Κυριακή 25 Φεβρουαρίου 2024

ΣΤΟ ΑΠΛΕΤΟ ΦΩΣ ΤΗΣ ΜΕΡΑΣ

 Όπως  έδινε  ρέστα τον είδε  μπροστά του, «Ρε  Άγγελε τι  κάνεις εδώ πέρα,  το ξέρεις  ότι το μαγαζί αυτό ήταν  του πατέρα μου;»  αυτό κι αν ήταν από τα άγραφα,  θυμόταν  ότι κάποτε του είχε πει  πως είχαν   ψητοπωλείο αλλά δεν  περίμενε  ποτέ ότι θα ήταν εκείνο που δούλευε,  αυτά δεν γίνονται.  Ήταν  στα χρόνια της κρίσης, τότε που έκλειναν όλα τα μαγαζιά, είδε  ότι άρχιζε  να  χάνει τη μπάλα, οι πελάτες του εξαφανίζονταν,  και το γύρισε,  άφησε  τη δουλειά που έκανε και μπήκε στο σαντουιτσάδικο, το φαγητό πουλά σ’ όλες τις εποχές, σ’  όλες τις καταστάσεις, ήταν σιγουράκι. Εκεί λοιπόν τον πέτυχε  τον παλιόφιλο, πολύ χάρηκε  που τον είδε, ήταν λίγο περίεργο το σκηνικό αλλά ο Κώστας   πάντα τον  καταλάβαινε. Μίλησαν   λιγάκι,  θυμήθηκαν την ταβέρνα  όπου συναντιούνταν κι άκουγαν το «ένα λάθος η ζωή μου, και σα λάθος θα τελειώσει, μα το ξέρω κατά βάθος, ένα λάθος  θα με σώσει»,  ή  τη φάση  τότε που είχαν   πάει να δουν   μια ταινία του Άλαν Πάρκερ, στο Φαργκάνη πρέπει να ήτανε, πολύ  τους είχε αρέσει.

Τον αγαπούσε  πολύ τον Κώστα,  τον είχε μες την καρδιά του, ήταν καλλιτεχνική φυσιογνωμία,  ένα παιδί ευγενικό, γλυκό, που έπαιζε μουσική απίστευτη, ήταν   σίγουρος ότι θα γίνονταν κάτι σπουδαίο. Ο Κώστας   άκουγε τα πάντα,  από κλασική μουσική  μέχρι συγκροτήματα του δρόμου, κι  έπαιζε πιάνο, ακορντεόν, κιθάρα,  φυσαρμόνικα, τύμπανα, μπάσο  και τα μαλλιοκέφαλα του. Αν πήγαιναν καμιά φορά βόλτα με το αμάξι άκουγε ηχογραφήσεις που έκανε κλεισμένος για ώρες  στο γκαράζ  του σπιτιού του,  «πως γίνεται να μη βαριέσαι;»  τον είχε ρωτήσει κάποτε.  Και τραγουδούσε βέβαια με μια φωνή ζεστή, δυνατή, τελείως ιδιαίτερη. Μια φορά  είχαν βρεθεί  σ’ ένα υπόγειο όπου ο Άγγελος   έκανε πρόβες με μια σκηνοθέτη θεάτρου- είχαν  μανία με το θέατρο τότε-  εντελώς  βλαμμένη. Η σκηνοθέτης είχε μαλώσει με τον Άγγελο, τον   θεωρούσε μαλακό και εύπλαστο, πάντα αυτή την εντύπωση έδινε.  Μια φορά που του μίλησε άσχημα όμως εκείνη η βλαμμένη, την είχε πάρει παραμάζωμα, ούτε κατάλαβε από πού της ήρθε, τον  κοιτούσε σα χαμένη,  δεν το περίμενε, έτσι γινόταν πάντα με  όσους δεν τον ήξεραν. Είχε  ξεκινήσει τότε να μελετά  το  πως βάζεις τον  άλλον στη θέση του, οι φίλοι  του  δούλευαν, έβγαζαν λεφτά, ετοίμαζαν οικογένειες  κι αυτός  ψαχνόταν   με συμπεριφορές και θέατρα,  καθένας έχει τις προτεραιότητες του σε τούτη τη ζωή.  Είχε διαβάσει και βιβλία του Πιντέρη  για το  πως υπερασπίζεσαι τα δικαιώματα σου, τον  ενδιέφερε  πολύ, μπορούσες να πεις ότι είχε  κάνει το μεταπτυχιακό του  πάνω σ’  αυτό. Κάποια στιγμή  στο Φωκά, εκεί  στην Τσιμισκή,  περίμενε  στο ταμείο για ν’  αγοράσει ένα πουκάμισο,  μια κοπέλα μπροστά του μάλωνε με την ταμία, επέμενε ότι της είχε δώσει ένα πεντάευρο όμως η ταμίας  ήταν σίγουρη   ότι δεν είχε πάρει τίποτα.  Κι ενώ  διαπληκτίζονταν η ουρά πίσω μεγάλωνε, είχε φτάσει μέχρι την είσοδο «τι θα γίνει κοπελιά;»  φώναξε,  «να περιμένεις τη σειρά σου!» - « να σου δώσουμε ένα πεντάευρο να τελειώνουμε!» -«σιγά ρε πλούσιε !» φώναξε εκείνη θιγμένη,  πολύ του είχε αρέσει η σκηνή. Εκεί στο Φωκά που ήταν μεγάλος και τρανός τότε, έβλεπε κάτι συμπεριφορές απίστευτες, ερχόταν όλοι οι νεόπλουτοι και μιλούσαν πολύ άσχημα στις πωλήτριες, κάτι κοπέλες ψηλές, πανέμορφες.  Τις μεταχειρίζονταν σα σκουπίδια, τις έβριζαν,  τις μάλωναν, μια συμπεριφορά ανήκουστη, του την είχε δώσει άγρια, δεν πίστευε  στα μάτια του. Υποτίθεται ότι εκείνοι οι άνθρωποι είχαν τα μέσα και τους πόρους  για να ταξιδέψουν, να καλλιεργηθούν, να μορφωθούν κι όμως  συμπεριφέρονταν σα ζώα, δεν μπορούσε   να το καταλάβει...  

