Τετάρτη 17 Νοεμβρίου 2021

ΣΤΗΝ ΠΑΡΑΛΙΑ ΤΟΥ ΚΑΡΝΤΙΦ

 

Θα μπορούσε να με διευκολύνει κάπως αλλά σιγά μη μου έκανε τη χάρη  «γίνεται να σας πληρώσω  με μια μικρή καθυστέρηση;»  του είχα πει  εκείνος όμως ήταν ανένδοτος, «όχι δε γίνεται, το βιβλίο θα βγει όπως έχουμε συμφωνήσει!» αργότερα,  όταν πια μου είχε βγάλει την  πίστη και με είχε βάλει να χρεωθώ  μου είπε «εντάξει  μη βιάζεστε,  με πληρώνετε αργότερα » δούλεμα κανονικό δηλαδή.  Βέβαια,  η συμφωνία έπρεπε να τηρηθεί μόνο από τη δική μου τη μεριά,  εκείνος δεν είχε θέμα,  το βιβλίο ήταν να βγει  το Δεκέμβριο σύμφωνα με το συμβόλαιο, όμως για κάποιο λόγο καθυστερούσε και δε μου έδινε κανένα  λογαριασμό σαν να ήμουν ο τελευταίος που θα έπρεπε να ξέρει,  είχα πάρει εκατό τηλέφωνα και με κορόιδευε «μη βιάζεστε, το καλό πράγμα  αργεί, ξέρω εγώ»   η γραμματέας του με είχε βαρεθεί και μου μιλούσε σκαιά  όμως τι έπρεπε να κάνω,   είχα πληρώσει σαν βλάκας ένα ποσό σχετικά μεγάλο,   έτρεχα από δω κι από κει να βρω τα χρήματα κι εκείνος στον κόσμο του «μη βιάζεστε,  μη φοβάστε» με είχε σκάσει!

Όλο εκείνο το διάστημα δεν ήμουν σίγουρος ότι θα έβρισκα τα χρήματα ,  κάποιοι από τον περίγυρο μου θα μπορούσαν να με βοηθήσουν αλλά έκαναν  την πάπια,  μόνο κάτι ψιλά μου δώσανε κι έπρεπε να βρω μια  λύση,  τελικά ανακάλυψα  τις πιστωτικές κάρτες που με ξεζουμίσανε κι έβγαλα τρεις παρακαλώ,  ακόμα τις πληρώνω. Μια χοντρούλα σε κάποια τράπεζα μου εξηγούσε πως λειτουργούσαν  αλλά ούτε που έδινα σημασία σ’  αυτά που μου έλεγε, εγώ ήθελα τα λεφτά,  αργότερα μόνο κατάλαβα ρο κόλπο  όταν έπρεπε να κλείσω εκείνη τη μαύρη τρύπα.

Αν ο εκδότης βοηθούσε λίγο με μια κάρτα θα τελείωνα,  δε θα χρειαζόμουν τις άλλες,  κι είχα μια αγωνία μέχρι να πάρω την έγκριση,  μιλάμε για ασήμαντα ποσά βέβαια άλλα όταν επείγεσαι αποκτούν άλλη σημασία κι εγώ είχα  πέσει πάνω στην κρίση, για να είμαστε ειλικρινείς  αν είχα καθυστερήσει ακόμα λίγο δε θα έπαιρνα  ούτε εκείνες τις πιστωτικές κάρτες,  έτσι πρέπει να θεωρήσω τον εαυτό μου  τυχερό . Ήξερα βέβαια ότι  κάποια στιγμή στη ζωή μου θα έπρεπε να κάνω αυτό το βήμα, ότι θα χρειαζόμουν χρήματα για να κάνω κάποιο άλμα αλλά είχε τύχει τη χειρότερη περίοδο,  οι δουλειές μειώνονταν και τα έξοδα διπλασιάζονταν  οι εισφορές  για το ασφαλιστικό ταμείο είχαν φτάσει τα 800 ευρώ το δίμηνο,  μιλάμε για κανονική τρέλα !

