Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου 2014



ΦΡΟΥΡΟΙ ΤΟΥ ΑΠΕΙΡΟΥ ΦΩΤΟΣ

Kάποια στιγμή χάνουν τον έλεγχο, όταν  αρχίζεις να παίζεις κι  εσύ το παιχνίδι τους δε το πιστεύουν, ''Που τάμαθες  αυτά ρε !'', πως γίνεται να εισέρχεσαι στον προνομιακό τους χώρο, δε μπορούν να το πιστέψουν ότι μπορείς να  αχρηστέψεις με δυο κινήσεις, χτυπώντας έτσι απλά στο ψαχνό,  κατευθείαν χωρίς περιστροφές και κολπάκια , αφού τις ξέρεις πια, έχουν μάθει να ελίσσονται απεριόριστα, παίζουν το ίδιο παιχνίδι για χρόνια,  κάποια στιγμή το πιάνεις αναπόφευκτα όσο βλάκας  και να  είσαι, είναι απίστευτο πόσο λίγη φαντασία έχουν, βλέπεις το ίδιο πράγμα με ελάχιστες παραλλαγές συνέχεια !

''Πραγματικά ήθελα να σε δω αλλά με χάλασες!'' σου λένε κι αναρωτιέσαι τι λάθος έχεις κάνει εκεί στα καφέ καθώς οι φοιτητές παίζουν χαρτιά παραπέρα, στις ταβέρνες άνθρωποι στέκονται μπροστά σε πιάτα με σαλάτες και κρεατικά κι άλλοι περνούν πάνω σε ποδήλατα κι άλλοι συζητούν καθισμένοι σε παγκάκια...

Κρατούν τους άντρες σε απόσταση, τους ξανακαλούν, εξαφανίζονται κι εμφανίζονται και ξαναχάνονται, σε ζυγίζουν, σε μετράνε, κάνουν υπολογισμούς ατέρμονους ώσπου στο τέλος χάνουν τη μπάλα, καλομαθημένες, κακομαθημένες , τα δίνουν όλα- όσα έχουν τέλος πάντων- το παλεύουν όσο μπορούν, δε θέλουν να ρισκάρουν, χάνουν ευκαιρίες που περνούν μπροστά τους ενώ αυτές κοιμούνται ήσυχα στον κόσμο τους, ο καιρός περνά αδυσώπητος,  δε μπορούν να ξεχωρίσουν τα πράγματα και τις καταστάσεις, το σημαντικό απ το ασήμαντο, δε ξέρουν ν αναλύσουν σωστά, ν αξιολογήσουν όπως πρέπει, δεν έχουν διορατικότητα στοιχειώδη να κρίνουν ορθά τη κατάλληλη στιγμή, δε ξέρουν να υποχωρούν, να συνθέτουν, να βρίσκουν σημεία επαφής, να συνυπάρχουν, ν αποδέχονται τον άλλον δίχως να παλεύουν να τον αλλάξουν με το ζόρι.

Δεν αντέχουν να στριμώχνονται, δε παραδέχονται τίποτα, πάντα θέλουν από πάνω να είναι σα να είναι αυτό το διακύβευμα, ένα πράγμα φοβερό, είναι κι εποχή περίεργη, όλοι θέλουν να σ ανταγωνιστούν, να ξεχωρίσουν, να κερδίσουν, ν αρπάξουν ότι προλάβει ο  καθένας, αμφιβάλουν, ταλαντεύονται, παραπαίουν, δε παραδέχονται τα λάθη τους, δεν ανοίγουν τα μάτια τους, ζήλιες και μικροκακίες και μικροψυχίες κι εγωισμοί, φιλίες και σχέσεις πολύχρονες καταποντίζονται  κι είναι τόσο κρίμα!

Φορούν σακάκια φούξια και καμπαρντίνες στο χρώμα της γης, δαχτυλίδια περασμένα στον αντίχειρα, σιδεράκια καρφωμένα στη μύτη τους, απλώνουν μέικ απ στο πρόσωπο, δε μπορούν να δεχθούν ότι είσαι κάπου πιο καλός απ αυτές, άμα στριμωχτούν βγάζουν νύχια, απειλούν, προειδοποιούν, βρίζουν, τους ξεφεύγουν λόγια, βλέπεις το ίδιο έργο ξανά και ξανά, αυτό που θέλουν είναι να σε υποτάξουν, να σε ελέγξουν, να είναι πάνω από σένα, σχήματα προκατασκευασμένα στο μυαλό τους, τρελαίνονται όταν δεν τους βγαίνουν, άμα τύχει και πάνε στραβά τα πράγματα άντε γεια, δε ξέρουν που να τρέξουν και που να προστρέξουν τότε, αναπτύσσουν θεωρίες που διάβασαν σε βιβλιαράκια γραμμένα από τύπους αραχτούς σε γραφειάκια, έχουν την απαίτηση να τα δεχτείς κι εσύ , δοκιμάζουν σχήματα παράξενα, γάμους ανοιχτούς και φιλίες κλειστές , δωρητές σπέρματος κι άλλα κουφά, ο σκοπός τους είναι να σε ξεζουμίσουν και να κάνουν τη δουλειά τους  σε θέλουν και δε σε θέλουν, νομίζουν ότι είναι πιο ανθεκτικές αλλά σπάνε πιο σύντομα αν και  επιβιώνουν μετά από μας.

 Μέχρι τα είκοσι έχουν μάθει τα πιο πολλά, μέχρι τα τριάντα  τα τελειοποιούν ,  ύστερα δεν ξέρουν τι να κάνουν , δεν είναι τόσο ζόρικες όσο νόμιζαν,  στα σαράντα όταν κατακαθίσει πια ο κουρνιαχτός βλέπουν παραδίπλα μαμάδες με παιδιά να παίζουν και τρελαίνονται,   έχουν απομείνει μοναχές τους, ψάχνουν κανέναν  λούζερ  μήπως και  σώσουν τη παρτίδα....

Κι όμως όλα θα μπορούσαν νάναι διαφορετικά σκεφτόμουν εκείνο το πρωί αντικρίζοντας άδεια τα τραπέζια όπου καθόμουν χτες μαζί της.
 Έπρεπε να ξυπνήσω κάποιον στις πεντέμισι, στο τηλέφωνο η γυναίκα του που ήταν στο πόδι να τον ετοιμάσει, νύχτα συναντηθήκαμε βλέποντας γάτες να τρέχουν στα σκοτεινά στενά, Βούλγαροι λεηλατούσαν κάδους βγάζοντας αντικείμενα μεταλλικά και χάρτινα κι ότι άλλο μπορείς να φανταστείς,  Φιλιπινέζες μιλούσαν στα κινητά σε μια γλώσσα απίστευτα σπαστική , ζητιάνοι ανυπόφοροι στα φανάρια, ο Βασίλης τους έδινε κέρματα καθώς δεν αντέχει σαν  τους βλέπει  να τον παρακαλούν , τζιπ έβγαιναν από το Τρίτο Σώμα Στρατού να παραλάβουν στρατηγούς, τα μπαρ σχολούσαν,  οι τελευταίοι θαμώνες έφευγαν , μια αψίδα σχηματίζονταν εκεί στην Όλγας σ ένα δρόμο από δαμασκηνιές ανθισμένες θυμίζοντας  κήπο γιαπωνέζικο σαν αυτούς όπου οι Σαμουράι φρουρούν τους ναούς του απείρου φωτός με τους λωτούς και τις αγριομηλιές και τα κοπάδια των σεισοπυγίδων…

