Παρασκευή 20 Σεπτεμβρίου 2019

Η ΑΝΕΜΟΣΚΑΛΑ ΤΟΥ ΒΙΤΓΚΕΝΣΤΑΙΝ

Πήρε τον πυροσβεστήρα και τον άδειασε στις φλόγες που εξαφανίστηκαν για μια στιγμή ,ποτέ πριν δεν είχε χρησιμοποιήσει τέτοιο πράγμα μόνο στις ταινίες είχε δει πως γίνεται όμως τελικά ήταν εύκολο, αμέσως όμως βγήκαν καινούριες φλόγες δαιμονισμένες απ’ τον απορροφητήρα σαν κάτι που υπήρχε εκεί μέσα να τις τροφοδοτούσε, βγήκε έξω να ανασάνει, κάποιος του έδωσε ακόμα έναν πυροσβεστήρα, τράβηξε την περόνη και τον άδειασε κι αυτόν πάλι όμως έγινε το ίδιο, για λίγο το κακό έσβησε αλλά ξανά πάλι πετάχτηκε ανεβαίνοντας συνέχεια προς τα πάνω, έτσι λειτουργεί η φωτιά, δεν το ήξερε μέχρι που το είδε με τα μάτια του, ψάχνοντας οξυγόνο απεγνωσμένα οι φλόγες έσπασαν τα τζάμια που έγιναν θρύψαλα και σκόρπισαν στο δρόμο, δεν μπορούσε να το πιστέψει ότι συνέβαινε σ’ αυτόν, ότι αυτός ήταν υπεύθυνος για όλη εκείνη τη φασαρία, κόσμος είχε μαζευτεί έξω και κοίταζε, είχε γίνει κανονικό θέαμα, με κάποιο τρόπο βρέθηκε στα χέρια του και τρίτος πυροσβεστήρας, τον άδειασε και κείνον ενώ τα ρουθούνια του έτσουζαν από μια μυρουδιά ξινή που έκαιγε τα πνευμόνια του, εκείνη τη στιγμή ήρθαν οι πυροσβέστες, κάτι θηρία με τις μάνικες κι άρχισαν να σβήνουν την καταραμένη φλόγα μέσα στην εστία μέχρι ψηλά, αυτός ήταν μέσα όλη την ώρα όταν κάποιος του φώναξε ‘’ΕΞΑΦΑΝΙΣΟΥ ΤΩΡΑ!!!!’’

Ήταν σαν να γινόταν εκεί πέρα μια μάχη κι έπρεπε να τσακιστεί να υπακούσει στις διαταγές που του έδινε αυτός που ήξερε και βέβαια είχε δίκιο, το μέρος πια είχε γεμίσει μονοξείδιο που μπορεί να σε δηλητηριάσει γι αυτό άλλωστε κι ο πυροσβέστης που του είχε βάλει τις φωνές φορούσε την προστατευτική μάσκα του, ύστερα από λίγο κι αφού είχαν αδειάσει κάμποσο νερό, η φωτιά έσβησε επιτέλους ενώ αυτός το μόνο που σκέφτονταν ήταν πότε θα έφευγαν όλοι εκείνοι οι ηλίθιοι που παρακολουθούσαν την καταστροφή σα να ήταν ένα θέαμα στη τηλεόραση. Ένας κρανοφόρος θηριώδης με βλέμμα άγριο και τόνο αποφασιστικό που μάλλον ήταν επικεφαλής εκεί πέρα, ζήτησε να τους πει πως είχε γίνει το πράγμα ενώ κάποιος άλλος έγραφε σ’ ένα μπλοκάκι, έδωσε τα στοιχεία του, είπε και λεπτομέρειες που του ζητήσανε όταν είδε τον εαυτό του σε μια βιτρίνα, πως είχε γίνει έτσι, το πρόσωπο του είχε βαφτεί μαύρο και σταχτί απ’ τους καπνούς, έμοιαζε με πεθαμένο, η γυναίκα του όταν τον είδε αργότερα τρόμαξε, ‘’Ήταν σα να είχες γεράσει’’ του είπε. Η φωτιά εκείνη ήταν ότι πιο σοκαριστικό του είχε ποτέ συμβεί κι όπως είχε πέσει με τα μούτρα να τη σβήσει προτού πάρει διαστάσεις δεν κατάλαβε πόσο είχε κινδυνέψει όμως ούτε για μια στιγμή δεν πέρασε απ το μυαλό του ότι δεν μπορούσε να το αντιμετωπίσει, ήταν μια στιγμή κρίσιμη και ήξερε ότι μπορούσε να περιορίσει τις συνέπειες όσο γινόταν, αν μη τι άλλο έπρεπε να το παλέψει όσο μπορούσε, να μη το αφήσει έτσι να εξελιχτεί έξω από κάθε έλεγχο χωρίς καμιά παρέμβαση.

