Τρίτη 12 Δεκεμβρίου 2023

ΣΤΟΝ ΟΡΜΟ ΤΗΣ ΑΦΘΟΝΙΑΣ

 «Μη μου κολλάς » της είπε  μια κοπέλα μέσα στο λεωφορείο κι ακούστηκε να  συμπληρώνει  «κωλόγρια !». Tο κορίτσι που την έβρισε καθόταν στη γαλαρία, στο πίσω μέρος του λεωφορείου, υπήρχαν εκεί πέρα τρεις άδειες θέσεις και το κορίτσι που δεν ήταν και το πιο αδύνατο,  έμοιαζε να τις ήθελε όλες, « μπορώ να καθίσω;» το ρώτησε «αφού έχει εκεί μπροστά θέσεις, γιατί δεν κάθεσαι εκεί πέρα!»- « μα εγώ θέλω να καθίσω εδώ,  πόσες θέσεις νομίζεις ότι μπορείς να πιάσεις!» είπε αυτή,  η παχουλή κοπέλα φάνηκε να θίγεται και  μέσα  από τα  δόντια της την έβρισε έτσι ώστε να ακουστεί.  Καθισμένη σε μια  διπλανή θέση σκεφτόταν τι είχε συμβεί, δεν  είχε θέμα με την ηλικία της, σιγά τώρα,  όμως το θράσος εκείνης της κοπέλας ήταν φοβερό,  ίσως δεν θα  έπρεπε να της είχε  μιλήσει έτσι όμως πολλές φορές ένιωθε τα λόγια να βγαίνουν από το στόμα της χωρίς  να μπορεί  να τα ελέγξει. Τύχαινε συχνά να κάνει   παρατήρηση σε κάποιον κι  αμέσως σκεφτόταν «ωχ τώρα την έβαψα,  θα με ακολουθήσει και θα βρω κανέναν μπελά,  τι θέλω και μιλώ!» αλλά  και πάλι όταν έβλεπε κάτι στραβό δεν άντεχε κι   έκανε το ίδιο. Σε μια στιγμή  η κοπέλα που την έβρισε  σηκώθηκε να κατέβει όμως το αστικό φρέναρε  κάπου κι εκείνη  έπεσε   πάνω στους επιβάτες  «φύγετε από μπροστά  μου!»  φώναξε ξαναμμένη, καλά  το άτομο είχε θέματα,  πρόσεξε ότι φορούσε  κάτι αρβύλες κι ένα τζιν σκισμένο,  δεν θα την έλεγες κι  επιτομή της καλαισθησίας κι αυτό αντανακλούνταν στο ύφος και στους τρόπους της.  Την ακολούθησε με το βλέμμα καθώς απομακρύνονταν φουριόζα και κούνησε το κεφάλι πολλές φορές  σα να έλεγε « πως είσαι έτσι κορίτσι μου».   

