Τετάρτη 28 Ιουνίου 2017

ΧΑΛΚΕΟΣ ΑΡΗΣ

...διά δε χρόα καλόν έδαψεν, 
εκ δε δόρυ σπάσεν αύτις · ο δ’ έβραχε χάλκεος Άρης
όσσον τ’ εννεάχιλοι επίαχον ή δεκάχιλοι  
ανέρες εν πολέμω  έριδα ξυνάγοντες Άρηος.

ΗΛΙΑΔΟΣ Ε 858- 861


Από το πουθενά εμφανίστηκε μπροστά του ένα κοπάδι σκύλων  που ούρλιαζαν καθώς έβγαιναν στο δρόμο, ήταν εντελώς αναπάντεχο, πανικοβλήθηκε, τάχασε, δε προλάβαινε ν’ αντιδράσει, ασυναίσθητα έστριψε το τιμόνι κατά τα χωράφια που απλώνονταν δεξιά του, βγήκε από το δρόμο κι όπως υπήρχε ένα ύψωμα δίπλα σ’ ένα χαντάκι το καβάλησε και βρέθηκε στον αέρα, εκείνη τη στιγμή ήταν σα να σταμάτησαν όλα γύρω του, σα να μη λειτουργούσε τίποτα, ‘’Αυτό ήτανε!’’ σκέφτηκε ‘’Έχε γεια κόσμε!’’

Σ’ όλη τη διαδρομή δεν αισθάνονταν καλά, κάτι πρέπει να είχε συμβεί με  το ποτό, ένα ποτήρι μονάχα ήπιε  όμως το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει, δε μπορούσε να δει καλά, όλη την ώρα έσφιγγε τα μάτια του μήπως καθαρίσει το βλέμμα κι οδηγούσε αργά για κάθε ενδεχόμενο, κάτι πρέπει να είχαν βάλει σ αυτό που είχε πιει. Καθώς ο πονοκέφαλος έμοιαζε να υποχωρεί χαλάρωσε λίγο, ο δρόμος έδειχνε έρημος, δεν κινούνταν τίποτα εκείνη την ώρα, η αυγή ετοιμαζόταν να χαράξει πάνω από τα χωράφια με τους ηλιόσπορους που πλαισίωναν το δρόμο, σε λίγο θα ξημέρωνε. Άναψε ένα τσιγάρο και δοκίμασε ν’ ανοίξει το ραδιόφωνο, μα τι ηλίθιος ήταν ο άλλος που τον νόμιζε και φίλο του, άκου να δεις τώρα, είχε φαγωθεί να τον καλεί στο μαγαζί του που ήταν υποτίθεται το πιο πολυσύχναστο σ’ όλο το νησί κι ο χαμένος του είχε δώσει ποτό πειραγμένο, φίλος να σου πετύχει, καλά άμα τον είχε μπροστά του εκείνη την ώρα θα τον έκοβε κομματάκια, θα του έχωνε μπουνιά, μα πόσα νεύρα είχε  όμως έτσι όπως ένιωθε  το μόνο που ήθελε  ήταν να φτάσει στο σπίτι του,  να βάλει το κεφάλι κάτω απ΄ το νεροχύτη και να αφήσει το παγωμένο νερό να τρέξει   και να καθαρίσει τον σκοτισμένο του εγκέφαλο. Πλησίαζε στο χωριό του προσπαθώντας  να θυμηθεί τι ακριβώς είχε συμβεί την προηγούμενη  νύχτα όμως η μνήμη του  ήταν κενή, τρύπια, τι στο διάβολο είχε πάθει  και γιατί φορούσε σακάκι ενώ έκανε ζέστη, ένα κάρο σκέψεις περνούσαν από το τρύπιο μυαλό του όταν είδε εκείνα τα δαιμονισμένα σκυλιά να εμφανίζονται σα φαντάσματα μπροστά του.

