Τρίτη 20 Ιουλίου 2021

ΣΤΗ ΡΩΜΗ

 

Στη Ρώμη έκανε πολύ ζέστη, υπερβολική,  η πόλη ήταν τεράστια, απλωμένη  και του έκανε εντύπωση το ποτάμι που τη διέσχιζε,  στην Ελλάδα δεν έβρισκες κάτι τέτοιο, ένα τόσο  μεγάλο ποτάμι να περνά μέσα από  μια πόλη,  αυτό ήταν το πιο εντυπωσιακό,  το παιδί που τους ξεναγούσε κι έμενε εκεί πέρα τους είπε ότι το χειμώνα φούσκωνε και γινόταν τεράστιο,  τα νερά του έφταναν σχεδόν μέχρι το ύψος του δρόμου, ήταν φοβερό θέαμα . Περνώντας μια παλιά πέτρινη γέφυρα βρέθηκαν σε μια εκκλησία  που είχε τα  λείψανα του αγίου Βαρθολομαίου,  ήταν ένα μεγάλο κτίριο δίπλα στο ποτάμι, τον Τίβερη,  αυτές λοιπόν ήσαν οι εκκλησίες των καθολικών,  τεράστιες κολώνες υψώνονταν από τις δυο μεριές,  ένιωθες ότι εκεί πέρα είχε πέσει πολύ χρήμα κι έπρεπε να ψάξεις  για να βρεις το στοιχείο το θρησκευτικό .

Το Πάνθεον του φάνηκε  κι εκείνο υπερβολικό , απίστευτο,  πόση πέτρα είχαν ρίξει εκεί πέρα,  βέβαια μη ξεχνάς  ότι η πόλη  ήταν το κέντρο της αυτοκρατορίας,  όλα τα πλούτη του κόσμου εκεί μαζεύονταν,  όλοι οι τεχνίτες της οικουμένης εκεί δούλευαν,  ήταν φυσικό λοιπόν. Από το αεροπλάνο είχε δει  και το Κολοσσαίο,  αμέσως το αναγνώρισε καθώς το σκάφος έγερνε  για να προσγειωθεί,   από κοντά είδε και τις θέρμες,  τα λουτρά δηλαδή του Καρακάλα,  ήταν κι αυτά τεράστια,  απίστευτοι όγκοι,  και τα τείχη στην είσοδο της πόλης πελώρια κι εκείνα, καμιά σχέση με τα ελληνικά,  αυτά εδώ ήταν  έξω από κάθε μέτρο όμως και πάλι εδώ ήταν κάποτε η πρωτεύουσα όλου  του κόσμου,  έπρεπε λοιπόν με κάποιον τρόπο να το δείξει .

Κοντά στο μεσημέρι είχαν ξεκινήσει την περιοδεία, περπάτησαν  κάμποσο όταν άρχισε να του τη δίνει  κι αρνήθηκε να προχωρήσει παραπέρα, η ζέστη ήταν πολύ σπαστική  και δεν καταλάβαινε γιατί  έπρεπε να τυραννιέται μέσα στα στενά που έβραζαν ή να κάθεσαι στα τραπέζια με τους τουρίστες που έτρωγαν  με τον ιδρώτα να τρέχει στα πρόσωπα τους. Δεν πήγαινε στο διάβολο,   είχε ξεποδαριαστεί,  θα τα έβλεπε μια άλλη φορά,  δεν είχε καμιά όρεξη,  κάθισε λοιπόν εκεί σ’ έναν πέτρινο τοίχο   βλέποντας δυο μικρά κοριτσάκια που έβαζαν το κεφάλι κάτω από μια βρύση και γίνονταν μούσκεμα για να δροσιστούν.

Οι άλλοι είχαν σκάσει μαζί του,  «Κάτσε δω και μη κουνηθείς μέχρι να γυρίσουμε!» του είπαν επιτακτικά επειδή φοβούνταν μη τον χάσουν  κι αυτός συμφώνησε,  δεν ήθελε  να τους χαλάσει τη φάση,  «Θα πάμε στη Φοντάνα  ντι Τρέβι να βγούμε φωτογραφίες και να φάμε παγωτό!» -  «Εντάξει παιδιά!» τους είπε  και δεν είχε κανένα θέμα, άλλωστε  την είχε πατήσει και στο Λονδίνο όπου όλοι λέγανε  «Θα δεις πράγματα που δε θα τα χορταίνεις!» κι αυτός μετά από λίγο είχε βαρεθεί τη ζωή του, το  μουσείο με τα αγάλματα και τους πίνακες δεν του έλεγε τίποτα,  μα τι βλακεία,  τι τα είχαν μαζέψει όλα εκεί πέρα, ήθελε να σηκωθεί και να εξαφανιστεί όπως ήταν,  οι άλλοι που ήταν  πιο νορμάλ είχαν γίνει έξαλλοι «Μα τι σπαστικός είσαι ρε παιδάκι μου! Δε σε ξαναπαίρνουμε μαζί μας!»  πραγματικά,  άμα του καρφώνονταν μια ιδέα μπορούσε να χαλάσει τον κόσμο.

