Κυριακή 20 Αυγούστου 2017

MAGNIFICUS DIPHYLLODES

I ‘ve always been a gambling man
I ‘ve rolled them bones with either hand
Seven is the promised land
Early in the morning

 Townes Van Zandt ‘’One dollar blues’’

Τελικά ήταν πιο σκοτεινός απ’  ότι φανταζόμουνα,  ο Χ που ήταν πιο παλιός εκεί πέρα και  τον είχε καταλάβει  από την αρχή με είχε προειδοποιήσει  να τον προσέχω.Ήταν μούτρο κανονικό, χρόνια  στη πιάτσα, φύση τυχοδιωκτική,  δεν ήταν  πολύ μεγάλος όμως  το πεζοδρόμιο  τον γερνούσε γρήγορα. Στα νιάτα του είχε κάνει πάλη και βάρη κι όπως ήταν  ογκώδης κι  αγριωπός στην όψη  με τα σμιχτά του φρύδια δε φοβόταν κανέναν. Ήξερε όλα τα στέκια, όλες τις φάτσες,  όλα τα καφέ, τα γυράδικα, τα μαγαζιά  και κυρίως τα προποτζίδικα  όπου  πρότεινε δεξιά κι αριστερά που να ποντάρουν.  Ασχολούνταν  με όλα,  ποδόσφαιρο, κίνο, τζόκερ, στοίχημα,  λαχεία, φρουτάκια  και βέβαια ιππόδρομο,  το μυαλό του δούλευε γρήγορα, ήταν πολύστροφο, μπορούσε να κάνει  υπολογισμούς ταυτόχρονα και είχε μια  μνήμη φοβερή,  δε ξεχνούσε τίποτα,  ιδίως νούμερα, ο εγκέφαλος του τα επεξεργάζονταν με ταχύτητα δαιμονική   όμως κάτι συνέβαινε κάθε φορά,  οι πιθανότητες  έμοιαζαν  άπειρες, όσες κι αν λάβεις υπ’ όψιν αυτά τα παιχνίδια είναι έτσι φτιαγμένα που  χιλιάδες θα σου ξεφύγουν, πρέπει να είσαι συγκρατημένος,  δε μπορείς να τα βγάλεις  πέρα με τη λογική των αριθμών.

Ακούγονταν   διάφορα γι’ αυτόν, έλεγαν ότι   κάποτε είχε μια επιχείρηση,  φαρμακαποθήκη ή κάτι τέτοιο, έβγαζε καλά λεφτά  αλλά  του τα έφαγε όλα ο συνέταιρος του  που έφυγε  στη Βραζιλία κι άκου  να δεις τώρα  πως είχε γίνει το σκηνικό:

Είχαν πάει στην Αμερική οι δύο τους ν’ αγοράσουν κάτι φάρμακα πολύ σπάνια  που δε μπορούσες να τα βρεις πουθενά τότε, έδειχνε  πολύ καλή μπίζνα, θα τα κονομούσαν, μαζί τους κουβαλούσαν μια μικρή τσάντα γεμάτη λεφτά γιατί  τα χάπια κόστιζαν ένα σκασμό χρήματα.  Όλα πήγαιναν   καλά όμως κάποια στιγμή το πράγμα κάπου σκάλωσε,  οι Αμερικάνοι φοβήθηκαν, κλώτσησαν,  η δουλειά χάλασε όμως τώρα δε μπορούσαν να βγάλουν τα λεφτά από  κει γιατί η υπόθεση είχε μαθευτεί. Έψαξαν δεξιά –αριστερά, πήραν τηλέφωνα,  ρώτησαν, έψαξαν  και στο τέλος  κανόνισαν μια πτήση μέσω Λατινικής Αμερικής, ήταν η μόνη διέξοδος που βρήκανε. Εκεί κάτω όμως   τους την είχαν στημένη,  τους περίμεναν, είχε γίνει καρφωτή,  κινδύνευαν να φάνε πολλά χρόνια φυλακή με τη μυστήρια νομοθεσία που επικρατούσε εκεί πέρα κι άμα μπαίνανε μέσα  άντε να βγουν ζωντανοί. Στο αεροδρόμιο ο χοντρός έχασε πέντε κιλά από την αγωνία και τον ιδρώτα που έσταζε, ένα κάθαρμα -  τελωνειακός τον είχε βάλει στο μάτι και τον είχε στριμώξει άγρια σε μια καμαρούλα βρωμερή για ώρες κοίταζε  φωτογραφίες καταζητούμενων στους τοίχους, η χώρα εκείνη η μακρινή φάνταζε στα μάτια του σαν ένα κλουβί τεράστιο, όλα φαινόταν απόκοσμα,  η γλώσσα,  τα πρόσωπα,  οι λέξεις στις επιγραφές,  ο τρόπος που οδηγούσαν στο δρόμο,    ήταν  τόσο απελπισμένος εκείνη τη στιγμή που προτιμούσε να πεθάνει. Τους είχαν αφήσει τελικά  αλλά ήταν εγκλωβισμένοι εκεί  μακριά,  στου διαβόλου τη μάνα, δε μπορούσαν να βγάλουν τη βαλίτσα,  τελικά αποφάσισαν ο τζογαδόρος  να ταξιδέψει  μόνος  του  αφήνοντας τον άλλον με τα λεφτά  που θα έψαχνε τρόπο να βγει  αργότερα από τη χώρα…