Στα δευτερόλεπτα που ήταν ιπτάμενος το μυαλό του εκεί που είχε κολλήσει πήρε φόρα απότομα κι άρχισε να δουλεύει πολύ γρήγορα σαν κάτι να τον πίεζε με δύναμη τρομερή ώστε να κάνει ταυτόχρονα εκατομμύρια σκέψεις. Όπως κοίταζε από ψηλά του φάνηκαν όλα γνωστά,  την ήξερε τη περιοχή πολύ καλά παρ’ όλο που έλειπε από το νησί χρόνια τώρα.  Όταν ήταν δεκαεφτά -δεκαοχτώ χρονών ερχόταν εδώ πέρα να δουλέψει με μια παρέα φίλων του σ’ ένα φούρνο που έβγαζε κεραμίδια, το εργοστάσιο ήταν πρωτόγονο και κάθε φορά που έβγαζαν μια φουρνιά έπρεπε να τη σκεπάσουν με λαμαρίνες για να τη χτυπήσει ο ήλιος όλη μέρα και να τη στεγνώσει αλλιώς ο πηλός διαλύονταν και θρυμματίζονταν σε χιλιάδες κομματάκια ψημένου αργίλου. Εδώ κάπου υπήρχε το κτίριο που ήταν το εργοστάσιο κάποτε, λίγο πιο πέρα βρίσκονταν μια ταβέρνα όπου τρώγανε κάθε βράδυ και πιο δίπλα ένα κανάλι που έβγαινε στη θάλασσα, εκεί μέσα έριχναν το πρωί τα καρπούζια που αγόραζαν από έναν ντόπιο και το βράδυ είχανε παγώσει και ήταν απίστευτα δροσερά! Μετά από τόσες ώρες βαριάς δουλειάς είχαν τέτοια πείνα που τρώγανε σα λυσσασμένοι, ο ταβερνιάρης είχε τρομάξει, ένα κάρο λεφτά του είχαν αφήσει. Τότε βέβαια ήταν γερός σα βόδι, δε καταλάβαινε τίποτα, μια φορά όπως δούλευε ξενυχτισμένος του είχε φύγει μια αρμαθιά κεραμίδια και σκορπίσανε τριγύρω, ο γιος του αφεντικού, ένα βλαμμένο που πουλούσε μούρη, έτυχε να περνά εκείνη την ώρα από κει να δει τι γίνεται, έτυχε πάνω στη σκηνή και του είχε φωνάξει κάτι που τον πρόσβαλε ‘’Πρόσεχε ρε ηλίθιε!’’ Είχε θυμώσει τόσο πολύ που ήθελε να σηκωθεί και να φύγει όπως ήταν από κει πέρα, ‘’Κάτσε εσύ εδώ πέρα εσύ όχι για πολύ, ένα τέταρτο μονάχα κι άμα αντέξεις έλα να μου μιλήσεις!’’ πέταξε στο βλαμμένο που είχε καταπιεί στη γλώσσα του, δεν ήξερε τι να πει είχε λυσσάξει από το κακό του, ύστερα απ’ αυτό τον διώξανε, ούτε που τον ένοιαξε. Σκεφτόταν τότε να μπαρκάρει, θα πήγαινε Αυστραλία ή Αμερική, είχε ένα κάρο συγγενείς  εκεί πέρα, με το που θα αποβιβάζονταν δε θα γυρνούσε πίσω, θα έμενε εκεί πέρα για πάντα, ήταν σίγουρος ότι θα έβρισκε τον τρόπο,  ήθελε να δοκιμάσει τη τύχη του, πήγε στον πατέρα του και τον παρακάλεσε, έπεσε στα πόδια  να του υπογράψει το δελτίο γιατί ήταν ανήλικος, ο γέρος αρνήθηκε, δεν τον άφησε, τελικά έφυγε για τη πρωτεύουσα…

Όλα αυτά πέρασαν από το νου του σαν αστραπή  καθώς το αυτοκίνητο διέγραφε μια τροχιά κι άρχισε σιγά- σιγά να χαμηλώνει ,  δε φορούσε ζώνη οπότε είχε σφιχτεί ολόκληρος για το τρομερό τράνταγμα που θα ακολουθούσε, του είχαν μείνει μερικές στιγμές ακόμα προτού τσακιστεί όμως εξακολουθούσε να είναι ήρεμος. Σκεφτόταν ότι δε θα προλάβαινε να τελειώσει το σπίτι που έφτιαχνε στο χωριό όλο το καλοκαίρι, είχε ξεκινήσει να διορθώνει το μπάνιο μαζί μ’ έναν υδραυλικό, μέρες τώρα πάλευαν με τα πλακάκια και τους σοβάδες, μετά είχε περάσει καινούριο κλιματιστικό, ξήλωσε όλα τα σανίδια του δαπέδου που είχαν αρχίσει να σαπίζουν, άλλαξε τις πόρτες, έβαλε κουφώματα στα παράθυρα, ήθελε να το κάνει σούπερ, σκόπευε να περνά εκεί το μεγαλύτερο διάστημα του χρόνου. Για το τέλος είχε αφήσει το μπαλκόνι, εκείνο ήταν ρε φίλε το καλύτερο σημείο του σπιτιού, αντίκρυ  από κει μπορούσες να δεις μια ακτή όχι πολύ μακριά   όπου λέγανε ότι κάποτε είχε λάβει χώρα μια  πολιορκία που κράτησε πολλά χρόνια κι είχαν σκοτωθεί ένα κάρο κόσμος,  οι θεοί λέει  είχαν ανακατευτεί σ’  αυτόν το   χαμό και μάχονταν με τους ανθρώπους,   μερικές  δε φορές,  άκου να δεις  τώρα,  οι θνητοί δε καταλάβαιναν  τίποτα, ορμούσαν και τους  έκαναν να πονέσουν τους θεούς,   άκου εποχές ρε φίλε! Καθόταν λοιπόν κάθε πρωί με το που ξυπνούσε κι έπινε τον καφέ του  κι αγνάντευε εκείνη την ακτή όπου κάποτε υψώνονταν κάστρα και τείχη, στα ερείπια εκείνων των τειχών που διακρίνονταν αχνά,  κάθε αυγή ο  ήλιος  ανέβαινε αργά ανασύροντας   το πύρινο άρμα του από τη θάλασσα κι όλη η περιοχή βάφονταν κατακόκκινη ... 

