Κυριακή 19 Φεβρουαρίου 2023

ΑΓΙΟΥ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟΥ

 

Την παραμονή της γιορτής του Βαλεντίνου  μάλωσε άσχημα με τη γυναίκα του,  είχε βρει τάχα  μια τρίχα ξανθιά στο σπίτι και χάλασε τον κόσμο, ζήλευε πολύ κι όταν την έπιανε δεν καταλάβαινε τίποτα , για κάποιο λόγο του την έδωσε  και της μίλησε πολύ απότομα, όταν το έκανε αυτό πάντα την αιφνιδίαζε. Ήξερε τώρα   ότι θα το πλήρωνε,  την άλλη μέρα δεν του είπε ούτε κουβέντα  κι εκείνος  δεν της πήρε λουλούδια  όπως έκανε κάθε χρόνο όμως εκείνη παρόλο που δεν άνοιγε το στόμα  του ετοίμασε πρωί- πρωί  το φαγητό και του έπλυνε τα ρούχα που χρειαζόταν οπότε έπρεπε κάτι να κάνει . Έτρεξε στο κοντινό ζαχαροπλαστείο  και της αγόρασε  μια σοκολατένια τούρτα  που της άρεσε, με το που την είδε του είπε με περιφρόνηση δηκτική, «μ’ αυτά προσπαθείς να με ξεγελάσεις !» δεν υπήρχε περίπτωση να μείνει στο σπίτι περισσότερο, θα χρειαζόταν χρόνος για να ηρεμήσουν τα πράγματα.

Ευτυχώς υπήρχε η δουλειά και θα μπορούσε να ξεχαστεί εκεί πέρα. Αποφάσισε να πάει περπατώντας  μέχρι το γραφείο για να ξεμουδιάσει λίγο,  η πρώτη μέρα μετά από καυγά ήταν πάντα η πιο δύσκολη οπότε έπρεπε να περιμένει . Στην πόλη είχε πέσει κρύο άγριο κι ο παγωμένος  αέρας ξύριζε,  έσφιξε  το παλτό  γύρω από το σώμα του προσπαθώντας να μην έχει κόντρα στο πρόσωπο του το ρεύμα  που πολλαπλασιάζονταν περνώντας  μέσα από το μεγάλο δρόμο. Σ’ ένα πάρκο όπου γινόταν η λαϊκή είδε τους   πωλητές μαζεμένους  γύρω από τενεκέδες όπου έκαιγαν ξύλα ενώ οι γυναίκες δάγκωναν  σάντουιτς ή κάπνιζαν προτού ξεκινήσουν. Κοίταξε κατά το βάθος του μεγάλου δρόμου και είδε τον ήλιο να ανατέλλει,  καθώς η μέρα άρχιζε να μεγαλώνει πάλι ακολουθώντας την ετήσια πορεία της το φως στην ατμόσφαιρα όσο πήγαινε και πολλαπλασιάζονταν προϊδεάζοντας  για το καλοκαίρι που μπορούσες να  ατενίσεις στο βάθος, άλλωστε κι οι παλιοί έλεγαν ‘’ο Φλεβάρης κι αν φλεβίσει καλοκαίρι θα μυρίσει.’’