Όταν ήρθε και μου ζήτησε πάλι δανεικά  σκεφτόμουν ‘’Μεγάλε από μένα δε παίρνεις τίποτα!’’ Μήνες είχα να τον δω,  από τότε που μου είχε τσιμπήσει κάτι ψιλά,  έτσι έκανε συνήθως, σου έπαιρνε τα λεφτά, εξαφανίζονταν  κι ούτε ήξερε κανείς τι γινόταν και τι έκανε, μάλλον κλείνονταν σε κάνα σκοτεινό μπουντρούμι να τα παίξει , να ξεχαρμανιάσει .  Ύστερα  τον πετύχαινες  μπροστά σου να  ζητά δανεικά με απόλυτη φυσικότητα σα να τον  χρωστούσες εσύ  από καιρό κι έπρεπε οπωσδήποτε να του τα δώσεις,  καλά είχε πολύ θράσος!  Εκείνη τη μέρα  στεκόμουν   σε μια στάση  περιμένοντας το αστικό και παρατηρούσα τις γυναίκες,   μου έκανε εντύπωση που κάποιες όταν μαύριζαν κι άλλαζε το χρώμα του δέρματος τους έδειχναν  πιο φρέσκιες,  τους πήγαινε πολύ εκείνο  το σκούρο,  ξανάνιωναν, ομόρφαιναν.  Άλλες πάλι για κάποιο λόγο σα να μάζευαν,  σα να έσπαγαν κάπως,  κάτι συνέβαινε, μπορεί να ήταν  ο χαρακτήρας,  η ψυχολογία τους που έβγαινε στην επιφάνεια  τώρα το καλοκαίρι, δε ξέρω,   πάντως κάτι δε πήγαινε  καλά μ’  αυτές.  Το λεωφορείο αργούσε,   τα δρομολόγια είχαν αραιώσει πολύ κι  αφού δεν περνούσαν πια γυναίκες μαυρισμένες   χάζευα   έναν μεγαλώσομο    τύπο με φόρμες  κοντές,  εφαρμοστές, που κουβαλούσε  σωλήνες   χάλκινους από ένα κλειστό πολυκατάστημα, κοιτούσε γύρω σα να τους έκλεβε αλλά κανένας δεν του έλεγε τίποτα οπότε συνέχιζε τη δουλειά του , τελικά φόρτωσε τα  κομμάτια στο αμάξι του κι όταν πήγε να φύγει τότε μόνο τον αναγνώρισα,  ήταν ο τζογαδόρος  ….

Φορούσε  τρία δαχτυλίδια στο κάθε χέρι κι έδειχνε ταλαιπωρημένος,  κοιμόταν άλλοτε  στο δρόμο κι άλλοτε σ’  ένα υπόστεγο  αφού πρώτα  είχε φορτωθεί  στους πάντες  . Το χειμώνα με τις παγωνιές ήταν το ζόρικο αλλά έτσι χοντρούλης όπως ήταν άντεχε,  το καλοκαίρι  έτρωγε πολύ ζέστη όμως  έξω στην ανοιχτωσιά μια χαρά  την έβγαζε φίλε μου,  στα παγκάκια είχε αέρα από παντού,  φυσικός κλιματισμός,  βέβαια η μέση του πιανόταν λίγο αλλά τι να γίνει,   δε μπορείς να τάχεις όλα !

