Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΗ ΣΑΛΟΝΙΚΗ ΚΑΙ ΣΤΑ ΑΛΛΑ ΤΑ ΝΗΣΙΑ



Στον Αντώνη Νικολή που με ανέχτηκε.



Όλο το μυστικό είναι να μπορείς να ξεκλειδώσεις τον άλλον, έναν μαθητή δύσκολο, μια γυναίκα ζόρικη ή κάποιον που ξέρεις ότι τον χρειάζεσαι αλλά είναι απόμακρος για τους λόγους του, έχει τις δικές του προτεραιότητες, δεν χρειάζεται να αποδείξει τίποτα, πρέπει εσύ να κόψεις το κεφάλι σου και να βρεις μια άκρη

Δοκιμάζεις προσεγγίσεις καινούριες γιατί δεν υπάρχει ποτέ ένας δρόμος μονάχα για να πετύχεις κάτι , τρελαίνομαι όταν κάποιοι δεν το καταλαβαίνουν αυτό, γιατί ο καθένας έχει δομημένο το μυαλό και το χαρακτήρα του διαφορετικά κι εσύ πρέπει να καταλάβεις πως λειτουργεί, ψηλαφώντας τον νου του όπως κάνουν οι τεχνίτες που πιάνουν στα χέρια τους αντικείμενα και μηχανισμούς και περνούν τα δάχτυλα τους στα γρανάζια και στα κουμπιά ψάχνοντας να βρουν το πρόβλημα και τη λύση του , προσπαθείς ξανά και ξανά, πρέπει και να σε κόβει λίγο, να καταλαβαίνεις αυτόν που έχεις αντίκρυ σου, μέχρι που μπορεί να πάει, να δεις δυο βήματα μπροστά του, την προοπτική του, μέχρι που μπορεί να φτάσει, να βρεις το κλειδί του, να του δώσεις το κατάλληλο υλικό, να προσαρμοστείς και να κολλήσεις απάνω στη ιδιοσυγκρασία του που είναι διαφορετική από οποιουδήποτε άλλου σ αυτόν το κόσμο.

Καμιά φορά τα παίζεις θες να τα στείλεις όλα στο διάολο μα πάλι λες ας ξαναπροσπαθήσω μια φορά ακόμα να πάρει ο δαίμονας, συνεχίζεις να συνεχίζεις ακόμα κι όταν όλα πάνε κατά διαόλου, προσπαθείς να σκεφτείς με μυαλό καθαρό, να πάρεις αποφάσεις σωστές, ρισκάρεις το πας ως το τέρμα, όσο τουλάχιστον υπάρχει ακόμα ελπίδα ελάχιστη, αν μη τι άλλο έχεις την ευχαρίστηση ότι το πάλεψες.

Κάποιοι τόχουν το χάρισμα, καταλαβαίνουν τι ρόλο βαράει αυτός που βρίσκεται απέναντι τους, άμα σε κόβει λίγο το βλέπεις καθαρά, μια κουβέντα να πει μονάχα, κοιτάζεις πως στέκεται μαζεμένος κι επιφυλακτικός στην αρχή κι ύστερα χαλαρώνει κι αφήνεται και μπορείς να κάνεις τη δουλειά σου άνετα, δοκιμάζεις προσεγγίσεις διαφορετικές, βρίσκεις τα καλά του σημεία για να πατήσεις, να βρεις ρυθμό, τα αδύνατα τα αφήνεις για αργότερα όταν θα πατά πιο σταθερά, πρέπει να σπρώξεις πρέπει να τον ενθαρρύνεις και με κάνα ψέμα αν χρειαστεί, δε γίνεται αλλιώς μέχρι να πάρει μπρος το μηχανάκι του, μέχρι να ανοίξεις ένα δρόμο και να τον διευρύνεις σιγά σιγά .

Το δύσκολο είναι όταν είσαι στη θέση του μαθητή και πρέπει να ξεστραβωθείς αλλά ο άλλος δεν έχει καμιά όρεξη ν ασχοληθεί μαζί σου βρε αδερφέ, θέλει την ησυχία του κι εσύ πρέπει να τον αφήνεις να τελειώσει καμιά πρόταση σαν άνθρωπος και χάρη σου κάνει που χάνει το χρόνο του μαζί σου αλλά εσύ ξέρεις ότι δε βρίσκεις κάθε μέρα ανθρώπους που να μην είναι φθονεροί οπότε πρέπει να καταπιείς τη καταραμένη αλαζονεία και την ξεροκεφαλιά σου μήπως και μάθεις κάτι χρήσιμο δε θα πάθεις τίποτα να πεις κι ένα ευχαριστώ, δε θ' αρρωστήσεις κάνοντας λίγο υπομονή που να σε πάρει ο διάολος, μπορεί να μην είναι ο τέλειος δάσκαλος αλλά άντε βρες καλύτερους πρέπει νάσαι πολύ βλάκας για να τα διαλύσεις όλα, βάλε στο μυαλουδάκι σου μια ιδέα που σου λένε, μη κόβεις φλέβες, έλεος πια, κάνε ένα διαλειμματάκι άμα χρειαστεί να χωνέψεις πέντε πράγματα, να χαλαρώσουν κι οι φλέβες που νιώθεις να τρίζουν γύρω απ το μέτωπο, το πολύ πάθος δε βοηθά πάντα, πρέπει να ξέρεις κάθε φορά που πρέπει να σταματήσεις .

Δεν είναι και τόσο τρομερό τελικά, απλά βρες τη συχνότητά τους και συντονίσου μαζί τους, πήγαινε με τα νερά τους, κάνε και τίποτα σωστό στη ζωή σου, διάκρινε τι στο διάβολο έχουν που δεν έχεις εσύ, βρες έναν τρόπο να το πάρεις, μη τους χαλάς την ησυχία τους καθώς πίνουν το τσαγάκι τους μπροστά στο τζάκι, διαβάζοντας κάνα βιβλιαράκι και τα καλώδια συνδέουν τη Σαλονίκη με τα άλλα τα νησιά τα αποκλεισμένα απ το φράγμα του νερού τριγύρω εκεί στο αρχιπέλαγος της Δωδεκανήσου όπου η θάλασσα σκάει στα βράχια κι ασπρίζει τις πέτρες κι ο βοριάς που κατεβαίνει απ το Βόσπορο κι απ τη Μικρασία ξεσπά τη μανία του τους χειμωνιάτικους μήνες.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2013

ΣΤΗ ΦΩΛΙΑ ΤΟΥ ΚΟΥΚΟΥ

 ''Δε με γνώρισες;'' μου είπε,  δε θέλω νάμαι κακός αλλά έμοιαζε με όρθιο μπόγο και να φανταστείς ότι κάποτε αυτή η γυναίκα με σνομπάριζε, άμα θυμάμαι πως ήμουνα έναν καιρό μούρχεται να κοπανήσω το κεφάλι στο τοίχο.

