Τρίτη 28 Μαρτίου 2023

ΧΑΙΡΟΝΥΜΦΙΑ

 

Μέσα στο σπίτι δεν υπήρχε κανένας, ακούγονταν μονάχα κάτι χτυπήματα ρυθμικά και κάτι άλλοι  ήχοι σαν ανάσες. Τα χτυπήματα προέρχονταν  από ένα σωρό ρολόγια με εκκρεμές που υπήρχαν  εκεί πέρα και πηγαινοέρχονταν ακατάπαυστα, οι ανάσες όμως δεν μπορούσε να καταλάβει από που έβγαιναν. Το σπίτι βρίσκονταν  πίσω από τη μικρή εκκλησία του χωριού, σ’ ένα σημείο κάπως απομονωμένο κι εκεί έμενε η Χαρούλα,  μια κουκλάρα που είχε κάνει άνω κάτω το σχολείο τους. Πήγαινε εκεί πέρα κάθε μέρα κουβαλώντας ένα τάπερ πορτοκαλί με γάλα από τις κατσίκες τους για τον πατέρα της Χαρούλας που είχε ένα θέμα με το στομάχι του και μπορούσε να πιει μονό απ’  αυτό το γάλα. Όμως αυτή τη φορά δεν ήταν εκεί η Χαρούλα να τον χαιρετήσει μ’ εκείνο το απίστευτο χαμόγελο που έδειχνε τα γυαλιστερά της δόντια, η πόρτα ήταν  ανοιχτή μα ψυχή δε  φαίνονταν, «είναι κανείς εδώ;» φώναξε όμως δεν πήρε απάντηση. Ήταν πολύ περίεργο να βρίσκει ορθάνοιχτη την είσοδο επειδή τελευταία ακούγονταν ότι κάποιος παραφύλαγε πίσω από τα παράθυρα  παρακολουθώντας τις γυναίκες που γδύνονταν, η είδηση είχε κυκλοφορήσει πολύ γρήγορα κι όλα τα σπίτια ήταν σφραγισμένα, τι μπορούσε να συμβαίνει ; Δρασκέλισε το κατώφλι ακούγοντας τα ρολόγια να χτυπούν και τις ανάσες τις περίεργες, κάτι γινόταν εκεί πέρα.

Το σπίτι της Χαρούλας ήταν χτισμένο σ’ ένα σημείο  κάπως κατηφορικό και τέτοια εποχή ήταν πνιγμένο στο πράσινο εξαιτίας των βροχών. Μια φορά είχε πιάσει  ένας κατακλυσμός που κατέβασε  τόσο πολύ νερό που παραλίγο να πνίξει όλη την  οικογένεια, τα νερά είχαν μπει ορμητικά στο σπίτι τους κι οι άνθρωποι βγήκαν έξω φωνάζοντας βοήθεια. Πάντα έριχνε γερές βροχές εκεί κατά το τέλος του Μαρτίου, κοντά στο Πάσχα,  κι η μάνα του φώναζε όποτε ξεχνούσε την ομπρέλα του για να πάει στην εκκλησία. Τέτοια εποχή θ’ άρχιζαν κι οι Χαιρετισμοί»,  τα «Χαιρονύμφια»  όπως τα έλεγε ο πατέρας του, στην εκκλησία τότε  γινόταν χαμός, ο μικρός χώρος  γέμιζε ασφυκτικά κι όλα τα παιδιά έτρεχαν να σταθούν μπροστά στη συρταρωτή πόρτα του ιερού και να πουν το «Άσπιλε». Τότε δεν υπήρχαν μαγαζιά και καφετέριες, ούτε τηλεοράσεις και ίντερνετ, και το μόνο σημείο συνάντησης των ανθρώπων ήταν η  εκκλησία του Ευαγγελισμού που γιόρταζε κιόλας τέτοια εποχή. Όλα  τα παιδιά λοιπόν μάλωναν για το ποιος θα πει το «Άσπιλε αμόλυντε άφθορε κτλ» και η Χαρούλα που το είχε ψάλει μια φορά προκάλεσε γέλιο  γιατί ήταν φάλτσα, όμως τα χάχανα  έβγαζαν περισσότερο  στην επιφάνεια τη ζήλεια των παιδιών  γιατί είχαν βρει κάποιο ψεγάδι στην ομορφιά και τον αέρα της.  Η Χαρούλα είχε ένα πρόσωπο έξοχο, ένα ταμπεραμέντο, μια αυτοπεποίθηση κι ένα θράσος απίστευτο, τότε που είχε έρθει στο σχολείο τους την κυνηγούσαν όλα τα αγόρια, έκαναν σαν τρελά,  αυτός βέβαια δεν είχε καμιά ελπίδα αν και μια φορά του είχε μιλήσει,  ούτε που θυμόταν το λόγο αλλά του είχε μείνει η  σκηνή στο μυαλό, είχε γίνει κατακόκκινος κι εκείνη γελούσε, της  φαίνονταν τόσο αστείο…

