Δευτέρα 14 Δεκεμβρίου 2020

ΟΜΙΧΛΗ

Στην εκπαίδευση τους είχαν πει ότι αν ερχόταν αντιμέτωποι με κάποιον άγνωστο  δεν έπρεπε να κάνουν βλακείες, ο νεαρός που είχε βρει μπροστά της στο δωμάτιο των φυλάκων ήταν  κάπου εικοσιπέντε -τριάντα χρονών, κάπως αδύνατος με λίγα γένια, τον ζύγισε γρήγορα και σκέφτηκε ότι δεν είχε πιθανότητες,  εκείνος την κοίταξε λίγο σαστισμένος όμως γρήγορα φάνηκε να βρίσκει την ψυχραιμία του νιώθοντας ότι δεν απειλείται, την πλησίασε κι κείνη έκανε πίσω,  «Είσαι  φύλακας εδώ έτσι δεν είναι;» της είπε κι εκείνη έγνεψε με το κεφάλι υποχωρώντας,  «Σ’  έχω δει κι άλλη φορά στο πάρκο, μια φορά ήμουν έτοιμος σ’ αρπάξω αλλά τελικά το μετάνιωσα».  

Ένιωσε ένα μυρμήγκιασμα  να περπατά πάνω της,  είχε αισθανθεί  ότι κάτι δεν πήγαινε καλά εκεί στο παρκάκι με τα πεύκα  απ’ όπου περνούσε κάθε μέρα  σα να ήξερε ότι κάτι υπήρχε,  «Έχω καλέσει την αστυνομία» του είπε κι εκείνος χαμογέλασε «Μέχρι να έρθουν  θα έχω φύγει» της απάντησε και με δυο κινήσεις βρέθηκε δίπλα της, την άρπαξε από τη μέση και της έστριψε το χέρι,  δεν πρόβαλε αντίσταση,  όσο  δυνατή κι αν είσαι ξέρεις ότι κατά βάθος ο άντρας είναι το αρπακτικό, αυτός έχει το πάνω  χέρι,  σε μια βίαιη  σύγκρουση θα σε βάλει κάτω οπωσδήποτε, σε τέτοιες περιπτώσεις υπερισχύει η ωμή βία, έτσι είναι η φύση. Όλα αυτά πέρασαν από τη σκέψη της σε εκατοστά του δευτερολέπτου όπως το μυαλό της καιγόταν, όχι δεν έπρεπε να δείξει ότι αντιστέκεται, αν ήταν να κάνει κάποια κίνηση έπρεπε  να την κάνει όταν ο άλλος δεν θα το περίμενε, έπρεπε να τον αφήσει να πιστεύει ότι ήταν δειλή κι  εύκολη να την χειριστεί, χαλάρωσε και προσπάθησε να ηρεμήσει.    

Κι όμως είχε ξυπνήσει με την καλύτερη διάθεση, το ξυπνητήρι είχε χτυπήσει  στις τέσσερις, καθώς το σπίτι της δεν ήταν μακριά  από τη δουλειά προτιμούσε να πηγαίνει με τα πόδια,  ήταν η καλύτερη άσκηση κι έπειτα η διαδρομή ήταν πολύ ωραία.  Εκείνες τις μέρες έβρεχε συνέχεια,  το λιμάνι έμοιαζε χαμένο στην ομίχλη και τα  φωτισμένα καράβια μόλις που διακρίνονταν μέσα στη θάλασσα. Ομίχλη σκέπαζε τα πάντα γύρω μονάχα τα χριστουγεννιάτικα φωτάκια διακρίνονταν στα μπαλκόνια και πίσω από τα τζάμια. Κοιτάζοντας ψηλά πάνω απ’  την πόλη έβλεπες  τις   φωτισμένες  κολώνες  που έφτιαχναν ένα τοπίο σα να υπήρχε εκεί πέρα μονάχα ένα χωριουδάκι με αραιά σπίτια. Κείνη την  ώρα  έβλεπε τους ίδιους ανθρώπους που ξεκινούσαν μαζί της  σα να είχαν συγχρονιστεί,  ένα ζευγάρι ηλικιωμένων που κρατούσαν ο ένας τον άλλον,  δυο  γυναίκες που πρέπει να ήταν αδερφές γιατί είχαν το ίδιο ύψος,  ένας τύπος ψηλός, αντιπαθητικός,  με μια φόρμα κόκκινη.  Όποτε έβρεχε έτσι η πόλη ντύνονταν την καλύτερη στολή της,  σκεπάζονταν από ένα σύννεφο ομίχλης που έκρυβε όλα τα άσχημα σημεία της, αυτή η εποχή προτού πιάσουν τα κρύα,  όπου στην ατμόσφαιρα υπήρχε  υγρασία  και  ομίχλη,  ήταν η αγαπημένη της  αν και προκαλούσε πόνο στα κόκαλα όσων είχαν χρόνια προβλήματα για να μη πούμε  για τις γρίπες και τα κρυώματα.  Η  θάλασσα τέτοια εποχή ήταν όμορφη και μπορούσες ν’ ακούσεις τον ήχο του κύματος που έσκαγε στην προβλήτα, μια φορά, προτού μεγαλώσουν οι νύχτες, είχε δει   ένα ψάρι τεράστιο να κυνηγά ένα άλλο πιο μικρό κολυμπώντας απίστευτα γρήγορα κι ένα βουτηχτάρι  που χανόταν κάτω από το νερό για να εμφανιστεί σε άλλο σημείο πολύ μακριά . Καθώς είχαν χαθεί οι ψαράδες και κανείς δεν κατέβαινε στο λιμάνι λόγω της επιδημίας,  ο τόπος είχε γεμίσει από κοπάδια μικρών και μεγάλων ψαριών που σουλατσάριζαν αμέριμνα…

Όλα αυτά έμοιαζαν τώρα  μακρινά σα να συνέβαιναν σε κάποιον άλλο κόσμο,  σε μια άλλη πραγματικότητα , το χέρι που της έστριβε την πονούσε κι έβγαλε έναν στεναγμό σα να υπέφερε ενώ δεν ήταν και κάτι  τρομερό,  εκείνος γέλασε σα να χαίρονταν που την έκανε να υποφέρει, «Όλες είστε ίδιες» της πέταξε και την στρίμωξε στον τοίχο,  αισθάνονταν την ανάσα του που μύριζε άγχος,  τσιγάρο και καφέ ανακατεμένα, της ερχόταν μια αναγούλα όμως εκείνος φαίνονταν ψυχρός  κοιτούσε μόνο κάπου- κάπου έξω να δει μήπως ερχόταν κανείς,  «Δεν είσαι άσχημη»  είπε πιάνοντας το στήθος της κι  εκείνη παραλίγο να φωνάξει «Που είναι οι ηλίθιοι αστυνομικοί, πόση ώρα θα κάνουν ώσπου να έρθουν ;»

Αν ήταν εκεί ο νυχτοφύλακας δεν θα συνέβαινε αυτό  όμως εκείνη τη μέρα είχε ρεπό κι όλη νύχτα ο χώρος ήταν στο έλεος του θεού,  αυτό συνέβαινε μια φορά το μήνα  κι κείνο το τσογλάνι  λες και το ήξερε, ήταν εντελώς μόνη κι έπρεπε  να επιβλέπει  το τεράστιο συγκρότημα των σχολείων  που έπιανε ένα ολόκληρο τετράγωνο. Ο νυχτοφύλακας ο Πέτρος, ένας τύπος με λίγα μαλλιά που κάποτε είχε μαγαζί  όμως του είχε  φάει τα λεφτά ο συνεταίρος του, την περίμενε κάθε πρωί στην είσοδο,  η μόνιμη κουβέντα του ήταν κάθε φορά ήταν : «Δε κοιμήθηκα καθόλου απόψε»  όμως εκείνη τον έβλεπε φρέσκο να παίρνει από το ψυγείο το γάλα που τους έφερναν και να φεύγει κεφάτος, δεν υπήρχε περίπτωση να μη κοιμόταν το βράδυ βλέποντας τηλεόραση. Το σχολείο ήταν σκοτεινό εκείνη την ώρα μέχρι να έρθει ο διευθυντής που άναβε όλα τα φώτα, στον πάνω όροφο οι τάξεις ήταν αδειανές  και  κάπως απόκοσμες, σ’ έπιανε ένα σύγκρυο όπως περπατούσες εκεί μέσα στους βουβούς  διαδρόμους. Αυτή πήγαινε αμέσως  στο δωμάτιο των φυλάκων, άναβε τα καλοριφέρ και  ταχτοποιούσε  τα πράγματα που είχε κάνει άνω κάτω ο νυχτοφύλακας,  άδειαζε  το τασάκι με τα τσιγάρα μουρμουρίζοντας  «Μα τι άχρηστος, ούτε τα τσιγάρα του πετά,  ούτε σκουπίζει λίγο,  τι στο καλό κάνει όλη  νύχτα !». Μετά τις εφτάμιση  ερχόταν ο διευθυντής, έπειτα  οι καθαρίστριες , τα παιδιά λείπανε επειδή  τα  μαθήματα είχαν σταματήσει κι όλοι ήταν μαζεμένοι  τα σπίτια τους από το φόβο της επιδημίας.

Είχε ακούσει για ένα πρεζόνι που ορμούσε στις γυναίκες. Η Πελαγία η κόρη του Πέτρου  που την είχε βάλει να δουλεύει εκεί πέρα σαν καθαρίστρια, της το είχε πει  κι από τότε  την είχε πιάσει ο φόβος.   Όποτε έπρεπε να περάσει από το σκοτεινό πάρκο της κόβονταν τα πόδια,  τώρα τον χειμώνα δεν είχε καθόλου  φώτα, μια λάμπα μόνο χαλασμένη που κανείς δε νοιάζονταν να την αλλάξει,  εκείνο το σημείο πάντα την τρόμαζε  από τότε που είχε ακούσει για τον τοξικομανή, όποτε ήταν  να το  διασχίσει έψαχνε μήπως δει καμιά σκιά ανάμεσα στα ψηλά πεύκα, δεν έπαιρνε πάνω από δυο τρία λεπτά όμως το πέρασμα μέσα τους  ήταν λίγο τρομαχτικό. Το καλοκαίρι που ξημέρωνε νωρίς  ήταν ότι καλύτερο βέβαια,  ένα αεράκι φυσούσε πάντα εκεί και δε βιαζόταν  αλλά το χειμώνα επιτάχυνε το βήμα στήνοντας αυτί για  οποιονδήποτε περίεργο ήχο. Προτού φτάσει στα σχολεία   περνούσε από ένα υπόστεγο όπου άμα μιλούσες ακούγονταν ένας αντίλαλος  παράξενος και σκιαζόσουνα, όταν έφτανε επιτέλους  στο συγκρότημα  ένιωθε καλύτερα, όσο να πεις υπήρχε κάποια ασφάλεια, κλειδαριές, πόρτες, τηλέφωνα, το θέμα  ήταν προτού φτάσει στην οικοδομή.

Και να τώρα που την είχε πατήσει όχι  στο δασάκι αλλά μέσα στην ίδια  την οικοδομή, την είχε αιφνιδιάσει ο τύπος,  πρέπει να είχε μπει εκεί από κάποιο παράθυρο που ξεχνούσαν ανοιχτό οι βλαμμένες οι καθαρίστριες,  δεν υπήρχε και τίποτα να κλέψει όμως μπορεί να είχε κοιμηθεί στο δωμάτιο των φυλάκων  δίπλα στα καλοριφέρ που άναβαν από τη νύχτα  κι αυτή είχε πέσει  πάνω του. «Έχεις ωραίο  σώμα για την ηλικία σου»  είπε  ο ληστής στρίβοντας ξανά το χέρι της και τότε πόνεσε πραγματικά, από τα βάθη του εαυτού της βγήκε ένας θυμός  που ανέβαινε σιγά- σιγά στην επιφάνεια, πόσο θράσος είχε  το κάθαρμα εκείνο να την απειλεί και να την πονά, που το είχε βρει το δικαίωμα, ποιος νόμιζε ότι ήτανε, δε μπορούσε να παραδοθεί χωρίς να κάνει τίποτα, έγειρε πίσω και μετά   τον έσπρωξε ξαφνικά  με όλη της τη δύναμη,  δοκίμασε να τρέξει όμως εκείνος την άρπαξε και της έδωσε ένα χαστούκι που έτσουξε το μάγουλο της, τα χαρακτηριστικά του τώρα είχαν σκληρύνει τώρα κι έμοιαζε με ζώο που το πιάνει μανία, πάλεψαν κάνα δυο λεπτά και την έπιασε από το λαιμό τόσο σφιχτά που της κόπηκε η αναπνοή, «Γιατί  δεν έρχεται κανένας;» έκανε ξανά τη σκέψη κι  αισθάνθηκε να σωριάζεται  στο πάτωμα, ζαλίστηκε  κι όλα γύρω χάθηκαν, αυτό ήταν  λυτρωτικό, επιτέλους !   