Ο  ουρανός γαλάζιος ανοιχτός πάνω απ το Ιπποκράτειο το Σαββάτο των ψυχών,  γριές κουβαλούσαν κόλλυβα στις εκκλησιές μέσα σε πιατέλες διασχίζοντας δρόμους νοτισμένους καθώς ο ήλιος έβγαινε μέσα απ την ομίχλη, μια γυναίκα σκόνταψε, κάποιος τη βοηθούσε να σηκωθεί, λεωφορεία προσπαθούσαν να στρίψουν μετακινώντας τον  όγκο τους, ακτίνες αντικατοπτρίζονταν στα φτερά των αεροπλάνων που σηκώνονταν απ το αεροδρόμιο…

Σ ένα μέρος πήγαμε, ένας παπάς εκεί πέρα μ ένα ραβδί σ ένα καροτσάκι καθηλωμένος από μια εγχείριση όπου τούχαν κόψει ένα δάχτυλο απ το πόδι κι ένα κομμάτι απ τη φτέρνα, κάτι λόγια  από κάπου βούιζαν  στ αυτιά μου ''...φύλαξον με από χειλέων αδίκων και από γλώσσης δολίας!'' ο Άρης είχε γίνει μούσκεμα όπως τάδινε όλα, ένα ρολόι  με βραχίονες ασημένιους στον τοίχο  χτυπούσε την ώρα…

Εγώ ταξίδευα αλλού, σκεφτόμουν ότι όλα θα μπορούσαν νάναι διαφορετικά εκεί που  είχαμε καθίσει ,  η Πόπη είχε έρθει κατευθείαν απ τη δουλειά της απ τη βάρδια τη νυχτερινή που ξεκίνησε στις δώδεκα το βράδυ,  τα χέρια της θε μου ήτανε τόσο χάλια όταν της τάπιασα  κι έλεγε πόσο μαλακά είναι τα δικά μου,  εγώ πάλι έβλεπα κάτι άλλα χέρια κι αναρωτιόμουν πως τα κάνει τόσο άσπρα, πως είναι δυνατόν το δέρμα της νάναι τόσο λευκό, κι εκεί όλα πήγαν κατά διόλου.

΄΄Δε γίνονται τέτοιες ερωτήσεις,  πρόσεξε τι θα ρωτήσεις ξανά,  είσαι πολύ αυθάδης κι επικίνδυνος!΄΄.  ‘’Προσέχτε τον Αποστόλη ρωτά όλη την ώρα πράγματα περίεργα!΄΄,  ναι όμως που  ξέρεις τι θ απαντήσει ο άλλος άμα δεν τον ρωτήσεις και που ξέρεις τι είναι διατεθειμένος να πει άμα δε δοκιμάσεις και πως να φερθείς σ όλες αυτές άμα δε ξεκαθαρίσεις το σκηνικό απ την αρχή , τόχω πάρει  πια απόφαση δε γίνεται διαφορετικά…

Δεν ήταν ανάγκη να γκρινιάζει τόσο πολύ, δεν την άντεχα άλλο, ΄΄Κάνε λίγη υπομονή μωρό μου!΄΄ ήθελα να της πω, ίσως πάλι δεν είναι θέμα φύλλου αλλά ανθρώπου, όμως  οι γυναίκες πρέπει να κάνουν οικογένεια υποτίθεται , το χρειάζονται περισσότερο, είναι στο αίμα και στα κύτταρα τους και στα γονίδια και στις φλέβες  τους, πρέπει   να κάνουν ένα παιδί τουλάχιστον  για να δικαιώσουν την ύπαρξη τους, πως θα γίνει αφού αυτή είναι η φύση τους, τις βλέπεις να λιώνουν κοιτάζοντας τα μωρά των άλλων που εσύ ούτε πήρες χαμπάρι ότι βρίσκονταν κοντά σου,  κι όταν κατακαθίσει η σκόνη όλη να τους μείνει κάποιος δίπλα γι αργότερα προτού απομείνουν ολομόναχες…

Μετά  όλα  είχαν γίνει αλλιώτικα εκεί που καθόμασταν, στις διαβάσεις   ο κόσμος έμοιαζε νάρχεται απειλητικός κατά πάνω μου , πρόσωπα βλοσυρά και συνοφρυωμένα,    σ ένα ίντερνετ καφέ σε μια γωνιά,  μπροστά σε μια οθόνη  κάτι τύποι ύποπτοι, τι να έκαναν άραγε εκεί πέρα, τι έβλεπαν,  μια παχουλή κάπου αλλού   παρακολουθούσε ένα σήριαλ,  τι κάνουν αυτοί οι άνθρωποι όλη μέρα,  πως περνούν το καιρό τους,  πως ζούνε,  ποιος είναι ο σκοπός τους,  γιατί υπάρχουν ;

 Ένα κοριτσάκι έσερνε τη τσάντα της  μαμάς του, μια ξανθιά έσπρωχνε ένα καροτσάκι μ ένα μωρό περνώντας  μέσα από ένα λάκκο της βροχής, στις καφετέριες  τύποι αργόσχολοι έλυναν σταυρόλεξα,   κάποια  καθρεφτίζονταν στο τζάμι του αστικού ,  φανάρια κόκκινα και πράσινα και κίτρινα,  οχήματα σταματούσαν κι άλλα έφευγαν μπροστά, σκύλοι που θύμιζαν κογιότ άγρια έτρεχαν στα πάρκα ανάμεσα σε κοπάδια από κοράκια,  περιστέρια κατέκλυζαν ένα μπαλκόνι όπου ένας γέρος τους  σκορπούσε τροφή,  ένας περίεργος  μ ένα  μάτι γυάλινο, ξαφνικά όλοι  μου φαίνονταν ότι είχαν ένα μάτι γυάλινο απειλητικό!

Στη στάση όπως άνοιξα την τσέπη ένα χαρτονόμισμα μούπεσε, ένας με μούσι μου τόδειξε κάτω στο δρόμο και το μάζεψα, ένας ψηλός έπεσε απάνω μου και με γκρέμισε  σα να μην έτρεχε τίποτα, σιγά μη μου ζητούσε και συγνώμη η Χρύσα μου έστελνε φωτογραφίες και μηνύματα  στο κινητό οδηγώντας κάπου στην Νεβάδα, στο Λας Βέγκας και στην Αριζόνα, αγναντεύοντας τον ποταμό Κολοράντο και τα βράχια και τους γκρεμούς εκεί πέρα , γλάροι πετούσαν σα δαιμονισμένοι  γύρω απ το κεφάλι μου,   ο κόσμος  ολόκληρος έμοιαζε να στροβιλίζεται, στις κρεμασμένες  εφημερίδες    νεκροί κι αίματα  στο Κίεβο,  πεζοδρόμια ξηλωμένα, ένα πλοίο  βυθίζονταν στον Ειρηνικό, ρεύματα υπόγεια αναπτύσσονταν στον Ατλαντικό, βαρομετρικά ψηλά και χαμηλά, οι πάγοι έλιωναν στους πόλους το βόρειο σέλας εξαφανίζονταν, ο κόσμος όλος έμοιαζε να στροβιλίζεται σε μια δίνη ατέρμονη ….



Τρίτη 18 Φεβρουαρίου 2014

ΣΑΡΔΟΝΥΧΑΣ

O πέμπτος σαρδόνυξ, ο έκτος σάρδιος, ο έβδομος χρυσόλιθος, ο όγδοος βήρυλλος, ο ένατος τοπάζιον,  ο δέκατος χρυσόπρασος, ο ενδέκατος υάκινθος, ο δωδέκατος αμέθυστος....
 

Αποκάλυψις Ιωάννου 21 - 20.

Ένα κεφάλι μπορούσε να δει μες τα σκοτεινά όπως γύρισε πλευρό εκεί που κοιμότανε,  αμέσως πάγωσε,  ανατρίχιασε,  κάποιος  ήταν μες το σπίτι,  στέκονταν μπροστά στην είσοδο και τη κοιτούσε σα χάρος, μπορούσε να διακρίνει τη σιλουέτα του,  φαίνονταν μεγαλόσωμος,  ένιωθε καθηλωμένη εκεί στο κρεβάτι σα να την είχαν δέσει μ  αλυσίδες  βαριές κι ασήκωτες ενώ   το μυαλό της πήρε φωτιά άρχισε να δουλεύει με χιλιάδες στροφές !