Βρήκε ένα μεγάλο κτίριο και μπήκε μέσα,  στην αρχή δεν ήξερε που βρισκόταν, σε κάθε δρόμο  υπήρχαν τόσα αξιοθέατα που έχανες την  μπάλα, απλά  μπήκε  μέσα στο πρώτο κτίσμα που βρήκε μπροστά του, εκεί πέρα  για κάποιο  λόγο η θερμοκρασία  ήταν πολύ ευχάριστη, μάλλον εξαιτίας των τεράστιων  συσκευών  κλιματισμού που χρησιμοποιούσε.   Έκατσε σ’ ένα παγκάκι ξύλινο προσπαθώντας να χαλαρώσει και τότε μόνο  κατάλαβε ότι βρισκόταν σε  εκκλησία, γύρω  μερικοί τουρίστες  κοίταζαν το θόλο ψηλά όπου  υπήρχαν  ένα σωρό ζωγραφιές με έντονα χρώματα,  κόκκινα, κίτρινα,  γαλάζια,  ασυνήθιστες εντελώς, έμοιαζαν μ’ αυτές που υπάρχουν στα μουσεία,  πολύ περίτεχνες. Στη μέση του ναού ήταν  ένα άγαλμα  μαρμάρινο, γυαλιστερό,  και πιο μπροστά  ένας καθρέφτης γερμένος όπου  όλοι έσκυβαν  να δουν τον αντικατοπτρισμό από τις ζωγραφιές του θόλου,  ήταν ένα θέαμα πολύ εντυπωσιακό  εκεί μπορούσες να δεις   όλες τις  λεπτομέρειες, τα χρώματα, τα ρούχα, τα πρόσωπα, επιτέλους  χαλάρωσε κι αποφάσισε να μείνει λίγο ακόμα, έπειτα θα έβγαινε  στο  σημείο που είχαν συμφωνήσει να βρεθούν με τους άλλους .

Γυρνώντας το βλέμμα  είδε το μεγάλο, ξύλινο κουτί όπου εξομολογούσαν  και το μέρος όπου στέκονταν ο χορός για  να πει τους ύμνους, εκεί πρέπει να βρισκόταν και το εκκλησιαστικό όργανο.  Μια εικόνα στον τοίχο του  άρεσε,  έδειχνε τον Άγιο Χριστόφορο να κρατά στον ώμο του το μικρό Χριστό, έμοιαζε με τις ελληνικές,  και μια άλλη ήταν ωραία με μια επιγραφή ελληνική,  μπορούσες να διαβάσεις   «… ο ακολουθών εμοί ου μη περιπατήσει εν τη σκοτία…» Σίγουρα είχε πέσει πολύ χρήμα εκεί πέρα,  μη ξεχνάς ότι τότε οι πάπες εξουσίαζαν όλη την Ευρώπη,  όλο τον κόσμο,  ήταν πανίσχυροι κι έφτιαχναν τα μέγαρα και τις εκκλησίες τους όλο και μεγαλύτερα,  όλο κι εντυπωσιακότερα,  έλεγχαν όλες τις χώρες προς το σκοτεινό βορρά, μέχρι την Ιρλανδία  αποκομίζοντας κέρδη απ’ όλες τι γωνιές της ηπείρου. Ένα ζευγάρι από νέα παιδιά μπήκε  εκείνη τη στιγμή κι ο άντρας πρώτος  γονάτισε στο μαρμάρινο πάτωμα, τον ακολούθησε και η κοπέλα,  «Τελικά  η εκκλησία ότι και να γίνει σε εξανθρωπίζει,  είναι πολιτισμός» σκέφτηκε βλέποντας τα παιδιά  που προσεύχονταν , «κι εδώ λοιπόν πιστεύουν»  σκέφτηκε μέσα του .   