Μου φάνηκε πολύ αστείος  έτσι  ντυμένος μ’  εκείνες τις φόρμες, έμοιαζε καταπληκτικά με   αρσιβαρίστα απ’  το Αζερμπαϊτζάν. Όπως μιλούσαμε εκεί  στο κέντρο κάτω από κάτι καμάρες ένα κοπάδι περιστέρια καταραμένα προσγειώνονταν στα πόδια μας όλη την ώρα κι έτρεχαν να βρέξουν τα κεφάλια τους στο νερό που έβγαινε από τη ρωγμή ενός  τοίχου. Είχε αρχίσει να μεσημεριάζει κι ο ήλιος έκαιγε διαβολεμένα, το καλοκαίρι δεν έλεγε να βγει,  κι αυτό το φετινό ήταν  αγχωτικό,  ζόρικο, ατελείωτο.

‘’Τι έγινε  ρε Γ, τι κάνεις ; ‘’   ρώτησε ένας τύπος με φάτσα γεωργιανού,  που περνούσε  εκείνη τη στιγμή και στάθηκε  να δει τον παίχτη,  ‘’ Ήμουν Ρωσία…’’του είπε  ‘’…έπαιζα τρεις μέρες  συνέχεια όμως  δε κέρδισα τίποτα, τώρα θα πάω Σαουδική Αραβία να δω τι γίνεται εκεί κάτω,  εσύ παίζεις καθόλου ;’’  – ‘Τάχω κόψει αυτά,  δε ξαναασχολούμαι!’’ απάντησε ο δικός μου.   

Δε με έπειθε βέβαια,  άμα σου κολλήσει αυτό το μικρόβιο πολύ δύσκολα το βγάζεις από μέσα σου.   Είχα γνωρίσει κι άλλους που έπαιζαν αλλά δε μου είχε ξανατύχει ποτέ τέτοια περίπτωση.  Όλη την ώρα  μου γινόταν τσιμπούρι και μου ζητούσε λεφτά,   κλαίγονταν  ότι δεν είχε να φάει,  ότι κοιμόταν στο δρόμο, ότι  χρειαζόταν χρήματα για να πληρώσει κάτι χρέη επείγοντα,  σου αράδιαζε εκεί πέρα ένα  κάρο ψέματα   και δικαιολογίες που σε τρέλαιναν και είχε μια τέτοια επιμονή που ήταν πολύ δύσκολο ν’ αντισταθείς και να μη τον λυπηθείς  ‘’Θα σου τα δώσω αύριο κιόλας,  μπορεί και σήμερα!’’  σε διαβεβαίωνε κι άμα  έβαζε τα λεφτουδάκια στη τσέπη άντε γεια!  Αυτή τη  φορά όμως  ήμουν αποφασισμένος να μη του δώσω δεκάρα τσακιστή κι ας χτυπιόταν όσο ήθελε,  είχε αρχίσει τα ίδια,  ότι δε θα μου ξαναμιλούσε,  ότι  αυτός που τον φιλοξενούσε του είχε πει να φύγει,  ότι έπαιρνε κάτι  φάρμακα πολύ δυνατά και  χρειαζόταν να τρώει κανονικό φαΐ. Αλλά τον είχα μάθει  ρε φίλε,  δε θα την ξαναπατούσα κι αντί να τον λυπηθώ μ’ έπιασαν  κάτι  γέλια αυθόρμητα που τρανταζόμουν ολόκληρος, δε κρατιόμουν, πραγματικά ήταν μεγάλος ηθοποιός, καθόταν εκεί πέρα με τις φορμίτσες του αρσιβαρίστα   κι έπαιζε το κομμάτι του που θα το είχε τελειοποιήσει άπειρες φορές τρώγοντας ποιος ξέρει πόσα λεφτά από δω κι από κει .

Δεν υπήρχε περίπτωση να σηκώσει  ξανά κεφάλι  από τότε που είχε αφήσει το συνεταίρο με τα λεφτά  στην Αμερική.  Αποδείχτηκε ότι  ο άλλος ήταν πιο πονηρός,  τα είχε κανονίσει όλα από πριν  και  σίγουρα εκείνος  είχε καρφώσει τη δουλειά για να κρατήσει τελικά όλο το χρήμα. Στην υπόθεση είχε ανακατευτεί και  μια βραζιλιάνα χορεύτρια πολύ όμορφη, κουκλάρα φοβερή,  επικίνδυνη  κατά πως λέγανε, την ήξεραν και οι δυο από πριν, γλεντούσαν μαζί της σε κάτι ξενυχταδικα,  είχαν γνωριστεί κι έκαναν  πολύ παρέα. Πολλές φορές τη βρίσκανε στο διαμέρισμα της όπου τους έφτιαχνε κάτι φαγητά εξωτικά,  καυτερά. Αφού τρώγανε  καθόντουσαν να ακούσουν  τα παραδείσια πουλιά που είχε μαζέψει, μερικά τραγουδούσαν ωραία κι  άλλα απλά στρίγγλιζαν όλα όμως ήταν υπέροχα,  με φτερώματα   γυαλιστερά γεμάτα από συνδυασμούς χρωμάτων απίθανους…