Όχι δε  τη γνώρισα κι ούτε θέλω να γυρνάω πίσω, δε μ' αρέσει να γυρίζω στα παλιά κι ούτε θέλω να πάω σ' εκείνη τη φωλιά του κούκου όπου μου λένε ότι μαζεύονται όλοι οι γνωστοί απ' το πανεπιστήμιο.

Δε θέλω να δω εκείνον το τρελλό που πλακώνονταν με τους αναρχικούς  για κάτι αφίσσες ιλίθιες στην αρχιτεκτονική κι έπινε ρετσίνες και ξύριζε το κεφάλι του με τέτοιο τρόπο που πεθαίναμε στα γέλια όποτε τον βλέπαμε να μας λοξοκοιτά με το παλάβό του βλέμμα, δε θελω να δω τον ψηλό που συγκατοικούσαμε στις εστίες και φοβόμασταν να περάσουμε απ την ιατρική και το νεκροτομείο που λέγανε ότι το φύλαγε ένας διεστραμένος,   '' κυνηγό κεφαλών'' τον φώναζαν, γιατί έκανε λέει  συλλογή απο κεφάλια γατιών που τα σκότωνε κι άλλοι λέγανε ότι είχε βιάσει  ένα κορίτσι κάποτε   όπως προσπαθούσε να βγάλει απ' το ψυγείο τα πτώμα  κάποιου κακομοίρη που πέθανε ποιος ξέρει που και με ποιον τρόπο.

Με τον ψηλό μέναμε σ εκείνα τα δωμάτια σαν κελιά κι ούτε που μας ένοιαζε  που τρώγαμε όλο το καλοκαίρι τα ίδια σάντουιτς με τυροκαυτερή κι η κοπέλλα στο κυλικείο είχε απηυδήσει με την αναισθησία μας, άστα να πάνε.

Δε θέλω να συναντήσω εκείνη που με είχε στήσει στο τοίχο και με φιλούσε -  δε ξέρω γιατί πάντα καταλήγω έτσι απ'  το αδύνατο φύλλο - εκείνη που μου δάγκωνε τα χείλη κι είχε  τραβηγμένο το σύρτη, εκείνη που την είχα δει γυμνή στο ιμίφως, δεν είχα ξαναδεί γυμνή γυναίκα  και στο μυαλό μου έρχονταν κάτι πίνακες  του Γιαν Βαν Άικ, εκείνη που έκανε ότι δε με γνώρισε όταν τη πέτυχα κάποτε με τον άντρα της και κάλα έκανε βέβαια γιατί θα ' πρεπε να του εξηγήσει κάποια πραγματάκια κι άντε ύστερα να βρεις άκρη   μ'  εκείνο το γορίλα.  

Δε πάω στη φωλιά του κούκου να συναντήσω όλους εκέινους με τους οποίους τρέχαμε στις πορείες εκείνο τον θεοπάλαβο που είχε πέσει μπροστά στις ρόδες ενός φορτηγού σε μια απεργία κι ο οδηγός είχε φρίξει,  ή τον Κώστα που δουλέυει στη εφορία τώρα και μαζί χτυπιόμασταν όταν ενας Ρηγάς είχε πει μια βλακεία για '''...το προτσές που εξελίσεται εις το διηνεκές'',  ένα τέτοιο πράγμα.

Είχαμε φάει με τον Κώστα και κάτι   δακρυγόνα ξεγυρισμένα  και κοντέψαμε να πεθάνουμε από ασφυξία έτσι όπως έμπαινε στο λαιμό  το καταραμένο αέριο που έριχναν κάτι τύποι θεόρατοι σαν πολεμιστές αρχαίοι, με περηκνιμίδες και θώρακες, μάσκες κι ασπίδες πλαστικές που άστραφταν στον ήλιο, με μηχανήματα εκτόξευσης και μάσκες και βέλη και φαρέτρες κρεμασμένες στον ώμο τους.

 Ένα άλλλο κορίτσι  ίσως θάθελα να δω που αγαπούσα κάποτε κι έμαθα ότι ένας αχαίρευτος την άφησε με δυο παιδιά κι έφυγε στη Γερμανία κι ένα άλλο που έμαθα ότι παντρεύτηκε έναν αστυνόμο κι έκανε τέσσερα παιδιά, αυτές για να πω την αλήθεια θάθελα να τις συναντούσα.


Θάθελα να δω κι  εκείνο το παιδί που οδηγούσε το μηχανάκι στη στροφή της Ανδριανουπόλεως ένα βράδυ, εκεί όπου λένε ότι το οδόστωμα έχει κλίση ανάποδη κι είχαμε στουκάρει στις μπάρες κι αυτός το πρώτο που ρώτησε όπως ήταν ματωμένος και σοκαρισμένος ήταν ''Χτύπησες ρε!''

Και φυσικά ρε φίλε  βλέπω ευχαρίστως  το Σίμο,  όποτε έρχεται στη Σαλονίκη,   το Σίμο που είχαμε πάει μαζί σε μια συναυλία σ'  ένα αμφιθέατρο  κι ένας καραφλός φοβερός τύπος έπαιζε κιθάρα ηλεκτρική ανεβοκατεβαίνοντας τα τάστα με μανία και κοπανώντας τις συγχορδίες ανελέητα.
Το Σίμο που κατέβηκε μια φορά σ εκείνο το  σκοτεινό υπόγειο κι έκατσε στο πιάνο να πάιξει Vim Mertens  κι όλοι έψαχναν να βρούν από που βγήκαν εκείνοι οι ήχοι.

Το Σίμο τον βλέπω ευχαρίστως στο θέατρο του,  σ'  εκείνο το καμαράκι με τους προβολείς όπου  με κοιτάζει πάντα μήπως του κάνω καμιά παρατήρηση για το έργο που ανεβάζει,  μα τι να του πεις αυτού του παιδιού άλλο από  ότι τον αγαπάς, ότι τον έχεις στη καρδιά σου κι αν ήταν να πεθάνεις για κάποιον ας ήτανε ο Σίμος αυτός.



Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2013

ΑΧΝΗ

Όλο το θέμα είναι να βρω ρυθμό, όπως στις ταινίες, να κυλάει το πράγμα, να μην έχει χάσματα και κοιλιές, να ρολάρει.

Ύστερα όλα είναι εύκολα, τρέχουν απαλά, βλέπεις φως στο βάθος του τούνελ, μπορείς να κάνεις παιχνίδι, δε σ'  επηρεάζουν απεργίες στα αστικά, παίρνεις το ποδήλατο του Αντώνη  ''Tόχεις;'' σε ρωτά ''Φυσικά''  λες κι ας έχεις ν'  ανέβεις καμιά δεκαετία σε σέλα ποδηλάτου.

