Τετάρτη 7 Μαρτίου 2012

ENA ΣΙΔΕΡΟ ΑΝΑΜΜΕΝΟ

Όταν είμαι στα κάτω μου ακούω πολλα λαϊκά. Θυμάμαι κάτι περιπτώσεις όπως κάποτε σ' ένα ταξί που άκουγα  Μαργαρίτη '' Μια ζωή συμβιβάζομαι και τα λάθη σου σβήνω ...'' με τον ταξιτζή να έχει κρεμάσει το χέρι του μέχρι την άσφαλτο της Αγίου Δημητρίου. 'Αλλοτε σ' ένα λεωφορείο παλιό που μύριζε τσιγάρο, μ' εκείνες τις ασήκωτες πόρτες άκουγα ''Απονιά μου δείχνεις και φαρμάκι ρίχνεις..'' κι ο οδηγός τραγουδούσε αλλάζοντας ταχύτητες και μια άλλη φορά ένας οδηγός έξω από ένα στρατόπεδο στη Σταυρούπολη άκουγε στο ραδιοφωνάκι το ''Φταις εσύ...''. Για κάποιο λόγο που δε θυμάμαι τώρα ήμουν χώμα τότε.
Σ' ένα τραίνο που μας πήγαινε στην Αθήνα κάτι παιδιά είχαν μεθύσει κι άκουγαν το ''μη τολμήσεις νάρθεις στη Θεσσαλονίκη...'' κι ύστερα δεν μπορούσαν να κοιμηθούν όλη νύχτα δίπλα στον οπλοβαστό όπου τη νύχτα κλειδώνονταν και ξεκλειδώνονταν όπλα με κρότο  κι όταν ήταν να φυλάξουν σκοπιά στον τελευταίο όροφο ενός στοιχειωμένου κτηρίου κοιμόταν όρθια με την πλάτη στον τοίχο και δεν άκουσαν κάποιον που ανέβαινε αθόρυβα τα σκαλιά. Στον Έβρο, σ' ένα φυλάκιο που έμοιαζε με μοναστήρι κι είχε μια εικόνα θαμπή του κρυφού σχολειού στην είσοδο ακούγαμε Καζαντζίδη ''Άσε με να ζήσω μοναχός έγινα στο πόνο μου γιατρός'' βλέποντας στην τηλεόραση  τον '' Εξολοθρευτή'' να ανατινάζει φορτηγά κι αυτοκίνητα. Σ' ένα θάλαμο στην Πλάτη εκεί πάνω, από μια μεριά έπαιζε το ''μούκανες τη νύχτα μέρα και τη μέρα συμφορά ακατάληλη αγάπη ...'' κι από την άλλη το Magic bus από τις Τρύπες. Θυμάμαι και το ''Ένα σίδερο αναμένο που ο Β. Β. (Βασίλης Βασιλειάδης)  που τό γραψε  λέει ότι το άκουσε περνώντας από τα Καμένα Βούρλα σ' ένα ηλεκτρόφωνο  τσακίστηκε να γυρίσει πίσω γιατί του είπαν ότι γίνονταν χαλασμός μ' αυτό το τραγούδι.
Καζαντζίδη άκουγε κι ένας τύπος που κουβαλούσε σε μια σακούλα πλαστική ρετσίνες διάφανες κιτρινωπές, κάπου στην Άνω Πόλη '' Δεν αξίζει γι αυτήν πια να κλαίω...'' σ'ενα σπίτι δίχως παράθυρα ακούγαμε ένα βράδυ'' Απόψε ζούμε στα παραμύθια'' έχοντας αντίκρυ κάτι φώτα χλωμά και στο Λονδίνο είχα μαζί μου κάτι C.D. με Ινδούς που έπαιζαν  κρουστά κι ήταν σα να έβγαζαν μπουρμπουλήθρες, μαζί μ' ένα μπουζούκι απίστευτο. Μια καινούρια τραγουδίστρια έλεγε το '' όμως τώρα δεν μπορώ''και γω είχα δει τόσο πολλούς Ινδούς εκεί πάνω που είχα αρχίσει να νιώθω ότι ήμουν στη χώρα τους. Είχα και τη Βιτάλη εκεί  ''λιγο φως μες τα σκοτάδια αναζητούσα'' και κοίταζα τα άσπρα αγάλματα να λιώνουν από νοσταλγία ύστερα από αιώνες ξενιτιάς.
Ο Κοντογιάννης μ'έχει σώσει σε κάτι γιορτές και το C. D. του τοχω διαλύσει πια . Πάντα μ' άρεσε αυτός είτε τραγουδούσε ένα τουρκικό το ''Ογλάν ογλάν'' που το χόρευε η Νικολέτα με το θανατηφόρο κορμί γελώντας είτε τραγουδούσε Γιώργο Ιωάννου '' Πίσω μου σφαγεία φουλ λεωφορεία- πέρα στη πλατεία άδεια καφενεία'' Λαϊκά ωραία ακουγε κι ένας ταχυδρόμος χοντρός που δεν έζησε πολύ σ' ένα μαγαζί κάπου στη δεκαετία του Εβδομήντα και κάποιος άλλος Έλληνας μετανάστης τα χόρευε σε μια πίστα της Αλεξανδρούπολης.  Παλιά λαϊκά είχα ακούσει και στο Μινουί, ένα σκοτεινό υπόγειο με κάτι τραγουδίστριες κουρεμένες πολύ κοντά και κάτι τύπους με χρυσά δοντια που περιφέρονταν τρεκλίζοντας και κρατώντας κάτι πλάσματα περίεργα με παλτά που είχαν σχέδια λεοπάρδαλης απάνω τους.
Κι είχα ακούσει και μια ιστορία για ένα παιδί που έφερε κάποτε ένα μπουζούκι σ' ένα ψυχιατρείο κι ένας γαλανομάτης με μουστάκι τραγουδούσε το ''Αυτή ηνυχτα μένει '' σα να ήταν πραγματικά εκείνη η νύχτα η τελαυταία του, ενώ γύρω οι τρελλόι μουρμούριζαν κι ακλαιγαν προσπαθώντας να χορέψουν μα δεν μπορούσαν γιατί είχαν πάρει εκείνα τα χαπάκια τα άσπρα και τα πορτοκαλιά που δοκίμασα κάποτε και κόντεψα να σαλτάρω.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...