 Δεν ήταν η πρώτη φορά που έμπαιναν στο σπίτι της, πριν από κάτι μήνες   όταν είχε γυρίσει έμοιαζε  βομβαρδισμένο, όλα ήταν άνω κάτω όπως όταν ετοιμάζεσαι για μετακόμιση, τα είχαν ανοίξει όλα, είχαν ψάξει παντού, είχαν αδειάσει ακόμα και το ψυγείο και βέβαια είχαν βρει τη κρύπτη με τα χρήματα της εκεί στο τζάκι από πάνω, είχαν αφαιρέσει ένα τούβλο κι είχαν ανακαλύψει  ότι έκρυβε, χρησιμοποιούν  λέει μια συσκευή ανίχνευσης χαρτονομισμάτων, μα πιο πολύ απ όλα αυτό που την είχε πειράξει ήταν εκείνα τα δυο κοσμήματα που της πήρανε,- ένα περιδέραιο κρεμαστό που της είχε αφήσει η μάνα της,  που το είχε κι εκείνη από τη δικιά της μάνα - κι ένα δαχτυλίδι περίφημο, σε κάποιον ειδικό που το είχε δείξει κάποτε της είχε πει ότι ήταν φτιαγμένο από σαρδόνυχα σε κάποιο εργαστήριο ελβετικό,   μια πέτρα παράξενη είχε απάνω του με στρώσεις διαφορετικές και στοιβάδες διάφανες  που αντανακλούσαν όλες τις γλυκές αποχρώσεις του καφετί,  ένα σχέδιο  παράξενο εικονίζονταν που συμβόλιζε την  συμπαντική συνέχεια της μέρας με τη νύχτα !

 Αποβραδίς  δε την έπιανε ο ύπνος , μια γυναίκα που έμενε  από πάνω την ξυπνούσε πάντα όπως επέστρεφε αργά, ποιος ξέρει που δούλευε,  τα τακούνια της αντηχούσαν σπαστικά πάνω στο ξύλινο πάτωμα  τακ τακ τακ ! Μια ταινία είχε αρχίσει να βλέπει,    ένα ελικόπτερο καταρρίπτονταν κάπου στη δυτική Αφρική,  στη  Σομαλία στο Μογκαντίσου, στον ινδικό ωκεανό απέναντι όπου   τα ρεύματα  συγκρούονται  κι ο τόπος  πλημυρίζει από  ψάρια παράξενα, εκεί όπου μια τάφρος χαοτική έχει ανοίξει για εκατοντάδες χιλιόμετρα και διευρύνεται συνέχεια ξεκολλώντας ένα κομμάτι ολόκληρο της Αφρικής, ένα κομμάτι που θα γίνει ένα νησί τεράστιο κάποτε,  κατά κει λέει βασιλεύει  αναρχία και  χάος,  οι ληστές βγαίνουν στο δρόμο κι αρπάζουν  ότι βρουν μπροστά τους,  κι άλλοτε   σκαρφαλώνουν σε πελώρια πλοία  που διασχίζουν τους ωκεανούς και τα λεηλατούν κι απαγάγουν τους ναυτικούς  ζητώντας  λύτρα, καλά εκεί πέρα έχει ξεφύγει το πράγμα εντελώς,  στ αυτιά της βούιζε όλη την ώρα  ο ήχος του ελικοπτέρου που έπεφτε χτυπημένο από ένα πύραυλο,   θύμιζε τον ήχο  από  κρουστό περίεργο, τότε ξύπνησε σε μια στιγμή και σκέφτηκε ΄΄ Καλά τώρα εγώ γιατί ξύπνησα μες τα άγρια μεσάνυχτα;’’,   και τότε  ήταν που   είδε εκείνη τη σιλουέτα να διασχίζει σα φάντασμα το κατώφλι της !

 Θυμήθηκε ότι είχε ξεχάσει τη πόρτα ξεκλείδωτη και της ήρθε να βλαστημήσει τον αδόξαστο,  είχε ακούσει για μια σπείρα που είχε ρημάξει τα σπίτια της περιοχής, όλοι  λέει είχανε περασμένο   ένα είδος  κλειδαριάς με τρίαινα από το ίδιο εργοστάσιο και μ ένα αντικλείδι οι κλέφτες τις είχαν ανοίξει όλες  μα όλες μιλάμε,  ήθελε να  ουρλιάξει ΄΄Φύγε καταραμένε απ το σπίτι μου, με πιο δικαίωμα μπαίνεις εδώ μέσα  που να σε πάρει ο διάολος!΄΄,   ήθελε να χιμήξει απάνω του, δίπλα της είχε ένα σκληρό ραβδί που χρησιμοποιούσε στην ορειβασία,  μα για κάποιο λόγο δεν έκανε τίποτα, κι έπειτα που ξέρεις τι σκοπούς είχε ο άλλος, μπορεί να ήτανε κάνας μανιακός, κι αν αποφάσιζε να πλησιάζει προς το κρεβάτι της τι θα έκανε αυτή, κι αν αντίθετα έφευγε σε λίγο, κι αν  πάλι ξαναέρχονταν προς το μέρος της,  αν ήτανε κατά κει  ο μπαμπάς της με την καραμπίνα του  θα τον τακτοποιούσε καλά αλλά  ΄΄ Τι να σε κάνω τώρα έτσι όπως με βρήκες ! ΄΄,  όλα  έμοιαζαν όπως στα έργα,  ένα αστείο κακό,  μια απάτη οπτική,   ένα όνειρο!

 Και τότε αποφάσισε να σηκωθεί, έτσι απλά κι ότι γίνει ρε φίλε ,  δεν θα το άφηνε έτσι, σηκώθηκε αργά απ το στρώμα,  ό άλλος κοντοστάθηκε μια στιγμή και μετά τον άκουσε  να κατρακυλά στις σκάλες, πήρε το ραβδί   κι έτρεξε ξοπίσω του όταν τον άκουσε να σκοντάφτει και να κατρακυλά  στα μαρμάρινα σκαλοπάτια,  άναψε το φως και τον είδε!

Φορούσε φόρμες κι αθλητικά, ξανθός, ψηλός με μάτια διαπεραστικά που την κοίταζε πανικόβλητος κι αιφνιδιασμένος, ΄΄Τι στο διάβολο ζητάς ρε στο σπίτι μου, τι θες εδώ πέρα, θα σε τσακίσω ρε!
 το βλέμμα του πήρε μια μορφή απορίας σα να έλεγε΄΄ Που βρέθηκε  τώρα αυτή η τρελή!΄΄ πρόσεξε ότι το κάτω χείλος του έτρεμε όπως ήταν κυλισμένος στο πάτωμα,  στάλες ιδρώτα  έτρεχαν  στο πρόσωπο του και τότε κατάλαβε ότι ήταν ναρκομανής,  από  κείνη την ακαθόριστη  έκφραση  που είχαν τα μάτια του,  από κάτι πληγές και καψίματα  που είχε στα χέρια, μια φλέβα φούσκωνε στο μπράτσο του,   ένα τσιρότο ήταν απλωμένο στο λαιμό του,  κάτι φακίδες και στίγματα στο μέρος κάτω απ τα μάτια του αριστερά και δεξιά,   φαίνονταν καταβεβλημένος, ΄΄ Φέρε το πορτοφόλι μου γρήγορα ! ΄΄  ήταν σίγουρη ότι είχε προλάβει να το αρπάξει,  ΄΄ Ποιο πορτοφόλι σου  ρε, δε πήρα τίποτα !΄΄-   ΄΄ Ακούς ! Φέρε γρήγορα το πορτοφόλι μου  μη σε σακατέψω !΄΄ - ΄΄ Ε καλά κυρά μου! Πάρτο το καταραμένο!΄΄  είπε αυτός, έβγαλε από μια τσέπη  του ένα μεγάλο τσαντάκι  χρωματιστό και της το πέταξε με ΄΄ Άσε με  ήσυχο μόνο μη σε … !΄΄

