Κυριακή 26 Ιανουαρίου 2025

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των υδρατμών, κάθισε να δει κάτι στην τηλεόραση κι όταν κοίταξε πάλι από το παράθυρο η ομίχλη είχε φτάσει μέχρι εκεί, άνοιξε την εξώπορτα και είδε έκπληκτος ότι έξω είχε σχεδόν σκοτεινιάσει, η ομίχλη ήταν τόσο πυκνή που κάλυπτε τα πάντα σα να είχε γίνει έκλειψη ηλίου, το τοπίο είχε μεταβληθεί σε μια στιγμή, τόσα χρόνια που ζούσε εκεί πέρα πρώτη φορά έβλεπε τόσο πυκνή ομίχλη, ακόμα κι ο σκύλος του που ήταν δεμένος στην αυλή φάνηκε παραξενεμένος, σήκωσε το κεφάλι του κι άρχισε να αλυχτά όπως κάνουν οι λύκοι, οι γάτες πάλι είχαν μαζευτεί στο μπαλκόνι και κοιτούσαν κατά το λόφο, από κει που είχε έρθει το άσπρο πέπλο, όλα έμοιαζαν πολύ παράξενα. 

Χρόνια πολλά ζούσε σ’ εκείνο το σπίτι που ανήκε στον πεθερό του, όταν είχε πάει πρώτη φορά εκεί πάνω δεν υπήρχε κανένας, μονάχα ένα κέντρο εξοχικό που μάζευε κάθε σαββατοκύριακο ένα σωρό κόσμο. Εκείνου όμως του άρεσε η ησυχία, ήθελε τα παιδιά του να μεγαλώσουν σε σπίτι με αυλή, να περπατούν στα χώματα και να συνηθίζουν τη φύση όπως είχε συνηθίσει κι εκείνος στο χωριό όπου μεγάλωσε. Αυτό που τον είχε τραβήξει περισσότερο ήταν το ρέμα που έτρεχε ανάμεσα σε δυο υψώματα στο λόφο απέναντι, υπήρχε ένα χωράφι που έμοιαζε με πίνακα ζωγραφικής καθώς απλώνονταν στην πλαγιά και είχε ένα μεγάλο δέντρο στη μέση, έμοιαζε με απεικόνιση του Βαν Γκογκ. Ένας φίλος του καθηγητής που διάβαζε ιστορία, του είχε πει πως εκείνο το μέρος λέγονταν παλιά Βαθύς Ρύαξ, ήταν πέρασμα στρατηγικό, εκεί είχε γίνει κάποτε μια μεγάλη μάχη, αυτό του είχε αρέσει πολύ. Το πιο ωραίο πράγμα που είχε δει όλα αυτά τα χρόνια εκεί πέρα ήταν το χιόνι που είχε πέσει πρόσφατα, οι κορυφές των λόφων απέναντι από το σπίτι του είχαν ασπρίσει και τη νύχτα αντανακλούσαν το φως του φεγγαριού, όλος ο χώρος γύρω έφεγγε λες και υπήρχε κάποιος προβολέας πάνω στους λόφους, η σκηνή όλη ήταν μαγική. 

«Με τέτοια ομίχλη που να πάμε;» είπε κοιτάζοντας το σκύλο που αδημονούσε και γαύγιζε σα να έλεγε «έλα τώρα, σιγά το πράγμα, μια βόλτα θα κάνουμε» , «εντάξει!» είπε κι έλυσε το σκοινί του. Το ζώο πετάχτηκε αμέσως κουνώντας την ουρά του, ήταν ένας μεγαλόσωμος ποιμενικός, του τον είχε δώσει ένα φίλος κτηνοτρόφος από το χωριό, τον είχε πάρει κουτάβι, μια σταλιά, τον είχε εκπαιδεύσει υπομονετικά για χρόνια κι ο σκύλος τον άκουγε . Ο μικρός του γιος αγαπούσε πολύ το σκυλί, το φώναζε ‘’Μαν’’ , θα είχε δει σίγουρα κανένα έργο αμερικάνικο ή θα είχε ακούσει κανένα τραγούδι όμως του ταίριαζε κι αποκρίνονταν πάντα όταν το φώναζαν μ’ αυτό το όνομα. Μεγαλώνοντας ο σκύλος είχε γίνει θηρίο, έφτανε μέχρι την κοιλιά του κι όποιος ερχόταν στο σπίτι απορούσε μ’ εκείνο το ζώο, τα παιδιά όλη την ώρα έτρεχαν μαζί με το σκυλί στην αυλή τους, τον έβγαζαν βόλτα πάνω στους λόφους μαζί μ’ ένα άλλο μικρό σκύλο που είχαν, πολλές φορές τον έπαιρναν και στο δωμάτιο τους αν και τους είχε πει ότι αυτό απαγορεύονταν…  

