχω πληρώσει όμως ήδη!'', δεν έπρεπε να κάνει αυτό το λάθος, ανεβάσαμε στροφές, τα δώσαμε όλα, έπαθε πλάκα, ενθουσιάστηκε, άρχισε να φωνάζει , κόντεψε να σπάσει τα μικρόφωνα, μας έπιασαν τα γέλια, δε κάνεις αστεία με μια χορωδία σα τη δικιά μας!


Βοηθούσα το ντόπιο ψάλτη με τα βιβλία, του έλεγα τι να πει, απ τα ανοιχτά παράθυρα τα σπουργίτια μας είχαν ξεκουφάνει, κάτι άλλα πουλιά με πορτοκαλιές φτερούγες πετούσαν σε μια ροδακινιά τριγύρω, χωράφια με κολοκύθια κίτρινα, μια αίσθηση παράξενη με κατακλύζει όποτε είμαι στον κάμπο σε τόσο χαμηλό υψόμετρο, σα να πνίγομαι, θέλω λίγο χρόνο να συνέλθω και να το συνηθίσω.

Το βράδυ ξαναπήγαμε σ εκείνο το μαγαζί κάτω απ τον πλάτανο, ο τύπος συνέχισε...

''...το μόνο που με πείραζε ήταν όταν φέρνανε τα παιδιά, αυτό δε το μπορούσα, δεν ήταν δίκαιο γιατί να συμβεί σ αυτά, οι μανάδες κλαίγανε, δε θέλανε να το δεχτούν, λεφτά σκορπούσαν με το τσουβάλι να κρατήσουν ζωντανές τις ελπίδες τους, μια μέρα σ ένα χειρουργείο ένας γιατρός στεγνός σα πτώμα  εργαλεία μου ζητούσε, το μικρό είχε πάρει το χρώμα της κόκα κόλας, ήξερα ότι δε θα την έβγαζε καθαρή, αισθάνθηκα να παραπατώ, ο γιατρός με κοιτούσε απορημένος, βγήκα έξω άρον άρον, περπάτησα καπνίζοντας, πάρκα απέραντα, πράσινο παντού, τόσο πράσινο που σούφερνε μελαγχολία ασήκωτη.


Έφυγα απο κει, ξαναγύρισα στο νεκροτομείο, δε με πείραζε να βλέπω όλους εκείνους τους πεθαμένους που τους είχαν παρατήσει στα αζήτητα, κανείς δεν έδινε δεκάρα, μετανάστες ήτανε ως επί το πλείστον, Αφρικανοί κι ασιάτες κι Ευρωπαίοι του νότου, Τούρκοι πολλοί, κάνα δυο Ιταλοί, ένας μαύρος.

Μια μέρα ήρθε ένας Τούρκος ξερακιανός, αλλόκοτος, αξύριστος , μαύρα φορούσε από πάνω μέχρι κάτω, μου ζήτησε ένα πτώμα, τόβγαλα απ το ψυγείο, δεν είπε τίποτα, δεν έκλαψε, ούτε ένα βλέφαρο του δε σάλεψε, μονάχα κοίταζε το μελαχρινό παλικάρι που έμοιαζε με Έλληνα.

Εγώ έστεκα εκεί πέρα σα βλάκας, ξαφνικά γύρισε κατά το μέρος μου και είπε κάτι στη γλώσσα του , δε κατάλαβα τι μα ήταν τρομαχτικό, κι εκείνα τα μάτια του με κοίταζαν με μίσος, τι στο διάβολο του έφταιγα, ιδρώτας μ έλουσε, το μέρος μου φάνηκε σα ν' αγρίεψε απότομα , ήθελα να φύγω, η ανάσα μου κόπηκε στο στήθος, μ έπνιγε, άνοιξα τη πόρτα, οι διάδρομοι σκοτεινοί, τα γραφεία όλα άδεια κι έρημα, μπήκα σ ένα ασανσέρ, ο μαυροφορεμένος ένιωθα ότι έρχονταν πίσω μου, μπήκα σ ένα δωμάτιο, περίμενα νάρθει εκεί μέσα, άναψα το φως ,ησυχία, βγήκα στο διάδρομο, τίποτα, κατέβηκα κάτω στο θάλαμο, χαμός, σώματα στο πάτωμα σε στάσεις αφύσικες,  χέρια και πόδια εξω απ τις σακούλες που τους είχαν τυλίξει,  το πτώμα του Τούρκου έλειπε, όπως γύρισα ξανά κατά το διάδρομο, τ ορκίζομαι στη μάνα μου , άκουσα το καλπασμό ενός αλόγου πάνω στα πλακάκια που γυάλιζαν,  και μια σκιά είδα να φεύγει σαν αέρας, εκεί μέσα, στη κλινική με τα πράσινα πάρκα τριγύρω, στη Γερμανία ....

Τετάρτη 24 Ιουλίου 2013

ΣΚΑΜΑΝΔΡΟΣ

Όλα μπορούσες να τα δεις στα μεγάλα Διονύσια σ εκείνα τα θέατρα τα υπέροχα με τα μαρμάρινα περιστύλια, τα βαμμένα σε χρώμα γαλαζωπό, με τα ελικοειδή ανθέμια και τις κονιοποιημένες αχιβάδες και τα εξαίσια παραπετάσματα, εκεί όπου πεύκα φύτρωναν ανάμεσα στα λίθινα καθίσματα κι η λόγχη απ το κοντάρι της Αθηνάς στο άγαλμα της στην ακρόπολη, έλαμπε στο φως του απομεσήμερου .



Μπορούσες να δεις τον Τέυκρο αλάθευτα να σαϊτεύει τους Φρύγες που δοκίμαζαν να περάσουν μια τάφρο κοντά στον Σκάμανδρο, τις Ωκεανίδες να στροβιλίζονταν δαιμονισμένα γύρω απ το δεμένο στο βράχο προμηθέα, καθώς ο Ηρακλής τέντωνε το τόξο του και παρακαλούσε τον Απόλλωνα να οδηγήσει σωστά το βέλος του για να σκοτώσει τον άτιμο τον αετό που κατέτρωγε το συκώτι του τιτάνα.