Το αμάξι είχε χαμηλώσει τόσο πολύ που  μπορούσε να δει το χώμα μπροστά του,  ευτυχώς δεν υπήρχαν πέτρες ή βράχια εκεί πέρα να πέσει απάνω τους και να γίνει λιώμα αυτός και οι λαμαρίνες του αυτοκινήτου, τα πλαστικά και τα ηλεκτρονικά του συστήματα! Όπως δε μπορούσε να κάνει τίποτα είχε παραδοθεί στη μοίρα του, ότι ήτανε να γίνει ας γίνονταν, μερικές φορές δεν έχεις άλλη επιλογή από το να περιμένεις το αναπόφευκτο. Το όχημα είχε πάρει μια κλίση προς το πλάι και καθώς η βαρύτητα το τραβούσε προς τα κάτω με δύναμη τρομακτική προσγειώθηκε πάνω σ’ ένα πλάτωμα ακαλλιέργητο, για κάποιο λόγο με το που ακούμπησε στο χώμα η πρόσκρουση ήταν πολύ ήπια, δεν ταρακουνήθηκε σχεδόν καθόλου, εκείνες τις μέρες πρέπει να είχε βρέξει κάνοντας τη γη εξαιρετικά μαλακή. Ένιωσε να γκελάρει μια, δυο, τρεις, τέσσερις φορές  και μετά να φεύγει ανεξέλεγκτα προς ένα σταροχώραφο καθώς οι τριβές απορροφούσαν την τρομερή ενέργεια της αδράνειας, σύρθηκε καμιά πενηνταριά μέτρα και τελικά σταμάτησε μπροστά σε μια συστάδα θάμνων αγκαθωτών με κατεύθυνση την ανατολή όπου ο ήλιος άρχιζε να βγαίνει σιγά- σιγά από την απέναντι ακτογραμμή πάνω απ’ τα ερείπια των αρχαίων τειχών.  

Με το που σταμάτησε το αμάξι επικράτησε μια ηρεμία τόσο εκκωφαντική που ήθελε να βάλει τις παλάμες στ’ αυτιά του. Άνοιξε με προσοχή τη πόρτα και βγήκε έξω παίρνοντας  ένα μπουκάλι νερό που είχε μαζί του,  το  σήκωσε και το ήπιε μονορούφι, αμέσως ένιωσε να ιδρώνει όλο του το σώμα  σα να ήθελε να βγάλει από μέσα του όλη την ένταση. Περπάτησε μερικά βήματα  για  να ελέγξει τι είχε συμβεί, κοίταξε τα χνάρια από τους τροχούς που είχαν σχηματίσει μια γραμμή βαθιά μέσα στο έδαφος σα να πέρασε  από κει ένα κάρο ή ένα τρένο που χώθηκε στη λάσπη. Δοκίμασε  να βάλει μπρος τη μηχανή  μήπως μπορέσει να  βγάλει το αυτοκίνητο  από κει μέσα, δε κουνιόταν με τίποτα, οι ρόδες είχαν σφηνώσει τόσο βαθιά που θα χρειαζόταν γερανό να το σηκώσει.  Έβγαλε το καταραμένο σακάκι που τον ενοχλούσε, γιατί το είχε φορέσει, και πως είχε βρεθεί να φορά αθλητικά, ήταν σίγουρος ότι φορούσε τα καλά του  παπούτσια όταν έφυγε από το σπίτι, κι από που είχαν πεταχτεί εκείνα τα σκυλιά τα δαιμονισμένα, τι στο διάβολο είχε συμβεί ! Ήταν πολύ παράξενα όλα όσα είχαν γίνει, πως ήταν δυνατό να είχε φύγει με τέτοια φόρα από το δρόμο και να είχε προσγειωθεί τόσο ομαλά, όπως δε φορούσε ζώνη θα έπρεπε να είχε πεταχτεί το κεφάλι του μέσα από το παρμπρίζ όμως το έδαφος είχε απορροφήσει όλη την ενέργεια κι όλη την ταχύτητα, κι αυτός δεν είχε πάθει τίποτα ούτε γρατζουνιά ήταν τυχερός σίγουρα!  Στην αρχή ήθελε να θυμώσει με το άλλο το τσόγλανο που του έχει δώσει εκείνο το πιοτό, τη μπόμπα, αλλά μετά σκέφτηκε ότι την είχε γλυτώσει πολύ φτηνά, θα του έλεγε βέβαια του άλλου μερικές κουβέντες όταν τον συναντούσε.