Με κείνη τη βραζιλιάνα τη γόησσα  το είχε σκάσει ο συνεταίρος, πήραν το παραδάκι  και διασκέδαζαν στα μπαράκια του Ρίο χορεύοντας μπόσα -νόβα και κάνοντας ταξιδάκια στη ζούγκλα του Αμαζονίου.  Ο χοντρός  τον περίμενε για καιρό χωρίς να έχει ιδέα για το τι γινότανε, δε μπορούσε να το φανταστεί ότι ο άλλος που τον ήξερε από μικρό παιδί  τον είχε κλέψει έτσι στην  ψύχρα, τέτοιος υποκριτής δε πρέπει να υπήρχε σ’ όλη την οικουμένη! Δε μπορούσε να το πιστέψει αλλά καθώς αργούσε  να φανεί ψυλλιάστηκε ότι κάτι συνέβαινε, τον έψαξε, πήρε τηλέφωνα,  ρώτησε την πρεσβεία,  τα προξενεία  αλλά ήταν αργά πια.  Είχε σκάσει απ’  το κακό του,  έφαγε τα λυσακά του να τον ανακαλύψει, ρώτησε παντού,  έψαξε χιλιάδες διευθύνσεις,  δεν έβρισκε τίποτα,  τελικά   ανακάλυψε τη βραζιλιάνα σ’  ένα προφίλ με το όνομα ενός πουλιού παραδείσιου,  του Diphyllodes magnificus,  καλά η τύπισσα είχε ψώνιο με τα αλλόκοτα πτηνά, έπρεπε  να το είχε καταλάβει. Σε μια φωτογραφία  είδε  τη φάτσα του συνεταίρου του  με τη βραζιλιάνα να πίνουν κοκτέιλ  σε κάποια  παραλία  του ωκεανού, του είχε  στείλει τότε ένα μυνηματάκι :’’Άμα έρθω και σε βρω εκεί πέρα θα σε σκοτώσω! ‘’

Από τότε δε σήκωσε ξανά κεφάλι, δε μπόρεσε να το ξεπεράσει, βέβαια όλοι οι τζογαδόροι κάπως έτσι τη πατάνε και είναι τόσο σίγουροι  για τον εαυτό τους που  δε μπορούν να  παραδεχτούν ότι τους κορόιδεψαν. Δεν θα του δάνειζα ότι και να έκανε,  κι εγώ άλλωστε δεν ήμουν σε καμιά καλή φάση,  το καλοκαίρι πάντα το φοβάμαι,  δε ξέρεις τι γίνεται,  τι μπορεί να προκύψει.

Δεν θα του έδινα τίποτα όμως όπως όφειλε έκανε μια τελευταία προσπάθεια,   το πάλεψε,  τα έδωσε όλα, επέμεινε, σχεδόν έκλαψε, έπεσε στα γόνατα,   ήμουν έτοιμος να λυγίσω , με είχε τουμπάρει, στο κάτω - κάτω δεν άξιζε  όλη η φασαρία,   ας τάπαιρνε, ας τάτρωγε κι ας πήγαινε στον αγύριστο,  χαλάλι του,  τελικά όμως  αποφάσισα να μη του δώσω ,  είχα λίγες τύψεις που τον άφηνα έτσι  αλλά μου έφυγαν γρήγορα.

Δεν τον ξανάδα, άκουσα αργότερα ότι  πήγε  στη Βραζιλία και βρήκε τον συνεταίρο του ο οποίος δε περνούσε καλά,  η χορεύτρια του είχε φάει όλα τα λεφτά  και τον είχε παρατήσει.  Με το που πήγε ο δικός μου εκεί πέρα του την έπεσε και τον έριξε και το χοντρό,  έμενε μαζί της κι όπως ήταν θηρίο τον είχε για μπράβο επειδή εκεί κάτω είναι λέει όλοι πολύ βίαιοι,  κυκλοφορούσαν μαζί  κι όλοι στεκόντουσαν σούζα μπροστά του.  Θα πρέπει τελικά να του άρεσε  η ζωή  εκεί πέρα,  ταίριαζε με τη τυχοδιωκτική του φυσιογνωμία,  εκείνη η μάγισσα τον είχε κάνει να ξεχάσει την πρώτη του αποστροφή για την Λατινική Αμερική. Είχε προσαρμοστεί και περνούσε καλά με τη βραζιλιάνα μάγισσα,   ο Χ που είχε επαφή  μαζί του ακόμα μου είχε δείξει και φωτογραφίες της, ήταν μελαχρινή με ωραία επιδερμίδα,  χυμώδες σώμα και  κάτι μάτια πολύ μυστήρια, ήταν πολύ όμορφη πραγματικά και ντυνόταν με κάτι ρούχα φανταχτερά,  σαν πουλί του παραδείσου έμοιαζε… 