Αυτός που είχε φωνάξει να εξαφανιστεί, ένα νεαρό παιδί με μαλλιά ιδρωμένα από το κράνος και τη μάσκα, του είπε ότι έπρεπε να ελέγξουν τον πάνω όροφο μήπως είχε ξεμείνει καμιά εστία που σιγόκαιγε, του έφερε μια σκάλα γιατί αλλιώς θα τρυπούσε το ταβάνι μ’ ένα κοντάρι μεταλλικό, από το πατάρι στη πίσω μεριά σκαρφάλωσε και έλεγξε το μέρος ‘’Όλα εντάξει !’’είπε καθώς κατέβαινε, ευχαρίστησε το παιδί , ‘’Συγγνώμη για την ταλαιπωρία !’’ του είπε κι εκείνο χαμογέλασε, του έκανε εντύπωση η αποφασιστικότητα των πυροσβεστών που φαινόταν να ξέρουν τη δουλειά τους και δεν έμοιαζαν να φοβούνται, το αντίθετο μάλιστα, ήταν σα στρατιώτες στη μάχη και στους καπνούς μαχόμενοι κυριολεκτικά, εκεί δεν έχει αστεία, εκεί κινδυνεύει η ζωή σου κι άμα είσαι λιγόψυχος καλύτερα να φεύγεις μετάνιωσε για όλα όσα είχε πει κατά καιρούς για ταβλαδόρους κι αργόσχολους. ‘’Πόσο υπολογίζεις τη ζημιά;’’ ρώτησε ο επικεφαλής το παιδί με τα ιδρωμένα μαλλιά κι εκείνο είπε ένα ποσό που ακούστηκε καλά κι αυτός το συγκράτησε, ΄΄Δε φταις εσύ’’ του είπανε ‘’Έπρεπε να είχε καθαριστεί η καμινάδα από καιρό, θα σου τηλεφωνήσουμε να δώσεις κατάθεση’’’ του είπαν κι αυτό ήταν μια μεγάλη ανακούφιση. Οι κρανοφόροι φόρτωσαν τις μάνικες στο κόκκινο όχημα κι άρχισαν ν’ αποχωρούν, με το που έφυγαν πήραν ν αραιώνουν επιτέλους κι όλοι εκείνοι οι περίεργοι, τώρα πια μονάχα μερικοί έχωναν το κεφάλι στην είσοδο ρωτώντας τι είχε συμβεί, άλλοι από ενδιαφέρον κι άλλοι από περιέργεια νοσηρή. Έριξε μια ματιά γύρω του τώρα που είχε ηρεμήσει κάπως, ότι υπήρχε πάνω απ’ τα δυο μέτρα είχε καψαλιστεί, το κλιματιστικό στον τοίχο είχε γίνει λιώμα με τα πλαστικά του κομμάτια να κρέμονται σαν γλυπτό τρελό, η τσάντα του που την είχε στο πάνω ράφι της ντουλάπας είχε καεί, κάτι χάρτινες συσκευασίες έβγαζαν καπνούς και τις έσβησε γρήγορα βάζοντας τες κάτω απ το νεροχύτη μαζί με και άλλα χαρτιά κι αποδείξεις. Το θηρίο έμοιαζε να έχει πια ησυχάσει και τώρα θα ήθελε με κάποιο τρόπο να φέρει τα πράγματα εκεί που ήτανε, βάλθηκε να καθαρίζει και να πετά ότι κατεστραμμένο υπήρχε προσπαθώντας να βάλει μια τάξη εκεί μέσα γρήγορα όμως συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να γίνει τίποτα, ήταν εξουθενωμένος ψυχολογικά και σωματικά κι εκτός αυτού απ’ το δεύτερο όροφο έτρεχαν νερά όλη την ώρα κι ήταν αδύνατο να κάνεις οτιδήποτε, έκλεισε τα γενικό του νερού, ντύθηκε κι έσπευσε να εξαφανιστεί από κει όσο πιο γρήγορα γινόταν.