Όπως ήταν σαστισμένος απ’ ότι είχε συμβεί κάθισε σε μια πέτρα κάτω από ένα δέντρο που  φύτρωσε δίπλα στο χαντάκι  και  τα πεσμένα λουλούδια του  είχαν στρώσει ένα χαλί κόκκινο πάνω στο χορτάρι, μέσα στο άνοιγμα που έχασκε  μια μοτοσικλέτα κλεμμένη με τα καθίσματα της σκισμένα κείτονταν.  Πήρε το μπουκάλι κι άδειασε τη τελευταία γουλιά,  το κεφάλι του άρχισε πάλι να κουδουνίζει,  μια θολούρα τύλιγε τα πάντα γύρω,  έκλεισε τα μάτια σφιχτά μια  φορά ακόμα μήπως μπορέσει  να δει λίγο πιο καθαρά κι όταν  τα άνοιξε του φάνηκε πως εκεί κάτω,  κατά την απέναντι ακτή,  ένα σύννεφο υψώνονταν σα να γίνονταν μια μάχη,  ένα βουητό  κάλυπτε όλη την ατμόσφαιρα και μέσα στη βουή φωνές ξεχώριζαν  σα κάποιοι να  σκοτώνονταν,   άλλοι να  πέθαιναν, άλλοι να κλαίγανε  και να ουρλιάζουν,  η γη τραντάζονταν συθέμελα από τα  ποδοβολητά αλόγων που  έτρεχαν να κρυφτούν, κλαγγές  ασπίδων που δέχονταν χτυπήματα σπαθιών και κονταριών αντηχούσαν  και πίσω απ τα  τείχη  γυναίκες και τα παΐδια λουφάζαν με το φόβο μη μπουν μέσα οι εχθροί,  έκλεισε τα μάτια μια φορά ακόμα με όση δύναμη μπορούσε μήπως καθαρίσει το μυαλό του... 

Πέμπτη 15 Ιουνίου 2017

ΚΑΤΑΓΜΑ ΖΥΓΩΜΑΤΙΚΟΥ

Πάνω απ’ τον ποταμό που κυλούσε αφρίζοντας κρέμονταν μια γέφυρα παλιά, στερεωμένη σε συρματόσκοινα σκουριασμένα, μας είπαν ότι ήταν γερή, δοκίμασα να περάσω απέναντι, έκανα μερικά βήματα μα όσο προχωρούσα τόσο περισσότερο παλαντζάριζε, φοβήθηκα, το ρεύμα φαίνονταν αρκετά βαθύ, όταν έφτασα στη μέση τρόμαξα, το ξύλινο πάτωμα έτριζε κάτω απ’ τα πόδια μου ενώ τα λασπωμένα νερά κατέβαιναν απειλητικά, εκείνη τη στιγμή σκέφτηκα μέσα μου ‘’Άμα πέσεις εδώ μέσα μάγκα μου την έχεις βαμμένη!’’, στράφηκα γρήγορα προς τα πίσω και βγήκα από κείνο το καταραμένο μέρος, η γυναίκα μου που με παρακολουθούσε όλη την ώρα μου έριχνε κάτι ματιές άγριες για τις κουταμάρες που έκανα …

