Τρίτη 18 Ιανουαρίου 2022

ΚΑΣΤΡΟΦΥΛΑΚΑΣ

 

Στο μοναστήρι του Αρχαγγέλου έκανε πολύ κρύο  κι απ’  το ποτάμι που διέσχιζε το φαράγγι στην  πίσω πλευρά του ερχόταν μια υγρασία που σε τρυπούσε, πάντως  το  τοπίο ήταν πολύ ωραίο, όποιος το είχε διαλέξει έκοβε το μάτι του . Το καλύτερο πράγμα που είχε βρει εκεί πέρα ήταν το ζεστό νερό που έβγαζε μια πηγή κοντά στην είσοδο της μονής,  καθώς το σώμα του ήταν γεμάτο πληγές  το είχε ανάγκη για να κλείσουν τα τραύματα του, πλενόταν εκεί μέρα παρά μέρα παρόλο που οι καλόγεροι μουρμούριζαν ότι προσέχει τη σάρκα του  εκείνος ούτε που  τους έδινε σημασία,  τόσο βρωμεροί που ήταν  σιγά μη καταλάβαιναν. Λίγο πριν το σούρουπο φορούσε την κάπα που είχε πάντα μαζί του από τον καιρό που συνόδευε το βασιλιά,  σκέπαζε  το κεφάλι με τη βαριά  κουκούλα και κατέβαινε στην πηγή να μουλιάσει για κάμποση ώρα κοιτάζοντας το ποτάμι που έτρεχε στο βάθος της κοιλάδας ,  ύστερα σκουπίζονταν καλά,  έριχνε ξανά πάνω του την κάπα και τραβούσε αργά για το κονάκι του. Ο ηγούμενος είχε κανονίσει να του δώσουν  το πιο καθαρό κελί,  το μόνο που είχε άσπρα σεντόνια,  σε μια γωνιά  υπήρχε ένα  αρχαίο τζάκι όπου δε σταματούσε να ρίχνει ξύλα  και καθόταν εκεί ώρα πολύ κοιτάζοντας τις φλόγες να καίνε τα  κούτσουρα  καθώς στέγνωνε από το λουτρό,  αυτή η ιεροτελεστία ήταν το καλύτερο κομμάτι της ημέρας του…

Οι καλόγεροι  μουρμούριζαν   όποτε τον συναντούσαν  «να ο Καστροφύλακας!» κανείς δεν ήξερε το πραγματικό του όνομα και τον απέφευγαν, ήξεραν μόνο ότι  ήταν πολεμιστής και είχε αυτόν τον τίτλο, ένας κοκκινοτρίχης όμως ,ο Βαρλαάμ, του είχε πει ότι αυτό που κάνει είναι αμαρτία κι ότι εκεί πέρα δε βρίσκονταν για να περνούν  καλά αλλά για να βασανίζονται κι ότι αν ήθελε να φροντίσει την αναψυχή του καλύτερα να έφευγε από το μοναστήρι για να μη σκανδαλίζει  τους άλλους. Δεν του έδωσε σημασία όμως ο κοκκινοτρίχης συνέχισε τις παρατηρήσεις,  στη διάρκεια ενός μεσονυκτικού καθόταν στο συνηθισμένο στασίδι παρατηρώντας  έναν τεράστιο  Αρχάγγελο Μιχαήλ που ήταν ζωγραφισμένος στον τοίχο κρατώντας  το ξίφος και την ασπίδα,  ήταν η αγαπημένη του εικόνα επειδή  ήταν τόσο ζωντανή που έλεγες ότι θα σου μιλήσει.  Εκεί  λοιπόν που  καθόταν ήσυχος ήρθε ο Βαρλαάμ και του ψιθύρισε « σε είδα στην πηγή, οι αδελφοί λένε ότι δεν ανήκεις εδώ και πρέπει να φύγεις…»  καθώς κανείς δεν τους έβλεπε τον έπιασε από το ράσο και τον κόλλησε  στον τοίχο του νάρθηκα λέγοντας «αν δεν ήμουν εγώ να   πολεμώ σαν ηλίθιος το μοναστήρι  σου θα το είχαν ρημάξει οι Σαρακηνοί!» ο  Βαρλαάμ γούρλωσε τα μάτια, ήταν έτοιμος  να βάλει τα κλάματα,  από τότε δεν τον ενόχλησε ξανά.