‘’Πρέπει να πας αμέσως στο νοσοκομείο !’’ του είπε επιτακτικά η γυναίκα του μόλις τον είδε, τα πνευμόνια του έτσουζαν ακόμα όμως αυτός πάντα μισούσε τα νοσοκομεία και δεν είχε νοσηλευτεί ποτέ του, δεν είχε καμιά όρεξη να τρέχει στους γιατρούς , έκανε ένα ντους κι ένιωσε λίγο καλύτερα. Το βράδυ που πλάγιασε ήταν αδύνατο να ηρεμήσει απ’ την υπερένταση, όλη την ώρα πετάγονταν λέγοντας ‘’Πως έγινε σ’ εμένα αυτό, πως το άφησα, που ήμουν;’’, όταν έκλεινε τα μάτια έβλεπε φλόγες και καπνούς ενώ εκείνη η μυρουδιά δεν έφευγε με τίποτα από τη μύτη του, σηκώθηκε και πήγε στο πατάρι, η τσάντα του είχε καεί και τα παπούτσια του έφταιγαν, τα είχε πετάξει εκεί το που μπήκε στο σπίτι κι η μυρουδιά τους δεν έφευγε με τίποτα, τα έβγαλε αμέσως στο μπαλκόνι . Ξάπλωσε πάλι και το μόνο που σκεφτόταν ήταν τι θα έκανε, όλα είχαν πάει στράφι, θα τον έδιωχναν φυσικά από κείνη τη δουλειά αλλά ήξερε καλά ότι η βασική ευθύνη δεν ήταν δική του, σιγά μη πλήρωνε κι από πάνω όπως του είχε πει το αφεντικό στο τηλέφωνο, εδώ είχε κινδυνέψει να καεί ζωντανός κι ο άλλος του ζητούσε τα ρέστα ! Βέβαια κανείς δεν γεννήθηκε αλάνθαστος, την είχε πατήσει όπως χιλιάδες άλλοι που άφησαν τη φωτιά και πήγαν μια βόλτα, πόσες ιστορίες δεν είχε ακούσει, η πολλή σιγουριά δεν είναι καλή πάντα, έπρεπε να είναι πιο προσεχτικός, υπάρχουν στιγμές που πρέπει να καταπιείς τον εγωισμό σου αλλιώς είσαι ηλίθιος και δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται. Απ’ την άλλη φυσικά δεν είχε νόημα να το σκέφτεται, το κακό είχε γίνει κι έπρεπε να κοιτάξει μπροστά όσο πιο γρήγορα γίνονταν, στο κάτω- κάτω είχε βγει ζωντανός κι ούτε είχε τραυματιστεί πουθενά, έπειτα δεν είχε γίνει καμιά ζημιά σοβαρή που δεν διορθώνονταν, δε θα καθόταν λοιπόν εκεί πέρα να αυτομαστιγώνεται, ότι ήταν να γίνει είχε γίνει. Προς το ξημέρωμα ένιωσε έναν πόνο στο αυτί και πήγε στον καθρέφτη, είδε ότι το πτερύγιο είχε καεί και δεν είχε πάρει χαμπάρι μες τον πανικό, λένε βέβαια ότι στα πτερύγια δεν πονάς γι αυτό και τα τρυπούν περνώντας σκουλαρίκια και χαλκάδες διάφορους, όπως και αν ήταν δε φαινόταν κάτι σοβαρό…

