Δευτέρα 26 Νοεμβρίου 2012

ΥΔΡΑΤΜΟΙ

Όταν πάω στο πατρικό μου τέτοια εποχή νιώθω σα να βυθίζομαι όλο  και πιο βαθειά, σα να είμαι μέσα σε βαθυσκάφος και βλέπω τριγύρω ψάρια και φύκια και υδρατμούς στο φινιστρίνι καθώς ανεβαίνουν στη επιφάνεια οι  αναμνήσεις σα φυσσαλίδες.

Πάω στο παλιό μου σχολείο, θυμάμαι τότε που είχε έρθει η αστυνομία κι έκανε ανακρίσεις σε μια αίθουσα με σωλήνες γυάλινους και σφαίρες και κώνους κι άλλα περίεργα αντικείμενα  γιατί κάτι παιδιά είχαν μπουρλοτιάσει  μια αποθήκη προσπαθώντας να καπνίσουν, θυμάμαι διηγήσεις παιδιών πιο μεγάλων για τότε που οι δάσκαλοι τους έπιαναν από τις φαβορίτες και τους σήκωναν ψηλά κι άλοτε τους έβαζαν να σταθούν σε κάτι χαλίκια με τα γόνατα σε μια γωνιά ώρα πολύ κι άλοτε τους έδερναν αλύπητα με το ζωστήρα σε μια κατηφόρα όταν τους έβλεπαν να κατρακυλάνε πάνω σε κάτι πατίνια αυτοσχέδια, με ρουλεμάν για ρόδες κι ο πατέρας των παιδιών  παράγγελνε να τα δέρνει πιο δυνατά ο σαδιστής δάσκαλος. Κι εμάς μας έδερναν χωρίς λόγο σοβαρό  τότε που πηγαίναμε να μαζέψουμε κισσό βαθυπράσινο και κλαδιά ελιάς για τα στεφάνια της παρέλασης και το χέρι μελάνιαζε και πονούσε πολύ όταν είχε κρύο.

Θυμάμαι τότε που πίναμε λεμονάδες ύστερα από ένα αγώνα μπάσκετ κι ύστερα περιμέναμε το βραδυνό λεωφωορείο κι εγώ ήμουν ερωτευμένος χωρίς να το καταλάβω μ΄ ένα κορίτσι που γελούσε κι από κάπου έρχονταν μια μουσική μ'  ένα ακορντεόν και τον ήχο των κυμάτων που σκάνε στην ακτή κι εγω ένιωθα αυτή τη γλυκιά μελαγχολία δεν τόχα ξανααισθανθεί αυτό το πράγμα.

Σ' εμάς έφτανε ο απόηχος από άλλες δεκαετίες τότε που βλέπαμε τα μεγαλύτερά μας αδέρφια να φορούν κάτι μπότες με τακούνια τεράστια και παντελόνια που σκούπιζαν το πάτωμα καθώς τριγύρω πιάναμε ειδήσεις απο ραδιόφωνα και τηλεοράσεις για τρομοκράτες που ανατίναζαν αεροπλάνα και βαπόρια για τον Πάππα που αγκάλιαζε ένα παιδάκι με έιτζ, για τον Χομεϊνί  που τάκανε όλα σμπαράλια στην Περσία και βλέπαμε τον Μάικλ Τζάκσον να ανατινάζεται από ενέργεια- κάποιοι έλεγαν ότι είχαν δει κομματάκια του στη γωνιά μιας ντισκοτέκ, εκεί όπου φιλιοντουσαν κάτι ζευγαράκια γλαρωμένα.

Κοιτάζω τώρα αυτές τις τρύπες που ήταν τότε ντισκοτέκ κι αναρωτιέμαι πως κλεινόμασταν εκεί μέσα. Είχα τρομάξει τότε πολύ και με μια ταινία που έδειχνε τύπους να κλείνονται σε θάλαμους τηλεφωνικούς και να τους κουβαλούν κατόπι σ' ένα υπόγειο γεμάτο νεκροκεφαλές και σκελετούς μέσα σε άλλους θαλάμους.

Υγρασία πολύ κατά την Καβάλα, ένας κολυμβητής  έχει βουτήξει στα παγωμένα νερά κάτω απ΄ το παλιό νοσοκομείο, στο ΚΤΕΛ ένας γεροδεμένος με διαμαντάκι  στο αυτί πουλά με ύφος συνομωτικό ένα κινητό κλεμένο, ένας τύπος βαράει μια ένεση για το ζάχαρο κάπου μοναχός του, ένα κορίτσι λυποθυμα για κάποιο λόγο, τα γόνατα  του λυγίζουν, το  κρατούν, το  αποθέτουν σ' ένα παγκάκι μια μάνα φέρνει το γιο της που ταξιδεύει, τον φιλά, στη καρότσα του  τεράστιου αγροτικού της ένα μπιτόνι βενζίνης κι ένα αλυσοπριονο, έχει λέει αναστενάξει ή ύπαιθρος από τα αλυσοπρίονα που κόβουν ότι βρούν μπροστά τους φέτος ένα Ροντβάιλερ που μοιάζει τρομερά με το αφεντικό του τραβά αφρίζοντας τα λουριά που κρατούν την ωμοπλάτη του .

Στη διαδρομή παντού κόκκινο και κίτρινο γλυκό του φθινοπώρου, τρακτέρ οργώνουν το χώμα, πουλιά πετούν ξοπίσω τους, φορτηγά περνούν φορτωμένα  με κοτρόνες τετράγωνες μαρμάρου, ο οδηγός ανοίγει το ράδιο να ακούσει ειδήσεις, στην Έρα σπορ αποτελέσματα Γερμανικού ποδοσφαίρου, μια γυναίκα λέει ότι έχει βραδιάσει πια  στην Αθήνα.

Στη Σαλονίκη νιώθω χαμένος, θέλω χρόνο να συνέλθω πάντα όταν γυρνώ  από τέτοιο ταξίδι, ομίχλη παντού, προβολείς θεόρατοι στο γήπεδο της Καλαμαριάς, πλοία μπαίνουν στο λιμάνι σα να ανηφορίζουν, πολυκατοικίες θυμίζουν επιφάνεια από  σκάκι με τα φωτισμένα και τα σκοτεινά τους παράθυρα.
Κάποιος με ρωτά για ένα δρόμο, ψάχνει μια κλινική έξω απ τη πόλη, έχει ραντεβού με το γιατρό του ύπνου, δεν ήξερα ότι υπαρχει τέτοια ειδικότητα, δε βρίσκει άκρη με το GPS, αποφασίζω να πάω μαζί του δεν υπαρχει περίπτωση να βρει άκρη μοναχός του παρόλο που λέει ότι οδηγούσε ελικόπτερα Χιούι στο στρατό, δε μπορώ να καταλάβω πως τόκανε, κατηφορίζουμε την Εγνατία εκεί κατά το Ιπποκράτειο μια κατηφόρα, μια εκκλησιά, ένα καμπαναριό σκοτεινό ψηλά, φτάνουμε στο τούνελ της Μουδανιών, ομίχλη και θολούρα παντού,  οι υαλοκαθαριστήρες πάνε κι ερχονται, κάτι φωτάκια αραδιασμένα από πάνω μας,  ένας ποδηλάτης σα φάντασμα μας κάνει νεύμα, μπαίνουμε στο τούνελ και νιώθω ξανά ότι βυθίζομαι όλο και πιο βαθειά .....