Ένα πρωί φορώντας τη βαριά του κάπα  κατέβηκε στην πόλη που υπήρχε σε μια απόσταση λίγων ωρών περπατήματος.  Από την πρώτη στιγμή που πέρασε τα τείχη της  κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά, κυκλοφορούσαν πολλοί ξένοι, ξανθοί,  είχε ακούσει γι αυτούς,  ήταν μια φυλή από το βορρά που είχε κατεβεί μέχρι τα μέρη τους ρημάζοντας τα πάντα, πώς είχαν μπει μέσα στην πόλη ; Σε μια στιγμή το μάτι του πήρε τον Βαρλαάμ, τον κοκκινοτρίχη,  να μιλά μαζί τους,  τι δουλειά είχε εκεί πέρα, ρώτησε και του είπαν ότι ο κόσμος είχε επαναστατήσει ζητώντας τη βοήθεια των ξένων εισβολέων που έτριβαν τα χέρια τους για την ανέλπιστη ευκαιρία , είχε γίνει κάτι σαν κίνημα με πρωτεργάτες  μερικούς φανατικούς  μοναχούς,   σίγουρα κι ο Βαρλαάμ ήταν ανάμεσα τους,  που χαλούσαν τον κόσμο για  θέματα  θεολογικά  κι ήταν αποφασισμένοι γι αυτές τις βλακείες να συμμαχήσουν με το διάβολο. Ήθελε να μιλήσει στον καλόγερο  όμως εκείνος τον είχε δει πρώτος και ψιθύρισε «αυτός είναι  ο Καστροφύλακας !»στους ξανθούς  που βάδισαν προς το μέρος του , με μια κίνηση  άνοιξε την κάπα του κι άφησε να φάνει το μακρύ σπαθί του Μαύρου Όλαφ που έφτανε σχεδόν μέχρι το έδαφος,  οι ξένοι   μόλις το είδαν  τραβήχτηκαν,  τους έκανε μεγάλη εντύπωση σα να μην  είχαν ξαναδεί τέτοιο μεγάλο ξίφος...

Γυρνώντας στο μοναστήρι βρήκε να τον περιμένει ένας  αγγελιοφόρος που του παρήγγειλε εκ μέρους του βασιλιά να γυρίσει πίσω γιατί τον χρειάζονταν, είχαν μπλέξει με τη  φυλή των  ξανθών γιγάντωνσαν  αυτούς που είχε δει στην πόλη,  και δεν ήξεραν τι να κάνουν.  Το σκέφτηκε όλη νύχτα και το πρωί αποφάσισε να επιστρέψει για να μεταφέρει  και τα  όσα είχε δει,  είχε ξεκουραστεί κάμποσο καιρό κι ήθελε να δει αν θα του έλειπε η ατμόσφαιρα της μάχης . Μαζί με τον αγγελιοφόρο κάλπαζαν για μέρες ώσπου έφτασαν στο στρατόπεδο  καθώς όμως πλησίαζε τις σκηνές των στρατιωτών είδε  με τρόμο ότι δεν υπήρχαν φρουροί, ούτε προστατευτικές τάφροι, ούτε περίπολα,  έφτασε μέχρι το κέντρο του  καταυλισμού χωρίς να τον σταματήσει κανένας,  αν ήταν εκείνος αρχηγός εκεί πέρα θα είχε πάρει κεφάλια.

Ο ατμόσφαιρα που μύριζε προετοιμασία για δράση  του φάνηκε αναζωογονητική,  του είχε λείψει,  όμως όταν αντίκρισε το βασιλιά του φάνηκε   πιο ράθυμος από τότε που τον είχε αφήσει κι όταν  ο βασιλιάς του είπε ότι οι ξανθοί βάρβαροι ετοιμάζονταν να τους επιτεθούν  έμεινε με το στόμα ανοιχτό,  πώς μπορούσε να ξεκινά μια τόσο σοβαρή αψιμαχία και να είναι τόσο νωχελής, να μην έχει  πάρει κανένα μέτρο προφύλαξης;  Για μια στιγμή σκέφτηκε να το σκάσει,   δεν ήθελε πολύ μυαλό για να καταλάβεις που πήγαινε το πράγμα, και γιατί θα έπρεπε να πληρώσει αυτός για τις βλακείες του βασιλιά που έκανε το ένα λάθος μετά το άλλο, θα τον κυνηγούσαν σίγουρα αλλά εν τω μεταξύ θα είχε σώσει  το τομάρι του. Προτού φύγει πήρε το άλογο του να κατασκοπεύσει τον αντίπαλο, από κάποιο ύψωμα είδε πολλές φωτιές αναμμένες κι άκουσε  κλαγγές από όπλα που ετοίμαζαν οι σιδεράδες,  σε όλη την έκταση του οροπεδίου όπου είχαν κατασκηνώσει  υπήρχαν φρουροί που αλάλαζαν,  οι οιωνοί δεν ήταν καλοί .  

