Παρασκευή 27 Ιουλίου 2018

ΤΟ ΚΥΠΑΡΙΣΣΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Στην ερημιά του μεσημεριού μόνο ξεροί ήχοι ακούγονταν, κάποιο πιρούνι χτυπούσε ένα πιάτο, ένα κλιματιστικό αγκομαχούσε, η εξάτμιση ενός αυτοκίνητο που έφευγε μακριά και γύρω παντού το σπαστικό, ατέρμονο κροτάλισμα των τζιτζικιών που όσο περισσότερη ζέστη είχε τόσο πιο δυνατά φώναζαν σα να πανηγύριζαν για τον καύσωνα που πυρπολούσε τον κόσμο κι όταν για ένα δευτερόλεπτο σταματούσαν τα τζιτζίκια σα να είχαν συνεννοηθεί ένα ραδιόφωνο βούιζε μέσα από κάτι σπίτια σμπαραλιασμένα. Ποιος ζούσε άραγε σ’ εκείνα τα χαλάσματα όπου το χειμώνα ο άνεμος κοπανούσε τις διαλυμένες πόρτες πέρα δώθε, τίποτα λαθρομετανάστες σίγουρα ή γέροι ξεχασμένοι, μπορεί να έδειχνε εγκαταλειμμένη η γειτονιά ωστόσο είχε μια ομορφιά περίεργη, οι άνθρωποι κάποτε ήξεραν να φτιάχνουν σπίτια, το πιο εντυπωσιακό κτίσμα εκεί γύρω ήταν μια μονοκατοικία που έμοιαζε χτισμένη ακριβώς στην κορφή του λόφου, έδειχνε άδεια αν και βρισκόταν σε πολύ καλύτερη κατάσταση από τα υπόλοιπα χαλάσματα που την περικύκλωναν, οι πόρτες και τα κάγκελα της είχαν επισκευαστεί πρόσφατα κι αν στεκόσουν στη μικρή ταράτσα της όλη η πόλη βρισκόταν στο πιάτο σου, η προβλήτα, η θάλασσα, τα βουνά πέρα μακριά, τα καράβια που αρμένιζαν, ένα πανόραμα…

Το περπάτημα ανάμεσα στα παλιά σπίτια ήταν η ρουτίνα του σε κάθε αργία, όποτε ήθελε να ξεμουδιάσει λίγο και να γυμναστεί ανέβαινε τα στενά πίσω απ το διαμέρισμα του κατά την παλιά πόλη και τα κάστρα, σταματούσε πάντα να πιει μια γουλιά νερό απ’ το μπουκαλάκι που κουβαλούσε αγναντεύοντας το λιμάνι και τις παραλίες που έμοιαζαν να εξατμίζονται μες τη ζέστη, κατέβαινε σ’ ένα είδος ρεματιάς κι ύστερα πάλι έπρεπε να σκαρφαλώσει ένα κάρο σκαλοπάτια για να βγει στην γειτονιά του. Ήταν μια διαδικασία επίπονη που όμως του άρεσε κι ας τον σακάτευε, δεν ήθελε με τίποτα ν’ αποκτήσει εκείνη την απαίσια κοιλιά που είχαν φτιάξει μερικοί φίλοι του, αυτό δεν θα το άντεχε κι έτσι συνέχιζε όσο κι αν ζορίζονταν, μάλιστα στο τελευταίο κομμάτι πριν το σπίτι του από βάδισμα το γύριζε σε τροχάδην επιταχύνοντας για καμιά διακοσαριά μέτρα. Παρά την τρομερή κούραση ένιωθε πολύ ωραία όταν επέστρεφε, άνοιγε το ψυγείο που ήταν γεμάτο από φρούτα του καλοκαιριού και χυμούς, έκανε ένα ντους παγωμένο να καθαρίσει το σώμα του απ’ τον ιδρώτα και τη σκόνη κι έπειτα προσεχτικά πλάγιαζε στον καναπέ, στο μεγάλο κρεβάτι κοιμόταν ήσυχη γυναίκα του έχοντας απλωθεί διαγώνια καθώς το συνήθιζε μόλις ένιωθε ότι είχε όλο τον χώρο στη διάθεση της…

