Κυριακή 3 Απριλίου 2022

ΚΡΑΣΙΑ ΦΡΟΥΤΩΔΗ

 

Κάπου το είχε διαβάσει ότι εκείνη την ώρα τη λέγανε  ώρα του διαβόλου  επειδή είναι η πιο επικίνδυνη,  το σώμα βρίσκεται σε απόλυτη ηρεμία κι όλοι οι κίνδυνοι που παραμονεύουν μπορούν να το πλήξουν, εκείνη την ώρα λέει δεν πρέπει να κάνεις τίποτα, καμιά δραστηριότητα, πρέπει να είσαι πλαγιασμένος, σ’  αυτή τη φάση άφησε κι ο χριστός την τελευταία του  πνοή  όπως λένε οι γραφές, εκεί γύρω στις τρεις με τέσσερις. Εκείνη την ώρα λέει οι παλμοί του σώματος και η θερμοκρασία του πέφτουν στο πιο χαμηλό σημείο,  η πίεση του αίματος γίνεται ακανόνιστη, κάποιοι νιώθουν παράλυση,  βλέπουν εφιάλτες,  τα μωρά δείχνουν μια ασυνήθιστη υπερδιέγερση. Σε κάποιες πόλεις της Αμερικής  λέει απαγορεύουν εντελώς την κυκλοφορία σ’  αυτό το διάστημα  επειδή τότε συμβαίνουν τα χειρότερα εγκλήματα, οι Κινέζοι πάλι τη λένε ώρα της τίγρης επειδή είναι το μόνο πλάσμα  που μπορεί να κυνηγήσει τους νυχτερινούς δαίμονες που βγαίνουν μετά τα μεσάνυχτα. Εκείνες τις  ώρες οι άνθρωποι παίρνουν τις χειρότερες αποφάσεις, γι αυτό και τα μεγάλα   χρηματιστήρια του κόσμου σταματούν να δουλεύουν ,  εκείνη την ώρα συμβαίνουν τα περισσότερα εγκλήματα κι όλες οι κακοτυχίες του σύμπαντος.

Όλα αυτά βέβαια είναι πιο πολύ προλήψεις παλιές που κανονικά δεν έχουν  καμιά αξία εκείνη όμως τα πίστευε πολύ  κάτι τέτοια,  τα όνειρα και τα σημάδια και τα κρυφά νοήματα,  δεν ήθελε ποτέ να της φέρνουν λουλούδια που είχαν μοβ χρώμα, αν έσπαγε κανείς κάποια  δόντι αυτό σήμαινε κακοτυχία ή και θάνατο,  τα έπαιρνε όλα αυτά πολύ σοβαρά κι ήταν πάντα σε επιφυλακή για πιθανούς σεισμούς,  είχε την εντύπωση ότι μπορούσε να τους αντιληφθεί όπου κι αν συνέβαιναν,  αν καμιά φορά της ξέφευγαν κι άκουγε από τις ειδήσεις ότι είχε γίνει κάποια δόνηση κάπου μακριά  της έκανε εντύπωση που δεν το είχε καταλάβει.

«Δεν κοιμάσαι;» άκουσε να της λέει ο άντρας της  ένα βράδυ που δεν την έπιανε ο ύπνος  και βιάστηκε να τον  παραμαζέψει, ήταν εκείνη η ώρα η δύσκολη υποτίθεται όμως αυτή το έβλεπε αλλιώς, περισσότερο την ενοχλούσε που διατάραζε  την ησυχία της  στιγμής,  «άσε με, πήγαινε να κοιμηθείς»  του είπε κι εκείνος που την ήξερε δεν το συνέχισε γιατί  θα είχαν ιστορίες. Μια φορά που είχε προσπαθήσει να της πει ότι δεν πρέπει να κάθεται τόσο αργά του άφησε ένα μήνυμα  γραμμένο στα πλακάκια του μπάνιου που τον τρόμαξε μόλις το είδε, έγραφε: «ΚΟΙΤΑ ΤΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΣΟΥ ΕΓΩ ΘΑ ΚΟΙΜΑΜΑΙ ΟΠΟΤΕ ΘΕΛΩ  !» Από τότε δεν της είχε μιλήσει ποτέ ξανά γι αυτό το θέμα.  Όπως λαγοκοιμόταν βλέποντας ένα σίριαλ  το αυτί της έπιανε κάτι  ήχους  παράξενους,  τριξίματα σαν να έσπαγε κάτι, συρσίματα  σαν να ψηλαφούσε κανείς την πόρτα,όλη την ώρα  πετάγονταν  και κοιτούσε από το ματάκι αλλά δεν έβλεπε τίποτα στον σκοτεινό διάδρομο.