Περίμενε να κοιμηθούν όλοι προτού δοκιμάσει να φύγει όμως  οι βάρβαροι εντελώς απροειδοποίητα επιτέθηκαν μέσα στο σκοτάδι κι ο τόπος γύρω γέμισε από πυρσούς  που τους βοηθούσαν να κινούνται μέσα στη νύχτα προκαλώντας τεράστια σύγχυση . όμως αυτό ήταν το μεγάλο  λάθος  τους   γιατί έτσι έδιναν στόχο και οι τοξότες που ξύπνησαν πανικόβλητοι   άρχισαν να ρίχνουν  βέλη βλέποντας πολύ καθαρά τους πιο δυνατούς άντρες,  ο ένας μετά τον άλλον εκείνοι οι περίεργοι γίγαντες  έπεφταν βγάζοντας μια κραυγή και σύντομα  ένα μεγάλο μέρος τους είχε αποδεκατιστεί όμως μέσα στη νύχτα δεν μπορούσες  να έχεις καθαρή εικόνα.  Οι βάρβαροι έσβησαν τις φωτιές  καταλαβαίνοντας  το λάθος τους κι όπως  έφταναν κατά κύματα μέχρι τα όρια του στρατοπέδου  έπεφταν πάνω στις ασπίδες που πρόβαλαν και πάνω  στα κοντάρια που τους εξολόθρευαν αλύπητα, έτσι πέρασε η νύχτα.

Το πρωί οι εισβολείς  συνέχισαν τις επιθέσεις τους και τότε ο βασιλιάς διέταξε να βάλουν σε λειτουργία έναν μηχανισμό σα  γερανό που αιωρούνταν πάνω από τα κεφάλια των επιτιθέμενων και ξαφνικά άρπαζε κάποιον πετώντας τον  πέρα μακριά. Ήταν μια καινούρια εφεύρεση των μηχανικών,  χρησιμοποιούνταν  πρώτη φορά και τρομοκράτησε τους  εισβολείς   που άρχισαν να φεύγουν τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις,  φαινόταν ότι όλα είχαν τελειώσει κι εκείνος ευγνωμονούσε την τύχη που δεν το είχε σκάσει όταν συνέβη κάτι αναπάντεχο,   το άλογο του βασιλιά γλίστρησε πάνω σε μια πέτρα λεία κι έπεσε άγαρμπα μαζί με τον αναβάτη του  οποίου  το κεφάλι  βρέθηκε  ακριβώς πάνω σ’  εκείνη την καταραμένη  λεία πέτρα, το χτύπημα ήταν τόσο δυνατό που τον άφησε στον τόπο, αν έβλεπες την όψη του φαινόταν μια χαρά σα να χαμογελούσε  όμως το κρανίο  του είχε γίνει κομμάτια .

Αμέσως υπήρξε αναταραχή,  φωνές ακούγονταν από παντού,  όλοι αναρωτιόντουσαν τι θα γινόταν,  τώρα που είχαν χάσει τον ηγέτη τους έμοιαζαν σαν ένα σώμα χωρίς  κεφάλι,  έπρεπε να βρεθεί αντικαταστάτης του γρήγορα καθώς οι ξανθοί από το βορρά ετοιμάζονταν να επιτεθούν ξανά.  Το απόγευμα οι αξιωματικοί  τον κάλεσαν στη  βασιλική σκηνή και χωρίς περιστροφές του ανακοίνωσαν ότι ο στρατός ήθελε εκείνος ν’ αναλάβει την ηγεσία,  πίστευαν ότι ήταν ο πιο κατάλληλος να τους βγάλει από τη δύσκολη θέση που είχαν βρεθεί. Βλαστήμησε  μέσα του επειδή δεν είχε φύγει,   αλλιώς τα είχε σκεφτεί,  αλλιώς τα περίμενε όμως σε μια τόσο δύσκολη στιγμή δεν μπορούσε αρνηθεί, τώρα όλα τα βλέμματα ήταν στραμμένα πάνω του κι έπειτα  μ’ αυτούς τους στρατιώτες είχε περάσει τόσα,  δεν μπορούσε να τους αφήσει εκεί στην ξένη χώρα στο έλεος του εχθρού. Όσο ζούσε ο βασιλιάς δεν τον ένοιαζε γιατί  οι αποφάσεις δεν ήταν δικές του τώρα όμως είχαν αλλάξει οι συνθήκες,   δε γινόταν να αποφύγει  την ευθύνη,  δεν ήταν στο χαρακτήρα του, έτσι δέχτηκε απρόθυμα  να φορέσει τον κόκκινο χιτώνα με τα χαρακτηριστικά διαδήματα του αρχηγού .