Ελάχιστους ανθρώπους έβλεπε στην εγκαταλειμμένη γειτονιά ειδικά τα καλοκαίρια, έναν ζητιάνο που κοιμόταν στα παγκάκια κι όλο παραμιλούσε, κάποιο κορίτσι με σορτσάκι να περπατά λαχανιασμένο. Ένα μεσημέρι που δεν κυκλοφορούσε ψυχή και βαριόταν αλλά πίεζε τον εαυτό του να συνεχίσει πρόσεξε κάτι φιγούρες να σαλεύουν μέσα σ’ εκείνο το παρατημένο σπίτι με τη φοβερή θέα, ξένοι σίγουρα, μελαμψοί, δεν υπήρχε περίπτωση να το είχαν καταλάβει έτσι αυθαίρετα, δεν ήταν από κείνα τα σπίτια που τα παρατάς, σίγουρα θα το είχαν νοικιάσει με κάποιον τρόπο και το είχαν ζωντανέψει, έσκαψαν την αυλή με τα ξερά παρτέρια, έβαψαν με ασβέστη το προαύλιο, κουβάλησαν εκεί πέρα όλες τις παλιατζούρες τους, είχαν κι ένα ραδιόφωνο μεγάλο από κείνα τα παλιά που ήταν στη μόδα έναν καιρό κι έπαιζε μια μουσική αραβική. Θα πρέπει να τους είχε φανεί κελεπούρι, ποιος ξέρει που ζούσαν εκεί απ’ όπου είχαν έρθει, δε φαινόταν άγριοι πάντως, τα μικρά τους έτρεχαν στο προαύλιο γελώντας κι η ομορφιά της παλιάς γειτονιάς σα να τους ημέρευε ακόμα περισσότερο…

Στη δουλειά σκεφτόταν εκείνο το σπίτι όπου είχαν εγκατασταθεί οι ξένοι, τις καλές εποχές θα μπορούσε να το είχε αγοράσει, πως δεν το είχε προσέξει, η θέα από κει πάνω σε ξεκούραζε αν και το χειμώνα πρέπει να έκανε κρύο γιατί ήταν εκτεθειμένο εντελώς στους ανέμους. Αναρωτιόταν πως είχαν πάρει το σπίτι οι ξένοι, τους ζήλευε λίγο τους άτιμους, εκεί που είχαν διαλέξει να εγκατασταθούν πρέπει να είχε δροσιά τώρα που το καλοκαίρι βρισκόταν στο ζενίθ , σ’ εκείνη τη φάση που νιώθεις ότι ο χρόνος διαστέλλεται, ανοίγει, μεταβάλει τα πράγματα σε κάτι άλλο, σα να βρίσκεσαι σε διαφορετική διάσταση όπου όλα αποκτούν αλλιώτικη έννοια, σα να ταξιδεύεις στο διάστημα, ένα τέτοιο πράγμα. Τα απογεύματα ειδικά η ατμόσφαιρα γινόταν αποπνικτική, τα βράδια πάλι ο ύπνος ήταν βαρύς, έβλεπε όνειρα περίεργα, είχαν να κάνουν πιο πολύ με τον πατέρα του από χρόνια πεθαμένο, και με τ’ αδέλφια του που συναντούσε πολύ αραιά πια , σηκώνονταν νωρίς το πρωί μουσκεμένος στον ιδρώτα…

