Πέμπτη 17 Σεπτεμβρίου 2020

ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΗΣ ΣΥΓΚΟΜΙΔΗΣ

 

Τελευταία σκέφτονταν  συνέχεια τον πατέρα του κάθε μέρα σχεδόν, τον σκεφτόταν όλη την ώρα, θυμόταν στιγμές από τότε που ήταν πολύ μικρός και τον θαύμαζε όταν τον έβλεπε εκεί πέρα με τα άσπρα του τα γένια και τα μαλλιά να τρέχει στα χωράφια και να χαμογελά, ήταν ωραίος πάντα μ’ εκείνες τις μπότες και την τραγιάσκα που φορούσε, όλο κάποια δουλειά έκανε ποτέ δεν καθόταν άπραγος.  Τα βράδια  τον έβλεπε  στον ύπνο του,  ένιωθε σα να χρειαζόταν μια στήριξη,  σ’ όλη του τη ζωή  δεν ήθελε να εξαρτάται από τους άλλους όμως όπως και να το κάνεις η πατρική φιγούρα όσο γερασμένη κι αν είναι σου δίνει κουράγιο, σκέφτεσαι «Όπως πέρασε τη ζωή του εκείνος μ’  όλες τις δυσκολίες  μπορώ κι εγώ να τα καταφέρω  το ίδιο καλά».

Αυτό το πράγμα είχε τραβήξει κάμποσο καιρό,  πάνω από ένα χρόνο, κανονικά είναι ωραίο να θυμάσαι τις παιδικές αναμνήσεις  τότε που όλα ήταν όμορφα και καθαρά όμως καμιά φορά καταντά σπαστικό όταν γίνεται όλη την ώρα και μ’ έναν τρόπο επίμονο, του την είχε δώσει, ήθελε να τις διώξει  τις αναμνήσεις, δε μπορείς να ζήσεις κολλημένος στο παρελθόν εκείνες όμως εξακολουθούσαν να έρχονται όλη την ώρα. Ευτυχώς η μάνα του ζούσε ακόμα και τούτο  ήταν σημαντικό, είχε ένα σημείο αναφοράς να θυμάται από πού ξεκίνησε και που είχε φτάσει όμως τώρα κάτι είχε πάθει μέσα του σα να ετοιμάζονταν για μια καινούρια περιπέτεια στη ζωή του κι ήθελε ακόμα λίγο χρόνο προτού ξεκινήσει γι αυτό ίσως σκέφτονταν συνέχεια τον πατέρα του.

Και να φανταστείς ότι όσο ζούσε δεν είχαν και πάρα πολλές παρτίδες, ποτέ δεν ήσαν και πολύ  δεμένοι όμως ο γέρος του έλεγε κάτι κουβέντες που του είχαν μείνει,  χάρη σ’ εκείνες τις συμβουλές τα είχε βγάλει πέρα στα πολύ δύσκολα, ένα διάστημα ένιωθε ότι τα λόγια του γέρου ήταν λύση σε όλα τα προβλήματα του, μια συμβουλή μάλιστα που του είχε δώσει ο γέρος τον είχε ξελασπώσει σε μια φάση δύσκολη,  όταν του την είχε πει  ένιωσε  σα να φωτίζεται ο νους του, «Δεν υπάρχει πρόβλημα που να μη  λύνεται στο βάθος του χρόνου» του είχε πει «Άστο  εκεί πέρα κι ασχολήσου με κάτι  άλλο,  εκείνο θα βρει τη λύση του με τον καιρό» ήταν πολύ σοφή κουβέντα, που την είχε σκεφτεί ο γέρος, ούτε βιβλία διάβαζε ούτε μορφωμένος ιδιαίτερα ήτανε όμως είχε κάτι αναλαμπές που σ’ έκαναν να τρελαίνεσαι και να λες «Είναι δυνατόν τώρα να το σκέφτηκε αυτό ο άνθρωπος ;»

Περνούσε  μια περίεργη φάση και τον είχε επηρεάσει και στη δουλειά, οι άλλοι το είχαν καταλάβει, το αφεντικό τον στραβοκοίταζε,  μια νύχτα  που σχολούσε  είδε κόσμο μαζεμένο  έξω από το γραφείο του, ένα ασθενοφόρο είχε σταματήσει στα σκοτεινά με τα φώτα του  να αναβοσβήνουν, άνθρωποι ήταν μαζεμένοι γύρω από κάποιον ξαπλωμένο στην άσφαλτο, πλησίασε και  είδε δυο διασώστες που προσπαθούσαν να συνεφέρουν  έναν τύπο  πιέζοντας το στήθος του,  από τα μπαλκόνια οι γυναίκες  παρακολουθούσαν  και κάτι γριές  κλαίγανε καθώς οι νοσοκόμοι  πάλευαν  να σώσουν μια ζωή, κάποιος είχε ανάψει ένα φως δυνατό πάνω από τον πεσμένο  για να βλέπουν τι κάνουν, όλο το σκηνικό ήταν παράξενο, όλοι φαίνονταν ανήσυχοι, ένας γέρος έλεγε  ότι ήταν ένα παιδί νεαρό που  είχε χτυπηθεί από κάποιο αμάξι, σε λίγο έφτασε ένα ακόμα ασθενοφόρο κι από μέσα του πετάχτηκαν δυο τύποι με στολές πράσινες που πλησίασαν το πεσμένο παιδί.