Έβαλε τα αθλητικά του παπούτσια, φόρεσε το λουρί στο λαιμό του σκύλου, βγήκαν σ’ ένα χωματόδρομο κι από κει ακολούθησαν ένα μονοπάτι που ακολουθούσε την πορεία του Βαθέος Ρύακος . Παντού γύρω υπήρχαν μονοπάτια ανάμεσα στα πουρνάρια που είχαν φυτρώσει, κι αν δεν ήξερες το μέρος μπορούσες να χαθείς μέσα σε τόσο πυκνή ομίχλη. Σε κάποιο σημείο έπρεπε να περάσουν από ένα κομμάτι ασφαλτοστρωμένο που χρησιμοποιούσε πολύ κόσμος για να κόψει δρόμο και να βγει στην Εθνική Οδό. Όπως διέσχιζαν την άσφαλτο είδε ξαφνικά μέσα από την ομίχλη να βγαίνει ένα αμάξι μ’ ένα φανάρι μονάχα αναμμένο, το αυτοκίνητο έτρεχε με τόση φόρα που παρά λίγο να τους χτυπήσει, ο σκύλος πετάχτηκε στην άκρη κι άρχισε να γαυγίζει ενώ το αμάξι πήγε να πάρει μια στροφή απότομη κι όπως έτρεχε με μεγάλη ταχύτητα βγήκε από το δρόμο και κατέληξε φρενάροντας πάνω σε κάτι θάμνους.  

Έτρεξε αμέσως κατά κει μαζί με το σκυλί να τον ακολουθεί γεμάτο έξαψη και περιέργεια, το αυτοκίνητο είχε καταλήξει ανάμεσα σε δυο μικρά δέντρα, δεν φαινόταν να είχε χτυπήσει σοβαρά. Πλησίασε να δει τι συνέβαινε , έσκυψε πάνω από το τζάμι του οδηγού και είδε έναν τύπο να προσπαθεί ν’ ανοίξει την πόρτα. Τράβηξε με δύναμη το χερούλι αλλά έμοιαζε κολλημένο, έβαλε το πόδι του σαν μοχλό πάνω στο αμάξι και τράβηξε με όλη του τη δύναμη, χρειάστηκε να ζοριστεί πολύ μέχρι επιτέλους να την ανοίξει. Ο άνδρας βγήκε σέρνοντας το σώμα του και σωριάστηκε στο χώμα, πλησίασε να δει αν ήταν καλά, τον γύρισε για να κοιτάξει το πρόσωπο του κι έμεινε άναυδος «ρε Π εσύ είσαι, τι στο διάβολο κάνεις εδώ; » φώναξε. Δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο οδηγός ήταν το παλιό του αφεντικό, εκείνος ο παλαβός με τον οποίο δούλευε ένα καιρό σε κάποιο γυράδικο, είχε αφήσει μια γενειάδα γεμάτη άσπρες τρίχες και φορούσε κάτι ρούχα παλιά, ξεθωριασμένα, φαινόταν σε άσχημη κατάσταση. «Τι κάνεις εδώ πέρα ρε;» τον ρώτησε ο τραυματίας που τον αναγνώρισε αμέσως «καλά ρε σε σένα βρήκα να πέσω;» συνέχισε με φωνή ξεψυχισμένη ενώ το πρόσωπο του σφίγγονταν από τον πόνο, «πρέπει να έχω χτυπήσει το πόδι, κάλεσε ασθενοφόρο» συμπλήρωσε πιάνοντας το γόνατό του. Σήκωσε το κινητό αλλά εκεί πάνω δεν έπιανε τίποτα, δεν είχε σήμα, «έχουμε πρόβλημα» του είπε καθησυχάζοντας το σκύλο που όλη την ώρα γρύλιζε και κοιτούσε μια αυτόν, μια τον τραυματισμένο άντρα, «ήσυχα Μαν!» φώναξε, «κάτσε καλά !»  