Πέμπτη 3 Αυγούστου 2017

ΑΠΟ ΣΥΜΠΤΩΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΔΑΙΜΟΝΙΟΥ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΥ

Από το μπαλκόνι που έσκυψε είδε μια σκηνή παράξενη, ένα κοπάδι σκύλων είχε μαζευτεί μέσα στο σκοτάδι γύρω από ένα αμάξι  σα να είχε ανακαλύψει κάτι περίεργο πάνω του, πρέπει να ήταν καμιά  δεκαριά μικρόσωμοι δαίμονες που  βρίσκονταν εκεί από ώρα γιατί είχαν  ξηλώσει με τα δόντια τους  τον προφυλακτήρα κι  είχαν αρχίσει  να τραβούν κι άλλα κομμάτια που μπορούσαν να  αποσπάσουν  σα να ήθελαν να το διαλύσουν . Τι στο διάβολο τα είχε ο πιάσει  τα καταραμένα σκυλιά, από πού είχαν έρθει,  έβαλε τις φωνές, τους πέταξε κάτι μανταλάκια που βρήκε μπροστά του, δεν έλεγαν να φύγουν σα να ήθελαν ν’  αποτελειώσουν οπωσδήποτε  το έργο τους,  τελικά πήρε το λάστιχο και τα κατάβρεξε τόσο πολύ που εξαφανίστηκαν μέσα στα σκοτεινά στενά όλα  τα τετράποδα του σατανά...

Δεν είχε δει άλλη φορά και τέτοιο, θα πρέπει   με κάποιο τρόπο να είχαν φτιάξει κοπάδι και περιφέρονταν τα διαβολεμένα καταστρέφοντας ότι έβρισκαν, ήταν μια σκηνή που  τη σκέφτονταν πολλές μέρες   όπως έκανε τα μπάνια του  σ’  εκείνη τη  πόλη με τα ιαματικά λουτρά όπου περνούσε το καλοκαίρι του.  Η υδροθεραπεία  εκεί πέρα τον αναζωογονούσε όσο τίποτα άλλο, του άρεσαν  τα περίεργα νερά που έβγαιναν μέσα στη θάλασσα και δημιουργούσαν μια παράξενη αίσθηση στο σώμα όταν ερχόταν σ’ επαφή μαζί του. Εκείνη τη λουτρόπολη λέει την είχε φτιάξει η Αθηνά για να ξεκουράζεται ο Ηρακλής κάθε φορά που τελείωνε τους τρομερούς του άθλους για χάρη του άλλου του άχρηστου του Ευρυσθέα. Εδώ  ερχόταν να στανιάρει λίγο ο ήρωας γιατί ποιος ξέρει τι θα σκεφτόταν πάλι ο άλλος ο διεστραμμένος για να τον ταλαιπωρήσει στέλνοντας τον να παλέψει με σκυλιά τετρακέφαλα στην είσοδο του Άδη και άλογα ανθρωποφάγα στα πέρατα της γης. Σ’ αυτή τη λουτρόπολη πήγαινε κάθε χρόνο κι αυτός ν’ αλλάξει παραστάσεις και να φρεσκάρει το σώμα του,  τα υπόγεια νερά  που έβγαιναν από τα βάθη της γης  στην πορεία για την επιφάνεια περνούσαν μέσα από πετρώματα  κι  εμπλουτίζονταν  με στοιχεία μεταλλικά θειούχα και αλκαλικά  που κάνουν καλό στο δέρμα και στο σώμα ολόκληρο.