Πλησίασε  πιο κοντά  και είδε  μια τύπισσα που πρέπει να ήταν πολύ πεπειραμένη,  κρατούσε το παιδί από το κεφάλι, τελικά δεν είχε χτυπηθεί, ήταν μάλλον επιληπτικό, είχε κάποια κρίση και η γυναίκα προσπαθούσε να του δώσει κάτι με μια σύριγγα, γνώριζε από τον πατέρα του πως είναι μια τέτοια κρίση,  πολλές φορές τον είχε σώσει τότε που τον νοσηλεύανε σε μια κλινική. Η γυναίκα που φαίνονταν ότι ήξερε τι  κάνει ήταν γονατισμένη στην άσφαλτο ενώ οι άλλοι κρατούσαν το στόμα του παιδιού ανοιχτό για να του δώσει το φάρμακο όμως το παιδί   κουνιόταν συνέχεια ταρακουνώντας όλο το σώμα του πολύ απότομα, τότε  εκείνη η τύπισσα γύρισε το παιδί στο πλάι κι έβαλε ένα μπουφάν σα μαξιλάρι κάτω απ το κεφάλι του. Το παιδί συνέχιζε να ταρακουνιέται κι ήταν σα σφιγμένο και άκαμπτο, η γυναίκα  του έκανε κάτι μαλάξεις στο μέρος της κοιλιάς ενώ του μιλούσε πολύ ήρεμα προσπαθώντας να το καθησυχάσει, ύστερα το γύρισε ανάσκελα κι από μια τσάντα έβγαλε μια σύριγγα κόκκινη, με το αριστερό της χέρι κρατούσε το σαγόνι ενώ με το δεξί  προσπαθούσε να του ανοίξει το στόμα και να του δώσει το υγρό, τελικά άδειασε το περιεχόμενο και περίμενε εκεί πέρα υπομονετικά καθώς το παιδί λίγο- λίγο ηρεμούσε,  η γυναίκα σήκωσε το βλέμμα και κοίταξε γύρω της τους τραυματιοφορείς, φαίνονταν πολύ σίγουρη για ότι έκανε, έδωσε μια εντολή κι κείνοι έτρεξαν να πιάσουν το φορείο, το παιδί τώρα έβγαζε κάτι ήχους ασυνάρτητους καθώς η κρίση έμοιαζε να περνά, η γυναίκα το γύρισε ξανά στο πλάι, έβαλε την παλάμη της στο μέτωπο,  του είπε κάτι σ’ ένα τόνο τρυφερό κι εκείνο σα να ανταποκρίθηκε, η γυναίκα  χάιδεψε λίγο το κεφάλι του  παιδιού κι εκείνο επιτέλους  άνοιξε τα μάτια του, οι τραυματιοφορείς το σήκωσαν μαλακά, το  φόρτωσαν  στο δεύτερο όχημα κι έφυγαν με τη σειρήνα να τσιρίζει στριφογυρίζοντας.

Όλο αυτό κράτησε γύρω στα δύο-τρία λεπτά όμως ήταν πολύ έντονο, πολύ αλλόκοτο, πιο μεγάλη  εντύπωση του είχε κάνει εκείνη η γυναίκα, η ψυχραιμία της, οι κινήσεις της, μια τέτοια γυναίκα ρε φίλε είναι μεγάλη υπόθεση. Δεν ήθελε να πάει ακόμα σπίτι του και σταμάτησε σ’ ένα προποτζίδικο να χαζέψει λίγο, σταματούσε κάθε βράδυ μια στιγμή εκεί πέρα ν’ αδειάσει λίγο το μυαλό του,   κάτι τύποι αξύριστοι και κάτι άλλοι ξένοι, αλβανοί σίγουρα, ήταν καρφωμένοι στις οθόνες που έδειχναν νούμερα όλη την ώρα κάνα δυο έβλεπαν ένα παιχνίδι ποδοσφαίρου, μια γάτα έξω από το τζάμι του μαγαζιού κοίταζε μέσα σαν κάτι να περίμενε.