 Ήθελε να τον φάει ζωντανό για το θράσος του, είχε φρενιάσει, ήθελε να ξεσπάσει για τη τρομάρα που είχε πάρει νυχτιάτικα, ένιωθε ότι τον είχε, έγινε ακόμα ποιο  επιθετική,  ήθελε να τον πιάσει όπως ήταν και να τον πάει στην αστυνομία  δεμένο, της φαίνονταν εύκολο, δε μπορούσε να τον αφήσει να φύγει έτσι εύκολα,  όμως  κατόπι   μάζεψε τα μυαλά της,  ΄΄ Είσαι τρελή κορίτσι μου,  που θα το πας αυτό τέρας μες τη νύχτα,  άστον να πάει στον αγύριστο ! ΄΄ σκέφτηκε, καθώς αυτός σηκώνονταν,  τον είδε ν΄ απομακρύνεται μες τα σκοτεινά και να λέει κάτι σε κάποιον  που  τον περίμενε φαίνεται ,  ώστε υπήρχε   και κάποιος άλλος   εκεί  έξω !

 Γύρισε πίσω  για να δει  όλα της τα ρούχα ριγμένα κάτω, οι τσέπες απ το παντελόνι της ήταν αναποδογυρισμένες,  παντού υπήρχαν σκόρπια χαρτιά,  κάρτες,  μολύβια,  κραγιόν,  μπουκαλάκια κι ένα κάρο άλλα  αντικείμενα. Και τότε θυμήθηκε, μα βέβαια ήταν η συμμορία που συζητούσαν όλοι,  δυο άτομα, ο ένας απ αυτούς μ ένα χέρι κομμένο, θα  πρέπει να ήταν ο άλλος που παραφύλαγε,  δεν είχαν αφήσει  σπίτι σ όλη τη περιοχή να μη το  χτυπήσουν, τους αναζητούσε η αστυνομία, θα νόμιζαν σίγουρα ότι στο σπίτι της έμεναν αυτοί που είχαν το φούρνο από κάτω της,  λέγανε ότι τα κλοπιμαία τα μάζευαν σε μια σπηλιά κι εκεί μέσα άμα έμπαινες μπορούσες να δεις  ότι μπορούσες να φανταστείς, από ηλεκτρικά και γούνες,  μέχρι κοσμήματα κι ασημικά και χρυσαφικά, τα είχαν ξεσηκώσει όλα  και τα είχαν κρύψει σ’ εκείνη τη σπηλιά του Αλή μπαμπά και των σαράντα κλεφτών !

 Ήθελε να σκεφτεί τι είχε συμβεί έτσι ξαφνικά, δε μπορούσε να καθίσει σπίτι της ήταν πολύ ταραγμένη, θεώρησε  καλύτερο  να μη ξυπνήσει τη μάνα της που έμενε παραδίπλα, θα την έπιανε πανικός εκείνη, δε τα άντεχε κάτι τέτοια, ΄Άσε καλύτερα !΄΄ σκέφτηκε,  κλείδωσε ξανά και ξανά  και ξανά,   άφησε το φως  μπροστά  στη πόρτα αναμμένο,  έβαλε καλού κακού και μια καρέκλα πίσω απ τη πόρτα να γκρεμοτσακιστεί όποιος δοκίμαζε να μπει  και βγήκε έξω να περπατήσει στη νύχτα.

Ήταν η ώρα που τύποι με φόρμες παραλλαγής στρατιωτικές έβγαιναν να μοιράσουν εφημερίδες και μπουγάτσες, έξω από ένα μαγαζί μια γάτα είχε κουρνιάσει σε μια καρέκλα, πλησίασε και της χάιδεψε το κεφάλι και το ζώο γουργούρισε ευχαριστημένο δείχνοντας το σημείο πάνω απ τα μάτια του, σ ένα  μέρος  του δρόμου όπως τον διέσχιζε η άσφαλτος είχε  υποχωρήσει θεαματικά δημιουργώντας ένα αυλάκι τεράστιο, κάτι γύφτοι  κοιμόντουσαν σ ένα φορτηγάκι- κλούβα μισάνοιχτο   τυλιγμένοι σε κάτι  κουβέρτες κίτρινες,  το φεγγάρι φαίνονταν ανάμεσα στα κτήρια ολοστρόγγυλο, ένα γατί προσπαθούσε να πιει από μια υδρορροή,   περίπτερα σφραγισμένα, ένα κατάστημα που πουλούσε καθρέφτες κλειστό , ένα μαγαζί διανυκτερεύον   πουλούσε φρούτα,  γυναίκες καθάριζαν τα γυράδικα,  κάποιος έβαζε ένα τασάκι στο τραπέζι μιας καφετέριας,  ένας άλλος με καμπαρντίνα μιλούσε στο κινητό,   τα σούπερ μάρκετ ετοιμάζονταν να ανοίξουν κι αυτά,  ένας άστεγος ξαπλωμένος στα σκαλιά μις εκκλησιάς,  κάποιος κάπου μακριά   για κάποιο λόγο έτρεχε ….

Άρχισε να χαλαρώνει, σχεδόν ένιωθε όμορφα που τον είχε σταματήσει εκείνο  τον τύπο, άλλωστε   η προηγούμενη μέρα της είχε πάει τόσο  καλά,  ένας   ξανθός   τη  γούσταρε,  ένας  μυστήριος με  πράσινα  μάτια που απέπνεε έναν αέρα νευρικό και   συγκρατημένο συνάμα  που τη τρέλαινε, όλη μέρα σκέφτονταν τα λόγια του, αισθάνονταν σα να κολυμπούσε αέναα σε μια θάλασσα απέραντη,   ένιωθε ότι μπορούσε να τον πλησιάσει ότι ώρα ήθελε αλλά ταυτόχρονα την κρατούσε σε απόσταση σα να της έλεγε ΄΄Μη βιάζεσαι  μωρό μου όχι ακόμα !΄΄ κι αυτό της άρεσε πολύ, την έκανε να τον θέλει  ακόμα περισσότερο αν κι ήταν σπαστικό ώρες ώρες, την είχε πλησιάσει  και της είχε πει   ΄΄ Είσαι καλά ;΄΄  κι αυτό βέβαια μπορεί να μη σήμαινε τίποτα,  μα  ο τρόπος που το είπε είχε κάτι,  έμοιαζε σα να τον ένοιαζε  πραγματικά, κι αυτή είχε ξεχάσει πώς  ήτανε να νοιάζεται κάποιος   για σένα αληθινά!

Άμα τον είχε εκείνο τον ξανθό που τραβούσε πίσω τα μαλλιά του  στο σπίτι δε θα φοβόταν ούτε κλέφτες ούτε  τίποτα, θυμήθηκε πως πήγε κοντά του κι αυτός δεν είχε πρόβλημα,   πως άπλωσε δήθεν αδιάφορα το χέρι της κι ακούμπησε το δικό του που ήταν γεμάτο φλέβες κι εκείνος το κράτησε σταθερό, σχεδόν άγγιζε το δάχτυλίδι της απο σαρδονυχα,   πως στάθηκε μπροστά του με τη πλάτη γυρισμένη  τραβώντας τα μαλλιά της σε μια μεριά σα να του έλεγε ότι είναι δικιά του ….  

