Πέμπτη 23 Ιουνίου 2022

ΦΩΤΟΣΠΑΘΑ

«Τον είδα να στέκεται εκεί πέρα ολόγυμνος με τα χέρια απλωμένα σα να ετοιμάζονταν να πετάξει, ειδοποίησα την αστυνομία που ήρθε σε λίγο και τον μάζεψε», τα κορίτσια που δούλευαν στο διπλανό γραφείο μιλούσαν σιγανά αλλά εκείνος μπορούσε να τις ακούσει, το ένα από αυτά έλεγε ότι το πρωί καθώς πάρκαρε το αμάξι του είχε δει έναν τύπο χωρίς ρούχα και είχε τρομάξει στην αρχή έπειτα όμως τον πλησίασε και του μίλησε αλλά εκείνος δεν κινήθηκε, στεκόταν εκεί ολόγυμνος, σίγουρα είχε θέμα ο τύπος αλλά η κοπέλα παρόλο που αιφνιδιάστηκε δε φαίνονταν να είχε ενοχληθεί, ψιθύριζε και χασκογελούσε λέγοντας ότι δεν ήταν και τόσο άσχημο θέαμα τελικά .

Σήκωσε λίγο το βλέμμα να δει αυτή που μιλούσε, ήταν καινούρια στη δουλειά και φαινόταν να βαριέται όμως την κρατούσαν επειδή ήταν η μόνη που ήξερε ένα δύσκολο πρόγραμμα, αυτός ήταν ο λόγος που δεν έφευγε. Εκείνη τη μέρα φορούσε μια χακί φαρδιά μπλούζα , ανοιχτή κάτω από τα μπράτσα και μπορούσες να δεις τον μαύρο ενισχυμένο στηθόδεσμο που τύλιγε το σώμα της, είχε δει κι άλλα κορίτσια να φορούν τέτοιες μπλούζες, φαίνεται ότι ήταν κάποια μόδα.

Έσκυψε πάλι στα χαρτιά του κι άρχισε να σημειώνει ενώ φαντάζονταν την εικόνα του άντρα χωρίς ρούχα, τον τελευταίο καιρό πλήθαιναν τα παράξενα που συνέβαιναν στην πόλη όμως το μυαλό του ήταν αλλού τώρα. Tον τελευταίο καιρό τα πράγματα είχαν δυσκολέψει στην εταιρεία κι είχε αγχωθεί πολύ, έπρεπε να βρει για ποιο λόγο οι πωλήσεις έπεφταν, ήταν σίγουρο ότι αρκετοί εκεί μέσα λούφαραν όμως ο αλγόριθμος που έλεγχε την απόδοση τους δεν τον βοηθούσε, δεν  μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, είχαν βρει σίγουρα κάποια τρύπα στο σύστημα και πληρώνονταν χωρίς να κάνουν τίποτα αλλά δεν μπορούσε να το αποδείξει, έπρεπε να πιάσει όλα τα αρχεία και τις αξιολογήσεις για να βρει τι πήγαινε στραβά κι αυτή η έρευνα του έτρωγε πολλές ώρες κάθε μέρα.

Ευτυχώς ο καιρός είχε δροσίσει εξαιτίας των βροχών, εκείνες οι βροχές κυριολεκτικά τον είχαν σώσει, ήταν η καλύτερη ανακούφιση για το άγχος που τον είχε πιάσει, όταν τον κυρίευε η ένταση είχε θέμα , όταν ξεκινούσε εκείνο το πράγμα δεν μπορούσε να ησυχάσει, καμιά φορά μπορεί να πήγαινε και για ένα μήνα ολόκληρο κι αν έκανε και ζέστη ήταν αφόρητο, δεν ήξερε τι να κάνει, όμως τώρα με τις βροχές που κρύωναν την ατμόσφαιρα οι μέρες περνούσαν μια χαρά, μπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά του, μονάχα τις νύχτες δεν τον έπιανε ύπνος από την υπερένταση. Καθώς ο κύκλος εργασιών μειώνονταν ένιωθε ότι το μέλλον του δεν ήταν σίγουρο αν και ήταν από τους πιο παλιούς εκεί μέσα. Είχε στείλει βιογραφικά και κάνα δυο εταιρίες έδειξαν ενδιαφέρον, μια απ’ αυτές μάλιστα που ήταν κι ανταγωνίστρια και τους είχε φάει πολλούς πελάτες- έδειχνε πολύ δυνατή-  και του είχε ζητήσει να απαντήσει γρήγορα όμως εκείνος το είχε αφήσει, δεν ήταν ακόμα έτοιμος να φύγει…