Τις επόμενες μέρες τον σταματούσαν στο δρόμο και τον ρωτούσαν για τη φωτιά, έπρεπε να εξηγεί στον καθένα τα γεγονότα κι αυτό ήταν ένα σημείο δύσκολο γιατί κάθε φορά τα θυμόταν πάλι. Για καμιά βδομάδα τα χαρτιά του μύριζαν καπνό θυμίζοντας του το σκηνικό, εκείνο το πράγμα δεν έφευγε με τίποτα, δεν μπορούσε να συνέλθει και τα βράδια πετάγονταν τρομαγμένος καθώς έφερνε στη μνήμη του το συμβάν όπου ήταν σα ζώο φυλακισμένο κι ο κόσμος τον κοίταζε σα να ήταν κλεισμένος σε κάποιο κλουβί. Ένιωσε ότι δεν άντεχε τη πόλη με τα τσιμέντα, το σαββατοκύριακο έφυγε για το εξοχικό ενός φίλου του να ησυχάσει λίγο, η γυναίκα του τον ξεπροβόδισε γνωρίζοντας ότι άμα αποφάσιζε κάτι δεν άλλαζε γνώμη. Κι εκεί βέβαια σκεφτόταν όλα όσα είχαν συμβεί, τι θα έκανε από δω και πέρα, βρισκόταν όμως μακριά κι αυτό τον ηρεμούσε, όσο κι αν αντιπαθούσε κάποτε την επαρχία αυτή τον χαλάρωνε πάντα κι ένιωθε ότι βαθιά μέσα του την είχε ανάγκη όλο και περισσότερο όσο περνούσαν τα χρόνια. Το εξοχικό του φίλου του έμοιαζε να βρίσκεται έξω απ’ το χρόνο, μακριά από το καταραμένο κυνήγι της καθημερινότητες που σε τρώει λίγο λίγο κάθε μέρα, πολλές φορές ξεχνάς από που ξεκίνησες και τι ήθελες πραγματικά, τα γεγονότα σε παρασύρουν όπου θέλουν αυτά και στο τέλος βγαίνεις εντελώς από την πορεία σου. Καθώς ο καιρός είχε αρχίσει ν’ αλλάζει ο ουρανός γέμισε σύννεφα κι άρχισε να βρέχει , επιτέλους είχε φύγει το καλοκαίρι κι είχε γυρίσει κατά το φθινόπωρο . Στο άδειο σπίτι ένα γραφείο και πάνω στο τραπέζι ένα βιβλίο χοντρό και κάτι σημειώσεις με τον τίτλο ‘’Η ανεμόσκαλα του Βιτγκενστάιν’’ , άνοιξε το βιβλίο και δεν κατάλαβε ούτε μια γραμμή καλά ο φίλος του είχε θέμα !

Μπορεί να μην καταλάβαινε το βιβλίο όμως είχε αρχίσει να φιλοσοφεί όλο και βαθύτερα, έκανε κάτι σκέψεις περίεργες και σιγά σιγά ένιωσε σα να του ήρθε μια επιφοίτηση, αισθάνονταν ότι όλο αυτό μπορεί να ήταν ένα είδος καλέσματος, καταλάβαινε ότι βρισκόταν σ’ ένα σταυροδρόμι, στο ξεκίνημα μιας κατάστασης καινούριας που δεν ήξερε που θα τον βγάλει, το μόνο για το οποίο ήταν σίγουρος ήταν ότι έπρεπε ν’ αλλάξει, είχε βαλτώσει για χρόνια στις ίδιες καταστάσεις και τώρα υπήρχε μια αφορμή να ξεκολλήσει, λένε ότι κάθε πέντε δέκα χρόνια ο άνθρωπος πρέπει να κάνει ένα ξεκίνημα καινούριο, ίσως ήταν η ώρα να το κάνει κι αυτός….