Μηχανάκια βγαίνουν μπροστά σου σα να μην υπάρχεις, σε αγνοούν προκλητικά, αυλάκια και λακούβες στην άσφαλτο μπορούν να σε καταπιούν ανα πάσα στιγμή, γέροι κάνουν εκτάσεις κι επικύψεις στα πάρκα, σκύλοι τρέχουν πίσω από μπάλες κίτρινες, παιδιά με χοντρά παπούτσια παίζουν μπάσκετ, άλλα ποδήλατα ρολάρουν κι αυτά στη παραλία, κόσμος κάθεται αντικρυστά στα τραπέζια, ποτήρια και τασάκια μπροστά τους, τοίχοι υψώνονται σε κάτι σημεία.

Στο κέντρο ζητιάνες κοιμούνται στη Τσιμισκή, τα μικρά τους αμέριμνα μασουλάνε και γελουν τριγύρω,   στο καπάνι τύποι με χοντρά χέρια φυσσούν ατμούς στις χούφτες τους καθώς καθαρίζουν ανανάδες, κάποιοι χτυπούν τα τζαμάκια των τραπεζών που δεν άνοιξαν ακόμα, σκύλοι μπροστά στα Pull and bear στέκονται σα να καρτερούν κι αυτοί ν'  ανοίξει το μαγαζί, γκαρσόνια νευρικά κινούνται πίσω απο πάγκους ετοιμάζοντας καφέδες, η κυρία Δήμητρα  τηλεφωνεί απ'  το Παρίσι -   χιονίζει λέει κατα κει -    μου αναβάλει ένα μάθημα αλλα εγώ δε χάνω ρυθμο με τίποτα, δεν υπάρχει τέτοια περίπτωση, δε μου ξεφεύγει ότι και να γίνει .

 Στη Νέα Μοναστηρίου Κινέζοι ξεφορτώνουν κούτες πελώριες, γύφτοι  με δόντια χρυσά κατα το Κορδελιό λιάζονται στον ήλιο ανακούρκουδα,  χτυπούν ένα μικρό κοριτσάκι για πλάκα,  θα το διαλύσουν σίγουρα, πρεζόνια   έτοιμα να καταρεύσουν λικνίζονται μπρος πίσω σε παγκάκια, ένα νεκροταφείο δίπλα σε μια αερογέφυρα, περνώ  κάτι ράγιες που απλώνονται από κάτω  της κι έχω την αίσθηση ότι κάνα τρένο θάρθει απροειδοποίητα και θα με πάρει σβάρνα για κάνα χιλιόμετρο,  ένα σύρμα μπλέκεται στην αλυσίδα του ποδηλάτου, λάσπες πιτσιλούν το μπουφάν μου,  ο μάγος της Χαλάστρας έχει αφήσει κι εδώ το αποτύπωμά του '' Εγώ θα σώσω την Ελλάδα '', ντεπόζιτα θεόρατα στα διυλιστήρια της ΕΚΟ,  αετοί πετούν ανάμεσα σε κάτι λεύκες,  φλόγες υψώνονται κατα τον ουρανό, σμήνη απο μυριάδες πουλιά χαμηλώνουν σα να ετοιμάζοντται να ρίξουν μια απ τις εφτά πληγές του Φαραώ.

Στο σπίτι του Βύρωνα που θέλει να μπαρκάρει κάνουμε μάθημα, αυτός κι αν έχει ρυθμό τρελλό οδηγεί σα παλαβός  κι έχει διαλύσει ένα Πεζώ 407 κάπου στη Πρέβεζα όπου σπούδαζε, φορτώνει το ποδήλατο κατεβαίνουμε μαζί, τύποι με φωσφορούχα γιλέκα ζωγραφίζουν λωρίδες άσπρες στη άσφαλτο, αμάξια καμένα και μπάρες μαυρισμένες σε κάποια άκρη,  ο Βύρωνας βρίζει τους πάντες και τα πάντα, ένας μοτοσυκλετιστής δίχως πρόσωπο μόνο ένα τζάμι σκοτεινό στη μπροστινή μεριά του κράνους σταματά δίπλα μας,  ο Βύρωνας ετοιμάζεται να κατέβει, σκέφτομαι ότι θα φάμε ξύλο, τελικά ο άλλος καβαλά και φεύγει,
Φασαρία κατα τα δικαστήρια, μια γυναίκα έχει λιποθυμήσει,  της ρίχνουν νερά, της κάνουν αέρα ασθενοφόρα έρχονται ουρλιάζοντας, κάτι τύποι κατεβάζουν μια φιάλη οξυγόνου, σκουπίδια παντού  στα πάρκα, γλάροι χυμούν σκούζοντας ο ένας πάνω στον άλλο έχοντας βρει κάτι φαγώσιμο κι εγώ πρέπει να συνεχίσω σ αυτό το ρυθμό.

Στα σπίτια πιτσιρικάδες έχουν ξεσαλώσει, τάχουν πετάξει όλα, κουβαλούν πορνό στα κινητά, έχουν αρχεία τεράστια στον υπολογιστή μ΄ ότι ανωμαλία μπορείς να φανταστείς,  οι μαμάδες στο κόσμο τους,  τι να συμαζέψεις πρώτα πρώτα, ευτυχώς σ ένα σπίτι μπορώ να πάρω μια ανάσα.

Ένα κορίτσι μου φτιάχνει κρέπες σε μια κουζίνα, ένα κυκλάμινο ροζ σ ένα ράφι στο τοίχο,  μια φρουτιέρα με μανταρίνια και μήλα κίτρινα,  κόκκινα, πράσινα στο μπαλκόνι, ένα ψυγείο με πόρτα μεταλική, ένα γάλα στο φούρνο μικροκυμάτων να ηρεμήσω, μαρμελάδες βύσσινο, κεράσι, φράουλα, μερέντες με φουντουκια και μηλόπιτες με ζάχαρη άχνη, χέρια διάφανα από άχνη κι αυτά, επιδερμίδα μαλακή, νιώθεις ότι μπορείς να βυθιστείς μέσα της,  ένας σκύλος άσπρος,  λουσμένος μοιάζει με αλεπού της Αρκτικής, είναι όμορφα εδώ κι απο λάθος μπορεί να σωθώ, θα μπορούσα λίγο ακόμα να μείνω , να πάρω μια ανάσα, να κατεβάσω λίγο τις στροφές, ν'  αλλάξω ταχύτητα, να συμαζέψω το μυαλό μου, να ρίξω λίγο λάδι στα γρανάζια του,  θα το κάψω το μηχάνημα αν συνεχίσω έτσι.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2013