ΣΑΡΔΟΝΥΧΑΣ


Τετάρτη 12 Φεβρουαρίου 2014

ΤΕΤΡΑΚΟΣΙΟΙ ΜΕΣΗΜΒΡΙΝΟΙ

''Μη τσαλαβουτάς στα βαθιά άμα δε μπορείς, πήγαινε μέχρι εκεί που σε παίρνει !'' μου είπε κι ήταν επιθετικός μ ένα βλέμμα που δεν τόχα ξαναδεί !

'' Τι γίνεται πάλι ; '' έλεγα μέσα μου ''Πρέπει νάκανα κάποια χαζομάρα χωρίς να πάρω χαμπάρι !'', αυτός συνέχιζε, κάτι δε πήγαινε καλά αλλά δε μπορούσα να καταλάβω τι ακριβώς εννοούσε, τον κοίταζα κι ήμουν χαμένος !

Και μου τόχαν πει χίλιες φορές να προσέχω πως μιλάω, αλλά θα έσκαγα, άμα βλέπω κάτι στραβό δε μπορώ να κάνω το βλάκα , του τα είπα κι αυτός αντέδρασε σα να με προειδοποιούσε στην αρχή, έτσι μου φάνηκε, μετά εξεράγη, έγινε έξαλλος, ''Τι συμβαίνει ξανά ρε φίλε μπροστά στα μάτια μου;'' σκεφτόμουν , από που ήρθε αυτό, σηκώθηκε απότομα κι έφυγε καθώς όλοι αναρωτιόντουσαν τι τον έπιασε ενώ εγώ δε ξέρω γιατί, το μόνο που ήθελα τη στιγμή εκείνη ήταν να βγάλω από πάνω μου το καταραμένο μπουφάν που φορούσα, για κάποιο λόγο δεν ένιωθα καλά μέσα του !

Ξαφνικά σα να μ έπνιγε το μέρος εκείνο, σε μια κουζίνα μικρούτσικη κοντά καθόμασταν, ένα παραθυράκι, κάτι ντουλάπια καφετιά , ποτήρια διάφανα , φλιτζάνια πορσελάνης, μια ορχιδέα μαβιά σ ένα βάζο μέσα, κάποιος έλεγε ότι δεν έκανε καθόλου μπάνια στη θάλασσα, ούτε πήγε στα λουτρά της Αιδηψού το καλοκαίρι, κι όλο το προηγούμενο καιρό τον είχε σακατέψει η μέση του!

Μια γυναίκα μου ζήτησε ν' αλλάξω μια λάμπα που τρεμόπαιζε, ένα σκαμπό έβαλε να πατήσω, καντήλια υπήρχαν πιο πέρα, ένα ιερό, φλόγες τρεμόπαιζαν μπροστά σε μανουάλια επίχρυσα, ένα κλήμα με σταφύλια σκαλισμένο σ ένα τέμπλο απάνω, κάτι άγια δισκοπότηρα πάνω στην αγία τράπεζα, σαν αυτό που λέγανε ότι περιείχε το αίμα του χριστού και το είχε μαζέψει σταγόνα σταγόνα ο Ιωσήφ απ την Αριμαθαία, το δισκοπότηρο εκείνο που τόψαχναν για χρόνια και μόνο ο ιππότης Πάρσιφαλ με την καθαρή ψυχή μπορούσε απ όλους να το δει...

Ήθελα λίγο χρόνο να καταλάβω τι συνέβαινε , κάτι παθαίνουν οι άνθρωποι τέτοια εποχή, μπορεί να φταίει ο καιρός που είναι ασυνήθιστα ήπιος, οι σιντόνιες άσπρες και φουξ έτοιμες ν' ανοίξουν, οι αμυγδαλιές άνοιξαν ήδη στα Μετέωρα και στην Καλαμαριά εκεί στις αλάνες, δαμασκηνιές μ ανθάκια λευκά στην Ανθέων κατά την παραλία, οι μέρες μεγαλώνουν κι ο ήλιος συνεχίζει ακάθεκτος τη πορεία του απ τη μια άκρη του στερεώματος μέχρι την αντίπερα απλώνοντας ένα χρώμα ροζ στον ουρανό, περνά απ τους Ιχθείς, κοιτάζει κατά τον Κριό, ετοιμάζεται να διασχίσει τον Λέοντα και τον Σκορπιό, ν΄ απλώσει τη τροχιά του κατά τους Διδύμους και κατά τον Υδροχόο, όλοι επηρεάζονται κι όλα συντείνουν για να σε αποσυντονίσουν.

Φαίνεται ότι η φύση των ανθρώπων είναι εύθραυστη κι ευαίσθητη σε κάθε αλλαγή, σε ανακατατάξεις οικονομικές και δυσκολίες πολιτικές, σε μεταβολές και τάσεις απροσδιόριστες, θεομηνίες και καταστροφές κι ειδήσεις τρομακτικές σε κατακλύζουν από παντού, πρέπει να διαβάσεις σωστά αυτά που συμβαίνουν γύρω, να τα ερμηνεύσεις ορθά, να βγάλεις άκρη μες το χαμό, δε θέλει και πολύ ο άνθρωπος να τα παίξει, ν' αρχίζει να παραλογίζεται, ο οργανισμός είναι ντελικάτος, το μυαλό δεν υπακούει πάντοτε και κάνει τα κόλπα τα δικά του, παλινδρομεί παλαντζάρει μπρος πίσω, πολλοί δε το αντέχουν αυτό κι είναι λογικό, τους καταλαβαίνω!

Κάτι παθαίνουν κι οι γυναίκες και φέρονται παράξενα, μπροστά στα ταμεία των σούπερ μάρκετ νιώθεις την αλλαγή τους καθώς οι επαφές είναι στενές εκεί πέρα, παίζουν με τα κοτσιδάκια τους, πιάνουν στα χέρια αντικείμενα με σχήμα περίεργο , τα γυροφέρνουν δεξιά κι αριστερά, φορούν φόρμες και ντεκολτέ ζαλιστικά, βγάζουν τα σακάκια, μένουν με τα κοντομάνικα, με τ αμάνικα, έτοιμες να τα πετάξουν όλα είναι , το στήθος διακρίνεται καθαρά κάτω απ το φανελάκι τους να πάλλεται όπως κινούνται, μαμάδες όμορφες με τις κόρες τους κι άλλες κρατούν μωρά στην αγκαλιά, δε ξέρω αλλά εγώ τις μαμάδες προσέχω πάντα, ιδίως όταν είναι ανεπιτήδευτα όμορφες με τα κόκκινα παπούτσια τους, τα χακί τους σακάκια κι εκείνες τις τσάντες τις χρωματιστές, τις γεμάτες σχέδια που κουβαλούν στις πλάτες τους όπως ψάχνουν για την ομορφιά τους και το περιτύλιγμα τους...

Τον καταλαβαίνω τον τύπο, ποιος θα τόλεγε όμως ότι θ αντιδρούσε τόσο άσχημα δίχως να με προειδοποιήσει λιγάκι τουλάχιστον, που να του έλεγα όλα όσα είχα μες το μυαλό μου, δε με ξέπλεναν όλα τα ποτάμια κι θάλασσες μαζί, προσπαθούσα να καταλάβω τι στο δαίμονα λάθος είχα κάνει , δε περίμενα να τον ενοχλήσει τόσο πολύ αλλά στη παρέα υποτίθεται ότι μιλάς ανοιχτά, τα λες όλα, εγώ πάλι θέλω να κινούμαι πάντα στο όριο, το παραδέχομαι, να δοκιμάζω συνέχεια τον άλλον , να ξέρω ποιον έχω αντίκρυ μου, να κανονίζω ανάλογα, αλλιώς δε μπορώ, είναι βαρετά πολύ, αρρωσταίνω, τα παιδιά με στήριζαν ευτυχώς, ''Κρύβε λόγια!'' μου λέγανε αλλά τρελαίνομαι, κι έπειτα πως γίνεται να σταματήσεις το μυαλό απ τη λειτουργία του, να το εμποδίσεις ν αναλύει ότι γίνεται γύρω του, να τα κρατήσεις όλα μέσα σου όταν έχεις να κάνεις μ ένα πράγμα τόσο επικίνδυνο όσο η σκέψη, για μένα είναι λίγο δύσκολο !