Από κείνη τη στιγμή όλα έμοιαζαν να διαδραματίζονται έξω απ’ αυτήν αλλά μπορούσε να τα παρακολουθεί χωρίς να συμμετέχει, στη μικρή κουζίνα που υπήρχε στο δωμάτιο των φυλάκων είδε  ένα ποτήρι να πέφτει  σε αργή κίνηση, να σπάει και  το περιεχόμενο του να χύνεται - αυτή ήταν μια σκηνή που έβλεπε πολλές φορές στα όνειρα της και δε μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο, είδε ακόμα έναν καθρέφτη όπου φαινόταν το πρόσωπο όχι το δικό της μα μιας άλλης γυναίκας που  της έλεγε κάτι ακαθόριστο. Ύστερα   άρχισε να βλέπει  το δασάκι με τα ψηλά πεύκα  που τα φυλλώματα τους ήταν τώρα κόκκινα και μαύρα, κόκκινο ήταν και το πρόσωπο του άντρα που βρισκόταν μπροστά της, μέσα σε μια θολούρα  τον είδε τον  να σκύβει από πάνω της προσπαθώντας  να βγάλει κάτι από τη τσέπη όταν εμφανίστηκε ο νυχτοφύλακας και πάλευε με το πρεζόνι  –«Πως είναι  δυνατόν αφού είχε ρεπό;», σχολίασε βουβά ενώ εκείνη η άλλη γυναίκα μέσα ο τον καθρέφτη της μιλούσε, δε μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε μόνο ξεχώριζε κάτι λέξεις  «Είσαι καλά;» Το κεφάλι της άρχισε να βουίζει και τότε συνειδητοποίησε ότι το είχε χτυπήσει πέφτοντας,  άνοιξε τα μάτια για να δει τον  γαλάζιο αστραφτερός φάρο  ενός  περιπολικού που στριφογύριζε, μια γυναίκα στεκόταν  δίπλα της,  ήταν η Πελαγία η κόρη του Πέτρου, «Ευτυχώς ο μπαμπάς μου ξέχασε τα κλειδιά και πέρασε να τα πάρει. Τον έχουν πιάσει μη φοβάσαι» της είπε σιγανά, « Δεν έχεις κάτι, θα σε πάμε όμως στο νοσοκομείο καλού  κακού»- « Όχι δε χρειάζεται» είπε αυτή που απεχθανόταν τους  γιατρούς και τις κλινικές.

Ο νυχτοφύλακας την είχε σώσει λοιπόν, αν περίμενε τους μπάτσους την είχε βαμμένη, τον κοίταζε τώρα που  στεκόταν δίπλα στο περιπολικό   μαζί με το διευθυντή και κάτι λέγανε, μια φιγούρα διακρίνουν μέσα στο αμάξι, το πρεζόνι σίγουρα, ήθελε να πάει να τον δει,  να του πει τίποτα μετά όμως μετάνιωσε,  «Δε πάει στο διάβολο!» σκέφτηκε. Έπρεπε να ευχαριστήσει το νυχτοφύλακα όμως χρειαζόταν λίγες ακόμα ανάσες για να συνέλθει, είχε ξημερώσει πια κι η ομίχλη ερχόταν πάλι από τα βουνά να σκεπάσει τη πόλη. Έκλεισε τα μάτια για λίγο κι εκείνο το κόκκινο δάσος που είχε δει όταν πάλευε με τον ληστή ήρθε ξανά μπροστά, δεν έφευγε από το μυαλό της σα να ήταν καρφωμένο κάπου μέσα βαθιά.

Κυριακή 22 Νοεμβρίου 2020

ΑΛΠΕΙΣ

 

Όλοι είχαν κλειστεί μέσα στα σπίτια τους εκείνον το καιρό εξαιτίας  της  επιδημίας  αυτόν όμως καθόλου δεν τον πείραζε καθώς    δούλευε  ώρες πολλές  , από το πρωί που ξεκινούσε μέχρι αργά το βράδυ μ’ ένα διάλειμμα το μεσημέρι να ξεκουραστεί λίγο,   τα μαγαζιά έκλειναν   αλλά εκείνος   είχε στήσει καλά το δικό  του και πουλούσε όλη την ώρα παίρνοντας παραγγελίες τηλεφωνικές  από παντού. Είχε εγκατασταθεί   στο υπόγειο και κανείς δεν τον ενοχλούσε, τα παιδιά είχαν τα δωμάτια τους κι η γυναίκα του ήταν στην κουζίνα, στο άλλον όροφο, έτσι είχε την ησυχία του εκεί πέρα.  Έμπαινε το πρωί, έβγαινε το μεσημέρι να ξεμουδιάσει λίγο  κι ύστερα ξανά πίσω για την απογευματινή βάρδια, ήταν λίγο σα φυλακή όλο το σκηνικό  αλλά το είχε συνηθίσει. Η δουλειά τον είχε απορροφήσει τόσο που δεν έβρισκε  ώρα για τίποτα άλλο, είχε τρεις - τέσσερις οδηγούς που έκαναν τις παραδόσεις,  μιλάμε  εκατοντάδες, μπορεί και χιλιάδες δέματα, δεν είχε ταβάνι το πράγμα, μια φορά το μήνα μονάχα  πήγαινε στις αποθήκες να δει τι γίνεται, να έχει μια εικόνα .

 Ο κόσμος τώρα που είχε κλειστεί μέσα  ήθελε να  βγάλει το άχτι του και το είχε ρίξει στα ψώνια, αγόραζαν ότι να ναι χωρίς να προσέχουν και πολύ για ποιότητες και τέτοια, το μόνο που ήθελαν ήταν  να  νιώσουν ότι έκαναν  κάτι, ότι είχαν μια επαφή με τον κόσμο, ότι  έπαιρναν  ένα  αντικείμενο που θα τους έβγαζε από τη ρουτίνα. Φόβος υπήρχε παντού, μπορούσες να τον νιώσεις στον αέρα όταν έβγαινες έξω, όλοι περπατούσαν κοιτάζοντας γύρω,  ήταν  σα να γινόταν πόλεμος , σα να είχε πέσει μια βόμβα κι όλοι έμεναν κλεισμένοι  στα κλουβιά τους όπως  τα ποντίκια όμως από την άλλη δεν ήταν να παίζεις μ’ αυτό το πράγμα,  φαινόταν ύπουλο κι όλοι έλεγαν  για κάποιον γνωστό τους που κόλλησε με κάποιον τρόπο. 

Κάθε μέρα μιλούσε πολλές ώρες στο τηλέφωνο κι έστελνε όλη την ώρα μηνύματα μέχρι αργά το βράδυ, ώρες -ώρες αντιλαμβάνονταν ότι  η κατάσταση είχε ξεφύγει λίγο, όλος ο κόσμος γύρω έμοιαζε να έχει αποσυντονιστεί, είχε χάσει τη ρέγουλα του, την καθημερινότητα του,  τα παιδιά δεν πήγαιναν   στο σχολείο,  οι γονείς δεν κατέβαιναν  στη  δουλειά, όλα  έμοιαζαν  να έχουν  εκτροχιαστεί. Πνιγμένος  κι εκείνος  μες  τις παραγγελίες και τα τιμολόγια  είχε χάσει τη μπάλα,  πολλές φορές δεν ήξερε τι μέρα είναι,  αν τελείωνε ή αν άρχιζε η βδομάδα, όλα έμοιαζαν σα μια ρόδα που έτρεχε στην κατηφόρα αδιάκοπα, συχνά  έβγαινε από το υπόγειο κι έβλεπε ότι είχε βραδιάσει,  πότε είχε περάσει η ώρα,  πως κυλούσε ο χρόνος ;

 Μια νύχτα ήταν τόσο κουρασμένος που τον πήρε ο ύπνος πάνω στο ακουστικό,  ο άλλος περίμενε να του απαντήσει κι εκείνος ροχάλιζε. Από την κούραση και τα νεύρα έχανε πολλούς πελάτες όμως κι αυτό ήταν   μέρος της δουλειάς. Αργά το βράδυ, όταν τελείωνε πια, περνούσε από τις κρεβατοκάμαρες να δει τα παιδιά του που κοιμόταν, καμιά φορά προλάβαινε να τους πει καμιά κουβέντα, να τα ρωτήσει τι κάνουν, να τα χαϊδέψει λίγο,  πάντα ήθελε να έχει επαφή μαζί τους, αν δεν ήταν εκείνα δεν θα δούλευε  τόσο πολύ και κάθε Κυριακή  δεν άφηνε κανέναν να τον ενοχλήσει, το μόνο που ήθελε ήταν να καθίσει με τα μικρά , αν δεν έκανε το διάλειμμα μια μέρα τη βδομάδα ήταν τελειωμένος.

Περνώντας πολλές ώρες στο υπόγειο γραφείο μπορούσες να πεις ότι ήταν κάτι σα φυλακισμένος όμως από την άλλη ήταν κοντά στην οικογένεια κι αυτό μετρούσε.  Χρόνια τους είχε στερηθεί δουλεύοντας στην αγορά, στο κέντρο, σ’ ένα μαγαζί πολύ γνωστό, είχε πιαστεί βέβαια τότε κι έχτισε το σπίτι,  ο κόσμος είχε λεφτά και κάθε μέρα έφευγε από  με την τσέπη γεμάτη χρήματα, δεν είχε παράπονο όμως είχε σιχαθεί τους ανθρώπους γύρω του, δεν ήθελε να τους βλέπει,  ήταν όλοι άπληστοι, είχαν πάθει κάτι και το μάτι τους γυάλιζε,  όταν τον απέλυσαν  ένιωσε τόσο χάλια που ορκίστηκε να μην ξαναπεράσει από κει, δεν μπορούσε να ξαναβλέπει  το στενό όπου πήγαινε τόσον καιρό κάθε μέρα, ήθελε να το βγάλει απ’  το μυαλό του σα να μην είχε υπάρξει ποτέ εκείνο το διάστημα.

Κάθε πρωί σηκώνονταν πολύ νωρίς προτού χαράξει, φορούσε τις  φόρμες κι έβγαινε για τρέξιμο,  περνούσε μέσα απ’ την πόλη προσέχοντας να αποφύγει τα στενά όπου δούλευε κάποτε, το είχε για κακό να περνά από κει,  κάνοντας ένα κύκλο  κατέληγε στην θάλασσα. Αυτό το πρωινό τρέξιμο  ήταν πραγματικά αναζωογονητικό, τον είχε σώσει, του άρεσε η αίσθηση ότι εκείνος ήταν ζωντανός και δραστήριος την ώρα που οι άλλοι κοιμόταν, αισθάνονταν σα να κέρδιζε κάποιον χαμένο χρόνο.  Έβλεπε εκεί πέρα κάτι τύπους  σαν κι αυτόν που ίδρωναν κι αγκομαχούσαν,   χάζευε τα ψαράκια που ερχόταν μέχρι έξω στα βράχια, παρατηρούσε τον καιρό που κάθε φορά  άλλαζε, γίνονταν  νοτιάς και υγρός,  δροσερός και ζεστός, παγωμένος και στεγνός. Με το ξημέρωμα, όταν έσβηναν τα φώτα στους δρόμους, γύριζε στο σπίτι ιδρωμένος, έκανε ένα ντους  κι έπειτα καθόταν να πιει τον καφέ του και να δει τα νέα της μέρας, αυτή ήταν η καλύτερη ώρα του…

«Έ Ηλία !» του  φώναξε μια φωνή κάποιο χάραμα και γύρισε να δει ποιος  ήταν, δεν είχε ξημερώσει  ακόμα κι ελάχιστοι είχαν ξυπνήσει, εκείνη τη μέρα χωρίς να το καταλάβει παρέβη τον κανόνα του και πέρασε από τον δρόμο όπου βρίσκονταν η παλιά  δουλειά του, η γυναίκα του τον είχε παρακαλέσει να ενημερώσει την κάρτα της στο αυτόματο μηχάνημα κι είχε βρεθεί αναγκαστικά κατά κει,  γύρισε το κεφάλι και  είδε εκείνον που του φώναζε,  ήταν  ο γιος του αφεντικού του, ένα ρεμάλι που δεν τον πήγαινε με τίποτα,  από παλιά, τότε που γύριζε στα μπουζούκια και στα ξενυχτάδικα  δεν κοιμόταν  προτού φέξει,   «Έλα δω ρε μια στιγμή!» του φώναξε «Ας πάω να δω τι διάβολο κάνουν» σκέφτηκε.   

Μπήκε στη πολυκατοικία, ανέβηκε στον δεύτερο όροφο και μπήκε στα γραφεία της εταιρείας, έριξε μια ματιά γύρω, πόσος καιρός είχε περάσει όμως όλα είχαν μείνει όπως τα είχε αφήσει, η πολυθρόνα  όπου καθόταν πάντα ο γέρος σκαλίζοντας τα χαρτιά του, οι κορνίζες  στους τοίχους,  το έπιπλο κάτω απ’  το οποίο  είχε βρει κάποτε έναν πάκο χαρτονομίσματα και τα είχε βάλει στην τσέπη του- παραδόξως κανείς δεν του ζήτησε ποτέ λογαριασμό αν και  πάντα πίστευε ότι ο γέρος τον είχε καταλάβει.  Όλοι τον έτρεμαν τον παππού, ήταν πολύ σκληρός,  πέρα απ’  το χρήμα δεν υπολόγιζε τίποτα,  στις γυναίκες υπαλλήλους μιλούσε με τον χειρότερο τρόπο, όλες τον φοβόντουσαν, μια μέρα είχε δει μια κοπέλα να τρώει ένα σάντουιτς  την ώρα της δουλειάς και της φώναξε κάτι εκείνη όμως του είπε « Κύριε Δημήτρη πως ν’ αντέξουμε τόσες ώρες που μας έχετε εδώ πέρα;»  ο γέρος δεν της το συγχώρεσε «Έχεις μεγάλη γλώσσα,  έλα πάνω να πάρεις τα μεροκάματα σου» της φώναξε και την έδιωξε. Πάντα ήταν τραχύς και δύσκολος,  έμοιαζε με  ζώο που το είχαν κατεβάσει απ’ το βουνό, κανείς δεν τον χώνευε, στη κηδεία του λέγανε ότι είχαν πάει μονάχα τα παιδιά του κανένας άλλος, πάλι καλά δηλαδή.  