Ήθελε ένα τσιγάρο όμως εκεί μέσα  δεν επιτρέπονταν, πήρε ένα χαρτάκι κι άρχισε να συμπληρώνει νούμερα, γύρω  επικρατούσε ησυχία, όλοι έβλεπαν στις οθόνες περιμένοντας να κερδίσουν κάτι, όπως έβλεπε τους αριθμούς στο μυαλό  όλη την ώρα γυρνούσε  η σκηνή με το παιδί στο δρόμο, θα μπορούσε να είχε πεθάνει αν δεν ήταν η νοσοκόμα, πώς να ένιωθε άραγε εκείνες τις στιγμές, καταλάβαινε  τι συνέβαινε γύρω του,  πόσες φορές το είχε περάσει αυτό, πως είναι να  αντιμετωπίζεις τον θάνατο, τι σκέψεις περνούν απ το μυαλό σου; Κι ο πατέρας του  είχε τέτοιες  κρίσεις, πολλές φορές τον είχε δει να καταρρέει εκεί μπροστά αφού στέκονταν μερικές στιγμές σα χαμένος, ήταν πολύ τρομαχτικό, όποτε συνέβαινε αυτό  η μητέρα του σταυροκοπιούνταν κι έλεγε προσευχές μέχρι να συνέλθει ο άντρας της, μακάρι να πίστευε όπως εκείνη, θα ήταν πολύ ανακουφιστικό, θα τον βοηθούσε πολύ.

Πήρε το αμάξι και κίνησε για το σπίτι του, όπως οδηγούσε ανεβαίνοντας ένα ύψωμα είχε απέναντι του το φεγγάρι, κάπου είχε ακούσει ότι αυτό το λένε «φεγγάρι της συγκομιδής» γιατί είναι η εποχή που  αρχίζουν να μαζεύουν κάποιες σοδιές στα χωράφια,  ένα αεράκι άρχισε να φυσά και δρόσισε την ατμόσφαιρα,  ευτυχώς το καλοκαίρι είχε αρχίσει να φεύγει, αν κι έκανε ακόμα ζέστη επιτέλους όμως ένιωθες  το δροσερό ρεύμα να σου χαϊδεύει το δέρμα κι αυτό ήταν πολύ ευχάριστο μετά από την ταλαιπωρία της καλοκαιρινής ζέστης τόσους μήνες. Τη νύχτα άκουγε τα αυτοκίνητα που περνούσαν κάτω από το διαμέρισμα, δεν μπορούσε να κοιμηθεί, μόλις έκλεινε τα μάτια έβλεπε εκεί μπροστά τον πατέρα του με τα άσπρα μαλλιά και τους γυρτούς ώμους, ήθελε να τον ρωτήσει «Έ πατέρα  τι κάνουμε τώρα, πως το βλέπεις;» προσπαθώντας να μαντέψει την απάντηση του.  Του έλειπε πραγματικά κι ευτυχώς είχε προνοήσει και  του στάθηκε στα τελευταία του, αυτό τουλάχιστον το είχε καταλάβει, ήξερε ότι κάποια μέρα θα τον έχανε κι είχε κάνει ότι γινόταν για να μη νιώθει ενοχές, είχε πάει  στο νοσοκομείο, είχε κοιμηθεί και μαζί του να τον προσέχει τη νύχτα, ο γέρος είχε γίνει δύσκολος, φοβόταν τα πάντα, νόμιζε ότι κάποιος τον παρακολουθούσε όλη την ώρα,  τον έστελνε έξω από το θάλαμο να δει ποιος στέκονταν εκεί πέρα κι ύστερα άρχισε να έχει  κάτι κρίσεις σαν του παιδιού που είχε δει στο δρόμο, οι γιατροί λέγανε ότι  ήταν μια αρρώστια σπάνια κι όταν τον έπιανε έπρεπε  κάποιος να βρίσκεται κοντά για να του δίνει ένα φάρμακο αλλιώς ήταν τελειωμένος γι αυτό και  δεν τον είχε αφήσει ποτέ μόνο του…

Άμα ήταν εκεί ο γέρος θα του έλεγε καμιά σοφή συμβουλή, καμιά παροιμία από κείνες τις παλιές, θα του εξηγούσε πως είχε αντέξει τόσα χρόνια που δούλευε ναυτικός, θα του έλεγε καμιά ιστορία σαν εκείνη με το φορτίο τα λεμόνια που είχαν ξεφορτώσει κάποτε στην παγωμένη Πολωνία κι οι άνθρωποι εκεί τα κοίταζαν σαν κάτι πολύτιμο, τα βάζανε στα τραπέζια στα σπίτια τους μέσα στις φρουτιέρες και τα χάζευαν,  τους φαίνονταν κάτι πολύ όμορφο, εξωτικό  και δεν ήθελαν να τα χαλάσουν δεν ήθελαν να τα κόψουν, α  εκείνες οι παλιές ιστορίες του είχαν λείψει.

Το πρωί, λίγο προτού ξημερώσει, η γυναίκα του  άνοιξε την  πόρτα της κουζίνας και τον άκουσε να παραμιλά,  «Εντάξει θα το κάνω, φοβάμαι αλλά θα το κάνω» στάθηκε από πάνω του μια στιγμή, εκείνος άνοιξε τα μάτια και την κοίταξε σαστισμένος για κάμποσα δευτερόλεπτα,   «Πάλι με το μπαμπά σου μιλούσες !» του φώναξε.   

 

 

 

 

 

 

 

 

 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...