Στέκονταν εκεί στη μέση του πουθενά τυλιγμένος από κείνη την καταραμένη ομίχλη και σκεφτόταν τι έπρεπε να κάνει. Και να σκεφτείς ότι πολλές φορές έβλεπε στον ύπνο του εκείνο το διαβολεμένο γυράδικο όπου του είχε βγει η πίστη. Ήταν μια εποχή δύσκολη, είχε χρεωθεί, τον κυνηγούσαν οι τράπεζες, είχε δανειστεί από φίλους ,είχε μαζέψει ένα σωρό χρέη, είχε στριμωχτεί, ένιωθε πόνους στο στήθος, ήταν σίγουρος ότι θα κατέληγε άσχημα και τότε έπεσε πάνω στον Π. Ήταν η μόνη του ελπίδα, τον πήρε στη δουλειά, σ’ ένα γυράδικο της κακιάς ώρας όπου όμως πήγαινε όλη η πόλη, όλος ο λούμπεν πληθυσμός και όχι μόνο. Γινόταν εκεί πράγματα τρελά, φασαρίες, χαβαλές, ένα σωρό κόσμος έτρωγε τζάμπα, στους έξω φαινόταν ότι ο Π ήταν ένας άγιος άνθρωπος όμως αυτούς τους είχε στην πείνα, πολλές φορές αναγκάζονταν να φύγει άρον άρον από κει πέρα για να μη γίνει καμιά φάση χοντρή, μάλωνε μαζί του μπροστά στον κόσμο, έπρεπε να δείχνει ψυχραιμία ολύμπια, ούτε κι ο ίδιος πίστευε ότι μπορούσε να κάνει τόση υπομονή όμως τη χρειαζόταν απελπισμένα εκείνη τη δουλειά κι ο άλλος δεν τον έδιωχνε με τίποτα, «μ’ αρέσεις γιατί δε λες όχι ποτέ» του είχε πει κάποτε και πράγματι έτσι ήταν πάντα, ότι και να του έλεγε κάποιος προσπαθούσε να το φέρει εις πέρας ακόμα κι αν δεν το είχε ξανακάνει ποτέ του. Ήταν μια πενταετία τρέλας, «δουλεύεις για τον Π, είσαι τρελός !» του είχε πει κάποτε κάποιος που γνώριζε το αφεντικό του κι απορούσε, το διάστημα εκείνο δεν ήθελε να το θυμάται όμως εκεί γνώρισε τη γυναίκα του, μέσα από τους εξευτελισμούς κατάλαβε τον περίγυρο του, και με κάποιο τρόπο όταν έφυγε από κει είχε βάλει σε τάξη τα οικονομικά του, δεν το πίστευε ότι είχε συμβεί όμως του είχε στοιχίσει, για καιρό δεν ήθελε ούτε να περνά από το στενό όπου υπήρχε το μαγαζί, αν έμενε ακόμα λίγο θα είχε αρρωστήσει...  