Παρά την τρομάρα που πήρα η εκδρομή έδειχνε τέλεια, περνούσαμε καλά, ήμασταν τέσσερα άτομα, είχαμε ξεκινήσει νωρίς με το αμάξι να δούμε αυθημερόν εκείνη την ξένη χώρα για την οποία είχα ακούσει ένα κάρο ιστορίες. Το πρωί, την ώρα της αναχώρησης, έβρεχε αλλά αυτό έκανε πιο ευχάριστη και δροσερή την ατμόσφαιρα, στα σύνορα ούτε που μας κοιτάξανε, έριξαν μόνο μια ματιά στις ταυτότητες και μας άφησαν να περάσουμε, πολύ εύκολο μου φάνηκε. Σ’ ένα πρατήριο όπου όλοι μιλούσαν ελληνικά βάλαμε βενζίνη που ήταν πιο φτηνή και μετά σταθήκαμε σ’ ένα χωριό να πιούμε έναν καφέ δίπλα στο ποτάμι με την κρεμαστή γέφυρα. Το τοπίο εκεί πέρα ήταν θαυμάσιο, πανέμορφο, τα δέντρα έριχναν τον ίσκιο τους, το νερό έτρεχε με ορμή κάτω απ’ τα φυλλώματα, πιο πέρα σε μια όχθη μερικοί νεαροί ετοιμάζονταν για ράφτινγ ρίχνοντας στο ποτάμι τα φουσκωτά τους ενώ φορούσαν τις αδιάβροχες στολές τους. Τα στενά μέσα από τα οποία κυλούσε το ποτάμι έμοιαζαν με τα Τέμπη μόνο που εδώ πέρα ο φυσικός διάδρομος ανάμεσα στα βουνά που ανοίχτηκε από τη ροή του ποταμού μέσα στις χιλιετηρίδες, εξακολουθούσε για καμιά πενηνταριά χιλιόμετρα. Το τοπίο ήταν πραγματικά θαυμάσιο αλλά τους κατοίκους πρέπει να τους έδερνε πολλή φτώχεια κάποτε, τα χωριά τους έμοιαζαν απαρχαιωμένα, λίγα παράθυρα είχαν παντζούρια κι έπειτα δεν ήταν κι ο πιο καθαρός λαός, σκέψου ότι τα λύματα τους τα έριχναν στο ποτάμι, από κει μπορούσες να καταλάβεις, στις κωμοπόλεις τους πάλι έχασκαν κάτι κτίρια άγαρμπα, κακοφτιαγμένα, βρώμικα, θύμιζαν όλα την εποχή του κομουνισμού τότε που οι άνθρωποι στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον...

Ο οδηγός μας ο Μπάμπης έδειχνε ορεξάτος κι όλη την ώρα έλεγε ιστορίες ενώ κατά καιρούς ζητούσε απ’ τη γυναίκα του το μπουκάλι με το νερό να σβήσει τη δίψα του, ‘’Κάποτε κάναμε μέχρι και πέντε ώρες να περάσουμε το τελωνείο!’’ μας έλεγε’’ Τότε με τον κομουνισμό κανείς δε βιαζόταν, σ’ άφηναν στην ουρά να χτυπιέσαι, μας έβαζαν σε καραντίνα, ζητούσαν λάδωμα, δεν έδιναν δεκάρα άμα είχες σκάσει απ’ το κακό σου, αυτό ήταν το σύστημα!’’ Αφού περάσαμε εκείνα τα στενά με το ποτάμι που ήταν και το πιο ωραίο κομμάτι της διαδρομής, το τοπίο γίνονταν πιο επίπεδο, παντού υπήρχαν χωράφια, η χώρα ολόκληρη ήταν γεμάτη δάση, κοπάδια, πράσινο, τα δέντρα εκεί πέρα πρέπει να φύτρωναν πολύ εύκολα ρε φίλε, έπαιρνες μια ιδέα για το πώς είναι όλη η κεντρική Ευρώπη με τις συννεφιές της και την έλλειψη της καλοκαιρινής ζέστης, τα στάρια και τ’ άλλα γεννήματα μεγαλώνουν για πολύ καιρό, μέχρι τον Αύγουστο και η ξυλεία είναι τόσο άφθονη που οι νταλίκες τους κουβαλούν κορμούς σ’ όλο τον κόσμο! ‘’Κάποτε...’’ μας είπε ο Μπάμπης ‘’ ...όλη αυτή η απέραντη έκταση ήταν ένα πελώριο βοσκοτόπι προτού το ξεχερσώσουν και το κάνουν χωράφια οι άνθρωποι , εδώ έβοσκαν πριν εκατοντάδες χιλιάδες χρόνια ελέφαντες και μαμούθ λιοντάρια, άλογα και βίσονες, καλά η Ευρώπη πρέπει να ήταν πολύ περίεργη κάποτε!’’