Κουρνιαχτός σηκώνονταν στον κάμπο, ο αργίτικος στρατός ζύγωνε τις πύλες της Θήβας, πεζούρα και καβαλαρία, μια θάλασσα από λόγχες, δόρατα, ξίφη, τσεκούρια κι ασπίδες, βροχή από πέτρες έπεφτε στις επάλξεις, στον κάμπο μακριά κράνη γυάλιζαν και λοφία θυσανωτά ανέμιζαν στις περικεφαλαίες, οι γυναίκες τρέχανε αναμαλλιασμένες στους βωμούς να ικετέψουν, η τιμωρία έφτανε σα μια αγέλη από σκυλιά της κόλασης που οδηγούσε η Λύσσα μαζί με τις Ερινύες.



Ο φοβερός Κύκλωπας ένα τεράστιο δεμάτι με κλαδιά ξερά ξεφόρτωνε και το απίθωνε με γδούπο στη σπηλιά όπου είχαν ζαρώσει οι σύντροφοι του Οδυσσέα, κατόπι κατάπινε καρδάρες με γάλα και χλωρά τυριά και κρέατα κι όποιον έβρισκε μπροστά του, ο Σίσυφος αλυσόδενε ακατάλυτα το δαίμονα του θανάτου που του είχε στείλει ο Δίας, ο κόσμος δε πέθαινε για καιρό πολύ , τι εποχές κι αυτές, κήρυκες κι αγγελιοφόροι διηγούνταν σημεία και τέρατα, πως η Αργώ ορμούσε να περάσει ακάθεκτη μέσα απ τις τρομαχτικές Πλαγκτές πύλες- τι πλεούμενο έξοχο κι αυτό!

Πως άλλα σκαριά με χρυσούς αλογοκόκκορες καρφωμένους στις πλώρες τους αρμένιζαν στα πέλαγα, πως άλλα καράβια με χάλκινα ακρόπρωρα είχαν σκορπίσει στο αιγαίο όταν φύσηξαν οι παγωμένοι θρακιώτες άνεμοι και σάρωσαν τον τόπο ολόκληρο κι όλο το Αιγαίο από πάνω μέχρι κάτω πλημμύρισε από κουφάρια και σανίδια του στόλου των Ελλήνων που κούρσεψε τη Τροία.



Ζέστη αφόρητη επικρατούσε, κόσμος μαζεύονταν στους γύρω λόφους, κομμάτια από μέταλλο κρατούσαν για εισιτήρια, νερουλάδες μοίραζαν σταμνιά με νερό, ζητιάνοι μαζεύονταν στις πύλες μπροστά απλώνοντας τα χέρια, σκύλοι έσκαβαν ορύγματα και ξάπλωναν στο δροσερό χώμα, φωνές, κακό, σπρωξίματα, ξένες αντιπροσωπείες δεν έβρισκαν που να καθίσουν, μα ποιος νοιάζονταν για όλα αυτά σαν έβλεπε τους σιληνούς να ορμούν με κακές διαθέσεις στη Δανάη που είχαν πιάσει στα δίχτυα τους, να τη βγάζουν απ τη χρυσή λάρνακα όπου την έκλεισε ο πατέρας της για να τη βρει και να τη γονιμοποιήσει φυσικά ο Δίας μεταμορφωμένος σε χρυσή βροχή.



Ο Διόνυσος σκοτώνονταν με τους δούλους του που τον δούλευαν και λέγανε βλακείες για τα γυναικωτά του ρούχα, οι σατυροι παρίσταναν τους παλαιστές, αναποδογύριζαν αντικείμενα φώναζαν, οργίαζαν, διέλυαν το σύμπαν, άλλοτε επιβιβάζονταν στη βάρκα του χάρου να πάνε στον κάτω κόσμο βολτίτσα, απ΄ το δρόμο που είχε πάρει κάποτε ο Ηρακλής, κάπου στο Ταίναρο μπαίνοντας σε μια σπηλιά σκοτεινή, γεμάτη φίδια και σκορπιούς κι αράχνες κι άλλα πλάσματα καταχθόνια.



Ποιος νοιάζονταν για την ταλαιπωρία όταν μπορούσαν ν ακούσουν εκείνες τις ιστορίες για την Αθηνά που καταπλάκωσε τον εγκέλαδο ρίχνοντας απάνω του τη Σικελία ολόκληρη, για δράκους και λιοντάρια και τέρατα και σημεία που στοίχειωναν τα σταυροδρόμια και κατασπάραζαν τους ταξιδιώτες, ιστορίες για κόσμους χαμένους, με ποτάμια και κοίτες ξερές και δρόμους αρχαίους να απλώνονται κατά μήκος τους , λαγκάδια με καλαμιές όπου πετούσαν πουλιά παράξενα, ανθρωπόμορφα, λατομεία με φλέβες ασημένιες και παραλίες στρωμένες με κοχύλια κάτασπρα , βρύσες και πηγές με νερά ολοκάθαρα που λέγανε ότι δίνουν ομορφιά και νιάτα στις γυναίκες που πλένονταν μέσα τους, κάστρα της Τίρυνθας και σπίτια των βασιλιάδων, χτισμένα μ αγκωνάρια πελώρια, πελεκημένα από χέρια υπερφυσικά, που τα κουβαλήσανε από λατομεία μακρινά, ποιος νοιάζονταν για την ταλαιπωρία , σαν μπορούσε ν' ακούσει τον Αχιλλέα να ουρλιάζει στους Μυρμιδόνες του, όπλα, όπλα χρειάζομαι !!!