Τα λουτρά τα είχε μάθει απ’ τον πατέρα του, εκείνος τους έφερνε από τότε που ήταν παιδί κάθε καλοκαίρι και περνούσαν πολύ ωραία, μια χρονιά είχε γίνει κι ένας σεισμός γιατί φαντάσου ότι κάτω απ’ τη γη τι υπήρχε, καυτά πετρώματα, λάβα, πλάκες τεκτονικές που πηγαινοέρχονταν όλη την ώρα όλα αυτά έκαναν το υπέδαφος όχι πολύ σταθερό. Μια εικόνα από κείνο το ταρακούνημα του είχε μείνει, όπως έφευγαν έξω από τον οικισμό με το αμάξι  ένα τρομερό σύννεφο σκόνης υψώνονταν και σκέπαζε όλη την περιοχή καθώς η γη τραντάζονταν κι όλοι έτρεχαν στα ανοιχτά μέρη να μη πλακωθούν από τα μπετά, από το παράθυρο είχε δει  έναν τύπο γυμνό εντελώς  κι έναν  άλλο με  κοστούμι να τρέχουν μαζί, του έχε κάνει μεγάλη εντύπωση αυτή η αντίθεση…

Είχε τώρα  καμιά βδομάδα που έμενε  εκεί παρακολουθώντας το καλοκαίρι να προχωρά καλπάζοντας ασυγκράτητο προς το τέρμα του. Οι  επισκέπτες οι πιο γέροι  αν και δεν έκαναν τίποτα όλη μέρα ήταν μες τα νεύρα. Στις ταβέρνες το μεσημέρι  όλα τους φταίγανε κι  αν καθυστερούσαν να εξυπηρετηθούν έστω και για λίγο- οι γυναίκες ιδιαίτερα- γκρίνιαζαν με το παραμικρό. Οι χειρότερες ήταν κάτι  ρωσοπόντιες ασυνήθιστες στη ζέστη καθώς είχαν έρθει από τις  χώρες του βορρά  κι άμα άνοιγαν το στόμα τους χαλούσαν το κόσμο, βρίζανε όποιον νάναι,   αλίμονο αν βρισκόσουν μπροστά τους, θα σε στόλιζαν κανονικά. Όπως ήταν πάντα οξύθυμος τις έπαιρνε πολλές φορές παραμάζωμα κι αυτές τον κοίταζαν με τα μάτια ορθάνοιχτα, το χειρότερο πάντως ήτανε όταν αρπάζονταν με κάτι παππούδες  για τα αθλητικά, άμα άνοιγε καμιά συζήτηση για το ποδόσφαιρο ξέφευγε εντελώς, δε μπορούσες να τον μαζέψεις, σκοτώνονταν κάθε φορά για χαζομάρες όμως γρήγορα τα ξεχνούσε όλα κι άρχιζε ξανά  τα μπάνια και τις βόλτες του...

Πολύ του άρεσε εκείνο το μέρος, όλο το χρόνο περίμενε πότε θα ερχόταν ξανά να περάσει ολόκληρο τον Αύγουστο. Την αυγή που ξυπνούσε οι ψαράδες γέμιζαν με πάγο τους πάγκους τους, οι κηπουροί πότιζαν τα λουλούδια,  στα παρτέρια δεκαοχτούρες προσπαθούσαν να δροσιστούν από μια βρύση χαλασμένη που έσταζε. Κοντά στο σπίτι που έμενε υπήρχε ένας συνοικισμό γύφτων  που ήταν όμως πολύ καθαροί,  κάθε φορά που τους έβλεπε σκούπιζαν κι έπλεναν το δρόμο μπροστά από τα σπίτια τους και το βράδυ οι γυναίκες  με τις φουστανάρες τους καθόταν στο σοκάκι τρώγοντας σπόρια και μιλούσαν μέχρι αργά τη νύχτα. Τα απογεύματα έβγαινε πάλι  καμιά βόλτα διασχίζοντας κάτι ερείπια ρωμαϊκά,  χτισμένα από τους αρχαίους που ερχόταν εκεί να καλοπεράσουν,   κείνη την ώρα  μια ερημιά επικρατούσε γύρω  σα να επρόκειτο να συμβεί κάτι κακό.  Στα στενά κοντά σ’ ένα  παλιό κάστρo συκιές είχαν φυτρώσει παντού, ροδιές τυλιγμένες από κισσούς, σκύλοι ούρλιαζαν μόλις αντιλαμβάνονταν κάποιον κοντά στις αυλές,  γάτες βολτάριζαν  νωχελικά ανάμεσα στα νυχτολούλουδα κι άλλες θολωμένες απ’ τη ζέστη κοιμόντουσαν κάτω από αυτοκίνητα, γυναίκες έβρεχαν  το τσιμέντο να δροσίσει λιγάκι. Σε κάποιο σημείο υπήρχε ένα ρήγμα στα τείχη απ’ όπου έβγαινες μπροστά σ’ ένα βενζινάδικο σφραγισμένο εκεί είχε  δει μια φορά κάποιο ζευγαράκι ξέμπαρκο  να φιλιέται σε μια γωνιά. Όταν είχε όρεξη έπαιρνε το αυτοκίνητο και πήγαινε  σ’ ένα χωριό μερικά χιλιόμετρα πιο πέρα   κοντά  σ’ ένα ακρωτήρι όπου  λέγανε ότι κάποτε οι ψαράδες  είχανε βγάλει από τον πάτο της θάλασσας  ένα άλογο χάλκινο με τον αναβάτη του...