 Σηκώθηκε κι άρχισε να περιεργάζεται το χώρο, όπως χάζευε τις γωνιές και τα προσκυνήματα είδε μια πόρτα μικρή και δοκίμασε να την ανοίξει,  αν έβρισκε κάπου εκεί πέρα μια βρύση να πλυθεί λίγο και ν’ αλλάξει ένα μπλουζάκι θα ήταν πολύ καλή περίπτωση. Η πορτούλα άνοιξε και βρέθηκε  σ’ ένα διάδρομο με κάτι απλά κάδρα  δεξιά κι αριστερά που απεικόνιζαν αγίους καθολικούς,  το μέρος του φάνηκε πολύ οικείο,  έμοιαζε με προαύλιο μοναστηριού,  επιτέλους έβρισκε κάτι που του θύμιζε τις εκκλησίες στην πατρίδα! Περπάτησε μέχρι το τέλος του διαδρόμου κι εκεί βρήκε μια μικρή κάμαρα με μια  βρύση στο κέντρο της όπου έτρεχε νερό συνέχεια μέσα από το στόμα ενός παιδιού χάλκινου, «επιτέλους  νερό τρεχούμενο!» ψιθύρισε,  βιάστηκε να πλυθεί κα να βγάλει την ιδρωμένη μπλούζα του,  έβρεξε  πολλές φορές το πρόσωπο του να ξελαμπικάρει κι αμέσως ένιωσε που καλύτερα, τι ζέστη είχαν φάει ρε φίλε τόση ώρα τώρα όμως ήταν όλα εντάξει, ετοιμάζονταν να  φύγει αλλά ένιωσε ότι κάποιος άλλος ήταν εκεί μαζί του  κι ανατρίχιασε,  γυρίζοντας αντίκρισε έναν  καλόγερο με καφέ ράσο και χαρακτηριστικά πολύ αδυνατισμένα  σα να ήταν ετοιμοθάνατος.   Τον χαιρέτησε μ ένα νεύμα όμως ο άλλος έμεινε ασάλευτος  στη μέση του στενού διαδρόμου,   «μπορώ να περάσω;» του έδειξε με νοήματα  όμως ο άλλος  σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και δεν κουνιόταν καθόλου,   έκανε ένα βήμα κατά το μέρος του και  δοκίμασε να περάσει δίπλα του όμως ο καλόγερος  τον έσπρωξε με μια δύναμη που δεν  περίμενε από έναν τόσο αδύνατο άνθρωπο,  δοκίμασε ξανά και χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε να παλεύει με κείνον τον τύπο που έδειχνε σα να ήταν φτιαγμένος από πέτρα,   του την έδωσε,  έβαλε και κείνος όλη του τη δύναμη και για μερικά λεπτά ήταν σα να δοκίμαζαν ο ένας την αντοχή του άλλου, ένιωθε ότι σε λίγο θα κατέρρεε κι ήθελε να του  πει «εντάξει φίλε τελείωσε το αστείο»  όμως απότομα  ο καλόγερος υποχώρησε  και μιλώντας με μια φωνή πολύ βαθιά,  του  είπε  κάτι  περίεργο,   «Ημέτερος εί  ή των υπεναντίων; » προσπαθούσε να καταλάβει τι σήμαινε  εκείνη η φράση και που την είχε ακούσει,   «Μα πως μιλάς ελληνικά, ποιος είσαι;»  τον ρώτησε κι έσκυψε να μαζέψει τη τσάντα του που είχε πέσει κάτω όμως με το που σήκωσε το κεφάλι δεν υπήρχε τίποτα εκεί γύρω,  μόνο σιωπή κι ερημιά σα να ησύχασε  ξαφνικά ησύχασε  όλη η πλάση.

