Παρασκευή 25 Νοεμβρίου 2022

ΣΤΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΧΡΩΜΑΤΑ

Εκείνη τη στιγμή ένιωσε να τη χτυπούν από δυο μεριές, είχε τον πόνο της από τη μια καθώς την άφηνε ο άντρας της κι από την άλλη ο αδελφός της πανηγύριζε, «πάρτα τώρα, σου το είχα πει, σε είχα προειδοποιήσει !» αντί να της πει μια κουβέντα παρηγοριάς γελούσε, αυτό δεν το περίμενε. Ενστικτωδώς αμύνθηκε κι άρχισε να φωνάζει ότι δεν ήταν σωστό ο αδερφός της να υποστηρίζει ανοιχτά έναν ξένο, καλά αυτό ήταν πολύ τρελό, σχεδόν γελοίο, καθόταν εκεί στο μαγαζί δίπλα στη θάλασσα και το μυαλό της βούιζε, «πας καλά; » του φώναξε, «υποστηρίζεις αυτόν τον ηλίθιο, νόμιζα ότι ο αδελφός μου θα ήταν μαζί μου !»

Ήταν πολύ δεμένη με τον αδερφό της, τον είχε πρότυπο επειδή ήταν μεγαλύτερος. Όταν ήταν μικρή άκουγε τις κασέτες του με κάτι τραγούδια γερμανικά κι αμερικάνικα, έβλεπε τις φωτογραφίες του από κάτι κέντρα νυχτερινά της επαρχίας όπου χαμογελούσε με κάτι άλλους μουστακαλήδες με παντελόνια καμπάνες και κάτι μπότες χοντροκομμένες, είχαν και κάτι κοπέλες μαζί τους, κάτι κορίτσια όμορφα που γελούσαν κι εκείνα. Αργότερα, όταν παντρεύτηκε και πήγε να μείνει σε μια πόλη μακριά από το χωριό τους, τον επισκέπτονταν τα καλοκαίρια, εκεί είχε δει για πρώτη φορά μπάνιο κανονικό και της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, το χειμώνα που είχε παγωνιά έμπαινε εκεί μέσα και χανόταν μέσα στους ατμούς και το ζεστό νερό, πρώτη φορά έκανε ντους σε τέτοιο μέρος. Ένα βράδυ είχε πάει με τον πατέρα της, η νύφη τους είχε μόλις σαραντίσει κι ήταν κάπως περίεργη, ο πατέρας της έφυγε την άλλη μέρα αλλά εκείνη έμεινε λίγο ακόμα, στο σπίτι εκείνο υπήρχε ένα παράθυρο απ’ όπου περνούσε στη διπλανή μονοκατοικία κι εκεί έπαιζε ώρες πολλές μ' ένα κορίτσι που είχε την ίδια ηλικία…

Πάντα τον είχε πρότυπο τον αδερφό της και δεν μπορούσε να καταλάβει τη στάση του, ήταν τόσο οφθαλμοφανές ότι δεν ήταν δικό της σφάλμα, ο άλλος την είχε αφήσει για μια βλαμμένη, είχε φερθεί ελεεινά, οποιοιδήποτε θα ήταν μαζί της όμως ο δικός της άνθρωπος γελούσε εκεί μπροστά της σα να έβλεπε κάτι αστείο, δεν μπορούσε να το χωρέσει το μυαλό της, «κοίτα» του είπε, «θα χρειαστώ λίγο καιρό να το ξεπεράσω, μπορώ να μένω μερικά σαββατοκύριακα στο σπίτι σου; Θα με βοηθήσει να ηρεμήσω, έχω τόσες αναμνήσεις από κει, μπορείς να μου δώσεις το κλειδί;»- «Όχι!» απάντησε εκείνος αποφασιστικά, κάθετα, «αυτό δε γίνεται, δε σου το δίνω, θα με ειδοποιείς και θα το κανονίζουμε» . Ίσως να είχε δίκιο, ίσως να είχε τους λόγους του όμως η ουσία ήταν ότι δεν τη βοηθούσε, γελούσε και την κατηγορούσε που δε πρόσεχε ενώ την ίδια στιγμή της έβαζε εμπόδια σε μια στιγμή δύσκολη, δεν μπορούσε να το δεχτεί, τον παρακάλεσε, τον ικέτεψε, σχεδόν έπεσε στα πόδια του αλλά ήταν σα να βρισκόταν απέναντι σε τοίχο, ήταν ανένδοτος.

