Κυριακή 6 Ιουνίου 2021

ΦΕΓΓΑΡΙ ΤΟΥ ΝΕΡΟΥ

Τη νύχτα, γύρω στα μεσάνυχτα , άκουγε πάντα έναν ήχο σαν τρίξιμο έξω απ’ την πόρτα κι εκείνος που πάντα κοιμόταν ελαφρά άνοιγε αμέσως τα μάτια χάνοντας τον ύπνο του. Ήθελε απόλυτη ησυχία για να πλαγιάσει γι αυτό είχε αγοράσει κάτι συστήματα που σφράγιζαν καλά τις μπαλκονόπορτες και δεν ακουγόταν τίποτα, οι εσωτερικές πόρτες όμως ήταν κανονικές κι ο ήχος περνούσε. Αυτή η ιστορία με τους ήχους πρέπει να τράβηξε κανέναν μήνα ώσπου μια φορά δεν άντεξε, σηκώθηκε κι άνοιξε απότομα την πόρτα για να δει όμως εκεί πέρα , δεν υπήρχε τίποτα, σιωπή μόνο, οι σκάλες, τα κάγκελα, το ασανσέρ, όλα έμοιαζαν εγκαταλειμμένα στη μοναξιά τους.

 Πάντα είχε θέμα με τον ύπνο, η μόνη περίοδος που θυμόταν να κοιμάται αμέριμνα ήταν εκεί που είχε μεγαλώσει. Οι ήχοι της νύχτας ήταν διαφορετικοί εκεί πέρα κι ούτε που τον ένοιαζαν, το πρωί πάντα τον ξυπνούσαν τα πουλιά που χαλούσαν τον κόσμο και μια φορά που είχε κοιμηθεί με τον πατέρα του σ’ ένα σπιτάκι που είχαν στο αμπέλι τους, είχε κάνει τον καλύτερο ύπνο της ζωής του. Ο πατέρας του είχε κοιμηθεί στο χώμα απλώνοντας ένα στρώμα παλιό, κι εκείνος είχε πλαγιάσει σ’ ένα κρεβάτι ξύλινο που είχε φτιάξει ο παππούς του. Ο παππούς κοιμόταν όλο το καλοκαίρι εκεί, στο αμπέλι, και το περιποιούνταν, εκείνος είχε φτιάξει το σπιτάκι και περνούσε εκεί όλο τον καιρό του ειδικά τέτοια εποχή, τέλος της άνοιξης κι αρχές καλοκαιριού, τον έβλεπε κάθε φορά να θειαφίζει γεμίζοντας τα κλήματα με μια κίτρινη σκόνη κι άλλοτε να ρίχνει γαλαζόπετρα ή να σκαλίζει τα χόρτα που φύτρωναν όλη την ώρα καθώς έβρεχε. Εκεί λοιπόν, στο σπιτάκι είχε κάνει τον καλύτερο ύπνο της ζωής του και το πρωί ξύπνησε από τ’ αηδόνια που χαλούσαν τον κόσμο σα να πανηγύριζαν που ξεκινούσε μια ακόμα μέρα στον κόσμο.

 Όσο μεγάλωνε τόσο περισσότερο αναζητούσε εκείνη την ηρεμία της νύχτας που είχε χάσει, κάθε βράδυ ακολουθούσε το ίδιο τελετουργικό, έπεφτε πάντα την ίδια ώρα αφού έβαζε το ράδιο να παίζει σε μια συχνότητα, η μουσική δεν τον ενοχλούσε. Είχε βρει ένα σταθμό που έπαιζε κάτι τραγούδια και κάτι μουσικές περίεργες, ήρεμες, κι αυτό τον βοηθούσε να ηρεμήσει. Είχε γράψει ώρες ατελείωτες τέτοιας μουσικής στον υπολογιστή και την άκουγε και στις διακοπές του, η γυναίκα του όλο τον κορόιδευε με τη μανία του αλλά ούτε που τον ένοιαζε, μια φορά σ’ ένα νησί που είχαν πάει εκδρομή, κάτι ξένοι τύποι ξανθοί με μακριά μαλλιά, τον είχαν ρωτήσει τι μουσική ακούει και τους έδωσε τα ακουστικά, τους έκανε εντύπωση και τον ρώτησαν που την είχε βρει, μάλιστα ήξεραν και μια κοπέλα που τραγουδούσε ένα κομμάτι το «Water moon» είναι πολύ καλή του είπανε και του έδωσαν συγχαρητήρια για το γούστο του, αυτό του άρεσε πολύ…