Παρασκευή 23 Νοεμβρίου 2012

ΑΔΙΑΒΡΟΧΑ

Μπορεί να μη το καταλαβαίνεις αλλά όταν δεν έχεις κοιμηθεί καλά κι όλο το σώμα είναι πιασμένο εκπέμπεις αδρεναλίνη κι οι γυναίκες  το πιάνουν ,  νιώθουν την πίεση που υφίστασαι, όχι αυτή που σε καταβάλει αλλά αυτή που την ελέγχεις,   εκπέμπεις  κάτι τότε και στις γυναίκες αρέσει και σε πλησιάζουν και νιώθεις κι αλλη πίεση αλλά αυτή είναι ωραία.

Εγώ τουλάχιστον δεν έχω πρόβλημα όταν τις βλέπω με την άκρη του ματιού να με ανιχνεύουν προσπαθώντας να καταλάβω αν πρέπει να ακολουθήσω επιθετική η αμυντική στάση, αν πρέπει να το παίξω αδιάφορος, αν αξίζει το κόπο, αν έχει βάθος το πράγμα, καταλαβαίνεις πολλά προτού μιλήσουν κι άμα ανοίξουν το στόμα τους νιώθεις αν πρέπει να το σπρώξεις ή να το αφήσεις να πάει στο καλό, αν πρέπει να αρπάξεις την ευκαιρεία απ΄ το λαιμό,  διαβάζεις τη σκέψη τους, προλαβαίνεις τις κινήσεις τους, αποφασίζεις αν πρέπει μετά τους ανιχνευτικούς γύρους να βαρέσεις στο ψαχνό, καλύτερα απ την αρχή ότι είναι να γίνει, άμα το αφήσεις να σέρνεται είναι όλο μπερδέματα, παίζεις με ανοιχτά χαρτιά κατά κανόνα αλλά πάντα πρέπει νάσαι απρόβλεπτος, εμένα τουλάχιστον έτσι μ αρέσει,  όχι ότι έχω και μεγάλη πέιρα αλλά έκανα τα μεταπτυχιακά μου κοντά σε κάποιες, μαθαίνεις κάποτε.

Μετά είναι τα ωραία, τραγούδια σβουρίζονται στο μυαλό ''Είναι όμορφα εδώ κι από λάθος μπορεί να σωθώ'', τις βλέπεις να μπαίνουν στο σπίτι σου κι ο τόπος ημερεύει, σταματάτε για τα τσιγάρα της στο περίπτερο κοντά στο Βασιλικό Θέατρο τις Κυριακές τα απογεύματα κάτω από τη στοά που φτιάχνουν οι κίτρινες και καφετιές φυλλωσιές των πλατάνων, ξυπνάς τα χαράματα να κουβαλήσεις τους φακέλους για τη δουλειά  της, ρίχνεις στον κάδο τα γυαλιά της και της δίνεις τα σκουπίδια, γυρνάς στο κρεβάτι και παλεύεις να υσηχάσεις μια σταλιά, ο χρόνος περνά, ανακαλύπτεις αλλαγές όπως ψηλαφείς το σώμα της αλλά δε λές τίποτα, είπαμε εδώ είμαστε, βέβαια αυτή δεν έχει το ίδιο πρόβλημα και μια ωραία πρωϊα, προειδοποιημένα ή απροειδοποίητα το σοκ δε διαφέρει και πολύ, ΄΄Ξέρεις εγώ τη κάνω''.

 Αλλά ρε φίλε αυτή τη φορά ατύχησαν, δεν υπάρχει ούτε μία στο εκατομύριο να παρακαλέσεις, δε μπορώ δυο φορές το ίδιο έργο κι ας αρρωσταίνω τις γιορτές, τότε που τα σοκάκια είναι έρημα και οι είσοδοι των πολυκατοικιών έρημες κι αυτές με τα φυτά να αντανακλώνται στους καθρέφτες και τις μαρμάρινες σκάλες μοναχικές κι αυτές πλάι στο ασανσέρ κι απο τις κλειστές πόρτες μυρουδιές από χύτρες και κατσαρόλες ξεχειλίζουν  στους διαδρόμους.

Δε παρακαλάω ρε φίλε ότι θέλει ας γίνει κι ας βωλοδένω σα στοιχειό τότε που το σώμα και το μυαλό σε προδίνουν και θες να πάρεις μια ανάσσα, ν΄ αλλάξεις ρυθμό και κατεύθυνση, τότε που τα αμάξια σου ρίχνουν νερό στα μούτρα σε μια στροφή του Φοίνικα κι ένας παππούς που κάνει όπισθεν σε γρεμοτσακίζει στη άσφαλτο ''Είσαι καλά αγόρι μου'' -  ''Το παλεύουμε''.

Δε παρακαλάω ρε φίλε, δε μπορώ, δεν γίνεται, δε μ' ενδιαφέρει, ας καεί το σύμπαν ολόκληρο  ας με τυφλώνει ο ήλιος στη Αριστοτέλους τότε που οι γραβατωμένοι στα κοσμηματοπωλεία γυαλίζουν πλακέτες να βάλουν απάνω τους δαχτυλιδάκια αστραφτερά κι οι κούκλες σαλεύουν στις βιτρίνες, οι σκύλοι δαγκώνουν λάστιχα αυτοκινήτων κι ένα τζιπάκι παίρνει παραμάζωμα έναν τύπο και τον παρασέρνει για ώρα πολύ πάνω στο οδόστρωμα, τότε που τα αμάξια κορνάρουν και βλέπεις το πρόσωπο σου παραμορφωμένο και κοματιασμένο  σ' ένα κάθρέφτη, τότε που κόσμος περνά φορώντας αδιάβροχα βυσσινιά  και κίτρινα και γαλάζια κι όλα γίνονται μες το μυαλό σαλάτα πολύχρωμη.

Τρίτη 20 Νοεμβρίου 2012

BLUE BLOODS

Το Βlue Bloods είναι το αγαπημένο μου σήριαλ αυτό το καιρό - δε βλέπω και τίποτε άλλο άλλωστε γιατί κοιμάμαι νωρίς. Καλά  αυτός που παίζει το γιό του Τομ Σέλεκ είναι ηθοποιός απίστευτος πρέπει να τον προσέξω,  δεν είναι τυχαίο πως όλες οι καλές σκηνές γυρίζονται απάνω του καθώς ελικόπτερα βουτάνε σε φαράγγια ουρανοξυστών  φωτισμένων που αψηφούν τον άνεμο,  κυνηγώντας τρομοκράτες παλαβούς που κουβαλούν πυροκροτητές κι άλλα μαραφέτια δολοφονικά και μηχανες πλοήγησης και μηχανές αναζήτησης και μηχανές καβαλούν, κινούμενοι μέσα από συστήματα ασύρματα και καλωδιωμένα, δορυφορικά και διαπαλανητικά,  ψάχνοντας ευκαιρία να χτυπήσουν τη μητρόπολη του καπιταλισμού, σπέρνοντας το πανικό και τον τρόμο στο διαδίκτυο με ταχύτητα κεραυνοβόλα καθώς ο ντοπαρισμένος κόσμος διψά ακόρεστα κι έχει ψύχωση και μανία  για καινούριες ειδήσεις καταστοφής και μακελειού .