Και να σκεφτείς ότι τον θεωρούσε τον πιο κοντινό της άνθρωπο μέσα στην οικογένεια και σ’ όλον τον κόσμο, όταν έχτιζε το δικό του σπίτι τον βοηθούσε να το στήσουν, είχε ρίξει δουλειά απίστευτη, έβαφαν και σοβάντιζαν ώρες ατελείωτες για να γλυτώσουν λεφτά κι όταν τέλειωσαν της άρεσε πολύ, πήγαινε συχνά και καθόταν κάνα δυο μέρες. Το πιο ωραίο πού είχε ήταν ένα παράθυρο μεγάλο που έβλεπε κατά τη θάλασσα αν καθόσουν στον καναπέ μπορούσες να δεις πέρα μακριά ένα νησί κι ακόμα πιο πίσω όταν ο καιρός ήταν καλός ένα άλλο χαμένο μέσα στα σύννεφα και την ομίχλη. Στο σπίτι εκείνο είχε δει μια ταινία που τη θυμόταν για χρόνια, έπαιζαν ο Ρίτσαρντ Μπάρτον και η Τατούμ ο Νηλ, εκείνος ήταν ζωγράφος κι εκείνη ένα κοριτσάκι κι είχαν ερωτευτεί κι είχε πάει να τον βρει σε κάποια πόλη, της είχε κάνει μεγάλη εντύπωση εκείνη ταινία. Εκεί είχε ακούσει και κάτι τραγούδια που της είχαν αποτυπωθεί, «Αυτή η νύχτα μένει» με τη Γιώτα Λύδια, ένα άλλο του Μητσιά, «Ποτέ ξανά, τα μάτια σου τα φωτεινά δε θα με ντύσουν γιορτινά», κι ένα ακόμα «στα χιλιάδες χρώματα, ας ήταν να βρεθώ» της είχαν μείνει εκείνα τα τραγούδια…

Δεν ήταν η πρώτη φορά που την απογοήτευε, κάποια στιγμή ήθελε να ξεκινήσει κάτι, μια δουλειά, και του είχε ζητήσει βοήθεια, εκείνος ήταν προσηνής κι ευπροσήγορος όπως πάντα αλλά δεν έκανε και πολλά, κάτι αόριστες υποσχέσεις και κάτι ψιλά μόνο της έδωσε για το θεαθήναι περισσότερο, όλο το λούκι μόνη της το πέρασε. Κι όταν πέθανε ο πατέρας τους διαπίστωσε ότι είχε σηκώσει όλα τα λεφτά από τον οικογενειακό λογαριασμό χωρίς να της πει κουβέντα, όταν το έμαθε την έπιασε μια υστερία κι άρχισε να φωνάζει μπροστά στη μάνα της και σ’ όλο το σόι, περίμενε ότι θα συντάσσονταν κάποιος μαζί της όμως κανένας δεν τη στήριξε, κανένας δεν πήρε το μέρος της, ένιωσε ότι την είχαν προδώσει μέχρι το μεδούλι. Δεν την ένοιαζαν τα λεφτά, εκείνο που την πλήγωνε ήταν που δεν τη ρώτησε, δε νοιάστηκε για τη γνώμη της, την αγνόησε εντελώς σα να μην υπήρχε και κανείς δεν έβλεπε το οφθαλμοφανές, όλοι έμοιαζαν τυφλοί κι ασυγκίνητοι, από τότε έκανε πέρα το σόι, δεν το υπολόγιζε, όλοι είχαν αποδειχτεί άχρηστοι, ήταν σα να άλλαζε ο κόσμος γύρω της.

Νάτος πάλι λοιπόν να γελά μαζί της την ώρα που καίγονταν , δεν είχε αλλάξει ούτε εκατοστό κι ήταν εξωφρενικό, οι παλιές ιστορίες της ήρθαν στο μυαλό και την έκαναν έξαλλη, πήρε φόρα και του τα έχωσε άγρια, τον πήρε παραμάζωμα, όταν θύμωνε δε καταλάβαινε τίποτα, τα λόγια έβγαιναν από μέσα της σαν ποτάμι, όλη της η πίκρα ξεχείλιζε, «καλά είσαι βλάκας, επίτηδες το κάνεις, νομίζεις ότι δεν καταλαβαίνω, μα πόσο χαζός είσαι, πόσο ξεροκέφαλος, πόσο αλήτης, αν είναι να έχω αδέλφια σαν και σένα χίλιες φορές καλύτεροι οι εχθροί μου!» Τον είχε στήσει εκεί πέρα και τον κοπανούσε ανελέητα, εκείνος είχε μαζευτεί σε μια γωνιά και δε μιλούσε μονάχα την κοίταγε σα χαμένος, δεν έβρισκε να πει τίποτα, του τα θύμισε όλα και τον περιέλουσε με κάτι τέτοιες κουβέντες που όλοι γύρισαν και τους κοιτούσαν.