Οι θεοί βρίσκονταν παντού σ εκείνα τα έργα, έρχονταν στα όνειρα των θνητών να τους φοβερίσουν μ εφιάλτες και φαντάσματα, βοηθούσαν αυτούς που υπάκουαν στα προστάγματα τους, γίνονταν σκληροί και στενόκαρδοι και κακοί, δε συγχωρούσαν κι έριχναν τον Προμηθέα στα τάρταρα μέσα σε ορυμαγδό σκόνης και κρότου, εξακόντιζαν κεραυνούς εκτυφλωτικούς, τυφώνες και φωτιές και χαλασμούς, έκαναν τ άλογα τ΄ ανθρωποφάγα ν΄ αφηνιάσουν τρώγοντας χόρτα δηλητηριασμένα, και να κατασπαράξουν τους αφέντες τους για αμαρτίες τους παλιές κι ανομολόγητες.


Το βράδυ σαν έπεφτε όλοι παρακαλούσαν λίγο να φυσήξει, να πάρουν μια ανάσα, μα απ την άλλη δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από κείνες τις ιστορίες τις φοβερές με τους κυνηγούς που έστηναν καρτέρι σε υψώματα κοιτάζοντας ζαρκάδια λυγερά να βόσκουν αμέριμνα, κι αγριόχοιρους που έβγαζαν τα λαγωνικά μέσα από θάμνους, έριχναν τις σαΐτες τους, οι κάπροι αφηνίαζαν τρελαίνονταν, σκορπούσαν τον όλεθρο σ όποιον βρίσκανε τριγύρω τους.

Δε μπορούσαν να ξεκολλήσουν από κείνες τις ιστορίες για τις πολιορκίες και τους στρατούς που μαζεύονταν έξω απ τις πύλες τις βορινές και τις νότιες, τις ιστορίες για κείνη τη γυναίκα που έγινε ''...χαμός των καραβιών και των ανδρών, χαμός των κάστρων!- κι ύστερα τη βρήκανε στη Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, ανάμεσα στα κορίτσια με τα βυσσινιά φορέματα, ανάμεσα τους ρε φίλε- ποιος θα τόλεγε- ήταν η Ελένη όλον αυτόν το καιρό, αυτή για την οποία τόσα κορμιά χαθήκανε, κι οι άντρες ξημεροβραδιάζονταν και μουσκεύονταν απ την πάχνη του πρωινού και λιώνανε από νοσταλγία για τη πατρίδα εκεί κοντά στο Σκάμανδρο τον καταραμένο!










Κυριακή 21 Ιουλίου 2013

ΓΥΑΡΟΣ

''Εγώ το είδα το τρίκυκλο που σκότωσε το Λαμπράκη... '' μας είπε, ''...γινόταν κόλαση, το μέρος θύμιζε σφαγείο, οι χωροφύλακες χτυπούσαν όποιον νάναι, ειδικά ένας γεροδεμένος κοκκινομάλλης με γαλάζια μάτια ψηλός σα τοίχος.''

'' Μπλόκα υπήρχαν παντού στη διασταύρωση της Ερμού με Βενιζέλου και στα γύρω στενά, πεντέξι οικοδόμοι φώναζαν συνθήματα, μια γριά που περνούσε σταυροκοπιούνταν, ένας σκύλος αδέσποτος με τρία πόδια κι ένα μαύρο μπάλωμα γύρω απ το μάτι είχε αγριέψει, σταγόνες από αίμα υπήρχαν παντού, κάποιοι αιμόφυρτοι κρατούσαν τα κεφάλια τους, ένας τύπος αδύνατος με μαύρα γυαλιά έδινε διαταγές, μιλούσε σπασμωδικά δεξιά αριστερά, στους συγκεντρωμένους, ''Μη φοβάστε! Στο λόγο της τιμής μου! Σ ότι έχω ιερό! Δε θα σας πειράξουμε!'', σε μια φάση έβγαλε ένα πιστόλι, χειρονομούσε απειλητικά, οι χωροφύλακες χασκογελούσαν μεταξύ τους, ήξεραν ότι έλεγε ψέμματα, περίμεναν να χτυπήσουν, ήταν φανερό ότι τους άρεσε όλο αυτό, ανυπομονούσαν, ήταν σε έξαψη, το είχαν ξανακάνει, το μάτι τους γυάλιζε παλαβά.



Ένας μελαχροινός είναι αυτός που μας τα λέει, ένα πετροχελίδονο έχει ζωγραφισμένο στο μπράτσο του, στην Ολλανδία τόκανε όταν είχε κατέβει από το καράβι, στο μηχανουργείο δούλευε, σ ένα σάπιο πλοίο, όλη νύχτα άκουγε τις μηχανές που έκαιγαν μαζούτ, εκείνο το μαύρο πολτό, να μουγκρίζουν.

Στις Αζόρες μια τρικυμία φοβερή, κύματα ως τον ουρανό, στο Νοβοροσίσκ και στην Οδησσό κατέβαζαν μεταλλεύματα και ζάχαρη απ τη Κούβα, στο Κίελο, στη Βαλτική, είχαν κατέβει μια φορά, υγρασία πολύ κατά κει, το Χονγκ Κονγκ ήταν το καλύτερο, στεκόταν στη πίσω μεριά του βαποριού ν΄ αγναντέψει τα φώτα στα καταπράσινα βουνά τριγύρω, χάζευε τα ατελείωτα τούνελ της πόλης σαν κατεβαίνανε, κι η Ιαπωνία του άρεσε, εκεί ψηλά, στη Γιοκοχάμα.

