Πέμπτη 28 Μαρτίου 2013

ΟΛΑ ΔΙΚΑ ΣΟΥ

To βράδυ  σα γυρνώ σπίτι μετά τη δουλειά, μ αρέσει να πέφτω ξερός για ύπνο, άντε λίγο τηλεόραση ώσπου ν' αποκοιμηθώ, θα μπορούσα να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου κάπως έτσι.

Τα πρωινά όμως είναι μια άλλη υπόθεση, χρειάζομαι επειγόντως μια βόλτα στο κέντρο, αυτή είναι η έξοδος μου η καθημερινή, θέλω να νιώσω την ατμόσφαιρα της πόλης που ξεκινά το πρωί καθώς καπάκια φρεατίων χτυπούν με δύναμη σαν κάποιος να σπρώχνει από κάτω τους μες την ερημιά του πρωινού κι οι σκύλοι με τα τρία πόδια και τα περιστέρια με τα καμένα δάχτυλα από τους καυστήρες που πλησίαζαν για να ζεσταθούν το χειμώνα, γυρίζουν τα κεφάλια τους τρομαγμένα να δουν τι συμβαίνει.

Μια ματιά θέλω οπωσδήποτε να ρίξω στις εφημερίδες, αυτός είναι ο αγαπημένος μου τρόπος να μαθαίνω τι γίνεται εκεί έξω, στα φανάρια μπροστά αμάξια σταματημένα γυρνούν τις ρόδες τους δεξιά - αριστερά, στις στάσεις φωτογραφίες εξαφανισμένων μαζί με εικόνες του Στάλιν που κρέμασαν οι αριστεριστές, οι αόρατοι πρόποδες του Ολύμπου που μοιάζει να ίπταται ανατολικά, ο Κίσαβος χιονισμένος κατά το νοτιά, κατά τη Λάρισα.

Ελάφια τρέχουν ανάμεσα σε δέντρα, κυνηγημένα από αγριόσκυλα με κηλίδες στο σώματά τους στις οθόνες τηλεοράσεων στα φαστφουντάδικα , φτηνές τυρόπιτες και καφέδες στο πόδι, μουσική απαλή όπως ταιριάζει σ αυτήν την ώρα, γκαρσόνια ζωσμένα με ποδιές και πορτοφόλια, κοπέλες καθαρίζουν τζάμια κι άλλες σε γραφεία μέσα, σέρνουν τα δαχτυλάκια τους πάνω σε πληκτρολόγια.

Φορούν ζακετούλες γαλάζιες και σιέλ, βραχιολάκια χρυσά στο χέρι, θες να τις ρωτήσεις'' Μπορώ ένα φιλί να σας δώσω ;'', εκδρομικά λεωφορεία παρκαρισμένα, κοριτσάκια με γυαλάκια σφηνωμένα πάνω απ' τα χείλη τους ποζάρουν σοβαρά καθώς οι καθηγητές τους τα φωτογραφίζουν .

Αυτή είναι η ώρα που καθαρίζει το μυαλό όσο γίνεται, μπαίνουν προτεραιότητες, αποτυχίες θάβονται βαθιά στο βυθό του νου, στιγμές ωραίες και επιτυχίες της βδομάδας αναπολούνται γελάω μονάχος πολλές φορές ενθυμούμενος κάτι, ξεχνώ τη τσάντα μου όπου νάναι, τη μαζεύουν σ ένα μαγαζί με κινητά, τρακάρω σε δέντρα που με ραντίζουν με νερό της βροχής, θέλω λίγη ώρα  να ξελαμπικάρω, ένα κορίτσι κλαίει μιλώντας στο κινητό, θέλω να το ρωτήσω γιατί κλαίει το μανάρι μου, ποιος το πείραξε.

Κι ύστερα είναι τα Σαββατοκύριακα κι οι αργίες, άλλη ιστορία κι αυτή, τότε που ανηφορίζω τα πρωινά κατά τον Άγιο Δημήτριο, ταβλάνια και πικροδάφνες στο προαύλιο που φύτεψε ο παππούς μου κάποτε,   εδώ είχε βρει καθώς έσκαβε ένα νόμισμα ασημένιο πού έλαμπε στον ήλιο κι εδώ καρτερούσε να πληρωθεί μια μέρα καλοκαιρινή κι εγώ είχα πάει να του κάνω παρέα.

Στην εκκλησία ο Θανάσης ο γίγαντας που δουλεύει στη ασφάλεια του αεροδρομίου και δεν του ξεφεύγει τίποτα προσέχει ότι πάω κατευθείαν στο αναλόγιο δίχως να προσκυνήσω και πολύ, απηχήματα κι αρμονίες κι αντηχήσεις και συγχορδίες φωνητικές, υπέροχες,  πιάνουμε με τον Άρη που αντιλαλούν ανάμεσα στις κολώνες και στα κλίτη και στους εξώστες τους αρχαίους, γυναίκες παντρεμένες όμορφες που ντρέπεσαι να τις κοιτάξεις κρατούν μωρά στην αγκαλιά τους, άντρες κρατούν παιδιά που έχουν αποκοιμηθεί και το κεφαλάκι τους κρέμεται, γυναίκες κλαίνε πνιχτά αφού έχουν μεταλάβει κι αναρωτιέσαι τι τους συμβαίνει, τι κρίματα τους βαραίνουν.

Κι είναι κι ο κυρ Γιάννης που φεύγουμε μαζί και με διορθώνει καθώς περπατάμε και ξέρει εκείνα τα πατήματα τα παλιά που πρέπει να καρφώσω στο μυαλό μου οπωσδήποτε με κάποιο τρόπο, μια γυναίκα μας ακούει '' Πολύ ωραίο!'' ο κυρ Γιάννης: ''Είναι μαθητής μου''.

Στο σπίτι του η γυναίκα του που δούλευε υφάντρια ανάμεσα σε αργαλειούς και μηχανήματα γεμάτα χνούδια. Ο κυρ Γιάννης μου δείχνει το χειρόγραφο βιβλίο που του άφησε ο Ζαχαρίας ο παλιός ψάλτης, με σχέδια καλλιγραφικά, βυζαντινά, πουλιά και λουλούδια γεμάτο, μου λέει για την Αγιά Σοφιά όπου πήγε την άλλη χρονιά, για τον πελώριο διάδρομο απ όπου ανέβαινε ο Ιουστινιανός με το άρμα του που το έσερναν εκείνα τα υπέροχα άλογα να παρακολουθήσει τη λειτουργία από τον εξώστη, μου λέει για την Πέργαμο με τα έξοχα αρχαία μάρμαρα και για τις κατακόμβες της Καππαδοκίας, για τα κλειδωμένα ελληνικά σπίτια στο Αϊβαλί και για τον πατέρα του που δούλευε στα μεταλλεία χρυσού του Μποδοσάκη,  εκεί όπου σκοτώνονται σήμερα.

Τον έχασε τον πατέρα του στη κατοχή και ρωτούσε στα διπλανά χωριά γι αυτόν, κανένας δεν του είπε μια κακιά κουβέντα για τον μακαρίτη.

Κι ύστερα η γυναίκα του λέει για την Αθήνα όπου πηγαίνει να φυλάξει τα εγγόνια της κι ακούει τους ανθρώπους που φωνάζουν ότι τους έκλεψαν κάπου στο κέντρο κι όταν γυρνά στη Σαλονίκη ανοίγει η καρδιά της στην Εγνατία βλέποντας τα μαγαζιά και τα φώτα και τα παιδιά που τριγυρνούν τη νύχτα και τα χαλασμένα φανάρια που αναβοσβήνουν σα παλαβά κι άλλα δείχνουν συνέχεια πράσινο καθώς το αστικό τα διασχίζει με φόρα κι ο οδηγός ακούει στα ραδιοφωνάκι ''Όλα δικά σου φως μου''....