Χρόνια τώρα πηγαινοερχόταν με τα αστικά, δεν είχε μάθει ποτέ να οδηγεί, πάντα είχε κάποιον να την πηγαίνει στα μαγαζιά ή στη δουλειά, παλιά ήταν ο άντρας της, όταν χώρισε οι φίλοι της πάντα έβρισκαν τρόπο  να την εξυπηρετούν κι όταν δεν  υπήρχαν κι αυτοί έπαιρνε ταξί αλλά πια όλα είχαν γίνει πολύ ακριβά κι αναγκαζόταν να μπει στα λεωφορεία που κάποτε δεν ήθελε  ούτε να τα δει. Όμως εκεί μέσα αδερφέ μου  έπρεπε  να κρατήσεις την αναπνοή σου μέχρι να σκάσεις,  μερικά ειδικά είχαν μια αποπνικτική μυρουδιά  που σου ερχόταν αναγούλα,  ήταν  τα αστικά που πήγαιναν  σ’ ένα νοσοκομείο και τα χρησιμοποιούσαν κάτι πρεζόνια τα οποία δεν πλένονταν  ποτέ,  αυτά τα απόφευγε όσο μπορούσε. Όταν έβρισκε καμιά καλή θέση  χάζευε τους δρόμους που ανεβοκατέβαιναν εκεί όπου  κάποτε υπήρχαν πλαγιές και λόφοι, πιο πολύ της άρεσαν  τα στενά που οδηγούσαν σε κάτι μέρη που έμοιαζαν με πίστες απογείωσης για το άπειρο,  αυτά τα μέρη ήταν τα αγαπημένα της, με τη φαντασία  ένιωθε  ότι η πορεία του αστικού συνεχίζονταν νοερά   και χανόταν  πέρα μακριά στον ορίζοντα που φλέγονταν όταν ο ήλιος έδυε. Από τα παράθυρα του λεωφορείου μπορούσε να παρακολουθήσει ότι συνέβαινε στην  πόλη σα να έβλεπε ταινία, στα πάρκα  τεμπέληδες  ρωσοπόντιοι έπαιζαν ντάμα πάνω σε κάτι τραπέζια αυτοσχέδια, εκεί κάτω  προς τη θάλασσα οι πολυκατοικίες έφτιαχναν  ένα τείχος τεράστιο που έκοβε τον αέρα  άφηνε  όμως όλη την υγρασία να διαπεράσει τα κτήρια και τους ανθρώπους,  τα βράδια του Σαββάτου τα  συνοικιακά  μαγαζιά πουλούσαν κοτόπουλα και πίτσες στον κόσμο που περίμενε έξω από τις εισόδους τους,  αυτή ήταν η αγαπημένη της ώρα μέσα στην εβδομάδα.

Τους τελευταίους μήνες χρησιμοποιούσε πολύ τα λεωφορεία, είχε μπει στο ταμείο ανεργίας  και είχε χρόνο μπόλικο, έτσι πήγαινε να δει τη μάνα της που δεν μπορούσε πια να αυτοεξυπηρετηθεί  και χρειαζόταν άνθρωπο όμως δεν εμπιστευόταν κανέναν,  ήταν  πολύ καχύποπτη κι έτσι την  είχε  αναλάβει θέλοντας και μη. Πηγαίνοντας στο προάστιο της μητέρας της χάζευε σημεία τη πόλης που τα  θυμόταν από παλιά και η ανοικοδόμηση τα είχε αλλάξει εντελώς,  ένα εστιατόριο που υπήρχε κάποτε εδώ,  ένας φούρνος απ’ όπου έπαιρνε  ένα  τσουρέκι τη γεύση του οποίου δεν μπορούσες πια να  βρεις πουθενά,  ένα πεζόδρομο εκεί έξω από τα πανεπιστήμια όπου έβλεπε κάποτε  ένα κορίτσι να απλώνει εφημερίδες τότε που δεν υπήρχε διαδίκτυο ούτε τηλεόραση, οι φοιτητές έσκυβαν  να δουν  τα νέα και τους τίτλους πηγαίνοντας στις σχολές τους αγουροξυπνημένοι. Την είχε συναντήσει εκείνη τη κοπέλα με τις εφημερίδες κάποιο καλοκαίρι σ’ ένα νησί, κολυμπούσαν  μαζί σ’ έναν κολπίσκο  που τον έλεγαν  ‘’Όρμο της αφθονίας’’,  το παράξενο ήταν ότι και η κοπέλα τη θυμόταν « είχες μακριά μαύρα  μαλλιά  τότε»  της είχε πει…  