 «Τι γίνεται ρε» τον ρώτησε ο κληρονόμος, μένοντας  σε απόσταση « Δε μπορώ να σου δώσω το  χέρι…» του πέταξε «καταλαβαίνεις μπορεί να σε κολλήσω» συμπλήρωσε χαμογελώντας και φάνηκε ένα κενό στα δόντια του «Άσε έχουμε πρόβλημα, ο γέρος μ’ άφησε ένα κάρο χρέη,  πήγε ο βλάκας κι αγόρασε το  ξενοδοχείο κάτω στο λιμάνι,  πέταξε  πολλά  εκατομμύρια κι αυτοί αποδείχτηκαν λαμόγια,  μας έχουν φάει ένα σκασμό λεφτά έχουν πέσει κι οι δουλειές, πάμε για φαλιμέντο!»  Ώστε έτσι λοιπόν, ο γέρος τα είχε κάνει λαμπόγυαλο κι όλοι τον έπαιρναν για μεγάλο μυαλό που ήξερε από επιχειρήσεις κι από λεφτά  όμως  έτσι γίνεται, όσο πιο έξυπνος  νομίζεις ότι είσαι τόσο πιο εύκολα την πατάς.   

«Θυμάσαι ρε τότε που  θέλαμε να σε στείλουμε Ελβετία μ’  εκείνη τη τσάντα τα λεφτά κι ήσουν έτοιμος να δεχτείς,  τελικά πήγα  εγώ στη θέση σου και μ’ έπιασαν  οι μπάτσοι όπως πηγαίναμε να περάσουμε ένα τούνελ στις Άλπεις, άμα περνούσαμε την καταραμένη σήραγγα  τελείωνε η υπόθεση,  έκανε ένα κρύο που σε τρυπούσε κι εγώ καθόμουν σα βλάκας και κοίταζα το χιόνι πάνω στο βουνό,  έφτυσα αίμα μέχρι να φύγω !»  Πραγματικά έτσι είχε γίνει, έβγαζαν παράνομα μ’ αυτόν το τρόπο λεφτά για να μη φορολογηθούν.  Ήταν έτοιμος   να δεχτεί τότε,  ήταν όλα κανονισμένα,  σκεφτόταν ότι ήταν καλή ευκαιρία για ένα ταξιδάκι,  θα πήγαιναν μ’ ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός  ήξερε τα κόλπα,  είχε λίγο ρίσκο η υπόθεση  όμως  ο γέρος  τον είχε διαβεβαιώσει ότι όλα ήταν κανονισμένα και κανείς δεν θα έψαχνε την μικρή τσάντα που κουβαλούσαν, το είχαν κάνει ένα κάρο φορές προηγουμένως. Μετά από δισταγμούς τελικά είχε αρνηθεί και  διάβασε στις εφημερίδες ότι  τους είχαν πιάσει στα σύνορα κρατώντας τους  κάμποσο διάστημα,  ο γέρος τελικά έβαλε το χέρι του και καθάρισε .

«Έ λοιπόν ξέρεις γιατί μ’  έπιασαν;» συνέχισε ο άλλος, « Με κάρφωσαν και ξέρεις ποιος, η μικρή που έδιωξε ο γέρος μου, την είχα γκόμενα ένα φεγγάρι κι όταν τη σούταρα σκύλιασε, μου το κρατούσε, έτυχε τότε να την απολύσουμε και βρήκε έναν θειο της που είχε στην αστυνομία, εκείνος μου την έστησε, τηλεφώνησε στο εξωτερικό, παντού, ήταν κέρατο,  είχα  κάνει τη βλακεία και της το είχα πει,  σκόπευα να την πάρω μαζί μου για παρέα στην Ελβετία,  δεν το ήξερα τότε αλλά ο πατέρας  είχε άκρες στην αστυνομία και μου είπε τι έγινε,  όταν το έμαθα   ήμουν έξαλλος αλλά μετά σκέφτηκα «δε πάει στο διάβολο!»  

Ώστε έτσι είχε γίνει λοιπόν, «Τι μαθαίνεις φίλε μου άμα ξυπνάς πρωί» σκέφτηκε, κοίταξε τον τύπο μπροστά του που κάπνιζε σκαλίζοντας τα χαρτιά όπως ο πατέρας του,  δεν τον έπειθε, δε μπορούσε να κρατήσει αυτός τόσο μεγάλη εταιρεία, δεν ήταν για τέτοια, σίγουρα θα τα πουλούσε όλα όπως είχε μάθει να κάνει μια ζωή,  δεν θα άφηνε τίποτα.  Κοίταξε τα αραιά του μαλλιά,  κάποτε ήταν όμορφος κι όλες  οι γυναίκες έτρεχαν πίσω του, πως είχε γίνει έτσι τώρα ρε φίλε, πως τ’  αλλάζει όλα ο καιρός,  τελικά ίσως δεν είχε κάνει άσχημα που πήγε εκεί πέρα να δει πως ήτανε.  Φεύγοντας σκεφτόταν την ιστορία με τα λεφτά και το τούνελ στις Άλπεις, φτηνά την είχε γλυτώσει, θα μπορούσε να περνά που και που από κει να μαθαίνει κανένα νέο.  Όπως έτρεχε δίπλα στη θάλασσα θυμόταν  την παλιά δουλειά του κι όλα όσα ήθελε να ξεχάσει, δεν ήταν τόσο χάλια τελικά όμως  κάτι δεν του άρεσε και λίγο -λίγο η προηγούμενη  απέχθεια για ότι όσα συνέβαιναν στην εταιρεία του γέρου   επέστεφε και του χαλούσε την διάθεση, το ήξερε πάντα ότι εκείνο το μέρος  εξέπεμπε μια τοξικότητα.

Ξημέρωνε σχεδόν κι όλα γύρω φανέρωναν την πραγματική τους γκρίζα εικόνα, ναι ασφαλώς,  ήταν λάθος του που πήγε από κει, θα του χαλούσε όλη τη μέρα,  καθώς διέσχιζε το δρόμο τα φώτα από τις κολώνες έσβησαν ξαφνικά και δεν μπορούσε να δει γύρω ,  ένα αμάξι ερχόταν με φόρα από το βάθος και το ένιωσε την τελευταία στιγμή  να περνά ξυστά από διπλά του,  φρενάρισε παρακάτω κι ένας χοντρός έβγαλε το πελώριο κεφάλι του,  «Πρόσεχε ρε ηλίθιε!» του φώναξε.  

 

 

 

 

 

Κυριακή 1 Νοεμβρίου 2020

HALLOWEEN

 Έπρεπε πλέον  να δουλεύει από το σπίτι έτσι του είχαν πει από την εταιρία  κι αυτό ήταν δώρο θεού,  δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει λαχανιασμένος όπως έκανε τόσα χρόνια προσπαθώντας  κάθε πρωί να προλάβει το ωράριο,  το είχε επιθυμήσει  να μείνει στο σπίτι ώρες ατέλειωτες  μέχρι να σαπίσει και να βαρεθεί φορώντας τις παντόφλες του,  σιγά μη του έλειπε το γραφείο, καθόταν εκεί πέρα κάθε μέρα μέχρι αργά  διαβάζοντας  τους φακέλους και  τα ηλεκτρονικά ταχυδρομεία,  έπαιρνε τηλέφωνα δεξιά αριστερά σε πελάτες, έκλεινε δουλειές, διαπραγματεύονταν τιμές, μια χαρά  ήταν,  πως δε το είχαν σκεφτεί τόσον καιρό να δουλεύουν  από το σπίτι ρε φίλε, σε άλλες χώρες λέει το εφάρμοζαν από χρόνια, αυτό ήταν το μέλλον,  όλων η δουλειά γινόταν καλύτερα!

Καθώς οι θερμοκρασίες έξω έπεφταν ήταν πολύ ευχάριστο να κάθεσαι στο σπίτι ανάβοντας το καλοριφέρ, ο καιρός του θύμιζε την εποχή που ήταν φαντάρος  σε κάποιο στρατόπεδο έρημο κάπου στα σύνορα ένα φθινόπωρο πριν από πολλά χρόνια, τα φύλλα άλλαζαν χρώμα και γίνονταν καφετιά και κόκκινα,  τα άρματα έφευγαν για ασκήσεις κι όπως περνούσαν πάνω  από μια γέφυρα για να βγουν από την πύλη ο ήλιος χτυπούσε με τις ακτίνες  το πρόσωπο του σα να τον πυροβολούσε με φωτεινές ριπές, τέτοιες αναμνήσεις περνούσαν από τη σκέψη του.

Κάθε πρωί που ξυπνούσε για να κατεβάσει τα σκουπίδια αντίκριζε έναν γάτο παχουλό που ξάπλωνε πάνω στον  σωρό ξερών φύλλων έξω από την πολυκατοικία,  τον χάιδευε στην κεφάλα κι εκείνος άρχιζε να γουργουρίζει ευχαριστημένος. Ύστερα,  έφτιαχνε καφέ και καθόταν  στο γραφείο του,  απ’  το παράθυρο του μπαλκονιού παρακολουθούσε τα πουλιά που μαζεύονταν στο δέντρο μπροστά από το σπίτι του, ήταν  μια καρυδιά που ποιος ξέρει πως είχε σωθεί από τον οικοδομικό ορυμαγδό,  τα καρύδια είχαν αρχίσει να μαυρίζουν και να πέφτουν και τα πουλιά που τα είχαν πάρει χαμπάρι τα έκοβαν με το μάτι και μετά σκαρφάλωναν στα τελευταία κλαδιά,  άρπαζαν με το ράμφος τους ένα κάθε φορά κι εξαφανίζονταν κατά τις στέγες των πολυκατοικιών.  Πιο ικανές ήταν οι καρακάξες με τα ασπρόμαυρα γυαλιστερά τους φτερά, ήταν πολύ σβέλτες κι έβρισκαν αμέσως το στόχο τους,  οι δεκοχτούρες πάλι πρέπει να ήταν  χαζοπούλια, ήταν ήμερες όμως και όμορφες καθώς ζυγιάζονταν στα κλωνάρια  χωρίς να μπορούν  να τον δουν όπως  τις παρακολουθούσε πίσω από το τζάμι ακίνητος. Τα πουλιά τον ξυπνούσαν κάθε πρωί,  μόλις ξημέρωνε άρχιζαν να κράζουν και να μαζεύονται σε κοπάδι σα να πανηγύριζαν  που τελείωσε η νύχτα και τώρα ο ήλιος θα ζέσταινε επιτέλους τα ταλαιπωρημένα σώματα τους, τα παρακολουθούσε σα αν ήταν στο ύπαιθρο,  ήταν μια εμπειρία πολύ ευχάριστη.

Ένα βράδυ εκεί που καθόταν αφηρημένος χτύπησε το τηλέφωνο, το σήκωσε χωρίς να σκεφτεί κι άκουσε  μια φωνή γυναικεία να λέει:  « Στο  διπλανό   διαμέρισμα   μένει ένας γέρος,  έχει κάτι που θέλω, μια από αυτές τις μέρες θα σου πω  πως  θα το πάρεις » - « Ποια είσαι;» ρώτησε «Που με ξέρεις , που βρήκες τον αριθμό μου;» -  « Θα σου ξανατηλεφωνήσω, γεια» είπε η άγνωστη φωνή κι έκλεισε το τηλέφωνο βιαστικά. Πρώτη φορά δέχονταν τέτοιο περίεργο τηλεφώνημα, κοίταξε για το νούμερο όμως δεν φαινόταν τίποτα, είχε γίνει με απόκρυψη η  φωνή του θύμιζε κάτι αλλά δεν μπορούσε να βρει τι,  κάπου την ήξερε ειδικά ο τρόπος που είχε πει το ‘’γεια’’ ήταν πολύ γνωστός όμως τι ήθελε δεν μπορούσε να καταλάβει.  Στο διπλανό διαμέρισμα  έμενε πράγματι ένας γέρος, ένας  τύπος μοναχικός,  κανείς δε φαινόταν να τον επισκέπτεται και δεν ήξερε τίποτα για κείνον  μονάχα ότι ήταν συνταξιούχος αστυνομικός, καμιά φόρα  του  ζητούσε καφέ που τον έφτιαχνε και   του τον έδινε από το μπαλκόνι,  ο γέρος τον έπινε κι επέστρεφε το  φλιτζάνι  με το πιατάκι  χωρίς να μιλά μόνο τον κοιτούσε  μ’ ένα έναν βλέμμα που έλεγε ‘’ευχαριστώ’’, αυτό ήταν όλο.