Κι έπειτα ήταν οι διορθώσεις  που έκανε στο βιβλίο οι οποίες  ήταν εντελώς αυθαίρετες, είχα μεταφράσει το κείμενο   «ο εν ύδασι την γην κρεμάσας»  από τη Μεγάλη Εβδομάδα, το είχα κάνει « αυτός που κρέμασε τη γη από τις θάλασσες»,   δεν του άρεσε του τύπου, το βρήκε μή ποιητικό, ήταν και ποιητής τρομάρα του,  εντελώς αυταρχικά μου το έκοψε,  έτσι είναι όμως όταν είσαι καινούριος, κάθεσαι εκεί πέρα και τα καταπίνεις όλα. Την τελευταία στιγμή είχα γράψει ξενυχτώντας ένα πολύ ωραίο κομμάτι,  έτσι μου φαίνονταν τότε , για να μπει στο βιβλίο, ήμουν πολύ χαρούμενος που θα το προσθέταμε όμως εκείνος μου είπε ότι ήταν  αδύνατο,  μου το ξέκοψε ορθά κοφτά, δεν άκουγε τίποτα,  ήταν μια μεγάλη απογοήτευση. Ορκίστηκα ότι δε θα συνεργαζόμουν ξανά μαζί του όμως εκείνη τη στιγμή δεν είχα εναλλακτική,  έπρεπε να κάνω υπομονή και να καταπιώ την ανυπομονησία μου,  περίμενα δεκαπέντε χρόνια άλλωστε μέχρι να το βγάλω εκείνο το βιβλιαράκι,  δεν μπορούσα να τα τινάξω όλα στον αέρα την τελευταία στιγμή.

Όταν επιτέλους εκδόθηκε και πήρα στα χέρια μου τα τρία πρώτα δείγματα- θυμάμαι ήταν μια ηλιόλουστη μέρα -    χάρηκα απίστευτα, μετά από λίγο καιρό  ένα φορτηγό μου έφερε τρεις κούτες βιβλία κι έπρεπε  να τα παραλάβω, φοβόμουν πάντα μη την πάθω σαν τον Ταχτσή  που τα είχε να σαπίζουν στη σοφίτα του κι έτσι δεν είχα ζητήσει πολλά αντίτυπα, όπως τα κουβαλούσα  στις σκάλες πρόσεχα  μη με δει κανείς από την πολυκατοικία κι αρχίσει  τις ερωτήσεις δεν είχα καμιά όρεξη να εξηγώ στον καθένα,  τα ανέβασα μόνος ως τον δεύτερο όροφο, πολύ βαριά  η λογοτεχνία ρε φίλε.  

 

Αφού τα παρέλαβα έπρεπε τώρα να τα  προβάλλω κάπως, άλλα χρήματα πάλι,  εκεί έβγαλα την τρίτη πιστωτική,  έπρεπε να τα στείλω με υπογραφή και αφιέρωση σε μια  λίστα ανθρώπων που μου έστειλε ο τύπος,  είχα σακατευτεί να σημειώνω,  να πακετάρω,  να κουβαλώ στο ταχυδρομείο,  να κολλώ γραμματόσημα - ένα -ένα μου είχε πει η υπάλληλος  είδα κι έπαθα να τα ταχυδρομήσω πρέπει αν ήταν καμιά  εκατοστή. Μετά από κάνα μήνα με ειδοποιούν από το ταχυδρομείο   το κουτί είχε επιστραφεί όπως το έστειλα , δεν μπορούσα να καταλάβω τι είχε συμβεί,  του τηλεφώνησα και μου είπε  «ξέρετε παρέπεσαν,  τα ξέχασα κάπου» τι λες  ρε φίλε;   «κάντε ένα κόπο να τα ξαναστείλετε κι εγώ θα σας κεράσω ένα  καφέ όταν κατεβείτε στην  Αθήνα» άντε ξανά να τα στέλνω λοιπόν,  κανονικό δούλεμα !