Όταν δεν την έπιανε ο ύπνος είχε βρει κάτι κομμάτια  με ήχους  φυσικούς,  βροχή που έπεφτε στη στέγη,  νερό που έτρεχε κελαρυστά σε κάποιο ρυάκι και κάτι άλλες μουσικές μονότονες που συνέχιζαν στο ίδιο τέμπο για πολύ ώρα ενώ παράλληλα ακούγονταν ήχοι  που έμοιαζαν με χοντρές σταγόνες νερού να πέφτουν πάνω στα πλήκτρα ενός μεταλόφωνου,  αυτοί οι ήχοι την ηρεμούσαν κάθε φορά που είχε θέμα να αποκοιμηθεί. Οι μουσικές αυτές με τις επαναλαμβανόμενες μουσικές φράσεις,  τη βοηθούσαν κι όταν οδηγούσε για μεγάλες αποστάσεις τότε που δούλευε έξω από την πόλη και γυρνούσε νύχτα, την κρατούσαν συγκεντρωμένη  στο τιμόνι κι αυτό ήταν πολύ σημαντικό στη νυχτερινή οδήγηση.  Τα μάτια της είχαν κλείσει ενώ άκουγε μια τέτοια μουσική όταν  ένα σφύριγμα την έκανε  να ξυπνήσει,  ήταν η  βρύση της γυναίκας που έμενε από πάνω, το νερό βούιζε  καθώς κυλούσε μέσα στο σωλήνα, κι η γειτόνισσα λοιπόν  δεν κοιμόταν,  ήταν μια χοντρή γιαγιά κάπου εβδομήντα χρονών  που αγκομαχούσε ν’  ανέβει τις σκάλες μέχρι τον δεύτερο  όροφο όπου βρίσκονταν το διαμέρισμα της.

Δεν υπήρχε περίπτωση να ησυχάσει και βγήκε για λίγο στο μπαλκόνι  να κάνει ένα τσιγάρο, μια φίλη της είχε φέρει ένα κρασί από την Ιταλία  πολύ ωραίο,  δροσερό, σου άφηνε μια ελαφριά γεύση  μήλου στο στόμα,  κάπως δυνατό,  πολύ ευχάριστο. Κοίταξε τη σφραγίδα στο κρύο μπουκάλι,  έγραφε ότι προέρχονταν από τους κάμπους της Απουλίας εκεί στα νότια  της Ιταλικής χερσονήσου κι ότι ήταν ντελικάτο κι αρωματικό. Θυμήθηκε την εποχή που δούλευε σε κάποιο νησί,  ξαγρυπνούσε μέχρι το ξημέρωμα κι έπεφτε στο κρεβάτι τη στιγμή πού ανέτειλε  ο ήλιος πίνοντας ένα τέτοιο κρασί φρουτώδες, ήταν μαγικό όποτε γινόταν αυτό και της είχε λείψει πολύ.

 Ήπιε μια γουλιά καθώς κάπνιζε κι ένιωσε μια ηρεμία, ά, ότι και να λέγανε οι παλιές ιστορίες και οι προλήψεις αυτή   ήταν η καλύτερη ώρα μες το εικοσιτετράωρο. Καθώς απολάμβανε την απόλυτη ησυχία της νύχτας σκεφτόταν τα γεγονότα της ημέρας κι απορούσε γιατί είχε τέτοια κακή φήμη  εκείνη η ώρα, ίσως επειδή ο άνθρωπος  νιώθει αβοήθητος ενώ  βρίσκεται στη φάση του πιο βαθιού ύπνου,  κάποιοι λέει χαμογελούν ή παραμιλούν, αν τύχει και ξυπνήσουν νιώθουν χαμένοι και ζαλισμένοι, αισθάνονται  κρύα την ατμόσφαιρα γύρω τους,  δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο πολλοί να πεθαίνουν  ταξιδεύοντας κατευθείαν από τον ύπνο στον θάνατο, λένε  ότι αυτό είναι το πιο ευχάριστο τέλος.