Κάποιος πρέπει να τους παρακολουθεί αυτούς που θέλουν να γκρεμοτσακίσουν την Αμερική Μουσουλμάνους που στριφογυρίζουν δαιμονισμένοι γύρω από το μετεωρίτη της Μέκας και Βραχμάνους που λούζονται στο Γάγγη κι αηδιάζουν με την παρακμή της δύσης και σαμάνους που εκστασιάζονται με χορούς δαιμονικούς και κόλπα βουντού και κακομοίρηδες που πεθαίνουν στους δρόμους της Βομβάης περιμένοντας να μετεμψυχωθούν  σε πλάσματα αλλόκοτα με εφτά κεφάλια και δεκαπέντε μπράτσα και Χριστιανούς υστερικούς που απειλούν με φωτιές που θα πέσουν απ΄ τον ουρανό να κάψουν αρσενοκοίτες κι ομοφυλόφιλους κι όλους όσους  ξανάφεραν στη γη τα Σόδομα και Γόμορα.

Κάποιος πρέπει να τους προσέχει, κάποιοι κώδικες κι αρχές πρέπει να τηρούνται καθώς η οικογένεια των μπάτσων μαζεύεται γύρω από το κυριακάτικο τραπέζι,  κάνοντας προσευχή προτού το φαγητό, μπορεί να πιστεύεις ή όχι αλλά δεν είναι και τόσο κακό να ευχαριστείς κάποιον προτού καταβροχθίσεις τα καταραμένο γεύμα σου, έτσι δομήθηκε το πράγμα για χιλιάδες χρόνια, μια συνέχεια πρέπει να υπάρξει κάπως ανάμεσα στις γενιές.

Άμα αφήσεις ανεξέλεγκτους τους άλλους  θα φέρουν το χάος, θα κολυμπούν ευτυχισμένοι μέσα σε πελάγη σύγχισης, κάποιος πρέπει να φρουρεί αυτούς που ξεχειλίζουν τις φυλακές κι απειλούν να τις τινάξουν στον αέρα κι αυτούς που λυμαίνονται το διαδίκτυο απειλώντας μικρά παιδιά που βλέπουν ύποπτες σκιές να κινούνται σε τοίχους λευκούς,  σε όθόνες με ζωντανή μετάδοση, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί τους παλαβούς Βορειοκορεάτες που ετοιμάζονται να ρίξουν τις  ρουκέτες  τους κατά των Γιαπωνέζων και τους Κινέζους που νιώθουν δυνατοί πια να μπουκάρουν στην Ταιβάν και να τα κάνουν όλα γης μαδιάμ κι ύστερα από κοινού με τους Κορεάτες  να ξαμολυθούν στους προαιώνιους εχθρούς τους τους  Γιαπωνέζους όπως οι τελευταίοι  παρακολοθούν νευρωτικά βίντεο- κλιπάκια έχοντας δυτικοποιηθεί κι αυτοί και πλαδαρέψει,  κανείς δε μπορεί να υπογράψει ότι υσηχία θα υπάρχει για πάντα .

Μπορεί να γουστάρεις ή όχι τους Αμερικάνους αλλά κάποιος πρέπει να εμποδίζει τους αδίσταχτους κι αυτούς που γυαλίζει το μάτι τους  να πάρουν τα ηνία, κάποιος πρεπει να ιεραρχεί, να ζυγίζει, να κρατά σταθερά το τιμόνι όταν όλα πάνε κατά διαόλου,  να αποφασίζει, να ορίζει προτεραιότητες, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί τους Ισραηλινούς και τους Παλαιστινίους που θα μισούν ό ένας τον άλλο ως τη συντέλεια του κόσμου, κάποιος πρέπει να παρακολουθεί του μετεωρίτες που τριγυρνάνε τη γη και τους τρομαχτικούς σεισμούς  που γίνονται στα χαοτικά έγκατα του Ειρηνικού και που αλάζουν τη τροχιά της, σ αυτούς έλαχε ο κλήρος δε θάθελα με τίποτα μιλάμε  να ήμουν στη θέση τους.

Παρασκευή 16 Νοεμβρίου 2012

ΟΙΔΙΠΟΥΣ

Τι ειν' η πατρίδα μας όπως έλεγε εκείνο το παλιό  ποιηματάκι, μην είναι οι άνθωποι που τρώνε επιδόρπια τα μεσημέρια στα τραπέζια γύρω από τις ταβέρνες, μην είναι οι μηχανουργοί που χαμογελούν όπως σκίζουν μια φραντζόλα  ψωμί με τα χέρια τους γεμάτα πληγές και κοψίματα  στο εργαστήριο τους το γεμάτο ελάσματα, σκουριές και τόρνους και  μέταλα, μην είναι οι λωτοί από την Έδεσσα και τα πλυμένα ραδίκια από τα Κύμινα και οι πορφυροί σπόροι από ρόδια Χαλκιδικής, τα χειμωνιάτικα σταφύλια από το Μαρκόπουλο και τα δίχτυα από πορτοκάλια στα φωτισμένα μανάβικα πλάι σε φέτες μπακαλιάρου που έχουν ρίξει απάνω τους κρυστάλους αλατιού χοντροκομένου.
Η Σταυρούλα που ψάχνει στον Μπαμπινιώτη λέξεις περίεργες ''Σελήνη΄΄   ''Γυναίκα'' ''Υσηχία'' ''Θάνατος'', ο κυρ Χρήστος που πάει σε μια κηδεία  με γαλάζιο σακάκι και γαλάζιο πουκάμισο, τα κορίτσια με τα βρεγμένα μαλιά που  στηλώνεις το βλέμα να πάρεις τ' απάνω σου σαν εισαι σακατεμένος, αυτά  με τα μαλακά δαχτυλάκια τις πράσινες ζακέτες και τους φιόγκους για δαχτυλίδια που σε κοιτούν και διαβάζεις στο βλέμα τους ΄΄Σε θέλω'' όπως το στήθος τους πάλεται κάτω από το άσπρο φανελάκι .
 Μην έιναι ένα παιδί με φόρμες κι άσπρα παπούτσια Nike που θέλει να  σου πάρει ένα λαπ -τοπ να μην τρέχεις στ ίντερνετ καφέ, εκεί όπου συναντάς άλλα παιδια που θέλουν να φύγουν στη Γερμανία και να ρίξουν μαύρη πέτρα ξοπίσω τους κι άλλα παιδιά που φεύγουν για Αυλώνα, στις διαβιβάσεις και κάνουν το τελευταίο τους μεροκάματο, σ΄ενα μέρος γεμάτο σκουπίδια και βρώμικα πλακάκια, γεμάτα γυαλιά σπασμένα γιατί πάλι έχει απεργία, σ' ένα μέρος με μια Καμάρα κάτω απ' την οποία περνούν κοπάδια πουλιών κι ανθρώπων όπως προτού χιλιάδες χρόνια καθώς κάποιος ακούγεται να φωνάζει ''Στον Καιάδα ρίχτε τους όλους στον Καιάδα σαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες''.