 Με την ήσυχη μουσική κοιμόταν καλά όμως από τότε που άρχισαν τα τριξίματα έξω απ την πόρτα αναστατώθηκε, σκεφτόταν τι ήχοι μπορούσαν να ήταν εκείνοι οι νυχτερινοί που τον ξυπνούσαν κι από πού προέρχονταν. Και τον χειμώνα είχε πιάσει το αυτί του κάτι κραδασμούς ανεπαίσθητους αλλά δεν είχε δώσει σημασία, τώρα όμως που η ζέστη όσο πήγανε κι αυξάνονταν ήταν διαφορετικά, οι νύχτες σα να ζωντάνευαν κι εκείνος ονειρεύονταν την ώρα που θα έφευγε για κάνα νησί ή καμιά παραλία, το καλοκαίρι ήταν πάντα μια εποχή δύσκολη κι η πόλη δεν έλεγε. Σκεφτόταν ότι ερχόταν η στιγμή που όλοι θα προσπαθούσαν να την κοπανήσουν και κατάστρωνε σχέδια, οι μέρες όσο πήγαινε γινόταν ατελείωτες κι εκείνη τη ζέστη που έβγαζε η άσφαλτος και τα τσιμέντα δεν μπορούσε με τίποτα να τη συνηθίσει. Έβλεπε από μακριά τους ορίζοντες, τη θάλασσα, τις σιλουέτες των βουνών κι ήταν σα να τον καλούσαν να ταξιδέψει, ά, ασφαλώς το καλοκαίρι ήταν για ταξίδια, δεν μπορούσες να καθίσεις κλεισμένος στο κλουβί σου, έπρεπε να φύγεις, να πας μακριά, να καθαρίσεις το μυαλό σου κι έπειτα να γυρίσεις και να συνεχίσεις τη ζωή σου μέχρι το επόμενο ταξίδι. 

 Το διάστημα μέχρι την άδεια ήταν το πιο δύσκολο, δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στην δουλειά , ξεχνιόταν στο τηλέφωνο κι οι πελάτες αναρωτιούνταν τι συμβαίνει. Δεν ήταν ο μόνος που είχε θέμα, στο γραφείο ήταν όλοι αγχωμένοι, πλησίαζε ο καιρός της αξιολόγησης κι όλοι έπρεπε να δείξουν τα συμβόλαια που είχαν κλείσει, για μερικούς ίσως σήμαινε ότι θα έφευγαν από κει πέρα και γι αυτόν είχε χτυπήσει καμπανάκι. Ήταν παλιός βέβαια εκεί πέρα αλλά ποτέ δεν μπορούσες να είσαι σίγουρος, αν κατάφερνε να κλείσει μια καλή συμφωνία που είχε ξεκινήσει θα ήταν άνετος όμως δεν μπορούσε να πείσει μια γυναίκα που όλο ταλαντεύονταν γι αυτό και είχε κανονίσει μια συνάντηση μαζί της. Πίστευε ότι από κοντά θα την έπειθε, είχε μιλήσει πολλές φορές μαζί της στο τηλέφωνο και παρόλο που ήθελε να τη διαολοστείλει για κάποιο λόγο έκανε υπομονή, ίσως ήταν η φωνή της που του φαινόταν οικεία, κάτι του θύμιζε γι αυτό επέμενε να μιλά μαζί της ξανά και ξανά. 