''Ο πατέρας μου ήταν χωροφύλακας στη Γυάρο...'' συνέχισε ''... στη Σύρο έμενε, απέναντι, ο αδερφός μου αρρώστησε απ τα βρόχινο νερό μιας δεξαμενής που ήπιε, έπαθε δυσεντερία, στο νοσοκομείο τον τρέξανε, πέθανε στα χέρια του πατέρα μου, το μίσησε εκείνο το μέρος, όλο ξύλο και βρισιές, πρόσωπα τρελαμένα, κόκκινα, βασανιστές και σαδιστές, οι κομουνιστές τον αγαπούσαν, νερό τους έδινε όταν έλιωναν μες τη κάψα σ εκείνο το καταραμένο ξερονήσι το γεμάτο οχιές όπου ο ήλιος έκαιγε τις πέτρες, στη Σαλονίκη ήρθαμε''.

''Σ ένα καφενείο δούλευα απ τα έντεκα , στην Ερμού, ο Λαμπράκης κι ο Τσαρουχάς οι βουλευτές της ΕΔΑ, έρχονταν εκεί πέρα, εφημερίδες μ έστελναν να τους πάρω, γελούσαν μαζί μου, τη νύχτα πήγαινα σε σχολείο νυχτερινό, όρθιος κοιμόμουν συνέχεια.''

''Εκείνο το βράδυ τα είδα όλα, το τρίκυκλο που τον χτύπησε, κάποιος έτρεξε ν αρπάξει τον οδηγό, ένα φως με τύφλωσε, κρότοι, φωνές, ουρλιαχτά, σειρήνες, κάποιος φώναζε'' Έναν γιατρό ρε!'', μες τη σύγχυση πρόσεξα ένα γέρο μ' ένα παπούτσι τεράστιο που έσερνε το πόδι του να χτυπά κι αυτός μ ένα ρόπαλο, ένας πυροβολισμός ακούστηκε από κάπου, σκέφτηκα ότι δε θα έβγαινα ζωντανός από κει μέσα, τρέξαμε να σηκώσουμε το Λαμπράκη, ήταν χλωμός, ανάσαινε βαριά, οι χωροφύλακες χτυπούσαν στα τυφλά, ''Που πάει το τσογλάνι ρε! Ποιος είσαι εσύ ! Τι θες εδώ πέρα!'' έτρεξα στα στενά, έφτασα στο σπίτι, ήταν κλειδωμένα όλα, όλη νύχτα δε κοιμήθηκα, η πλάτη μου πονούσε, κάποιος με είχε χτυπήσει, μια μελανιά είδα όταν έβγαλα τα ρούχα μου.''



Μια ανάσα πήρε, από κει που καθόμασταν βλέπαμε τη θάλασσα θολή πέρα μακριά, βράχοι πλατιοί έμοιαζαν με σκαλοπάτια τεράστια, δυο κορίτσια βουτούσαν στο νερό, ένας αναπνευστήρας, μια μάσκα, μια εκκλησιά πιο πάνω, ένα άγαλμα χαλκοπράσινο με κάποιον έφιππο σαρικοφόρο που κράδαινε τη σπάθα του, το κύμα πηγαινοέρχονταν μονότονα στα βράχια, ένα χάσμα βαθύ υπήρχε κάπου, δυο αδερφάκια λέγανε πως πνίγηκαν εκεί πέρα κάποτε.

Οι γυναίκες τηγάνιζαν μελιτζάνες, σανδάλια περασμένα στα πόδια τους, πλάτες μαυρισμένες, στηθόδεσμοι λευκοί, μυρουδιές έβγαιναν απ τα ανοιχτά παράθυρα, κάποια έψαχνε μέσα σ ένα μπαξέ για ντομάτες, κολοκύθια, φασολάκια, μαϊντανούς, ένα λάστιχο πότιζε το μέρος.

Εργαλεία παρατημένα υπήρχαν κατά κει, μια φρέζα, ένας χορτοσυλέκτης, μια σβάρνα, ένα άροτρο σκουριασμένο, μια ελιά αρχαία μ έναν κορμό όλο χαρακιές και ρόζους, ένα δέντρο λωτού με καρπούς πράσινους ακόμα και φύλλα γυαλιστερά, μια κληματαριά, σταφύλια που έπαιρναν να κιτρινίζουν καθώς το καλοκαίρι έτρεχε νευρικά για το τέλος του κρέμονταν.

Ένας γερανός έβγαζε χώματα απ το βυθό του λιμανιού που το άνοιγαν για ν΄ αράζουν τα κρουαζιερόπλοια, εργάτες σπάγανε έναν κυματοθραύστη, ένας ηλιοκαμένος έκοβε το τσιμέντο με μια λάμα ηλεκτρική σκορπίζοντας σπίθες παντού, καράβια εμπορικά έφευγαν απ το λιμάνι αργά - αργά, ο ναυτικός κοίταζε μελαγχολικά τον ορίζοντα, όλοι είχαμε φύγει, κανένας δε του έδινε σημασία, έμεινε μοναχός του, έκλεισε τα μάτια, έβαλε τη παλάμη στο μάγουλο, έγειρε στο πλάι, στάθηκε ακίνητος σα πεθαμένος, κάτι λέξεις ασυνάρτητες έβγαιναν απ΄ τα χείλη του   ''Βροχή, στέρνα, Λαμπράκης, Γυάρος....



Τετάρτη 17 Ιουλίου 2013

ΟΝΟΜΑ Δ ΟΡΕΣΤΗΣ

Στο Γιώργο Σεφέρη



Σ εκείνη την εκδρομή είχαμε οργώσει κάθετα το σώμα της Ελλάδας.