Μην είναι τα παιδιά που τα μαζεύουν τα σχολικά απ' τα στενά τα σκοτεινά πρωϊνά κι αυτά που σχολάνε το μεσημέρι κουβαλώντας τσάντες ασήκωτες ροζ και γαλάζιες σα να έχουν μέσα τη συλογή τους από πέτρες κι αυτά που αμολιούντα να περάσουν το δρόμο κι οι μανάδες τους τρέχουν αλαφιασμένες να τα προλάβουν στη διάβαση, εκεί όπου σταματά στριγγλίζοντας ένα φορτηγάκι κι ο οδηγός χαμογελά. Μην είναι τα άλλα παιδιά που περιμένουν έξω απ τα ΙΕΚ με μπουγάτσα κα γάλα σοκολατούχο στα χέρια κι αυτά που πανε να μαζέψουν μανιτάρια στον Ταξιάρχη ΄΄Εγώ όλο κι όλο δυο είδη ξέρω΄΄ λεει ένα, μην είναι κάτι ξανθά κορίτσια που δίνουν ρέστα στα διόδια όπως πηγαίνεις σε μια πόλη γεμάτη ροδιές και στρώσεις απο πευκοβελόνες,  κι ελιές φορτωμένες καρπούς πράσινους και μαύρους, σ' ένα μερος με κορυδαλούς στο χρώμα του χώματος που μετακινούνται και βλέπεις τις περικεφαλαίες τους.
 Μην είναι ο παπά- Θανάσης που κάνει μνυμόσυνο για τα τριαντάχρονα  του πατέρα του κι η παπαδιά που κερνά τυρόπιτες στην έξοδο και την  ακούς να σου λέει'' Μη φύγεις κρυφά κι αυτή τη φορά, περίμενε να κεραστείς'',  σε μια εκκλησιά με ρόδακες και μάρμαρα αρχαία, χτισμένα στους τοίχους, κάτω από αγιογραφίες σβησμένες, θολές που δείχνουν αγίους και θαύματα, μια εκκλησιά με τζαμάκια κόκκινα, κίτρινα γαλάζια και πράσινα, εκεί όπου μια φορά μια γυναίκα έπεσε πάνω στο δισκοπότηρο και χύθηκε η μεταλαβιά στο μάρμαρο  κι ο παππάς σταυροκοπιόταν, εκεί  όπου ένα ψάλτης ψέλνει με τα μάτια κλειστά το νανούρισμα της Παναγίας στο Χριστο ''Τεριρέμ- τενενά -ρουμ τε -ρουμ τε -''πάνω σε δρόμους  Λύδιους και Φρύγιους, αυτούς που τραγουδιόταν κάποτε στα χορικά του Σοφοκλή καθώς   ο ένας βοσκός  θυμόταν τον άλλον από τότε που έβοσκαν τα κοπάδια τους απο Άνοιξη έως Φθινόπωρο '' ''..εξ ήρος εις αρκτούρον..''  κι ο Οιδίποδας κάνει  ερωτήσεις ξανά και ξανά σα καταραμένος, αλλά άμα έχεις τη κατάρα στο αίμα σου σε πάει όπου θέλει, είσαι χαμένος, δυνάμεις πάνω από σένα σε κινούν σα μαριονέτα τραβώντας τη κλωστή πάνω απ το κεφάλι σου προς το  χαμό, τη κόλαση  κι εσύ ρωτάς ξανά και ξανά μανιασμένα ζητώντας την αλήθεια ποιος δαίμονας σε παράτησε   μονάχο τότε στο δάσος με τα πόδια μελανιασμένα , ''...τυφλός τα τ' ώτα, τον τε νουν, τα τα όματα''.

Τρίτη 13 Νοεμβρίου 2012

ΖΟΦΟΣ

Tried to  run
 Tried to hide

The Doors

Είναι ντροπή να προτείνεται η   ''Λούφα και παραλαγή'' του Περάκη στα σχολικά βιβλία  της ιστορίας, σαν επιπλέον υλικό  για την περίοδο της δικτατορίας, εγώ θα πρότεινα αποσπάσματα από τα πρακτικά των δικών της χούντας και ειδικά από τη δίκη του Πολυτεχνείου, εκεί  μέσα υπάρχουν κάτι καταθέσεις τρομαχτικές .

Ο οδηγός του Ντερτιλή τον καίει περιγράφοντας τη σκηνή της δολοφονίας του Κομνηνού, σηκώθηκε και τον έριξε κάτω σαν κοτόπουλο '' Με παραδέχεσαι ρε, σαρανταπέντε χρονών άνθρωπος και τον πέτυχα στο κεφάλι, τι περιμένετε ρε, βαράτε στο ψαχνό εγώ έδωσα το παράδειγμα'', ο οδηγός βλέπει τα μυαλά του παιδιού χυμένα στο δρόμο, ο Ντερτιλής ''Να φύγει ο μάρτυς δεν τον ξέρω'',  ο οδηγός ''Εγώ δεν σας γέμιζα τον χρυσό αναπτήρα σε μια στοά στη Βουκουρεστίου;''  του θυμίζει το όπλο που κρατούσε, ένα περίστροφο με μύλο, κάποιος άλλος καταθέτει πως όταν ο Ντερτιλής έμαθε πως υπήρχε φωτογραφία του να πυροβολεί  του κόπηκαν τα πόδια κι έτρεμε, κατέρευσε.
 Ένας ενωμοτάρχης κατηγορείται για δεκαεφτά ανθρωποκτονίες, μια γυναίκα λέει ότι την παρακολουθούσαν όταν επισκέπτονταν το μνήμα του γιού της, έγγραφα περίεργα  που έχουν κλαπεί από υπηρεσίες εμφανίζονται, κάποιοι λένε ψέμματα αηδιαστικά, δικηγόροι ασχημονούν χαρακτηρίζοντας τις σωρούς νεκρών ''Αυτό το πράγμα''
 Οι μαρτυρίες ανασυνθέτουν γεγονότα φοβερά,  κάποιος είδε εναν αστυνομικό να πυροβολεί και να σβήνει έναν από τους λαμπτήρες  του Πολυτεχνείου, άλλοι που περνούσαν από το αστυνομικό τμήμα της Λεωφόρου Αλεξάνδρας είδαν το σκοπό να δουλεύει το κλείστρο του όπλου του καθώς ετοιμάζονταν να τους ρίξει, ένας υπολοχαγός κατεβαίνει από ένα άρμα στην Πατησίων , στήνει ένα οπλοπολυβόλο κι αρχίζει να ρίχνει αδιάκριτα στον κόσμο, χωροφύλακες πυρπολούν λεωφορεία, τανκς μουγκρίζουν μαρσάροντας, ένα άρμα περνά πάνω από το σώμα ενος παιδιού που σώζεται γιατί βρέθηκε στο κενό των ερπυστριών, σκηνές Τιεν αν μεν, από τα παράθυρα  χειροκροτόύν επειδή  σώθηκε, ένας στρατιώτης στον πυργίσκο απειλεί να τους γαζώσει όλους, κορμιά πεσμένα τριγύρω μακελειό στο κέντρο της πόλης,  σκηνές από το Σεράγεβο, ανώτεροι βαθμοφόροι της αστυνομίας με ρόπαλα στα χέρια σακατεύουν παιδιά,  χτυπούν άγρια  μια κοπέλα στον αυχένα, ένας φαντάρος κραδαίνοντας το αυτόματό του λέει σε έναν απ' αυτούς ''Κτήνος άστους να φύγουν'', εμφανίζεται κάποιος με χιτώνιο στρατιωτικό μακρύ που τον ονομάζουν καλόγερο, φορά κασκόλ στο προσωπο και δίνει διαταγές, προσπαθούν ν' ανάψουν φωτιές για προστασία απο τα δακρυγόνα, κάποιοι ηλικιωμένοι πετάγονται απ' το πουθενά και τις σβήνουν, στρατιώτες βγαίνουν από το κτήριο τραγουδώντας παιάνες αφού σκότωσαν άοπλα παιδιά, κάποιον τον χτυπούν με γροθιές στο πρόσωπο  και του σπάνε τα γυαλιά, μια ριπή θερίζει ένα δεκαπεντάχρονο αγόρι που περνούσε από κει με τη μάνα του , άλλος γονατίζει και πυροβολεί προς το πλήθος,  άλλος στερεώνει τον αγκώνα επί ενός αυτοκινήτου για καλύτερη σκόπευση, μια Μερσεντές κορνάρει εφιαλτικά από μόνη της καθώς το τανκ περνά πό πάνω της, ένας διαδηλωτής  χάνει το μάτι του.