 Όταν την είδε από κοντά ήταν σίγουρος ότι από κάπου την ήξερε όμως το πρόσωπο της φαινόταν τόσο αλλαγμένο, πρέπει να είχε κάνει κάποιου είδους επέμβαση όμως η όψη της δεν ήταν ωραία, το ντύσιμο της πάντως ήταν πολύ προσεγμένο, φορούσε ένα φόρεμα με κάτι λουλούδια χρωματιστά πολύ όμορφο και η φωνή της ήταν σίγουρα γνωστή. ‘’Έχετε τα χαρτιά που σας ζήτησα;» τη ρώτησε κι όταν εκείνη σηκώθηκε και την είδε να περπατά προς το μέρος του τη θυμήθηκε από το βάδισμα, ρε φίλε δεν υπήρχε περίπτωση το περπάτημα της, το λίκνισμα της πάνω στα τακούνια, ήταν σίγουρος ότι την ήξερε, αυτός ήταν ο τρόπος του να καταλαβαίνει τις γυναίκες, κάθε φορά περίμενε μέχρι να σηκωθούν για να δει πως θα κινούνταν, αν δεν του άρεσε ο τρόπος που βάδιζαν δεν ασχολούνταν καθόλου. Ήταν η Βίβιαν, άκου όνομα τώρα, που κάποτε έκανε ότι ήθελε στο πανεπιστήμιο κι όλα τα αρσενικά τρέχανε πίσω της. Κι αυτός ήταν τσιμπημένος μαζί της βέβαια, δε γίνονταν να της ξεφύγει, τόσο εντυπωσιακή ήταν και μάλιστα ένα βράδυ είχε κοιμηθεί σπίτι του, άκου τώρα! Ήταν πιτσιρικάς τότε και δε τον έκοβε πολύ, έτσι όταν του είπε ότι θα ερχόταν σπίτι του είχε έρθει ταμπλάς στο κεφάλι, δεν μπορούσε να το πιστέψει, κι όταν του χτύπησε το κουδούνι και της άνοιξε δεν ήξερε τι να πει. Βέβαια δεν του πήρε πολύ να καταλάβει ότι ενδιαφερόταν για το συγκάτοικο του που ήταν ομορφόπαιδο όμως η καρδιά του χτυπούσε δυνατά εκείνο το βράδυ όση ώρα την έβλεπε να κινείται μέσα στο διαμέρισμα με κείνο τον απίστευτο τρόπο της, με την άνεση που έχουν αυτού του είδους οι γυναίκες που είναι τόσο ο σίγουρες για τον εαυτό τους. 

 Εκείνη βέβαια τον χρησιμοποιούσε, αυτό πια μπορούσε να το καταλάβει όμως όπως ήταν κολλημένος τότε ήταν κάτι, την είχε κοντά του, ήταν μια παρηγοριά . Από κείνη τη βραδιά που ήρθε στο σπίτι την είχε ερωτευτεί κι όσο την έβλεπε να έρχεται κάθε φορά δεν μπορούσε να την βγάλει από το μυαλό του, είχε φάει άγριο κόλλημα και του πήρε καιρό να ξεκολλήσει, μπορεί και δυο χρόνια, ήταν το πρώτο σκάλωμα του, οι γονείς του είχαν αναστατωθεί, τον είχαν πάει μέχρι και σε ψυχολόγο, είδαν κι έπαθαν να τον συνεφέρουν. Από τότε πρόσεχε πολύ με τις γυναίκες, δεν έμπλεκε εύκολα και τώρα νάτην εδώ ρε φίλε μπροστά του, ήθελε να της πετάξει κάτι του στυλ «Πως έγινες έτσι ρε Βίβιαν !» αλλά κρατήθηκε. Εκείνη πάλι δεν έμοιαζε να τον θυμάται κι αυτό τον βόλευε, ας υπέγραφε το συμβόλαιο και μετά μπορούσε να της πει ότι ήθελε.