Στο γραφείο βαριόταν και δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί με τίποτα, κοίταζε μια νεαρή  που είχε  φέρει μαζί της κάτι λευκές  ορχιδέες κι όλη την ώρα χαμογελούσε. Όπως την παρατηρούσε θυμόταν πως είχε γνωρίσει τη γυναίκα του, την είχε δει σ’ ένα μαγαζί κι αμέσως  έκανε τη σκέψη «πρέπει να της μιλήσω οπωσδήποτε !», ήταν πολύ όμορφη και  της είχε πετάξει  κάτι προκλητικό για να τραβήξει την προσοχή της, εκείνη τσίμπησε  με τη μία   και είχαν μιλήσει τότε αρκετή ώρα. Όταν την ξαναείδε στο ίδιο μαγαζί  έκανε ότι τον αγνόησε   αλλά καθώς έφευγε  ξαναγύρισε  τάχα αδιάφορα για να τον ρωτήσει κάτι , είχαν  καθίσει πάλι  ώρα πολύ και τα λέγανε πολύ ωραία και τότε είχε κάνει τη σκέψη ‘’αν την ξαναδώ θα της ζητήσω οπωσδήποτε το τηλέφωνο’’. Την τρίτη φορά την πέτυχε τυχαία  μέσα στο αστικό και σκέφτηκε  « ποια είναι τούτη που μου χαμογελά;»  ήταν ντυμένη  πολύ πρόχειρα  κι έμοιαζε  μεγαλύτερη, μέχρι να το συνειδητοποιήσει  είχε έρθει εκείνη κοντά,  του  μίλησε κι ένιωσε αμέσως τη ζεστασιά της, ζήτησε το τηλέφωνο,  του το έδωσε κι όταν βγήκαν είχε μεγάλη άνεση μαζί του , την  άφηνε να τον ακουμπά στο στήθος, δεν τον πείραζε καθόλου, ύστερα  τον κάλεσε στο σπίτι της  και ήταν όλα  υπέροχα…

Το κορίτσι με τις άσπρες ορχιδέες συνέχιζε να χαμογελά και να μιλά με κάτι άλλες κοπέλες που δούλευαν στο γραφείο,  τη ζήλευε λιγάκι,  έμοιαζε τόσο φρέσκια. Άνοιξε το παράθυρο κι ένιωσε το βαρύ άρωμα  από κάτι αμυγδαλιές που είχαν καταφέρει  να επιβιώσουν ανάμεσα στις πολυκατοικίες, πλησίαζε η άνοιξη κι  οι πιο πολλοί άνθρωποι ένιωθαν ωραία  όμως εκείνος  είχε θέμα, λειτουργούσε ανάποδα. Για κείνον η πιο καλή εποχή ήταν από το Σεπτέμβριο και μετά,  όταν η μέρα μικραίνει και δεν είναι πια ατελείωτη  κι όταν η θερμοκρασία αρχίζει να πέφτει και φεύγει εκείνη καταραμένη ζέστη που σε εξουθενώνει. Για  κείνον το φθινοπωράκι ήταν ασφαλώς  η καλύτερη περίοδος του χρόνου,  είχες μπροστά το μαξιλάρι  του χειμώνα και μπορούσες να είσαι ήσυχος,  από τη στιγμή που οι μέρες μεγάλωναν  ξανά άρχιζαν τα προβλήματα, έπρεπε να προετοιμαστεί πάλι για το σκληρό καλοκαίρι που ήταν πάντα ζόρικο και τον τρόμαζε κάθε φορά.