Παιδιά τρέχουν να ξεφύγουν μες την κόλαση, πάνε σ' ένα ξενοδοχείο,κρύβοναι σ' ένα δωμάτιο σκοτεινό,   μια Νορβηγίδα μ ' ένα τραύμα βαθύ στο λαιμό ξεψυχά, ένας ανώτερος της αστυνομίας έρχεται, τα παιδιά σηκώνονται  σα μανιτάρια, είναι φοβισμένα, τους βρίζει αισχρά, άλλοι μπαίνουν σε κτήρια, πέφτουν με το κεφάλι πάνω σε τζαμαρίες, γκρεμίζονται  μέσα σε φωταγωγούς, χάος.

 Πίσω από τις γρύλιες διαμερισμάτων βλέπουν το όργιο της βίας και τους ξυλοδαρμούς. 'Ολη νύχτα ακούγονται κασμάδες να σκάβουν στον περίβολο του Πολυτεχνείου, πανικός,τρόμος και ζόφος παντού.

Σάββατο 10 Νοεμβρίου 2012

SWAROVSKI

Στο περιφερειακό γέρνουμε στις στροφές με μια μηχανή, άλλη αίσθηση όταν είσαι πάνω σε μοτοσυκλέτα, νιώθεις  ευάλωτος όπως ρολάρουν από δίπλα οχήματα μεταλικά, αισθάνεσαι το οδόστρωμα από κάτω να πάλεται, θες να σύρεις το χέρι σου απάνω του, τούνελ μπροστά,  απο κάτω ο Θερμαϊκός σα λίμνη τεράστια, καράβια αραγμένα μοιάζουν νάχουν κολήσει στο νερό,  ο ήλιος πυρπολέι τα βουνά καθώς γέρνει στη δύση του, κόκκινο παντού καθώς το βαρομετρικό χαμηλώνει, μια καντίνα κάτω απ τη κοιλιά μιας γέφυρας,  δυο τρεις τύποι γύρω από ένα τραπέζι πλαστικό, κάποιος κολά με ηλεκτροκόληση, ματογυάλια μαύρα να προφυλάξουν τα μάτια, σπινθήρες πετάγονται τριγύρω, ο αέρας μαστιγώνει το πρόσωπο, θάλασα απο πολυκατοικίες, δάση από κεραίες άλλες δείχνουν κατά το βορρά, άλλες κατα το  νότο, σκαλωσιές μεταλικές της ΔΕΗ, πιάτα περσελάνινα για μόνωση από τα ψηλά βολτ που μπορούν να σε καρβουνιάσουν,  πουλιά παρασέρνονται από τον αέρα, αερόπλανα πετούν από πάνω, έχω ψύχωση μ αυτά.

 Ο Αντώνης μ'αφήνει κάπου στα Διαβατά, τα αστικά έχουν στάση, πρέπει να κινηθείς κάπως σ αυτή τη δουλειά.
 Δε περίμενα ποτέ  ότι θάκανα μαθήματα σε μικρά παιδιά, ότι θα έβαζα πράγματα στο μυαλουδάκι τους που άλλες φορές αντιστέκεται κι αλλες φορές του αρέσει το όλο πράγμα, οπως μου ζητούν να τους ξαναδιαβάσω παραμύθια κι εγώ παίρνω μάτι τα βιβλία τους, ανθολόγια με ρόδια ζωγραφιστά και βιβλία αρχαίων που τάχω ξεπετάξει ώσπου να τελειώσει το μάθημα, κείμενα ωραία, ένα του Ροϊδη'' Η εορτή του πατρός μου'' πολύ γέλιο. Άλλα παιδιά είναι σε χορωδίες,  τραγούδια για το πολυτεχνείο'' Η πλατεία ήταν γεμάτη'' τόχα ξεχάσει εντελώς.

Πάω σ' ένα σπίτι έξω από το προάστιο δίχως φώτα, ένα στρατόπεδο εγκαταλειμένο, μια σκοπιά υπερυψωμένη, διώροφη κατοικία με σοβάδες ακόμα στους τοίχους, ένα Πεκινουά σα γκρέμλιν δαιμονισμένο ορμά από κάπου και δαγκώνει το παπούτσι μου με μανία, ''Μη φοβάσαι είναι εμβολιασμένο'' ένα καναρίνι γκρίζο και κίτρινο τρομαγμένο σ΄ ενα κλουβι στο τοίχο, κουβέντες Ρώσικες, ένα Άλφα Ρομέο παρκαρισμένο, ευτυχώς ο μικρός είναι γατόνι και δε με κουράζει, ο μπαμπάς χαίρεται να μου δίνει λεφτά, κάνει κάτι για το παιδί του, ο άλλος γιος στο Μόναχο σερβιτόρος,  μπορεί  νά φύγουν όλοι κατά κει μλούν μαζί του στο skype, τους αρέσει που δε φοβήθηκα το γκρέμλιν και γελούσα όταν με δάγκωνε.