 Την έβλεπε εκεί μπροστά του να λικνίζεται στην πολυθρόνα της και στο μυαλό του ερχόταν πάλι στο νου όσα είχε τραβήξει εξαιτίας της, πόσα ξενύχτια και πόσα ψυχοπλακώματα, φαινόταν να έχει χάσει εκείνη την παλιά σιγουριά της και ταλαντεύονταν με το συμβόλαιο οπότε αποφάσισε να το ρισκάρει, «Ρε Βίβιαν δε με θυμάσαι;» της πέταξε κι εκείνη τον κάρφωσε αμέσως μ’ εκείνο βλέμμα που θυμόταν από παλιά, «Νίκο!» του φώναξε. Φαινόταν ειλικρινής αλλά φίλε την ήξερε, μπορούσε να παίζει θέατρο, να σου μιλά με τον πιο γλυκό τρόπο ενώ μέσα της συλλογίζονταν τα χειρότερα για σένα , ήταν δαίμονας ! Τώρα που το σκεφτόταν η επιτυχία ήταν δικιά της, το οικόπεδο που της πουλούσαν άξιζε τα διπλά λεφτά όμως εκείνοι ήταν σκοτωμένοι κι έπρεπε να βρουν χρήματα με κάθε τρόπο, έμοιαζε να είχαν συμβεί όλα τυχαία αλλά ξαναφέρνοντας στο μυαλό του την αλληλουχία των γεγονότων, το ότι τους είχε πάρει ακριβώς τη στιγμή που καίγονταν για ρευστό, τα παζάρια που τους είχε κάνει, κι έπειτα γιατί ν’ απευθυνθεί σ’ εκείνον, στο γραφείο εκείνος που έλυνε κι έδενε ήταν το αφεντικό όμως αυτή είχε ζητήσει να διαπραγματευτεί αποκλειστικά μαζί του σε μια στιγμή που κι κείνος καιγόταν να κλείσει κάποιον πελάτη, ήταν σα να τα παρακολουθούσε όλα κι έκανε την κίνηση της!

 Όταν υπέγραψαν τα συμβόλαια όλοι ήταν χαρούμενοι κι εκείνος υποτίθεται ότι κρατούσε τη δουλειά του όμως για κάποιο λόγο μέσα του ένιωθε ότι για μια ακόμη φορά τον είχε ξεγελάσει εκείνη η γυναίκα κι αυτή η αίσθηση του χαλούσε τη διάθεση. Στο μπαλκόνι του σπιτιού του κάπνισε πολλά τσιγάρα μυρίζοντας μια φλαμουριά που σκορπούσε τη μυρωδιά της σ’ όλη τη γειτονιά, έβαλε στον υπολογιστή ν’ ακούσει τις αγαπημένες του μουσικές όμως για πρώτη φορά ύστερα από πολύ καιρό δεν του έκαναν καμιά εντύπωση.

 Ο ύπνος τον πήρε γρήγορα όμως εκεί γύρω στα μεσάνυχτα τα μάτια του σα να άνοιξαν αυτόματα λες και είχε χτυπήσει κάποιο ρολόι, ήταν το τρίξιμο στον διάδρομο πάλι. Σηκώθηκε χωρίς να κάνει θόρυβο κι άνοιξε την πόρτα απότομα, αυτή τη φορά είδε μια σκιά κι έτρεξε κάτω στις σκάλες για να δει ποιος διάβολος ήτανε και στην είσοδο του κτιρίου πρόλαβε να δει την άκρη ενός φορέματος με λουλούδια σαν εκείνο της Βίβιαν. Για μια στιγμή αναρωτήθηκε αν αυτό που συνέβαινε ήταν όνειρο η πραγματικότητα, βγήκε τρέχοντας από την πολυκατοικία όμως έξω δεν υπήρχε τίποτα σα να είχε καταπιεί το σκοτάδι την σκιά, στον αέρα μονάχα υπήρχε η μυρουδιά από τις φλαμουριές που απλώνονταν παντού κι ένα αμάξι στο δόμο που έβαλε μπρος και χάθηκε στα στενά .

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...