Την επόμενη μέρα ούτε του μαγείρεψε ούτε σιδέρωσε τα ρούχα κι η τούρτα παρέμενε ανέγγιχτη  δείγμα ότι η έριδα συνεχίζονταν Σκέφτηκε να της στείλει κάποιο μήνυμα όμως  ήταν σίγουρος ότι θα του απαντούσε με κάτι φαρμακερό και δεν θα  ήταν σε θέση να το αντιμετωπίσει, όταν μυρίζονταν καυγά ανταποκρινόταν με πάθος και μπορούσε να το τραβήξει,  αυτό το είχε καταλάβει από  τον πρώτο μήνα που ήταν μαζί και του είχε ψήσει το ψάρι στα χείλη, ήταν  σα να του έλεγε «φίλε αν με θες θα με φας στη μάπα, αν  αντέξεις όλα καλά, αν όχι με τις υγείες σου !».  Ήταν ερωτευμένος τότε και του ήταν απίστευτα δύσκολο να μένει μακριά της, το σώμα της τον τραβούσε με μια δύναμη ακατανίκητη,   αρρώσταινε,  δεν κοιμόταν καθόλου τα βράδια και είχε χάσει πολλά κιλά, αυτό  τράβηξε περίπου 5 με 6 εβδομάδες,  ύστερα μπορούσε να το ελέγξει καλύτερα. Περνούσαν έξοχα  τότε όμως  εκείνο το επιθετικό της έβγαινε κάθε φορά κι έπρεπε   να το αντιμετωπίζει,  ήταν μια ανασφάλεια,  μια αβεβαιότητα ανάμεικτη με το ορμονικό των γυναικών που ανεβοκατεβάζει την ψυχολογία  σαν τραινάκι του λούνα παρκ κι εσύ πρέπει κάθε φορά να το αντιμετωπίζεις προσέχοντας να μη το αφήνεις να εκτροχιαστεί αλλά ούτε και να σε πάρει  από κάτω γιατί τότε ανατρέπονται όλες οι ισορροπίες,  δε σε νιώθει σαν αρσενικό κι όλα πάνε στράφι,  είναι ένα παιχνίδι πολύ δύσκολο,  δεν το αντέχουν  όλοι. Αυτό είχε συμβεί και τώρα , κατά καιρούς θάβονταν και ξεχνιόταν όμως ήταν εκεί ζωντανό κι έπρεπε να το αντιμετωπίσει όσο άντεχε, πάντα τούτη η δοκιμασία θα ήταν μπροστά του,  κατά καιρούς είχε σκεφτεί να φύγει όμως πάντα τα ζύγιζε κι έμενε εκεί πέρα,  άλλωστε αυτή σύντομα ξεχνούσε,  της έπαιρνε μερικές μέρες, σπάνια  περισσότερο- έναν ή και δύο μήνες- εκείνο διάστημα ήταν πράγματι ανυπόφορο, ευτυχώς δε συνέβαινε συχνά. 

Την Τσικνοπέμπτη με το που ξύπνησε είδε ότι έλειπαν δυο κομμάτια από την τούρτα  ‘’ την έφαγα όχι επειδή θέλω να σε τιμήσω  αλλά για να σε τιμωρήσω’’ του είπε  κι εκείνος ήταν ικανοποιημένος, ήταν μια έμμεση ανακωχή. Όλη μέρα έσπαγε το κεφάλι του, τι έπρεπε να κάνει, πως θα αντιδρούσε; Σχολώντας από τη δουλειά  ήθελε να πάει καμιά βόλτα να δει κάτι φίλους όμως ήξερε ότι στο σπίτι τον περίμενε η γυναίκα του για να τον στολίσει,  ήταν μέρος της διαδικασίας,  θα του έλεγε  κάτι σαν  «εγώ όταν σε γνώρισα ήσουν πολύ λεπτεπίλεπτος, πως μας βγήκες τώρα τόσο μπρουτάλ !», θα τον περιφρονούσε παίρνοντας εκδίκηση για κάμποσες μέρες,  έτσι γίνονταν συνήθως,  έπρεπε να το περάσει κι αυτό το στάδιο μέχρι να εκτονωθεί η κατάσταση. Βαδίζοντας κατά το σπίτι του  πέρασε πάλι από το πάρκο όπου γινόταν η λαϊκή, οι πάγκοι είχαν φύγει και  σε μια γωνιά   κάτι  ρωσοπόντιοι αργόσχολοι άναβαν φωτιές ψήνοντας,  όλος ο αέρας μύριζε κρέας καμένο  κι ήταν σα να βρισκόσουν σε καμιά γιορτή αρχαία όπου οι άνθρωποι προσπαθούσαν να εξευμενίσουν τους θεούς.  Ανάμεσα στους αργόσχολους  είδε κάποιον  τύπο να  στύβει ένα λεμόνι στο μάτι του,  κατάλαβε ότι ο τύπος είχε  πρόβλημα μάλλον από ηλεκτροκόληση, ήξερε ότι μ’  αυτόν τον τρόπο ανακουφίζονταν από τον πόνο . Πλησίασε με τρόπο και είδε ότι  ήταν ο σιδεράς, ένας ρέμπελος  που  θυμόταν από παλιά, του είχε κάνει κάτι δουλειές στο σπίτι κι είχε ακούσει ότι ζούσε μόνος,  κανείς δεν ήξερε που κοιμόταν όμως με κάποιο τρόπο επιβίωνε και μάλιστα ακουγόταν ότι είχε καταφέρει ν’  αγοράσει ένα  παλιό διαμέρισμα κάπου στο κέντρο κι ότι το επισκεύαζε, ο άνθρωπος ήταν δαίμονας! Πολλές φορές τον συναντούσε στο προποτζίδικο όπου έψαχνε   τις εφημερίδες και σημείωνε  τους αγώνες, μπορεί να είχε κερδίσει κανένα ποσό και με τα λεφτά να αγόρασε το σπίτι,  μπορεί όμως και να ήταν όλα φήμες,  γιατί να τις πιστέψεις,  μ αυτές τις σκέψεις   έφτασε στο σπίτι, «τώρα αρχίζει  το πιο δύσκολο» είπε μέσα του.