Κυριακή 24 Μαρτίου 2013

ΕΚΣΤΑΣΗ



Καί επέβαλεν ο θεός έκστασιν επί τον Αδάμ, καί ύπνωσε καί έλαβε μίαν των πλευρών αυτού καί ανεπλήρωσε σάρκα αντ' αυτής.

Καί ωκοδόμησεν ο θεός τήν πλευράν , ην έλαβεν από του Αδάμ είς γυναίκα και ήγαγεν αυτήν προς τον Αδάμ.

Καί είπεν Αδάμ: τούτο νύν οστούν έκ τών οστέων μου και σάρξ έκ της σαρκός μου ...

ΓΕΝΕΣΙΣ 2,   21,22,23




Τότε γίνονται όλα, στη φάση του ύπνου και της έκστασης

Αρχίζεις να την προσέχεις και ξαφνιάζεται όταν το συνειδητοποιεί, σου μιλά με το βλέμμα , αισθήματα όμορφα ξεχειλίζουν, σ ακουμπά στα δάχτυλα κι ανατριχιάζεις, θες να την προστατέψεις, την αισθάνεσαι ως κομμάτι σου, μέρος του σώματός σου, θες να κάνεις το καλύτερο γι αυτήν, είναι άνθρωπος δικός σου πια ,   προσέχεις τον εαυτό σου τώρα που ξέρεις ότι κάποιος σ αγαπά και νοιάζεται για σένα, βλέπεις τα νύχια και την επιδερμίδα της να γυαλίζουν όπως οι επιφάνειες των αγαλμάτων, σε κοιτάζει  και το βλέμμα της ς σε διαπερνά μέχρι μέσα βαθιά, γελά και φως σκορπίζει στη κάμαρα, ισιώνει  τα μαλλιά της, τα ρίχνει  στο πλάι, νιώθεις ζεστή τη καρδιά σου, όλα λιώνουν εκεί μέσα.

Ο κόσμος γύρω λιώνει κι αυτός, άνθρωποι περπατούν ανάμεσα σε δενδροστοιχίες, το Μέγαρο Μουσικής εισχωρεί σα βράχος καφετής, τεράστιος, στη θάλασσα, ποδηλάτες γέρνουν τα σώματα τους όπως στρίβουν, φορούν φόρμες κόκκινες και ρολογάκια πράσινα, φαράγγια από μπετόν υψώνονται, αραβουργήματα σχηματίζονται στα μωσαϊκά μπροστά στις εισόδους των πολυκατοικιών με τις σπασμένες τζαμαρίες,

Μια γριά μυστήρια σου ζητά το γλυκό που κρατάς και της το δίνεις, μια άλλη γυναίκα κρατά τον άρρωστο άντρα της μαλακά απ το μπράτσο , τον βοηθά τρυφερά να καθίσει , κορίτσια με μπλουζάκια αμάνικα σερβίρουν ποτά στα αναψυκτήρια, σαύρες απαστράπτουσες περπατούν στους γιακάδες των γυναικείων παλτών, συντριβάνια εκτοξεύουν νερό χρωματιστό στον αέρα.

 Ζητιάνοι έχουν σκορπίσει κέρματα γυαλιστερά στο πεζοδρόμιο και τα μετρούν, άλλοι πίνουν χυμούς φρούτων έξω από τα σούπερ μάρκετ, βουνά από ψωμιά στους φούρνους , μαχαίρια σκίζουν κόκκινα κρέατα πίσω από πάγκους, φλογοβόλα με γαλάζιες φλόγες καψαλίζουν κοτόπουλα, γλάροι στροβιλίζονται πάνω από κύματα, λωρίδες φιδωτές σα χείμαρροι σχηματίζονται πάνω στην επιφάνεια του νερού, δρόμοι λάμπουν μετά τη βροχή καθώς πέφτει το σούρουπο.

Το μυαλό συνέχεια τη σκέφτεται, ''Που νάναι τώρα, τι κάνει, τι σκέφτεται, πως περνά;'' έρχεται κοντά σου ξέροντας ότι δεν θα την πειράξεις όταν είναι ευάλωτη, δε μπορείς να το κάνεις αυτό, όλους τριγύρω τους αγαπάς τότε, τη νιώθεις να περνά από δίπλα σου κι αισθάνεσαι το άρωμα της να σε τυλίγει, θες να χαθείς μέσα του.

Ούτε που θες να υποθέσεις από τώρα μήπως κάτι πάει στραβά, δε θες να σκεφτείς γάμους και συμβιώσεις, μήπως δεν επιβιώσει αυτό το όμορφο πράγμα, μήπως η διαίσθηση σου έχει λαθέψει μήπως οι πρώτες εντυπώσεις ήταν απατηλές, μήπως ενσκήψουν ψέμματα και προδοσίες κι απάτες και διαζύγια, νύχτες μοναχικές σε στρώματα κρύα, ''Δε μπορεί'' σκέφτεσαι ''αφού λειτουργεί προγραμματισμένα, σα ρομπότ'', το ξέρεις πάντα ότι θάρθει στο τέλος εκεί που την περιμένεις.

Τα ψυχοσάββατα στις εκκλησιές γριές ανάβουν κεριά πάνω σε πρόσφορα για ανθρώπους που πέθαναν μονάχοι στα ξένα μακριά, λαμπάδες και πυρσοί και πομπές θριαμβευτικές στους τοίχους, περιστέρια βόσκουν σε κήπους πάνω στα ξύλινα τέμπλα, περιφορές εικόνων, θυσίες αιματηρές κι αναίμακτες, πρόσωπα αραδιασμένα όπως στις ζωοφόρους.

Νήματα και κλωστές αόρατες συνδέουν το παρελθόν με το παρόν, σε πάνε όλο και πιο πίσω, ανάγλυφα από την πομπή των Παναθήναιων, ύμνοι και ψαλμωδίες, σκάλες και κλίμακες όπου ανεβοκατεβαίνουν άγγελοι, ο Ιακώβ παλεύει με το θεό κοιτάζοντας τον κατάματα, η Αθηνά συντρίβει τους τιτάνες εν υψηλώ βραχίονι, όλα μπερδεύονται στο νου σου καθώς βλέπεις μωρά μέσα σε καλάθια σαν αυτό μέσα στο οποίο απόθεσαν τον Μωυσή στο Νείλο.

''Ας πάνε όλα καλά, ας μη κάνω κάνα λάθος μοιραίο και τα χαλάσω όλα, ας με σκέφτεται κι αυτή λίγο''' εύχεσαι καθώς μια θάλασσα από φώτα απλώνεται πάνω απ τη πόλη, χρώματα βιολετιά κατά τη δύση , στα ζαχαροπλαστεία μαχαίρια τεράστια κόβουν φέτες από τούρτες λευκές, εσύ για κάποιο λόγο δε θες να βάλεις τίποτα στο στόμα σου , κάποιος λιποθυμά και τρέχεις να τον βοηθήσεις μαζί με κάτι άλλους περαστικούς,''Παιδιά προσέχετε τα κόκαλα μου!'' προλαβαίνει να πει προτού κλείσει τα μάτια ....