Όλα τούτα  βέβαια είναι προλήψεις αλλά τελευταία έμοιαζε σαν κάτι να συνέβαινε γύρω κι ήταν δύσκολο να μην κάνεις μαύρες σκέψεις,  στην τηλεόραση άκουγες ένα σωρό εγκλήματα να γίνονται σαν κάτι να είχαν πάθει οι άνθρωποι, είχε αρχίσει ν’ ανησυχεί. Ήθελε κάποιον να τα κουβεντιάσει όλα αυτά αλλά ο άντρας της ήταν στον κόσμο του,  καλά εκείνος ήταν αναίσθητος εντελώς,  δεν άλλαζε με τίποτα τις συνήθειες του, έπεφτε ξερός και κοιμόταν σαν κούτσουρο, έφταιγε βέβαια και η δουλειά  στο μηχανουργείο όπου έτρωγε τα νύχια του όλη μέρα αλλά ο ύπνος του ήταν άλλο πράγμα, πολύ βαρύς.   Το πρωί ξυπνούσε  μες τα μαύρα σκοτάδια κι έτρεχε να ακούσει τις ειδήσεις και να δει είχε συμβεί στον κόσμο την ώρα που κοιμόταν  σαν να είχε χάσει επεισόδια κι έπρεπε να τα προλάβει, δεν καταλάβαινε αυτήν την ηλίθια  φούρια του.

 Εκείνη  ήταν άλλη φάση, ποτέ δεν της  άρεσε να προκαθορίζει τα πράγματα όπως ο  άντρας της που πλάγιαζε κάθε βράδυ στις δέκα ακριβώς σαν να χτυπούσε κάρτα. Εκείνη κοιμόταν όποτε ένιωθε ότι ήταν η ώρα να πλαγιάσει,  πάντα έτσι έκανε, άφηνε τα πράγματα  να έρθουν όπως ήθελαν, τώρα τελευταία όμως σαν κάτι να συνέβαινε και δεν μπορούσε να ησυχάσει, είχε αλλάξει και η ώρα μπερδεύοντας  περισσότερο την κατάσταση, καθόταν όλη νύχτα βλέποντας κάτι σήριαλ χαζά και το πρωί λίγο πριν ξημερώσει έπεφτε να κοιμηθεί.

Όπως γέμιζε το ποτήρι της να πιει λίγο ακόμα από κείνο το δροσερό, φρουτώδες  κρασί άκουσε κάτι φωνές κάτω στο δρόμο κι έσκυψε να δει τι συνέβαινε,  ένα αμάξι προσπαθούσε να κινηθεί στην άσφαλτο όμως οι ρόδες του γλιστρούσαν σαν να υπήρχε κάτι υγρό  πάνω στο οδόστρωμα, κοίταξε κάτω από το μπαλκόνι και είδε έναν μαύρο τύπο με ράστα μαλλιά,  δοκίμαζε  να ξεκινήσει το αυτοκίνητο  του ενώ ακούγονταν φωνές ακατάληπτες,  προσπαθούσε να καταλάβει τι συνέβαινε, ήθελε να φωνάξει τον άντρα της αλλά εκείνος θα χρειαζόταν βαρούλκο για να σηκωθεί οπότε το άφησε. Ξανακοίταξε κάτω και είδε μια μαύρη γυναίκα μέσα στα αίματα που τρέκλιζε προσπαθώντας να απομακρυνθεί από το σημείο ενώ ένα μικρό  παιδί την  ακολουθούσε κλαίγοντας,  κάλεσε αμέσως την αστυνομία και τα επείγοντα,  φόρεσε τα παπούτσια της και κατέβηκε προσεχτικά.