Με το που άνοιξε την πόρτα την είδε να χαμογελά,  κάτι δεν πήγαινε καλά,  το πρόσωπο της ήταν  κόκκινο,   είχε πιει λίγο λικεράκι κι είχε πάρει ένα χρώμα πολύ ωραίο,  γελούσε επιτέλους.  Όταν γελούσε γινόταν κούκλα όπως παλιά,  τότε που τη γνώρισε  κι όλοι  είχαν πάθει πλάκα,  «είσαι σοβαρός,  θα βγάλεις την  Σ,  ξέρεις με ποιον τα είχε πριν σένα, έναν  τύπο που τον φώναζαν Βαν Νταμ κι ήταν σαν αστέρας του σινεμά!» Πιο πολύ  χτυπιόταν ο ιδιοκτήτης του μπαρ που τη γούσταρε σίγουρα,  δεν μπορούσε να το πιστέψει, « εσύ με τη Σ, αποκλείεται!»  χτυπιόταν εκεί πέρα,  «δε γίνεται,  θα της τηλεφωνήσω τώρα να τη ρωτήσω»-  «οκ κάνε όπως νομίζεις». Κάτι τέτοια του λέγανε κι εκείνος αναρωτιόταν που πήγαινε,   όταν είχε δει  φωτογραφίες από κάτι εκδηλώσεις και κάτι πάρτι   είχε πάθει πλάκα όμως  εκείνος ήξερε ότι του άρεσε κι ούτε που τον ένοιαζε τι έλεγαν οι άλλοι .  

 «Έ παιδιά ελάτε να  πάρετε κέρασμα!» φώναξε από το μπαλκόνι  ο γείτονας,  ένας συνταξιούχος  που είχε εγκαταστήσει στην ταράτσα   μια  σχάρα αυτοσχέδια φτιαγμένη από παλιό θερμοσίφωνα που τον  είχε κόψει στη μέση, «άντε πάμε !»  του είπε  κι ανέβηκαν τις σκάλες μαζί με τον πιτσιρικά εγγονό του γείτονα,  έναν  χοντρούλη λαίμαργο,   «κύριε εγώ τα έψησα,  θα δείτε,  είναι τα καλύτερα σουβλάκια, μυρίζουν κάρβουνο!»   Στην  ταράτσα είχαν μαζευτεί κι άλλοι γείτονες και τσιμπολογούσαν πίνοντας, τον κοιτούσε εκεί πέρα με κείνα τα φωτεινά της μάτια που έλαμπαν όταν ήταν ευτυχισμένη κι εκείνος ένιωθε ο άρχοντας του κόσμου. Από κει ψηλά  ο ήλιος που έδυε εκείνη τη στιγμή στο βάθος  εκεί που απλώνονταν η θάλασσα,  κοκκίνιζε τον ουρανό μ’ ένα χρώμα που έμοιαζε να βάζει φωτιά στο σύμπαν, όλα τα δέντρα, τα βουνά, τα νερά κι ο ορίζοντας   έμοιαζαν  να παίρνουν   φωτιά,  ήταν ένα θέαμα εξαίσιο.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...