Πως είχαν γίνει έτσι ανάγωγα τα παιδιά σκεφτόταν όλη την ώρα καθώς τάιζε τη μητέρα της,  δεν καταλάβαιναν  τίποτα, δημιουργούσαν φασαρίες, επιτίθονταν στον κόσμο, είχαν χτυπήσει άσχημα  έναν οδηγό λεωφορείου  την ώρα που σχολούσε, το πράγμα είχε ξεφύγει. Ήταν επόμενο βέβαια,  κανείς δε νοιάζονταν γι αυτά, κανείς  δεν τους έλεγε  τίποτα κι κείνα ήταν  ανεξέλεγκτα, έβριζαν, φώναζαν, χαλούσαν τον κόσμο, έμοιαζαν με θηρία. Ήθελε να τους χώσει δυο μπάτσες όπως έκανε η μάνα της όταν ήθελε να τη συνετίσει,  σιγά μη χαράμιζε τα λόγια της,  όμως τώρα που να τ’  αγγίξεις,  είχαν γίνει μη μου άπτου όλα, δεν  σήκωναν τίποτα και ήξερε ότι θα έβρισκε το μπελά της. Πάντα είχε πρόβλημα όχι μόνο με τα παιδιά αλλά και με οτιδήποτε που νόμιζε πως ήταν λάθος, όταν έβλεπε κάτι στραβό και γύρω κανείς δεν μιλούσε αυτή δεν άντεχε,  μια φορά είχε δει έναν τύπο φαλακρό να φωτογραφίζει  κορίτσια με το κινητό του και του είχε κάνει παρατήρηση,  «τι κάνεις εκεί πέρα φίλε;»  εκείνος έκανε τον αδιάφορο αλλά ένα παιδί με γένια κάπου εικοσιπέντε χρονών,   πετάχτηκε και την υποστήριξε «δώσε το κινητό να δούμε τι φωτογραφίζεις!» ο άλλος έσπευσε να κατέβει  κατρακυλώντας πανικόβλητος  στα σκαλιά   και παραλίγο να σκοτωθεί όπως προσπαθούσε  να κρύψει το τηλέφωνο. Ευχαρίστησε το νεαρό κι αντάλλαξαν δυο κουβέντες, «κυρία μου δεν μπορείτε να φανταστείτε τι γίνεται κάθε μέρα »- «αυτό το παιδί μάλιστα» , σκέφτηκε.  

Μια άλλη φορά είχε δει μια κοπέλα να απλώνει  τα πόδια της  στο αντικρινό κάθισμα,  αυτό την τρέλαινε, δεν μπορούσε να το δεχτεί, «κατέβασε σε παρακαλώ τα πόδια σου!»  της είπε κι εκείνη τα κατέβασε όμως μετά από λίγο τα έβαλε πάλι πάνω στις καρέκλες,  «σου είπα να μη βάζεις τα πόδια στου στο κάθισμα!»  επανέλαβε « θα έρθουν να καθίσουν άνθρωποι!»  όμως το κορίτσι της πέταξε  κάτι του τύπου « άσε μας από δω ρε θεία !».   Καθώς ήταν η ώρα να κατέβει την πλησίασε, έπιασε  τα πόδια της και με μια κίνηση τα κατέβασε κάτω, δεν το περίμενε ούτε και  η ίδια ότι θα το έκανε,  ήταν σα να είχε συμβεί αυτοματοποιημένα,  το κορίτσι είχε μείνει άναυδο,  δεν το περίμενε ούτε αυτή  όμως εκείνη ήταν χαρούμενη,  «σε προειδοποίησα!»  της φώναξε  κι έσπευσε  να κατέβει τα σκαλιά προτού η άλλη της πετάξει τίποτα,  ήταν πολύ ευχαριστημένη με τον εαυτό της.  