Δεν μπορούσε  να εξηγήσει τι σήμαινε  το τηλέφωνο της γυναίκας  όμως το σκεφτόταν πολύ τις επόμενες μέρες και πρόσεχε περισσότερο τον γέρο που έμενε δίπλα του. Δεν του ήταν  αντιπαθητικός και  θα του μιλούσε περισσότερο  αν δεν τον είχε δει ένα μεσημέρι να  κυνηγά τον παχουλό γάτο στην ταράτσα και με μια σκούπα να τον ρίχνει κάτω στο κενό, το σώμα του γάτου αφού κύλησε πάνω σε μια τέντα που έκοψε την πτώση του προσγειώθηκε άγαρμπα στο τσιμέντο αλλά ο γάτος ήταν βέβαια εφτάψυχος κι εξαφανίστηκε τρέχοντας χωρίς να πάθει τίποτα, έκτοτε ερχόταν επιφυλακτικά μόνο σ’ εκείνον, αν και λένε ότι οι αρσενικοί είναι μπούφοι  ετούτος  ήταν έξυπνος,  περίμενε κάποιος ν’  ανοίξει την πόρτα της πολυκατοικίας κι αμέσως χωνότανε, πολλές  φορές αν αργούσε να του δώσει τις κροκέτες του  γρατζουνούσε την πόρτα κι εκείνος καταλάβαινε ότι ζητούσε το πιατάκι του…

Βρισκόταν στο μέσον μιας βδομάδας που του είχε φανεί ατελείωτη, είχε μπλέξει μ’ έναν πελάτη αμερικάνο που δεν ήθελε να κάνει δουλειά αλλά επιθυμούσε κουβέντα για να περάσει την ώρα του,  τον είχε ζαλίσει για το πώς περνούν εκεί στην Αμερική και για τις γιορτές τους,  τώρα λέει είχαν το Halloween κι όλοι ήταν στενοχωρημένοι επειδή τα παιδιά δεν μπορούσαν να  γυρίσουν από σπίτι σε σπίτι μιας κι όλοι ήταν αμπαρωμένοι από τον φόβο της επιδημίας. Όταν επιτέλους ο άλλος τον καληνύχτισε   τα νεύρα του ήταν τεντωμένα, την ώρα που νύχτωνε έξω η περίεργη γυναίκα του ξανατηλεφώνησε πάντα με απόκρυψη, «Ο παππούς δίπλα είναι ξαπλωμένος στο πάτωμα,  δίπλα του υπάρχει ένας χαρτοφύλακας,  πάρτον και άφησε τον κάτω στην είσοδο πίσω από την κολώνα δεξιά» του είπε μ’ έναν τόνο προστακτικό που έμοιαζε να μη δέχεται αντιρρήσεις. Χωρίς  να σκεφτεί τι κάνει φόρεσε  μια ζακέτα και βγήκε να δει τι συμβαίνει, πράγματι η πόρτα του διπλανού διαμερίσματος ήταν  ανοιχτή, μπήκε μέσα και βρήκε τον γέροντα  στο πάτωμα της κουζίνας, ήταν  πεσμένος ανάσκελα, ανέπνεε ελαφρά σα να κοιμόταν,  δίπλα του υπήρχε ένας δερμάτινος χαρτοφύλακας ανοιγμένος όπως είχε πει η γυναίκα στο τηλέφωνο, ο γέρος δεν φαινόταν να έχει πάθει τίποτα αν και ήταν παράξενο που είχε βρεθεί ξαπλωμένος εκεί πέρα  πάντως ήταν ζωντανός «Έ παππού» του φώναξε σπρώχνοντας τον μαλακά ο γέρος όμως δεν άνοιγε τα μάτια του σα να κοιμόταν βαθιά, άρχισε να φοβάται, τι ζητούσε στο ξένο σπίτι, ποια ήταν η γυναίκα που του είχε τηλεφωνήσει, πως ήξερε τι συνέβαινε, τι συνέβαινε εκεί πέρα,  το καλύτερο που είχε ένα κάνει ήταν να φύγει  και να τηλεφωνήσει στην αστυνομία ή στα επείγοντα. 

 

Πήρε το 166,  τους είπε τι συμβαίνει κι όσο περίμενε να έρθουν   έριξε μια ματιά στον χαρτοφύλακα,  κάτι χαρτιά υπήρχαν εκεί μέσα, αποκόμματα από εφημερίδες, μια ταυτότητα παλιά,  κάτι βιβλιάρια κι άλλα έγγραφα ανάμεσα τους μερικές σελίδες λευκές όπου  ο γέρος φαίνεται ότι σημείωνε ημερομηνίες και περιστατικά που είχαν συμβεί κάποια περίοδο, ξεχώρισε μια σελίδα και διάβασε,  “Πήγαμε στο  καφενείο ‘’Οι δυο μουριές’’, ο ψηλός  με την καμπαρντίνα μας παρακολουθεί, λένε ότι όλα τα έκανε αυτός, δεν ξέρουν το όνομα του μόνο ότι  τον φωνάζουν  ΤΟ ΦΑΝΤΑΣΜΑ, αυτός  έστηνε καρτέρι στο μεγάλο δρόμο που βγάζει  έξω απ’ την πόλη, εκεί έφαγε δυο γυναίκες που  έφευγαν από τα μαγαζιά μετά τα μεσάνυχτα ».  Στάθηκε εκεί μερικές στιγμές βλέποντας τα γράμματα του παλιού αστυνόμου, ποιος ξέρει τι υποθέσεις είχαν περάσει από τα χέρια του και τι είχαν δει τα μάτια του όμως   γιατί  τα σημείωνε όλα τούτα,  ποιος ήταν  εκείνος ο τύπος που τον αποκαλούσαν ‘’το φάντασμα’’, τι είδους  εγκλήματα είχε διαπράξει ; Χωρίς  να το καταλάβει συνέχισε να διαβάζει  τις γκρίζες  σελίδες, όλες οι σημειώσεις έμοιαζαν παλιές όμως μια τελευταία είχε προστεθεί κι ήταν  πολύ περίεργη, το μελάνι ήταν πολύ πιο φρέσκο λες και είχε προστεθεί από κάποιον περισσότερο μορφωμένο που χρησιμοποιούσε άλλο λεξιλόγιο, άλλες εκφράσεις,  η καταγραφή έλεγε « Από τότε δεν τον ξαναείδαμε και κανείς δεν άκουσε ποτέ  γι αυτόν, ήταν σα να πέρασε από κάποια τρύπα της πραγματικότητας κι εξαφανίστηκε στο άπειρο».

Η φράση αυτή για κάποιο λόγο τυπώθηκε βαθιά στο μυαλό του με τη μία, ήθελε να την αντιγράψει εκείνη τη στιγμή για να μη την ξεχάσει,  τι ωραία θα ήταν να μπορούσε  να  γίνει κάτι τέτοιο,  αν ήταν δυνατό να περάσεις από κάποια σχισμή μέσα στο χρόνο και να χαθείς, να φύγεις από τη μιζέρια του παρόντος και  να ταξιδέψεις,  να βρεθείς σε μια άλλη διάσταση, αν και αφορούσε κάποιον ύποπτο για εγκλήματα   η ιδέα του φάνηκε πολύ ωραία. Τακτοποίησε τα χαρτιά και τα έχωσε πάλι στον χαρτοφύλακα, όπου να ναι θα ερχόταν οι τραυματιοφορείς και δεν έπρεπε να τον δουν με τα χαρτιά έκλεισε το  φερμουάρ της τσάντας κι έριξε μια ματιά στο χώρο γύρω τη στιγμή που το κουδούνι χτυπούσε, ήταν οι νοσοκόμοι τους άνοιξε κι ακριβώς τότε  το τηλέφωνο του κουδούνισε  πάλι σαν κάποιος να παρακολουθούσε τη σκηνή, «Πάρε τον χαρτοφύλακα και θα μου τον παραδώσεις στις 12» είπε η ίδια  φωνή όμως αυτή τη φορά ήταν έξαλλος που μια γυναίκα τον διέταζε,   «Πήγαινε στο  διάβολο !’’ της φώναξε χρησιμοποιώντας κάτι βρισιές πολύ άσχημες   κι έκλεισε απότομα το τηλέφωνο.  Δεν είχε προλάβει να τη διαoλοστείλει όταν εμφανίστηκαν   δυο τραυματιοφορείς που τον κοίταξαν απορημένοι έχοντας ακούσει τις φωνές,  «Κάτι άσχετο» δικαιολογήθηκε, εκείνοι αφουγκράστηκαν τον γέρο,  κι έπειτα   σήκωσαν  με κόπο τον παππού  και τον έβαλαν στο ασθενοφόρο, «Αν χρειαστούμε κάτι έχουμε το τηλέφωνο σου»  φώναξε ο πιο σωματώδης   όπως κατέβαινε αγκομαχώντας τις σκάλες.

Όλα είχαν γίνει πολύ γρήγορα και  ήταν πάρα πολλά  για το μυαλό του,  δεν μπορούσε να τα αναλύσει,  να τα σκεφτεί, να τα εξηγήσει, πιο πολύ τον είχε θυμώσει το θράσος της γυναίκας όμως δεν ήταν  μόνο θυμός,  ήταν και φόβος γιατί ήταν σα  να τον παρακολουθούσε  με κάποια κάμερα κρυφή Ξαφνικά  ένιωσε πολύ κουρασμένος, οι ζόρικοι πελάτες τον είχαν σακατέψει όλη μέρα και τώρα το βράδυ  είχε γίνει κι αυτό, κλείδωσε,  φόρεσε τις πυτζάμες του κι έπεσε  για ύπνο. Κατά τις τρεις το πρωί ξύπνησε ακούγοντας έναν θόρυβο, κάποιος γρατζουνούσε τη πόρτα, ο ήχος έμοιαζε μ’  αυτόν που έκανε ο γάτος  όταν ήθελε φαϊ  αλλά το γατί ποτέ δεν το έκανε αυτό μέσα στη νύχτα, κοίταξε από το ματάκι κι εκείνη τη στιγμή ένα μάτι πελώριο εμφανίστηκε από την άλλη μεριά και τον κοίταξε, τινάχτηκε πίσω τρομαγμένος περιμένοντας κάτι να συμβεί όμως τίποτα δεν έγινε, μόνο μια σιωπή απέραντη απλώθηκε σα να είχε ερημώσει ο κόσμος όλος.   

 

  

 

Κυριακή 11 Οκτωβρίου 2020

ΙΑΓΟΥΑΡΟΣ

Όταν γύρισε στο σπίτι η εξώπορτα  ήταν ανοιχτή,  αυτός ήταν ένας από τους πιο μεγάλους  φόβους του  μη βρει την πόρτα παραβιασμένη,  μπήκε μέσα σιγά- σιγά,   ήταν  μεσημέρι κι επικρατούσε ησυχία,  δεν ακούγονταν τίποτα,  κοίταξε στα δωμάτια,  δεν υπήρχε κανείς,  κοίταξε για  τα λεφτά και τις κάρτες  του,  όλα ήταν στη θέση τους, τα συρτάρια απείραχτα,,  τι είχε συμβεί  εκεί πέρα,  πως είχε μείνει  η πόρτα ανοιχτή  δεν καταλάβαινε μετά όμως ηρέμησε,  απλούστατα είχε ξεχάσει  να κλειδώσει  όμως  ήταν σίγουρος ότι είχε γυρίσει το κλειδί αλλά  δεν ήταν έτσι,   το μυαλό σου παίζει περίεργα παιχνίδια,  είσαι εκατό τοις εκατό σίγουρος για κάτι κι αποδεικνύεται ότι έχεις κάνει λάθος, δεν μπορείς να του έχεις απόλυτη εμπιστοσύνη,  δεν υπήρχε άλλη εξήγηση, είχε ξεχάσει να κλειδώσει  όπως έτρεχε σαν παλαβός να προλάβει το ραντεβού του,  όλο έτσι έκανε,  άφησε την πόρτα ανοιχτή, μα πόσο ηλίθιος ήτανε.

Όλο ξεχνούσε τελευταία, πάντα ήταν αφηρημένος αλλά  τώρα είχε χάσει τη μπάλα,  ξεχνούσε στο λεωφορείο τα πράγματα του κι ύστερα έτρεχε να τα βρει,  ξεχνούσε στο περίπτερο να πάρει ρέστα,  έδινε τα λεφτά κι έφευγε ενώ ο περιπτεράς του φώναζε «Έ  φίλε που πάς ;»,  ξεχνούσε να πάρει τα κλειδιά, το κινητό,  την τσάντα, την ομπρέλα , ήταν άστα να πάνε. Ευτυχώς δε φυσούσε εκείνη τη μέρα αλλιώς  ο αέρας θα του είχε τσακίσει όλα τα τζάμια,    βγήκε στο μπαλκόνι να δει  κι ένα απότομο κρύο του ήρθε στο πρόσωπο,  ξαφνικά είχε πέσει τόσο η θερμοκρασία  που έλεγες ότι σε μια  στιγμή είχε γίνει χειμώνας έτσι απροειδοποίητα,  μα τι παλαβός που είχε γίνει ο καιρός.

Άνοιξε το ψυγείο να φάει κάτι κι ο νους του έτρεχε συνέχεια στην ανοιχτή εξώπορτα , πως την είχε αφήσει,  γιατί ξεχνούσε τόσο πολύ,  αυτό που τον ανησυχούσε περισσότερο  ήταν το  μυαλό του, πάντα  πίστευε ότι όλη η δύναμη του προέρχονταν  από κει κι αν  την έχανε ήταν τελειωμένος, ο μεγαλύτερος φόβος του  ήταν μη μοιάσει τη μητέρα του που από τα εξήντα είχε αρχίσει να τα χάνει και τελικά έφτασε να μη θυμάται  ούτε τον άντρα της.  Είχε βρει ένα σωρό κόλπα για να θυμάται συνδυάζοντας γεγονότα ,λέξεις, αριθμούς, είχε εφεύρει  κάτι περίπλοκα συστήματα προσπαθώντας  να εξασκεί τη μνήμη του και να την κρατά σε εγρήγορση όμως το σκηνικό  με την ανοιχτή πόρτα τον είχε τρομάξει, δεν ήταν καλό σημάδι .

Ευτυχώς δεν είχε συμβεί κανένα κακό οπότε μπορούσε να ησυχάσει προς το παρόν,  από τον πάνω όροφο ακούγονταν φασαρία,   οι τεχνίτες δούλευαν εκεί πέρα  εδώ και μέρες, όλοι στην πολυκατοικία είχαν βάλει αέριο, αν μπορούσε να το εγκαταστήσει κι αυτός θα ήταν καλά τον χειμώνα όμως χρειάζονταν  ένα σωρό λεφτά,  αυτό ήταν το μόνο που δε μπορούσε,  όλα τ’ άλλα τα  είχε φτιάξει μόνος του. Το σπίτι ήταν της πεθεράς του αλλά η γυναίκα του τον είχε αφήσει να μένει εκεί  πέρα από τότε  που χωρίσανε.  Καθώς   έπιαναν  τα χέρια του είχε βάψει τους τοίχους , είχε βάλει πλακάκια στο μπάνιο , γκρέμισε έναν τοίχο φτιάχνοντας ένα μεγάλο δωμάτιο, διόρθωσε τις βρύσες που έσταζαν, είχε φάει όλο το καλοκαίρι  μες τη ζέστη δουλεύοντας, εξοικονόμησε   ψυγείο,  τηλεόραση, μέχρι και ίντερνετ  είχε βάλει μιλάμε ένιωθε σαν άρχοντας. Το είχε ανάγκη εκείνο το σπίτι, είχε ταλαιπωρηθεί για μεγάλο διάστημα μένοντας από δω κι από κει, με την   γυναίκα του ήταν μια κρύο μια ζέστη  και τα παιδιά του  τον είχαν ξεχάσει, μοναχά ο μικρός έπαιρνε κανένα τηλέφωνο κάπου -κάπου και  τον ρωτούσε τι κάνει, το είχε συνηθίσει.  