‘’Θα πάμε με την Β στα λασπόλουτρα το σαββατοκύριακο θέλεις να έρθεις;’’ ακούστηκε απ’ την κρεβατοκάμαρα η φωνή της γυναίκας του ‘’ Μπα όχι, άσε καλύτερα, τα σιχαίνομαι!’’ απάντησε. Δεν είχε καμιά όρεξη να βουτήξει στις λάσπες, που τις είχαν σκεφτεί, όλο κάτι τέτοιες διακοπές κανόνιζε αυτή η Β, κάτι επισκέψεις σε πηγές ιαματικές υποτίθεται, κάτι περιοδείες σε κατσικοχώρια και μέρη όπου δε πήγαινε κανένας, που τα έβρισκε ρε φίλε ! Προτιμούσε να μείνει στη πόλη και κανόνισε να πάνε σε μια ταβέρνα με τους φίλους του, το ξημέρωμα του Σαββάτου, μόλις είχε χαράξει, χαιρέτησε τη γυναίκα του και τη φίλη της, κοιμήθηκε κάνα δυο ώρες κι έπειτα σκέφτηκε ότι ένα περπάτημα στις ανηφόρες και στα στενά κοντά στα τείχη της παλιάς πόλης θα ήταν ότι έπρεπε, θα του άνοιγε και την όρεξη για το μεσημέρι. Ξεκίνησε με διάθεση ασυνήθιστη ίσως επειδή είχε μείνει μόνος επιτέλους, ένιωθε ενθουσιασμένος ξαφνικά όπως τότε που είχε ανέβει με μια παρέα στον Όλυμπο και το είχε ευχαριστηθεί, αισθανόταν μια φρεσκάδα και μια έξαψη σα να έκανε τη διαδρομή πρώτη φορά, περνώντας δίπλα από μια συκιά τεράστια -φυτρωμένη μέσα σ’ ένα πύργο γκρεμισμένο, έφτασε σ’ ένα σημείο όπου ο δρόμος γινόταν κατηφορικός ακολουθώντας την παλιά λεκάνη απορροής τον υδάτων .

Εκεί, κάτω από ένα πανύψηλο κυπαρίσσι βαθυπράσινο, υπήρχε μια γαλάζια κυψέλη, άκου να δεις τώρα ρε φίλε , κάποιος είχε βάλει εκεί τις μέλισσες του μέσα στους θάμνους μιας μικρής αλάνας, την είχε δει κι άλλες φορές την κυψέλη , ποιος θα τολμούσε να την πειράξει, όλοι φοβόταν μη τους επιτεθεί κανένα σμήνος λυσσασμένο απ το πουθενά και τους σαπίσει στο τσίμπημα! Μετά την καμπύλη της απορροής ο δρόμος γινόταν απότομα ανηφορικός, ανέβαινε σχεδόν κάθετα για να καταλήξει ψηλά στην κορυφή στο σπίτι με τη φοβερή θέα. Ήταν το πιο δύσκολο σημείο της διαδρομής, σου έβγαζε τη ψυχή αν δεν ήσουν προπονημένος, προτού την ανάβαση ήθελε να πάρει μια ανάσα, έβγαλε το μπουκαλάκι με το νερό απ τη ζώνη του κι όπως το σήκωσε να πιει μια γουλιά πετάχτηκε ακούγοντας έναν ήχο σαν κάτι να σέρνονταν ανάμεσα στα χόρτα και τους θάμνους της αλάνας.

Τι στο διάβολο ήταν εκείνο το πράγμα που κουνιόταν μέσα τα χόρτα και τα φύλλα, φίδι δεν ήτανε γιατί έκανε πολλή φασαρία σαν κάτι πιο μεγαλόσωμο κι άλλωστε δεν είχε ξαναδεί φίδι στην πόλη, κανένας σκύλος σίγουρα ή καμιά γάτα απ' αυτές που κατέκλυζαν την εγκαταλειμμένη γειτονιά και μπαινόβγαιναν όλη την ώρα στους κάδους σα φαντάσματα. Ασυναίσθητα πήρε στάση αμυντική σα να περίμενε να ορμήσει πάνω του κάποιος σκύλαρος δείχνοντας τα καταραμένα δόντια του, ένα αυλάκι ιδρώτα κύλησε στο μάγουλο του, αντί για κάποιο ζώο όμως μέσα απ’ τους θάμνους βγήκε σπρώχνοντας τα κλαδιά με τα χεράκια του ένα παιδί μικρούτσικο, τριών τεσσάρων χρονών, κάπως στρουμπουλό με σγουρά μαλλιά. ''Έλα Χριστέ και κύριε!'' ψιθύρισε, τι ήταν αυτό, περίμενε ότι κάποιος θα ακολουθούσε , η μάνα του, ο πατέρας, τ’ αδέλφια του όμως κανείς δεν υπήρχε εκεί στην ερημιά, μόνο τα αόρατα τζιτζίκια που έτριζαν τους αδένες τους με μανία καθώς η θερμοκρασία ανέβαινε .