JE T' AIME MI AMORE

Αυτό για σένα ψάρι

Αλλά κι εσύ ρε ύστερα απο δεκάξι χρόνια που είμασταν μαζί δεν έπρεπε να μου το κάνεις αυτό με τον Κάρλος το τσακάλι απ'  το Μπουένος  Άιρες που γνώρισες σ' εκείνο το site όπου υποτίθεται ήθελε να μάθει ελληνικά κι εσύ τούδωσες το τηλέφωνό σου κι ύστερα πήρες  την κάμερα για να σε βλέπει κιόλας και μιλούσατε  το βράδυ  όταν τηλεφωνούσε κι έβγαινες στο μπαλκόνι να μην ακούω τα Ισπανικά σας.
Δέν έπρεπε να μου πεις ότι φεύγεις, δε μπορούσα να το πιστέψω και σούχα πει  ''Ανάθεμά σε!'' όπως είχα δει να λέει μια γυναίκα σε κάποιον σ ένα σήριαλ του BBC. Δεν έπρεπε να βγάλεις εκείνο το δίπλωμα το διεθνές για να οδηγείς στη Λατινική Αμερική όπου λένε ότι είναι άγρια τα πράγματα κι οι γκανγκστερς σκοτώνουν έτσι για πλάκα κι οι ζητιάνοι ορμούν στους οδηγούς στα φανάρια, εκεί στη χώρα με τις απέραντες πεδιάδες όπου φυσσούν οι άνεμοι του Ατλαντικού.

Καλά δεν  είμασταν ρε βλάκα, θυμάσαι  που δεν ήθελες να λέω ότι τάχουμε, θυμάσαι που μου είπες εκείνο το αστείο κι είχα διπλωθεί στο πάτωμα κι έκλαιγα απ'  τα γέλια, θυμάσαι που μούφτιαχνες εκείνο το κους κους με τη Βορειοαφρικάνικη συνταγή κι εγώ έτρωγα ώσπου να σκάσω, θυμάσαι που χόρευες ''My wooman from Tokyo'' κλωτσώντας με μανία τον αέρα, θυμάσαι που σούφερνα σταγόνες για τον πόνο στο αυτί, σταγόνες για τον πόνο στο μάτι, σταγόνες για τον πόνο στο δόντι, τσιγάρα μες τα μαύρα μεσάνυχτα να μη ξεμείνεις,  πάστες απ' τον Μίλτο, γαλακτομπούρεκα απ το Χατζή΄, θυμάσαι εκείνα τα τρίγωνα Πανοράματος που σούχα φέρει στη δουλειά κι εσύ τα καταβρόχθισες, θυμάσαι που σου διάλεγα ρούχα και φορέματα και παπούτσια και κραγιόν γιατί δε σ' έκοβε εντελώς, θυμάσαι εκείνον τον ιλίθιο που μας κορνάριζε μια Πρωτοχρονιά κάπου στις Σέρρες, θυμάσαι τότε που τρακάραμε και πήγαμε σ εκείνο το νοσοκομείο με τις κρυες νοσοκόμες να μας βγάλουν ακτινογραφίες κι είπες ''Πάμε να φύγουμε από δω''  θυμάσαι.

Θυμάσαι που έπαιρνες τα διπλώματα το ένα  μετά το άλλο τότε που παραλίγο να κοπείς στο DALF, θυμάσαι εκείνη τη γυναίκα απ'  τη χώρα των Βάσκων  σ' εκείνο το φροντιστήριο των Ισπανικών, θυμάσαι που ακούγαμε Manu Chao ''Todo es mentira en este mundo'' ξανά και ξανά και ξανά είχα πάθει πλάκα μ εκείνο το κομάτι, θυμάσαι εκείνη την Πορτογαλίδα στην Κασσάνδρου που έβλεπε στο δορυφόρο τα κουλεμπρόνες, τα ατελείωτα σα φίδια που σέρνονται Βραζιλιάνικα σήριαλ, θυμάσαι τότε που μου στειλες εκείνο το μύνημα που με χτύπησε κατακέφαλα κι ύστερα  τηλεφώνησες από  κει κάτω κι έπειτα σε πήρα από κείνο το καρτοτηλέφωνο στη Μαρτίου κι ήθελα νάρθω να σε βρω μέσα απο ευρώπη κι Αμερική, all around the world, θυμάσαι τότε που μου τηλεφώνησες απο τη Ρώμη κι όταν γύρισες ήσουν κομάτια κι έπρεπε να σε συναρμολογήσω ξανά, θυμάσαι που φοβόσουν να βγεις απ το σπίτι στην αρχή, θυμάσαι που δεν μπορούσαμε να ξεκολήσουμε τότε ο ένας απ τον άλλον- τι ήταν κι εκείνο το πράγμα- κι ύστερα εγώ βαρέθηκα -  έτσι είμαι ρε σόρρυ- αλλά  κι εσύ δεν ήξερες που να σταματήσεις, δεν είχες μέτρο, πάντα το τραβούσες ώς τα άκρα μέχρι να χάσεις τον έλεγχο.

Θυμάσαι που πήγαμε εκείνο το ταξίδι στο Λονδίνο και σέ έψαχνα ανάμεσα στα Κινέζικα και μούχες σπάσει τα νεύρα, θυμάσαι τα σκυλιά που έτρεχαν στις λάσπες καθώς αποτραβιόταν η παλίροια στο Κάρντιφ, εκεί κοντά στο Εκκλησάκι που ' φτιαξαν οι Νορβηγοί ψαράδες κι οι ξυλέμποροι, θυμάσαι εκείνη τη νύχτα στο αυτοκίνητο για το αεροδρόμιο μες τα φώτα και τις ταμπέλες που έδειχναν παρακάμψεις κι εξόδους που δε μου μιλούσες, μου την είχες στημένη πάλι,  αλλά ρε ψάρι δεν είμαι τόσο χαζός πια, όχι τόσο έξυπνος όσο εσύ σίγουρα, αλλά είχα μάθει πως λειτουργούσες πλέον  και σε περίμενα,  μονάχα σκεφτόμουνα πως θα περάσω άλλο ένα καλοκαίρι μοναχός μου.

Νά ξέρεις ότι δεν  άλλαξα σπίτι όπως μου σύστησε η φίλη σου,  σκεπάζομαι με τα παπλώματα που μου άφησες, βλέπω το βιβλίο των DOORS  που δεν πήρες μαζί σου και τ' άλλα βιβλία με τις αφιερώσεις και τις ημερομηνίες που έγραψες,  έχω κι εκείνη τη φωτογραφία σε μια γωνιά που είχαμε τραβήξει στα μπόουλινγκ σ'  εκείνο το μηχάνημα.
 Ξέρω ότι ήθελες να με κάνεις να ζηλέψω για να ρθούμε πιο κοντά έπειτα,   όμως εγώ μωρό μου δε ζηλεύω, ούτε εγώ δεν το ήξερα, απλά αφήνω πίσω μου ανθρώπους και πράγματα κι ότι δε μου λέει τίποτα πια, η αδερφή μου άλλωστε με λέει χοντρόπετσο.