Απ τη Κατάρα είχαμε περάσει, απ τα Γιάννενα κι από άλλες πολιτείες χτισμένες κοντά σε δρόμους αρχαίους και περάσματα στρατηγικά, κάτι πορτοκαλιές θυμάμαι στην Άρτα, κανόνια σκουριασμένα και βουνά από αλάτι στο Μεσολόγγι, ένα κάστρο στη Ναύπακτο, έναν οδηγό τρελλό είχαμε που οδηγούσε σα παλαβός, μια φωτιά είχε πιάσει κάπου κι αυτός πέρασε μέσα απ τους καπνούς, αργότερα μάθαμε ότι είχε χάσει το γιο του γι αυτό ήτανε έτσι ο άθρωπος, ένα πρωί κάποιος που μάζευε το γάλα απ τα γύρω κοπάδια για μια εταιρεία , είχε βρει το παιδί μέσα σ ένα χωράφι από τριφύλλι να κείτεται δίπλα στο μηχανάκι του , ζεστό ήταν ακόμα το σώμα του.

Όλοι κοιμόντουσαν στη διαδρομή με το στόμα ανοιχτό, κάποιος έκανε πλάκες ρίχνοντας αλάτι πάνω στη γλώσσα τους, ξυπνούσαν και πετάγονταν στον αέρα αηδιασμένοι, εμείς πεθαίναμε στο γέλιο, τότε δεν ήμουνα καθόλου δημοφιλής, μιλάμε ότι κανείς δεν ερχόταν στο δωμάτιο μου, υπήρχαν κάποιοι με αλαζονεία και αυτοπεποίθηση απίστευτη, κάτι κορίτσι τους ακουμπούσαν με τους γυμνούς τους ώμους, κάτι θερμά λουτρά θυμάμαι με πέτρινα κοιλώματα για τους λουόμενους κάπου κατά κει, ένα παιδί είχε βγάλει τα ρούχα του και βούτηξε.

Στους Δελφούς , το στάδιο όπου έτρεξε κάποτε ο Ορέστης με το άρμα του πήγαμε να δούμε, μπήκε λέει στο γήπεδο λαμπρός, εξάισιο, κι όλοι σηκώθηκαν όρθιοι κι αλάλαξαν.

Σ ένα σωρό αγωνίσματα πήρε μέρος και παντού βγήκε πρώτος,δρόμους, δίαθλο, πένταθλο, καλά πρέπει να ήταν σε φοβερή φόρμα .

Κατόπι παρατάχθηκαν στο στίβο για τις αρματοδρομίες, ο κήρυκας ανήγγειλε τον υπέροχο γιο του Αγαμέμνονα που ξεσήκωσε όλο τον ελληνικό στρατό στο πόλεμο με τους Τρώες.

Ένας Αχαιός ήταν εκεί, κι ένας Σπαρτιάτης πιο πέρα, και δυο απ τη Λιβύη με τ άλογα τους παρακάτω, πέμπτος με τα φαριά τα νευρικά από τη Θεσσαλία ο Ορέστης ο ορεσίβιος με τα μάτια τα διαπεραστικά, έκτος ένας Αιτωλός κι έβδομος κάποιος από τη Μαγνησία, κι ακόμα ένας μ άσπρα άτια ήτανε, κι ένας Αθηναίος, κι ένας τελευταίος απ τη Βοιωτία.

Σα χίμηξαν μπροστά με τον ήχο της σάλπιγγας, τα ζώα έφυγαν φρενιασμένα κι ο τόπος γέμισε σκόνη, έβλεπες αφρούς στις πλάτες των αλόγων κι άκουγες τα μαστίγια που έδερναν τον αέρα, ο Ορέστης έγερνε σε κάθε στροφή περνώντας ξυστά απ το σιδερένιο στύλο που είχαν καρφώσει στην άκρη του σταδίου, όλα καλά πήγαιναν στην αρχή, ώσπου τ άσπρα άλογα του Αινιάνα τάκαναν μαντάρα, έπεσαν πάνω σ έναν άλλον, όλα γίνανε μαλλιά κουβάρια και συντρίμια ο Αθηναίος μονάχα, ο έμπειρος, γλύτωσε το χαμό μένοντας πίσω, κι ο Ορέστης ξοπίσω του ακολουθούσε με πείσμα....



Εμείς χαζεύαμε τους θησαυρούς των Σιφναίων, είχαν βρει λέει ασήμι μπόλικο στο νησί τους και ήταν πλούσιοι αυτοί πολύ, λιοντάρια δαγκώνανε τιτάνες στα ανάγλυφα, αμαζόνες με σώματα όλο καμπύλες θαυμάσιες καταποντίζονταν, στους αμφορείς απάνω ο Ηρακλής σκότωνε με τα βέλη του τον Όρθρο, το σκύλο με τα δυο κεφάλια του τρισώματου Γηρυόνη, ορμούσε ν αρπάξει τα κέρατα του κερυνίτη έλαφου, τα έβαζε με τον Κύκνο το γιο του Άρη που λεηλατούσε τα ιερά όλης της περιοχής, καλός κλέφτης αυτός. Οι σκύλοι του Ακταίωνα ξέσκιζαν το αφεντικό τους γιατί είχε δει την Άρτεμη να λούζεται γυμνή, άμα λούζεσαι όπου νάναι τι περιμένεις, η σφίγγα μας κάρφωνε με το σκοτεινό της βλέμμα από ψηλά....



Στο μεταξύ ο Ορέστης είχε τον Αθηναίο από κοντά, κρατούσε όρθιο το κεφάλι προσπαθώντας να κατοπτεύσει γύρω, τον πλησίαζε κι ένιωθε ότι τον είχε τον άλλον, τα δικά του τ' άλογα ήτανε πιο δυνατά, νευρικά, μαθημένα να καλπάζουν σα τον άνεμο στις πεδιάδες της Θεσσαλίας, ανάμεσα στα ψηλά χορτάρια , οι φλέβες φαίνονταν καθαρά στα μυώδη πόδια τους, ήταν θέμα χρόνου να τον περάσει, το πλήθος επευφημούσε, στήθος με στήθος αγωνίζονταν, ο κόσμος κρατούσε την αναπνοή του, ώσπου το κακό έγινε.