Το μικρό έδειχνε να μη φοβάται και τον πλησίασε τείνοντας το χέρι, έπιασε την παλάμη του κι αισθάνθηκε ότι τον τραβούσε σα να ήθελε να του δείξει κάτι , κανονικά θα έπρεπε να προσέχει όμως ''Τι μπορεί να σου κάνει ένα παιδί ;'' σκέφτηκε κι αποφάσισε να το ακολουθήσει. Το παιδί με τα παχιά μπράτσα προχώρησε στην ανηφόρα κουνώντας τα ροδαλά ποδαράκια του, έστριψε σε μια γωνιά κι από ένα σοκάκι που δεν ήξερε ότι υπήρχε, τον πήγε σ' ένα διάδρομο σα μονοπάτι χωμάτινο με βράχους σχιστόλιθου στο πλάι του, καλυμμένο από φυλλώματα, ήταν παράξενο που μέσα στην πόλη και στα τσιμέντα έβρισκες ένα τέτοιο μέρος όμως οι βροχές που έπεφταν όλο το καλοκαίρι είχαν μεγαλώσει τα δέντρα κι αυτά σκέπαζαν εντελώς το διάδρομο που σχηματίζονταν. Έσκυψε το κεφάλι γατί τα κλαδιά κατέβαιναν μέχρι χαμηλά και βάδισε μαζί με το παιδάκι που παραπατούσε μερικές φορές πάνω από χαλίκια, άμμο, κομμάτια βράχου, χώμα και τούβλα σπασμένα, την προηγούμενη μέρα ένας κατακλυσμός πραγματικός τα είχε γεμίσει σκορπίσει παντού.

Στην έξοδο του μονοπατιού βρισκόταν το σπίτι με την πανοραμική θέα, από κείνο το δρομάκι γλύτωνες όλη την κάθετη ανηφόρα, το μικρό τράβηξε προς το σπίτι κι αυτός πίσω του, ανέβηκαν δυο σκαλιά, διέσχισαν την αυλή όπου δεν υπήρχε ψυχή, είχε αρχίσει να φοβάται, ακόμα λίγο και θα έφευγε τρέχοντας αλλά το παιδί του έκανε ένα νεύμα σα να του έλεγε ‘’Εδώ είμαστε! ΄΄, τον έμπασε στο ισόγειο, αυτό όμως δεν ήταν δωμάτιο κανονικό, ήταν το εσωτερικό εκκλησίας με θόλους ψηλούς χωμένους στους τοίχους όπως σε κάτι μοναστήρια παλιά, έμεινε ακίνητος εκεί να χαζεύει το χώρο, αναρωτιόταν γιατί την είχαν κρύψει έτσι την εκκλησία, ποιος ο λόγος, τι έκαναν εκεί πέρα ; Όπως και να είχε το μέρος ήταν θαυμάσιο, το πιο εντυπωσιακό εκεί μέσα πάντως ήταν μια ζωγραφιά τεράστια στον τοίχο που έδειχνε κάποιον καβαλάρη πάνοπλο δίπλα σ ένα ένα κυπαρίσσι ακριβώς σαν αυτό με την κυψέλη που είχε δει πρωτύτερα μόνο που μπροστά σ’ αυτό εδώ μια πηγή νερού ανάβλυζε κι έτρεχε ανάμεσα στα χαλίκια.

Αφηρημένος όπως ήτανε ανατρίχιασε ολόκληρος στον θόρυβο βημάτων σαν κάποιος με τσόκαρα να περπατούσε πάνω στο πάτωμα, αναρωτιόταν αν όλα αυτά ήταν αλήθεια ή κάποιο όνειρο, και θυμήθηκε το παιδί που τον είχε φέρει εκεί πέρα , που είχε εξαφανιστεί, έψαχνε να βρει από που ερχόταν εκείνο το σούρσιμο των βημάτων όταν πίσω του αντήχησαν πέταλα αλόγου πάνω στο μαρμάρινο δάπεδο, τάκα -τακ, τάκα τακ, γύρισε στην εικόνα και είδε ότι είχε αδειάσει εντελώς, ο καβαλάρης έλειπε, μονάχα το φόντο είχε μείνει με το κυπαρίσσι και την κυψέλη και την πηγή με τα χαλίκια, μια σκιά πίσω απ’ τις κολώνες σα να κινήθηκε απότομα όμως ο καλπασμός σταμάτησε κι επικράτησε σιωπή απόλυτη. Έγειρε το σώμα σ’ ένα πάγκο και χωρίς να το θέλει έριξε κάτω όλα τα χαρτιά που είχαν φέρει εκεί πέρα οι γυναίκες μαζί με τα απρόσφορα, έσκυψε να μαζέψει τα χαρτάκια που είχαν σκορπίσει στο μάρμαρο και το μάτι του έπεσε σε κάτι λόγια γραμμένα σ’ ένα απ αυτά, στο χαρτί έγραφε :