Σήκωσε το τηλέφωνο να καλέσει τη γυναίκα του, αν του μιλούσε καλά μπορεί να της έλεγε για την διαθήκη που είχε βρει , η πεθερά του την είχε κρύψει πίσω από ένα πλακάκι μέσα σε μια συσκευασία πλαστική και την είχε ανακαλύψει όταν διόρθωνε το μπάνιο, την είχε δείξει σ’ ένα φίλο του δικηγόρο κι εκείνος του είπε ότι η γριά τα άφηνε όλα στο παιδί που είχε η γυναίκα του πριν τον γνωρίσει, σκεφτόταν ότι δεν ήταν ανάγκη να το μάθει κανείς, τόσο καιρό  έψαχναν τα χαρτιά και δεν είχαν βρει τίποτα , αν το κατάφερνε ίσως η Λία, έτσι έλεγαν τη γυναίκα του,  να του το άφηνε, το είχε πονέσει εκείνο το σπίτι.  

 Αφηρημένος όπως ήταν άνοιξε την τηλεόραση, μια ξανθιά κοπελίτσα κάτι έλεγε εκεί πέρα, όπως την παρατηρούσε θυμήθηκε τη γυναίκα του, θε μου πόσο της έμοιαζε, έτσι φρέσκια ήταν όταν την είχε γνωρίσει και τότε του είχε πει μια φοβερή ιστορία ό,τι την είχαν βιάσει και είχε ένα παιδί, ένα αγόρι από κείνον το βιασμό κι ό,τι το είχε κρατήσει, καλά είχε έπαθε πλάκα τότε,  την είχε λυπηθεί  κι  ένιωθε ότι δεν μπορούσε να την αφήσει έτσι απροστάτευτη, δεν το άντεχε. Παντρεύτηκαν  κι έκαναν δυο παιδιά που μεγάλωσαν μαζί με το παιδί εκείνο, το προϊόν του βιασμού, της έμοιαζε πάρα πολύ στο πρόσωπο  αλλά όσο περνούσαν τα χρόνια  έβγαζε μια φύση πολύ μυστήρια σαν να το είχαν καταραστεί , όλο σε καυγάδες έμπλεκε  κι εκείνος δεν ήξερε τι να το κάνει, εκτός από τη μάνα του ο μόνος που το αγαπούσε ήταν η  πεθερά του, ήταν το πρώτο της εγγόνι και τρέχα γύρευε πως το είχε πάρει, όλα τα χατίρια του έκανε, εκείνη έφταιγε που είχε γίνει κακομαθημένο και τελικά του είχε γράψει και το σπίτι . Αυτός δεν το χώνευε με τίποτα, όσο κι αν  αγαπούσε τη γυναίκα του εκείνο δε μπορούσε να το χωνέψει,  το είχαν αποβάλει από πέντε σχολεία, ανήλικο ακόμα είχε μπλέξει άσχημα,  μια φορά που πήγε να το στριμώξει τον απείλησε κραδαίνοντας  ένα μεγάλο μαχαίρι της κουζίνας  κι από τότε έπαψε να ασχολείται, όσο περνούσαν τα χρόνια τόσο ξέφευγε, έγινε   ληστής διαβόητος, η αστυνομία τον έψαχνε, του είχαν κολλήσει και το παρατσούκλι «Ιαγουάρος» επειδή ήταν  πολύ σβέλτος κι ευκίνητος .

Είχε γίνει κακοποιός και η γριά που δε ζούσε πλέον του άφηνε το σπίτι, έ όχι  ρε φίλε, δε μπορούσε  να δεχτεί την αδικία, το διαμέρισμα θα πήγαινε  στράφι.   Ξαναπήρε τη γυναίκα του,  δεν απαντούσε, όλο το καλοκαίρι δούλευε σε κάποιο νησί κι εξαφανίζονταν μέχρι να τελειώσει η σεζόν,  με το που επέστρεφε πάντα περνούσε να τον δει,  μερικά βράδια έμενε μαζί του κιόλας  γιατί δεν άντεχε μόνη το χειμώνα.  Αυτός πάλι δεν είχε θέμα,  του άρεσε η μοναξιά αλλά τώρα  τον είχαν πάρει τα χρόνια  κι όλα του φταίγανε. Κάποτε ήταν πολύ γερός, ένα  ντερέκι μέχρι εκεί πάνω,  δεν καταλάβαινε τίποτα ούτε κρύο ούτε ζέστη,  δούλευε πορτιέρης σε μαγαζιά νυχτερινά,  είχε δει εκεί πέρα ότι μπορείς να φανταστείς,  οι γυναίκες τρελαίνονταν  για κείνον  αλλά  ούτε που τις κοιτούσε,  όσο τις αγνοούσε τόσο πιο πολύ έρχονταν κοντά του,  ά,   ήταν θηρίο τότε. Και τώρα βέβαια κρατιόταν καλά, τουλάχιστον έτσι έδειχνε  αλλά μέσα του ένιωθε πεσμένος κι ήταν όλο νεύρα , με όλους είχε μαλώσει δεν είχε αφήσει κανένα απείραχτο,  την προηγούμενη μέρα είχε σκοτωθεί με κείνη την κοκαλιάρα  που είχε το μαγαζί με τα δολώματα,  πήγαινε  σ’ ένα χωριό  κάπου έξω και  ψάρευε «Καλά  τι μου βάζεις;»  της είχε πει  «Όλο σαβούρα;» η γυναίκα τον κοιτούσε σα χαμένη, όταν τον κορόιδευαν γινόταν θηρίο,  δεν το άντεχε του φαίνονταν  ότι όλοι συνωμοτούσαν εναντίον του,  μα πόσο ψεύτης είχε γίνει ο κόσμος όλος! 

Ορκίστηκε να μη ψωνίσει ξανά από κει πέρα,  έπρεπε να πάει στην άλλη άκρη της πόλης  για να βρει δολώματα αλλά το προτιμούσε απ’ το να δει  εκείνη την αχώνευτη.   Έτσι κι αλλιώς  όλη την περιοχή γύρω από το μαγαζί με τα δολώματα  την  απόφευγε, δεν ήθελε να περνά καθόλου από κει πέρα,  από τον καιρό που δούλευε στα μαγαζιά  είχε έρθει σε επαφή με όλους τους μυστήριους τύπους, περιθωριακούς, λαμόγια, αργόσχολους αποτυχημένους, κι όλοι εκείνοι οι τύποι  περιφέρονταν στο κέντρο  της πόλης . Όλοι   είχαν μεγαλώσει  μια εποχή κι είχαν κρατήσει τις συνήθεις από τότε,  ήθελαν να βγάζουν πολλά  λεφτά δουλεύοντας λίγο,  γίνονταν αδίστακτοι και με την πρώτη ευκαιρία σου  χρέωναν ένα τεράστιο ποσό για μια ελάχιστη δουλειά ενώ  εσύ έπρεπε να το δεχτείς σαν κάτι φυσιολογικό.  Όλοι είχαν  μάθει να βγαίνουν έξω σε ξενυχτάδικα και μαγαζιά  επιστρέφοντας  κάθε  πρωί ψόφιοι στη δουλειά, γλεντούσαν και  ξόδευαν αγοράζοντας ότι έβρισκαν  και κανείς δε μπορούσε να χωνέψει ότι είχαν αλλάξει οι εποχές,  είχαν μείνει κολλημένοι  στο παρελθόν  και δεν ήθελαν να το αποχωριστούν με τίποτε,  το έβλεπε παντού  γύρω. Όλοι σχεδόν  ήταν  άπληστοι  κι αχόρταγοι λες και δεν είχαν δει λεφτά ποτέ στη ζωή τους,  αυτή τη νοοτροπία δεν μπόρεσε ποτέ να την καταλάβει, δεν ήταν ποτέ κομμάτι της, δεν μπορούσε ποτέ να σκεφτεί μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντα βρίσκονταν  στο περιθώριο κι ένιωθε ότι κάτι  δεν πήγαινε καλά μ’ εκείνον  όμως τελικά  το πρόβλημα ήταν στον περίγυρο του. Δεν τους πήγαινε, όχι ότι ήταν τεμπέληδες, κάθε άλλο, οι πιο πολλοί  δούλευαν  σα σκυλιά ώρες ατέλειωτες και πολλοί απ αυτούς είχαν αποκτήσει χρήματα αλλά και προβλήματα,  άλλος  με την καρδιά, άλλος  με τα πόδια, άλλος  με τα κόκαλα,  σε όλους είχε μείνει κάτι από τον καιρό που έτρεχαν σα παλαβοί  κυνηγώντας το χρήμα, τι γενιά και τούτη  ρε φίλε !

Έξω είχε άρχισε να σκοτεινιάζει,  σκέφτηκε να πάει μέχρι το καφενείο να δει ένα ματς,  φορούσε το πουκάμισο του όταν χτύπησε το τηλέφωνο,  ήταν  η γυναίκα του,  «Τώρα γύρισα …»  του είπε «…ο Νίκος»  έτσι έλεγαν εκείνο το παιδί το προβληματικό, τον’’ Ιαγουάρο’’  «…άνοιξε το σπίτι μου, δεν πήρε τίποτα μονάχα κάτι φωτογραφίες από τότε που ήταν μικρός,  έχε το νου σου», αστραπιαία  το μυαλό του έτρεξε στην ανοιχτή εξώπορτα που είχε βρει, έτσι εξηγούνταν λοιπόν κι εκείνος  νόμιζε ότι είχε αρχίσει να τα χάνει , ιδρώτας έτρεξε  στο πρόσωπο του,  έτρεξε στο συρτάρι όπου έβαζε τα χαρτιά του, τα τοποθετούσε πάντα με μια σειρά ακριβή,  ήταν  άλλο ένα κόλπο για  να θυμάται που ήταν το καθένα, πρόσεξε ότι ένας μαύρος  φάκελος  δε βρισκόταν στη θέση του,  είχε τοποθετηθεί στον πάτο του συρταριού,  τώρα ήταν σίγουρος  ότι του είχαν ανοίξει το σπίτι και δεν είχε αμφιβολίες ποιος το έκανε, ο ‘’Ιαγουάρος’’ !  Έψαχνε τη διαθήκη ο τύπος,  από κάπου  μάθει ότι υπήρχε αλλά κι εκείνος δεν ήταν ηλίθιος,  σιγά μη την άφηνε εκτεθειμένη,  την είχε θάψει σε μια  μεγάλη  γλάστρα  κι αν σάπιζε τόσο το καλύτερο,   βγήκε στο μπαλκόνι,  η γλάστρα  ήταν απείραχτη, έβγαλε το φυτό προσεχτικά και πήρε τα χαρτιά  μέσα από το χώμα,  πήγε στη μπανιέρα και με τον αναπτήρα του  τα έκαψε μέχρι την τελευταία σελίδα μόνο τα συνδετηράκια γλύτωσαν, όταν τελείωσε χαμογέλασε ευχαριστημένος.    

 

 

 


Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ

 

Τελευταία σκέφτονταν  συνέχεια τον πατέρα του κάθε μέρα σχεδόν, τον σκεφτόταν όλη την ώρα, θυμόταν στιγμές από τότε που ήταν πολύ μικρός και τον θαύμαζε όταν τον έβλεπε εκεί πέρα με τα άσπρα του τα γένια και τα μαλλιά να τρέχει στα χωράφια και να χαμογελά, ήταν ωραίος πάντα μ’ εκείνες τις μπότες και την τραγιάσκα που φορούσε, όλο κάποια δουλειά έκανε ποτέ δεν καθόταν άπραγος.  Τα βράδια  τον έβλεπε  στον ύπνο του,  ένιωθε σα να χρειαζόταν μια στήριξη,  σ’ όλη του τη ζωή  δεν ήθελε να εξαρτάται από τους άλλους όμως όπως και να το κάνεις η πατρική φιγούρα όσο γερασμένη κι αν είναι σου δίνει κουράγιο, σκέφτεσαι «Όπως πέρασε τη ζωή του εκείνος μ’  όλες τις δυσκολίες  μπορώ κι εγώ να τα καταφέρω  το ίδιο καλά».

Αυτό το πράγμα είχε τραβήξει κάμποσο καιρό,  πάνω από ένα χρόνο, κανονικά είναι ωραίο να θυμάσαι τις παιδικές αναμνήσεις  τότε που όλα ήταν όμορφα και καθαρά όμως καμιά φορά καταντά σπαστικό όταν γίνεται όλη την ώρα και μ’ έναν τρόπο επίμονο, του την είχε δώσει, ήθελε να τις διώξει  τις αναμνήσεις, δε μπορείς να ζήσεις κολλημένος στο παρελθόν εκείνες όμως εξακολουθούσαν να έρχονται όλη την ώρα. Ευτυχώς η μάνα του ζούσε ακόμα και τούτο  ήταν σημαντικό, είχε ένα σημείο αναφοράς να θυμάται από πού ξεκίνησε και που είχε φτάσει όμως τώρα κάτι είχε πάθει μέσα του σα να ετοιμάζονταν για μια καινούρια περιπέτεια στη ζωή του κι ήθελε ακόμα λίγο χρόνο προτού ξεκινήσει γι αυτό ίσως σκέφτονταν συνέχεια τον πατέρα του.