Προορισμός μας ήταν η πρωτεύουσα, καθώς πλησιάζαμε όλο και πιο κοντά προσέχαμε μήπως χάσουμε την έξοδο από την εθνική οδό και φύγουμε στον αγύριστο! Τελικά όλα πήγαν καλά και μπήκαμε από έναν περιφερειακό δρόμο στην πόλη η οποία ήταν χαραγμένη παντού από τις σιδερένιες ράγες των τραμ που την διέσχιζαν. Ο Μπάμπης ήταν σίγουρος ότι ήξερε τα κατατόπια , βέβαια είχε χρόνια να πάει κατά κει και την τελευταία φορά δεν οδηγούσε αυτός, τον είχε φέρει ο γιος του που σπούδαζε κάμποσα χρόνια εκεί πέρα. Αυτό που δεν θα ξεχνούσε ποτέ και ήθελε οπωσδήποτε να μας το δείξει, ήταν ένα στενό όπου ένα βράδυ τρεις τύποι είχαν δοκιμάσει να τον ληστέψουν, τους δυο τους είχε κάνει καλά, τον ένα πρέπει να τον σακάτεψε, τον άκουσε που βογκούσε καθώς έφευγε, ο τρίτος τον παραφύλαγε και σε μια στιγμή τον χτύπησε στο πρόσωπο με κάτι πολύ σκληρό, πρέπει να ήταν σιδερογροθιά και του είχε τσακίσει το ζυγωματικό, θα του έμενε το κουσούρι στο πρόσωπο σίγουρα αν δεν  είχε ένα φίλο πλαστικό χειρουργό που του τόφτιαξε κάνοντας μια πολύ λεπτή τομή και  εφαρμόζοντας πλάκες τιτανίου πάνω στο ραγισμένο οστό, μιλάμε ο άνθρωπος είχε κάνει απίστευτη δουλειά!

Αφήσαμε το αυτοκίνητο σ ένα πάρκινγκ υπόγειο κάπου στα προάστια σημαδεύοντας το μέρος για να το βρούμε όταν θα επιστρέφαμε. Σ’ ένα ανταλλακτήριο αλλάξαμε τα λεφτά μας και πήραμε το τραμ για το κέντρο, ο Μπάμπης ήθελε εξάπαντος να μας δείξει ένα ακριβό ξενοδοχείο όπου είχε πάει κάποτε σ’ έναν γάμο, όπως διασχίζαμε τη πόλη εντύπωση μου έκανε που σε κάθε διασταύρωση υπήρχε ένας αστυνομικός καθισμένος σ’ ένα κουβούκλιο υπερυψωμένο απ’ όπου έλεγχε ότι γινόταν κάτω. Κατεβήκαμε μπροστά σ’ ένα μουσείο με δυο μεγάλα μαύρα λιοντάρια που στέκονταν σα φρουροί στην είσοδο του, πίσω απ το μουσείο υπήρχαν ερείπια βυζαντινά όπου γινόταν ανασκαφές, μια επιγραφή στα αγγλικά έλεγε ότι ο Μέγας Κωνσταντίνος είχε ιδρύσει εκείνη την πόλη κι ότι κάποιος παλιός περιηγητής που είχε περάσει από κει ανέφερε ότι κάποια εκκλησία ήταν γνωστή με το όνομα Αγία Κυριακή. Ε βέβαια, οι βυζαντινοί τους είχαν δώσει τη γραφή, τη θρησκεία, τον πολιτισμό τους είχαν κάνει ανθρώπους! Σε μια άλλη εκκλησία που πήγαμε οι τοιχογραφίες ήταν ρωσικές, σε μια άλλη έμοιαζαν με βυζαντινές, είδαμε κάπου και μια εικόνα με ελληνικά γράμματα, ένα συνονθύλευμα! Παντού είχαν γάμους, Κυριακή ήταν άλλωστε, οι νεόνυμφοι και όλοι γύρω έμοιαζαν πολύ σοβαροί, πολύ πιο σοβαροί απ ότι τα ζευγάρια στους γάμους τους δικούς μας, στο πάτωμα σκορπίζανε χόρτα για καλοτυχία η κάτι τέτοιο, ανάμνηση σίγουρα από το βουκολικό παρελθόν τους. Παρατήρησα ότι κανείς τους δε φώναζε όλα γινόταν ήσυχα, δε μπορούσα να καταλάβω τι είδους χώρα ήταν αυτή, οι άνθρωποι συζητούσαν χαμηλόφωνα, δε μιλούσαν δυνατά, δεν κορνάριζαν, δεν έβριζαν, όλες οι χειρονομίες τους ήταν συγκρατημένες, έμοιαζαν να έχουν βγει από έναν λήθαργο μακροχρόνιο, μπορώ να σου πω ότι εγώ ήμουν ο πιο ζωηρός, όπως κοντραριζόμουν με τη γυναίκα επειδή όλα της φαίνονταν αξιοπερίεργα και δε σταματούσε να φωτογραφίζει ότι της χτυπούσε στο μάτι, δυο κοπέλες που μας πρόσεξαν έβαλαν τα γέλια, είχαμε γίνει θέαμα!