Μετά πάω στην Πολίχνη, τα αστικά κινούνται πια,  ένα κορίτσι κατα κει,  ο πατέρας του είναι αστυνομικός στη Τυφλίδα,  μαλακό το κλίμα λέει γύρω από τον Εύξεινο Πόντο , πορτοκαλιές και λωτοί με σκούρα σάρκα, σκληρή  φυτρώνουν στη Μαύρη θάλασσα δίπλα, γι αυτό άλλωστε τόχαν αποικίσει το μέρος οι αρχαίοι, ένα μπουκέτο τριαντάφυλλα έχει στείλει ο μπαμπάς στο κορίτσι  για τη γιορτή του κι ένα σταυρό swarovski που τον φορούσε  σ' ένα χορό του σχολείου κι αντανακλούσε όλα τα χρώματα ώσπου έπεσε κάπως κι έσπασε- δεν ήξερα ότι σπάνε τόσο εύκολα αυτά τα πετραδάκια-  μου φέρνει ένα τσάι που τό πήραν   στα σύνορα Τουρκίας - Γεωργίας, μυρίζει υπέροχα.Το κορίτσι τρελλαίνεται για τη  Μόνικα Μπελούτσι, πίνει νερό από ένα νεροπότηρο διάφανο, κάτι σάιτ Ρώσικα  στον υπολογιστή, εικόνες από κει πάνω, κρουαζιερόπλοια στο Βόλγα και στη Βαλτική θάλασσα.

Όπως σχολάω αργά το βράδυ λεοφωρεία εκδομικά έξω απο το ΚΑΨΗΣ, πνακίδες Τούρκικες, άλλα λεωφορεία ελληνικά, εκδρομές στο Πήλιο και στα Ζαγοροχώρια, πρακτορεία Βουλγαρικά για τη Βάρνα, το  Μπουργκαζ και τη Σόφια, πρακτορεία Αλβανικά για τη Κορυτσά και τα Τύρανα, σκουριαμένα βαγόνια του ΟΣΕ, αναγελίες για δρομολόγια στα Σκόπια, επιγραφές έξω απο ανταλακτήρια σε όλες τις γλώσσες για αποστολές χρημάτων  σ' όλο το κόσμο, μαγαζιά με στολίδια Χριστουγεννιάτικα έχουν ανοίξει, φώτα πολύχρωμα, γυαλιά σπασμένα αντανακλούν ακτίνες, συντριβάνια εξακοντίζουν στάλες νερού χρωματιστές, άλλα καταστήματα πουλάνε πολυέλαιους με κρυσταλάκια swarovski που περιστρέφονται σε άξονες αόρατους, γάτες βγαίνουν από τα στενά, μάτια με κόρες κάθετες που γυαλοκοπούν, όλα λάμπουν, δε μπορώ νάχω παράπονο από τη δουλειά μου.

Τρίτη 6 Νοεμβρίου 2012

ΧΩΡΙΣ ΑΙΜΑ

Aς μιλήσουμε λοιπόν για γράψιμο, τόσο καιρό κάθομαι κι ακούω κριτικές ''Κράτα τη δουλειά σου, μη βγάζεις τα προσωπικά σου στη φόρα, έχεις μέλλον, είναι αλήθεια αυτά που γράφεις; Mη γράφεις σε πρώτο πρόσωπο, ρίχτο στα μυθιστορήματα αυτά έχουν ψωμί, μη γράφεις τόσο απλά'' ,   ακούω και δε μιλώ αλλά θα σκάσω μ' αυτά που βλέπω τριγύρω μου.

Πας στο βιβλιοπωλείο και παθαίνεις ναυτία,  Ουμπέρτο Έκο  και Γιάλομ -πως τον λένε -με το κιλό ψυχανάλυση και κόντρα ψυχανάλυση, τους ρωτάς ''Πως σας φάνηκε;'' δύσκολο αλλά πρέπει νάναι καλό αφού δε το κατάλαβαν, ανοίγεις ένα στη τύχη  κάποιας που πουλά εκατοντάδες χιλιάδες, κάτι κλαράκια λέει παρασέρνονται όπως και η ζωή της από τη μοίρα, λες'' Δεν είναι δυνατόν'' ο Ράμφος κι ο Γιανναρας με ατέρμονες περικοκλάδες και θεωρητικολογίες, γράψε σαν άνθρωπος να πάρει ο διάολος,  ιντελιγκέντσια ανάπηρη, ο Μαρωνίτης έχει πάρει εργολαβία τον Όμηρο, θα τρίζουν τά κόκαλα του μακαρίτη,  πάει όλη η γοητεία του έπους, κείμενα στυφά, στεγνά,  στριφνά σα το μεταφραστή τους, πιο εύκολα διαβάζεται το πρωτότυπο που θάλεγε κι ο Ταχτσής.

Απο τα γραφειάκια τους σκαρώνουν εγκεφαλικά κατασκευάσματα, η Ιζαμπέλ Αλιέντε από το κτηματάκι της στη Καλιφόρνια βγάζει πράγμα άφθονο για γυναίκες κουλτουριάρες- τι πληγή κι αυτή πριμαντόνες του διαδικτύου γράφουν κείμενα γλυκανάλατα, νερόβραστα, χωρίς ύφος, χωρίς ψυχή χωρίς αίμα, για να ρίξουν γκομενίτσες με λόγια της συμφοράς, τους βλέπεις μέσα στο ίντερνετ το πρωί ,το μεσημέρι, τα μεσάνυχτα το ξημέρωμα, άλλοι ζουμάρουν σε κοριτσάκια ιμίγυμνα σε παραλίες στις άκρες της Ελλάδας ,ψάχνουν βιντεάκια τους στο U - tube, αναρωτιέσαι πότε δουλεύουν, τι ζωή κάνουν.

Εσύ σαν ιλίθιος δε προλαβαίνεις να πλυθείς, να φας- τι πρόβλημα κι αυτό- ο πάγος έχει βγει μέχρι έξω από το ψυγείο, πρεπει να βγάλεις χειμωνιάτικα,  πότε πέρασε το Καλοκαιράκι, χτες ήτανε θαρώ να πληρώσεις λογαριασμούς, να συμαζέψεις το μυαλό σου, περισπασμοί σε αποσυναρμολογούν, στο όριο πάντα κινείσαι, να ανεβάσεις το πήχυ, να σου γίνει δεύτερη φύση κι αντανακλαστικό, να δρέψεις καρπούς το καιρό της σοδειάς για την εποχή της ξεραϊλας,  φοβάσαι να μπεις στο μπλογκ  πόσοι μπήκαν πάλι, έχεις χάσει το μπούσουλα, σηκώνεσαι κι έχεις αδειάσει απο συναισθήματα, έχεις ξεζουμιστεί οοκληρωτικά, κουτουλάς σε πόρτες και καρέκλες,  θες δυο μέρες να συνέλθεις, δε μπορώ να καταλάβω πως αλλιώς μπορεί να γίνει.