Κυριακή 1 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΤΗ ΜΕΓΑΛΗ ΘΑΛΑΣΣΑ ΤΗΣ ΠΑΛΙΡΡΟΙΑΣ

Μια φορά είδε στον ύπνο του ότι πέθαινε και βρισκόταν σ’ ένα λιβάδι με χορτάρια που ανέμιζαν λουσμένα στο φως κι ένας τύπος με μακριά μαλλιά γεμάτα κόμπους περνούσε πάνω σε μια καμήλα, ήταν ένα όνειρο πολύ περίεργο, όταν ξύπνησε αισθάνονταν μια ευδαιμονία εσωτερική. Μια άλλη φορά πάλι είχε δει ότι οδηγούσε σ’ ένα δρόμο περνώντας μέσα από κάποιο τούνελ τεράστιο και μπροστά στο παρμπρίζ έβλεπε κάτι φωτάκια κόκκινα, γαλάζια, πορτοκαλιά, κίτρινα σα μικρές μπάλες πολύ όμορφες που χόρευαν όλη την ώρα, αυτός τ’ ακολουθούσε για να βγει σε μια γέφυρα που υψώνονταν πάνω απ τη θάλασσα κι από κει κατέληγε σ’ ένα χώρο κενό, του φαινόταν ότι βρίσκονταν έξω απ το χρόνο εκεί όπου δεν αλλάζει τίποτα κι όλα μένουν ακίνητα . Τα όνειρα εκείνα ήταν πολύ χαλαρωτικά, πολύ ηρεμιστικά κι όταν ξυπνούσε είχε διάθεση πολύ ανεβασμένη, ένιωθε σα να είχε βγει απ το σώμα του κι είχε επανέλθει, κάπου είχε ακούσει ότι ο καλύτερος θάνατος γίνεται όταν κοιμάσαι, όλοι έτσι θέλουν να τελειώνουν την ύπαρξη τους χωρίς να πονέσουν χωρίς να υποφέρουν, περνάς από τη μια διάσταση στην άλλη που δεν έχει και μεγάλη διαφορά γι αυτό άλλωστε οι αρχαίοι τους θεωρούσαν αδέρφια.

Από τότε που είχε κάνει τις εξετάσεις στην κλινική άρχισε να βλέπει τέτοια όνειρα, μέχρι να τελειώσουν ήταν μες την αγωνία, ποτέ του δε χώνεψε τα νοσοκομεία και τους γιατρούς που σκαλίζουν το σώμα και ψάχνουν όλα τα όργανα, τη καρδιά, το μυαλό, το συκώτι, χώνοντας τη μύτη τους όπου να ναι, μα τι ηλίθιο ! Εκεί είχε γνωρίσει μια γυναίκα μ’ ένα κάρο προβλήματα κι αρρώστιες που φαινόταν ευδιάθετη, γελούσε κιόλας, την είχε ρωτήσει πως γίνεται να μη σε παίρνει από κάτω, δε μπορούσε να καταλάβει, αυτός φοβόταν τη σκέψη και μόνο ότι κάτι μπορεί να πήγαινε στραβά , μέχρι να πάρει τα αποτελέσματα τα πόδια του ήταν κομμένα, είναι κάποια ενδεχόμενα που δε θες να τα σκέφτεσαι καθόλου. Τέτοιες στιγμές θυμόταν τη μάνα του που ήταν της εκκλησίας και παλιά , τότε που είχε αντοχές, πήγαινε κι άλλαζε όποιον πέθαινε στο χωριό, το θεωρούσε κάποιας μορφής ευλογία να φροντίζεις τον πεθαμένο, να τον ευπρεπίζεις σα να τον ετοιμάζεις για κάποιο ταξίδι. Κάποτε τον είχε πάρει μαζί της να δουν ένα θείο του ετοιμοθάνατο, δεν τον πήγαινε με τίποτα εκείνον το θείο που ήταν όλο ειρωνείες αλλά αυτή τη φορά τον είχαν βρει πολύ ήσυχο, έμοιαζε να τόχει πάρει απόφαση, ξάπλωνε σ’ ένα κρεβάτι με άσπρα σεντόνια κι είχε διάφορα φαγητά και πιοτά μπροστά του ‘’Πάρε ότι θες ! του είχε πει κι εκείνος δοκίμασε ένα γλυκό για να μη του χαλάσει το χατίρι, του είχε κάνει εντύπωση που τον είχε βρει έτσι σα να είχε μαλακώσει σα να είχε γίνει ξαφνικά καλός . Η μάνα του μιλούσε όλη την ώρα κι ο θειος την κοίταζε με τα μάτια ανοιχτά, πάντα κατάφερνε να βρει κάτι παρήγορο σε τέτοιες περιπτώσεις, στις κηδείες όπου όλοι έκλαιγαν εκείνη φαινόταν ψύχραιμη, βέβαια όταν πέθανε ο πατέρας του εκείνη δεν άντεξε, έσπασε, φαίνεται ότι εκεί δε λειτούργησε το μεταφυσικό της, το είχε προσέξει αυτό.