Πέμπτη 21 Μαρτίου 2013

ΚΙΑΡΟΣΚΟΥΡΟ

Αυτοί οι φοιτητές είναι ωραίοι, πάνε στις πόλεις της επαρχίας αποβραδίς, ξημερώνονται σε δρόμους και σε πλατείες, κοιμούνται στο αυτοκίνητο παγώνοντας γιατί φορούν μια ζακετούλα, κάποιος απ αυτούς έχει πιει και παραμιλά στον ύπνο του ''Να πάρουμε τσίπουρο είναι φτηνό κατά δω'', το πρωί τους βρίσκει πεθαμένους απ τη κούραση, πάνε σ΄ ένα ξενοδοχείο να κοιμηθούν, βρίσκουν κουβέρτες και νιώθουν βασιλιάδες.

Καταλαβαίνουν τον αέρα κάθε πόλης, στην Ηγουμενίτσα πολύ χάλια λένε, σκυλάδικα γεμάτη, στη Ξάνθη πολύ ακριβά, στην Κοζάνη τζάμι, στη Φλώρινα και τη Καστοριά έξοχα, στη Κομοτηνή έχει ωραίες γυναίκες, στη Καλαμάτα πολλές Ουκρανές, δε τους ξεφεύγει τίποτα, νιώθουν τα βλέμματα τα απωθητικά των ανθρώπων της επαρχίας που καρφώνονται απάνω σου, αγαπούν τη Σαλονίκη πάνω απ όλα, άκου να δεις.

Τώρα που μεγαλώνει η μέρα και το φως ξεχύνεται ανελέητο θες να φύγεις, δε μπορείς να συμμαζέψεις το μυαλό σου , ο κυρ Γιάννης μου λέει για τότε που δούλευε αντιπρόσωπος κι όργωνε την Ελλάδα με τη Μερσεντές του, στο Πόρτο Λάγος και στην Στυλίδα σταματούσε για ψάρι φρέσκο, έξω απ τη Λάρισα τον είχαν σταματήσει γιατί έτρεχε με διακόσια πενήντα χιλιόμετρα κι οι αστυνομικοί τον κυνηγούσαν μέχρι τη Λαμία.

Στο Άγιο Όρος μου λέει ότι δούλευε κάποτε, σε κάτι μοναστήρια με την αρχαιολογία, μαγείρευε, έναν μπαξέ τεράστιο του είχε παραχωρήσει ένας ηγούμενος, να παίρνει ότι θέλει μπορούσε, μια τριανταφυλλιά υπέροχη φύτρωνε κατά κει, έβγαζε λουλούδια σε χρώμα κιαροσκούρο, σαν αυτό στους πίνακες του Ρέμπραντ, καλόγεροι που έμοιαζαν με στάρετς του Πούσκιν πηγαινοέρχονταν στον όρθρο και στις αγρυπνίες, ζωγραφιές κι αγιογραφίες στα βράχια, καλαμάρια τηγανητά στη παραλία κατευθείαν απ τη θάλασσα με ούζο για συνοδεία, μπορεί να πάω κατά κει το καλοκαίρι.

Κι άλλες ιδέες έχω για το καλοκαίρι, ο παπά Θανάσης ο φίλος μου οργανώνει εκδρομές σε κάτι μοναστήρια στη Αίγινα και στη Σπάρτη, έχει λέει κάτι φαράγγια τρομερά κατά κει, ο οδηγός τους κατεβάζει όλους προτού διασχίσει τον τρομερό γκρεμό, οι καλόγεροι πάνε και χτίζουν στα πιο περίεργα μέρη.

Θάθελα να δω κάτι μέρη που περιγράφει ο Μακρυγιάννης, το Μακρυνόρος και τους Αβαρίνους και τη Πύλο, εκεί όπου είχε κλειστεί σε κείνο το σάπιο κάστρο κι έπιναν από μια στέρνα μ ένα καλάμι καθώς τους πολιορκούσαν τ άτια του Μπραϊμη και τ άλλα κάστρα θα ήθελα να δω, αυτά που είχε οχυρώσει καλά αυτή τη η φορά γεμίζοντας τα με ρακί και ζαϊρέδες, έτοιμος να πολεμήσει ώσπου να λιώσουν τα κοκαλάκια του καθώς οι Τούρκοι περνούσαν από πάνω του και τον αφάνιζαν.

Κι άλλα μέρη θα ήθελα να δω εκείνα όπου σκοτώθηκαν οι Λακεδαιμόνιοι με τους Αθηναίους, εκεί όπου έγιναν πολιορκίες κι αποκλεισμοί κι οι πολιορκούμενοι έπρεπε να φύγουν νύχτα μες την καταιγίδα και το χαμό, σκάβοντας τούνελ, προσπαθώντας να ξεφύγουν το μίσος το αδελφοκτόνο.

Στα νησιά επίσης πρέπει νάναι ωραία, στη Μυτιλήνη και στη Δήλο και στη Μήλο που ρήμαξαν οι Αθηναίοι στον ίδιο πόλεμο, πρέπει νάναι όμορφα στο Αιγαίο το καλοκαίρι όπως ο αέρας δε σταματά να δέρνει τα κύματα κατεβαίνοντας απ το βορά κι οι γλάροι πετούν παράλληλα με τη θάλασσα και τα κύματα λυσσομανούν γύρω από βράχους σκορπισμένους καταμεσής στο πέλαγο.

Σαν τους φοιτητές δε με νοιάζει και μένα η ταλαιπωρία, διακοπές πας ρε φίλε, οι παλιότεροι ταξιδευτές σα τον Φλωμπέρ τυλίγονταν με κατσικοτόμαρα κι έτρωγαν βροχές και χιόνια, στα χάνια δεν τους άνοιγε κανείς τη πόρτα, βρωμιά και δυσωδία σε κείνα τα σκοτεινά καταλύματα, τύποι υποχθόνιοι και καταχθόνιοι λυμαίνονταν τους δρόμους τις νύχτες, έμεναν νηστικοί για μέρες κανένα κοτόπουλο ή αυγά τους έδιναν οι χωρικοί κι όλα αυτά για δουν το βουνό όπου άφησαν τον Οιδίποδα βρέφος να πεθάνει γιατί τον κυνηγούσε κείνη η κατάρα, ή το στενό των Θερμοπυλών που κάποτε ήταν πολύ πιο κοντά στη θάλασσα, ή τις πηγές και τα ιερά νερά στους Δελφούς όπου η Πυθία ζαλισμένη αμολούσε τους ακαταλαβίστικους χρησμούς της μασουλώντας παραισθησιογόνα χόρτα.

Πολύ μ αρέσει όπως κοιτάζω τους προβολείς τους αραδιασμένους στις εθνικές οδούς, άνθρωποι με γιλέκα φωσφορούχα διορθώνουν κάγκελα σπασμένα, ποτάμια αδειάζουν σε θάλασσες, πουλιά άσπρα βουτούν το κεφάλι τους στο νερό το λιόγερμα, σπίτια σκεπασμένα με σχιστόλιθους, περιβόλια ακαλλιέργητα, χωράφια παρατημένα, χωριά ερημωμένα, στο ράδιο ειδήσεις από τον έξω κόσμο να μάθεις τι στο δαίμονα γίνεται εκεί έξω, δρόμοι δαιδαλώδεις, ατμόσφαιρα θολή, όλα ρευστά, όλα συγκεχυμένα, το μυαλό σκόρπιο, δε ξέρεις που πας, ποιον δρόμο να πάρεις, όλα τα ενδεχόμενα ανοιχτά μπροστά σου καθώς ο ορίζοντας βάφεται από κείνο το χρώμα το κιαροσκούρο όπως στους πίνακες του Ρέμπραντ.

Δευτέρα 18 Μαρτίου 2013

ΣΚΑΠΤΗ ΥΛΗ

Τον είχε πιάσει απ το γιακά όταν τον έφεραν στο γραφείο του, ήταν τότε διοικητής και τούχαν πει ότι ο αστυνομικός έπαιρνε λεφτά από παντού, μας έδειχνε πως τον είχε στριμώξει.