Δίπλα στο κυπαρίσσι του νερού,
όταν οι αχτίνες του ήλιου περνούν
μέσα απ’ τα νερά της βροχής,
κοντά στα χαλίκια της ακτής,
εκεί θα με βρεις !

Τρίτη 10 Ιουλίου 2018

ΣΤΟΝ ΑΣΤΕΡΙΣΜΟ ΤΟΥ ΜΕΓΑΛΟΥ ΚΥΝΟΣ

Δεν έμαθα ποτέ να κολυμπώ όσο κι αν προσπάθησα, ο πατέρας μου πάλι ένιωθε νερό σαν ψάρι με το που έμπαινε στο νερό, όποτε πηγαίναμε σ’ εκείνο το χωράφι δίπλα στο ποτάμι όπου είχε φυτέψει κολοκύθια, άκου τι σκέφτηκε ο άνθρωπος, για το μόνο που δε μπορούσες να τον κατηγορήσεις ήταν έλλειψη φαντασίας, που τα είχε βρει  τα κολοκύθια, τη στιγμή που όλοι οι φυσιολογικοί άνθρωποι έβαζαν καλαμπόκι ή στάρι ή μπαμπάκι αυτός έβαζε κολοκύθια, κάτι μεγάλα με ωραίο, κίτρινο χρώμα, ίσως του άρεσαν οι κολοκυθόπιτες αν και δε θυμάμαι ποτέ τη μάνα μου να φτιάχνει τέτοιου είδους πίττες. Πηγαίναμε λοιπόν εκεί πέρα σ’ εκείνο το χωράφι κι αμέσως ο πατέρας μου έβγαζε τα ρούχα του, βουτούσε αργά στο παγωμένο νερό και περνούσε απέναντι στο άλλο κτήμα που είχαμε κολυμπώντας με μεγάλες χεριές, έριχνε μια ματιά μήπως είχε γεμίσει χορτάρια, κι ύστερα επέστρεφε χωρίς να χρειαστεί να κάνει την μεγάλη διαδρομή μέχρι τη γέφυρα που ήταν χιλιόμετρα μακριά. Το ποτάμι  ήταν αρκετά βαθύ κι έπρεπε να ξέρεις καλό μπάνιο, ούτε θυμάμαι  που έμαθε να κολυμπά ο μπαμπάς μου αλλά κι ο αδελφός μου , κι εκείνος κολυμπούσε καλά, μια φορά που σκάβαμε σ’ ένα άλλο χωράφι πλάι σ’ ένα κανάλι αρδευτικό- η ζέστη ήταν ανυπόφορη και τα πουλιά στις καλαμιές χαλούσαν τον κόσμο τσιρίζοντας σα διάβολοι-  δεν άντεξε, βούτηξε στα παγωμένα νερά του καναλιού βγάζοντας φωνές, ‘’Πω ρε φίλε, αυτό είναι μπούζι!’’ δοκίμασε μερικές απλωτές επιπλέοντας στο ρέμα κι έπειτα βγήκε δροσισμένος με τις σταγόνες να τρέχουν πάνω του...
 