Άμα ζούσε η μάνα του θα του εξηγούσε τι σήμαιναν εκείνα τα όνειρα με τα λιβάδια, τις καμήλες και τα φωτάκια όμως τώρα έπρεπε να το βρει μόνος του την άκρη . Και δεν ήταν μονάχα τα όνειρα , τελευταία κάτι είχε πάθει και κατακλύζονταν από αναμνήσεις παλιές, τι στο διάβολο συνέβαινε, ήταν τόσο πολλές σα να έτρεχε ένας καταρράχτης ασταμάτητος, του την έδινε καμιά φορά όμως δε μπορούσε να το ελέγξει, συνέχιζαν να κατρακυλούν σα χιονοστιβάδα πλημμυρίζοντας τον μέρα και νύχτα. Αυτό που επανέρχονταν πιο συχνά στη μνήμη του ήταν ένας γάμος που τον είχε ξεχάσει και τώρα έβγαινε ξανά στην επιφάνεια, ήταν πολύ πιτσιρικάς τότε αλλά θυμόταν ένα μπαλκόνι, κόσμο με παπούτσια γυαλιστερά, πουκάμισα, φώτα, κάτι μουσικές, γυναίκες με φουστάνια, ήταν σ’ ένα σπίτι κάπου στην άκρη του χωριού κοντά σ’ ένα οικόπεδο όπου φύτρωναν σπαθόχορτα με λουλούδια κίτρινα που γυάλιζαν στον ήλιο. Μια άλλη ανάμνηση που του ερχόταν συνέχεια ήταν το δωμάτιο στο παλιό τους σπίτι, στεκόταν εκεί με τις κουρτίνες τραβηγμένες μπροστά σε μια τηλεόραση ασπρόμαυρη που δεν έπαιζε τίποτα, μονάχα χιόνια έδειχνε κι έβγαζε έναν ήχο σα βούισμα όλη την ώρα, το δωμάτιο ήταν άδειο εντελώς, δεν υπήρχε κανένας εκεί μέσα, μονάχα αυτός κι η συσκευή.