Ένας παππάς μας έλεγε άλλα, για κάποιον που είχε εξομολογηθεί κάτι βαρύ κι αυτός του είπε να το κόψει μαχαίρι, ο άλλος δε το άντεχε ώσπου έπαθε καρκίνο ''Πάτερ ότι θέλετε'', έλεγε τώρα, ο Θόδωρος συνέχιζε για τον άχρηστο αστυνομικό, απ έξω εξομολογούνταν, εμείς φωνάζαμε, έπρεπε να μας είχαν στείλει στον αγύριστο κανονικά, όμως εγώ έπρεπε να φύγω για τη Δράμα και δεν είχα κανονίσει που θα μείνω το βράδυ μα δεν γίνονταν αλλιώς, έπρεπε να φύγω κι ας κοιμόμουν πάνω σε μια στοίβα καλαμιές.

Ετοίμαζα τη τσάντα όταν σκίστηκε το φερμουάρ της, ανάθεμα στους Κινέζους, στο πρακτορείο χαμός, μια γριά με μουστάκι ήθελε να καθίσει στη θέση μου, το M p3 μου άδειο, δεν είχα προλάβει να το φορτίσω, όμως αυτή η διαδρομή με φτιάχνει πάντα όπως κοιτάζω τους αφρούς να ασπρίζουν την παραλία της Ασπροβάλτας καθώς ξεχύνονται στην άμμο ασυγκράτητοι.

Λάσπη και βούρκο κατέβαζαν τα ρέματα, οι λίμνες γεμάτες επιτέλους, πόση βροχή έπεσε φέτος, κορμούς και κλαδιά κατέβαζε ο Στρυμόνας, στα χωριά καντηλάκια έκαιγαν ανάμεσα στα μάρμαρα των νεκροταφείων, γάτες δοκίμαζαν σάλτο μορτάλε περνώντας μπροστά από ρόδες , χιόνια στις κορυφές του σκοτεινού όγκου του Παγγαίου, αργεί πολύ η άνοιξη εκεί πάνω, φώτα άναβαν κατά το χωριό μου κι εγώ ένιωθα να βυθίζομαι όλο και πιο βαθιά στη καρδιά το κάμπου όπως έπεφτε το σούρουπο.

Στη Δράμα κόσμος έπινε καφέ πίσω από γυάλινα χωρίσματα, κάτι κορίτσια μούλεγαν για διακοπές καλοκαιρινές κι ότι δεν άντεχαν τη ταλαιπωρία, η ξαδέρφη μου με συνάντησε σε μια ανηφόρα της πόλης, θα έμενα στο σπίτι της, είδα τη θεία μου, ένα μηχανάκι της είχε διαλύσει το πόδι, κάτι σίδερα τρομαχτικά της είχαν τοποθετήσει να το σταθεροποιήσουν, θεραπείες με βλαστοκύτταρα για ανάπλαση του δέρματος κι άλλα περίεργα, φωτογραφίες των παιδιών της ξαδέρφης μου στους τοίχους, κοιμήθηκα σ ένα κρεβάτι παιδικό τη νύχτα.

Το πρωί κρύο στη πόλη του κάμπου κι ένας ήλιος εξαίσιος, πήρα το λεωφορείο για Καβάλα, ίχνη χιονιού στο ύψωμα του άγιου Σύλλα πάνω στο λιθόστρωτο της αρχαίας Εγνατίας , η Καβάλα φάνηκε από ψηλά υπέροχη, καράβια αρμένιζαν κατά τη Θάσο, ψαράδικα έφευγαν προς το Άγιο Όρος, Βούλγαροι τουρίστες φωτογραφίζονταν με φόντο τη Σαμοθράκη, τούρκικα εκδρομικά παρκαρισμένα στους δρόμους, τι πόλη κι αυτή, πόσες Κυριακές έχω περάσει κατά δω, ένα δερμάτινο είχα σκίσει κάπου εκεί πάνω στα κάστρα πηδώντας έναν τοίχο για να κόψω δρόμο στα ελικοειδή στενά της πόλης χαμένος κάποτε.

Στο πρακτορείο της Καβάλας βλαμμένα μικρά χαλούσαν το κόσμο όπως επιβιβάζονταν για τη Ξάνθη να πάνε στο καρναβάλι κατά κει, εγώ έπαιρνα την αντίθετη κατεύθυνση για το πατρικό μου δεν υπήρχαν αμάξια να με πάνε, σ ένα αγροτικό ανέβηκα, ένας χασάπης με κοντομάνικο μούλεγε για το πως σφάζει τα μοσχάρια του στα σφαγεία της Προσοτσάνης, τι δουλειά κι αυτή αλλά αυτός έτσι βλοσυρός και τεράστιος που ήταν φαίνονταν κατάλληλος για κάτι τέτοιο.

Στο χωριό η μάνα μου ετοιμάζονταν να πάει στα νεκροταφεία κι ύστερα στον εσπερινό της συγχώρησης όπου λέει πρέπει να δώσεις άφεση αμαρτιών σ όποιον σου χει κάνει κακό και σ όποιον μισείς και σ όποιον σου χει καρφώσει καμιά εκατοστή μαχαίρια στη πλάτη, δεν είχα ποτέ πρόβλημα να το κάνω αυτό.

Ο αδερφός μου με κοιτούσε όπως έπαιζα στο ακορντεόν του πατέρα μου το ''Φέρτε μια κούπα με κρασί '' μερικά τραγούδια είναι δεμένα ψυχή τε και σώματι με κάποια όργανα και κάποιους ήχους, μετά πήγαμε στο μπαξέ να σκάψουμε και να βγάλουμε λίγες πέτρες ανάμεσα στα κρεμμυδάκια, λιθάρια θα φυτρώνουν σ εκείνο τον τόπο  στους αιώνες των αιώνων.

Θα έφευγα από τις Σέρρες, μονάχα για εκεί είχε λεωφορείο, ή μέρα ήταν υπέροχη, ροζ ανεμώνες φύτρωναν δίπλα σε σωρούς από πέτρες, καλαμιές σείονταν στο ελαφρύ αεράκι, τοπία κουφά τριγύρω, βγαλμένα από τον κόσμο των αδελφών Γκριμ, εκκλησάκια πάνω σε υψώματα περιτριγυρισμένα από πεύκα, κάτι χωριά τουρκόφωνα κάποτε, μπροστά μας, εδώ σκοτώνονταν οι ντόπιοι με τους πρόσφυγες τότε με τις ανταλλαγές, όπως περνούσαμε κάποιο απ' αυτά κάτι παρδαλοί τύποι μας έκοψαν το δρόμο, δε γίνονταν να περάσουμε ώσπου να τελείωναν τα πανηγύρια τους.

Ο οδηγός έβριζε θεούς και δαίμονες όπως έσερνε το αμάξι του ανάμεσα στα στενά, σε μια στιγμή το έσβησε αφρισμένος απ το κακό του, ''Δε πάω πουθενά'' τον κοιτούσαμε απελπισμένοι, αλλά εγώ σκεφτόμουν ότι δεν θα ήταν και τόσο άσχημα να σταθούμε σ εκείνο το μέρος.