Αφού τέλειωσε κι αυτή η κωμωδία  έπρεπε να  τα  διαθέσω σε φίλους και γνωστούς, οι δικοί μου δεν έδωσαν σημασία, η μάνα μου ούτε που το είδε το βιβλίο, ο αδελφός  μου γελούσε, τους φαίνονταν αστείο όλο αυτό,   ακόμα μια παλαβομάρα μου. Είχα αποφασίσει να μην κάνω παρουσίαση «όλοι αυτό κάνουν» μου είχε πει κάποιος κι εγώ δεν ήθελα να ακολουθήσω την πεπατημένη. Το έδινα από δω και από κει,  ήθελα ν’ ακούσω τη γνώμη των  φίλων και των γνωστών,  μερικοί μου δίνανε και χρήματα,  αυτό μου έκανε εντύπωση,  δεν το περίμενα. Μια γυναίκα  είπε σε μια φίλη της ότι της είχε αρέσει πολύ,  μια κομμώτρια που της το άφησα δεν το ήθελε «Γιατί  διακόπτεις όλη την ώρα την ιστορία» μου είπε, διηγήματα ήταν, πως θα γίνονταν,   «γιατί δε γράφεις μια ιστορία συνεχόμενη, με σπάζει,  δεν μπορώ να το διαβάσω». Άλλοι πάλι με κοίταζαν κάπως και με φώναζαν συγγραφέα,  δεν είχα πρόβλημα,  άλλοι δεν το πίστευαν ότι είχα βγάλει βιβλίο, δεν το περίμεναν,  κάποιοι από το πολύ στενό περιβάλλον που υπολόγιζα να δώσουν μερικά αντίτυπα  δεν έδωσαν ούτε ένα,  τα άφηναν εκεί να κάθονται σε μια μικρή στοίβα στη γωνιά  κάποιου δωματίου,  ήταν κι αυτό μια εμπειρία. Άλλες φορές πάλι το χάριζα σε κάποιον ή κάποια  που γνώριζα,  αυτό ήταν ωραίο,  « ώστε είστε συγγραφέας ;»μου λέγανε. Όταν το έδειχνα στα μικρά, στα ιδιαίτερα μαθήματα, τους άρεσε ειδικά όταν έβλεπαν τη φωτογραφία και  το όνομα μου με κοιτούσαν στα μάτια «εσείς είστε αυτός ;»

Προσπαθώντας να κινηθώ λίγο πιο οργανωμένα  είχα απευθυνθεί σ’ έναν βλάκα που υποτίθεται ότι ήταν της δουλειάς,   μου έκανε ολόκληρο θέμα «που βρήκες το τηλέφωνο μου;»  «στον κατάλογο ρε φίλε» όταν τηλεφώνησα ξανά για να τον ψάξω  δεν υπήρχε το είχε εξαφανίσει, ποιος ξέρει τι φοβόταν,  με το που  έβγαλα το βιβλίο του το έτριψα στη μούρη  μια μέρα που τον πέτυχα σε μια καφετέρια.  Ευτυχώς, είχα βρει μια κοπέλα έξυπνη, την Ανθή, που μου είπε «άσε τους πάγκους και τις παρουσιάσεις,  όλα μέσα από το ιντερνέτ γίνονται,  πρέπει να φτιάξουμε λογαριασμό, μπλογκ, ιστότοπο, ένα σωρό πράγματα»   «οκ» είπα «μέσα μου,  ας κάνω κι αυτό ».  Το διαδίκτυο ήταν  μια εμπειρία λίγο τρομακτική, αν δεν ήταν το βιβλίο δε θα είχα ασχοληθεί,  μου την είχε δώσει που δεν έκανα φίλους κι έστελνα  αιτήματα σε όποιον έβρισκα μπροστά μου, έπιανα  κατεβατά τα  ονόματα κι έκανα αιτήματα,    φυσικά   με μπλοκάρισαν για δεκαπέντε μέρες και αυτό ήταν ένα ακόμα  σοκ.  Έκανα κοινοποιήσεις όπου να ναι  και μερικοί θύμωναν πολύ που πάτησα τα άγια εδάφη και τις αδιαφιλονίκητες περιοχές τους οπότε  ζητούσα συγνώμη όμως δε γινόταν,  έπρεπε να ξανοιχτώ,  να καταλάβω τι γίνεται.  