Προσπάθησα πολλές φορές  να μάθω κολύμπι, όποτε περνούσα πάνω από γεφύρια  μου περνούσε η σκέψη ότι αν έπεφτα εκεί μέσα την είχα βαμμένη, όποτε πάλι ταξίδευα με καράβι σκεφτόμουν ‘’ Τι κάνεις φίλε άμα αυτό το πράγμα βουλιάξει, πως βγαίνεις στη στεριά απέναντι ;’’ Και να πεις ότι δεν αγαπούσα το υγρό στοιχείο, τρελαινόμουν πάντα για δουλειές που είχαν σχέση με το νερό μες το καλοκαίρι, ποτίσματα, καθαρίσματα στο μπαλκόνια, πλυσίματα στο νεροχύτη ! Τη θάλασσα όμως δε τη μπορώ, η αρμύρα μου σπάει τα νεύρα  ρε φίλε σαν μπαίνει στη μύτη και στο στόμα, ‘’Έλα μέσα !’’ μου φώναζε η γυναίκα μου που ήταν από ώρα στα βαθιά με τη φίλη της την ψυχολόγο , μπορούσες να δεις τα κεφάλια τους που επέπλεαν,  εγώ όμως  δεν είχα καμιά διάθεση,  είχα μείνει στην ακτή παρακολουθώντας ένα κοπάδι από μικρά ψαράκια με ράχες γυαλιστερές που έτρεχαν να βγουν από ένα λάκκο βιαστικά σα να τα κυνηγούσαν, ‘’Αυτά τα κύματα με ζαλίζουν όπως πηγαινοέρχονται όλη την ώρα, δε μπορώ, πονά το κεφάλι μου !΄’, άκουσα να λέει η γυναίκα που μας είχε στην παρέα μας  η ψυχολόγος , μια μελαχρινή με μεγάλα μάτια,  έριξε μετά ένα ψιλό φόρεμα πάνω της κι έφυγε κατά το χωριό που βρισκόταν πίσω μας…
 

Κανονικά ο βόμβος των κυμάτων ο φλοίσβος κι ο αέναος παφλασμός σε ηρεμούν , έτσι είναι το λογικό , έτσι συμβαίνει σ’ όλο τον κόσμο αλλά αυτή η γυναίκα είχε ένα θεματάκι, μου το είχε πει η ψυχολόγος που την κουράριζε και μας είχε φέρει στο παραλιακό χωριό γιατί ήθελε να τη γνωρίσει καλύτερα. Είχε ιστορικό η κοπέλα, σε κάποια συνεδρία εκεί που καθόταν ευγενική έγειρε το κεφάλι κι όταν το σήκωσε είπε απότομα ‘’Τι θέλεις από μένα κυρά μου; ‘’ με μια φωνή αλλιώτικη, την είχε τρομάξει, δεν ήξερε τι να κάνει , σταμάτησε όπως -όπως εκείνη τη συνάντηση και της είπε ότι θα ξαναβρίσκονταν άλλη φορά, Ήξερε απ’ τα βιβλία ότι μερικά άτομα έχουν διχασμένη προσωπικότητα αλλά δεν γνώριζε πώς να το χειριστεί, φοβήθηκε, ήθελε να την παρατήσει, από την άλλη την έτρωγε η περιέργεια. Μελετούσε μερικά χρόνια την περίπτωση και είχε προσέξει ότι η γυναίκα εμφάνιζε πιο έντονα συμπτώματα το καλοκαίρι,  τον Ιούλιο κάτω από τον Αστερισμό του Κυνός  που κατακαίει τα πάντα στο διάβα του όπως  είχαν εξακριβώσει και οι αρχαίοι. Στη διάρκεια αυτών των ημερών  από κάποιαν αιτία ασήμαντη είχε δει την  κοπέλα ν’ αλλάζει χαρακτήρα και να γίνεται μια άλλη σα να έβγαινε από μέσα της ένας τύπος άγνωστος που κρύβονταν, ήταν λίγο τρομαχτικό αν και το συνήθιζες με τον καιρό, έμοιαζε σα να είχε δυο ανθρώπους μέσα της, μια φορά της είχε πει ότι όλα είχαν ξεκινήσει από τότε που ήταν παιδί και η μάνα της την είχε βάλει να πιάσει το χέρι της γιαγιάς της η οποία είχε πεθάνει για να την αποχαιρετήσει. Δεν ήθελε με τίποτα όμως η μάνα της επέμενε, την πίεζε, καλά μερικοί άνθρωποι είναι εντελώς ηλίθιοι, από τότε είχε αποκτήσει το πρόβλημα, σε μια ακρόαση την άκουσε να παραμιλά λέγοντας ‘’Όχι αυτό μαμά, όχι αυτό, είναι παγωμένο !’’
 