Ο ορίζοντας πίσω έκλεινε κάποτε το κόσμο των παιδικών μου χρόνων, ο Ρήσος κουβαλούσε από δω τα έξοχα άλογα του να συνδράμει τον Έκτορα στο πόλεμο κατά των Αχαιών, ο Θουκυδίδης αποσυρμένος στη σκαπτή ύλη κάπου κατά δω έγραφε τον πελοποννησιακό πόλεμο, ο Κάσσιος με τον Βρούτο έλυναν τις διαφορές τους καθώς οι ασπίδες των ρωμαϊκών λεγεώνων άστραφταν σ αυτόν τον ήλιο, ο Βουλγαροκτόνος σφάζονταν με τους αιμοχαρείς Βούλγαρους στα στενά που ανοίγει ακόμα ο Στρυμώνας λίγο πιο πάνω, γερμανικές μεραρχίες έμπαιναν σε ελληνικά εδάφη ακράτητες από κει αργότερα, χωρικοί έσκαβαν ορύγματα να αποκρούσουν τους αντάρτες στον εμφύλιο, δε θα με χαλούσε να μείνω εδώ ακόμα λίγο.

Παρασκευή 15 Μαρτίου 2013

WARLOCKS

Τα αγόρια σίγουρα είναι πιο σκληρά μιλούν άσχημα στα άσχημα κορίτσια,  τα λένε σαύρες ''Ποιος σήκωσε τη πέτρα;'' , δε μπορείς να τα κουμαντάρεις, οι μαμάδες τους έχουν απηυδήσει, τα κορίτσια τους ούτε κατάλαβαν πως μεγάλωσαν, αυτοί οι δαίμονες τις βρίζουν, τις διαβολοστέλνουν, φοβούνται, αύριο μεθαύριο μερικά θα τις χτυπούν κιόλας αν χρειαστεί.

Σου δείχνουν βιντεάκια με κόντρες μηχανών στην εθνική οδό, παιδιά όρθια πάνω σε μοτοσυκλέτες Καλαματιανές, πειραγμένες, κάτω από τα φώτα των αραδιασμένων προβολέων, δίχως κράνη, πόδια τσακίζονται, χέρια σακατεύονται, καρφιά φυτεύονται σε σώματα μετά από εγχειρίσεις.

Μπαίνεις στα σπίτια τους και νιώθεις κάθε φορά τη διαφορετική ατμόσφαιρα, άλλοτε φιλική άλλοτε όχι, κρεβατοκάμαρες και δωμάτια παιδικά, υπόγεια και ισόγεια, αφίσες κρεμασμένες στους τοίχους και φωτογραφίες από τις διακοπές στα νησιά με τον αέρα να ανεμίζει τα μαλλιά των εφηβικών προσώπων, κάποια μοιάζουν με αγάλματα αρχαία, μαύροι βόστρυχοι δεμένοι με κεφαλόδεσμο, πρόσωπα λευκά. Σε δοκιμάζουν, σε αμφισβητούν, θέλει υπομονή τεράστια απορώ που τη βρίσκω, σε χτυπούν, σου σβήνουν το φως στις σκάλες, πρέπει να επιβληθείς και συ κάπως φοβάσαι μη τους σπάσεις καμιά μύτη αν κι αυτά τα τερατάκια δεν καταλαβαίνουν τίποτα, στην Αμερική λένε ότι δεν μπορείς να αγγίξεις ούτε τα βρέφη στους παιδικούς σταθμούς που έρχονται να σ' αγκαλιάσουν, καλά εκεί θα με είχαν σουτάρει απ' τη πρώτη στιγμή.

Το Σάββατο το απόγευμα τα βλέπεις να παίζουν μπάλα φορώντας κίτρινες μπλούζες σε γήπεδα ξεχορταριασμένα κατά τα Διαβατά, κι άλλα να μετακινούν λεβιέδες γερανών βοηθώντας το μπαμπά τους να κατεβάσει δαχτυλίδια πελώρια τσιμέντου σε λάκκους βαθιούς.
Ψηλά απ τη γέφυρα ένα νεκροταφείο μιας Ινδικής μεραρχίας που πολέμησε εδώ κάποτε, κολώνες διαλυμένες, λάδια και γυαλιά στην άσφαλτο απ τις νυχτερινές κόντρες, πακιστανοί ξεχασμένοι απ το θεό στα φανάρια, αστικά γεμίζουν καπνό μαύρο τον τόπο απ τις σαραβαλιασμένες εξατμίσεις τους έτσι όπως αναπηδούν στις απίστευτες λακκούβες, τις σκαμένες απ τη βροχή , γυναίκες μαζεύουν χόρτα στις αλάνες που κιτρινίζουν τώρα με την άνοιξη, δενδροστοιχίες με δαμασκηνιές που θυμίζουν τοπία γιαπωνέζικα.

Στις στάσεις ναρκομανείς με στόματα σάπια και πρόσωπα αυλακωμένα από ραφές τεράστιες πάνω σε πληγές που χάσκουν βρίζουν τους πάντες και τα πάντα, δε καταλαβαίνουν τίποτα, κανείς δε τολμά να τους κοιτάξει κατάματα, αλκοολικοί κατεβάζουν στα λαρύγγια τους ποσότητες μπύρας τρομαχτικές, γύφτοι λιάζονται όταν βγαίνει ο ήλιος πλάι σε αυλάκια και σπουργίτια που πίνουν νερό βρόχινο, πορτοκαλόφλουδες σκόρπιες παντού τριγύρω, ο Ρόκυ, το δαιμονικό Ροντβάιλερ,  κουλουριασμένο στην είσοδο ενός σπιτιού κοιτά νωχελικά όποιον περνά, αυτές είναι οι παραστάσεις των παιδιών κατά κει, αυτός είναι ο κόσμος τους, εκεί μέσα θα πλαστούν.

Τα κορίτσια είναι άλλη υπόθεση, αυτά μέχρι χτες έπαιζαν με τις γόβες της μαμάς τους, σχεδιάζουν άσπρα φύλλα στα κόκκινα νύχια τους, φορούν σκισμένα τζιν απ όπου φαίνονται οι μηροί τους, σου γράφουν κάτι εκθέσεις που σε στέλνουν, για τη μοναξιά που αν μπορούσαν θα τη σκότωναν και γι αυτά που φοβούνται στο μέλλον, τα γηρατειά και το θάνατο, κρατούν σημειώσεις στο ροζ μπλοκάκι τους από τις ομιλίες του Ιωάννη του Χρυσόστομου για την αγάπη.

Κι αυτά όμως βλέπουν κάτι θρίλερ τρομαχτικά στο διαδίκτυο, σου λένε την υπόθεση και δε μπορείς να πιστέψεις πως τα αντέχουν, τη νύχτα σκιές σαλεύουν κάτω απ τα κρεβάτια τους και πίσω απ τις πόρτες της ντουλάπας τους, τα αγόρια τις μπλοκάρουν, τις βρίζουν, όλα χύμα στο ίντερνετ δίχως φραγμό και έλεγχο.

Αύριο μεθαύριο κάποια απ αυτά τα παιδιά μπορεί να δοκιμάσουν τη τύχη τους έξω απ τη χώρα, Ινδοί και Κορεάτες που δουλεύουν και διαβάζουν σα ζόμπι ώρες ατελείωτες τα περιμένουν κατά κει, μερικά θα τα φάνε σα σαλάτα για ορεκτικό , όσα μείνουν εδώ μπορεί να πυρπολούν και να λεηλατούν μαγαζιά πηδώντας πάνω από πάγκους και κλέβοντας ρολογάκια χρωματιστά, άλλα μπορεί να αμολούν πέτρες και μάρμαρα σε τζαμαρίες τραπεζών, άλλα μπορεί να μπουν σε πυρήνες και κύκλους φωτιάς και πυρκαγιάς λύνοντας και δένοντας όπλα, μπορεί να τα κυνηγούν μπάτσοι μισητοί πάνω απ τον αυχένα της Καστανιάς έξω απ τη Βέροια, μπάτσοι σαν αυτούς που σκότωναν στο LOL η στο San andreas, στο μέλλον μπορεί ν ανοίξουν ασκοί του Αιόλου κι οι πύλες της κόλασης,  να ξεχυθούν τα warlocks , να επικρατήσει χάος, νάρθουν τα πάνω κάτω, να καταρρεύσει το σύμπαν ολόκληρο , ποιος θα βάλει τάξη, ποιος θα ασχοληθεί και τι θα προλάβει, άστο καλύτερα μη το σκέφτεσαι καθόλου.