Το καλοκαίρι ήταν η αιτία για όλ’ αυτά βέβαια, το καλοκαίρι με τις ατέλειωτες μέρες του και το φως που διαλύει το σύμπαν ολόκληρο. Ευτυχώς τελείωνε, το φθινόπωρο βρισκόταν προ των πυλών, κανονικά θάπρεπε να πέσει η θερμοκρασία, όμως σα να είχε κεκτημένη ταχύτητα εκείνο συνέχιζε ακάθεκτο σαρώνοντας τα πάντα η πιο ζόρικη εποχή του χρόνου τερμάτιζε αφήνοντας πίσω της τα πάντα διαλυμένα. Καθισμένος στο μπαλκόνι περίμενες ένα θρόισμα να κουνήσει κάνα φυλλαράκι όμως τίποτα, οι νύχτες πάλι βουβές παρέα με τον ρόγχο του κλιματιστικού, όλοι είχαν εξαντληθεί, πρεζόνια κι ελεεινοί άστεγοι είχαν λιώσει στα παγκάκια, τα σκυλιά που ξενυχτούσαν κάθε βράδυ από τις φασαρίες των σειρήνων και των αυτοκινήτων κυλιόντουσαν στα τσιμέντα ψάχνοντας κάποιον ίσκιο, τα κοράκια έσερναν τις κοιλιές τους στο χορτάρι να δροσιστούν, κορίτσια επέστρεφαν από παραλίες με μαυρισμένα σώματα και γραμμούλες άσπρες στη πλάτη, η γη ήθελε λίγο νερό να ξεδιψάσει, μια βροχή χρειαζόταν να ξεπλύνει την άσφαλτο. Από τα γκαράζ των πολυκατοικιών, ψηλά πάνω απ’ την πόλη, έβλεπες κάτω τη γκρίζα θάλασσα, οι ειδήσεις μιλούσαν για φονικά και φωτιές παντού στο κόσμο, τα λεωφορεία κατέβαιναν στις κατηφόρες όλη την ώρα και δε σ’ άφηναν να κοιμηθείς, τα λεφτά τελείωναν, τα ταμεία άδειαζαν, οι διακοπές δε μπορούσαν να πάρουν άλλη παράταση, τα κεφάλια έπρεπε να σκύψουν πάλι πίσω στις δουλειές κι όποιος αντέξει μέχρι το χειμώνα, μη σου πω ότι υπήρχαν πολλοί που δεν είχαν πάει πουθενά όλο το διάστημα κι αναρωτιόσουν πως θα την έβγαζαν, καλά αυτοί ήτανε καμένοι.

Ένα βράδυ που καθόταν με τη μικρή κόρη του κι έβλεπαν τηλεόραση τον ρώτησε έτσι στο αδιάφορο σα να ήταν το πιο φυσικό πράγμα του κόσμου, ‘’Μπαμπά πως είναι όταν πεθαίνεις;’’ παραλίγο να τιναχτεί απ’ τον καναπέ αλλά συγκρατήθηκε, είχε μείνει κάγκελο και δεν ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ότι η μικρή διάβαζε το μυαλό του, δεν ήξερε τι να της απαντήσει, είπε εκεί πέρα κάτι κοινοτοπίες αμήχανες κι ύστερα την έστειλε για ύπνο. Το μικρό ώρες – ώρες μιλούσε σα να ήταν εκατό χρονών άνθρωπος, και σ’ έκανε να ψάχνεις από πού σου ήρθε όμως ήταν το αγαπημένο τους. Όλη την ώρα έτρεχε πίσω απ’ τη μάνα του, δεν την άφηνε να κάνει τίποτα, μόλις ερχόταν απ’ το σχολείο έπλενε όλα τα πιάτα σκαρφαλωμένο σε μια καρέκλα , και τα ντάνιαζε εκεί πέρα με τάξη, τα πιρούνια, τα πιάτα, τα ποτήρια, τις πετσέτες φτιάχνοντας έναν πύργο που καθόσουν και τον χάζευες, τόσο όμορφα τα έβαζε ! Άλλοτε πάλι έπιανε ν’ απλώσει τη μπουγάδα, ‘’Όχι μαμά, εγώ θα το κάνω!’’ φώναζε κι έπιανε εκεί μια ώρα τις κάλτσες μια- μια, τα φανελάκια, τα εσώρουχα, όλα στη σειρά γραμμένα, σα σχέδιο

