Παρασκευή 9 Μαρτίου 2012

TO KOKKINO ΔΩΜΑΤΙΟ

Κάτι κορίτσια φεύγουν από το σχολείο τους. Τα βλέπω μες το το αστικό να φορούν κάτι φόρμες με κουκούλες που βγαίνουν σα γιακάδες πάνω από τα άσπρα μπουφάν τους. 'Ενα απ' αυτά έχει μαλιά γαλάζια και πράσινα , γυαλιά μοτοσυκλετιστή με χοντρά πλαίσια , κάτι επάργυρα κοσμήματα στ' αυτιά και στα δάχτυλα, σακάκι με κουμπιά και ζώνη κι ένα γυαλάκι σφηνωμένο πλάι στο μάτι. 'Ενα άλλο ρίχνει το κεφάλι πίσω, κάτι μπαλάκια γυαλιστερά βγαλμένα από στρείδια για σκουλαρίκια, μαλιά μαύρα, βλέμα όλο υπόσχεση, χείλια κατακόκκινα πάλι θα κολαστώ. Στο Βαρδάρη ένας Πακιστανός μ' ένα περίεργο φόρεμα, ανοιχτό πράσινο, τα μαλιά τραβηγμένα ωραία πίσω και μουστάκι θυμίζει Οδυσσέα Ανδρούτσο. Ένας γέρος έχει στήσει μια κλούβα έξω από μια εκκλησία και πουλά καρύδια ολόκληρα, καρυδόψιχα , αμυγδαλόψιχα αυγά, ραδίκια φασόλια μεγάλα και μικρά, φακές και ρεβύθια σε σακούλες, κολοκύθια κίτρινα , μακρουλά, ντομάτες, μήλα κόκκινα και πράσινα , σκληρά. Σ ένα άλλο μέρος ένας τύπος με σκούφο και κομένο πόδι ψηλά στο γοφό, ένας μουσάτος κι ένας ακόμα κερνούν τσιγάρο σ' έναν τρελλό, μεθυσμένο κι αυτός φωνάζει '' Γερά ρε μη μασάτε''. Ύστερα πλησιάζει τις ανυποψίαστες γυναίκες και τις τρομάζει. Οι άλλοι γελούν. Στη Φράγγων ένας αξύριστος με πράσινο αδιάβροχο στέκεται βουβός πουλώντας κάτι φυτά ελεϊνά,  αποτρελαμένος κι αυτός δεν μπορεί ν' αφήσει το πόστο του και κάτι φαίνεται να λέει παραμιλώντας λόγια ακατάληπτα. Στο Φοίνικα, εκεί που στρίβουν τα αμάξια για το carefour μια συκιά που επισκεπτόμουν το καλοκαίρι. Ένα πλάτωμα σε βγάζει στο μεγάλο σούπερ μάρκετ με τα σκοτωμένα ζωα που στάζουν αίμα στις βιτρίνες των ψυγείων. Από την Καλαμαριά κατεβαίνουν με φόρα αυτοκίνητα φωτισμένα. Ψηλά εκεί πίσω το Πανόραμα ένα σπίτι  όπου πήγαινα μ' ένα κόκκινο δωμάτιο σαν αυτό του Ματίς. Κατι νταμάρια έχει εκεί πάνω κατά το Χορτιάτη κι έναν δρόμο φιδωτό που τα λεωφορεία κατεβαίνουν γρήγορα και βλέπεις από κάτω τα φώτα της πόλης. Στην Κρήνη ζαχαροπλαστεία κι οθόνες λαμπερές όπου τρέχουν κάτι τύποι με κοντά παντελονάκι πάνω στο πράσινο χορτάρι. Κάποιος μου λέει για τον καιρό στην Ευρώπη και για τα πολιτικά εγώ έχω χαθεί πια. Μια αλάνα απέραντη κάπου και κάτι εστίες πνιγμένες στο νερό. Λάσπες παντού σαν αυτές που πατούσαμε σε μια άσκηση νυχτερινή στο στρατό. Ένας σκύλος με κεφάλι μυτερό βγαίνει από μια γωνιά και με τρομάζει αλλά είναι ύσηχος. Νερό τρέχει σ' ένα αυλάκι πλάι στο δρόμο , νερανζιές με χρωματιστούς καρπούς ανάμεσα στα φύλλα φράχτες από λεβάντες κλαδεμένες στους κήπους. Παίρνω ένα ασανσέρ, οι πόρτες κλείνουν πίσω μου με θόρυβο  και φοβάμαι όπως πάντα πως δεν θ' ανοίξουν ξανά, καφέδες αποτσίγαρα και σκουπίδια σ' ένα καρτοτηλέφωνο,  ένα πιάνο δονείται μέσα από τα ακουστικά στο αυτί μου, Ιεχωβάδες κρατούν περιοδικά για τον Αρμαγεδώνα και το τέλος του κόσμου κι ένας τύπος με κουμπωμένο σφιχτά το σακάκι περπατά σ' ένα δρόμο λοξό, αυτός που κάποτε τηγάνιζε ψάρια ξυπόλητος κι ο πατέρας του του επετέθηκε γιατί τον ζήλευε για μια ιστορία παλιά, πάει να κοιμηθεί σ΄ένα σπίτι ξένο μιας και δεν αντέχει εκείνο το κόκκινο δωμάτιο από τότε που μια γυναίκα έφυγε για πάντα μα η φωνή της σφυρίζει μες τα μηλλίγγια του μυαλού του ασταμάτητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...