Τρίτη 12 Μαρτίου 2013

ΔΡΟΜΟΙ ΤΟΥ ΜΕΤΑΞΙΟΥ

Το κορίτσι ήταν υπέροχο, συνεννοούνταν έξοχα με τη μάνα του όπως ετοίμαζαν το τραπέζι, μου έδειχνε φωτογραφίες απ τα καρναβάλια ντυμένη μπαλαρίνα, ένα τούλι ροζ, σταράκια κόκκινα πρόσωπο εφηβικό, στη παραλία πόζες με τη πλάτη γυρισμένη, ήθελε να τις ανεβάσει στο facebook.

Ένας σκύλος καθόταν μαζί μας και με κοίταζε, τρελαίνονταν για χάδια στο σβέρκο, μου μιλούσε σχεδόν, αίμα είχε τρέξει από το αυτί του και είχε βάψει κόκκινα το άσπρο τρίχωμα του, κάτι φρούτα σε μια φρουτιέρα στο μπαλκόνι, το κορίτσι σέρβιρε σαλάτες και τυριά και κρέατα με τη σιγουριά που έχουν οι γυναίκες στη κουζίνα, ένα κρασί, πετσέτες διπλωμένες όμορφα στα συρτάρια, καθίσαμε να φάμε.

Η γυναίκα μου είπε την ιστορία της, πως τον γνώρισε εκεί πάνω τότε που ήταν ωραίος πολύ, πως βγήκαν μαζί τότε που δεν είχε παπούτσια να πάει σ έναν γάμο, πως τον είδε ένα πρωί με το γιο του και σοκαρίστηκε γιατί δεν πίστευε όσους της έλεγαν πως ήταν παντρεμένος.

Κι έπειτα έπρεπε να φύγει από κείνη τη χώρα γιατί τα Ρώσικα ελικόπτερα έμπαιναν μέχρι βαθιά στο έδαφός της, και τα παιδιά τα κοιτούσαν απ' τα μπαλκόνια σε κάτι εξοχικά σπίτια, κι ήρθε στην Ελλάδα με το καράβι στριμωγμένη, και πέρασαν κι απ το Βόσπορο κι ένας γέρος έπαιζε στη λύρα το ''Η Ρωμανία πάρθεν'' κι όλοι είχαν ανατριχιάσει κοιτάζοντας τους τρούλους και τις σκεπές των εκκλησιών της πόλης.

Στην Ελλάδα δεν ήξερε λέξη ελληνικά, κάτι ποντιακά αρχαία και κάτι τούρκικα, μια γυναίκα της έδειξε τα πράγματα και τα ονόματα τους σε μια κουζίνα όπου δούλευε, ''Αυτό είναι πατάτα, αυτό μελιτζάνα'', ύστερα από καιρό ξαναγύρισε στον Καύκασο να βρει τον αστυνομικό, ώρες ατέλειωτες το ταξίδι με το λεωφορείο μέσα από τα υψίπεδα της Τουρκίας, μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, εκεί που στοιχειώνει τα νερά το φάντασμα του Ιάσονα του μονοσάνδαλου και της μάγισσας εκείνης της τρομαχτικής της Μήδειας και μορφές αγριωπές Πόντιων καπετάνιων που τραγουδούσαν'' Βλέπεις εκείνο το βουνό το παραχιονισμένο εκεί βάλτε τον τάφο μου χουγιαμάν!''.

Όλα της φάνηκαν άσχημα εκεί πάνω, ο αστυνομικός έκλαιγε γιατί μια μέρα τους είχαν πει να παραδώσουν τα όπλα τους και να ξεκουμπιστούν απ την υπηρεσία, έτσι απλά, δεν ήξερε τι να κάνει αυτή τον παρηγορούσε, τελικά γύρισε στην Ελλάδα αλλά είχε μείνει έγκυος στο μεταξύ.

Το κορίτσι αυτό που έβλεπα μπροστά μου δεν ήξερε για τον πατέρα του, μια μέρα ήρθαν επίσκεψη τα αδέρφια της, την είδαν στο μπαλκόνι, δεν πίστευαν στα μάτια τους ένας άρχισε να κλαίει, ''Γιατί δεν μου το είπατε;'', τον παρηγόρησαν κι αυτόν ώσπου ησύχασε.

Τώρα έπρεπε να πάω μια βόλτα το σκύλο, τα λυπάμαι πολύ τα ζωάκια, κατρακυλήσαμε τις σκάλες, τον άφησα να με πάει όπου ήθελε, κάτι στενά σκοτεινά, φώτα άναβαν μοναχά τους όπως πλησιάζαμε κάτι τοίχους, πλακάκια ρημαδιασμένα πετούσαν λάσπες κατά πάνω μας, ανταύγειες και βαφές στα κομμωτήρια, άνθρωποι έτρεχαν σε λιβάδια κίτρινα και πράσινα στις αφίσες των γυμναστηρίων, γέροι παρακολουθούσαν σήριαλ στα καφενεία, ψησταριές και καφετέριες τριγύρω, κάποιοι έπαιζαν χαρτιά, τηλεοράσεις δείχνανε αθλητικά Κι άλλες ζώα ν αλληλοσπαράσσονται και τότε κι όπως ο σκύλος τραβούσε σα μανιασμένος πάνω σε ποια λες ότι έπεσα;

Πάνω στην Ελένη ρε φίλε έπεσα αυτό το κορίτσι απ τον Καύκασο το μελαχρινό με το λυγερό σώμα και τα λοξά μάτια, από κείνα τα μέρη τα χιονισμένα όλο το χρόνο, όπου βρίσκεις τις πύλες της Ασίας, εκεί απ όπου περνούσαν οι δρόμοι του μεταξιού κάποτε, με τα τούνελ τα ατελείωτα που κάνεις λέει ώρες να βγεις από μέσα τους, μπαίνεις από την Ευρώπη και βγαίνεις στην ανατολή, εκεί όπου λέει κάποιοι εγκλωβίστηκαν κάποτε κι ώσπου να φτάσουν στα έγκατα του βουνού τα συνεργεία είχαν πεθάνει πια.

Πάνω στην Ελένη έπεσα ρε φίλε, αυτή που μου είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη έναν καιρό, κοντά δυο χρόνια είχα να τη δω και μ έκοψε αμέσως και γελούσε όπως με είδε με το σκύλο κι ήταν όμορφη όπως παλιά η άτιμη κι εγώ ήθελα να της πω για τότε που ερχόμουν στο σπίτι της κι άλλαζε η ατμόσφαιρα όπως διάβαινα το κατώφλι κι αυτή μου έλεγε ότι την ησύχαζα κι ύστερα κατάλαβα ότι ήταν παγίδα όλο αυτό κι έπρεπε να βγω κάπως από κει μέσα που ήταν ωραία, αλλά όταν αρχίζεις κάτι στραβά πρέπει να το τελειώσεις κάπως, δε γίνεται αλλιώς.

Γιατί αυτή τότε τα είχε μ εκείνο το ψηλό παιδί κι έπαιζε μαζί μου, αλλά ρε φίλε έπρεπε να δεις το βλέμμα της , όπως το κοίταζα τώρα ξανά, δε μπορούσες να μη το πιστέψεις, τόκανε υπέροχα, δεν έχω ξαναδεί τέτοια αίσθηση και τέτοια διαίσθηση, δε ξέρω πως το έκανε.