Ο άξονας ακούμπησε στο σιδερένιο στύλο της στροφής κι αυτό ήταν το τέλος, άνθρωποι και ζώα κι άρματα έγιναν ένας κόμπος αξεδιάλυτος, το πλήθος σηκώθηκε όρθιο βγάζοντας έναν βαθύ αναστεναγμό που αντιλάλησε μέχρι τα λαγκάδια, μέχρι τη Κασταλία πηγή, ανάμεσα στις κολώνες και τα γλυπτά, ανατρίχιασαν οι ήρωες στις τοιχογραφίες και σα να σταμάτησαν μια στιγμή ν' αφουγκραστούν, ο Πρίαμος κοντοστάθηκε καθώς πήγαινε να ζητήσει το σώμα του Έκτορα που κείτονταν αιμόφυρτος κάτω απ το τραπέζι του Αχιλλέα, ο Θησέας όπως ήταν χαμένος στις σπείρες του λαβύρινθου σα να αφουγκράστηκε τον θόρυβο καθώς οι αρματηλάτες τρέχανε να πιάσουν τα τρελαμένα από το φόβο τους άλογα...



Όπως έδυε ο ήλιος η θάλασσα φαίνονταν στο βάθος κάτω από ένα πλατάνι πεντακοσίων τόσων χρόνων, καθίσαμε σ ένα καφενέιο, κάτι πατάτες κίτρινες τηγανίζονταν κάπου, φέτες ψωμιού ψήνονταν πάνω στη φωτιά, σε μια εκκλησία είχαμε πάει εκεί κοντά, ένας γέρος μια εικόνα μας έδειχνε μ ένα σημάδι πάνω της, ένας Τούρκος λέει τη κάρφωσε μ ένα μαχαίρι κι έτρεξε αίμα αλλά το χέρι του ξεράθηκε αυτοστιγμεί, εμείς βλέπαμε τον άγιο Μηνά με το Κυρτό του τόξο και την στρογγυλή ασπίδα, τον αρχάγγελο Μιχαήλ να κρατά το ξίφος σταυρωτά στο στήθος του, ο άγιος Χριστόφορος πιο κει ένα ποτάμι γαλάζιο περνούσε, ψάρια κολυμπούσαν ανάμεσα στα πόδια του.

Βγήκαμε να δούμε το ηλιοβασίλεμα, ανταύγειες γαλάζιες σχημάτιζαν πάνω στα τζάμια οι τελευταίες αχτίνες του ήλιου, ελιές και κυπαρίσσια στη λαγγαδιά κάτω, σε μια στιγμή όπως όλα ήταν ήσυχα, εκείνος ο αναστεναγμός από το στάδιο πίσω μας σα να ακούστηκε κι όλοι γύρισαν το κεφάλι κατά κει που είχε ένα ανάχωμα και κάτι τάφους σκαμμένους και κάτι αγκωνάρια και κάτι στέρνες....



Κυριακή 14 Ιουλίου 2013

ΑΝΔΡΟΜΕΔΑ











Μια φίλη έχει σχέσεις μ' ένα παντρεμένο, έχει ομορφύνει, ότι φορά της πάει, δε ξέρω πως γίνεται αλλά είναι πολύ ωραίο.

Οι φίλες της έχουν διχαστεί, μερικές της λένε ''Είσαι τρελή! που νομίζεις ότι πας!'' την έχουν κατατρομάξει , σ έναν παπά πήγε να ξομολογηθεί, έφυγε τρέχοντας, έκλαιγε τρεις μέρες ''Δε ξαναπατώ σε εκκλησία!'' έλεγε,

'Αλλες φίλες της είναι ενθουσιασμένες, είναι δίπλα της βράχοι ακλόνητοι, καλά άμα έχεις μερικούς τέτοιους φίλους είσαι άρχοντας, έχουν ξετρελαθεί, ''Μη το χάσεις!'' της λένε ''... μονάχα πρόσεχε!

Την είδα στο σπίτι της, νιώθω μια δροσιά κατά κει, κάτι γλυκά ελαφριά μου προσφέρει με κερασάκια και φράουλες απάνω τους , ρούχα ντανιασμένα, φρεσκοσιδερωμένα, κι άλλα απλωμένα στο μπαλκόνι, μια φωτογραφία μου δείχνει , ωραίος φαίνεται, ένα πουκάμισο ανοιχτόχρωμο καλοκαιρινό, είναι λέει ευγενικός, λέει ευχαριστώ συνέχεια, της έλειψε αυτό, τη στηρίζει, είναι πολύ σοβαρός αλλά αυτή γελά μαζί του όλη την ώρα, μονάχα αυτή, πήγαν στη λαϊκή κι έβλεπαν τα ψάρια και τα καβούρια που σάλευαν μέσα σ έναν κουβά, ανέβηκαν μαζί σ εκείνα τα παλαβά μηχανήματα του λούνα παρκ που σε εξακοντίζουν στον αέρα, αυτή είχε κλείσει τα μάτια να μη βλέπει.

Κάτω στη παραλία πήγαμε με τη φίλη μου , έναν καφέ ήπιαμε, ''Τι να κάνω;'' με ρώτησε, τη κοιτάζω αυτό το πρωινό του Σαββάτου καθώς κρατάμε τα φλυτζάνια και βλέπω ότι είναι στα ντουζένια της, κοντά μαλλιά, γυαλιά καφετιά στερεωμένα απάνω τους, μια φόρμα τζιν μ ένα κοντό μπλουζάκι από κάτω, καλά αυτές οι φόρμες με τρελαίνουν, κάτι σκουλαρίκια στρόγγυλα, ένα τασάκι ασημένιο μπροστά μας.