Μονάχα τότε δεν άντεξα στα ''Μarks and Spencer'' όταν το άκουσα ''Je t' aime mi amore'' με χάλασε με τσάκισε, με έπνιξε, ήθελα να φύγω, να χαθώ, να εξαφανιστώ, γρεμοτσακίστηκα απ'  τις σκάλες να μη το ακούω.

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2013

ΚΡΕΜΕΣ

 Με πιάνει τέτοια εποχή καθώς πλησιάζει το τέλος του Χειμώνα.

Είναι σα μελαγχολία γλυκιά, όπως όταν είσαι ερωτευμένος αλλά όχι τόσο δυνατό, σα να κολυμπάς σε νερό ζεστό, μπορεί να κρατήσει για μέρες και βδομάδες, δε θέλω να μ αφήσει.

Παλιά το φοβόμουν τώρα μ'  αρέσει,  όλα γυρίζουν, στα μαγαζιά  κόσμος στέκεται στην ουρά, λάδια κοχλάζουν  σε φριτέζες,  κρέατα σφιχτοδεμένα γυρίζουν πάνω από στάχτες, φούρνοι βγάζουν ζέστη ψυγεία βγάζουν κρύο, χαρτονομίσματα περνούν από μηχανές, κέρματα πέφτουν σε συρτάρια, μικρά κουβαλούν φαγητό στο στόμα τους με πηρούνια και κουτάλια, ψάρια και σαλάτες και ντοματίνια χυμοί στοιβαγμένοι,  σοκολάτες αραδιασμένες, φως μπαίνει απ΄ τα τζάμια, νομίζω ότι κάποια  φωνάζει  το όνομά μου,  ζώα λούτρινα κείτονται στα καλάθια σα σκοτωμένα, κορίτσια κρατούν δίσκους κι άλλα βλέπουν εικόνες σε οθόνες ψηλαφώντας με τά δάχτυλα τους,   βουητό ανθρώπινο τριγύρω, άνθρωποι ανεβοκατεβαίνουν σε σκάλες σιδερένιες, περνούν πολύ κοντά ο ένας απ'  τον άλλον σα να θέλουν να αγγιχτούν, να μη νιώθουν μόνοι, συντριβάνια αμολούν στήλες νερού στον αέρα, παιδιά σκύβουν το κεφάλι στα κομωτήρια,  ψαλίδια περνούν από πάνω τους.

Στα αστικά κάποιοι γέρνουν το κεφάλι κι αποκοιμιούνται,  άλλοι σβήνουν τσιγάρα βιαστικά προτού επιβιβαστούν, αμάξια τρέχουν κι οι τροχοί σα να γυρνούν αντίστροφα, φανάρια τροχιοδεικτικά ανάβουν, διασταυρώνονται σα να μονομαχούν, γυναίκες βάζουν κρέμες στα χέρια, κρέμες στα κοραλένια απ το κρύο χείλια, μνήμες απο κρέμες άλλες μού 'ρχονται, αυτές πούφτιαχνε η μάνα μου τέτοιον καιρό, γεύσεις που δε φεύγουν ποτέ απ΄ το στόμα, η Άνοιξη πλησιάζει,  κάτι χαρταετούς πολύχρωμους θυμάμαι να πετούν πολύ ψηλά, πάνω από σταροχώραφα πράσινα που κυμάτιζαν στον άνεμο, ένα μηχάνημα είχε φέρει κάποιος σ' ένα καφενείο κι έδειχνε ταινίες στον τοίχο, πάνω από έναν μπουφέ με γλυκά, η μηχανή έτριζε, σωματίδια αιωρούνταν μέσα στη φωτεινή στήλη.

Κάτω στη παραλία  μαύροι απ το κέρας της Αφρικής και Πακιστανοί απ΄ τα υψίπεδα κοντά στις στέγες του κόσμου  έχουν πιάσει όλο το μέρος, σωροί από μάρμαρα και λόφοι χωμάτινοι μπροστά στο άσπρο  άγαλμα του Καραμανλή, αεροπλάνα χαμηλώνουν σα να θέλουν να προσθαλασσωθούν,  ψάρια μοναχικά με πτερύγια μεγάλα στη κορυφή της ράχης τους κι άλλα κοπαδιαστά γλυστρούν σαν ερπετά υδρόβια,  στο βυθό μπορείς να δεις κινητά που έχουν πέσει και ρολόγια μεταλικά, μαμάδες δένουν στα χέρια μικρών κορδόνια από μπαλόνια που υψώνονται, εκεί κοντά  ένα μέρος όπου την είχα γνωρίσει, πάει κι αυτή.

Κοπάδια περιστεριών πετούν κατα μήκος της Δωδεκανήσσου,  Κινέζοι τρώνε στα όρθια στις καντίνες της Γιαννιτσών, γάτες λιάζονται μπροστά στα ερείπια της Χρυσής πύλης εκεί στο Βαρδάρη, διημερεύοντα φρουτάδικα πουλούν κόκινες γλυκοπατάτες και βαζάκια βιδωτά με γλυκά του κουταλιού, σκύλοι με λαιμούς ματωμένους απο νυχτερινές αψιμαχίες κι άλλοι κλεισμένοι σε γυάλες στριφογυρνούν στα μαγαζιά με τα ζωάκια κι άλλοι με κεφάλια τετράγωνα ορμούν σ' όσους φοράνε μαύρα, κυκλώνουν αυτοκίνητα ουρλιάζοντας. Τύποι με προφίλ που θυμίζει πουλιά βαλσαμωμένα , ο μάγος της Χαλάστρας γράφει έξω απ το Θεαγένειο συνθήματα, νερά τρέχουν σε χειμάρους έξω απ τη πόλη, φυτά βαθυπράσινα πλαγιάζουν στην επιφάνεια τους  κι εγώ συνεχίζω βυθισμένος σ'  αυτό το πράγμα.
 Στα Starbucks   φοιτήτριες κοκκινομάλες διαβάζουν ''Ζωολογία ασπόνδυλων'' γύρω απο πάγγους τεράστιους, ξύλινους, προφίλ Αναγεννησιακά,  , τα μαλιά μιας κοπέλλας μπλέκονται σ' ένα χερούλι  όπως του Αβεσσαλώμ,  πάλι την είδα χτες κι ήταν ωραία, λες να ερωτευτώ ξανά, λες να κατάλαβε τίποτα, αλλά πάλι καλά είμαι έτσι κολυμπώντας σ'  αυτό το αίσθημα, έχοντας  αυτές τις γεύσεις στο στόμα, άστο  λίγο ακόμα.

Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

ΠΑΓΙΔΕΣ

Ποτέ δε ξέρεις τι γίνεται, κάποιοι φοβούνται τα χειρότερα, μπορεί σου λέει το σύστημα που τρίζει  να καταρεύσει  και να χρεωκοπήσει, όλα γύρω να σκορπίσουν από  κατολισθήσεις, σεισμούς και καταποντισμούς, κυκλώνες κι αντικυκλώνες, άνεμοι σαρώνουν τις πολιτείες, γέφυρες γκρεμίζονται, υπόγεια καταφύγια σκάβονται, πρέπει να έισαι έτοιμος για κάθε ενδεχόμενο, άλλοι φοβούνται την αλλαγή του κλιματος, παγωνιές κι άλλες καταστροφές, πίσω απ'  τα σύνορα βλέπουν κινήσεις ύποπτες, φώτα και ήχοι περίεργοι ακούγονται, ποιος ξέρει τι ετοιμάζουν κατα κει, άλλοι μιλούν για πραξικοπήματα στρατιωτικών και ύποπτων στοιχείων, σειρήνες ουρλιάζουν, προφητείες για συντέλειες σε χρονιές γκαντέμικες κυκλοφορούν, οδηγοί φρενάρουν, γυναίκες βάζουν τα χέρια στο στόμα τους, φήμες για πείνα που θα πέσει, ο κόσμος μπορεί ν' αρχίσει να τρέχει στα σούπερ μάρκετ και να λεηλατεί τα ράφια, δέντρα να κοπούν στα πάρκα, θάμνοι και φυτά να ξεριζωθούν, τα ζώα ν'  αγριέψουν και ν'  αρχίσουν να επιτίθενται στους ανθρώπους, που  να ξέρεις τι σου ξημερώνει.

Οι πιο προνοητικοί προετοιμάζονται ήδη, μαζεύουν τρόφιμα σε κελάρια και σοφίτες, ξηρούς καρπούς και μέλι και στάρι και ρύζι καφετί  που αντέχουν στο χρόνο, συγκεντρώνουν νερό σε μέρη όπου δεν μπαίνει το φως και το χαλάει γεμίζοντας το με άλγη πράσινα, γράφουν ετικέτες με μαρκαδόρους σημειώνοντας ημερομηνίες για να ξέρουν τι  τους γίνεται, φυλάνε επιδέσμους κι απορυπαντικά, μαθαίνουν τεχνικές απολύμανσης και πρώτες βοήθειες και ιατρικά μυστικά για το πως να βγάζουν φάρμακα απ'  την αιχμηρή αλόη , κρύβουν επιδέσμους και δισκία βιταμινών, μελετούν τρόπους να στήνουν παγίδες για πουλιά που πετούν αμέριμνα, θάβουν μερίδες κρέατος, ξέρουν ότι σε περίπτωση ανάγκης θα φαγωθεί το ψαράκι απ'  το ενυδρείο κι η γάτα - που αν τη μαγειρέψεις με καρυκεύματα μοιάζει λέει στη γεύση με κουνέλι-   τα χάμστερ και τα παπαγαλάκια, αν και έχουν κρέας λίγο σκληρό, ο σκύλος μένει τελευταίος, ιδιαίτερα αν είναι καλός κυνηγός.

Το βέβαιο είναι ότι απ'  όλα αυτά θα επιβιώσουν οι πιο σκληροτράχηλοι, κάτι τύποι που κυκλοφορούν με  τα μπράτσα έξω όλο το Χειμώνα και κάτι γυφτάκια που περπατούν ξυπόλυτα στη παγωνιά σκορπώντας ανατριχίλες και κάτι λοκατζήδες που τρελλαίνονται για χειμερινές διαβιώσεις σε βουνά και λαγγάδια και κάτι μετανάστες που τάχουν δει όλα τότε που περνούσαν τα σύνορα κι οι συνοριοφύλακες θέλανε να τους σκοτώσουν και να τους θάψουν στο δάσος, ποιος θα ρωτούσε άλλωστε  τί απόγιναν, αυτοί που κοιμούνται σε αποθήκες στο Δενδροπόταμο,  στη συνοικία που φοβάσαι να μπεις το βράδυ, κι αυτοί που τη βγάζουν έξω όλη νύχτα κάτω από κάτι στάσεις ανάβοντας φωτιές σαν  ινδιάνοι Απάτσι.
Θα επιβωσουν και κάτι ανθεκτικοί βόρειοι που ξέρουν να ξεχωρίζουν τα δηλητηριώδη μούρα από  τα γλυκά και τα βρύα των ταράνδων που είναι λέει ιδανική τροφή και τα μανιτάρια που τα λένε ''Το καπέλο του θανάτου''   και κάτι άλλα φυτά που τα λένε  ''Κάμας  φονικά΄΄.  Ξέρουν αυτοί  να ανάβουν φωτιά μες τη βροχή με φλοιούς δέντρων και φωλιές πουλιών που καίγονται  αμέσως, ξέρουν και να φτιάχνουν καταφύγια με προσανατολισμό νότιο αποφεύγοντας  τους δυνατούς βοριάδες.

Τώρα κάτι γέροι που τους έχουν εγκαταλείψει ήδη τα παιδιά τους για κληρονομιές  κι είναι μονάχοι κι έρημοι δεν τους βλέπω καλά, αυτοί λέει θα πάνε από υποθερμία που θολώνει το μυαλό και φέρνει λήθαργο, κι  όσο για μας ίσως χρειαστεί να γυρίσουμε λίγο πίσω, να μάθουμε να κινούμαστε στα σκοτεινά δίχως πληροφόρηση, χωρίς νάχουμε ιδέα τι γίνεται εκεί έξω, αποκομένοι απ'  όλα, σε πολιτείες γεμάτες παγίδες που τις δέρνει ο αέρας,  πλάι σε μοναχικά ΑΤΜ που δεν τα χρησιμοποιεί κανένας, βλέποντας σκιές να μετακινούντα  στο ιμίφως, ψάχνοντας στο σώμα μας  για αμυχές, οιδήματα  κι ενδείξεις αδυναμίας, αποφεύγοντας πλάσματα σκοτεινά που παραμονεύουν σε γωνιές ερημικές, ανακαλύπτοντας αισθήσεις ξεχασμένες, δίχως να εμπιστευόμαστε κανέναν- αυτό γίνεται ήδη-  χωρίς επικοινωνίες και συγκοινωνίες καθως τα αεροπλάνα θα κλυδωνίζονται από  στροβίλους και δίνες ψάχνοντας για τα φωτάκια των αεροδιάδρόμων, κρυμένοι σε καταφύγια, βαθειά μες τη γη,  ελπίζοντας να περάσει όλο αυτό.