Κι ήθελα να της πω ότι ήμουν ερωτευμένος τότε μαζί της βέβαια πως θα μπορούσα να μην ήμουνα, κι ότι το βιβλιαράκι που έβγαλα το οφείλω σ αυτήν κι ας έπαιζε μαζί μου κι ήθελα να της πω κι άλλα όπως μου έσφιγγε το χέρι αλλά την έβλεπα να φεύγει και δεν ήξερα τι να κάνω κι ο σκύλος με κοίταζε λυπημένος κι οι γέροι έβλεπαν σήριαλ στα καφενεία και στα κομμωτήρια έφτιαχναν ανταύγειες.

Παρασκευή 8 Μαρτίου 2013

ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ

Όλα ήταν έξω απ' το χρόνο σ' εκείνο το μέρος.

Ένα ρέμα υπήρχε κάπου σ ένα πλάτωμα, κάτι τρύπες τσακαλιών,σωροί από χώμα, συκιές φύτρωναν κάθετα σε γκρεμούς, ασβεστολιθικές κατακρημνίσεις, σαθρά πετρώματα, χάσματα τεράστια ανοίγονταν που θα μπορούσαν να σε καταπιούν, χώματα κόκκινα σαν εύπλαστος πηλός, ρίζες ξεφύτρωναν από παντού, ασβεστοκάμινα παλιά καπνισμένα με πέτρες λαξευμένες, στρογγυλές, νερά έτρεχαν, πουλιά πετούσαν κάτω από γέφυρες , στέρνες με σχήματα παράξενα που πάγωναν το χειμώνα κι εμείς ρίχναμε κοτρόνες να σπάσουμε τη διάφανη επιφάνεια τους, ρίγανη και μέντα φύτρωνε τα καλοκαίρια ανάμεσα στα βράχια , μια στοίβα κόμικς είχα βρει κατά κει, θυμάμαι ένα '' Η ΦΕΓΓΑΡΟΠΕΤΡΑ'' , ένα πετράδι που άλλαζε χρώματα, είχα μαγευτεί καθόμουν σένα ξέφωτο χαμένος και διάβαζα, πλαγιές με στρώματα από φτέρες καφετιές και πράσινες, δέντρα άπλωναν τς ρίζες τους, καστανιές σκόρπιζαν χνουδωτούς καρπούς.

Αλλά και πιο πάνω όλα ήταν παράξενα μονοπάτια οδηγούσαν στο μοναστήρι της Εικοσιφοίνισσας, κάτω ο κάμπος ένα χαλί απέραντο με πράσινα και καφετιά τετραγωνάκια απλώνονταν , μαύρα χώματα κατά τα τενάγη των Φιλίππων, τύρφη από δέντρα που καταπλακώθηκαν προτού εκατομμύρια χρόνια, βίδρες κολυμπούσαν εκεί κάποτε , πουλιά άφθονα πετούσαν, καλύβες από χόρτα και καλάμια επέπλεαν στο νερό, ένας Τούρκος φύλαγε κάποτε το πέρασμα ανάμεσα στη λίμνη και το βουνό , λέξεις αρχαίες ελληνικές ανακατεύονταν με τούρκικες , αγγεία και κοχλίες μαζί με ζαϊρέδες και γιαράδες, αλεπούδες κατέβαιναν τη νύχτα να πιουν νερό από κάτι πηγές.

Χωράφια έγιναν όλα αυτά αργότερα με την αποξήρανση, ώρες ατέλειωτες δουλεύαμε μες τη σκόνη εκτάσεις απέραντες, ο πατέρας μου άναβε φωτιά μες τη βροχή χρησιμοποιώντας φωλιές πουλιών όταν έβοσκε τα ζώα μας , λύκοι περιδιάβαιναν στις πεδιάδες, αγριογούρουνα πετάγονταν μέσα από λόχμες, όλα ήταν αρχέγονα, από άλλη εποχή βγαλμένα.

Σαν έβρεχε, στις απαρχές της άνοιξης, χόρτα μαζεύαμε, παπαρούνες και λάπατα στα οργωμένα χωράφια, πίτες έφτιαχνε η μάνα μου ετοιμάζοντας ζύμη σε μια σκάφη μεγάλη σα βάρκα, μυρουδιά ξινή από πυτιές, την έπλαθε μ εκείνα τα χέρια της τα γεμάτα σχισματιές και ρόζους και πληγές από τα πλυσίματα και τα φάρμακα και τ απορρυπαντικά, ταψιά μπακιρένια δέχονταν το μείγμα φωτιές άναβαν, καπάκια ξύλινα χρησιμοποιούνταν για να γυρίσει το στρογγυλό ζυμάρι, άλλες φωτιές άναβαν σε φούρνους, ψωμιά πλάθονταν και ρίχνονταν μέσα σε πυρωμένους θόλους με φτυάρια καπνισμένα, ένα ψωμί έβγαινε από εκεί που δεν έχω ξαναφάει παρόμοιο, αυτό που παίρναμε στο πανηγύρι, εκεί όπου καζάνια με κρέας έβραζαν κι είχαμε και σταφύλια μαζί μας.

Ο πατέρας μου μας έλεγε ιστορίες για τότε που έκαψαν οι Βούλγαροι την εκκλησιά και παντού υπήρχαν αποκαΐδια και μονάχα κοράκια πετούσαν τριγύρω, ανάμεσα σε βελανιδιές και οξιές, λιβάδια απέραντα πιο πάνω, δάση από μαύρα έλατα, γκρεμοί και τρύπες ασκητών κατά κει όπου είχαν καταξεσκίσει οι μαινάδες και τον Ορφέα κάποτε.

Καρναβάλια έρχονταν στο σπίτι μας, μάσκες και φιγούρες σκοτεινές, δεν μιλούσαν μονάχα έβγαζαν ήχους πνιχτούς, φοβόμασταν αλλά και γελούσαμε συγχρόνως, στη σοφίτα χρυσαφένια φύλλα καπνού κρέμονταν , καρύδια με πράσινα περικάρπιο ξεραίνονταν, στο στάβλο μυρουδιά από άχυρο και καλαμπόκι, ένα αμπάρι με σίκαλη κάπου υπήρχε, ένας ξάδερφος μου δε ξέρω γιατί ήθελε ν αγοράσει απ αυτήν, σκοτώνονταν με τη μάνα μου για τα θρησκευτικά, αυτός επέμενε ότι κάποιος μάγος είχε κλειστεί σε μια καταπακτή σφραγισμένη με ασβέστη κι αναστήθηκε σα τον Χριστό, ή μάνα μου είχε λυσσάξει, αργότερα έπαθε λευχαιμία αυτός ο ξάδερφος, ποτάμια αίματος χρειάστηκε για μεταγγίσεις, πάει κι αυτός πια.