Πάντα πίστευε  στη νεολαία κι όταν την κατηγορούσαν  απαντούσε « είναι παιδιά, δεν ξέρουν, κι εμείς έτσι ήμασταν στην ηλικία τους»  όμως  όταν της επιτέθηκε και την έβρισε  εκείνη η κοπέλα  με τα άρβυλα τα έχασε, θυμόταν για καιρό το πρόσωπο της,  μια φορά την είχε δει και στον ύπνο της. Ένα βράδυ του Σαββάτου που πήγαινε στη μάνα της αναρωτιόταν τι θα συναντούσε  πάλι,  οι ειδήσεις λέγανε για έναν  φίλαθλο που είχαν μαχαιρώσει  έξω από κάποιο γήπεδο κι όλοι είχαν ξεσηκωθεί.  Εκείνη τη μέρα είχε αγώνα ποδοσφαίρου πάλι  οπότε το λεωφορείο θα γέμιζε από  τραμπούκους και μεθυσμένους που τρόμαζαν τον κόσμο κι απειλούσαν τους πάντες. «Είκοσι λεπτά είναι»  σκέφτηκε «ας κάνω υπομονή», δεν ήθελε να πάρει ταξί  όμως με το που μπήκε στο αστικό το μετάνιωσε. Στην επόμενη  στάση ανέβηκαν καμιά εικοσαριά άτομα,  νεαροί ως επί το πλείστον,  κι άρχισαν να φωνασκούν,  τους άκουγε εκεί πέρα  που φώναζαν συνθήματα κι έβριζαν τις μάνες όλων, ήταν μια μάζα, ένας όχλος γεμάτος μίσος, μια αγέλη όπου επικρατούσαν τα χειρότερα ένστικτα καθώς τους έδινε την αίσθηση της ασφάλειας και της δύναμης, μια αίσθηση ότι μπορείς να κάνεις ό,τι θέλεις δίχως καμιά συνέπεια, σε μια τέτοια αγέλη μπορούν να ευδοκιμήσουν τα πιο χαμερπή ορμέμφυτα, να διαπραχτούν οι πιο αισχρές πράξεις.

Οι νεαροί έμοιαζαν να το χαίρονται εκεί πέρα που μπορούσαν να τρομοκρατούν τον κόσμο και συνέχιζαν να βρίζουν και να απειλούν το σύμπαν.  Δεν άντεξε,  σηκώθηκε και τους είπε «δεν ντρέπεστε να μιλάτε έτσι,  εσείς  φάγατε εκείνο το παιδί!»  κανείς  από την αγέλη δε μίλησε,  έγινε ησυχία για λίγο σα να είχαν  αιφνιδιαστεί που κάποιος αντέδρασε στην επέλαση τους.   Ύστερα όμως όλο εκείνο το πλήθος που είχε ανεβεί στο αστικό και δρούσε σαν συμμορία άρχισε να φωνάζει πιο δυνατά χρησιμοποιώντας  συνθήματα ακόμα πιο ρυπαρά ενώ κοίταζε προς το μέρος της με βλέμμα άγριο και μια κακία στα μάτια ανάμεικτη μ’ έναν κρυφό ενθουσιασμό, εκεί  είχε φοβηθεί πραγματικά « αυτοί εδώ θα με φάνε!»  σκέφτηκε «τι πας να κάνεις κοριτσάκι μου;» . Ευτυχώς σε λίγο ήταν η στάση της, όταν κατέβηκε από το αστικό ήταν σίγουρη  ότι κάτι θα καρφώνονταν στη πλάτη  της,  ότι  κάποιος θα την άρπαζε απ’ τα μαλλιά  και  θα της φώναζε «έλα  δω εσύ!» ,  κοίταζε γύρω γεμάτη φόβο όμως όλος εκείνος ο συρφετός ούτε που ασχολήθηκε μαζί της μονάχα ξεχύθηκε από το όχημα κραυγάζοντας κι έτρεξε   για το γήπεδο κουνώντας κασκόλ και σημαίες.  Όλο αυτό όμως ήταν πολύ τρομακτικό, είναι από κείνα τα πράγματα που δεν ξεχνάς εύκολα, της είχε χαλάσει εντελώς τη διάθεση. Το βράδυ που επέστρεφε από τη μάνα της  όλο κοιτούσε πίσω της κι ούτε που είχε όρεξη να ονειρευτεί πως απογειώνεται με το αστικό εκεί στις ανηφόρες και τις κατηφόρες της πόλης  που σε βγάζουν στο άπειρο την  ώρα που το δειλινό φλέγεται κατά τη δύση.

ΩΣΕΙ ΑΝΘΟΣ ΤΟΥ ΑΓΡΟΥ

«Ο οδηγός κλείνει τα μάτια όλη την ώρα !» του ψιθύρισε σκύβοντας η γυναίκα που καθόταν στο απέναντι κάθισμα, - « σοβαρά;»  είπε  αυτός και κ...