Όταν σκέφτεσαι ότι ένας άνθρωπος που φαίνεται φυσιολογικός κρύβει τέτοια μυστικά σούρχεται να τσιρίξεις, όπως και να είχε εγώ δε χρωστούσα τίποτα που μας την είχε κουβαλήσει εκεί πέρα την παλαβή, ευτυχώς δεν είχε καθίσει πολλή ώρα μαζί μας. Ξάπλωσα κάτω απ τα δέντρα, ένα αεράκι φυσούσε απ’ την απέναντι ακτή αναταράσσοντας την επιφάνεια της θάλασσας που συνέχιζε την αέναη κίνηση της , αυτό εμένα δε με πείραζε διόλου, οι φυλλωσιές έριχναν τη σκιά τους και μπορούσες να χαλαρώσεις, το κεφάλι μου ήταν βαρύ, ένα σωρό πράγματα το ζάλιζαν, αποκοιμήθηκα. Μες τη ζαλάδα μου άκουσα την ψυχολόγο να λέει ‘’Είναι υπερκινητικός, έτσι εξηγείται!’’ - ‘’– ‘’ Τώρα έχει σπάσει το ρεκόρ του!’’ ακούστηκε η γυναίκα μου ‘’Κανονικά δεν ησυχάζει, δεν μπορεί να καθίσει σ’ ένα σημείο. Σπάνια θα τον δεις έτσι, απορώ πως κοιμήθηκε, στο σπίτι δε σταματά να πηγαινοέρχεται και να με ζαλίζει μέχρι που τον στέλνω στη κρεβατοκάμαρα, κλείνω τη πόρτα και ησυχάζω!’’
 

Έβαλαν αντηλιακό που είχε τη μυρουδιά πράσινου τσαγιού κι ύστερα απλώθηκαν στις ξαπλώστρες τους, αυτές είχαν  τη ρουτίνα τους αλλά εγώ βαριόμουν, κανονικά δεν έπρεπε να ήμουν εκεί πέρα, το μόνο που ήθελα ήταν να βγω έξω απ την πόλη, να δω ανοιχτωσιά, κάμπους, χωράφια και χωριά. Η θάλασσα είναι το στοιχείο το της γυναίκας μου, αυτή κολυμπά σα δελφίνι φεύγοντας στα βαθιά και κάνοντας διαδρομές ατελείωτες μέχρι που το δέρμα της αρχίζει να μαζεύει, εγώ κάθομαι στη παραλία και την παρακολουθώ λες και είμαι ναυαγοσώστης, καλά για το τρελοκομείο της ηλιοθεραπείες ας μη μιλήσουμε, αυτό ποτέ δε μπόρεσα να το καταλάβω, να ψήνεσαι στην άμμο σα χταπόδι στη σχάρα πασαλείβοντας με κρέμες το ταλαίπωρο το σώμα σου, ε όχι ρε φίλε !
 

Ο ήλιος χτυπούσε δυνατά , μπαίναμε στα κυνικά καύματα τότε που ο Ήλιος  ρίχνει τα πυρωμένα βέλη του στη γη και μόνο οι σκυλιά  γυρνούν στους δρόμους.  Ένα στερεοφωνικό αντιλαλούσε στις λαγκαδιές, χάιδεψα με τ’ ακροδάχτυλα την πλάτη της γυναίκας μου ψηλά κοντά στους ώμους , μόνο αυτό την χαλάρωνε, κι έπειτα αποφάσισα να πάω μια βόλτα στο χωριό που ήταν χτισμένο στην πλαγιά πίσω απ’ την ακτή. Έκοψα δρόμο περνώντας από ένα παρκάκι, το γρασίδι που είχαν φυτέψει ηρεμούσε το μάτι κι ήταν ωραίο να περπατάς πάνω του, σε μια ταβέρνα τουρίστες έτρωγαν σαλάτες και καλαμάρια , αμάξια μ΄ ανοιχτά παράθυρα ερχόταν απ όλες τις μεριές κουβαλώντας κόσμο για τη θάλασσα, σε κάτι στενά που μπήκα καρακάξες με φτερούγες ασπρόμαυρες πετούσαν και χάνονταν μέσα στα φυλλώματα μιας συκιάς και σε κάθε γωνιά πετάγονταν γάτες μικρές και μεγάλες, πόσες ήτανε ρε φίλε!
 