Τι να της πω μα το θεό, κάποιοι τρέχουν σα παλαβοί, δουλεύουν μέρα νύχτα, τα δίνουν όλα, θα περίμενες να πετύχουν θαύματα αλλά είναι μίζεροι, είναι λίγοι, τους βλέπεις και λες ''Καλά αυτά είναι όλα που μπορείς να κάνεις, δε μπορείς τίποτα καλύτερο!'' είναι πολύ λίγο ρε φίλε, προτιμώ να μείνω μόνος χίλια χρόνια, απορείς που δε το βλέπουν οι άλλοι, όμως βγάζει μάτι από χιλιόμετρα, είναι τόσο στραβά όλα που θες να βαρέσεις το κεφάλι σου στον τοίχο, μια μετριότητα, ένα βαρετό πράγμα η ζωή τους, μια πλήξη που μπορεί να σε σκοτώσει, δε το πιστεύεις, διαλέξανε λάθος άνθρωπο, κι έπειτα έκαναν και παιδιά και τι περίμενες, να βγει κάτι καλό, κι αυτά λάθος θα βγούνε, μονάχα άμα είναι τυχεροί και προκύψει κάτι από τύχη μπορεί να σώσουν τη παρτίδα, να λένε ότι κάτι κάνανε σωστό, ότι δεν πήγαν όλα στράφι.

Δε καταλαβαίνω γιατί πρέπει ένας γάμος να συντηρείται με τον σωλήνα τον αναπνευστικό στο στόμα, ένα ταρακούνημα μπορεί να κάνει καλό και στον άλλο, να τον ξυπνήσει, τόσα χρόνια του μιλάς και δε καταλαβαίνει τίποτα, δε θέλει να καταλάβει, έχεις σπαταλήσει χρόνια και χρόνια μαζί του, αντιδρά ακατάληπτα, αψυχολόγητα, λέει ότι νάναι, ότι τούρθει, δίχως λογική, χρόνο προσπαθεί ν αγοράσει, να το τραβήξει όσο μπορεί, μέχρι την αιωνιότητα άμα γίνεται!

Μου λέει για ένα μέρος όπου πήγανε , όπως κατεβαίνανε από ψηλά μια λίμνη γυάλιζε πέρα μακριά σαν τάληρο χρυσαφένιο, ένα μοναστήρι παλιό σε μια πλαγιά, κάποιοι πουλούσαν ψάρια της λίμνης, ένα άγαλμα γυναικείο είχανε βρει κάποτε κατά κει με μακριούς πλοκάμους και μάτια αμυγδαλωτά, ένα χρώμα πρασινωπό βαθύ διατηρούνταν ακόμα εδώ κι εκεί ύστερα από χιλιάδες χρόνια,οι αρχαιολόγοι είπανε ότι είναι η Ανδρομέδα δεμένη στο βράχο που καρτερεί τον Περσέα κι έτσι ονομάστηκε εκείνο το μέρος ''Ανδρομέδα!'' αυτή που κυβερνά τους άνδρες!

Τη πήγε σ ένα σπιτάκι που είχε φτιάξει αυτός και το είχε για εργαστήριο,περνούσε ώρες πολλες εκεί μέσα, έβλεπες δρύινα συρτάρια και πόμολα μπρούτζινα, ακονόπετρες γαλάζιες και σκαρπέλα και ξύλα γυαλισμένα που έλαμπαν και σφυριά και μέγγενες μεγάλες και μικρές.

Ένας μηλεώνας είχε φυτευτεί πιο πέρα, μια βάρκα πήρανε και ξανοίχτηκαν στη λίμνη να ψαρέψουν, κάτι ψάρια πιάσανε κι αυτός είπε πως είναι πέρκες της λίμνης, και μιλούσανε και μιλούσανε κι έπειτα βγήκαν και τ αστέρια κι ήταν άλλο πράγμα κι εκείνο κι ήθελε τόσα να του πει κι ήταν όλα τόσο ωραία που δε το πίστευαν.

Στο μαγαζί της παραλίας λουλούδια στα γυάλινα ποτήρια, βασιλικοί και κατιφέδες, ένα σκάφος σκίζει τα νερά αφήνοντας μια γραμμή άσπρη ξοπίσω του, δυο τρεις άστεγοι πίνουν καφέ παραδίπλα σ ένα φτηνό φαστφουντάδικο, σκύλοι ξαπλωμένοι, ταλαιπωρημένοι απ τη ζέστη του καλοκαιριού, γυναίκες αγουροξυπνημένες καπνίζουν, ένα ρολόι ηλιακό σ ένα πάρκο με γραμμές ακτινωτές χαραγμένες σε μια πέτρα πράσινη, κορίτσια με κοτσίδες ινδιάνικες, παλιατζήδες γέροι με χαρακιές στο πρόσωπο αραδιασμένοι μπροστά στους πάγκους τους, ένα ραδιάκι παίζει ''Εγώ ειμ' αγάπη δίκοπη...'' κάτι άσπρα πέδιλα φορά η φίλη μου, ένα ρολόι ασημένιο, είναι ευτυχισμένη, τι θα μπορούσα να της πω .

Πέμπτη 11 Ιουλίου 2013

ΑΝΕΜΟΦΡΑΧΤΕΣ




Αυτή του Ματ Ντέιμον στη τριλογία του Bourne θα διάλεγα σαν τη καλύτερη ερμηνεία των τελευταίων τριάντα χρόνων.

Δείχνει τον κόσμο όπως έχει γίνει σήμερα , με σύνορα ανοιχτά υποτίθεται άλλα νευρικός κι εσωστρεφής, αμαξάκια κόκκινα τρέχουν σα παλαβά στα σοκάκια και στα σκαλιά του Παρισιού, Λάντα κίτρινα γίνονται θρύψαλα στα τούνελ της Μόσχας, μηχανάκια παίρνουν σβάρνα τις στέγες των άσπρων σπιτιών της Ταγγέρης, βουητό και κόσμος που σπρώχνει καροτσάκια στους σταθμούς του μετρό στην Ιταλία, γκρίζα κτήρια, ποταμόπλοια και κανάλια στο Βερολίνο, σκοτεινές πανσιόν στις πόλεις της Γαλλίας, παγκάκια έρημα, χιονισμένα στην Ελβετία, γέφυρες κρεμασμένες από τον ουρανό στη νέα Υόρκη, νυχτερίδες φωλιάζουν από κάτω τους καρτερώντας το σούρουπο για να ξεκινήσουν για το κυνήγι τους, εκτάσεις απλωμένες στο βορρά και στο νότο, δορυφόροι παρακολουθούν κάθε κίνηση, συστήματα καταγράφουν συνομιλίες, κάμερες δουλεύουν μέρα νύχτα, κάποιοι κάπου αποφασίζουν για το ποιος αξίζει να ζήσει και ποιος όχι.