Είχε κλείσει μια δεκαετία εκεί πέρα, ήταν από τους πρώτους που είχαν στήσει τα μαγαζιά και τα γραφεία , κανονικά θα ήταν προϊστάμενος όμως ο κουμπάρος του ιδιοκτήτη, ένας γλοιώδης χοντρός με άσπρα μαλλιά, εμφανίστηκε από το πουθενά και τα είχε κάνει μαντάρα όλα . Από την πρώτη στιγμή κατάλαβε ότι θα σκοτώνονταν, ο άλλος ήταν ένα άχρηστο κοπρόσκυλο που ήξερε μόνο να δίνει διαταγές και να φορά φανταχτερά κουστούμια ενώ εκείνος ξημεροβραδιάζονταν μελετώντας στοιχεία, ψάχνοντας λύσεις,  εξετάζοντας σχεδιαγράμματα, παλεύοντας με τους καταραμένους αλγόριθμους την ώρα που τα αφεντικά βρίσκονταν στον κόσμο τους.

Αν δεν είχε αλλάξει η ατμόσφαιρα θα ζητούσε άδεια, δεν υπήρχε περίπτωση ν’ αντέξει τόση πίεση όμως τώρα ένιωθε ωραία, κάθε απόγευμα που άνοιγαν οι καταρράκτες του ουρανού ποτάμια κατέβαιναν από τις συνοικίες που βρίσκονταν στο πιο ψηλό μέρος της πόλης και ήταν αδύνατο να περάσεις το δρόμο, χείμαρροι ορμητικοί σχηματίζονταν ξαφνικά κουβαλώντας ογκώδη αντικείμενα, κάδους ολόκληρους κι ότι μπορείς να φανταστείς, μια φορά είχε δει έναν τεράστιο καναπέ να επιπλέει σε μια λίμνη νερού κάπου κοντά στην παραλία. Η στάθμη της θάλασσας ανέβαινε, η ατμόσφαιρα καθάριζε κι οι σιλουέτες των πλοίων διαγράφονταν καθαρά στον ορίζοντα, η πόλη γινόταν πιο όμορφη, οι βροχές φούντωναν το πράσινο μέσα στα στενά και στα πάρκα κρύβοντας την ασχήμια κι όλο εκείνο το γκρίζο χρώμα που έβλεπες γύρω σου κάθε μέρα και σου μαύριζε την ψυχή…

Όταν άνοιξε τον υπολογιστή να δει τις αξιολογήσεις και τις αποδόσεις το πρώτο όνομα που βγήκε ήταν εκείνης της κοπέλας με τον ενισχυμένο στηθόδεσμο, τα σχόλια για την επίδοση της ήταν πολύ χάλια, κάποιος την είχε δει να παίζει παιχνίδια στο κινητό την ώρα της δουλειάς, σίγουρα δε θα έμενε για πολύ εκεί πέρα. Άνοιξε για λίγο τα προσωπικά του μηνύματα «Περιμένουμε την απάντηση σας μέχρι τις 20 Ιουνίου» έλεγε το μήνυμα από κείνη την εταιρία που τον ζητούσε, είδε το ημερολόγιο, ο μήνας είχε φτάσει ακριβώς στην εικοστή του μέρα, διάβολε είχε καθυστερήσει, σκέφτηκε να τους γράψει όμως δίσταζε, «άσε δεν απαντώ» είπε μέσα του όταν χτύπησε η πόρτα και μπήκε η χαμογελώντας εκείνη η κοπέλα λέγαμε,  «σας θέλει ο διευθυντής» του είπε τραγουδιστά κι όπως έφευγε πέταξε πάνω στο γραφεία του ένα χαρτάκι διπλωμένο εκείνος το πήρε και διάβασε: «σας στέλνουν στο λογιστήριο, το άκουσα να το συζητούν όταν πήγα τους καφέδες», του κόπηκαν τα πόδια, « πόσο ηλίθιος είμαι!» φώναξε τόσο δυνατά που από το διπλανό γραφείο γύρισαν να δουν τι συμβαίνει. Τους είχε εμπιστευτεί και τον είχαν πουλήσει, ήθελε όπως ήταν να τρέξει στο γραφείο του διευθυντή που δεν είχε δουλέψει ποτέ πραγματικά στη ζωή του και να του χώσει μια μπουνιά στα μούτρα, έπρεπε να ξεσπάσει οπωσδήποτε κάπου, έπρεπε να βρει μια λύση, να αντιδράσει, δεν μπορούσε να το αφήσει έτσι όμως η μόνη επιλογή του ήταν να απαντήσει στην άλλη εταιρεία, είχε καθυστερήσει πολύ όμως δεν έχανε και τίποτα, πήγε στον υπολογιστή και τους έγραψε ότι δεχόταν την προσφορά τους.