Σ’ εκείνο λοιπόν το υπόγειο με τη σκηνοθέτη την κακότροπη  είχε έρθει ο Κώστας, κάθισε στο  πιάνο που είχανε εκεί πέρα κι έπαιξε το Struggle for Pleasure του Vim Mertens. Αμέσως όλοι  σταμάτησαν ό,τι έκαναν και τον κοιτούσαν σα χαζοί, «ποιος είναι ο φίλος σου;» ρώτησε  η σκηνοθέτης τον Άγγελο ενώ Ο Κώστας  αυτοσχεδίαζε χαϊδεύοντας τα πλήκτρα, αυτός ήταν ο φίλος του, ένας μικρός μάγος,  ένας μικρός θεός της μουσικής.  Πολλές φορές πήγαινε   στο σπίτι του  για να του πει ποια κασέτα ή ποιο c d να αγοράσει, από κείνον είχε μάθει τον Μάλαμα, τότε που δεν τον ήξερε κανένας,  και τους Pink Floyd, τον Rene Aubry  κι ένα σωρό άλλους.  Έκαναν  μαζί   πρόβες πάνω στο Τάβλι του Δημήτρη Κεχαΐδη, ένα πολύ ωραίο θεατρικό με δράση πολύ γρήγορη,  δεν νομίζω να υπάρχει αντίστοιχο θεατρικό κείμενο στα ελληνικά. Ο Κώστας  έκανε τότε παρέα μ έναν τύπο μεγάλο σε ηλικία  τον Πατρίκιο,  άκου όνομα τώρα. Ο Πατρίκιος ήταν ένας μεσήλικας  με μούσια άσπρα  που είχαν κιτρινίσει απ’  το τσιγάρο, καλά εκείνον τον τύπο   δεν τον είχε  πάρει ποτέ στα σοβαρά . Ο Πατρίκιος  θεωρούσε τον εαυτό του κάποιου είδους καλλιτέχνη κι  ασχολούνταν με τη φωτογραφία,  επειδή του την είχε δώσει του  του είχε  πετάξει κάποτε  «βγάζεις και φωτογραφίες για ταυτότητες;»  ο Πατρίκιος  είχε παρεξηγηθεί τότε. Ο Κώστας   θεωρούσε το  φίλο του λίγο καβαλημένο καλάμι επειδή ήταν πάντα   πολύ σίγουρος για τον εαυτό του κι όταν είχε κοπεί στις εξετάσεις του Κρατικού Θεάτρου βρήκε την ευκαιρία να του  πει « αυτό ίσως σε συνετίσει λίγο».