Τελευταία πήγαμε να δούμε την πιο μεγάλη τους εκκλησία, τον καθεδρικό τους ναό, ανεβήκαμε κάτι σκαλοπάτια, δρασκελίσαμε την είσοδο και είδαμε ένα χώρο τεράστιο με κάτι σαν δεσποτικό, πολύ ψηλό. Μπροστά στο τέμπλο άνθρωποι γονατιστοί στο πάτωμα προσεύχονταν ακούγοντας έναν παπά, από κάπου ερχότανε οι ήχοι μιας χορωδίας, δε μπορούσα να βρω από πού, τελικά ανακάλυψα τους τραγουδιστές στο υπερώο, σ ένα χώρο κρυμμένο κάπως σα καμαράκι μυστικό. Αυτό που μου φάνηκε αστείο πραγματικά ήταν οι τοιχογραφίες, ειδικά ο τρούλος, όλα ήταν ζωγραφισμένα σε ένα ύφος σαν αυτό στα βιβλία των ιεχωβάδων, δε περίμενα ποτέ ότι θα έβλεπα εκκλησία ζωγραφισμένη μ’ αυτόν τον τρόπο, πάντως ο χώρος όλος ήταν τεράστιος, επιβλητικός, υποβλητικός!

Μετά από εκείνη την τεράστια εκκλησία ήξερα ότι τα είχα δει όλα, είχα πάρει μια ιδέα της χώρας, διαισθητικά τα καταλαβαίνεις κάποια πράγματα, δε χρειάζονταν να δω περισσότερα. Το ίδιο ακριβώς μου είχε συμβεί και στην Αγγλία, με το που μπήκα στο βρετανικό μουσείο κατάλαβα ότι δε μ’ ενδιέφερε καθόλου κι ήθελα να φύγω από κει πέρα όπως ήμουνα! Και να τώρα πάλι είχα δει ότι ήθελα όμως δε μπορούσα να πω στους άλλους ότι εγώ είχα τελειώσει, αυτοί ήθελαν να δουν κι άλλα πράγματα οπότε έπρεπε να το βουλώσω και να μη μιλάω! Βασικά δεν την αντέχω τη ξενιτιά, οτιδήποτε μακριά από τον τόπο μου με κάνει άνω κάτω, δεν ένιωθα και πολύ καλά, ευχόμουν να τελείωνε γρήγορα όλο αυτό, από το άγχος ένοιωσα μια φιγούρα στο μπράτσο σαν να με είχε τσιμπήσει κάτι, ήταν το ψυχοσωματικό που μου έβγαινε, έμοιαζε σα να περπατά κάτι κάτω από το δέρμα μου δημιουργώντας εξανθήματα κόκκινα, ευτυχώς πέρασε γρήγορα.

Όπως είχε περάσει η ώρα κι είχαμε το δρόμο  της επιστροφής  πήραμε το τραμ για να γυρίσουμε στο πάρκινγ όπου είχαμε το αμάξι μας, τα βαγόνια  πήγαιναν  πολύ αργά στρίβοντας κάθε τόσο πάνω  στις  σιδερένιες ράγες, ένιωθα ανακούφιση που φεύγαμε επιτέλους, το τρενάκι σερνόταν για ώρα, η πόλη έμοιαζε ατέλειωτη,  έπρεπε να κατέβουμε κάπου και μετά από κάποια στιγμή ο Μπάμπης άρχισε ν’  ανησυχεί καθώς δεν ήταν σίγουρος για το που έπρεπε να κατεβούμε. Ρωτήσαμε τον οδηγό, κάποιους επιβάτες, μια κοπέλα ειδικά που έδειχνε να καταλαβαίνει λίγα πράγματα όμως δε μπορούσαμε να συνεννοηθούμε, όλοι μιλούσαν μόνο τη γλώσσα τους, τίποτε’ άλλο,  ήταν κι εκείνες οι επιγραφές σε μια γλώσσα ακαταλαβίστικη που σε μπλοκάριζαν, δε σου θύμιζαν τίποτα, μα πόσο σπαστικό ήταν ρε φίλε, τελικά κατεβήκαμε κάπου καθώς ο Μπάμπης νόμιζε ότι είδε κάτι οικείο και βάλθηκε να γυρεύει το υπόγειο πάρκινγκ.