Και να φανταστείς ότι όσο ζούσε δεν είχαν και πάρα πολλές παρτίδες, ποτέ δεν ήσαν και πολύ  δεμένοι όμως ο γέρος του έλεγε κάτι κουβέντες που του είχαν μείνει,  χάρη σ’ εκείνες τις συμβουλές τα είχε βγάλει πέρα στα πολύ δύσκολα, ένα διάστημα ένιωθε ότι τα λόγια του γέρου ήταν λύση σε όλα τα προβλήματα του, μια συμβουλή μάλιστα που του είχε δώσει ο γέρος τον είχε ξελασπώσει σε μια φάση δύσκολη,  όταν του την είχε πει  ένιωσε  σα να φωτίζεται ο νους του, «Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μη  λύνεται στο βάθος του χρόνου» του είχε πει «Άστο  εκεί πέρα κι ασχολήσου με κάτι  άλλο,  εκείνο θα βρει τη λύση του με τον καιρό» ήταν πολύ σοφή κουβέντα, που την είχε σκεφτεί ο γέρος, ούτε βιβλία διάβαζε ούτε μορφωμένος ιδιαίτερα ήτανε όμως είχε κάτι αναλαμπές που σ’ έκαναν να τρελαίνεσαι και να λες «Είναι δυνατόν τώρα να το σκέφτηκε αυτό ο άνθρωπος ;»

Περνούσε  μια περίεργη φάση και τον είχε επηρεάσει και στη δουλειά, οι άλλοι το είχαν καταλάβει, το αφεντικό τον στραβοκοίταζε,  μια νύχτα  που σχολούσε  είδε κόσμο μαζεμένο  έξω από το γραφείο του, ένα ασθενοφόρο είχε σταματήσει στα σκοτεινά με τα φώτα του  να αναβοσβήνουν, άνθρωποι ήταν μαζεμένοι γύρω από κάποιον ξαπλωμένο στην άσφαλτο, πλησίασε και  είδε δυο διασώστες που προσπαθούσαν να συνεφέρουν  έναν τύπο  πιέζοντας το στήθος του,  από τα μπαλκόνια οι γυναίκες  παρακολουθούσαν  και κάτι γριές  κλαίγανε καθώς οι νοσοκόμοι  πάλευαν  να σώσουν μια ζωή, κάποιος είχε ανάψει ένα φως δυνατό πάνω από τον πεσμένο  για να βλέπουν τι κάνουν, όλο το σκηνικό ήταν παράξενο, όλοι φαίνονταν ανήσυχοι, ένας γέρος έλεγε  ότι ήταν ένα παιδί νεαρό που  είχε χτυπηθεί από κάποιο αμάξι, σε λίγο έφτασε ένα ακόμα ασθενοφόρο κι από μέσα του πετάχτηκαν δυο τύποι με στολές πράσινες που πλησίασαν το πεσμένο παιδί.

Πλησίασε  πιο κοντά  και είδε  μια τύπισσα που πρέπει να ήταν πολύ πεπειραμένη,  κρατούσε το παιδί από το κεφάλι, τελικά δεν είχε χτυπηθεί, ήταν μάλλον επιληπτικό, είχε κάποια κρίση και η γυναίκα προσπαθούσε να του δώσει κάτι με μια σύριγγα, γνώριζε από τον πατέρα του πως είναι μια τέτοια κρίση,  πολλές φορές τον είχε σώσει τότε που τον νοσηλεύανε σε μια κλινική. Η γυναίκα που φαίνονταν ότι ήξερε τι  κάνει ήταν γονατισμένη στην άσφαλτο ενώ οι άλλοι κρατούσαν το στόμα του παιδιού ανοιχτό για να του δώσει το φάρμακο όμως το παιδί   κουνιόταν συνέχεια ταρακουνώντας όλο το σώμα του πολύ απότομα, τότε  εκείνη η τύπισσα γύρισε το παιδί στο πλάι κι έβαλε ένα μπουφάν σα μαξιλάρι κάτω απ το κεφάλι του. Το παιδί συνέχιζε να ταρακουνιέται κι ήταν σα σφιγμένο και άκαμπτο, η γυναίκα  του έκανε κάτι μαλάξεις στο μέρος της κοιλιάς ενώ του μιλούσε πολύ ήρεμα προσπαθώντας να το καθησυχάσει, ύστερα το γύρισε ανάσκελα κι από μια τσάντα έβγαλε μια σύριγγα κόκκινη, με το αριστερό της χέρι κρατούσε το σαγόνι ενώ με το δεξί  προσπαθούσε να του ανοίξει το στόμα και να του δώσει το υγρό, τελικά άδειασε το περιεχόμενο και περίμενε εκεί πέρα υπομονετικά καθώς το παιδί λίγο- λίγο ηρεμούσε,  η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε γύρω της τους τραυματιοφορείς, φαίνονταν πολύ σίγουρη για ότι έκανε, έδωσε μια εντολή κι κείνοι έτρεξαν να πιάσουν το φορείο, το παιδί τώρα έβγαζε κάτι ήχους ασυνάρτητους καθώς η κρίση έμοιαζε να περνά, η γυναίκα το γύρισε ξανά στο πλάι, έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο,  του είπε κάτι σ’ ένα τόνο τρυφερό κι εκείνο σα να ανταποκρίθηκε, η γυναίκα  χάιδεψε λίγο το κεφάλι του  παιδιού κι εκείνο επιτέλους  άνοιξε τα μάτια του, οι τραυματιοφορείς το σήκωσαν μαλακά, το  φόρτωσαν  στο δεύτερο όχημα κι έφυγαν με τη σειρήνα να τσιρίζει στριφογυρίζοντας.

Όλο αυτό κράτησε γύρω στα δύο-τρία λεπτά όμως ήταν πολύ έντονο, πολύ αλλόκοτο, πιο μεγάλη  εντύπωση του είχε κάνει εκείνη η γυναίκα, η ψυχραιμία της, οι κινήσεις της, μια τέτοια γυναίκα ρε φίλε είναι μεγάλη υπόθεση. Δεν ήθελε να πάει ακόμα σπίτι του και σταμάτησε σ’ ένα προποτζίδικο να χαζέψει λίγο, σταματούσε κάθε βράδυ μια στιγμή εκεί πέρα ν’ αδειάσει λίγο το μυαλό του,   κάτι τύποι αξύριστοι και κάτι άλλοι ξένοι, αλβανοί σίγουρα, ήταν καρφωμένοι στις οθόνες που έδειχναν νούμερα όλη την ώρα κάνα δυο έβλεπαν ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, μια γάτα έξω από το τζάμι του μαγαζιού κοίταζε μέσα σαν κάτι να περίμενε.

Ήθελε ένα τσιγάρο όμως εκεί μέσα  δεν επιτρέπονταν, πήρε ένα χαρτάκι κι άρχισε να συμπληρώνει νούμερα, γύρω  επικρατούσε ησυχία, όλοι έβλεπαν στις οθόνες περιμένοντας να κερδίσουν κάτι, όπως έβλεπε τους αριθμούς στο μυαλό  όλη την ώρα γυρνούσε  η σκηνή με το παιδί στο δρόμο, θα μπορούσε να είχε πεθάνει αν δεν ήταν η νοσοκόμα, πώς να ένιωθε άραγε εκείνες τις στιγμές, καταλάβαινε  τι συνέβαινε γύρω του,  πόσες φορές το είχε περάσει αυτό, πως είναι να  αντιμετωπίζεις τον θάνατο, τι σκέψεις περνούν απ το μυαλό σου; Κι ο πατέρας του  είχε τέτοιες  κρίσεις, πολλές φορές τον είχε δει να καταρρέει εκεί μπροστά αφού στέκονταν μερικές στιγμές σα χαμένος, ήταν πολύ τρομαχτικό, όποτε συνέβαινε αυτό  η μητέρα του σταυροκοπιούνταν κι έλεγε προσευχές μέχρι να συνέλθει ο άντρας της, μακάρι να πίστευε όπως εκείνη, θα ήταν πολύ ανακουφιστικό, θα τον βοηθούσε πολύ.

Πήρε το αμάξι και κίνησε για το σπίτι του, όπως οδηγούσε ανεβαίνοντας ένα ύψωμα είχε απέναντι του το φεγγάρι, κάπου είχε ακούσει ότι αυτό το λένε «φεγγάρι της συγκομιδής» γιατί είναι η εποχή που  αρχίζουν να μαζεύουν κάποιες σοδιές στα χωράφια,  ένα αεράκι άρχισε να φυσά και δρόσισε την ατμόσφαιρα,  ευτυχώς το καλοκαίρι είχε αρχίσει να φεύγει, αν κι έκανε ακόμα ζέστη επιτέλους όμως ένιωθες  το δροσερό ρεύμα να σου χαϊδεύει το δέρμα κι αυτό ήταν πολύ ευχάριστο μετά από την ταλαιπωρία της καλοκαιρινής ζέστης τόσους μήνες. Τη νύχτα άκουγε τα αυτοκίνητα που περνούσαν κάτω από το διαμέρισμα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, μόλις έκλεινε τα μάτια έβλεπε εκεί μπροστά τον πατέρα του με τα άσπρα μαλλιά και τους γυρτούς ώμους, ήθελε να τον ρωτήσει «Έ πατέρα  τι κάνουμε τώρα, πως το βλέπεις;» προσπαθώντας να μαντέψει την απάντηση του.  Του έλειπε πραγματικά κι ευτυχώς είχε προνοήσει και  του στάθηκε στα τελευταία του, αυτό τουλάχιστον το είχε καταλάβει, ήξερε ότι κάποια μέρα θα τον έχανε κι είχε κάνει ότι γινόταν για να μη νιώθει ενοχές, είχε πάει  στο νοσοκομείο, είχε κοιμηθεί και μαζί του να τον προσέχει τη νύχτα, ο γέρος είχε γίνει δύσκολος, φοβόταν τα πάντα, νόμιζε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε όλη την ώρα,  τον έστελνε έξω από το θάλαμο να δει ποιος στέκονταν εκεί πέρα κι ύστερα άρχισε να έχει  κάτι κρίσεις σαν του παιδιού που είχε δει στο δρόμο, οι γιατροί λέγανε ότι  ήταν μια αρρώστια σπάνια κι όταν τον έπιανε έπρεπε  κάποιος να βρίσκεται κοντά για να του δίνει ένα φάρμακο αλλιώς ήταν τελειωμένος γι αυτό και  δεν τον είχε αφήσει ποτέ μόνο του…

Άμα ήταν εκεί ο γέρος θα του έλεγε καμιά σοφή συμβουλή, καμιά παροιμία από κείνες τις παλιές, θα του εξηγούσε πως είχε αντέξει τόσα χρόνια που δούλευε ναυτικός, θα του έλεγε καμιά ιστορία σαν εκείνη με το φορτίο τα λεμόνια που είχαν ξεφορτώσει κάποτε στην παγωμένη Πολωνία κι οι άνθρωποι εκεί τα κοίταζαν σαν κάτι πολύτιμο, τα βάζανε στα τραπέζια στα σπίτια τους μέσα στις φρουτιέρες και τα χάζευαν,  τους φαίνονταν κάτι πολύ όμορφο, εξωτικό  και δεν ήθελαν να τα χαλάσουν δεν ήθελαν να τα κόψουν, α  εκείνες οι παλιές ιστορίες του είχαν λείψει.

Το πρωί, λίγο προτού ξημερώσει, η γυναίκα του  άνοιξε την  πόρτα της κουζίνας και τον άκουσε να παραμιλά,  «Εντάξει θα το κάνω, φοβάμαι αλλά θα το κάνω» στάθηκε από πάνω του μια στιγμή, εκείνος άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε σαστισμένος για κάμποσα δευτερόλεπτα,   «Πάλι με το μπαμπά σου μιλούσες !» του φώναξε.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Τρίτη 25 Αυγούστου 2020

JET OIL

 

Στη μεγάλη φωτιά της  Jet Oil  τότε που είχε απειληθεί  όλη η πόλη,  δεν είχε κοιμηθεί  δέκα μέρες,  ήταν καινούριος εκεί πέρα, δούλευε  στην πυρασφάλεια και καθώς είχε σημάνει συναγερμός είχαν πέσει με τα μούτρα να σώσουν ότι μπορούσαν, κάτι βλαμμένοι ηλεκτροσυγκολλητές έφταιγαν που επισκεύαζαν μια βλάβη   και μπουμπούνισαν όλο το μέρος  άντε να το σβήσεις έπειτα,  όλος ο ουρανός είχε γεμίσει μαύρο καπνό, οι φλόγες έφταναν στα ουράνια σα να υπήρχε εκεί ένας γίγαντας που σήκωνε το πελώριο ανάστημα το ,  δέος σ’  έπιανε άμα  έβλεπες από κοντά το θέαμα έλεγες ότι ήταν το τέλος του κόσμου.  Κάποιοι φώναζαν  ότι έπρεπε να εκκενωθεί η πόλη, δίπλα στα πετρέλαια υπήρχε μια αποθήκη με εύφλεκτα υλικά κι άμα ανατινάζονταν θα γινόταν ανάστα ο κύριος , ευτυχώς  δεν είχε απλωθεί η πυρκαγιά  ο κόσμος όμως είχε τρομάξει πολύ,  κοιμόταν στα πάρκα, φοβόταν να μείνει κλεισμένος στα σπίτια του. Είχαν έρθει τότε να τους βοηθήσουν και κάτι  γιουγκοσλαβικά πυροσβεστικά, από τότε τους είχε συμπαθήσει τους γιουγκοσλάβους  καθώς τους είχαν ενισχύσει πολύ, αν δεν ήταν εκείνοι δε θα μπορούσαν να κουμαντάρουν τις πελώριες φλόγες, εκείνοι την είχαν περιορίσει κι ύστερα έπιασε μια βροχή που δεν είχε ξαναδεί κανείς σα να άνοιξε μια στήλη πάνω απ’  τον ουρανό κι άδειασε το καταπέτασμα,  ήταν σαν είχε δώσει εντολή κάποιος από πάνω ψηλά ν’  άνοιξαν οι κρουνοί του ουρανού για να σβήσουν το κακό, ο κόσμος σταυροκοπιούνταν, οι γριές λέγανε ότι ήταν θαύμα.  