Ό,τι και  να έλεγε  όμως Ο Κώστας  ήταν ταλέντο  και παιδί χρυσό, τον πίστευε πολύ, μιλούσαν  για όλα, περίμενε  πολλά από κείνον,  κι έπειτα έτσι στο άσχετο   παράτησε ο χαζός  τη μουσική και το έριξε στο θέατρο όπου ήταν απλά μέτριος, αυτό δεν μπόρεσε  να το καταλάβει ποτέ του. Από τότε είχαν χαθεί,  ο  φίλος του   άλλαξε πορεία, κατέβηκε στην Αθήνα, μπήκε σε κάτι σχήματα, είχε γίνει  αρκετά γνωστός όπως είδε στα social όπου τον έψαξε μετά  από χρόνια, είχε χιλιάδες φίλους, ήταν διάσημος. Τον είδε  και σε κάτι βιντεάκια στο You tube όπου διάβαζε κάτι κουλτουριάρικα κείμενα μ’ εκείνη την ωραία φωνή του, αργότερα είχε δει και μια τεράστια διαφήμιση στην Καθημερινή για κάποια παραγωγή που ετοίμαζε. Ό Άγγελος τελικά αποφάσισε  να γίνει συγγραφέας κι όταν  έβγαλε το πρώτο του βιβλίο μπήκε κι εκείνος  στο παιχνίδι με το Facebook.  Κάποια στιγμή τον  βρήκε το φιλαράκι του ο Κώστας  και του είπε μάλιστα ότι έγραφε πολύ καλά,  κάποιοι γνωστοί του στην Αθήνα τον  είχαν διαβάσει  και τους άρεσε, αυτό ήταν  πολύ ωραίο. Μίλησαν   λίγο και του είπε ότι θα ερχόταν στη Θεσσαλονίκη για μια παράσταση .  Πήγε να τον βρει  και να δει  την παράσταση, μίλησαν  λίγο στα καμαρίνια,  του έχει δώσει και  μια πρόσκληση μ’  εκείνο το ευγενικό του ύφος, ήταν μια ωραία στιγμή. Κάθισε   πίσω στις τελευταίες σειρές , πάντα έτσι έκανε για να μπορεί  να την κοπανήσει  αν  δεν του άρεσε το θέαμα.  Το έργο ήταν  παλιό,  από την κρητική λογοτεχνία,  η Ερωφίλη του Χορτάτζη μάλλον, 15ος αιώνας δηλαδή, κι αν έχεις το θεό  σου ο Λ χρησιμοποιούσε την αρχαία γλώσσα,  δεν καταλάβαινες γρυ, όλα λάθος ήταν σ’  εκείνη ήταν παράσταση, «Ρε φίλε!»  ήθελε να του φωνάξει  «τι κάνεις  εδώ πέρα, ποιος θα σε καταλάβει, για ποιον παίζεις, τι νόημα έχει όλο αυτό;» αλλά  δεν είπε  τίποτα,  απλά κάθισε στα σκοτεινά  όσο μπορούσε ν’  αντέξει  και μετά έφυγε κατρακυλώντας τις σκάλες του παλιού θεάτρου.   Στο βιβλίο  του  μιλούσε για τον φίλο του σε κάποιο κείμενο , έλεγε μερικά πράγματα για κείνον, για το ταλέντο του,  για τις λάθος επιλογές του, για τις βλακείες του. Κι εκεί στην ΙΚΕΑ, στο εστιατόριο, συναντά μια μέρα   τους δικούς του και τους δίνει  το βιβλίο του, ούτε που το σκέφτηκε, μετά συνειδητοποίησε  ότι  έθαβε  το παιδί τους, ντράπηκε απίστευτα . Ευτυχώς τον λύτρωσε ο αδερφός  του Κώστα, ο Τάκης,  ένα παιδί πολύ ήσυχο που ζούσε κάπως στη σκιά του  αλλά είχε αποδειχτεί κρυφό ταλέντο, είχε κάνει καριέρα στο εξωτερικό, στην Ελβετία. Του έδωσε λοιπόν κι εκείνου το βιβλίο και του είχε πει τη φάση με τον αδερφό του, «δεν ήθελα να τον θίξω» του είπε,  «θα το δω και θα σου πω»  είπε ο Τάκης. Έλαβε  λοιπόν μετά από λίγο καιρό ένα μήνυμα του μικρού  που  του έλεγε «το διάβασα και δεν βρήκα κάτι κακό» αναστέναξε, ένα βάρος έφυγε από μέσα του.

Κι έπειτα τον συνάντησε στο γυράδικο κι έμαθε ότι άλλαζε καριέρα, επιτέλους! Άκουσε κι ένα τραγούδι στο ραδιόφωνο κι έμαθε ότι ήταν του Κώστα , ήταν φοβερό, σαν εκείνα τα παλιά τα ωραία  του εξήντα και του εβδομήντα, με μουσική δυνατή και λόγια που έδεναν γερά, πόσο καιρό είχε ν’ ακούσει κάτι τόσο ωραίο; Είδε και το βίντεο μια μέρα στην τηλεόραση με τον Κώστα  να κάνει κάτι δεύτερες φωνές ασύλληπτες, η ενορχήστρωση, η αίσθηση του ανέμου που έδιναν οι στίχοι, της ροής  μέσα στο άπειρο, έξω από την πόλη και  τα κτίρια στο άπλετο φως της μέρας,  κι ο φίλος του  εκεί στη σκηνή να παίζει κιθάρα σα μικρός θεός,  να δίνει το ρυθμό,  να ξεσηκώνει τον κόσμο να τα δίνει όλα. Ήθελε να πανηγυρίσει, επιτέλους, τόσα χρόνια το περίμενε φώναζε μόνος του στο δωμάτιο του «ναι ρε φίλε, αυτό είναι, γιατί δε με άκουγες,  μα πόσο βλάκας ήσουνα!» - «τι κάνεις εδώ τρελάθηκες;» τον ρώτησε η γυναίκα του που τον άκουσε , άντε να εξηγήσεις.

 

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...