Πιο συχνά όμως πήγαινε  σ’ ένα μοναστήρι που είχε το λείψανο κάποιου αγίου, έναν  κιτρινωπό σκελετό με κάτι δάχτυλα μακριά, καθόταν εκεί κι άκουγε τους καλόγερους  να διαβάζουν ευχές στη σκοτεινή εκκλησία αυτό τον ηρεμούσε πολύ. Ένα απόγευμα άκουσε κάποιον μοναχό   να ψέλνει κάτι για το δαίμονα του μεσημεριού η φράση έμεινε στο μυαλό του, τι στο καλό ήταν  αυτό το πράγμα.  Όταν σχόλασε  ο εσπερινός  πλησίασε τον καλόγερο και τον ρώτησε γι αυτό τον παράξενο δαίμονα κι ο γέροντας  του εξήγησε ότι τα δαιμόνια υπάρχουν παντού και δε σ’  αφήνουν να ησυχάσεις,  μπορούν να βγουν τη νύχτα στα σκοτεινά και να σε κυριέψουν,  ή ακόμα και  το καταμεσήμερο όταν ο ήλιος καίει όσο δε γίνεται κι επικρατεί εκείνη η τρομακτική ησυχία που μπορεί να σε τρελάνει.  

‘’Ώστε αυτός ήταν λοιπόν ο δαίμονας  που έμπαινε σ’  εκείνες  τις ρωσοπόντιες!’’  σκεφτόταν την άλλη  μέρα όπως επέστρεφε στο δωμάτιο του  ιδρωμένος απ’ το περπάτημα.  Αυτός ήταν ο λόγος που τις έπιανε εκείνες   τις γυναίκες  μια μανία ανεξήγητη κι ήθελαν να σε φάνε ζωντανό! Αυτή η εξήγηση του φάνηκε πολύ ταιριαστή και σταμάτησε σ’ ένα καφενείο να πιει κάτι δροσιστικό και ν τη δουλέψει λίγο στο μυαλό του. Μια παρέα φωνακλάδων  έπινε ούζα εκεί πέρα βρίζοντας  τους παπάδες γιατί είχαν χτίσει την εκκλησία τους  στο ψηλότερο σημείο του λόφου που δέσποζε στη λουτρόπολη κι είχαν κλείσει  τη θέα σ’ ένα σωρό διαμερίσματα.  Σηκώθηκε να φύγει όμως μέχρι να πιει τη λεμονάδα του  άκουσε κάποιον-  σίγουρα μεθυσμένο – να μιλά  για  τους γύφτους που κατοικούσαν στις παρυφές της λουτρόπολης, με κάποιο τρόπο έπρεπε να τους διώξουν,  λέγανε ότι γίνονταν  ύποπτα πράγματα στη γειτονιά τους, ότι διακινούσαν λαθραία κι άλλα πράγματα πιο ύποπτα,  δε μπορούσε να  περάσεις από κει ιδίως τη νύχτα  γιατί τα σκυλιά τους ορμούσαν να σε ξεσκίσουν.  

Δε μπορούσε να  καταλάβει τη μανία τους για τους τσιγγάνους, αυτουνού του φαίνονταν  εντάξει,  κρατούσαν  καθαρό το χώρο τους,  χαμογελούσαν όποτε τους χαιρετούσε και τα μικρά τους φαινόταν ευχάριστα. ‘’Να σου πω… ‘’’ σκεφτόταν το βράδυ καπνίζοντας στο μπαλκόνι του, ‘’...αυτοί οι άγριοι που βρίζουν τους  ιερείς  είναι πολύ χειρότεροι,  μα τι βάρβαροι ρε φίλε,  τι απολίτιστοι!’’  Οι κάτοικοι της λουτρόπολης  του φαίνονταν ανοιχτόμυαλοι πάντοτε  αλλά τα τελευταία χρόνια κάτι είχαν πάθει κι όλους τους επισκέπτες τους έβλεπαν καχύποπτα, το είχε σκεφτεί πολλές φορές αυτό. Σίγουρα φταίγανε οι κάθε λογής ξένοι Πακιστανοί,  Ινδοί,  Κινέζοι, μαύροι  που είχαν πλημμυρίσει τον τόπο ερχόμενοι από  όλες τις εσχατιές της γης και τους έβλεπες όπου και να πήγαινες,  κάτι έπρεπε να γίνει με δαύτους, κάπως έπρεπε να μαζευτούν,  όμως ποιος νοιάζονταν για όλα τούτα ποιος έιχε όρεξη να βάλει μια τάξη...