Δευτέρα 7 Ιανουαρίου 2013

ΡΟΖΕ ΑΓΙΟΡΕΙΤΙΚΟ

Παλιά λένε,  τότε που δεν υπήρχαν κτίρια ψηλά να κόψουν τον άνεμο οι ηλεκτρολόγοι  υπέφεραν και ξεπάγιαζαν όπως περνούσαν καλώδια σε οικοδομές κι άλλοι που έβαζαν δαχτυλίδια τσιμεντένια πελώρια τοποθετώντας τους αγωγούς νερού κάτω απ τη πόλη κι οι φουρνάρηδες που δούλευαν τη νύχτα  κι αυτοί που διόρθωναν διαροές μες τις λάσπες, γέροι αξύριστοι στις στοές της Ερμού κουκουλωμένοι πάλευαν να γαζώσουν παπούτσια διαλυμένα φορώντας κάτι γάντια που αφήνουν εκτεθειμένα τα δάχτυλα κι οι τεχνίτες του ΟΤΕ που έφτιαχναν τις συνδέσεις ανοίγοντας με λοστούς καπάκια μεταλικά στην Τσιμισκή κι ύστερα χώνονταν μέσα να αποκαταστήσουν συνομιλίες και συνδιαλέξεις,  εκεί όπου ανακατεύονταν φωνές και γέλια και καυγάδες κι αναστεναγμοί και χωρισμοί και συνδέσεις κι επανασυνδέσεις κι όλα γίνονταν ένα κουβάρι. Ξεπάγιαζαν όλοι αυτοί καθώς ο Βαρδάρης κατέβαζε κρύο, περνώντας πάνω απο χιονισμένς κορφές, τις Άλπεις ίσως ή τα Ουράλια ή από πιο ψηλα απ'  τη Σιβηρία κατεβαίνοντας,  περνώντας από κοιλάδες και γκρεμούς και φαράγγια και ποτάμια, ξεριζώνοντας δέντρα και θάμνους κι ότι έβρισκε  στο διάβα του,  δραπετεύοντας μέσα απ΄ τη κοιλάδα του Αξιού για να ξεσπάσει τη μανία του πάνω στη πόλη και στα αντικρυνά παράλια.

Ήταν ζόρικοι λέει τότε οι Χειμώνες, ζώα πολλά κι άνθωποι δεν κατάφερναν να ξημερώσουν, χιόνι έπεφτε πολύ δυο και τρία μέτρα,  στη πόλη ήταν ανοιχτή η σκεπή του Αγιόυ Δημητρίου από τότε που κάηκε κι ό άνεμος και τα χιόνια κι οι βροχές έμπαιναν ασυγκράτητες και μαστίγωναν τις αρχαίες κολώνες, μονάχα στη κατακόμβη έβρισκαν κάποιοι καταφύγιο  , στα χωριά δε μπορούσαν να ζεσταθούν, τσίχλες  και λαγοί  και πέρδικες και κοτσύφια  έρχονταν μέχρι τα σπίτια  παγιδευμένα στα άσπρο πέπλο,  οι χωρικοί  τάπιαναν και  τάψηναν σε σούβλες κι είχαν κι αχλάδια άγρια  που τάβαζαν στο άχυρο να μαλακώσουν και να γλυκάνουν.

Αλλά και τώρα ο άερας δεν δείχνει κανένα έλεος και χτυπά τις γυναίκες που τυλίγονται σαν αρμαδίλιο στις γούνες τους, χειριστές μηχανημάτων μπήγουν δόντια τεράστια στα πεζοδρόμια ξηλώνοντας πλακάκια, τρίβοντας τα χέρια να ζεσταθούν, σβήνοντας βιαστικά το τσιγάρο, χτυπά τα κορίτσια απ'  τα συνεργεία καθαρισμού που γυαλίζουν τζάμια των πολυκατοκιών καθώς ξημερώνει πίσω απ'  το Χορτιάτη,  τους ταξιτζήδες που καρτερούν έξω απο μια αρχαία πύλη εκεί ψηλά στα κάστρα κι άλλους ξενύχτηδες που τριγυρνούν  σε κάτι στενά σα φαντάσματα, εκεί  όπου πόρτες ξεχαρβαλωμέςνς κοπανούν με μανία κι οι μεντεσέδες τρίζουν ανατριχιαστικά, ρολά κατεβασμένα στα περίπτερα, μαγαζιά σφραγισμένα, λογαριασμοί στοίβες πίσω απο τζαμαρίες, κοράκια πετούν ψηλά κάτω από μια φέτα παγωμένου φεγγαριού κι είναι σα να θέλουν να κουρνιάσουν απάνω του .

Στη Κασσάνδρου όπως η άσφαλτος ανεβοκατεβαίνει σα να κυματίζει είχαμε μαζευτεί ένα βράδυ μια παρέα σ ένα μαγαζί να ζεσταθούμε απ΄ τα κάρβουνα μιας ψησταριάς, τριγύρω μπωλάκια με ρίγανη και καυτερό κι αλάτι και ποτήρια και γυάλινες νταμιτζάνες απο κρασί ροζέ, Αγιορείτικο και μπρούσκο βαθύ κόκκινο.  Ένας τύπος μ'  ένα κόψιμο στα χείλη μας έδειχνε τη φωτογραφία μιας κουκλάρας ξανθιάς,  μιλάμε φαινόταν υπέροχη εκείνη η γυναίκα.

Μας έλεγε ο τύπος πόσο την αγαπούσε κι όταν ακείνη του είπε ν αρχίσουν να βλέπουν κι άλλους είχε αποτρελλαθεί κι έπαιρνε τους δρόμους μες το κρύο,  την έβλεπε  παντού μπροστά του.
Στα γενέθλιά της του  τηλεφώνησε κι εκείνος αναθάρησε, θα τη συναντούσε το πρωί, ξυρίστηκε αποβραδίς μα κόπηκε άσχημα και δεν το πήρε χαμπάρι κι όταν τον πήρε ο ύπνος, την είδε νάρχεται κοντά του, να περνά τα δάχτυλα  απ'  τα χείλη της κι έπειτα απ'  τα δικά του,  ξύπνησε κι αισθάνθηκε να κολυμπά στο αίμα, το κόψιμο έτρεχε  ασταμάτητα, έτρεξε να πλυθεί και να το σταματήσει.

Το πρωί τον έστησε, μ΄ ένα φίλο του πήγαν  για κυνήγι στις εκβολές του Αξιού, να μη τη σκέφτεται, φυσσούσε μανιασμένα, οι πάπιες δε μπορούσαν να σηκωθούν κι αυτοί δε μπορούσαν να τις χτυπήσουν, σε μια στιγμή είδε ένα πουλί άσπρο, μεγάλο,  έναν γερανό,  χωρίς να σκεφτεί σήκωσε το τουφέκι και το χτύπησε, το ζώο έπεσε με μια κραυγή, έτρεξε να το βρει, το είδε,  ολόλευκο, πανέμορφο, τραυματισμένο στο φτερό, τον κοίταζε στα μάτια κατευθείαν, το λυπήθηκε, ένιωσε έναν κόμπο να του πνίγει το λαιμό,  ήρθε ο΄αλλος μ' ένα μαχαίρι και τόσφαξε επι τόπου, τριγύρω ο αέρας λυσσομανούσε, η θάλασσα άσπριζε, η φύση όλη είχε φρενιάσει ως πέρα μακριά. 





