Τετάρτη 12 Δεκεμβρίου 2018

ΘΥΡΕΟΙ ΒΙΚΤΩΡΙΑΣ

Όπως περπατούσε το μάτι του πρόσεξε δυο νομίσματα χρυσά, κάπως μεγάλα, που γυάλιζαν στην άσφαλτο, κείνη την ώρα ο ήλιος που χτυπούσε από απέναντι τον τύφλωνε εντελώς, δεν μπορούσε να δει τίποτα μόνο σκιές και περιγράμματα, χαμήλωνε τα μάτια του προς τα κάτω όταν τα είδε, στην αρχή νόμιζε ότι ήταν απλά κέρματα και δεν έδωσε σημασία, με το που έσκυψε λίγο όμως είδε την βασίλισσα με την κορώνα κι έναν πολεμιστή καβάλα σ’ άλογο που κρατούσε σπαθί, κατάλαβε ότι είχε βρει κάτι καλό, ποιος ξέρει από ποιον είχαν πέσει, αν τα χρειαζόταν να τα εξαργυρώσει για να πληρώσει κανέναν γραμμάτιο ή αν είχε ένα σωρό τέτοια σε κάνα χρηματοκιβώτιο , όπως και να ήταν όμως αυτός ήταν ο τυχερός κι ένιωθε όμορφα σα να είχε φτιάξει ξαφνικά η διάθεση του, ρίχνοντας μια ματιά γύρω τα έβαλε γρήγορα στη τσέπη μήπως τον πάρει μάτι κανένας περίεργος , θα τις έβλεπε αργότερα με την ησυχία του.

Του είχε ξανατύχει να βρει χρήματα κι άλλα πράγματα στο δρόμο, το πιο περίεργο ήταν ένα κινητό ολοκαίνουριο κάπου στην παραλία, σίγουρα θα είχε πέσει από κανένα κορίτσι από κείνα τα βλαμμένα που περπατούν καρφωμένα στο καταραμένο το μηχανηματάκι τους κι ούτε που κοιτούν τριγύρω, δεν το είχε σηκώσει καλά- καλά όταν χτύπησε και κοπέλα τον ρώτησε αν θα μπορούσε να της το φέρει στο σπίτι κάπου εκεί κοντά, άκου τώρα θράσος, ευτυχώς μετά από λίγο πήρε ο πατέρας της, τον ευχαρίστησε και του ζήτησε να τον περιμένει μέχρι να έρθει να το πάρει. Η πιο κουφή ιστορία βέβαια ήταν αυτή ενός φίλου του ζωγράφου που είχε βρει ένα πορτοφόλι με 700 ευρώ τα οποία χρειαζόταν επειγόντως για να πληρώσει κάποιον, τα πήρε λοιπόν κι έκανε τη δουλειά του αλλά μετά είχε σκάσει, δεν μπορούσε να κοιμηθεί από τις τύψεις, καθώς είχε όλα τα στοιχεία του ιδιοκτήτη ένιωθε ότι τον είχε κλέψει, δεν άντεξε, τα μάζεψε μετά από μήνες, τα πήγε στη διεύθυνση που αναφέρονταν σε κάτι κάρτες κι εκεί έκανε την τύχη του, οι άνθρωποι που το είχαν χάσει οργάνωναν εκθέσεις κι ενθουσιάστηκαν με τη συμπεριφορά του, τον ευχαρίστησαν και τον σύστησαν στις καλύτερες γκαλερί, ήταν σαν είχε πετύχει το λαχείο !

Τα γυαλιστερά νομίσματα ήταν πεσμένα στην άκρη ενός πάρκου που διέσχιζε κάθε πρωί πηγαίνοντας με τα πόδια στη δουλειά, κάθε μέρα έκανε αυτό το δρομολόγιο, το σπίτι του ήταν χτισμένο σ’ έναν λόφο από πέτρα οπότε η κατάβαση προς το κέντρο της πόλης ήταν εύκολη,
όπως περπατούσε στο κατηφορικό καλντερίμι πρόσεχε τα ρολόγια στα κλειστά μαγαζιά για να δει τι ώρα είναι, καθώς ακόμα δεν είχε ξημερώσει για τα καλά τρόμαζε από τις σακούλες που ζωντάνευε ξεσηκώνοντας τες ξαφνικά ο άνεμος, του άρεσε να ατενίζει τον ορίζοντα που ανοιγόταν μπροστά και με το που σήκωνε ψηλά το κεφάλι έβλεπε κοπάδια πουλιών να πετούν κατά το βορρά σχηματίζοντας ένα τόξο τεράστιο, άκουγες τα φτερά τους να πλαταγίζουν στον αέρα, την ώρα εκείνη ανέτειλε ο ήλιος βάφοντας πορτοκαλί τον ορίζοντα.