Φαίνεται ότι το φαινόμενο είναι γενικό, σύγχυση και θολούρα παντού τριγύρω επικρατεί, φραπέδες ατελείωτους πίνουν στα καφέ, συζητήσεις ανόητες, ο χρόνος περνά ανεπιστρεπτί, η ζωή χάνεται , μια ελαφρότητα αβάσταχτη απέραντη, ακατάλυτη απλωμένη γύρω ενώ το μυαλό μπλοκαρισμένο μονίμως το τελευταίο καιρό μοιάζει .

Η Χριστίνα βγαίνει βόλτα στη παραλία με το σακάκι της στον ώμο, τα πάρκα πρασινίζουν, μαργαρίτες άσπρες φυτρώνουν μπροστά στο κτήριο του τρίτου σώματος, γάτες κυλιούνται στα τριφύλλια απάνω κι άλλες αναζητούν λίγη ζέστη στα καπό των αυτοκινήτων, χόρτα ξερά του χειμώνα και σκύλοι που μαζεύουν λιακάδα κατά την Ιωνία κι ένας κοκκινολαίμης με χρωματιστή τραχηλιά του αψηφά τους πάντες έχοντας βγάλει την δύσκολη εποχή με τα κρύα τα πολλά.

Περιστέρια λασπωμένα κάτω απ τα τραπέζια βολτάρουν, κοπάδια κορακιών κρώζουν το ξημέρωμα κι άλλα κοπάδια κατευθύνονται κατά το βορά και κατά το νότο αλλάζοντας σχήματα, έξω απ τη πόλη χιόνια στα πέτρινα φαράγγια του Ολύμπου, χωράφια αχνίζουν στο πρωινές αχτίδες του ήλιου, ποτάμια λαμπυρίζουν μες τους κυματισμούς τους, κόκκινα άλογα βόσκουν ήσυχα στα πλατώματα, δέντρα μοναχικά στις κορυφογραμμές, σήραγγες ατέλειωτες αλλεπάλληλες στη εθνική οδό, δρόμοι διχαλωτοί ανοίγονται μπροστά σου, δε ξέρεις που να κατευθυνθείς, μια μουσική βγαίνει από κάπου καθαρή σα μέρα χειμωνιάτικη...

Είναι μια φάση μεταβατική καθώς φαίνεται, όπως αλλάζουν οι εποχές όλα μπερδεύονται σε τέτοιες περιόδους, μια εποχή γενικής σύγχυσης μοιάζει νάναι τούτη, όλοι τάχουν παίξει, όλοι κοιτάζουν πειραγμένοι και πυροβολημένοι, με το ματογυάλι βρίσκεις μια σκέψη καθαρή και διαυγή, και φυσικά εγώ που κολυμπάω συνέχεια μες τη θολούρα έτσι κι αλλιώς είμαι ο πρώτος που τάχει παίξει, αισθάνομαι ότι στριφογυρνάω μέσα σε κύκλους ζαλιστικους, όλα πάνε κι έρχονται, όλα αδιαφανή μοιάζουν, το τοπίο θολό, το μέλλον αβέβαιο, τα όρια ασαφή, οι προοπτικές μπερδεμένες, βροχές πιάνουν απ το πουθενά, νερά τρέχουν σε σχάρες, υδρορροές σμπαραλιασμένες στα πλαϊνά των πολυκατοικιών, αγγελίες μνημόσυνων κολλημένες στις εισόδους των κτηρίων, φώτα ανάβουν πίσω από κουρτίνες ψηλά στη Νεάπολη, σιντριβάνια ξεχειλίζουν τα νερά τους μπροστά στο Μακεδονία Παλλάς, αστικά ατέλειωτα στη Λαγκαδά στο μποτιλιάρισμα που δημιουργείται με τις πρώτες ψιχάλες κι εγώ περπατώ χαμένος στο πλάι τους προσπαθώντας να καταλάβω γιατί εκείνος ο άντρας τα πήρε μαζί μου!

Οι Κέλτες λέγανε ότι ήδη απ το Φεβρουάριο μπαίνει η άνοιξη καλπάζοντας,  με τον δίσκο του ήλιου να διαβαίνει ανάμεσα απ τους τετρακόσιους μεσημβρινούς   που ορίζουν τη γήινη σφαίρα κι είναι τότε που όλοι μοιάζουν ότι θέλουν να σταματήσουν μια προσπάθεια που δείχνει μάταιη!

 Δε θέλουν την αλήθεια που τους ισοπεδώνει, σαν συγκρουστεί αυτό που έχεις μες το μυαλό σου πάνω στα βράχια της πραγματικότητας το αποτέλεσμα μπορεί να είναι εκρηκτικό, πολλοί θέλουν να γυρίσουν και ν' αράξουν στο σπιτάκι τους ήσυχα , κι εκείνο που με εντυπωσιάζει πιο πολύ είναι το πόσο διαφορετικά αντιδρούν στα ίδια ερεθίσματα, άλλοι έρχονται πιο κοντά σου κι άλλοι παίρνουν των ομματιών τους και πρέπει να τους ξεχάσεις για πάντα, έτσι είναι φαίνεται, πρέπει να το συνηθίσω τον καταλαβαίνω λοιπόν τον τύπο θα μπορούσε βέβαια να με προειδοποιήσει κάπως ''Πρόσεχε τι λες ρε ηλίθιε!'' να μου πει ή κάτι τέτοιο, αλλά δε μπορείς να ζητάς και πολλά!

Ασθενοφόρα παρκαρισμένα στην Εγνατία, ναρκομανείς χλωμοί με βλέμμα τρομαγμένο κάτω απ τις κουκούλες τους πίνουν Red Bull κι άλλα τονωτικά και διεγερτικά που μοιράζει κάποιος εκεί στην Eθνικής Aμύνης, τύποι με τις κουκούλες κάνουν το σταυρό τους περνώντας έξω απ τις εκκλησιές, ψίθυρους νιώθεις ότι ακούς στο δρόμο, κάποιος με μια γενειάδα κοκκινωπή και σκούφο παραμιλά περπατώντας , αμάξια στο βάθος περνούν μπροστά στη θάλασσα, ομίχλη γύρω απ' την Αριστοτέλους, όλα μοιάζουν τόσο ρευστά!

Απ' το πλάι άμα κοιτάξεις μπορείς να διακρίνεις βολβούς ματιών να στριφογυρνούν κάτω από γυαλιά μαύρα , το βλέμμα των ανθρώπων παίρνει μια μορφή συγκεκριμένη τέτοιον καιρό , στα αστικά ζέστη αποπνικτική, παράθυρα ανοίγουν , όπως αποκοιμιέσαι για μια στιγμή δίχως να το καταλάβεις βλέπεις σκηνές στον ύπνο σου που τις έχεις ξεχάσει προ πολλού, σ ένα μέρος βρίσκεσαι με σταυρούς μαρμάρινους, μνήματα με φωτογραφίες γυαλιστερές πεθαμένων και κυπαρίσσια αψηλά, νερό τρέχει σ ένα αυλάκι, τέτοια εποχή πρέπει νάτανε όπως τέλειωνε ο χειμώνας, νομίζεις ότι μπορείς να χαλαρώσεις μια στιγμούλα όταν μια γυναίκα με κάτι σκουλαρίκια αστραφτερά, τεράστια που μοιάζει με αιγυπτιακή βασίλισσα σου πιάνει το χέρι ξαφνικά και τινάζεσαι στον αέρα!




Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2014

ΣΤΗ ΓΑΛΑΖΟΠΡΑΣΙΝΗ ΠΕΡΙΟΧΗ ΤΟΥ ΦΑΣΜΑΤΟΣ

Εκείνα τα φλας με στράβωναν, τι γίνεται εδώ πέρα σκεφτόμουν, όμως αυτή συνέχιζε όλη την ώρα, με βολτάριζε, με γυρόφερνε κι ήταν πολύ ωραίο, δε ξέρω πως τόκανε, υποτίθεται ότι έβγαζε κάποιον άλλον μα εγώ ήξερα ότι  εμένα φωτογράφιζε  με το άσπρο κινητό της αλλιώς γιατί είχε σταθεί ακριβώς αντίκρυ μου, δεν ήξερα τι να κάνω, δε φοβόμουν, ''Άστο κορίτσι να κάνει τη δουλειά του!'' σκεφτόμουν, μπορεί να ήθελε να με κοιτάζει όταν θα ήτανε μοναχή της,''...άστην να κάνει όπως νομίζει!'',  εγώ το μόνο που ήθελα ήταν εκείνη τη στιγμή να με φτιάξει, να μ ανεβάσει, τίποτ΄ άλλο μούφτανε αυτό μονάχα, την άλλη μέρα δε θάρχονταν, το ήξερα, έτσι έκανε συνήθως, την είχα μάθει πια κι όταν πήγα κοντά της άρχισε πάλι να φωτογραφίζει μια φίλη της αλλά ρε φίλε εμένα έβγαζε, μ'  έπιασαν τα γέλια κι ήταν υπέροχο !

Και να δεις που σκεφτόμουν να πάω να μη πάω, άλλα όπως γίνεται κάθε φορά το ξεκινάς κι όλα σούρχονται από κει που δε το περιμένεις , ούτε που την είχα ρωτήσει τίποτα γι αυτήν, εγώ ένιωθα ότι μ ανέβαζε εκείνη τη στιγμή κι αυτό ήταν που ήθελα απεγνωσμένα, ήξερα ότι με πήγαινε, ότι με ήθελε, δε θα το άφηνα έτσι, ήθελα την αύρα της, ήθελα να είμαι μαζί της σ εκείνο το μέρος το παράξενο, ούτε που μ ένοιαζαν όλα γύρω, κι αυτή το ήξερε ότι ήμουν καλός, ένα σωρό κόλπα είχε βρει για να με πλησιάσει, να μου θυμίζει τη παρουσία της όταν πήγαινα να την ξεχάσω, περνούσε δίπλα μου, στέκονταν μπροστά μου, έλεγα ότι μιλούσε με κείνον το τύπο το μακρυμάλλη αλλά μετά τόπιασα, ήταν εξώφθαλμο , κάτι θα είχε δει απάνω μου, κάτι θα υπήρχε στο βλέμμα μου ή κάπου αλλού τέλος πάντων έτσι δεν είναι, με χρειάζονταν κι αυτή σίγουρα, οι άλλοι τριγύρω είχαν πάρει χαμπάρι τι γίνονταν αλλά εγώ δεν έδινα δυάρα, ήμουν συγκεντρωμένος σ αυτήν μονάχα, δεν υπήρχε τίποτα άλλο για μένα εκεί πέρα, δεν ήθελα τίποτα περισσότερο,δε μπορούσα παρά ευχαριστημένος να ήμουνα, τι άλλο να ζητήσεις !

Εκείνα τα φλας άστραφταν μες το μυαλό μου όλη την ώρα ύστερα, όλα στροβιλίζονταν γύρω κι εγώ ήμουνα χαρούμενος, σιντριβάνια στην Αντιγονιδών, παιδιά παίζανε σε περιστέρια ανάμεσα, βράχοι κάθετοι γεμάτοι μούχλα κι αυλάκια νερού που έσταζαν αργά - αργά ψηλά στις Συκιές, αμάξια παρατημένα από αποβραδίς έχασκαν μονάχα τους στη μέση του δρόμου, σπίτια ξέθωρα με σοβάδες πεσμένους, πόρτες σκουριασμένες, ρούχα πεσμένα από μπαλκόνια είχαν μπλεχτεί στα κλαδιά των δέντρων, κεραίες μεταλλικές , κάστρα ανεμισμένα, όλα ανάκατα!

Κορίτσια με δέρμα από άχνη φορούσαν κάτι δαχτυλίδια χρυσά με αλλεπάλληλες επιφάνειες σκαλισμένες απάνω τους κι άλλα σα ξωτικά περίμεναν κάποιον στην Καμάρα φορώντας κάτι καπέλα περίεργα, κι άλλα με παλτά που έμοιαζαν με μανδύες απ τους οποίους κρέμονταν κρόσσια κόκκινα, κάποιος με καπέλο τσακισμένο και μπέρτα κι ένας άλλος με όψη βγαλμένη από παραμύθι κι ένας ζητιάνος που περπατούσε στο πλάι σα κάβουρας, ξωτικά παντού !

Μια κοπέλα με δαχτυλίδια περασμένα στα πάνω και κάτω απ τα χείλη της σφουγγάριζε σ ένα ίντερνετ καφέ, ''Συγγνώμη!'' μου είπε σε μια στιγμή κι ήταν πολύ ευγενική, δεν ξέρω τι είχαν πάθει όλοι, πορείες  κατά την Αριστοτέλους, κάποιος έβγαζε φωτογραφίες , φλας και λάμψεις  και κατά κει  , συνθήματα κόκκινα που έσταζαν  στο άγαλμα του Βενιζέλου, κάποιος ανεβασμένος σ'  ένα γερανό κλάδευε μια λεύκα  μ'  ένα αλυσοπρίονο δίνοντας της ένα σχήμα σα γλυπτό αλλόκοτο, εγώ ήμουν ζαλισμένος απ τα φλας εκείνα ακόμα, χάζευα τους τροχούς των αμαξιών που γύριζαν ατελείωτα, χάθηκα , παραιτήθηκα, τα ξέχασα όλα,  εγκαταλείφθηκα εντελώς!

Στη τράπεζα πήγα να πληρώσω τη πιστωτική κάρτα μα άλλα χαρτιά έβγαλα, ότι νάναι, ο υπάλληλος με κοίταζε άγρια, έξω απ το κτήριο γκαράζ σκοτεινά κατέβαιναν προς τα κάτω με επιγραφές:'' Κατέρχεσθε βραδέως!'', ανηφόρες κατά το Φοίνικα, κατηφόρες κατά την Αγίας Σοφίας που βγάζουν στη θάλασσα κατευθείαν, ένα σκυλί Δαλματίας με κηλίδες μαύρες γεμάτο έτρεχε σα παλαβό, χωριάτες είχαν γεμίσει τη πόλη για την ΄΄Αgrotica’’, τύποι με χέρια χαρακιές γεμάτα έτρωγαν σάντουιτς από καντίνες αραδιασμένες πλάι σε κλούβες των ΜΑΤ, τα ξέρω καλά αυτά τα χέρια έτσι ήταν της μάνας και του πατέρα μου ύστερα από χρόνια μες τον αέρα εκτεθειμένα στο κρύο και στο λιοπύρι χειμώνα καλοκαίρι!

Τα φλας άστραφταν μες το μυαλό μου, στα ενεχυροδανειστήρια χρυσάφια ανταλλάσσονταν, λάμψεις κι αστραπές κι ακτινοβολίες και κατά κει, στα καφέ τα κορίτσια μου χαμογελούσαν, όπως προχωρούσα στη παραλία κοιτάζοντας κατά τους γερανούς πέρα μακριά ένα ζευγάρι περνούσε από δίπλα, η κοπέλα με κοίταξε βαθιά μες τα μάτια, ποιος ξέρει πως έδειχνα τη στιγμή εκείνη!