Είχε γίνει μούσκεμα κι ανέπνεε λαχανιασμένα  όμως προτού  προλάβει να συνέλθει είδε  να έρχεται προς το μέρος του  ένας άλλος τύπος με άσπρο κολάρο σαν αυτά που έχουν οι καθολικοί ιερείς,  και τον ρώτησε κάτι στα αγγλικά,    «Τι κάνεις εδώ;» - « Ήθελα να πλυθώ λίγο αλλά  ήρθε εκείνος ο καλόγερος και  δε μ’ άφηνε να φύγω - « Ποιος καλόγερος;»  ρώτησε ο άλλος  «Ένας  αδύνατος πολύ με  καφέ ράσο»-  «Μα δεν υπάρχει εδώ καλόγερος» -« Πως γίνεται αφού τον είδα,  ήταν  αδύνατος,  κάπως μελαχρινός αλλά χλωμός πολύ,  ακριβώς σαν εκείνον  εκεί! »  είπε δείχνοντας ένα κάδρο  στον τοίχο «Μα αυτός είναι ο άγιος Ιγνάτιος,  πως γίνεται;» φώναξε ο ιταλός κι άρχισε να σταυροκοπιέται μ’  ολόκληρη την παλάμη ψιθυρίζοντας  κάτι λατινικά ακαταλαβίστικα.

Τότε μόνο κατάλαβε,  ώστε αυτό ήταν λοιπόν,  η εκκλησία ήταν αφιερωμένη  στον Ιγνάτιο Λογιόλα,  τον ιδρυτή του τάγματος των Ιησουιτών,  κάτι είχε διαβάσει γι αυτόν,  ήταν λέει πολεμιστής κι είχε πάρει μέρος σ’ ένα σωρό μάχες και πολέμους   αλλά  μετά τα παράτησε όλα και στράφηκε στη θρησκεία ,  θυμόταν και την εικόνα του που είχε δει σε μια γωνιά,  δίπλα στο εξομολογητήριο,  ζωγραφισμένη και γεμάτη χρώματα,  εξαϋλωμένη. «Ξέρεις…» του είπε ο ιερέας, «…είναι η δεύτερη φορά που εμφανίζεται,  αυτό είναι πολύ περίεργο,  πες μου τι  σου είπε;»   «Κάτι από τη Βίβλο, δεν κατάλαβα,  μάλλον ρωτούσε  ‘’είσαι μαζί μας ή με τους εχθρούς’’, ήταν πολύ  παράξενο ».  

Ο καθολικός συνέχισε να σταυροκοπιέται μ’  ολόκληρη την παλάμη  κι αυτός σκέφτηκε ότι αρκετά είχε δει εκείνη τη μέρα, γυρνώντας στο σημείο από όπου είχε μπει είδε τ’  άλλα παιδιά που γελούσαν χαρούμενα «Που είσαι  ρε μεγάλε;» του φώναξαν  έτοιμοι να τον κοροϊδέψουν γιατί  δεν είχε έρθει μαζί τους όμως  τον είδαν  πολύ ήρεμο και του είπαν  «Καλά εσύ μονάχα στην εκκλησία θα έβρισκες το στοιχείο  σου!»

Του έδειχναν τις φωτογραφίες όπου φαίνονταν όλοι   αναψοκοκκινισμένοι ,  είχαν φάει βέβαια παγωτό που έλεγαν ότι ήταν υπέροχο κι είχαν πίσω τους,  καθώς χαμογελούσαν,   τα σιντριβάνια με τα νερά, ζήλευε λίγο ήταν η αλήθεια κι οι άλλοι δεν είχαν πρόβλημα,  τον είχαν συνηθίσει.  Έπαιρναν  πια το δρόμο  για να γυρίσουν στο αμάξι τους περνώντας μέσα από κάτι στενά παλιά με μαγαζιά στις γωνίες όπου πουλούσαν αμφορείς και χρυσαφικά.  Σταμάτησαν μια στιγμή σ’ ένα παρεκκλήσι να βγάλουν μια ακόμα φωτογραφία κι αυτή τη φορά πόζαρε κι αυτός μαζί τους,  ξαφνικά τον έπιασε μια δίψα σα να καιγόταν,   «Να εκεί πίσω  τρέχει νερό!» του φώναξε ένα κορίτσι  από την παρέα και τράβηξε κατά κει που είχε δει νωρίτερα τα παιδιά  να βρέχουν τα κεφάλια τους. Το νερό ήταν  πολύ κρύο, παγωμένο, ότι ακριβώς χρειαζόταν,  ήπιε αχόρταγα σα να μην είχε ξαναπιεί στη ζωή του κι όταν σήκωσε το κεφάλι πάνω του στεκόταν εκείνος ο καταραμένος καλόγερος  ο Ιησουίτης,  « Λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου..,» του είπε με κείνη τη φωνή που ήταν σα να έβγαινε από τον τάφο,  «Ο γαρ τόπος ώ συ έστηκας επ’ αυτού άγιος εστί !»        

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...