«Θέλω να πας στο λογιστήριο για κάποιο διάστημα μήπως συμμαζέψεις τα ασυμμάζευτα, ο μισθός σου δε θα μειωθεί φυσικά» του πέταξε δήθεν αδιάφορα ο διευθυντής που μασουλούσε μια τυρόπιτα και τον κοίταζε μες τα μάτια για να δει τις αντιδράσεις του, ένιωσε το αίμα απ’ όλο το σώμα του να μαζεύεται στο κεφάλι ενώ ταυτόχρονα τον κυρίευσε μια απογοήτευση φοβερή, αν ήταν μόνος του σίγουρα θα έκλαιγε, αυτό το είδε αμέσως ο άλλος και τα μάτια του γυάλισαν όμως δεν μπορούσε να το κρύψει. Είχε δουλέψει εκεί πέρα τόσα χρόνια, είχε δώσει τη ψυχή του, μαζί με τον ιδιοκτήτη τα είχαν στήσει όλα από την αρχή και με πολύ δουλειά είχε ανέβει στην ιεραρχία, αισθανόταν ότι είχε λόγο, ότι τον άκουγαν, ότι ανήκε στη διοίκηση, αλλά αποδείχτηκε ότι τον είχαν γραμμένο παίζοντας παιχνίδια την ώρα που η εταιρεία κατέρρεε. Ο χοντρός στέκονταν αντίκρυ του ικανοποιημένος καθώς χαλάρωνε τη γραβάτα του, τον είχε μειώσει, είχε δείξει ότι εκείνος έκανε κουμάντο εκεί πέρα, δεν τον έστελνε τυχαία στο λογιστήριο, ήταν η πιο βαρετή δουλειά, ένα σκέτο χαμαλίκι,  να υπολογίζεις όλη την ώρα μισθούς,  επιδόματα, κρατήσεις, δεν υπήρχε τίποτα πιο αηδιαστικό.

Πήγε να πει κάτι όμως ο άλλος τον διέκοψε απότομα, «περίμενε μια στιγμή» του είπε σηκώνοντας το τηλέφωνο που χτυπούσε κι εκείνος ενστικτωδώς κοίταξε στο κινητό όπου υπήρχε ένα μέιλ, η άλλη εταιρία του είχε απαντήσει αμέσως, πότε είχαν προλάβει ρε φίλε να δουν ότι ενδιαφέρονταν, τον ήθελαν λοιπόν πολύ!

Ξαφνικά το μυαλό του άρχισε να παίρνει χιλιάδες στροφές σα να είχε πατηθεί ένα αόρατο γκάζι, ο άλλος είχε τελειώσει τη συνομιλία και στράφηκε προς το μέρος του «τα παιδιά στο λογιστήριο θα σ’ ενημερώσουν, ότι βοήθεια χρειαστείς μου λες» - «Ρε άχρηστε!» ξέσπασε και τα λόγια έβγαιναν από το στόμα του πολύ γρήγορα «από τότε που ήρθες εδώ πέρα όλα πάνε κατά διαόλου, δεν έχεις ιδέα από επιχειρήσεις, δεν καταλαβαίνεις την τύφλα σου από δουλειές, δεν μπορείς να διαβάσεις ένα στατιστικό της πλάκας και μου το παίζεις διευθυντής, νομίζεις ότι είναι τόσο απλό να κρατήσεις δέκα μαγαζιά κι εκατό υπαλλήλους, νομίζεις ότι είναι τόσο εύκολο να διατηρήσεις την πελατεία, να κρατήσεις ψηλά την ποιότητα, να πολεμήσεις τους ανταγωνιστές, να παλέψεις με το κράτος που σε περιμένει κάθε στιγμή στη γωνία, δεν έχεις ιδέα, δε σε κόβει, δεν κάνεις, δεν το χεις, εγώ φεύγω, να βρεις άλλον για το λογιστήριο σου!» του είπε και βγήκε από την αίθουσα έξαλλος μα ευχαριστημένος.