Σ ένα μαγαζί που πήγαμε με τον κυρ Γιάννη ν αλλάξουμε τα γυαλιά του μια συλλογή από ορυκτά υπήρχε, χαλαζίες ιρίδιζαν παράξενα τις αποχρώσεις του λιθίου και του αργίλου και του νατρίου που περιείχαν, οι ορείτες λίθοι με ινώδη υφή που έχουν υψηλό βαθμό διάθλασης αστραποβολούσαν, κάτι άλλα πετρώματα που περιέχουν απειροελάχιστες ποσότητες άλλων στοιχείων κι αυτό τους δίνει μια λάμψη που διαπερνά τα αλλεπάλληλα στρώματα τους, κοράλλια σπάνια με σκελετό από ασβεστόλιθο, κυανά και κοκκινωπά, κι άλλα πετράδια ημιπολύτιμα προϊόντα άνθρακα αλλοτροπικού που έλαμπαν άλλο περισσότερο κι άλλο λιγότερο καρτερώντας μια σφενδόνη πάνω σ ένα δαχτυλίδι να τα υποδεχθεί !

Προϊόντα πετρωμάτων εκρηξιγενών βλέπαμε, άλλα από καθαρό άνθρακα φτιαγμένα μέσα από διαδικασία εκατομμυρίων χρόνων, μερικά είχαν μέσα τους θραύσματα κλεισμένα, με αποχρώσεις όπως αυτή του κονιάκ, ορυκτά περίφημα επεξεργασμένα με οξείδιο του τιτανίου όπως μας είπε ο Ιταλός ιδιοκτήτης του καταστήματος, όλα άστραφταν και μπερδεύονταν με τα φλας που αναβόσβηναν στο μυαλό μου καθώς έκλεινα τα μάτια ενώ σε μια γωνιά υπήρχε ένα πολύ μεγάλο που το λένε αυτοκρατορικό ζαφείρι , αυτό λέει απορροφά το φως στη γαλαζοπράσινη περιοχή του φάσματος!

Όπως ήμουν ζαλισμένος πήγα να δω ένα κορίτσι άρρωστο   στο νοσοκομείο, και πάλι σκεφτόμουν να μη πάω όμως πήγα κι εκεί , ούτε τηλέφωνο πήρα, στους διαδρόμους άστεγοι βρώμικοι, ξαπλωμένοι σε πάγκους  λίγη ζεστασιά έψαχναν , γέροι με ορούς στο χέρι περιφέρονταν , κάποιος βογκούσε από κάπου μακριά, μια νοσοκόμα αναστέναζε σηκώνοντας το κεφάλι, μια τηλεόραση έπαιζε σ ένα θάλαμο, φώτα και λάμψεις κι από κει μέσα, κάτι θύελλες έδειχνε από ένα λιμάνι όπου τα κύματα έδερναν τον λιμενοβραχίονα, μια πόρτα κλειστή βρήκα, ''Ας την ανοίξω!'' είπα μέσα μου ''...αφού ήρθα μέχρι εδώ!''

  Βρήκα μόνες τους τις δυο γυναίκες, η μάνα  πρόσεχε το πανέμορφο κοριτσάκι της, αυτό με τα κοραλλένια χείλια και τις ραφές στην κοιλιά που έμοιαζε σα να την είχαν γαζώσει με συρραπτικό, εκείνη η γυναίκα λοιπόν άρχισε να μιλάει, μου είπε την ιστορία της κι εγώ άκουγα έτσι ζαλισμένος όπως ήμουνα, μου μίλησε για κάποιον που είχε παντρευτεί προτού γίνει είκοσι χρονώ,  τη πήγε σ ένα μέρος κοντά στη θάλασσα μ ένα περιβόλι γεμάτο μηλιές και καρυδιές και φουντουκιές, ήταν ο καιρός που τα δέντρα γέμιζαν καρπούς που κρέμονταν στα κλαδιά κι αυτή τρελαίνονταν για φρέσκα καρύδια και το γέρικο ζευγάρι που κατοικούσε εκεί πέρα την αγαπούσε, κάθε πρωί της έφερνε μια αγκαλιά τριαντάφυλλα φρεσκοκομμένα, μοσχοβολούσε ο τόπος,  στην αυλή έψηναν γουρουνόπουλα σ ένα φούρνο σκαμμένο στο χώμα κολλώντας ψωμιά στα τοιχώματα του, ήθελαν να τους γράψουν εκείνο το σπίτι σ εκείνον τον ευλογημένο τόπο γιατί δεν είχαν παιδιά .

Όμως εκείνος ο άντρας της ήταν εντελώς άχρηστος, ένα ζώο και μισό , ένα μπάζο, ένα τίποτα,  την κακομεταχειρίζονταν ήταν και γύφτος τρομάρα του, δε την άφηνε ούτε ένα ρόδι ν αγοράσει  από κείνα τα κόκκινα που κουβαλούσαν στο παζάρι οι γυναίκες από μακριά, ρόδια που είχαν σπάσει κι οι σπόροι τους ξεχύνονταν από μέσα πορφυροί, μια φορά κιόλας που ήταν μεθυσμένος την είχε στριμώξει στη κουζίνα, κάτι άσχημο της είπε κι εκείνη αντέδρασε και τότε αυτός της έδωσε ένα σκαμπίλι δυνατό !

Όταν την είδε πως ήτανε η αδερφή της η Βέρα που τους επισκέφθηκε κατατρόμαξε, ''Μάνα δε τη βλέπω καλά την Ελένη, σαράντα κιλά έμεινε !'' κι εκείνη η μάνα, καλά πρέπει να ήταν πολύ σούπερ εκείνη η γριά μιλάμε , δεν έχασε καιρό, πήρε τους γιους της και τον πήραν παραμάζωμα το γύφτο, τον έστειλαν στο διάβολο,τους φοβήθηκε το μάτι του, τα έκαναν μαντάρα όλα,  ''Εγώ το παιδί μου δε τόχω για ξόδεμα σκύλε !'' του είπε του τρισκατάρατου, τη μάζεψαν όπως ήταν από κείνο το τρελοκομείο κι από κείνο τον γύφτο, ας πήγαινε να λέει ότι ήθελε το χωριό ολόκληρο !

Κι άλλα έλεγε εκείνη η γυναίκα καθώς εγώ έτρωγα από ένα τάπερ πουρέ με κοτόπουλο κι ένα γιαούρτι σπιτικό που είχε φέρει η γυναίκα για το παιδί που χρειάζονταν τροφές με ρευστή υφή μέχρι να στρώσει το στομαχάκι του,  κι άλλα πράγματα τυπήρχαν έξω απ το παράθυρο όπου είχε φτιάξει ένα μικρό ψυγείο αυτοσχέδιο στο περβάζι με το κρύο της ατμόσφαιρας να διατηρεί τα προϊόντα , εγώ ήμουν ζαλισμένος απ όλα αυτά, κάτι για  εγχειρίσεις λέγανε, ότι όλο το θέμα είναι μέχρι να σε ναρκώσουν, να σου βάλουν εκείνη τη περίεργη  μάσκα στο στόμα, έπειτα μετράς ως το τρία κι άντε γεια,από δω παν κι άλλοι,   όλα χάνονται, όλα θολά γίνονται, έξω απο το παράθυρο ψηλά  τα  αερόπλανα έγερναν λοξά αλλάζοντας κατεύθυνση, μια καταιγίδα κάπου έπιανε, αστραπές και λάμψεις κι εκλάμψεις κι αστραποβολήματα και κεραυνοί γαλαζωποί και φλας φωτογραφικά  αναβόσβηναν στο μυαλό μου σ όλες τις περιοχές του φάσματος καθώς έκλεινα τα μάτια....

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...