Άφησε το τάπερ με το γάλα πάνω σ’ ένα τραπέζι  κι έριξε μια ματιά στο έρημο σπίτι με τα ρολόγια που κροτάλιζαν όλη την ώρα. Ο πατέρας της Χαρούλας είχε μαγαζί στη γειτονική πόλη όπου επισκεύαζε όλων των ειδών τα ρολόγια κι είχε μαζέψει ένα σωρό, ειδικά εκείνα τα μεγάλα με τις βαριές, επίχρυσες ράβδους που ανεβοκατέβαιναν  κουρδίζοντας το μηχανισμό. Ήταν η πρώτη φορά που  έμπαινε εκεί μέσα,  συνήθως τον περίμενε στην είσοδο ο πατέρας ή η μητέρα της Χαρούλας που έπαιρναν το γάλα και το άδειαζαν σε μια κατσαρόλα. Μερικές φορές  ήταν εκεί και η Χαρούλα κι εκείνες οι στιγμές ήταν οι καλύτερες καθώς του έλεγε καμιά κουβέντα, «τι  κάνεις; Πως πας με τα μαθήματα;». Ήταν φανερό βέβαια ότι ρωτούσε από ευγένεια, δεν ενδιαφέρονταν για κείνον  καθώς την πολιορκούσαν κάτι τύποι που την περνούσαν μέχρι και  δέκα- δεκαπέντε χρόνια,  ήταν σίγουρο ότι κάποια στιγμή ένας απ’  αυτούς θα την παντρεύονταν. Βγήκε  έξω κι έριξε μια ματιά   στην αυλή που ήταν γεμάτη βιόλες, πανσέδες και τριανταφυλλιές έτοιμες ν’ ανθίσουν, κανονικά έπρεπε να φύγει εκείνη τη στιγμή όμως επειδή τελείωνε η εβδομάδα έπρεπε να πάρει τα χρήματα που του δίνανε κάθε φορά,  γι αυτό κι αποφάσισε να περιμένει λίγο περισσότερο μήπως φανεί κάποιος. Ξαναμπήκε στο σπίτι και δοκίμασε να δει μήπως υπήρχε κανείς σε κάποια κάμαρα, ξαφνικά όλα τα ρολόγια του τοίχου  άρχισαν να χτυπούν την ώρα.  Επειδή ήταν απόγευμα χτύπησαν κάμποσες φορές δημιουργώντας έναν χαμό, «πως κοιμούνται τη νύχτα;» έκανε τη σκέψη και μόλις σταμάτησαν όλα μαζί οι ανάσες ακούστηκαν πιο βαριές τώρα.  Δρασκέλισε το σαλόνι και πήγε στην κουζίνα που ήξερε ότι ήταν στο βάθος του σπιτιού, ο ήχος από τις ανάσες δυνάμωνε, ήταν σίγουρος πλέον ότι εκεί μέσα βρίσκονταν κάποιος, κάτι δεν πήγαινε καλά, έγειρε το κεφάλι του στο άνοιγμα της πόρτας και τότε τον είδε!

Ήταν ένας τύπος κοκκινομάλλης σκυμμένος πάνω από τη Χαρούλα που βρίσκονταν ξαπλωμένη στο πάτωμα κι ανάσανε βαριά καθώς ο άλλος της κρατούσε το στόμα σα να ήθελε να την πνίξει. Το βλέμμα του συναντήθηκε με το βλέμμα του άντρα κι αμέσως τον γνώρισε, ήταν εκείνος ο τύπος που έμενε στην άλλη άκρη του χωριού, σ’ ένα τροχόσπιτο που είχε φέρει από τη Γερμανία. Είχε έρθει πρόσφατα, δε μιλούσε σε κανέναν ούτε πήγαινε στο καφενείο, ελάχιστοι τον γνώριζαν  κι όλοι τον απέφευγαν εκείνος όμως τον είχε δει ένα πρωί πριν λίγες μέρες, να σέρνει μια κοπέλα στο τροχόσπιτο του. Περνούσε από κει για να κόψει κάτι κρίνα μαβιά που φύτρωναν σ’ ένα ξέφωτο, έπειτα θα τα πήγαινε  στην εκκλησία όπου τα τοποθετούσαν σα στεφάνι γύρω από την εικόνα του Ευαγγελισμού. Εκεί λοιπόν στο ξέφωτο τον είχε πετύχει να σέρνει το κορίτσι που δεν μιλούσε κι ο κοκκινομάλλης τον άρπαξε  από το μπράτσο ουρλιάζοντας μέσα στο αυτί του «μη σα ξαναδώ κατά δω και μη πεις πουθενά ότι με είδες γιατί θα σε λιώσω , κατάλαβες βλαμμένο ;» Είχε φοβηθεί πολύ τότε και  δε μίλησε σε κανένα και να τώρα που τον πετύχαινε ξανά μπροστά του. Ο άντρας αιφνιδιάστηκε και τον κοίταξε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο μίσος, το δοχείο  με το γάλα του έφυγε απ' τα χέρι ενώ η Χαρούλα  μόλις αντιλήφθηκε  ότι  κάποιος άλλος  ήταν στο σπίτι άρχισε να φωνάζει βοήθεια και με μια κίνηση ξέφυγε από τα χέρια του άντρα που έδειχνε να τάχει χαμένα.  