Όποτε έβλεπε Σέρβους θυμόταν τη φωτιά στη Jet Oil, τους θυμόταν όπως πήγαιναν  να  ξεκουραστούν  στα αποδυτήρια του διυλιστηρίου μαυρισμένοι από το ντουμάνι, καθόταν εκεί πέρα και κοίταζαν τα ψυγεία  που ήταν γεμάτα σάντουιτς και χυμούς, τους είχε κάνει μεγάλη εντύπωση,  ήταν ένα δείγμα απίστευτης αφθονία για τους φτωχούς κατοίκους της κομουνιστικής χώρας που τα έπαιρναν  όλα με το δελτίο. Τώρα πια είχαν διαλύσει το κράτος τους,  έρχονταν στο μέρος όπου παραθέριζε  μαζί με τις ψηλές γυναίκες τους κι έλιαζαν  τ άσπρα σώματα τους. Καμιά φορά τους έλεγε καμιά κουβέντα δικιά  τους που είχε μάθει από τον καιρό της πυρκαγιάς  κι ύστερα  πήγαινε μαζί με το φίλο του για ψάρι, κι  εκείνον τον είχε γνωρίσει στη Jet Oil,   ήταν καινούριος τότε κι είχε σοκαριστεί με τη φωτιά,  ο φίλος του που ήταν πιο παλιός   τον είχε στηρίξει πολύ.

 Ήταν μια περίοδος  ζόρικη,  με το που έσβησαν τις φλόγες ησύχασαν  μια μέρα όμως που πήγαν να φάνε στα αποδυτήρια βρήκαν  έναν  φάκελο  σφραγισμένο, κανείς δεν ήξερε από που είχε εμφανιστεί  κι όλοι φοβόντουσαν να τον ανοίξουν, τελικά κάποιος τον έσκισε μ έναν σουγιά και μέσα βρήκαν ένα σημείωμα γραμμένο σε γραφομηχανή από κείνες τις παλιές, το σημείωμα ήταν γεμάτο ορθογραφικά λάθη, ο τύπος που  το είχε γράψει πρέπει να ήταν  πολύ στούρνος όμως μόλις το διάβασαν όλους τους έπιασε πανικός,  έλεγε περίπου ότι ήξερε τι είχε συμβεί,  ποιος ήταν υπεύθυνος,  τι ζημιά είχε γίνει κι ότι οι υπεύθυνοι για το κακό  θα πλήρωναν,  αυτό το τόνιζε με κεφαλαία γράμματα.  Φώναξαν το σωματείο,  τη διοίκηση του εργοστασίου, τους διευθυντές,  όλοι απορούσαν ποιος είχε τολμήσει να γράψει κάτι τέτοιο ώσπου  σε μια νυχτερινή βάρδια εμφανίστηκε κάποιος της πυρασφάλειας και είπε ότι ήξερε ποιος το είχε γράψει και θα τον κανόνιζε, η δουλειά έλεγε είχε γίνει από μέσα,  το πρωί μόλις σχόλασαν πήρε το αμάξι του και πήγε να κανονίσει τον άλλον που απειλούσε όμως στο δρόμο είχε χάσει τον έλεγχο του αμαξιού κι είχε καρφωθεί σ’ ένα δέντρο,  είπαν αργότερα ότι ήταν μεθυσμένος αλλά σίγουρα έφταιγε και το κλίμα που επικρατούσε και  τους έκανε όλους νευρικούς, ήταν μια περίοδος πολύ περίεργη,  το χειρότερο ήταν ότι ο άλλος που τράκαρε δεν τους είχε πει ποτέ ποιος ήταν αυτός που υποψιάζονταν έτσι όλοι είχαν μείνει με την απορία …

 ‘’Εγώ ξέρω ποιος είχε γράψει εκείνο το γράμμα !’’ είπε έτσι στο άσχετο μια μέρα ο φίλος του αλλά δεν του είχε δώσει πολύ σημασία,  καθόταν  στο βουνό όπου  φυσούσε κρύος αέρας μες το κατακαλόκαιρο, δίπλα στο μαγαζί είχε μια βρύση με νερό παγωμένο κάτω από ένα πλατάνι τεράστιο, ο τύπος εκεί πέρα έφερνε τα καλύτερα κρέατα, κάτι μπριζόλες φοβερές και κάτι μεζέδες απίθανους, είχε δικό του κοπάδι και τα έφτιαχνε όλα μόνος του, πολύ ωραίο μαγαζί είχε φτιάξει ο τύπος, από ψηλά έβλεπες  όλη εκείνη την  πεδιάδα κάτω  που ήταν μαγική   με τα χωράφι,  τα σπίτια και πέρα  μακριά τη θάλασσα πνιγμένη μες την ομίχλη του καλοκαιριού. Από κει ψηλά έβλεπε καπνούς να βγαίνουν,  κάποιοι ανεγκέφαλοι χωρικοί έκαιγαν τις καλαμιές δηλαδή τα θερισμένα χωράφια τους, μαζί με το φίλο του κοίταζαν το θέαμα .

Περνούσαν καλά  μονάχα  που η ορεινή διαδρομή ήταν ταλαιπωρία ν’  ανέβεις εκεί πάνω,  ο δρόμος ήταν χάλια, μια φορά που είχαν χαθεί πήγαν από έναν χωματόδρομο και παρά λίγο να το διαλύσουν το αμάξι καθώς έβρισκε σε κάτι πέτρες κι έγδαρε την κοιλιά του, κάτι είχε πειραχτεί κι ακούγονταν ήχοι περίεργοι, ψάχνοντας  συνεργείο μέσα στη ζέστη  κατέβηκαν κάτω κατά τη θάλασσα σ’ ένα μέρος έρημο,  μόνο σπίτια κλειστά και πόρτες κλειδωμένες,  σκυλιά γαύγιζαν πίσω από κιγκλιδώματα, τελικά το βρήκαν το γκαράζ,  ήταν σ’  ένα μέρος απομονωμένο κι είχε ένα χώρο όπου ο μηχανικός σήκωνε  τα αμάξια ψηλά  και τα κοιτούσε από κάτω όμως κανείς δεν ήταν εκεί πέρα, μια ταμπέλα έγραφε ότι το συνεργείο άνοιγε στις πέντε έπρεπε λοιπόν να περιμένουν, άρχισαν να κόβουν βόλτες γύρω από το αμάξι, γύρω δε φαινόταν ψυχή μονάχα  ένας  παλαβός  περπατούσε μες την κάψα βαστώντας κάτι σακούλες, σίγουρα δεν πήγαινε καλά.

‘’Εγώ ξέρω ποιος το έγραψε εκείνο το γράμμα τότε μετά τη φωτιά’’  είπε  ξανά ο φίλος του κι αυτή τη φορά γύρισε και τον κοίταξε με απορία,  ‘’Καλά ρε είσαι ηλίθιος,  έχουν περάσει τόσα χρόνια και δε μίλησες, τι ε σ’  έπιασε τώρα!’’ – ‘’Ξέρεις ποιος ήτανε τελικά,  η ξανθιά που είχε το κυλικείο’’  συνέχισε ο άλλος  σα να μιλούσε στον εαυτό του  ‘’Την είχα γκόμενα εκείνον τον καιρό,  εκείνη το είχε γράψει γιατί θέλανε να τη διώξουν και  τους είχε άχτι,  ούτε που είχε σκεφτεί ότι θα γινόταν τόση φασαρία κι ο άλλος ο ανεγκέφαλος θα στούκαρε πάνω στο δέντρο,  δεν το είπα ποτέ  γιατί θα έμπλεκε η γυναίκα,  τόσα χρόνια το βαστώ μέσα μου   θα έσκαγα αν δεν το έλεγα σε κάποιον !’’ Άναψε ένα τσιγάρο και κάθισε στο κάθισμα του αυτοκινήτου, η πόρτα ήταν ανοιχτή κι από τη θάλασσα πέρα  ερχόταν ένα αεράκι δροσερό, ώστε αυτή ήταν λοιπόν, τη θυμόταν την τύπισσα,  μια ωραία ψηλή αλλά απόμακρη,  κανείς δεν της μιλούσε έμοιαζε λίγο ψυχρή,  και που το είχε σκεφτεί η άτιμη,  καλά άμα  θέλουν να σου κάνουν ζημιά οι γυναίκες θα βρουν τον τρόπο,  κι όσο θυμόταν πόσο είχαν τρομάξει,  τώρα βέβαια του φαίνονταν αστείο αλλά τότε είχαν χάσει τον ύπνο τους,  ήταν σαν τα θρίλερ που βλέπεις στην τηλεόραση.

Ο φίλος του ήρθε κοντά και του έδωσε τσιγάρο,  είχε όρεξη να μιλήσει τώρα που είχε  ανοίξει το καπάκι κι όλα έβγαιναν  στην επιφάνεια,  ‘’Ήμασταν ένα βράδυ  στο σπίτι της, εγώ δεν έχω κοιμηθεί μιλάμε πόσες μέρες και πέφτω ξερός στο κρεβάτι της, ξυπνώ κάποια στιγμή μες τη νύχτα και τη  βλέπω  στο γραφείο της να κοπανά με μανία κάτι σε μια παλιά γραφομηχανή που είχε εκεί πέρα, έβλεπα μόνο την πλάτη της αλλά καταλαβαίνω  ότι είναι ξαναμμένη,  δε μιλώ και περιμένω, μόλις φεύγει  για λίγο σηκώνομαι και βλέπω τι γράφει, αυτά που είχε δακτυλογραφήσει  τότε ήταν πολύ χειρότερα,  ‘’Θα πληρώσετε, δηλητηριάσατε την πόλη,  τα ξέρω όλα,  οι πυροσβεστήρες ήταν χαλασμένοι, θα σας κλείσω  τα σπίτια, θα πεθάνετε !’’ θυμάμαι ότι έγραφε,  απειλούσε θεούς και δαίμονες, είχα ανατριχιάσει,  το άλλο  γράμμα που έστειλε ήταν λιγότερο  τρομαχτικό,  στεκόμουν εκεί στα σκοτεινά και σκεφτόμουν ‘’ Δε πάει καλά η  γυναίκα!’’  και μετά από δυο μέρες βλέπω εκείνο τον φάκελο  στα αποδυτήρια, αμέσως κατάλαβα κι έλεγα μέσα μου  ‘’Καλά η γυναίκα είναι τρελή, θα τη χώσουν μέσα, θα βρει άσχημο μπελά !’’  όμως για κάποιο λόγο εκείνη η υπόθεση έμεινε έτσι, δεν το ψάξανε μες το χαμό  και το άφησαν,   όσο για τον άλλον  που σκοτώθηκε ο τύπος ήταν αλκοολικός οπότε δεν μπορείς να πεις ότι έφταιγε εκατό τοις εκατό το γράμμα κι έπειτα τι ψάχνεις να βρεις, πέρασε τόσος καιρός, το πράγμα ξεχάστηκε μόνο που να,  το κουβαλώ τόσα χρόνια μέσα μου κι ήθελα να το βγάλω, εκείνη είχε δυο παιδιά,  είχε χωρίσει οπότε φοβόταν τι θα έκανε αν την έδιωχναν, έμαθα ότι έφυγε στη Γερμανία, παντρεύτηκε  κάποιον εκεί πέρα,  μια μέρα τώρα τελευταία που περπατούσα στην παραλία τη βλέπω να περνά δίπλα μου, φορούσε μάσκα στο πρόσωπο για τον ιό όμως εγώ τη γνώρισα, ποτέ δεν ξεχνώ πρόσωπα, έκανε ότι δε με είδε  όμως εγώ το είδα στα μάτια της ότι  φοβόταν,  ήξερε ότι  την είχα δει εκείνο το βράδυ.’’

Για λίγο δε μίλησε κανένας, μονάχα το αεράκι που περνούσε ανάμεσα από τις  φυλλωσιές έσπαζε τη σιωπή,  ‘’Να λοιπόν που όλα τα μυστήρια έχουν κάποια απάντηση!’’ είπε αυτός σα να μονολογούσε κι  ο φίλος του συμφώνησε μ’ ένα νεύμα,  από μακριά έβλεπαν ένα σύννεφο μαύρο να απλώνεται και μια στήλη νερού να πέφτει κάθετα σε κάποιο σημείο της θάλασσας,  ‘’Θυμάσαι ρε!’’ είπε στο φίλο του «Έτσι δεν έπεφτε και στην πυρκαγιά ;» ο άλλος χαμογέλασε’’ ‘’Ξέρεις τι σκεφτόμουν τότε;’’ είπε χαμηλόφωνα, ‘’Αυτός που κατεβαίνει απ’  αυτή τη στήλη του μαύρου σύννεφου είναι ο θεός,  έρχεται να πλύνει τις αμαρτίες μας’’.     