Μαθήματα δημιουργικής γραφής λέει και ιστότοποι λογοτεχνικοί και κόλπα περίεργα, έπρεπε νάχαμε γεμίσει Σέξπηρ κι Αισχύλους εδώ πέρα, εκδοτικοί οίκοι μπαίνουν στο κόλπο,  γέροι αργόσχολοι στις βιβλιοθήκες, παντρεμένες αραχτές στα ζαχαροπλαστεία έχουν αποθέσει τα καροτσάκια με τα παιδιά και διαβάζουν μπεστ σέλλερς χοντρά, κορίτσια άσχετα γεμάτα αλαζονεία ξέρουν τον  Κορτώ και δε ξέρουν το Γιώργο Ιωάννου, μπλοκαρίσματα κι απορίψεις και μαγκιές διάφορες στο facebook.

O Nταλί λέει  έβαζε ένα αυγό τηγανητό στον ώμο ενός κοριτσιού και ζητούσε ένα κάρο λεφτά - εξ ου και το αβίντα ντόλαρς- κάτι τζαζίστες της αβάν - γκαρντ έβγαιναν κι έπαιζαν με τρομπετίτσες πλαστικές κι ο κόσμος χειροκροτούσε ώσπου τη ρήμαξαν κι αυτή τη μουσική, ο Αντρέ Μπρετόν έλεγε ''Έναν φιλόσοφο που δεν τον καταλαβαίνω πρέπει νάναι  απατεώνας'',  ό Αινστάιν '' Αν δε μπορεις το εξηγήσεις   απλά σημαίνει ότι δεν το ξέρεις'' ο Μπρεχτ ''Από τις καινούριες κεραίες μας ήρθαν οι παλιές βλακείες΄΄, η ίδια ιστορία ξανά και   ξανά τι τα θες

Κυριακή 4 Νοεμβρίου 2012

ΚΕΝΤΑΥΡΟΙ

Και να σκεφτείς ότι ήθελε να γίνει αρχηγός ολόκληρου του σώματος, όταν μου είπε το βαθμό που αποστρατεύτηκε  ήθελα να βαρέσω προσοχή, το ήθελε πολύ, το κυνήγησε, τα έδωσε όλα, αλλά ρε φίλε στην Ελλάδα είσαι, τον φάγανε στις κρίσεις έπεσαν βίσματα, δόντια και σαγόνια, καρχαρίες και πιράνχας, τον γονάτισαν, ''Μή χάσεις το χαμόγελό σου και γώ σαν και σένα  ήμουνα, δε θέλω να τα θυμάμαι, με τσάκισε , κράτα δύναμη'' μούπε και  μούσφιξε το χέρι δυνατά.
 Οι σοφοί βέβαια λένε ''Σε ότι αγαπάς δώσε τη μικρότερη σημασία, άμα το  χάσεις έσβησες, κάηκες''.
Γουστάρεις ένα κορίτσι μη πέφτεις με τα μούτρα, κάνε λίγο κράτει, άστην να ψάχνεται,'' Μήπως δε με θέλει, μήπως δε του αρέσω;'' παίχτο αδιάφορος κι ας τρέμουν τα γόνατα σου κι ας κοχλάζεις από μέσα σου, άστην να σκέφτεται ''Τι ρόλο βαράει ο τύπος;'' γίνε προσιτός κι απόμακρος όπως τη παρατηρείς με την άκρη του ματιού να σε κοιτά κάτω απο τα μαύρα γυαλιά της, μη την αγνοείς εντελώς καθώς κουμπώνει και ξεκουμπώνει το κόκκινο πουκάμισο στο μέρος που φουσκώνει το στήθος της.

Αν το θες πολύ πάλεψέ το κι άστο νάρθει από μόνο του, τότε που δεν το περιμένεις, που είσαι αλλού που τόχεις ξεχάσει, είναι καλύτερα έτσι, φυλάξου, μη το ζορίζεις, μη το πιέζεις κι αμα δεις ότι δε σε παίρνει κάνε πίσω εγκαίρως, πριν πάρουν χαμπάρι τι έγινε, μπορεί να μην ήταν για σένα, να μη το ήθελες και τόσο πολύ, να μην άξιζε το κόπο βρε αδερφέ, δε θα πεθάνουμε κιόλας, πρόσεχε τις νοητές κόκκινες γραμές, από ένα σημείο και μετά γίνεται επικίνδυνο το πράγμα, τραβήξου, δες το από απόσταση, άμα τρελλαίνεσαι για την οικογένεια κράτα και κάνα δυο φιλαράκια, βρες και κάνα χόμπυ δε ξέρεις τι γίνεται.
Εδώ κόσμος και κόσμος έγινε θρύψαλα, ήθελαν ένα κάρο πράγματα και δε μπορείς να τους κατηγορήσεις γι αυτό, σπίτια με αξεσουάρ αστραφτερά, κόλπα αρχιτεχτονικά, σκάλες ελικοειδείς μπαλκόνια και βεράντες με θέα το πέλαγο, ταξίδια όλο το χρόνο κι επικοινωνίες μ΄όλες τις άκρες της γης, βόλτες στη Φλωρεντία με τη Swiss Air,  τα κυνήγησαν  αυτά με  πάθος σφοδρό κι όταν όλα σκόρπισαν στον άνεμο αποδείχθηκε ότι δεν είχαν σχέδιο εναλακτικό, πήγαν στο περίπτερο ζητώντας μονάχα βανίλια δεν είχαν σκεφτεί να ζητήσουν φράουλα ή καραμέλα ή σοκολάτα,  όταν δε πήραν αυτό που ζητούσαν ράγισαν, έσπασαν αγρίεψαν, δε μπορείς να τους υσηχάσεις, το μάτι τους γυαλίζει, όλα τους φταίνε, δε ξέρουν που να ξεσπάσουν.

Αλλά ακόμα κι ο Ωνάσης τη πάτησε σαν σκοτώθηκε ο γιος του, δεν το περίμενε, δεν του είχε περάσει απ' το μυαλό ότι μπορούσε να του συμβεί κάτι τέτοιο, ήθελε να τον καταψύξει για να τον αναστήσουν και να τον φέρουν πίσω από τον άλλο κόσμο οι γιατροί στο μέλλον. Κοιμόταν στο μνήμα του στο Σκορπιό και τούφερναν μια κουβέρτα να μη κρυώνει, τα βλέφαρά του έπεφταν μοναχά τους έβαζε τσιρότα να τα κρατήσει, έγινε κομάτια,  δεν έζησε και πολύ μετά από αυτό.