Δίπλα στο αυτοκίνητο που είχε αναμμένη τη μηχανή   βρίσκονταν  αυτός με τα μαλλιά σαν σκοινιά   που τραβούσε από τον ώμο  το παιδάκι,  το  κοριτσάκι , φορούσε ροζ παπούτσια και ήταν πολύ όμορφο,  η καρδιά της χτύπησε δυνατά μόλις το πρόσεξε  και πήγε να πει κάτι όταν η μαύρη γυναίκα σηκώθηκε αγκομαχώντας μέσα από το αμάξι  κι  άρχισε να της λέει μιλώντας σπαστά  ότι ο  άντρας τη χτυπούσε κι ότι  φοβόταν για το παιδί της,  το βλέμμα της έμοιαζε πανικόβλητο,  δεν ήξερε τι να κάνει εκεί πέρα,   έβαλε τις φωνές στο μαύρο και τότε  εκείνος πήγε απότομα  κοντά της και την έσπρωξε τόσο δυνατά που την έριξε  κάτω στην άσφαλτο.

Ήταν μια δύσκολη στιγμή,  να λοιπόν  που συνέβαινε κάτι κακό  την ώρα του διαβόλου «μόνο πότε θα πεθάνω δεν ξέρω» είπε μέσα της και δοκίμασε  να σηκωθεί όμως ο μαύρος με τις κοτσίδες ήρθε  και στάθηκε απειλητικά από πάνω της «μανούλα έρχομαι να σε βρω» έκανε τη σκέψη κλείνοντας τα μάτια. Από κει χαμηλά που βρίσκονταν όλα τα πράγματα αποκτούσαν άλλη διάσταση  καθώς τα έβλεπε από άλλη οπτική γωνία,  κανονικά έπρεπε να είναι τρομοκρατημένη όμως ένιωθε πολύ ήρεμη «αν είναι να τελειώσω ας  τελειώσω αυτή την ώρα» ψιθύρισε παρατηρώντας τα χαρακτηριστικά του ανθρώπου που βρίσκονταν από πάνω της,  φαινόταν πολύ γεροδεμένος,  νευρώδης  σφιχτός,  σίγουρα αθλητής ή κάτι τέτοιο και  άσχημος σαν διάβολος  μ’ ένα βλέμμα τρελό,  φορούσε κάτι γυαλιά χοντρά που έκαναν  ακόμα πιο αλλόκοτη την όψη του, κάτι της θύμιζε  σαν να τον είχε δει κάπου ξανά,  στην τηλεόραση ίσως, δεν ήταν σίγουρη.

Όλα έμοιαζαν να είχαν ακινητοποιηθεί σαν κάποιος  να είχε  παγώσει τη σκηνή σε μια  ταινία,  η γυναίκα τσίριζε,  το παιδάκι έκλαιγε,  ο μαύρος είχε βγάλει την μπλούζα του σαν να βρίσκονταν στην πιο μεγάλη έξαψη,  όλα κρέμονταν από μια κλωστή,  ήταν θέμα χρόνου να συμβεί το χειρότερο  όταν από τα σκοτεινά βγήκε ο άντρας της κι έδωσε  μια μπουνιά τόσο δυνατή  στο μαύρο που τον έστειλε στο απέναντι πεζοδρόμιο.  Εκείνη τη στιγμή έφτασε κι ένα ασθενοφόρο με τα φώτα και τις σειρήνες  να τσιρίζουν  σαν παλαβές και στο ίδιο λεπτό, σαν να ήταν συνεννοημένοι,  ήρθε  στο σημείο  και μια μοτοσυκλέτα της αστυνομίας με δύο τύπους πολύ ψηλούς που φορούσαν  κάτι μπότες  μέχρι τα γόνατα,  κατέβηκαν βιαστικά από τις μηχανές,  ήρθαν κοντά τους , κι ένας απ’ αυτούς πήρε στην αγκαλιά του το κοριτσάκι που  έτρεμε,   «καλά πως ξύπνησες,  εσύ κοιμάσαι σαν βόδι;»  είπε στον άντρα της που ανάσαινε βαριά,   «παρακαλώ» της απάντησε αυτός και τη βοήθησε να σηκωθεί.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...