Μάζευε τα πράγματα στο γραφείο του όταν ήρθε ο ιδιοκτήτης, το μεγάλο αφεντικό που τον ήξερε από παλιά, όπως τον είδε να μπαίνει του φάνηκε ότι ξαφνικά ο άλλος είχε κοντύνει κι αυτός τον κοίταζε από ψηλά, «σε παρακαλώ μη φύγεις, σε θέλουμε, δε μπορείς να πας στους άλλους» του είπε κι εκείνος έμεινε κάγκελο, πως το είχαν μάθει, πότε είχε προλάβει να κυκλοφορήσει, τι είχε συμβεί, σκέφτηκε για λίγα δευτερόλεπτα κι έπειτα του είπε: « πολύ αργά, έπρεπε να είχες έρθει νωρίτερα, μ’ άφησες εντελώς απροστάτευτο, λυπάμαι».

Τώρα έπρεπε να κινηθεί γρήγορα, τηλεφώνησε στην άλλη εταιρία και κανόνισε ραντεβού την ίδια μέρα, προτού φύγει άνοιξε τον φάκελο με τις αξιολογήσεις κι έγραψε κάτω απ’ το όνομα εκείνης της κοπέλας που τον είχε σώσει: « Δεν είναι τέλεια όμως μαθαίνει γρήγορα, με λίγη βοήθεια μπορεί να εξελιχτεί όσο δε φανταζόμαστε». Στην έξοδο του καταστήματος σταμάτησε απότομα από ένα τρομερό μπουμπουνητό, έναν κρότο μεταλλικό σα να είχε κομματιαστεί με πάταγο το καπάκι του ουράνιου θόλου, « έμαθα ότι φεύγετε» ακούστηκε η τραγουδιστή φωνή της κοπέλας με το ενισχυμένο σουτιέν, έκανε διάλειμμα και πήγαινε να τσιμπήσει κανένα σάντουιτς από ένα διπλανό μαγαζί, «μ’ έσωσες σήμερα,  ευχαριστώ, θες να σε κεράσω κάτι;» « αμέ!». Κάθισαν σ' ένα καφενείο κάπου κοντά στη θάλασσα, τα κορίτσια πίσω από τον πάγκο ανεβοκατέβαζαν κι ανοιγόκλειναν τις συσκευές, στον αέρα ακούγονταν μουσικές μελαγχολικές, στα παγκάκια εκεί μπροστά στην προκυμαία, οι πιτσιρικάδες έπαιζαν με τα κινητά τους κι άλλοι έβγαζαν φωτογραφίες τα βουνά απέναντι.

«Ξέρετε…» είπε το κορίτσι πίνοντας ένα εσπρεσάκι, « ...σκέφτομαι ότι άμα συνεχίσει να βρέχει έτσι για μεγάλο διάστημα θα πρασινίσει όλη η πόλη, στο στενό που μένω δεν μπορείς να περάσεις, δε βλέπεις το δρόμο μπροστά σου, άμα πάει έτσι όλο το μέρος θα μπορούσε να μετατραπεί σε ζούγκλα, τα φυτά θα μπορούσαν να κατακλύσουν το χώρο, να καταπιούν το τσιμέντο, ν’ αλλάξουν το τοπίο, δε θα ήταν ωραίο;» Έφερε στο μυαλό του την εικόνα που περιέγραφε η κοπέλα και του φάνηκε ωραία πραγματικά, φυτά και δέντρα να ξεφυτρώνουν από παντού πνίγοντας τους τοίχους και την άσφαλτο, απλώνοντας τα κλαδιά τους πάνω από τα κτήρια, πνίγοντας τις καταραμένες κεραίες που φύτρωναν όπου έστεφες το βλέμμα, «ά, πολύ θα μ’ άρεσε!» συνέχισε το κορίτσι κι εκείνη τη στιγμή μια απότομη βροντή ακούστηκε και μια αστραπή σα γιγάντιο φωτόσπαθο έκοψε στα δυο τον ορίζοντα.


ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...