Το παιδί ήταν χάρμα όποτε ήταν στις μαύρες του το κοιτούσε κι έπαιρνε απάνω του, συχνά σημείωνε στο τετράδιο της ιστορίες που τις διάβαζαν κι έπειτα τις κολλούσαν στο ψυγείο, σε κάποια απ’ αυτές μιλούσε για τη γιαγιά της που τη θυμόταν να φορά μια νυχτικιά ωραία με τριαντάφυλλα, έγραφε εκεί πόσο την αγαπούσε και για ένα μαξιλάρι που της είχε χαρίσει, ένα γεμάτο ρίγες γαλάζιες και κόκκινες, ήταν το αγαπημένο της, μόνο μ’ εκείνο κοιμότανε! Το κοριτσάκι είχε ένα δέσιμο ιδιαίτερο με τη γιαγιά του όσο εκείνη ζούσε, είχε κι εκείνο μια έφεση προς τα θρησκευτικά και τα πνευματικά κι όλη την ώρα μιλούσαν για τέτοια. Στα μάτια του έβλεπε τη μάνα του, εκείνη πίστευε κι αυτό την είχε βοηθήσει σ’ όλη τη ζωή της, πάντα είχε έναν προσανατολισμό, έναν ηθικό κώδικα, οι θρησκείες ήταν ανέκαθεν χρήσιμες γι αυτό κι άντεξαν χιλιάδες χρόνια, έδιναν μια ελπίδα, μια διέξοδο, αν δεν τα καταφέρεις εδώ φίλε υπάρχει άλλη μια ευκαιρία εκεί ψηλά , οι μουσουλμάνοι για παράδειγμα πήγαιναν λέει χαρούμενοι στον άλλο κόσμο κι οι Βίκινγκς, οι πολεμιστές, θα απολάμβαναν όλα τα καλά αν σκοτώνονταν στον πόλεμο. Καθένας έχει μια δική του πίστη για την άλλη ζωή, βέβαια υπάρχουν ένα σωρό προβλήματα σε τούτη τη ζωή άμα όμως έλυνες αυτό και δε φοβόσουν να πεθάνεις υποτίθεται ότι όλα τ’ άλλα λύνονταν με κάποιο τρόπο, αποκλείεται να ήταν δυσκολότερα, έτσι δεν είναι ;

Άμα ζούσε η μάνα του θα έβρισκε μια καλή απάντηση στο μικρό όποτε ρωτούσε τέτοια περίεργα αλλά αυτός δεν ήξερε, ένιωθε εντελώς βλάκας μ’ αυτά, δε μπορούσε να βρει κάτι καλό να πει, ακόμα κι αν το ήξερε δεν του έβγαινε, δε μπορούσε να το εκφράσει με λόγια. Για ανθρώπους σα τη μάνα του τα πράγματα ήταν άπλα, δε χρειαζόταν να σκεφτούν, είχαν θαρρείς έτοιμη τη λύση, πήραν ένα δρόμο και τον ακολούθησαν μέχρι το τέλος τώρα όμως ο κόσμος είχε γίνει πολύ μπερδεμένος.

Όπως σκεφτόταν ένα σωρό πράγματα τον είχε πιάσει μια αγωνία και μια ανησυχία, ένα άγχος έτσι στα καλά καθούμενα που έμοιαζε ότι θα τραβούσε για καιρό ώσπου ένα βράδυ είδε το πιο περίεργο όνειρο κι ήταν σα να λύθηκαν τα μάγια ξαφνικά και το μυαλό του καθάρισε. Είδε ότι βρισκόταν σε μια έρημο τεράστια στρωμένη από αλάτι τόσο λευκό που έμοιαζε με καθρέφτη απέραντο, μπορούσες να δεις το είδωλο σου εκεί μέσα ολοκάθαρα. Στη μέση της ερήμου που ήταν σαν λίμνη, υπήρχε ένα ύψωμα σα νησί κι εκεί φύτρωναν κάκτοι πολύ ψηλοί, μέχρι τρία τέσσερα μέτρα. Περπατούσε ανάμεσα τους αγγίζοντας κάτι βράχια που κάποτε ήταν κοράλλια στον βυθό μιας θάλασσας που λες κι είχε τραβηχτεί ακολουθώντας μια πελώρια παλίρροια . Καθισμένος σ’ ένα βράχο κοραλλένιο εκεί στο ύψωμα έβλεπε μακριά ένα φως πορτοκαλί σε ριπές όπως όταν βγαίνει από χαραμάδες και πίσω του είδε να έρχονται σα σκιές η μάνα κι η κόρη του, κάτι του λέγανε όμως δεν το καταλάβαινε αλλά του έκανε καλό, τον καθησύχαζε, από τότε του έφυγε το άγχος, ησύχασε για καιρό …

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...