Αποδείχτηκε ότι δε θυμόταν τίποτα, είχε χρόνια να ταξιδέψει εκεί πέρα κι όλα του φαινόταν αλλαγμένα, διαφορετικά, παράξενα. Μπερδεύτηκε, αγχώθηκε, στρεσαρίστηκε, μας άγχωσε κι εμάς, γυρνούσε στα στενά σα χαμένος, έκανε κύκλους επιστρέφοντας συνέχεια στο σημείο απ’ όπου είχαμε ξεκινήσει, ρωτούσε τον κόσμο που περνούσε όμως δε μπορούσε να βρει άκρη. Τη στιγμή που είχαμε αρχίσει να κλονιζόμαστε  φώναξε ενθουσιασμένος: ‘’Αυτό είναι!’’   κι όλοι γυρίσαμε να δούμε : ‘’Εδώ ήταν που με είχαν χτυπήσει εκείνα τα καθάρματα με τη σιδερογροθιά, τότε ήταν ερημιά και τώρα τό χουν κάνει κυριλέ γι αυτό δε μπορούσα να γνωρίσω το μέρος, να αυτό το άγαλμα το τσιμεντένιο ήταν και τότε εδώ!’’ είπε δείχνοντας έναν τεράστιο στρατιώτη λίγο άγαρμπο,  ‘’  Όλη η πόλη ήταν  γεμάτη τέτοια αγάλματα τότε, μετά  γκρέμισαν  τα πιο πολλά!’’ Αφού είχε βρει εκείνο το σημείο μπορούσε να προσανατολιστεί πλέον και βρήκαμε εύκολα το γκαράζ, κατεβήκαμε στο υπόγειο, ήταν σκοτεινά, μόνο αυτοκίνητα έβλεπες, μια σιωπή καταλυτική απλώνονταν στο χώρο που θύμιζε ταινία αμερικάνικη. Βρήκαμε το αμάξι και οδηγήσαμε κατά την ανηφορική έξοδο όμως  όταν φτάσαμε εκεί η μπάρα δε σηκώνονταν, ο φύλακας,  ένας τύπος σωματώδης μ’ ένα μουσάκι βγήκε από το κουβούκλιο του, πλησίασε και μας ζήτησε κάτι.

Δε καταλαβαίναμε τι ήθελε, μάλλον τα χαρτάκια, τις αποδείξεις που είχαμε βγάλει όταν μπήκαμε στο γκαράζ, δεν μπορούσαμε να τις βρούμε, ψάχναμε στις τσέπες,  στα πορτοφόλια,  που στο διάβολο ήταν! Του δείχναμε τις ταυτότητες μας, κουνούσε το γιγάντιο κεφάλι του, προσπαθούσαμε να εξηγήσουμε, δε καταλάβαινε, μα τι τούβλο ρε φίλε! Αρχίσαμε να εκνευριζόμαστε, ο Μπάμπης έπιασε να φωνάζει, ο άλλος πήγε στο κουβούκλιο και βάρεσε το συναγερμό, εμφανίστηκαν  άλλοι δυο γίγαντες και μας είπαν να βγούμε απ’  το αμάξι ‘’’ Μπάμπη την έχουμε βαμμένη!’’ του είπα σκεπτόμενος ότι θα μας μπουζούριαζαν εκεί πέρα και θα μας κάνανε τόπι στο ξύλο, μπορεί και να μας φυλακίζανε όπως στα παλιά γκανγκστερικά έργα με τους κατασκόπους που δοκιμάζουν να βγάλουν από μια χώρα  φιλμάκια, όπλα,  κι άλλα μυστήρια, μπορεί και  να μας πήγαιναν  σε τίποτα μπουντρούμια σκοτεινά που είχαν μείνει απ'  την εποχή του κομουνισμού.  Κουρασμένοι από την ταλαιπωρία  της μέρας το μόνο που θέλαμε ήταν να σηκωθούμε να φύγουμε και να μη ξαναπατήσουμε εκεί πέρα αλλά άντε να  εξηγήσεις των ιλιθίων!  Τα είχαμε παίξει,  δε ξέραμε τι να κάνουμε,  το σύμπαν έμοιαζε να έχει συνωμοτήσει εναντίον μας, ο Μπάμπης που είχε υποστεί ξανά σκληρή μεταχείριση σ εκείνη τη χώρα βαστούσε ήδη το στερεωμένο με τις πλάκες τιτανίου ζυγωματικό του,   ‘’Μα τι άχρηστοι που είστε!’’ ακούστηκε μια φωνή  και είδαμε  τις  γυναίκες μας να πλησιάζουν κραδαίνοντας στο χέρι τα δυο χαρτάκια.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...