Σάββατο 8 Αυγούστου 2020

BMW E32

 

 Τα καλοκαίρια που είχε άδεια δεν πήγαινε πουθενά, καθόταν ώρες πολλές μέσα στο διαμέρισμα, δεν του άρεσε η θάλασσα ούτε η ηλιοθεραπεία μέσα στη ζέστη, η γυναίκα του πήγαινε για μπάνιο με μια φίλη της αλλά αυτός βαριόταν, μερικές φορές που είχε πάει  του έχε φανεί απίστευτα πληκτικό,  βαρέθηκε τη ζωή του ! Αυτός καθόταν όλη μέρα μέσα στο σπίτι κι ούτε που τον ένοιαζε,  έβλεπε κάτι ταινίες,  άκουγε ειδήσεις, έκανε καμιά δουλειά,  κανένα μερεμέτι,  έβαζε και τον  κλιματισμό και δεν ήθελε να τον ζαλίζει κανένας,  ήταν λίγο μονόχνοτος, λίγο κλειστός,  η μοναξιά ήταν το μόνο που δεν τον πείραζε,  μπορούσε να περάσει μέρες πολλές έτσι κλεισμένος χωρίς να βαρεθεί. Έκλεινε τα παντζούρια  κι από τις γρίλιες παρακολουθούσε τους γείτονες, πολλοί καθόταν στο μπαλκόνι  κι έψαχναν στα κινητά τους, οι γυναίκες άπλωναν ρούχα,  δεν έκανε φασαρία και νόμιζες ότι  δεν υπήρχε κανείς στο σπίτι του. Ξυπνούσε πολύ νωρίς, κατά τις πέντε μισή κι έβγαινε μια βόλτα, εκείνη ήταν η καλύτερη ώρα για να περπατήσεις, το  φεγγάρι κατέβαινε κατά τη δύση και φώτιζε τη θάλασσα, στο δρόμο έβλεπες κάτι εργάτες που ξεκινούσαν  βαριεστημένα  για τη δουλειά,  αυτή ήταν   η καλύτερη ώρα,  μερικές φόρες έτρεχε ελαφρά,  καθώς δεν έκανε εκείνη την καταραμένη ζέστη του μεσημεριού δεν φοβόσουν μη μουσκευτείς στον ιδρώτα,  περνούσε από ένα μέρος όπου υπήρχαν νυχτερινά μαγαζιά κι έβλεπε του ξενυχτισμένους πιτσιρικάδες  να τρώνε σε κάτι φαγάδικα, μια φορά είχε βρει και κάτι λεφτά πεσμένα ‘’Τι να σας κάνω παιδιά’’ σκέφτηκε ‘’Ας προσέχατε !’’

Πάντα έτσι γίνονταν, το καλοκαίρι ο κόσμος τρελαίνονταν κι ήθελε να φύγει όπου νάναι, λένε ότι με τη ζέστη συμβαίνουν  τα περισσότερα εγκλήματα, χάνεις τη ψυχραιμία σου, τον έλεγχο, θέλεις να ξεσπάσεις, το χειμώνα που οι θερμοκρασίες είναι πιο χαμηλές το σώμα είναι πιο ήρεμο, δεν τρελαίνεσαι έτσι εύκολα. Έπειτα ήταν και ο ιός που εμπόδιζε τον κόσμο να μετακινείται, να φεύγει, όταν μπορείς να φεύγεις ξέρεις ότι έχεις μια διέξοδο,  μπορείς να δραπετεύσεις, να δεις ένα άλλο μέρος, να κάνεις κάτι διαφορετικό, να χαλαρώσεις, ν’ αλλάξεις ατμόσφαιρα,  όταν σου λένε καλύτερα να μη πας πουθενά είναι πιο δύσκολα. Ο κόσμος δεν έφευγε όμως  οι δρόμοι  ήταν άδειοι, ελάχιστοι κυκλοφορούσαν  όπως κάθε καλοκαίρι, μονάχα κάτι κορίτσια από εταιρείες τηλεφωνικές χτυπούσαν τα κουδούνια προσπαθώντας να κλείσουν κανένα συμβόλαιο,  αυτός πάντα τους άνοιγε,  τα λυπόταν,  το είχε κάνει κι αυτός ένα φεγγάρι, τα νέα παιδιά ήταν πάντα αποφασισμένα καθώς  ξεκινούσαν τη ζωή και δεν πτοούνταν εύκολα. 

Μια μέρα ένα κορίτσι που του χτύπησε  του ζήτησε ένα ποτήρι νερό,  ‘’Βεβαίως’’  είπε κι έβγαλε ένα  μπουκάλι παγωμένο,  το κορίτσι ήπιε,’’ Μήπως θέλεις  ακόμα ένα;’’ του έδωσε δεύτερο   και είδε τα  μάτια του να φωτίζονται σα να πήρε την ενέργεια που χρειαζόταν, καλά άμα ήταν εκεί η  γυναίκα του θα του φώναζε ‘’Γιατί  του άνοιξες;  Από ποιο ποτήρι ήπιε; Το έπλυνες καλά; Μήπως μπήκε μέσα όσο ήσουν στο ψυγείο; Αυτά δεν   θέλουν πολύ’’. Αυτό δεν το καταλάβαινε, ο κόσμος είχε γίνει τόσο καχύποπτος, παλιά δεν ήταν έτσι, θυμόταν τον εαυτό του  όταν μοίραζαν  διαφημιστικά πριν τριάντα τόσα χρόνια ο κόσμος άνοιγε τις πόρτες, δεν έκανε έτσι σαν παλαβός, τώρα όλοι είχαν κλειστεί στο καβούκι τους,  λέγανε βέβαια  ότι παλιά γινόταν και πιο πολλές κλοπές κι άλλα εγκλήματα, φόνοι, βιασμοί, επειδή οι άνθρωποι δεν  φυλάγονταν τόσο πολύ, κάπου θα υπήρχαν στατιστικά, ποιος ξέρει όμως κι αυτό ήταν παλαβό,  όταν ζούσε μόνος του άνοιγε πάντα την εξώπορτα κι όλοι τον κράζανε ότι δεν πάει καλά, δεν μπορούσε να πει όχι  σε κάποιον που ζητούσε βοήθεια, από τότε που ζούσε με τη γυναίκα άλλαξε, εκείνη φοβόταν, ήταν πολύ καχύποπτη όπως κι όλος ο  κόσμος βέβαια…

‘’Αχ κύριε μπορώ δυο λεπτά  να καθίσω;’’  είπε το κορίτσι αφού ήπιε το νερό ‘’ Δεν θα σας ενοχλήσω, μια ανάσα να πάρω’’ –‘’Εντάξει’’ της είπε κοιτάζοντας την παρατηρητικά,  τι θα μπορούσε να του κάνει ένα κοριτσάκι,  του έφερε ένα  σκαμπό και το κορίτσι κάθισε,  ‘’Αν σας πως τι μου έτυχε..’’ άρχισε να λέει το κορίτσι που είχε όρεξη,  ‘’Θέλω να το πω σε κάποιον,  ήμουνα εδώ λίγο πιο πάνω ξέρετε που δεν έχει πολλά σπίτια,  εκεί κοντά είναι ένα βενζινάδικο και πήγα να μιλήσω σε κάποιον μήπως ενδιαφέρονταν για το τηλέφωνο κι εκεί ξέρετε τι έγινε,  ένα αμάξι σαραβαλιασμένο  ήρθε με φορά κατά πάνω μου έτσι χωρίς  λόγο,  δεν υπήρχε κανείς  εκεί πέρα και φοβήθηκα,  έτρεξα πίσω από ένα εκκλησάκι κι εκείνο πέρασε με φόρα από δίπλα μου,  ήταν  πολύ τρομαχτικό και το πιο περίεργο ήταν ότι δεν μπορούσα να δω ποιος οδηγούσε σα να πήγαινε το αμάξι μόνο του,  καλά πήρα μια τρομάρα!’’ συνέχισε το κορίτσι κα μετά σηκώθηκε ‘’Σας ευχαριστώ!’’ είπε κοιτάζοντας τον στα μάτια και βιάστηκε να φύγει σα να φοβόταν μη του γίνει βάρος. 

 Έμεινε μόνος  και σκεφτόταν, τι ήταν πάλι αυτή η ιστορία με το αμάξι, το ήξερε το μέρος,  ήξερε και το βενζινάδικο, κάποτε σκοτώνονταν στη δουλειά επειδή από κει περνούσε ένας δρόμος που πήγανε κατά τη θάλασσα από τότε όμως που είχαν φτιάξει μια παράκαμψη ο δρόμος είχε νεκρώσει και κανείς σχεδόν δεν τον χρησιμοποιούσε γι αυτό και είχαν κλείσει και το βενζινάδικο. Αναρωτιόταν αν  έλεγε αλήθεια το κορίτσι κι αν ήταν έτσι  ποιος παλαβιάρης το είχε τρομάξει, κι έπειτα  τι αμάξι ήταν εκείνο που δε φαινόταν ο οδηγός του, αν ήταν έτσι σαραβαλιασμένο όπως είχε πει η κοπέλα τότε θα βρισκόταν κάπου εκεί κοντά σε κάτι σπίτια όπου έμεναν  δυο πρεζόνια ,  η περιέργεια του γινόταν όλο και μεγαλύτερη, καθώς  δεν είχε δουλειά αποφάσισε να πάει να ρίξει μια ματιά .  

 Ήταν μεσημέρι προς απόγευμα, η χειρότερη ώρα για να βγεις έξω, πήρε το μηχανάκι του και ξεκίνησε για  το βενζινάδικο που απείχε δέκα λεπτά με το μηχανάκι, οι αντλίες ήταν εκεί σκουριασμένες  στη μέση του πουθενά, μέσα στη ζέστη και στη θολούρα το μέρος  θύμιζε κάτι εγκαταλειμμένες  πόλεις στην Αμερική όπου μοναχά ο αέρας ακούγεται. Πήγε κι έψαξε το σημείο κοντά στο εκκλησάκι εκεί  που του είπε η κοπέλα,  βρήκε τις ροδιές του  αμαξιού που είχαν σκάψει το χώμα μετά από κάποιο φρενάρισμα,  αυτό πρέπει να ήταν, είχε περάσει ξυστά  από το κουβούκλιο,  από κάτω  υπήρχε ένας γκρεμός όχι  απότομος αλλά   ήταν επικίνδυνα, άμα έπεφτες από κει κάτω στο ρέμα άντε γεια.

Εκείνη  τη στιγμή δεν φυσούσε καθόλου σαν να είχε στερέψει κάθε ανάσα της φύσης, ξαφνικά τον έπιασε μια δίψα, ήξερε ότι πίσω από το βενζινάδικο είχε μια βρύση και σκέφτηκε να πάει κατά κει μήπως υπήρχε καθόλου νερό,  καθώς κοιτούσε κατά τη ρεματιά άκουσε έναν θόρυβο και γυρίζοντας είδε το αμάξι, ήταν ένα από κείνα τα παλιά μοντέλα της BMW με την μούρη που θύμιζε  ρύγχος καρχαρία,  κάποτε χαλούσαν κόσμο, κι ο πατέρας του είχε ένα τέτοιο αλλά το είχε πουλήσει σε κάποιον συλλέκτη, ερχόταν  σιγά- σιγά προς το μέρος του και την τελευταία στιγμή έστριψε και ήρθε  φουλαριστό κατά πάνω του,  πέρασε δίπλα του και καρφώθηκε σε ένα κούτσουρο κάποιου κομμένου δέντρου.  Καλά ο τύπος ήταν ψυχάκιας, τώρα είχε  θυμώσει πολύ,  έτρεξε κατά το χτυπημένο σαράβαλο που είχε ακινητοποιηθεί  όμως δε μπορούσε να δει τίποτα στο εσωτερικό του,  τα τζάμια  ήταν ανεβασμένα και μια σκοτεινή φιγούρα φαινόταν μόνο να κινείται,  ο άλλος πρέπει να είχε χτυπήσει,  άνοιξε  την πόρτα  και τον  είδε επιτέλους καθαρά,  ήταν ένας γκριζομάλλης κάπου πενήντα- εξήντα χρονών μ’  ένα  άσπρο φανελάκι, πρώτη φορά τον έβλεπε και πρόσεξε ότι  το ένα μάτι του ήταν σα χαλασμένο,  τον άρπαξε από τους ώμους  και τον έριξε κάτω, είχε μια μανία με τον τύπο  που παραλίγο να τον σκοτώσει ο άλλος όμως ήταν δυνατός σα διάβολος,  σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι του,  νόμιζε ότι τον είχε κανονίσει όμως ο άγνωστος  ήταν ταύρος, γύρω δε φαινόταν ψυχή,  την είχε βαμμένη, πως είχε μπλέξει έτσι στα καλά καθούμενα;

Το μυαλό του δούλευε πολύ γρήγορα αντιμετωπίζοντας αυτόν τον τύπο που του φαίνονταν ότι  ενσάρκωνε το απόλυτο κακό, πως γίνεται να υπάρχει στον άνθρωπο αυτό το αίσθημα να θέλεις να προκαλέσεις πόνο στον άλλον κι αυτό να σου προκαλεί ικανοποίηση, πως είχε φτιάξει  η φύση τούτα  τα πλάσματα τόσο άσχημα και πως μπορούσες να προστατευτείς απ’ αυτά, αν είχε χρόνο θα  ανέλυε  περισσότερο  αυτό που συνέβαινε όμως εδώ δεν είχε τέτοια πολυτέλεια, καθώς ο άλλος ετοιμάζονταν να του ριχτεί ξανά δυο ορτύκια πετάχτηκαν μέσα απ’  τα χόρτα κι άρχισαν να περπατούν πανικόβλητα στην αντίθετη κατεύθυνση, για έναν παράξενο λόγο ο τύπος με το φανελάκι σάστισε για μια στιγμή κι αυτό του έδωσε χρόνο να τρέξει κατά το μηχανάκι, έβαλε μπρος κι αναπτύσσοντας ταχύτητα όρμησε  κατά πάνω του, τον χτύπησε με όλη τη  φόρα που είχε, ο άλλος πετάχτηκε στην άκρη του δρόμου κι ούτε γύρισε να κοιτάξει τι απέγινε, απλά γκάζωσε κι εξαφανίστηκε από κείνο το καταραμένο μέρος.  Ο  αέρας που φυσούσε στο πρόσωπο του σα να δρόσισε το μυαλό του, γύρισε μια τελευταία φορά να δει τι γινόταν και είδε εκείνο τον τύπο με το φανελάκι να σηκώνεται παραπατώντας ενώ το  σαραβαλιασμένο του αμάξι  στέκονταν απειλητικά  ακίνητο,  θα το σκεφτόταν πολύ να ξαναπεράσει από κει πέρα.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...