Η Χαρούλα  έτρεξε κατά την πίσω πόρτα του σπιτιού που οδηγούσε στην αυλή ενώ αυτός γύρισε  προς την αντίθετη κατεύθυνση, προς την πόρτα απ’  όπου είχε μπει. Ο άντρας ταλαντεύτηκε μια στιγμή για τον ποιον έπρεπε ν’ ακολουθήσει κι έπειτα άρχισε να τρέχει πίσω του. Παραδόξως εκείνη την ώρα δεν υπήρχε κανείς έξω στο δρόμο, μονάχα οι δυο τους έτρεχαν σα να συναγωνίζονταν ποιος θα βγει πρώτος.  Γύρισε πίσω να δει πόσο κοντά του ήτανε, ο κοκκινομάλλης σχεδόν τον έφτανε κι άπλωσε το χέρι να τον αρπάξει από το μπουφάν του όμως εκείνος έβγαλε το σακάκι του και συνέχισε να τρέχει. Κρατώντας την αναπνοή του έστριψε από έναν χωματόδρομο και  κατευθύνθηκε  κατά την εκκλησία που ήξερε ότι ήταν ανοιχτή κι ήλπιζε  ότι κάποιος θα βρίσκονταν εκεί όμως το εκκλησάκι ήταν άδειο εντελώς οπότε λούφαξε σε μια γωνιά κάπου στο νάρθηκα. Χώθηκε  σε μια τρύπα στον τοίχο πίσω από το παγκάρι με τα κεριά και με κάποιο τρόπο  μάζεψε όλα τα  μέλη του σε μια στάση εμβρυακή για να μη φαίνεται. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά, αν τον έβρισκε ήταν τελειωμένος, ο άλλος ήταν διπλάσιος σε όγκο και είχε μια όψη εντελώς παλαβή. Κάτω από το παγκάρι  είδε τα πόδια του άντρα να πλησιάζουν κατά τη μεριά που βρισκόταν  κι ύστερα να κοντοστέκονται, ήταν σίγουρος ότι τον είχε βρει και θα του φώναζε «βγες έξω ρε βλαμμένο !» κι ύστερα… Όμως  ο άντρας έκανε κάτι άλλο που του φάνηκε ό,τι πιο κουφό, έβγαλε από την τσέπη του κάτι φιστίκια κι άρχισε να τα σπάει εκεί μέσα πετώντας τα τσόφλια σα να μην είχε συμβεί τίποτα. Έδειχνε μια απάθεια ανεξήγητη, σα να ήταν όλα φυσιολογικά με τη  διαφορά ότι είχε επιχειρήσει να βιάσει μια κοπέλα και τώρα  έσπαγε ξηρούς καρπούς κυνηγώντας ένα αγόρι σε μια άδεια  εκκλησία. Στο μεταξύ  η Χαρούλα θα είχε ειδοποιήσει τους δικούς της,  η αστυνομία όπου να ναι θα τον έπιανε, κι εκείνος αντί να τρέξει να φύγει καθόταν εκεί κι έτρωγε φιστίκια, ο άνθρωπος ήταν ψυχάκιας ! Ξαπλωμένος στο τσιμέντο  περίμενε ακόμα μερικά λεπτά,  το στήθος του χτυπούσε, ήθελε να βήξει μα κρατιόταν, ένιωθε ότι δεν θα άντεχε πολύ ακόμα όταν  ο άντρας έκανε μερικά βήματα κατά το παγκάρι, στάθηκε εκεί σα να ήξερε τι συμβαίνει  κι απομακρύνθηκε έτσι απλά δίχως να πει τίποτα.  

Γυρνώντας στο σπίτι έμαθε τα νέα, ο τύπος είχε συλληφθεί κι αποδείχτηκε ότι στο τροχόσπιτο είχε κρυμμένα ένα σωρό σύνεργα δολοφονικά, ολόκληρη συλλογή από σπαθιά,  κάτι στολές παράξενες σαν αυτές που φορούσαν οι πολεμιστές παλιά στην Ιαπωνία, μια σειρά από μάσκες τρομαχτικές, δερμάτινες, αυτό ήταν το πιο αποκρουστικό έλεγαν όσοι τις είδαν. Την  άλλη μέρα στο σχολείο η Χαρούλα είχε κάτι αμυχές στο πρόσωπο και μια μελανιά γύρω από το λαιμό πολύ έντονη.    Φαίνονταν χλωμή και δε μιλούσε μόνο σε κάποια  στιγμή  ήρθε και του έδωσε ένα φιλί στο στόμα,  εκείνο το φιλί το ένιωθε στα χείλη του  για πολλά χρόνια,  ακόμα και τώρα μερικές φορές, τέτοια εποχή κοντά στην άνοιξη, έπιανε το στόμα με τα δάχτυλα του  και ξαναζούσε εκείνη την αίσθηση.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...