Πέμπτη 3 Ιανουαρίου 2013

SUPER GIRLS

Όχι δε με πείθουν ότι διασκεδάζουν,  δε πα να λένε ότι θέλουν, δε πα να χτυπιούνται, δε πα να κοπανιούνται, όλο αυτό το πράγμα μου φαίνεται ψεύτικο, ανεβαίνουν στα τραπέζια, ορμούν στους μπουφέδες, σμπρώχνονται, στριμώχνονται, τα γκρεμίζουν όλα, φαγιά άφθονα τριγύρω, ρολά από κρέατα, γαλοπούλες και βασιλόπιτες και κόλπα με γλυκόξινα, μήλα και κάστανα και δαμάσκηνα και κρέας ταράνδου και κροκοδείλου και μερίδες απ΄ του πουλιού το γάλα σε σπίτια με έπιπλα παλιά,  απ΄ τον παππού που γύρισε απ΄ την Αμερική,  αυτά   που έχουν απάνω στο ξύλο  τους σχέδια σκαλιστά, περίτεχνα, κρύσταλλα κι ασημικά πίσω απο τζαμάκια,  λεφτά ξοδεύονται αλύπητα, σαμπάνιες ανοίγουν, όλα δικά τους αλλά δε με πείθουν, πως να γίνει, δεν το τρώω το παραμύθι, δεν το σηκώνει ο οργανισμός μου .

Είναι όλοι αυτοί για τους οποίους ένιωθες δέος κάποτε, ζευγάρια αλαζονικά που κοίταζαν μέσα από αμάξια με τζάμια φιμέ, κάτι τύποι με τουπέ απίστευτο, τους συναντούσες στο δρόμο και ψάρωνες κι αυτοί το αποδέχονταν, το θεωρούσαν φυσικό, κάτι σούπερ γκερλς με αέρα τρομερό, όλος ο κόσμος στα πόδια τους, έφευγαν ταξίδια το Φθινόπωρο, την Άνοιξη, το χρόνο ολόκληρο,  γυναίκες παντρεύονταν γέρους κι  άλλες απατούσαν τους συζύγους  τους  κι ύστερα έκλαιγαν στη κουζίνα όπως ανακάτευαν αλέυρι με γάλα κι αυγά να φτιάξουν κρέπες,  κινητά τεράστια σα πλακέτες στα χέρια κι άλλες συσκευές περίεργες αόρατες όπου μιλούσαν και νόμιζες πως έχουν σαλέψει,  τρελαίνονταν να δίνουν διαταγές σε όλους, να το παίζουν αφεντικά,  φωτογραφίες και φλας άστραφταν σε σπίτια θεόρατα  .

 Και τώρα έχουν γίνει αγνώριστοι,   σα να μάζεψαν και συρικνώθηκαν,  κάτι πρέπει νάχουν πάθει,
 τα σούπερ γκερλς χάλασαν, βάρυναν,γέρασαν, γέμισαν ρυτίδες, τα βλέπεις και σου προκαλούν αποστροφή, οι αεράτοι τύποι καράφλιασαν, πάχυναν, τελειώσανε, ένα μάτσο χάλια έγιναν,  πήραν θέσεις και τάκαναν μαντάρα, αποδείχτηκαν άχρηστοι- μα άχρηστοι εντελώς μιλάμε-δεν αντέχουν το κρύο, τη ζέστη, το ζόρισμα,  τίποτα, δε μπορούν να προσαρμοστούν, έτσι έμαθαν, άδειασαν, όλο αυτό το κυνήγι ήταν ενεργοβόρο φοβερά, τους τα πήρε όλα, δεν υπάρχουν αποθέματα, φοβούνται να σταθούν απέναντι στις επιλογές  τους, κάπου πρέπει να τα φορτώσουν, σούρχεται να τους βαρέσεις, να τους κοπανήσεις,  λες ''Δεν είναι δυνατόν;'' ,   αλλά   τόσο μπορούσαν, αυτοί ήταν,  δε γελούν , δε λένε καλημέρα,  δε στολίζουν ούτε ένα δεντράκι  τα Χριστούγεννα, έχουν χάσει όλη  την αυταρέσκειά που είχαν,  τους κοιτάς και σε πιάνει απελπισία.

 Γιατί μας είχαν πρήξει, έπρεπε να βγάλεις από πάνω σου λέπι λέπι την ιδέα ότι εσύ δεν κάνεις, ότι αυτοί είναι για αυτά, ότι δεν τόχεις, δεν είσαι γαι τέτοια πράγματα, σου το  πέρασαν στο αίμα και στα κύταρα δίχως να πάρεις χαμπάρι κι έπρεπε να το ξεφορτωθείς, να απόβάλεις κόμπλεξ κι απωθημένα και συμπλέγματα και πλέγματα και συρματοπλέγματα, να φτιάξεις το οικοδόμημα σου,   να το σουλουπώσεις λιγάκι ώστε να μπορεί να σταθεί, να λειτουργήσει, να μη σκορπίσει στον άνεμο την ώρα που αυτοί γλεντούσαν  και παρίσταναν τους μικρούς θεούς .

Και τώρα σε κοιτούν με μισό μάτι, πας σε μια καφετέρια κοντά σ ένα κολυμβητήριο και σου  επιτίθενται λυσασμένα να σε σκίσουν  κι εσύ  αναρωτιέσαι ''Τι γίνεται εδώ ρε φίλε, υποτίθεται ότι αυτοί  είναι δικοί μου άνθρωποι ''.

Αλλά στο φινάλε αυτοί διάλεξαν το δρόμο τους, έτσι έστρωσαν,  οι   γυναίκες  που παντρεύτηκαν γέρους και τώρα δε ξέρουν τι να τους κάνουν κι  οι άντρες που  τις παράτησαν μόλις άρχισε να χαλάει το δέρμα στο σώμα και στο πρόσωπο κι αυτές τους εκδικήθηκαν παρατώντας τους τότε που βάλανε μπαλονάκι στη καρδιά κι άρχισαν να κατεβάζουν μπουκάλια για  να ξεχάσουν, έμειναν μόνοι τους, τους φταίνε όλα, δε ξέρουν που να ξεσπάσουν, σε κοιτάζουν με τη παλιά υπεροψία, ποιος είσαι εσύ ρε φίλε ο πεταμένος , ο άσχετος,ο ελεεινός,  ο ιλίθιος που θα μας τη βγει,  γιατί δε παραπονιέσαι, δε βρίζεις,  ποιος νομίζεις ότι είσαι ρε μπάζο, γιατι  δε θυμώνεις  γιατί δεν υποφέρεις;

Συγνώμη παιδιά αλλά δε θα πάρω.
.


ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...