Θα μου πει κάποιος κι ο Ντε Νίρο κι ο Αλ Πατσίνο, μ αυτούς τι γίνεται, ναι ο πρώτος έχει γκάμα εκφραστική με απίστευτους χρωματισμούς κι ο άλλος πάθος που λες ότι δεν υπάρχει, όμως οι εποχές έχουν αλλάξει κι απαιτούν περισσότερη σπιρτάδα, πως να γίνει!

Όλα τρέχουν τόσο γρήγορα που μπορούν να σε τρελάνουν, ένας πιο νέος χρειάζεται σ' αυτή τη νευρωτική εποχή όπου πρέπει να είσαι αποφασιστικός και ταχύς, με νεύρα γερά σαν ατσάλι, να μη δείχνεις τα συναισθήματα σου, να μη κοιτάς τον άλλον κατάματα για να μη δει τι σκέφτεσαι, να αντιμετωπίζεις τα παιχνίδια που παίζονται μες το μυαλό σου, εκεί όπου ανακατεύονται εφιάλτες κι όνειρα κι αναμνήσεις από ζωντανούς και πεθαμένους .

Πρέπει ν α ξεχωρίσεις τα είδωλα απ τους πραγματικούς ανθρώπους που αντανακλώνται στους καθρέφτες των νιπτήρων, εκεί όπου πας να καθαρίσεις τα αίματα και να γιατρευτείς από πληγές ρίχνοντας βότκα γι αντισηπτικό, χρησιμοποιώντας ουσίες και φάρμακα κι ενέσεις κλεμμένες, σβήνοντας τα ίχνη σου, αμυνόμενος κι επιτιθέμενος με ότι βρεις, με πετσέτες και βιβλία που γίνονται όπλα απέναντι σε φονιάδες πληρωμένους.

΄Ένας απ' τη καινούρια φουρνιά των ηθοποιών χρειάζεται να δείξει όλο αυτό το πηγαινέλα από χώρα σε χώρα, καθώς στα τελωνεία ακούς γλώσσες περίεργες κι οι άνθρωποι σε κοιτάζουν καχύποπτα εξετάζοντας φωτογραφίες και διαβατήρια, και σ' ανακρίνουν σε κελιά κι αίθουσες αποστειρωμένες σα χειρουργεία.

Μέθοδοι ανακριτικές ανιχνεύουν αντιφάσεις και ψέμματα, τύποι βλοσυροί τριγύρω, εσύ βρίσκεσαι στο κέντρο σταυρών κόκκινων που σε σημαδεύουν, γυναίκες σε κοιτάνε ουρλιάζοντας όπως κάνεις κινήσεις χορευτικές παλεύοντας, κόσμος σταματά και βλέπει απορημένος και φοβισμένος, απορίες κι αινίγματα προσπαθείς να λύσεις, η μνήμη σκοντάφτει σε κενά, δρόμοι μπλοκαρισμένοι, πόρτες κλειστές κι εσύ πρέπει να συνεχίσεις μ ότι έχεις μάθει.

Θα ήταν λίγο δύσκολο για τους παλιούς ηθοποιούς ν΄ αντέξουν αυτή την καταιγιστική ροή των γεγονότων και των σκηνών όπου οι ήρωας δείχνει χαμένος μα δεν είναι, πρέπει να επιβιώσει δίχως ανάπαυση και χαλάρωση, δεμένος με ζώνες ασφαλείας όπως γύρω του σώματα απογειώνονται κι άλλα βυθίζονται στα νερά κι άλλα αναδύονται άψυχα, διασχίζοντας με ελιγμούς σημεία επικίνδυνα μέσα από εκρήξεις και λάμψεις και κρότους εκκωφαντικούς από βόμβες ωρολογιακές με τα φώτα να αστράφτουν και τις λαμαρίνες να κομματιάζονται, προσαρμοσμένος το ίδιο καλά στην πόλη και στην ύπαιθρο, μη επιτρέποντας στα συναισθήματα να κυριαρχήσουν και να τον πνίξουν, κοιτάζοντας τοπία κι ανεμοφράχτες από τζάμια βαγονιών και φορτηγών, έχοντας αντίκρυ του τύπους καθαρούς και βρώμικους, άλλοτε κυνηγός κι άλλοτε θήραμα.

Γι αυτό μ αρέσει ο Ντέιμον, μπορεί το σενάριο να μην είναι και τόσο ευφάνταστο αλλά η υπόθεση είναι σφιχτοδεμένη όσο δεν πάει άλλο, έχει ισορροπία ρυθμική με αλλαγές ταχυτήτων που επιτρέπουν στον ήρωα να διασχίσει τοπία εκρηκτικά, ψάχνοντας για ορόσημα, κυνηγημένος από αμφιβολίες, χρησιμοποιώντας αυτό το ζωικό ένστικτο που έχει μέσα του και του λέει πότε πρέπει να επιτεθεί και πότε πρέπει να φύγει μακριά, αφήνοντας πίσω ότι δε σώζεται, παίρνοντας ότι προλάβει για να συνεχίσει ξανά το ίδιο παιχνίδι κοιτάζοντας μπροστά, πάντα μπροστά!




ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...