Τα στενά σ’ έβγαζαν σ’ ένα δρομάκι ανηφορικό και σ’ ένα χαμηλό σπιτάκι που βρισκόταν κάτω απ το δρόμο είδα κάτι ασυνήθιστο, έναν γενειοφόρο σα καλόγερο να σκύβει πάνω απ’ το φέρετρο μιας γριάς με άσπρα μαλλιά. Απ’ το ανοιχτό παράθυρο έβλεπα ανθρώπους να πηγαινοέρχονται στο καμαράκι όπου βρισκόταν η κάσα μιλώντας σιγανά σα να μην ήθελαν να ξυπνήσουν τη γριά . Ο αέρας που φυσούσε κυμάτιζε ένα κουρτινάκι άσπρο, κεντημένο,κι όπως το ανασήκωνε κάθε λίγο μπορούσα να δω σε μια γωνιά κοντά στο φέρετρο την γυναίκα που άλλαζε χαρακτήρα, καθόταν εκεί πέρα, χαμογελώντας και κουβεντιάζοντας μ’ έναν νεαρό, με αντιλήφθηκε και μούκανε νόημα να πλησιάσω.  Κατέβηκα μερικά σκαλοπάτι και μπήκα στο καμαράκι κάνοντας το σταυρό μου, ‘’Αυτή είναι η μάνα μου...’’ είπε χαμηλόφωνα ‘’...χτες το βράδυ πέθανε γι αυτό πονούσε τα κεφάλι μου και δεν άντεχα τη θάλασσα!’’. Από ένα καμαράκι που έβγαζε σε μια αυλή, στην πίσω μεριά, ένας γέρος βγήκε, έριξε στον δίσκο που είχαν βάλει ένα νόμισμα και πήρε κερί, κείνη τη στιγμή ο ρασοφόρος σηκώθηκε και ήρθε προς το μέρος μου, νόμιζα ότι θα μου έλεγε ‘’Τι θες εδώ πέρα εσύ!’’ όμως αυτός πήγε πάνω απ’ την πεθαμένη γριά κι άρχισε ένα ψιθυρίζει κάτι ευχές ‘’Μετά πνευμάτων δικαίων τετελειωμένων…’’
 

Η τελετή τελείωνε κι ετοιμάζονταν να την πάρουν για τα μνήματα, δυο γεροδεμένοι έσκυβαν ήδη δοκιμάζοντας το βάρος που θα σήκωναν, έξω στο δρόμο τα τζιτζίκια χαλούσαν το κόσμο σα να είχαν μαζευτεί εκατομμύρια από δαύτα και ξεφώνιζαν τρελαμένα, ένας ανεμιστήρας που στριφογύριζε από πάνω μας δεν έβγαζε καμιά δροσιά μόνο γύριζε τους έλικες του απειλητικά,   τη στιγμή που ετοιμαζόμουν να φύγω η γυναίκα-  δόκτωρ Τζέκυλ με τα τεράστια  μάτια   έκανε μια κίνηση κι έπιασε το χέρι της γριάς σα να την αποχαιρετούσε, κείνη τη στιγμή το χλωμό πρόσωπο της πεθαμένης σα να άλλαξε και να πήρε χρώμα ζωντανεύοντας, το κεφάλι της μετακινήθηκε ελαφρά και το στόμα της πήρε ένα σχήμα που δεν είχε πρωτύτερα, καλά  αυτό ήταν πολύ κουφό,  κόντεψα να τιναχτώ μέχρι το ταβάνι που δεν ήταν και πολύ ψηλά ενώ  από δίπλα μου ο παπάς ούρλιαξε ‘’Το είδατε αυτό, το είδατε, ! ’’ Για κάποιον λόγο   ίσως επειδή βρέθηκα μπροστά του, στράφηκε σε μένα σα να έφταιγα εγώ ’’ Το είδες,  πες την αλήθεια,  το είδες αυτό, όχι   πες την αλήθεια ! ‘’



ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...