‘’Κάθισε ήσυχα, μη φωνάζεις σε παρακαλώ να δέσω τη ζώνη σου, μη με κλωτσάς’’ ακούστηκε μια γυναίκα που ταχτοποιούσε εκείνη την ώρα το μικρό της στο καρότσι προτού το παραδώσει σε κάποιον βρεφικό σταθμό, το μικρό την κοιτούσε στα μάτια, γύρω δεν κινούνταν ψυχή, τα πλατάνια κουνούσαν τα φύλλα τους κι ένα άγαλμα με κάποιον καβαλάρη στεκόταν ασάλευτο, το πάρκο ήταν σε κακή κατάσταση, εγκαταλειμμένο, παντού γύρω έβλεπες τσάντες πεταμένες εδώ κι εκεί, άδειες και σκισμένες, ο δήμαρχος ούτε που νοιάζονταν. Δεν βιαζόταν γιατί είχε ρεπό εκείνη τη μέρα, αργότερα θα πήγαινε στο χρυσοχοείο ενός φίλου του να τσεκάρει την αξία των νομισμάτων, ήταν σίγουρος ότι επρόκειτο για λίρες σαν αυτές που είχε δει να κρεμούν σε κάποια νύφη σ’ ένα γάμο, αυτές όμως έμοιαζαν μεγαλύτερες πόσο ν’ άξιζαν άραγε; Kάθισε σ’ ένα παγκάκι να τις χαζέψει, ήταν ολόιδιες , αστραφτερές, ωραίες, πολύ ωραίες, διάβασε την ημερομηνία που ήταν χαραγμένη πάνω τους και του φάνηκε πολύ παλιά όμως δεν ήξερε αν αυτό τους έδινε μεγαλύτερη αξία, αφηρημένος όπως ήταν ένιωσε μια κίνηση και γυρίζοντας αντίκρισε έναν κόρακα να τον κοιτά περίεργα σα να τον παρακολουθούσε, έπειτα το μεγάλο πουλί πλησίασε μια πέτρα, έτριψε δυο τρεις φορές το ράμφος του και βάλθηκε ν’ ανοίξει ένα κουτί ζαχαροπλαστείου μήπως βρει κάτι μέσα.

Όπως ένιωθε χαρούμενος σκέφτηκε ν’ ανάψει ένα κεράκι στην εκκλησία εκεί κοντά, ποτέ δεν είχε μπει μέσα μονάχα χάζευε τα παλιά της κεραμίδι και τους τρούλους που υψώνονταν, δεν του φαινόταν αλλά ο ναός ήταν τεράστιος και στρωμένος με χαλιά σε χρώμα βυσσινί, τα κλιματιστικά δούλευαν κι έβγαζαν αέρα ζεστό θερμαίνοντας τον χώρο, ακούμπησε λίγο σ’ ένα στασίδι χαζεύοντας έναν ξανθό αλήτη κοντό, νευρώδη με μαύρο σκούφο και κόκκινη φόρμα που είχε μπει εκεί μέσα να ζεσταθεί, τον ήξερε τον τύπο τον είχε δει κάμποσες φορές να ξαπλώνει μπροστά στην είσοδο της πολυκατοικίας του όταν έκανε παγωνιά, κάποια γιορτή θα ήταν εκείνη τη μέρα κι οι γυναίκες γονάτιζαν μπροστά σε μια εικόνα, μπροστά από το τζάμι είχαν κρεμάσει ένα σωρό τάματα, ανάμεσα τους θα υπήρχε σίγουρα και καμιά λίρα σαν τις δικές του.