Ποτέ της δε φανταζόταν ότι θα έρχονταν έτσι τα πράγματα, ότι η ζωή θα γύριζε έτσι και το πρόσωπο που ήταν το πιο αγαπημένο της θα έφευγε τόσο μακριά, θα της έκανε τόσο κακό. Θυμήθηκε μια άλλη κουβέντα που της είχε πει κάποτε και δεν είχε δώσει σημασία τότε, « ξέρεις τι είπε ο δάσκαλος στο δημοτικό όταν πήγε ο πατέρας να ρωτήσει για μένα; είπε ‘’αυτό το άλλο το παιδί σου είναι απίστευτο, καμιά σχέση με τον αδερφό της !’’ ». Όπως το σκεφτόταν ήταν αγκάθι για κείνον, δε δεχόταν ότι η μικρή ήταν καλύτερη σε κάποια πράγματα, δεν μπορούσε να το χωνέψει. Από τότε που ήταν παιδιά το είχε βάλει στο μυαλό του κι έτσι ρίζωσε ο σπόρος της ζήλιας βαθειά και τον ακολουθούσε πάντα σ’ όλη τους τη ζωή . Όποτε βρίσκονταν σε καλή φάση εκείνος ήταν απόμακρος, όλο γκρίνιαζε, ποτέ δεν της είχε πει μια καλή κουβέντα. Μόνη της τα έβγαλε πέρα, μόνη της είχε κάνει καριέρα, σπίτι, οικογένεια κι ότι μπόρεσε τέλος πάντων. Όποτε είχε προβλήματα βέβαια ήταν κοντά της, έτρεχε, σκίζονταν ήταν στο στοιχείο του σα να ήθελε αυτή να είναι η μόνιμη κατάσταση, όμως αυτό δεν είναι υγειές έτσι δεν είναι; Δε γίνεται όποτε είμαι στα κάτω μου να είσαι εντάξει και μόλις πάω να χαρώ να φρίττεις, δεν είναι έτσι η φύση, δεν είναι λογικό, κάτι δεν πάει καλά. Τέτοια σενάρια έβλεπε μόνο στην τηλεόραση, αδέλφια που σκοτώνονταν, που βρίζονταν που έκαναν πράγματα τρελά και να τώρα εδώ μπροστά στα μάτια της τον έχανε, ένοιωθε ότι απομακρύνονταν, έφευγε μακριά, δεν μπορούσε να κάνει τίποτα κι ούτε ήθελε, είχε βαρεθεί τα καμώματα του «άι στο διάλο πια» έλεγε μέσα της, ήθελε την ησυχία της.

Από τότε που είχε αδειάσει τον λογαριασμό ήθελε να του τα πει χοντρά μα δεν έβρισκε την ευκαιρία. Τελευταία φορά είχαν συναντηθεί στο κέντρο της πόλης, σ’ ένα μέρος με καμάρες ψηλές κάτω από κάτι κολώνες, Νοέμβριος ήταν κι έβρεχε καταρρακτωδώς , είχαν καιρό να μιλήσουν, έπεσε πάνω του κατά τύχη και για λίγο ένιωσε όπως παλιά, πόσο της είχε λείψει! Ότι και να είχε γίνει ήταν ο άνθρωπος της για πολλά χρόνια, τον πονούσε, απ’ τι είχε μάθει τελευταία είχε κάνει κάτι ατασθαλίες, είχε διοριστεί κάπου και είχε κάνει κάτι λαμογιές, πάντα ήξερε ότι δεν ήταν και τόσο αθώος όμως τώρα επιπλέον είχε κι ένα πρόβλημα υγείας σοβαρό. « Δεν εξηγήθηκες καλά αλλά δε σου κρατώ κακία, να προσέχεις και μη φοβάσαι, θα σε γηροκομήσουν οι κόρες σου αν χρειαστεί, είναι καλά παιδιά» του είχε πει κι εκείνος σαν να παρεξηγήθηκε και της απάντησε με το γνωστό του ειρωνικό ύφος, «βιάζεσαι να με γεράσεις, ωραία είσαι κι εσύ !» Στεναχωρήθηκε τότε που τον είδε έτσι σε κακό χάλι, είχε αδυνατίσει, έκοψε και το τσιγάρο, χαμογελούσε σα να μην το έπαιρνε όλο αυτό στα σοβαρά, έτσι ήταν πάντα άλλωστε…

Όμως δεν είχε αλλάξει, η ζήλεια μέσα του δεν είχε φύγει ποτέ και το απέδειξε τώρα που τον χρειαζόταν, ήταν σα να της έλεγε «πάλι στα χέρια μου έπεσες, πάλι από μένα εξαρτάται, χωρίς εμένα δεν μπορείς!» αλλά όλο αυτό έπρεπε να τελειώσει, δε γινόταν να πάει έτσι, του τα είπε και ξεθύμανε κι εκείνος σηκώθηκε κι έφυγε χωρίς να πει τίποτα, τι να πει άλλωστε. Έμεινε μόνη της και βιάστηκε να φύγει από κείνο το καταραμένο μέρος, περπάτησε κατά την τεράστια τσιμεντένια προβλήτα που έκλεινε το λιμάνι στην είσοδο της πόλης, ανέβηκε κάτι σκαλιά και περπάτησε κατά μήκος του τσιμεντένιου φράγματος κοιτάζοντας τα ιστιοπλοϊκά, τις βάρκες και το νησί που διαγράφονταν πέρα στον ορίζοντα πίσω απ'  τα ρεύματα της θάλασσας, στο μυαλό της γυρνούσε ένα τραγούδι που άκουγε τότε που κοιμόταν στο σπίτι του αδελφού της,  « ποτέ ξανά, οι γειτονιές και τα στενά, δε θα μας δουν ποτέ ξανά» .

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...