Τελικά, τα βιβλία έφτασαν σε πολλούς επώνυμους και κάμποσοι μου απάντησαν με γράμματα, κάποιοι μάλιστα με πήραν και τηλέφωνο, ο Μάνος Ελευθερίου, ο Γιάννης Ξανθούλης,  ο Χριστιανόπουλος μου έστειλε μια μικρή επιστολή  «είστε καλός στην αφήγηση αλλά έχετε κάποιο πρόβλημα στην ανάπτυξη» κάτι τέτοιο έγραφε,  σιγά  μη δεν έβρισκε πρόβλημα  όμως όπως κι αν είχε  αυτή ήταν μια καλή περίοδος, συγγραφείς που γνώριζα κι άλλοι που μου ήταν άγνωστοι   έστελναν τα δικά τους βιβλία,  αφιερώσεις,  κάρτες,  έμπαινα σ’ έναν  χώρο που πάντα επιθυμούσα, ήταν ωραία…

Δέκα χρόνια  κατέγραφα ότι έβλεπα  γύρω μου,  έμαθα να δουλεύω στον υπολογιστή στην αρχή δεν ήξερα τίποτα, ρωτούσα τα παιδιά στα ίντερνετ καφέ για ένα σωρό πράγματα,  μερικά βοηθούσαν άλλα δεν είχαν καμιά όρεξη,  εκεί μέσα είχα γνωρίσει ένα σωρό κόσμο, άλλοι έπαιζαν παιχνίδια, άλλοι μιλούσαν ώρες ατελείωτες, πιτσιρικάδες έβριζαν ασύστολα παίζοντας. Όταν  είπα σε κάποια ότι  της έστελνα   κείμενα  από τα μαγαζιά έπαθε πλάκα «από τα ίντερνετ καφέ γράφεις;» με ρώτησε. Τότε δεν είχα υπολογιστή,  ούτε είχα σκεφτεί ότι κάποτε θα έγραφα από  το σπίτι, μου πήρε καιρό όλο  αυτό. Πέρασα από πολλές φάσεις, στην αρχή έγραφα πολύ, ήμουν λίγο φλύαρος, είχα μαζέψει ένα  σωρό πράγματα μέσα μου,  δεν ήταν όλα καλά,  τώρα που τα ξαναβλέπω δε μ’  αρέσουν όλα,  υπάρχουν όμως κάποια πολύ ωραία που τα είχα ξεχάσει,  εντύπωση μου κάνουν  οι αναφορές που έκανα από ένα σωρό βιβλία: την Ιλιάδα, την Οδύσσεια, τον Ηρόδοτο, τον Αρριανό,  τη Βίβλο κι από άλλα βιβλία που δεν τα θυμόμουν.  Αρκετά  κομμάτια θέλουν βελτίωση, συμπλήρωμα, ολοκλήρωση, τα έβαλα στην άκρη να τα τελειώσω κάποια στιγμή, είναι κρίμα να μείνουν έτσι όμως θα πρέπει να περιμένουν σαν τα αγάλματα που τα βάζεις στην άκρη για να τα σκαλίσεις  κάποια  στιγμή, ελπίζω να μη μείνουν έτσι κομματιασμένα.

 Οι φίλοι μου λέγανε  «τι θα τα κάνεις όλα αυτά, πότε θα τα βγάλεις;» τώρα ένιωσα ότι η ήρθε η ώρα να το κάνω. Πέρασαν δέκα χρόνια σχεδόν για να αποφασίσω   κι αυτή τη φορά δεν έχω  εκείνο το άγχος, ξέρω  πλέον τι γίνεται, έχω καταλάβει , έχω  βρει κάποιες άκρες αλίμονο  αν δεν έβρισκα. Κι έτσι  έπιασα πάλι να διαβάσω τα κείμενα που κατέγραφα και χάθηκα μέσα στις ιστορίες, μερικές είναι  πολύ προσωπικές, πολύ ιδιαίτερες, θέλω ακόμα λίγο καιρό να τις αφήσω να παλιώσουν πριν βγουν στην επιφάνεια, άλλες πάλι είναι πολύ ωραίες, ιστορίες για σκυλιά που έτρεχαν στην παραλία της Αγγλίας, στο Κάρντιφ, όταν είχαμε πάει εκεί πάνω - πολύ λάσπη ρε φίλε, καμιά σχέση με τις δικές μας - ιστορίες για μοναχούς αγιοταφίτες, για ινδιάνους που φορούσαν περικνημίδες,  ιστορίες ένα σωρό.  

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...