 Και στο τέλος τέλος έχει ένα σωρό ωραία πράγματα τριγύρω να προσέξεις, γυναίκες ξανθιές με μαλιά φουντωτά και μπότες γούνινες, πλάσματα περίεργα, σωστοί  Κένταυροι δίποδοι έτοιμοι να καλπάσουν  στην άσφαλτο, χακί παντελόνια καινούριες σειρές, ήρθε η απαλλαγή μας, μαλιά βρεγμένα από τη βροχή, πράσινα μάτια, κουβαλούν μπουκέτα με χρυσάνθεμα και τριαντάφυλλα τυλιγμένα σε αλουμινόχαρτο, γήπεδα βρεγμένα, φώτα αντανακλώνται στα νερά τους, προβολείς  στα πλακάκια φτιάχνουν μονοπάτια, σχάρες αυτοσχέδιες έξω από καφενεία ψήνουν κρέατα, κορυδαλοί με περικεφαλαίες καμουφλάρονται στο έδαφος, σκύλοι έτοιμοι να σου μιλήσουν κοιτάζουν κατά την ακίνητη θάλασσα καθώς βραδιάζει, φώτα στο Θερμαϊκό, γυναίκες  με γαλάζιες ποδιές τυλίγουν σάνουιτς σε ζελατίνες, άσπρο ψωμί, κόκκινες φέτες ντομάτας, φροντιστήρια σχολανε, τσάντες στον ώμο, παιδιά αμολιούνται στο δρόμο, φωσφοριζέ παπούτσια, ο καιρός κυλάει, προβλήματα λύνονται μονάχα τους στο βάθος του χρόνου, άστο να πάει, μη το πιέζεις, άκου τους παλιούς.

Πέμπτη 1 Νοεμβρίου 2012

JET LAG

Μερικοί γιατροί λένε ότι το μυστικό της μακροζωίας είναι να ταλαιπωρείς τον οργανισμό, να τον στεσσάρεις, να τον έχεις στη τσίτα, να τα βλέπει όλα, να κοιμάσαι ώρες περίεργες να μη τρως πολύ κι άλλα τέτοια.

Αυτό βέβαια μπορεί νάναι λίγο επικίνδυνο, η πολύ αυπνία μπορεί να σου αφαιρέσει χρόνια, γιατροί και νοσοκόμοι με βάρδιες νυχτερινές δε ζουν λέει πολύ, καλόγεροι ξάγρυπνοι βλέπουν οράματα και οπτασίες, στο σπίτι σου μπορεί να δεις διαφημιστικά να σέρνονται κάτω από τη πόρτα σαν ερπετά επίπεδα και να πεταχτείς μέχρι το ταβάνι , ανοίγεις τη πόρτα, νέκρα στο διάδρομο.
Σου φαίνεται ότι είσαι σε μέρη περίεργα αλλά δε θα έπαιρνες και όρκο ότι έτσι συνέβη, κάτι στενά ένας μαύρος ξαπλωμένος σ' ένα καλντερίμι ανάσκελα, κάτι γυναίκες βαμένες βγαίνουν απο μια πόρτα ξεφωνίζοντας, κάποιος γνωστός σε θυμάται, σε βάζει σ' ένα όχημα με κόσμο που γυρνά απο ένα καζίνο στα Σκόπια, τύποι ξενυχτισμένοι, ρολόγια χρυσά, μαντήλια στους λαιμούς των γυναικών, ο οδηγός σου λέει ''Εδώ κατεβαίνεις φιλαράκι, ΄΄ ένα αμάξι σταματημένο, ένα κοριτσάκι μέσα μοναχό του αναβοσβήνει τα φανάρια, δυο αντρες   έχουν λυσσάξει και ανταλάσουν γροθιές μες την υσηχία, αμάξια αραδιασμένα, φοίνικες στη σειρά, air condition το ένα δίπλα στο άλλο αγκομαχούν ζητιάνοι ταλαίπωροι καρτερούν το ξημέρωμα μαζί με αδέσποτα, ένα κοράκι με ράμφος τεράστιο παλεύει να ξεκολλήσει ένα κομάτι κρέας από την άσφαλτο.

Στο δρόμο  τη άλλη μέρα είσαι ζαλισμένος,  έχει αλάξει και η ώρα, κουτουλάς σε κολωνάκια καρφωμένα σε πεζοδρόμια, παίρνεις σβάρνα μια γυναίκα'' Πρόσεχε ρε μου ξήλωσες τον αγκώνα!΄΄, Συγνώμη κυρία'',  κάτι κορίτσια με προφίλ Αιγυπτιακό σχεδιάζουν σύμβολα περίεργα στέλνοντας μυνήματα από κινητά, γελούν. Νομίζεις όλη την ώρα ότι έχασες  τα λεφτά, το κινητό, στα σπίτια μπερδεύεις το φως με το κουδούνι, φάτσες περίεργες βγαίνουν,'' Με συγχωρείτε''.

Στο ιδιαίτερο ένας πιτσιρικάς έχει μανία με ιστορίες από το χωριό του κάπου έξω απ τη πόλη ψάχνουν για λίρες εκεί όλη νύχτα με μηχανήματα, κάποιοι κατέβηκαν σ' ένα πηγάδι, είδαν ένα σταμνί με κάτι να γυαλίζει στο πάτο, τελικά ήταν σφαίρες από το πόλεμο, κόντεψαν να πεθάνουν απο τις αναθυμιάσεις, ένας γέρος σήκωσε μια πλάκα γιατί γλυστρούσε το άλογό του συνέχεια και βρήκε χρυσά νομίσματα ένα κάρο, άνοιξε καφενείο, ο μικρός πάει και του παίζει λύρα ποντιακή'' Βλέπεις εκέινο το βουνό το παραχιονισμένο-  εκεί βάλτε το τάφο μου χουγιαμάν!''. Ύστερα του δίνει να ξεπουπουλιάσει κοτσύφια με κίτρινο ράμφος και μαύρες φτερούγες, μπεκάτσες και φάσσες με φτερά στιλπνά, γαλάζια και κόκκινα, ο μικρός τα ψήνει στα τζάκι πασαλέιβοντας τα με βούτυρο, τα τρώει πίνοντας μπύρα.
 Σε μια στιγμή πετάγεται στο μπαλκόνι , ένα αεροπλάνο περνά σκίζοντας τα κόκκινα σύννεφα στο ηλιοβασίλεμα ''Έλα να σε βγάλω μια φωτογραφία για το facebook΄΄  ''Δε μ' άρέσει''  του λέω ''Μη κάνεις σα παρθένα''.
Το αεροπλάνο  χαράζει τον ορίζοντα πετώντας σα διάβολος, μπορεί να πάει κατά το Βορρά όπου είναι νύχτα συνέχεια, ή κατα το Νότο που έχουν Καλοκαίρι, στην Ανατολή που είναι νύχτα ή στη Δύση που έχουν πρωί ακόμα,  οι πιλότοι ξενυχτισμένοι κι αυτοί τάχουν παίξει τόσες ώρες ταξιδεύντας μ αυτές τις απίστευτες ταχύτητες,τυφώνες κι ανεμοστρόβιλοι κατα κει σκοτείνιασε το Μανχάταν, τα συστήματα μπλοκάρισαν, οι οθόνες δείχνουν νούμερα και σύμβολα κουφά, αέρηδες λυσσασμένοι σφυροκοπούν τα φαραγγια των κτηρίων, θάλασσες από φώτα απλώνονται από κάτω  ρολόγια μηχανικά κι ανθρώπινα αχρηστεύονται, αμάξια αμολιούντια σε μπάρες στις άκρες των δρόμων, γέφυρες βουλιάζουν, πουλιά σιδερένια, πελώρια  βουτάνε σε δρόμους και κανάλια, συναγερμοί ουρλιάζουν, το σύμπαν αποδιοργανώνεται,  όλα σμπαράλια γίνονται.


 

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι α...