Όλα αυτά όμως ήταν πολύ κουραστικά και να τα σκέφτεσαι κι αυτός  όλη μέρα είχε κολυμπήσει,  μετά έχει βγει για πεζοπορία περίπου τρεις ώρες, το είχε παρακάνει,  έναν καλό ύπνο χρειαζόταν.  Τράβηξε  μια τελευταία τζούρα απ’  το τσιγάρο του  κι ετοιμάστηκε να πάει στο κρεβάτι του όμως όταν έριξε μια ματιά από το μπαλκόνι  σ’  εκείνο το στενό που είχε δει τα σκυλιά να τραβούν τις λαμαρίνες του αυτοκινήτου είδε μια  σκηνή πιο παράξενη.

Δυο παιδιά  βγήκαν από το πουθενά  κι άρχισαν να περπατούν προς το μέρος του,  στο  φως της λάμπας μπορούσε να  διακρίνει τα προσωπάκια τους,  ήταν  ένα αγοράκι με μαλλιά ξανθά που δεν έμοιαζε  καθόλου για γυφτάκι, κι ένα κοριτσάκι, τι στο καλό γύρευαν εκεί πέρα τέτοια ώρα, ήταν περασμένα μεσάνυχτα. Τα μικρά πήγαν να στρίψουν σε μια γωνία όταν πίσω τους εμφανίστηκε εκείνο το άτιμο το κοπάδι  σκύλων, πρώτα βγήκαν δυο μικρόσωμα και μετά κάτι άλλα πιο εύσωμα, το κοριτσάκι έτρεξε γρήγορα και χάθηκε πίσω από μια μονοκατοικία,  το αγοράκι έμεινε εκεί σαστισμένο. Τα ζώα είχαν  αντιληφθεί την υπεροχή τους και γυρόφερναν το παιδί για να το  περικυκλώσουν όμως αυτό τα έδιωχνε κλοτσώντας προς όλες τις κατευθύνσεις , έμοιαζε να μη τα φοβάται καθόλου πράγμα περίεργο . Αυτός ήθελε να φωνάξει για να τα διώξει τα καταραμένα τα σκυλιά,  ήταν βέβαια η ώρα περασμένη κι οι πιο πολλοί κοιμόντουσαν όμως αν ήταν να πάθουν  κάτι το παιδί  θα έβαζε τις φωνές κι ας ξυπνούσε το σύμπαν ! Το θέαμα τον είχε κάνει να σαστίσει λίγο όμως  συνήλθε γρήγορα και   πετάχτηκε  να κατέβει κάτω μήπως γίνει κανένα κακό  όμως τότε  είδε ότι το αγοράκι έκανε κάτι ασυνήθιστο. 

Σήκωσε τα χέρια αργά-  αργά  και σα να έβγαζε μια δύναμη υπερφυσική από τις παλάμες του στρέφονταν κάθε φορά προς ένα σκυλί και το  έριχνε με δύναμη  να σκάσει  πάνω στο τοίχο, τα ζώα, ειδικά αυτά που είχαν εξακοντιστεί στο ντουβάρι,  έμοιαζαν  ξαφνιασμένα, αποσβωλομένα, τρομαγμένα, άρχισαν να σκούζουν και να φεύγουν στο βάθος του στενού κλαίγοντας σα να υπέφεραν από κάτι  απροσδιόριστο,  μετά από λίγο μια ησυχία απειλητική  βασίλευε πάλι στο δρόμο.  Το αγοράκι έριξε μια μάτια στα χέρια του σαν μη πίστευε  ότι από μέσα τους είχε βγει εκείνη η τρομερή δύναμη,  ύστερα έκανε να φύγει κατά τη μεριά  όπου είχε εξαφανιστεί  η αδερφή του,  όπως έφευγε γύρισε ξαφνικά σηκώνοντας το βλέμμα και κοίταξε ψηλά κατά τον άνδρα που παρακολουθούσε τη σκηνή από το μπαλκόνι, τα μάτια του γυάλιζαν στα σκοτάδι. 

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...