Τα νομίσματα του είχαν φτιάξει τη διάθεση, ώστε λοιπόν η χρονιά του πήγαινε να κλείσει μ’ αυτό το τυχερό, το θεώρησε γουρλίδικο γιατί ρε φίλε δε βρίσκεις κάθε μέρα λίρες χρυσές, είχε την εντύπωση ότι οι γιορτές δεν θα ήταν και πολύ χαρούμενες καθώς η γυναίκα του είχε νεύρα, τελευταία ακούγαν όλο για ζευγάρια που χώριζαν το ένα μετά το άλλο σαν είχε πέσει επιδημία και δεν ήταν ότι καλύτερο,είχε σκεφτεί να της κάνει έκπληξη και είχε κατεβάσει το παλιό χριστουγεννιάτικο δέντρο που είχαν στο πατάρι, όμως είχε βρει το μπελά του, το τι άκουσε δε λέγεται ‘’Πως το έκανες έτσι! Τι κόμποι είναι αυτοί που έφτιαξες με τα κορδελάκια! Η μάνα μου είχε φτιάξει τέλειους κόμπους και συ τους χάλασες! Μα πόσο άχρηστος είσαι, να το πας εκεί που ήτανε !’’ καλά οι γυναίκες ώρες -ώρες είναι σα να ζουν σε άλλο σύμπαν κι όταν αρχίζουν την γκρίνια μεταμορφώνονται, δεν μπορούσε να καταλάβει το θυμό της, ήθελε να της πει καμιά κουβέντα, να την στείλει κάπου αλλά κρατήθηκε, πάντα κρατιόταν, ‘’Εντάξει θα το μαζέψω!’’ είπε μόνο...

‘’ Φίλε έκανες την τύχη σου , το ξέρεις βρήκες δυο πεντόλιρα από τα πιο παλιά και τα πιο σπάνια, είχαν κοπεί ελάχιστα τέτοια πριν εκατόν πενήντα χρόνια χρόνια επι βασίλισσας Βικτώριας  ελπίζω μόνο να είναι γνήσια!’’ του είπε ο Ευρύμαχος , έτσι έλεγαν τον φίλο του- κανονικά έπρεπε να τον λένε Παναγιώτη όμως τη μέρα της βάφτισης του ο νονός του που είχε πιει πήγε και καρφώθηκε σε μια νταλίκα κι έτσι του δώσανε το όνομα του νονού του . Ο Ευρύμαχος περνούσε ώρες πολλές στο μαγαζί περιτριγυρισμένος από ρολόγια, δαχτυλίδια και βραχιόλια χρυσά, πετράδια και μπιχλιμπίδια κάθε είδους και φυσικά από κάμερες σε κάθε γωνία που παρακολουθούσαν όλες τις ύποπτες κινήσεις, στην βιτρίνα είχε κάτι κύπελλα ασημένια και σειρές από κοσμήματα με πετράδια γυαλιστερά σφηνωμένα σε θήκες μεταξένιες , ο πάγκος πίσω απ’ τον οποίο καθόταν ήταν μαρμάρινος κι εκεί πάνω έλεγχε τα νομίσματα ακούγοντας τον ήχο τους, κατόπι τα έξυνε μ’ ένα εργαλείο για να δει αν ήταν επιχρυσωμένα ή αυθεντικά, στο χρηματοκιβώτιο του είχε κάμποσες λίρες για να τις λιώνει και να φτιάχνει ότι του ζητούσαν οι πελάτες, θα μπορούσε να του φτιάξει κι αυτουνού ένα δαχτυλίδι ή ένα μενταγιόν μήπως εξιλέωνε τη γυναίκα του αν και τώρα που το σκεφτόταν θα ήταν κρίμα να χαλάσουν τέτοια παλιά, όμορφα νομίσματα...

‘’Για να δούμε τι σόι είναι’’ μουρμούρισε κι έριξε τα πεντόλιρα πάνω στον μαρμάρινο πάγκο ν’ ακούσει το κουδούνισμα τους ‘’Καλά φαίνονται όμως τώρα πρέπει να τα ζυγίσω και να τα ελέγξω , καμιά φορά τα ανακατεύουν με βολφράμιο, ένα μέταλλο που έχει περίπου το ίδιο βάρος και σε μπερδεύει, σε δυο λεπτά θα ξέρουμε την αλήθεια!’’ είπε και χάθηκε σ’ ένα δωματιάκι όπου είχε τα εργαλεία της δουλειάς του. ‘’ ’Ωραίο πράγμα ο χρυσός…’’ ακουγόταν από κει μέσα ‘’..οι Αιγύπτιοι λέει τον είχαν σε μεγάλη εκτίμηση κι είχαν ορίσει την αξία του ίση με δύο μέρη ασημιού, φαντάσου ότι τον είχαν ανακαλύψει στην Κίνα, στο αρχαίο Ιράκ και στην Νότια Αμερική, σ’ όλα μέρη της γης, κι αυτός που κουβάλησαν οι οι Ισπανοί από τους Ίνκας τους ρήμαξε, τους κατέστρεψε, δεν ήξεραν τι να τον κάνουν, έγιναν νωθροί και τεμπέληδες γεμίζοντας τα μπαούλα τους με μέταλλο από τα λιωμένα αγάλματα που κουβαλούσαν τα καράβια τους διασχίζοντας τον ωκεανό, τελικά όλες εκείνες οι ποσότητες κατέληξαν στους Ολλανδούς και στους Άγγλους που έφτιαξαν τις εταιρείες των Ανατολικών Ινδιών’’’.

