Δευτέρα 20 Φεβρουαρίου 2012

ΠΟΛΕΜΟΣ ΤΩΝ ΑΣΤΡΩΝ

Τώρα σαν τελειώνει ο Χειμώνας κι ετοιμάζεται να μπει η Άνοιξη και τη  βλέπεις στα μάτια των κλαδιών της λεύκας που ετοιμάζονται να σκάσουν, νομίζω ότι είναι ώρα για ένα ταξίδι στο χωριό , να δω τη μάννα και τον πατέρα μου όσο ζούνε ακόμα και να μη την πατήσω όπως ο Μάιλς Ντέιβις που δεν διάβασε το τσαλακωμένο χαρτάκι όπου ο πατέρας του έγραφε  '' Μάιλς όταν διαβάζεις αυτά τα λόγια θα έχω πεθάνει''. Είναι καιρός να δω τα στάρια που μεγαλώνουν και κυματίζουν σε κάτι μέρη όπου πετούσαμε χαρταετούς και πηγαίναμε σε κάτι γιορτές στο σχολείο όπου κερδισα κατι μολύβια χρωματιστά και βλεπαμε σ' ένα καφενείο μια ταινία παλιά από ένα μηχάνημα που αγκομαχούσε με τον Αβραάμ να βάζει το μαχαίρι στο λαιμό του τρομαγμένου παιδιού όπως στον πίνακα του Καραβάτζιο. Καιρός να πάω σε κάτι ξέφωτα κοντά σε μια βρύση χαλασμένη που έτρεχε νερό και δίπλα της φύτρωναν χορτάρια  όπου χανόμουν διαβάζοντας κάτι κόμικς με ανθρώπους που μεταμορφώνονταν σε ερπετά κι ήμουν πλάι σε κάτι λουλούδια μαβιά και κίτρινα που φύτρωναν τέτοια εποχή μέσα από βολβούς  κάτω από το χώμα. Καιρός να θυμηθώ κάτι σπίτια στην άκρη του χωριού όπου κάποτε ο πατέρας μου σκότωσε ένα φίδι τυφλό και μας το έδειχνε, εκεί κοντά σε μια συκιά που έκανε το καλοκαίρι  τα καλύτερα και τα πιο γλυκά σύκα. Καιρός να θυμηθώ κάτι προσκυνητάρια σε μια εκκλησία με εικόνες παλιές στεφανωμένες με κρίνους κι αγριολούλουδα ένα απόγευμα που  το φώς έμπαινε από κάτι παράθυρα  με γυαλιά χρωματιστά κι όλα γίνονταν άυλα και μαγικά, ένα βουνό πάνω στο οποίο ανέβηκα ένα πρωί και είδα νερό να γυαλίζει καπου μακριά λέγονατας από μέσα μου ''αυτό πρέπει να είναι η θάλασσα'' και τα άστρα τη νύχτα στον καθαρό ουρανό.
 Καιρός όμως να θυμηθώ και την αδελφή ψυχή τον Α. Π. Τσέχοφ που τέτοια εποχή καθώς έλιωναν οι πάγοι στο Βόλγα άρχιζε να πνίγεται στο αίμα που έβγαινε πίδακας απο το λαιμό του  σαν άρχιζαν να τον τυρρανούν τα συμπτώματα της φυματίωσης.Έτρεχε τότε να βρει την Λύντια Αβίλοβα μες τον χαλασμό των Ρώσικων καταιγίδων κι ο γιατρός του απελπισμένος έλεγε στην καημένη την Αβίλοβα '' μα για σας κόντεψε να πεθάνει ;'' αλλά έτσι είναι γιατρέ άμα αγαπάς. Τον Τσέχοφ που κάθονταν κι έβλεπε στο ταχυδρομείο τα γράματα που κουβαλούσαν τις σκέψεις των ανθρώπων σ' όλα τα μήκη της γης κι έλεγε '' Μα δεν είναι υπέροχο;'' και που άμα ζούσε σήμερα , το ξέρω καλά, θα έβλεπε τις συνομιλίες και τα μυνήματα να ταξιδεύουν στον αέρα μέσα απο καλώδια και δορυφόρους και να διασταυρώνονται στους ουρανούς του κόσμου σαν πολύχρωμα λέιζερ που παίζουν τον πόλεμο των άστρων στους αιθέρες.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...