Μύθοι και θρύλοι κυκλοφορούσαν, κάτω από μια καταπακτή λέγανε ότι αντηχούσαν αναστεναγμοί κάποιων που θάφτηκαν εκεί μέσα, σαλιγκάρια μαζεύαμε σηκώνοντας πέτρες κι απο κάτω τους πετάγονταν αλαφιασμένα πλάσματα αλλόκοτα, το καλοκαίρι, στα κυνικά καύματα, πέτρες πετάγονταν από κάπου, αλαφροΐσκιωτοι και βαρυϊσκιωτοι τύποι λέγανε διάφορα, ο ίσκιος της Αγίας Παρασκευής έσερνε τα τσόκαρα του στα ξωκλήσια σκορπώντας ανατριχίλες, δαίμονες του ύπνου κυνηγούσαν όσους ξάπλωνα κάτω από κυπαρίσσια, βρύσες με νερό καταραμένο απ' όπου δεν έπρεπε να πιεις, ένα λόφος όπου θάμνοι σκαρφάλωναν σα χνούδι, είχαμε ανεβεί μια φορά κι είδαμε μακριά κάτι να χρυσίζει ''Η θάλασσα!'' λιθότοποι άσπροι και γκριζωποί τριγύρω παντού, πέτρες γεννιόνταν αέναα από τα σπλάχνα αυτού του τόπου, έξω απ το χώρο, έξω απ το χρόνο.



Τρίτη 5 Μαρτίου 2013

ΕΦΑΠΤΟΜΕΝΕΣ ΤΡΟΧΙΕΣ

Γραμμές σχηματίζονται στον ορίζοντα, κάθετες κι οριζόντιες, τεμνόμενες κι εφαπτόμενες, τροχιές αεροπλάνων διασταυρώνονται με ευθείες κτηρίων κάθετες και οριζόντιες, εικόνες και σχέδια νοητά ξεδιπλώνονται αδιάκοπα μπροστά στα μάτια.

Πτυχές από ρούχα του Θεοτοκοπούλου στις εκκλησιές, Φυσιογνωμίες του Βελάσκεθ, χαλιά μαλακά στο πάτωμα γαλάζια και κόκκινα, σχέδια ξετυλίγονται σα φίδια απάνω τους,  κλείνεις μια στιγμή τα μάτια κι ένα τεράστιο στεφάνι ολόφωτο σα μαύρη τρύπα σχηματίζεται στο μυαλό σου.

Φόρμες του Πικάσο στα σούπερ μάρκετ, κύβοι και σφαίρες ελλειπτικές ,συμμετρικές κι ασύμμετρες, φρούτα του Σεζάν στους πάγκους, πορτοκάλια σε σακούλες πλαστικές κρέμονται, σπόροι από ρόδια πορφυροί, περγαμόντο για γλυκό, σχέδια με σινική μελάνη, ροζ σιντόνιες αραδιασμένες στα πάρκα, αμυγδαλιές ανθίζουν μέσα σε χαλάσματα πλάι σε σπίτια καμένα και γκρεμισμένα, κοράκια σκορπισμένα στα σταροχώραφα έξω απ την πόλη, γήινες πινελιές του Βαν Γκογκ μπογιές ανακατεμένες με αίμα, πιτσιλιές του Τζέησον Πόλλοκ, τζάμια λειτουργούν σαν καθρέφτες και μπορείς να δεις πρόσωπα φωτισμένα από κινητά, φανάρια αλλάζουν χρώματα στις διαβάσεις, πράσινο, κόκκινο, κίτρινο, πορτοκαλί όλες οι αποχρώσεις του ουράνιου τόξου.

Ανάγλυφα και γλυπτά τριγύρω, σώματα και μορφές σκαλισμένες, τύποι με μαχαίρια στην πίσω τσέπη για να σκίζουν αλουμινένια κουτάκια και χαρτιά σκληρά, κάδοι αναποδογυρισμένοι, χάντρες και παιχνίδια χρωματιστά, μανικετόκουμπα και νομίσματα παλιά σκορπισμένα στην άσφαλτο.

Στην Δελφών τα στενά σκοτεινά, κάποιος παριστάνει τον σαμάνο ινδιάνο, κορδόνια κρέμονται απ τα μαλλιά του, τατουάζ με κινέζικα ιδεογράμματα στη εξωτερική μεριά των δαχτύλων, τι να σημαίνουν άραγε, σκισμένα παντελόνια, χαρακιές στο πρόσωπο, σκύλοι δεμένοι σε κολώνες μοναχοί τους καρτερούν κάποιον να τους μαζέψει, αμάξια κατεβαίνουν σε πάρκινγκ σκοτεινά, στον λάκκο του μετρό τύποι με κίτρινα κράνη και γιλέκα φωσφορίζοντα πηγαινοέρχονται σα να περιεργάζονται κάποιο αντικείμενο ιπτάμενο που έπεσε εκεί μέσα.

Κάδρα και πίνακες παντού τριγύρω όπου και να κοιτάξεις, κάποιος αναρτά έναν εσταυρωμένο σε μια βιτρίνα της Αντιγονιδών, πουλιά ανοίγουν τα φτερά τους στις οθόνες των τηλεοράσεων χρώματα μεταξύ κυανού και μέλανος, άλλα πουλιά πραγματικά αυτά, καθρεφτίζονται στο γυαλί των ψηλών κτηρίων όπως αρμενίζουν στον αέρα, γυναίκες λύνουν τα μαλλιά του καθώς τις βλέπεις στις οθόνες υπολογιστών,  στα ίντερνετ καφέ.

Μια γύφτισσα φορά μια φόρμα σε χρώμα βελούδινο, σάρκα σκούρα, βραχιόλια ψεύτικα, φούστα καφετιά, μενταγιόν με το μονόγραμμα Β, με την άκρη του ματιού σου βλέπεις μια γυναίκα να παραπατά στους κυματισμούς που σχηματίζει η άσφαλτος στην Ερμού καθώς τρέχει να προλάβει κάποιον που της κόβει κλήση, ο ήλιος χτυπά από το ύψος της Αγίας Σοφίας, το φόντο μαγικό στο βάθος, η φύση συνεχίζει ατάραχη τη δουλειά της καθώς οι άνθρωποι σκοτώνονται και τυραννιούνται σε πρώτο πλάνο.

Καθώς αλλάζουν οι εποχές και το φως δυναμώνει όλα διυλίζονται, τοίχοι πέφτουν στο Αλκαζάρ κίονες και κολώνες αποκαλύπτονται, ρόδακες σκαλισμένοι, μηχανές στριφογυρίζουν πάνω από κεφάλια στα κουρεία σα να θέλουν να πάρουν τα σκαλπ, σταυροί αραδιασμένοι στα συμμαχικά νεκροταφεία, αερογέφυρες περνούν πάνω από ράγες σιδερένιες, χείμαρροι ορμητικοί κατεβαίνουν μέσα από ρέματα, νερά τρέχουν ανάμεσα σε κισσούς και πέτρες, αφίσες στα εμπορικά κέντρα, λαγκάδια και φαράγγια, βράχοι και χιόνια, παντού κάδρα και πίνακες και εικόνες και χρώματα.

Κορίτσια παίρνουν πόζες με τα άσπρα αθλητικά τους παπούτσια, φανελάκια και κορμάκια, ψηλαφούν κερματοδέκτες, στα πρόσωπα τους ίχνη από έρπη επιχείλιο, σιλουέτες λεπτές βγαλμένες από πίνακες του Μοντιλιάνι.

Το βράδυ μπορείς να διακρίνεις τις κηλίδες του φεγγαριού, ταξί στη σειρά με τα φωτάκια αναμμένα στον ουρανό τους, μια πορεία στη Τσιμισκή, τα στόρια κατεβαίνουν στο Public, όπως πας να μπεις μέσα ένας σεκιουριτάς , φυσιογνωμία βγαλμένη απ το σπίτι του κουφού του Γκόγια,  ουρλιάζει '' Που πάτε κύριε!!!''

ΑΛΟΓΑ ΤΗΣ ΣΤΕΠΑΣ

Στην είσοδο του ασανσέρ υπήρχε κάτι που  δεν άφηνε την πόρτα να κλείσει,  η γάτα έτρεξε  κατά κει και σταμάτησε  απότομα μπροστά σ’ ένα σώμα...