Με βαριά καρδιά εγκαταστάθηκε στη βασιλική σκηνή που ήταν τεράστια,  δεν είχε προλάβει να βάλει μια μπουκιά στο στόμα    όταν τον φώναξαν να ετοιμαστεί γρήγορα,  οι αντίπαλοι  είχαν καταλάβει μια τοξωτή  γέφυρα που οδηγούσε στο υπόστεγο με τις προμήθειες,  αν έχαναν εκείνη τη γέφυρα ήταν τελειωμένοι. Βιαστικά πήρε το ξίφος,  φόρεσε τον θώρακα του ξεχνώντας το χιτώνα με τα διακριτικά,   και βάλθηκε να σταματά τρομαγμένους στρατιώτες που έτρεχαν να φύγουν.  Όταν πάτησε πάνω στην πέτρινη γέφυρα κατάλαβε ότι δεν υπήρχε περιθώριο υποχώρησης,  ευτυχώς μια χούφτα από  άντρες που ήταν οι πιο έμπειροι,  έτρεξε να σταθεί δίπλα του,  κατάφεραν με μεγάλο κίνδυνο και πολύ τύχη να απωθήσουν τα στίφη που ξεχύνονταν εναντίον τους με μανία ,  ήταν τόση η αδρεναλίνη που έτρεχε στο σώμα του που δεν πρόλαβε να  φοβηθεί γιατί όλη την ώρα ήταν ακάλυπτος κι οποιοσδήποτε  μπορούσε να τον πλήξει  με τόξο ή με ακόντιο,  αν φορούσε τον κόκκινο χιτώνα θα τον είχαν αναγνωρίσει σίγουρα, ο θεός τον είχε φυλάξει  μια ακόμα φορά κι υποσχέθηκε μέσα του  ένα πολύ μεγάλο τάμα στο μοναστήρι του Αρχάγγελου  .

Η μέρα τελείωνε κι εκείνος έπεσε κατάκοπος να κοιμηθεί μόλις γύρισε στη σκηνή  του, στη διάρκεια του ύπνου του είδε ένα τρομερό όνειρο,  ο Μιχαήλ  που έβλεπε στην τοιχογραφία του μοναστηριού, στέκονταν πάνω από το κρεβάτι του και τον κοιτούσε βλοσυρά απειλώντας  ότι αν δεν εκπλήρωνε το τάμα που είχε υποσχεθεί η ζωή  που του έμενε ήταν λίγη. Ξύπνησε καταϊδρωμένος και διηγήθηκε στους αξιωματικούς  αυτό που είδε,  εκείνοι αν και τον ήθελαν μαζί τους τώρα που είχε αποδείξει την αξία του,  τον συμβούλεψαν να κάνει όπως του είπε ο  Άγγελος στο όνειρο, όταν εκπλήρωνε την υπόσχεση του θα τον έβρισκαν ξανά. Για να γυρίσει πίσω στο μοναστήρι  χρειάζονταν πολλές μέρες και ξεκίνησε αμέσως παρόλο που έπεφτε το σούρουπο , στο δρόμο λαγοκοιμόταν στη σέλλα  ενώ  το άλογο προχωρούσε μόνο του, εκείνη τη διαδρομή την είχε κάνει άπειρες φορές. Κάποια στιγμή καθώς περνούσαν ένα στενό πολύ απότομο το άλογο σταμάτησε ξαφνικά  και σηκώθηκε στα δυο του πόδια σα να είχε βρει μπροστά του ένα εμπόδιο,  εκείνος τρόμαξε και προσπαθούσε να καταλάβει  τι είχε συμβεί όμως δεν μπορούσε να δει τίποτα γύρω μονάχα το αυτί του έπιασε  ένα θρόισμα ψηλά προς τα βράχια που έκλειναν  το στενό,  έτρεξε κατά κει και το μόνο που είδε ήταν η άκρη μιας φτερούγας λευκής,  γονάτισε πιάνοντας το  κεφάλι με τα δυο του χέρια κι ύστερα έκανε το σταυρό του καθώς ο ήλιος έβγαινε κατακόκκινος πίσω από τις κορφές,  ύστερα καβάλησε το άλογο του και το άφησε να τον οδηγεί,  είχε πολύ δρόμο ακόμα .

 

 

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...