Τα είχε αφήσει όλα αυτά πίσω του και να τώρα που τα έβρισκε πάλι μπροστά του, «τελικά δεν ξεφεύγεις από το παρελθόν» έκανε τη σκέψη, «Μαν, κάτσε εδώ και πρόσεχε τον!» φώναξε κι ο σκύλος κατάλαβε αμέσως, πλησίασε τον άνδρα κι άρχισε να του γλείφει τα χέρια. Έτρεξε κατά το σπίτι του να ειδοποιήσει για βοήθεια, η γυναίκα του έλειπε, είχε πάει τα αγόρια στο ποδόσφαιρο κι η κόρη του ήταν στο φροντιστήριο. Κάλεσε ασθενοφόρο κι αμέσως έτρεξε πίσω ενώ η ομίχλη συνέχιζε να καλύπτει το σύμπαν γύρω του, πλησιάζοντας στο σημείο όπου είχε γίνει το ατύχημα άκουσε γαυγίσματα, όταν έφτασε είδε έναν άγνωστο να στέκεται πάνω από τον Π ενώ ο σκύλος είχε λυσσάξει και δεν τον άφηνε να πλησιάσει. «Τι θέλεις εδώ;» ρώτησε τον άγνωστο «μου έχει φάει δέκα χιλιάρικα» είπε ο άλλος « αγόρασα το μαγαζί του και τη νύχτα ήρθε και πήρε όλα τα ψυγεία, ξέρω ότι τα λεφτά τάχει πάνω του, αν δε μου τα δώσει θα τον φάω εδώ επί τόπου !» - «μη τον ακούς!» φώναζε ο Π που ήταν σε άσχημο χάλι αλλά ούρλιαζε σα λυσσασμένος, « ψέματα λέει, θα τον πάω στα δικαστήρια, είναι λαμόγιο!» Η σκηνή ήταν λίγο σουρεαλιστική, ο σκύλος ετοιμάζονταν να ορμήσει στον άγνωστο, ο Π αν και τραυματίας δεν είχε σκοπό να υποχωρήσει, ο άγνωστος πήγαινε να τον αρπάξει αλλά φοβόταν, η ομίχλη αντί να καθαρίζει είχε γίνει πιο πυκνή.  

Ήταν έτοιμος να σηκωθεί και να φύγει από κει πέρα κι ας γινόταν ότι ήθελε όταν φάνηκε ένα όχημα με δυο διασώστες που σήκωσαν προσεχτικά τον Π. «Θα πάω μαζί του στο νοσοκομείο» φώναξε ο άγνωστος, « δεν τον θέλω, είναι επικίνδυνος, διώξτε τον!» ούρλιαζε ο Π που είχε αναθαρρήσει. Έδωσε τα στοιχεία του στους διασώστες, μίλησε λίγο με τον άγνωστο που έδειχνε σκασμένος από την εξέλιξη και σηκώθηκε να φύγει από κει. «Ε Μαν ήρεμα!» φώναξε στο σκύλο που είχε ενθουσιαστεί από την ξαφνική περιπέτεια. Κοίταξε το ρολόι του, τώρα πια είχε πραγματικά νυχτώσει, «τι ήταν αυτό πάλι» σκεφτόταν κατεβαίνοντας το αρχαίο πέρασμα όταν ξαφνικά ένας αέρας άρχισε να φυσά από κάπου κι η ομίχλη εξαφανίστηκε σα να τράβηξε κάποιος μια κουρτίνα αόρατη. Οι χιονισμένοι λόφοι άρχισαν να φωτίζουν από ψηλά αντικατοπτρίζοντας μέσα στη ρεματιά το φως του φεγγαριού που είχε ανατείλει, κάπου στο βάθος το ασθενοφόρο έφευγε στριφογυρίζοντας τη φωτισμένη σφαίρα στην οροφή του, ο σκύλος έτρεχε μπροστά ενθουσιασμένος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΣΤΟ ΠΕΡΑΣΜΑ ΤΟΥ ΒΑΘΕΟΣ ΡΥΑΚΟΣ

Η ομίχλη έμοιαζε να κατεβαίνει από το λόφο, τράβηξε τις κουρτίνες να δει καλύτερα, τα σπίτια απέναντι είχαν καλυφθεί από το άσπρο στρώμα των...