Πραγματικά ήταν ωραίες όλες εκείνες οι ιστορίες για τα καράβια τα γεμάτα χρυσό μερικά από τα οποία βρισκόταν ακόμα στον βυθό της θάλασσας , καθόταν εκεί πέρα και άκουγε το φίλο του περιμένοντας, ένιωθε τυχερός και δεν έβλεπε την ώρα να γυρίσει στο σπίτι για να το πει στη γυναίκα του, ‘’Όλα εντάξει, μπορώ να σου πω ότι βρήκες πρώτο πράγμα !’’ ακούστηκε ο Ευρύμαχος που έβγαινε απ’ την καμαρούλα απότομα όμως φάνηκε ν’ αλλάζει χρώμα σα να είχε πατήσει καρφί, ο άλλος δεν μπορούσε να καταλάβει τι συνέβαινε όμως όταν κοίταξε μια κάμερα διαπίστωσε ότι ένα ακόμα άτομο βρισκόταν στο μαγαζί, αμέσως τον κατάλαβε, ήταν ο ξανθός που είχε δει στην εκκλησιά το πρωί, κρατούσε ένα μαχαιράκι στο χέρι κι έναν σάκο, ‘’Γέμισε τον γρήγορα!’’ πρόσταξε τον Ευρύμαχο όμως εκείνος χωρίς να σκεφτεί όρμησε πάνω του κι άρχισαν να παλεύουν, ο ξανθός ήταν μυώδης, σκληρό καρύδι και κρατούσε εκείνο το μαχαιράκι που μπορούσε να σου κάνει τη ζημιά αλλά ο Ευρύμαχος δε μασούσε με κάτι τέτοια καθώς όλη την ώρα ήταν σ’ επιφυλακή για τέτοιες ακριβώς περιπτώσεις, τον αφόπλισε με μια κίνηση, πάλεψαν εκεί πέρα για λίγο και μετά τον έβαλε κάτω και τον ακινητοποίησε πολύ εύκολα σα να ήταν παλαιστής σε ριγκ ελληνορωμαϊκής πάλης, , ο ξανθός παραδόθηκε φωνάζοντας ‘’Άσε με να φύγω! - ‘’ ‘Άντε στο διάβολο!’’ κραύγασε ο χρυσοχόος σπρώχνοντας τον έξω.

Όλη η σκηνή με τον ξανθό κλέφτη ήταν λίγο άγρια και τον είχε χαλάσει κάπως, η ώρα είχε περάσει κι ένιωθε λίγο ταραγμένος φεύγοντας απ’ το μαγαζί του φίλου του , φοβόταν ότι δεν θα μπορούσε ν’ αντιμετωπίσει τη γυναίκα του αν άρχιζε καμιά επίθεση κι ούτε ήξερε πως θ’ αντιδρούσε αν της έλεγε για τα χρυσά πεντόλιρα ΄ταν τόσο απρόβλεπτη που μπορεί να το έπαιρνε στραβά και σιγά μη την ένοιαζαν κάτι τέτοια αν και το μάτι της γυάλιζε όποτε της έφερνε κανένα καλό κομμάτι, κανένα μενταγιόν ή κανένα περιδέραιο, ‘’Θε μου... σκέφτηκε ΄΄...ας είναι ήρεμη !’’ Ανοίγοντας την εξώπορτα δεν άκουσε τίποτα μόνο πρόσεξε κάτι φωτάκια , έβγαλε τα παπούτσια , μπήκε στην κουζίνα και την βρήκε ξαπλωμένη σε μια φλοκάτη που είχε απλώσει στο πάτωμα να χαζεύει σαν παιδί το δέντρο και τα φωτάκια ‘’Ωραίο είναι τελικά το δεντράκι μας’’ είπε καθώς τα φωτάκια αναβόσβηναν πρώτα γρήγορα και μετά πιο αργά μέχρι που σκοτείνιαζαν εντελώς για ν’ ανάψουν πάλι και ν’ αρχίσουν έναν καλπασμό σαν πυροτεχνήματα παλαβά ‘’Έλα δω να σε φιλήσω!’’ του είπε, έτσι έκανε πάντα κι αυτός δεν μπορούσε παρά να είναι ευχαριστημένος, για τα νομίσματα θα της έλεγε αργότερα.

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...